Κακόπιερος Παύλος, κατονομαζόμενος εκτελεστής της διαθήκης της αποβιωσάσης Μυριάνθης Κωνσταντινίδη και Άλλος ν. Γεώργιου Β. Καλαμά, διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Bάσου Γεωργίου και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 413

(2009) 1 ΑΑΔ 413

[*413]13 Απριλίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

(Συνενωμένες Αγωγές Αρ. 1458/1996, 1615/1996)

1. ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΚΟΠΙΕΡΟΣ, ΚΑΤΟΝΟΜΑΖOΜΕΝΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ

    ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΜΥΡΙΑΝΘΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

2. ΠΕΤΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Β. ΚΑΛΑΜΑ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΒΑΣΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.

 

1. ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΚΟΠΙΕΡΟΣ, ΚΑΤΟΝΟΜΑΖOΜΕΝΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ

    ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΜΥΡΙΑΝΘΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

2. ΠΕΤΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ,

2. ΟΛΓΑΣ ΦΥΛΑΚΤΟΥ,

3. ΕΛΕΟΝΩΡΑΣ ΚΕΝΤΡΟΥ ΠΛΟΥΣΗ, ΔΙΑ ΤΟΥ

    ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ

    ΠΕΤΡΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

4. ΣΤΑΥΡΟΥΛΛΑΣ ΚΕΝΤΡΟΥ, JOSEPH, ΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΠΕΤΡΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 253/2006)

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Παράλειψη αξιολόγησης ουσιαστικής μαρτυρίας σε αγωγή για ακύρωση διαθήκης και πρόσδοση με[*414]γάλης σημασίας σε επουσιώδεις λεπτομέρειες σε σχέση με γεγονότα τα οποία προηγήθηκαν της υπογραφής της επίδικης διαθήκης ― Επέμβαση Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με την οποία αποφασίστηκε ότι η διαθήκη της αποβιώσασας Μυριάνθης Κωνσταντινίδη ημερ. 22.5.1995, ήταν άκυρη, ως υπογραφείσα κάτω από συνθήκες άσκησης πίεσης και εξαναγκασμού και/ή ότι η αποβιώσασα λόγω ανικανότητας δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί ή συνειδητοποιήσει τις ενέργειες των πράξεών της.

Με βάση τις πρόνοιες της εν λόγω διαθήκης όλη η περιουσία της αποβιωσάσης διδόταν στον εφεσείοντα 2 (Πέτρο Δημητριάδη). Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες και ο εφεσείων 2 ήταν οι νόμιμοι κληρονόμοι της αποβιωσάσης Μυριάνθης.

Ο συνήγορος των εφεσειόντων – εναγομένων επικαλέστηκε λόγους εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας από το εκδικάσαν την υπόθεση πρωτόδικο Δικαστήριο και κάλεσε το Εφετείο να απόσχει από την πάγια πρακτική της μη επέμβασής του σε θέματα διαπίστωσης των πραγματικών γεγονότων και αξιολόγησης της μαρτυρίας, για τα οποία την πρωταρχική ευθύνη διαπίστωσής τους, έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο συνήγορος υποστήριξε συναφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καταπιάστηκε με επουσιώδεις λεπτομέρειες, αγνοώντας ουσιώδη κενά στην προσαχθείσα από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες μαρτυρία. Αντίθετα ο συνήγορος των εφεσιβλήτων – εναγόντων υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, επισημαίνοντας ιδιαιτέρως, την αναντίλεκτα κακή κατάσταση της υγείας της αποβιωσάσης και τις ιδιαίτερα παράξενες, όπως τις χαρακτήρισε, συνθήκες υπογραφής της διαθήκης από αυτή, οι οποίες δεν άφηναν περιθώρια παρά να καταδείξουν ότι η βούληση της Μυριάνθης, όπως καταγράφεται στη διαθήκη, δεν ήταν προϊόν άσκησης ελεύθερης βούλησης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέδωσε μεγάλη σημασία σε επουσιώδεις λεπτομέρειες, σε σχέση με τα γεγονότα τα οποία προηγήθηκαν της υπογραφής της διαθήκης, ενώ δεν αξιολόγησε το μέρος της μαρτυρίας που ήταν ουσιαστικό, ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η αποβιώσασα έθεσε το δάκτυλό της επιβεβαιώνοντας την υπογραφή της διαθήκης. Επιπλέον, δεν δόθηκε οποιαδήποτε σημασία από το Δικαστήριο στα γεγονότα που προηγήθηκαν, δηλαδή της πληροφόρησης που έτυχε η αποβιώσασα σε σχέση με το περιεχόμενο της διαθήκης. Αυτά είναι στοιχεία που καθιστούν [*415]τρωτή την απόφαση του Δικαστηρίου και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κατάληξή του είναι αυθαίρετη και δεν βασίζεται επί της προσαχθείσας μαρτυρίας.

2.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Π. Δημητριάδης βρισκόταν στο συγκεκριμένο δωμάτιο, εντός του οποίου βρισκόταν η αποβιώσασα και ότι αυτός ήταν γνώστης της διαδικασίας της υπογραφής της διαθήκης, δεν υποστηρίζεται από την προσαχθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί τον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης, έστω και με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, που αποτελεί το βάθρο απόδειξης μιας πολιτικής υπόθεσης.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα €2.000, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσιβλήτων – εναγόντων. Εκδόθηκε διαταγή εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ των εφεσειόντων-εναγομένων, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σταυρινίδης, Α.Ε.Δ.), (Συν. Αγωγές Αρ. 1458/96, 1615/96), ημερομ. 10.7.2006.

Αντ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.

Α. Φυλαχτού για Ν. Νεοκλέους, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα αναγνώσει ο Δικαστής Παμπαλλής.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Το αγώγιμο δικαίωμα των εφεσιβλήτων-εναγόντων εδραζόταν στην ασκηθείσα ψυχική πίεση και εξαναγκασμό που είχε υποστεί η Μυριάνθη Κωνσταντινίδη για να υπογράψει τη διαθήκη της ημερ. 22.5.1995, ημέρα του θανάτου της.

[*416]Με βάση τις πρόνοιες της εν λόγω διαθήκης όλη η περιουσία της αποβιωσάσης διδόταν στον εφεσείοντα 2 (Πέτρο Δημητριάδη). Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι εφεσίβλητοι και ο εφεσείων 2 ήταν οι νόμιμοι κληρονόμοι της αποβιωσάσης Μυριάνθης.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης, αναγνώρισε και αποδέχτηκε ότι η ευθύνη εντοπισμού των πραγματικών γεγονότων, που αποτελεί την κορύφωση της εκδήλωσης της προσφερόμενης δυνατότητας αξιολόγησης των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Κάλεσε όμως το εφετείο να απόσχει από την πάγια πρακτική της μη επέμβασης. Δεν υπήρχε μαρτυρία που να συνδέει τους προβληθέντες ισχυρισμούς για άσκηση πίεσης ή εξαναγκασμό της Μυριάνθης, ώστε να υπογράψει την επίδικη διαθήκη, ούτε παράλληλα πρόσθεσε, έχει καταδειχθεί με επιστημονική μαρτυρία η ανικανότητα της αποβιωσάσης να αντιληφθεί ή συνειδητοποιήσει τις ενέργειες των πράξεων της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ο κ. Δράκος, είχε καταπιαστεί, κατά την έκφραση του, με επουσιώδεις λεπτομέρειες αγνοώντας ουσιώδη κενά στην προσαχθείσα από τους ενάγοντες μαρτυρία, ιδιαιτέρως σε σχέση με την ανυπαρξία οποιασδήποτε επαφής του Μ.Ε.1 με την αποβιώσασα όταν η τελευταία έφυγε από τη Λεμεσό και μεταφέρθηκε στη Λευκωσία.

Στην αντιπέρα πλευρά ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων/εναγόντων υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, επισημαίνοντας ιδιαιτέρως, την αναντίλεκτα κακή κατάσταση της υγείας της αποβιωσάσης και τις ιδιαίτερα παράξενες, όπως τις χαρακτήρισε, συνθήκες υπογραφής της διαθήκης από τη Μυριάνθη. Αυτό από μόνο του, κατέληξε, δεν αφήνει περιθώρια παρά να καταδείξει ότι η βούληση της Μυριάνθης, όπως καταγράφεται στην αμφισβητούμενη διαθήκη δεν ήταν αντικείμενο της ελεύθερης της βούλησης.

Για να αντικρίσουμε το θέμα που παρουσιάζεται θα κάνουμε μια αναδρομή στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως φαίνονται στην απόφαση ημερ. 10.7.2006. Στη σελίδα 26 της απόφασης το Δικαστήριο αναφέρει τα εξής:

«Κάτω από το φως των πιο πάνω το δικαστήριο βρίσκει ότι η διαθήκη της αποβιώσασας Μυριάνθης Κωνσταντινίδου ημερ. 22.5.95 δεν ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης και η υπογραφή της στη διαθήκη δεν ήταν αποτέλεσμα οικειοθελούς ενέργειας αλλά πράξη εξαναγκασμού. Η ενέργεια των Κακόπιερου και Ιωαννίδη να πάρουν το χέρι της Μυριάνθης και να τοποθετήσουν το απο[*417]τύπωμα του δακτύλου της στο σημείο που φαίνεται επί της διαθήκης στην ουσία φανερώνει πράξη εξαναγκασμού ενός αδύνατου, άβουλου ανθρωπίνου πλάσματος το οποίο λόγω της σοβαρής κατάστασης της υγείας της δεν αντιδρούσε με αποτέλεσμα τα δύο πρόσωπα να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους, δηλαδή να εξασφαλίσουν την υπογραφή της Μυριάνθης επί της διαθήκης και οι πιο πάνω ενέργειες ταυτόχρονα αποτελούν και ψυχική πίεση επί της ανήμπορης Μυριάνθης.»

Όπως σημειώνεται ανωτέρω, τα ευρήματα του Δικαστηρίου περιγράφονται στις σελίδες 21 μέχρι και 26 της απόφασης. Το Δικαστήριο διαπιστώνει πως η αποβιώσασα είχε σοβαρά καρδιακά προβλήματα και πρόβλημα όρασης σε βαθμό που έβλεπε μόνο σκιές. Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Μ.Ε.1 ειδοποίησε τον εναγόμενο 2 ο οποίος μετέφερε την αποβιώσασα στη Λευκωσία στις 19.5.1995. Αποτελεί επίσης εύρημα του Δικαστηρίου ότι στις 22.5.1995 η Μυριάνθη απέθανε γύρω στις 3.30 μ.μ. Ταυτοχρόνως αποδέχεται το Δικαστήριο ότι η ετοιμασθείσα και υπογραφείσα διαθήκη έγινε το πρωί της ίδιας ημέρας. Αυτά έγιναν στην παρουσία του δικηγόρου Π. Κακόπιερου, της πιστοποιούσας υπαλλήλου Θ. Ιωαννίδη, του γιατρού Κ.Χ"Γεωργίου και της γυναίκας του Λιάνας. Το Δικαστήριο δίδει έμφαση στο γεγονός ότι ο εναγόμενος 2 μετέφερε τη Μυριάνθη στη Λευκωσία αντί να την εισάξει σε κλινική στη Λεμεσό για σκοπούς περίθαλψης. Καταλήγει το Δικαστήριο σε εύρημα ότι ο εναγόμενος 2 έκαμε αυτή την ενέργεια με στόχο «να καταστήσει δυνατή την υπογραφή διαθήκης εκ μέρους της για να του αφήνει ολόκληρη την περιουσία της.» 

Έχουμε διεξέλθει με προσοχή την προσαχθείσα μαρτυρία και βρίσκουμε ότι το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου δεν μπορεί να τεκμηριωθεί.  Δεν υπάρχει οποιασδήποτε μορφής μαρτυρία που να δικαιολογεί τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι, η μεταφορά της αποβιωσάσης Μυριάνθης στη Λευκωσία έγινε, για το σκοπό που καταλήγει το Δικαστήριο ότι είχε υπόψη του ο εναγόμενος 2.

Ο προβληθείς ισχυρισμός στα δικόγραφα, παράγραφος 8(β) είναι  ότι ο εναγόμενος 2 αρνήθηκε να παράσχει  ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στην αποβιώσασα. Το Δικαστήριο δεν ασχολείται καθόλου με το μέρος της μαρτυρίας του γιατρού Κ. Χ"Γεωργίου, (Μ.Υ.4) ο οποίος είχε αναφερθεί σε επίσκεψη της αποβιωσάσης στο νοσοκομείο στις 14.4.1995 όπου υποβλήθηκε σε εξετάσεις και περαιτέρω στην μετέπειτα ιατρική παρακολούθηση της Μυριάνθης που έγινε από τον ίδιο μέχρι και του θανάτου της, που σημειώνουμε έγινε ένα και πλέον μήνα μετά. Αυτή τη μαρτυρία δεν την [*418]σχολιάζει καθόλου το Δικαστήριο και δεν την αξιολογεί. Συνακόλουθα βρίσκουμε ότι αυτό το σκέλος της απόφασης εδράζεται σε αυθαίρετο συμπέρασμα.

Το άλλο σκέλος των ευρημάτων του Δικαστηρίου που περιγράφεται στις σελίδες 23 και 24 εδράζεται σε συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος 2 «επιστράτευσε» το δικηγόρο Κακόπιερο έτσι ώστε να συντάξει ο τελευταίος διαθήκη, όπως επιθυμούσε ο εναγόμενος 2, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε προσυνεννόηση με την αποβιώσασα. Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η αποβιώσασα «λόγω της κακής κατάστασης της υγείας της των τελευταίων ημερών δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με το περιβάλλον και να αντιληφθεί τα τεκταινόμενα». Αυτό το εύρημα του Δικαστηρίου βρίσκουμε ότι είναι αυθαίρετο γιατί δεν υπάρχει ουσιαστικά οποιαδήποτε μαρτυρία που να οδηγεί ή θα μπορούσε να οδηγήσει σ’ αυτό το συμπέρασμα. Και αν ακόμα δεχθούμε ότι η αποβιώσασα μεταφέρθηκε από τη Λεμεσό στη Λευκωσία στις 19.5.1995, όπως πρόβαλαν οι μάρτυρες των εναγόντων και όχι στις 14.4.1995, όπως πρόβαλαν οι μάρτυρες των εναγομένων, και πάλιν δεν υπάρχει μαρτυρία για το τι είχε συμβεί μεταξύ 19 και 22.5.1995 έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, με ασφάλεια, να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι η αποβιώσασα δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με το περιβάλλον ή να αντιληφθεί τα τεκταινόμενα. Αυτό το στοιχείο ενισχύεται από το γεγονός ότι το Δικαστήριο όπως σημειώσαμε πιο πάνω δεν αξιολογεί το σύνολο της μαρτυρίας του γιατρού Κ.Χ"Γεωργίου ο οποίος ήταν ο μόνος γιατρός ο οποίος είχε ασχοληθεί με την υγεία της αποβιωσάσης, τις ημέρες που προηγήθηκαν του θανάτου της. Συνακόλουθα και αυτό το συμπέρασμα του Δικαστηρίου βρίσκουμε ότι είναι ακροσφαλές.

Στο τελευταίο σκέλος της απόφασης του Δικαστηρίου γίνεται εύρημα ότι η Μυριάνθη δεν ήταν το άτομο που υπέγραψε τη συγκεκριμένη διαθήκη. Αισθανόμαστε ότι πρέπει να συμφωνήσουμε με την εισήγηση του συνηγόρου των εφεσειόντων, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσδωσε μεγάλη σημασία σε επουσιώδεις λεπτομέρειες, σε σχέση με τα γεγονότα που προηγήθηκαν της υπογραφής της συγκεκριμένης διαθήκης. Δόθηκε έμφαση στον τρόπο εισόδου στο σπίτι του Π. Δημητριάδη, ενώ το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε το μέρος της μαρτυρίας που ήταν ουσιαστικό, ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η αποβιώσασα έθεσε το δάκτυλο της επιβεβαιώνοντας την υπογραφή της διαθήκης. Ούτε δίδεται οποιαδήποτε σημασία από το Δικαστήριο στα γεγονότα που προηγήθηκαν, δηλαδή της πληροφόρησης που έτυχε η αποβιώσασα σε σχέση με το περιεχόμενο της διαθήκης. Αυτά είναι στοιχεία που καθι[*419]στούν τρωτή την απόφαση του Δικαστηρίου και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κατάληξη είναι αυθαίρετη και δεν βασίζεται επί της προσαχθείσας μαρτυρίας.

Το Δικαστήριο προχωρεί λέγοντας ότι «η υπογραφή επί της διαθήκης δεν τέθηκε εξ ιδίας ελεύθερης συναίνεσης και πρωτοβουλίας αλλά τοποθετήθηκε κατόπιν επέμβασης τρίτων προσώπων του εναγομένου 1 και της Θέλμας Ιωαννίδου, οι οποίοι έπιασαν το χέρι της αποβιώσασας Μυριάνθης και τοποθέτησαν επί της διαθήκης το δάκτυλο της.» Και σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ο εναγόμενος 1, Π. Δημητριάδης, βρισκόταν το συγκεκριμένο πρωινό στο σπίτι του ή και ακόμη περισσότερο στο συγκεκριμένο δωμάτιο, εντός του οποίου βρισκόταν η αποβιώσασα Μυριάνθη. Ούτε παράλληλη μαρτυρία που να τον καθιστά γνώστη της διαδικασίας της υπογραφής. Είναι συνεπώς και αυτό το συμπέρασμα έξω από τα πλαίσια της προσαχθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας και το συμπέρασμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί τον απαιτούμενο βαθμό απόδειξης, έστω και με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, που αποτελεί το βάθρο απόδειξης μιας πολιτικής υπόθεσης. (Βaloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).

Με γνώμονα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι η παρούσα έφεση πρέπει να γίνει αποδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αγωγή ως αποτέλεσμα απορρίπτεται και επιδικάζονται έξοδα €2.000 πλέον Φ.Π.Α. προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων. Η πρωτόδικη απόφαση ως προς τα έξοδα επίσης παραμερίζεται και τα έξοδα, της πρωτόδικης διαδικασία όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων/εναγομένων.

Η έφεση επιτρέπεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσιβλήτων – εναγόντων. Εκδίδεται διαταγή εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ των εφεσειόντων - εναγομένων, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο