Highgate Primary School Ltd και Άλλοι ν. Στέλιου Φυλακτίδη και Άλλης (2009) 1 ΑΑΔ 317

(2009) 1 ΑΑΔ 317

[*317]24 Μαρτίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

1. HIGHGATE PRIMARY SCHOOL LTD,

2. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΘΕΟΧΑΡΗ,

3. ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΧΑΡΗ,

4. ΝΙΚΟΣ ΠΕΡΙΣΤΙΑΝΗ,

Εφεσείοντες,

v.

1. ΣΤΕΛΙΟΥ ΦΥΛΑΚΤΙΔΗ,

2. ΕΛΕΝΗΣ ΦΥΛΑΚΤΙΔΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 216/2006)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Παρεμπίπτοντα απαγορευτικά διατάγματα δυνάμει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) ― Προϋποθέσεις εκδόσεως ― Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής και δυσκολία ή αδυναμία πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο ― Η έννοια της πλήρους δικαιοσύνης δεν συναρτάται μόνο με την αποκατάσταση της υλικής ζημιάς ― Ανάγκη για υπογραφή εγγύησης από τους ενάγοντες για ζημιές τις οποίες, ενδεχομένως, να υποστούν οι εναγόμενοι εξ αιτίας της λανθασμένης έκδοσης των προαναφερθέντων διαταγμάτων.

Αστικά αδικήματα ― Οχληρία ― Επέμβαση στην απόλαυση της ησυχίας εναγόντων από πράξεις οχληρίας οι οποίες λάμβαναν χώρα σε περιουσία γείτονά τους ― Στάθμιση αφ’ ενός δικαιώματος του κατόχου της περιουσίας - εναγόμενου να χρησιμοποιεί την περιουσία του για τη δική του νόμιμη απόλαυση και του δικαιώματος των εναγόντων στη, χωρίς παρεμβάσεις, απόλαυση της δικής τους περιουσίας.

Οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι (οι εφεσίβλητοι), οι οποίοι είναι συνταξιούχοι, διαμένουν για πολλά χρόνια σε ιδιόκτητο σπίτι στη Λευκωσία. Ακριβώς δίπλα από το σπίτι τους στεγάζεται και λειτουργεί ιδιωτικό σχολείο το οποίο διαχειρίζεται η εναγόμενη 1 εφεσείουσα εταιρεία. Η τελευταία απέκτησε πρόσφατα ακόμα ένα ακίνητο το οποίο συνορεύει με την αυλή των εφεσιβλήτων. Κατεδάφησε την παλιά οικοδομή που υπήρχε σε αυτό και ανήγειρε γήπεδο [*318]πολλαπλών χρήσεων χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή, η οποία μάλιστα έλαβε δικαστικά μέτρα για το όλο ζήτημα. Η χρήση του γηπέδου και η χρήση του νεοαποκτηθέντος οικοπέδου ως σημείου διέλευσης των μαθητών δημιουργεί ενόχληση στους εφεσίβλητους, οι οποίοι περνούν τον περισσότερο χρόνο στο σπίτι τους.

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή για οχληρία εναντίον των εναγομένων – εφεσειόντων (οι εφεσείοντες). Εξασφάλισαν δε και παρεμπίπτοντα απαγορευτικά διατάγματα απαγορεύοντας στους εφεσείοντες, υπαλλήλους ή αντιπροσώπους τους να χρησιμοποιούν ή να επιτρέπουν τη χρήση από οποιοδήποτε πρόσωπο, για οποιοδήποτε σκοπό, του γηπέδου πριν από τις 8.30 π.μ. και μετά τη 1.00 μ.μ. καθημερινά και καθ’ οιανδήποτε ώρα την Κυριακή. Επίσης τους απαγόρευε να χρησιμοποιούν ή να επιτρέπουν τη χρήση από οποιοδήποτε πρόσωπο, για οποιοδήποτε σκοπό, της διόδου που βρίσκεται κατά μήκος του ακινήτου των εφεσιβλήτων κατά τις προαναφερόμενες ημέρες και ώρες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιούντο και οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/60 και άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ των εφεσιβλήτων. Μεταξύ των στοιχείων που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο ήταν και το ότι οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν τις πράξεις και παραλείψεις τους, οι οποίες, κατά τους αντιδίκους τους, στοιχειοθετούν παρανομία, δηλαδή παράβαση του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, ο οποίος, μεταξύ άλλων, απαγορεύει: (α) την ανέγερση οικοδομής χωρίς άδεια και (β) τη χρήση της, χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν κατ’ έφεση τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του Ν.14/60 και ως προς το ότι η έκδοση των διαταγμάτων ήταν μέτρο πρόσφορο και δίκαιο, στο συγκεκριμένο ενδιάμεσο στάδιο της αγωγής. Αμφισβήτησαν επίσης την ορθότητα των ευρημάτων του δικαστηρίου ως προς τα πραγματικά γεγονότα και συγκεκριμένα ως προς την απαγόρευση χρήσης της διόδου, ιδιοκτησίας της εφεσείουσας 1, που βρίσκεται κατά μήκος του ακινήτου ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και σ’ αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων – αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι οι εφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους [*319]επιτρέπει να αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους, σε περίπτωση επιτυχίας των εφεσιβλήτων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους εφεσίβλητους, υπό την ευρύτερη έννοια.

2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε ορθά όλους τους σχετικούς παράγοντες περιλαμβανομένης και της κατ’ ισχυρισμό παρανομίας των εφεσειόντων.

3. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, υπό τις περιστάσεις, ήταν εύλογο και δίκαιο να εκδοθούν τα ζητούμενα διατάγματα, εφόσον οι εφεσίβλητοι πρόσφεραν επαρκή μαρτυρία ότι επηρεάστηκε δυσμενώς η απόλαυση της δικής τους περιουσίας από τις κατ’ ισχυρισμό πράξεις και ενέργειες των εφεσειόντων, οι οποίες μάλιστα ήταν παράνομες.

4. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα και συγκεκριμένα ως προς τη χρήση της διόδου ήσαν ορθά και το Δικαστήριο ορθά εξέδωσε το παρεμπίπτον διάταγμα αναφορικά με την μη χρήση της προς το τεμάχιο των εφεσιβλήτων.

5. Τα εκδοθέντα διατάγματα ήσαν σαφή και συγκεκριμένα τόσο αναφορικά με τα πρόσωπα στα οποία αυτά αφορούσαν (που ήσαν μόνο οι εφεσείοντες) όσο και με τις ώρες απαγόρευσης της χρήσης των προαναφερομένων τεμαχίων.

6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε επιβάλει εγγύηση στους εφεσίβλητους για τυχόν ζημιές που μπορεί να προκληθούν εξαιτίας της τυχόν λανθασμένης εξασφάλισης απ’ αυτούς των δύο διαταγμάτων.

Η έφεση απορρίφθηκε με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος των εφεσειόντων. Διατάχθηκε όπως οι εφεσίβλητοι υπογράψουν εγγύηση ύψους €15.000, εντός τριών ημερών.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μ & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.ά. v. The Timberland Co (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791,

Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1245.

[*320]Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ζωμενής, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 9206/05), ημερομ. 7.7.2006.

Μ. Καραολιά για Τ. Χ''Γεωργίου, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Κολοκασίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 7.7.2006, ενέκρινε αίτηση των εναγόντων-εφεσιβλήτων ημερ. 2.12.2005 και εξέδωσε παρεμπίπτοντα απαγορευτικά διατάγματα απαγορεύοντας στους εναγόμενους, υπαλλήλους ή αντιπροσώπους τους να χρησιμοποιούν ή να επιτρέπουν τη χρήση από οποιοδήποτε πρόσωπο, για οποιοδήποτε σκοπό, του γηπέδου το οποίο βρίσκεται εντός των τεμαχίων 180 και 181 του Φυλ./Σχ. 21/46, τμήμα Β, Άγιος Ανδρέας, Λευκωσία, πριν από τις 8.30 π.μ. και μετά τη 1.00 μ.μ. καθημερινά και καθ’ οιανδήποτε ώρα την Κυριακή. Επίσης απαγόρευσε στους εναγόμενους-εφεσείοντες, τους υπαλλήλους ή αντιπροσώπους τους να χρησιμοποιούν ή να επιτρέπουν τη χρήση από οποιοδήποτε πρόσωπο, για οποιοδήποτε σκοπό, της διόδου προς το τεμάχιο 179, από την είσοδο του σχολείου στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, κατά μήκος του διαχωριστικού φράκτη μεταξύ των τεμαχίων 161 και 180 του προαναφερόμενου Φυλ./Σχ., κατά τις προαναφερόμενες ημέρες και ώρες.

Τα γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, συνοπτικά, ήταν ότι για πολλά χρόνια οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι διέμεναν σε ιδιόκτητο σπίτι που βρίσκεται στην ενορία του Αγίου Ανδρέα στη Λευκωσία και ακριβώς δίπλα από το σπίτι τους στεγάζεται και λειτουργεί ιδιωτικό σχολείο το οποίο διαχειρίζεται η εναγόμενη 1 εταιρεία. Οι σχέσεις των διαδίκων δεν ήταν ιδιαίτερα αρμονικές, τα πράγματα όμως, σύμφωνα με τους ενάγοντες, έφθασαν στο απροχώρητο όταν η εναγόμενη 1 απέκτησε ακόμα ένα οικόπεδο το οποίο συνορεύει με την αυλή των εναγόντων. Παλιά οικοδομή που υπήρχε στο οικόπεδο κατεδαφίστηκε και στη θέση της ανεγέρθηκε γήπεδο. Η χρήση του γηπέδου για πολλές ώρες κάθε μέρα και η χρήση του νεοαποκτηθέντος οικοπέδου ως σημείου διέλευσης των μαθητών όταν το πρωί έρχονται στο σχολείο, ενοχλεί τους [*321]ενάγοντες, οι οποίοι ως συνταξιούχοι που είναι περνούν τον περισσότερο τους χρόνο στο σπίτι. Ήταν η θέση των εναγόντων ότι ο θόρυβος που προκαλείται από ενωρίς το πρωί και συνεχώς μέχρι τις ώρες της μεσημβρινής ανάπαυσης ή ακόμα και τα απογεύματα κατέστησε τη ζωή τους αφόρητη. Ως αποτέλεσμα των προαναφερόμενων οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι δεν μπορούν πλέον να απολαύσουν το σπίτι ή την αυλή τους. Γι’ αυτό καταχώρησαν αγωγή και ταυτόχρονα αίτηση για παρεμπίπτοντα διατάγματα.

Τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο δικαστήριο και τα οποία, στο μεγαλύτερο βαθμό, ήταν κοινά αποδεκτά, ήταν τα εξής:

Πρόσφατα η εναγόμενη 1 απέκτησε το ακίνητο (τεμάχια 180 και 181) στο οποίο υπήρχε παλιά οικοδομή. Το ακίνητο συνορεύει με αυτό των εναγόντων (τεμάχιο 169) και το τεμάχιο 179 στο οποίο από αρκετά χρόνια λειτουργεί το σχολείο των πρώτων εναγομένων-εφεσειόντων. Η εναγόμενη 1 κατεδάφισε την παλιά οικοδομή, χωρίς να έχει προς τούτο σχετική άδεια. Στη θέση της ανεγέρθηκε γήπεδο πολλαπλών χρήσεων. Το γήπεδο είναι υπερυψωμένο σε σχέση με το οικόπεδο των εναγόντων και συνορεύει με αυτό. Υπάρχει περίφραξη με συρμάτινο πλέγμα σε μεγάλο ύψος και τοποθετήθηκαν πάσσαλοι με προβολείς. Για την ανέγερση του γηπέδου δεν λήφθηκε άδεια από την αρμόδια αρχή, η οποία μάλιστα έλαβε δικαστικά μέτρα για το όλο ζήτημα. Ο χώρος του γηπέδου χρησιμοποιείται καθημερινά από πολύ νωρίς το πρωί, από μαθητές του σχολείου, είτε στα πλαίσια οργανωμένων δραστηριοτήτων και μαθημάτων φυσικής αγωγής, είτε με πρωτοβουλία των μαθητών, ως χώρος όπου μαζεύονται για να παίξουν ή να συναναστραφούν. Δημιουργείται θόρυβος από τις φωνές μαθητών και καθηγητών και από μπάλες που κτυπούν στην περίφραξη.  Κατά τους ενάγοντες ο θόρυβος αυτός είναι αφόρητος ενώ κατά τους εναγόμενους είναι φυσιολογικός. Το ακίνητο στο οποίο βρίσκεται το γήπεδο χρησιμοποιείται επίσης από μαθητές σαν χώρος διέλευσης όταν πηγαίνουν προς το σχολείο ή όταν αναχωρούν το μεσημέρι. Ο θόρυβος από τις ομιλίες τους και τη μεταφορά βαλιτσών με τροχούς, ενοχλεί τους ενάγοντες. Οι ενάγοντες ενοχλούνται επίσης όταν γίνονται μαθήματα μεγαλοφώνως στο κτίριο του σχολείου που βρίσκεται στο τεμάχιο 179, όταν τα παράθυρα είναι ανοικτά. Ο θόρυβος αναγκάζει τους ενάγοντες να μετακινηθούν σε άλλο μέρος του σπιτιού τους που είναι σε μεγαλύτερη απόσταση από το κτίριο του σχολείου. Επίσης δεν μπορούν να απολαύσουν και την αυλή του σπιτιού τους. Οι εναγόμενοι-εφεσείοντες θεωρούν την αντίδραση των εναγόντων ως υπερβολική. Δέχονται ότι υπάρχει κάποιος θόρυβος, αλλά σε φυσιολογικά επίπεδα. 

[*322]Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και αφού ανέλυσε τις τρεις προϋποθέσεις που τίθενται σ’ αυτό και βρήκε ότι ικανοποιούνται, απεφάσισε ότι ήταν ορθό και δίκαιο, υπό τις περιστάσεις, να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ των εναγόντων-εφεσιβλήτων. Παρατήρησε ότι στην αγωγή αποκαλύπτονταν διάφορες βάσεις αγωγής, η κυριότερη από τις οποίες ήταν η πρόκληση οχληρίας από τους εναγόμενους στους ενάγοντες. Έκρινε ότι από την ενώπιον του μαρτυρία τεκμηριωνόταν επαρκώς ότι υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση, σ’ αυτή τη βάση αγωγής, και σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση. Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι με βάση την ενώπιον του μαρτυρία οι ενάγοντες-αιτητές είχαν πετύχει να δείξουν ότι έχουν ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας. Κατά την κρίση του διαφαινόταν, εκ πρώτης όψεως, ότι η χρήση του ακινήτου που είχε αποκτηθεί πρόσφατα από τους εναγόμενους, με τον τρόπο και στην έκταση που γίνεται αυτή η χρήση και ιδιαίτερα με τη χρήση του γηπέδου, επηρέαζε τη δυνατότητα των εναγόντων να απολαύσουν το δικό τους ακίνητο. 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, η οποία συνίσταται στο ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αν δεν εκδοθούν τα ζητούμενα διατάγματα, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι η προϋπόθεση αυτή μπορεί να ικανοποιηθεί όχι μόνον αν η φύση της ζημιάς είναι τέτοια που δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, αλλά και εκεί όπου ο αιτητής δεν θα αποζημιωθεί πλήρως με την καταβολή χρηματικού ποσού. Έκανε αναφορά στην υπόθεση M. & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.ά. v. The Timberland Co (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, όπου τονίστηκε πως η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται μόνο με την απλή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία. Και το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως εξής: «Στην περίπτωση, λόγω της φύσης των δικαιωμάτων που προσπαθούν να προστατεύσουν οι ενάγοντες, ικανοποιείται και η τρίτη προϋπόθεση.»

Το επόμενο ερώτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τρεις προϋποθέσεις ικανοποιούνταν, ήταν το κατά πόσο στο ενδιάμεσο εκείνο στάδιο της διαδικασίας, η έκδοση των ζητούμενων διαταγμάτων ήταν μέτρο πρόσφορο και δίκαιο. Έλαβε υπόψη του ότι σύμφωνα με τους εναγόμενους-εφεσείοντες η έκδοση των ζητούμενων διαταγμάτων θα είχε σοβαρές οικονομικές συνέπειες σ’  αυτούς, που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και μέχρι το κλείσιμο του σχολείου τους. Έλαβε όμως υπόψη του και το ότι οι εναγόμενοι δεν αμφισβήτησαν τις πράξεις και πα[*323]ραλείψεις τους, οι οποίες, κατά την άλλη πλευρά, στοιχειοθετούν παρανομία, δηλαδή παράβαση του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, ο οποίος, μεταξύ άλλων, απαγορεύει: (α) την ανέγερση οικοδομής χωρίς άδεια και (β) τη χρήση της χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Αναφέρθηκε στην υπόθεση Κυρίσαββα v. Κύζη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1245, στην οποία αποφασίστηκε ότι η παράνομη ανέγερση οικοδομής ήταν στοιχείο που δεν μπορούσε να παραγνωριστεί από το δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης για προσωρινό διάταγμα και μάλιστα ότι αποτελούσε σοβαρό θέμα που μπορούσε να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του αιτητή. 

Αφού έλαβε υπόψη τα προαναφερόμενα έκρινε ότι ήταν ορθό και δίκαιο να εκδώσει τα ζητούμενα διατάγματα και μάλιστα εκτίμησε ότι αν στα ζητούμενα διατάγματα προστίθετο, στην απαγόρευση, και η προϋπόθεση ότι η χρήση δεν θα γινόταν «κατά τρόπο που να δημιουργεί οχληρία» τα διατάγματα θα καθίσταντο γενικά και αόριστα και συνεπώς ανεφάρμοστα. Ως εκ τούτου εξέδωσε τα προαναφερθέντα παρεμπίπτοντα διατάγματα, με το προαναφερόμενο λεκτικό, με το οποίο καθορίζονται συγκεκριμένες μέρες και ώρες απαγόρευσης της χρήσης των  προαναφερόμενων ακινήτων.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης:

(α) Ως προς την ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης του Αρθρου 32 του Ν. 14/60 (πρώτος λόγος έφεσης),

(β) Ως προς το ότι η έκδοση των διαταγμάτων ήταν μέτρο πρόσφορο και δίκαιο, στο συγκεκριμένο ενδιάμεσο στάδιο της αγωγής (δεύτερος λόγος έφεσης), και

(γ) Ως προς τα λανθασμένα, κατ’ ισχυρισμό, ευρήματα του δικαστηρίου αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και συγκεκριμένα αναφορικά με την απαγόρευση χρήσης της διόδου, ιδιοκτησίας της εφεσείουσας 1, που βρίσκεται κατά μήκος του ακινήτου ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων (τρίτος λόγος έφεσης).

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, θεωρούμε ορθή την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία στο κριτήριο του κατά πόσο θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, λαμβάνεται υπόψη και το κατά πόσον ο αιτητής, αν επιτύχει, θα αποζημιωθεί πλήρως με την καταβολή χρηματικού ποσού.

[*324]Η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και σ’ αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι οι εφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους, σε περίπτωση επιτυχίας των εφεσιβλήτων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους εφεσίβλητους-ενάγοντες, υπό την ευρύτερη έννοια. Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι θα προκληθεί τέτοια αδικία στους εφεσίβλητους-ενάγοντες και δεν συντρέχει λόγος για επέμβαση στα ευρήματά του.

 

Αναφορικά με τα κατά πόσον η έκδοση των ζητούμενων διαταγμάτων ήταν μέτρο πρόσφορο και δίκαιο, υπό τις περιστάσεις, και πάλι συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο. Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του και στάθμισε όλους τους σχετικούς παράγοντες, περιλαμβανομένης και της κατ’ ισχυρισμό παρανομίας των εφεσειόντων, η οποία ορθά συνεκτιμήθηκε, ως σχετικός παράγοντας, και της κατ’ ισχυρισμό οχληρίας την οποία υφίσταντο οι εφεσίβλητοι εξαιτίας των κατ’ ισχυρισμό ενεργειών των εφεσειόντων. 

Η επέμβαση στην απόλαυση της ησυχίας κάποιου ατόμου συνιστά μια από τις αναγνωρισμένες κατηγορίες οχληρίας. Σε τέτοια περίπτωση σταθμίζεται από τη μια το δικαίωμα του κατόχου περιουσίας-εναγόμενου να χρησιμοποιεί την περιουσία του για τη δική του νόμιμη απόλαυση και από την άλλη το δικαίωμα του ενάγοντα στη, χωρίς παρεμβάσεις, απόλαυση της δικής του περιουσίας. 

Είναι θεμελιωμένο ότι τόσο διηνεκή όσο και παρεμπίπτοντα διατάγματα εκδίδονται από τα δικαστήρια, στις κατάλληλες περιπτώσεις, με σκοπό την παρεμπόδιση ή την άρση οχληρίας (Δέστε: Kerr on Injunctions, έκτη έκδοση, Κεφ. VI, σελ. 131 κ.επ.). Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι ορθά κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι, υπό τις περιστάσεις, ήταν εύλογο και δίκαιο να εκδοθούν τα ζητούμενα διατάγματα, εφόσον οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι πρόσφεραν επαρκή μαρτυρία ότι επηρεάστηκε δυσμενώς η απόλαυση της δικής τους περιουσίας από τις κατ’ ισχυρισμό πράξεις και ενέργειες των εναγομένων-εφεσειόντων, οι οποίες μάλιστα ήταν και παράνομες.

Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένα ευρήματα ως προς τα ουσιώδη γεγονότα και συγκεκριμένα ως προς τη χρήση [*325]της προαναφερόμενης διόδου, θεωρούμε και πάλι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έκρινε τα ενώπιον του στοιχεία και ορθά εξέδωσε και το παρεμπίπτον διάταγμα  αναφορικά με τη μη χρήση της διόδου προς το τεμάχιο 179. Παρατηρούμε ότι για το τεμάχιο 179 υπήρχε μαρτυρία, εκ μέρους των εναγόντων-εφεσιβλήτων, ότι θόρυβος που γίνεται στο τεμάχιο εκείνο αναγκάζει τους εφεσίβλητους να μετακινηθούν σε άλλο μέρος του σπιτιού τους και τους στερεί το δικαίωμα απόλαυσης της αυλής του σπιτιού τους.

Σε σχέση με το λεκτικό των εκδοθέντων διαταγμάτων θεωρούμε ότι όταν το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρεται σε εναγόμενους, υπάλληλους ή αντιπρόσωπους τους, εννοεί ουσιαστικά τους εναγόμενους ενεργούντες προσωπικά και/ή δια των υπαλλήλων και/ή των αντιπροσώπων τους και επομένως ότι με τα διατάγματα είναι μόνο οι εναγόμενοι που επηρεάζονται και όχι τρίτα πρόσωπα. Κατά την κρίση μας ορθά επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο απαγόρευσε τη χρήση των προαναφερόμενων τεμαχίων κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων ωρών, ώστε τα διατάγματα να είναι σαφή και συγκεκριμένα και επομένως να μπορούν να εφαρμοστούν. Το μόνο που παρέλειψε το πρωτόδικο δικαστήριο να πράξει είναι το να επιβάλει εγγύηση στους εφεσίβλητους για τυχόν ζημιές που μπορεί να προκληθούν εξαιτίας της τυχόν λανθασμένης εξασφάλισης απ’ αυτούς των δύο διαταγμάτων.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται υπό τον όρο ότι οι εφεσίβλητοι, μέσα σε τρεις ημέρες, θα υπογράψουν εγγύηση για τυχόν ζημιές τις οποίες θα υποστούν οι εφεσείοντες εξαιτίας της λανθασμένης έκδοσης των προαναφερόμενων διαταγμάτων, ύψους €15.000.-.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €1.700, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος των εφεσειόντων. Διατάσσεται όπως οι εφεσίβλητοι υπογράψουν εγγύηση ύψους €15.000, εντός τριών ημερών.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο