Μιάρης Βασίλης και Άλλη ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2009) 1 ΑΑΔ 435

(2009) 1 ΑΑΔ 435

[*435]27 Απριλίου, 2009

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

1. ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΑΡΗΣ,

2. ΝΙΚΗ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1 & 3,

v.

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 46/2006)

 

Έφεση ― Επαναφορά έφεσης η οποία απορρίφθηκε λόγω μη καταχώρησης περιγράμματος αγόρευσης, δυνάμει της Δ.35, θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Παράγοντες οι οποίοι επενήργησαν ώστε η διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ασκηθεί υπέρ της αποδοχής της αίτησης για επαναφορά της απορριφθείσας έφεσης.

Η έφεση των εφεσειόντων εναντίον της πρωτόδικης απόφασης την οποία εξασφάλισε εναντίον τους η εφεσίβλητη τράπεζα, απορρίφθηκε από το Εφετείο την 5.2.2008 λόγω μη καταχώρησης του περιγράμματος αγόρευσης μέχρι την 13.12.2007 που ήταν η ημερομηνία λήξης του χρόνου που είχε δοθεί με τις οδηγίες. Την 12.2.2009 οι εφεσείοντες καταχώρησαν την αίτηση αυτή με την οποία ζητούν επαναφορά της έφεσης.

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται στην ένορκη δήλωση των εφεσειόντων. Σε αυτή αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το περίγραμμα αγόρευσης το ετοίμασαν μαζί και ο δικηγόρος τους τούς πληροφόρησε ότι αυτό κατεχωρήθη κανονικά. Κατά τα μέσα Νοεμβρίου του 2008, ο δικηγόρος τους τούς πληροφόρησε ότι η έφεση ορίστηκε την 1η Δεκεμβρίου. Την 27η Νοεμβρίου επεδόθη στην εφεσείουσα 2 ειδοποίηση πτώχευσης. Θορυβημένοι απευθύνθηκαν στο δικηγόρο τους ο οποίος ανέλαβε να διερευνήσει το θέμα. Την επομένη τους πληροφόρησε ότι είχε διαπιστώσει από επίσκεψή του στο Πρωτοκολλητείο ότι το περίγραμμα αγόρευσης δεν ήταν στο φάκελο, ότι κάπου θα παρέπεσε και ότι θα διερευνούσε το θέμα. Οι ίδιοι οι εφεσείοντες [*436]μετέβησαν στο Δικαστήριο την 1η Δεκεμβρίου για την ακρόαση της έφεσης τους, ο δικηγόρος τους όμως δεν ήταν εκεί και αποταθέντες στο Πρωτοκολλητείο, έμαθαν ότι η έφεση τους δεν ήταν ορισμένη. Όταν ο δικηγόρος ανευρέθη, τους είπε ότι είχε κάνει λάθος στην ημερομηνία και θα διερευνούσε το θέμα. Εφ’ όσον όμως για αρκετές μέρες, και παρά τις οχλήσεις τους, δεν υπήρχε πληροφόρησή τους από το δικηγόρο, την 10η Δεκεμβρίου απετάθησαν οι ίδιοι στο Πρωτοκολλητείο, πληροφορούμενοι ότι θα έπρεπε να επανέλθουν σε λίγες μέρες για να εντοπισθεί ο φάκελος από την αποθήκη. Στις 22 Δεκεμβρίου πληροφορήθησαν από το Πρωτοκολλητείο ότι η έφεση τους είχε απορριφθεί από τις 5.2.2008 εφ’ όσον δεν κατεχωρήθη εμπροθέσμως το περίγραμμα. Αμέσως μετά επισκέφθησαν το δικηγόρο τους, ο οποίος προσέφυγε σε υπεκφυγές, αρνούμενος να ενεργήσει περαιτέρω για αυτούς. Την 20.1.2009 κατάφεραν να εξεύρουν νέο δικηγόρο και την 12.2.2009 καταχώρησαν την αίτηση για επαναφορά της έφεσης. Εκείνο το οποίο οδήγησε στην απόρριψη της έφεσής τους ήταν υπεράνω των δυνάμεών τους και δεν ήσαν ένοχοι καθυστέρησης στην καταχώρηση της αίτησης επαναφοράς της έφεσης.

Η εφεσίβλητη υποστήριξε κατά την ακρόαση της αίτησης ότι η νομολογία δεν δικαιολογεί επαναφορά της αίτησης επί των όσων ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, εφ’ όσον η όποια έκπτωση της συμπεριφοράς του δικηγόρου τους δεν καθιστούσε την καταχώρηση του περιγράμματος πέραν των δυνάμεών τους, ώστε να μην τους στερήθηκε το δικαίωμα να ακουσθούν.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η νομολογία δεν ευνοεί την εύκολη παροχή άδειας για επαναφορά έφεσης.

2. Η αυστηρότητα του κανόνα επεκτείνεται και σε περιπτώσεις παραλείψεων ή σφαλμάτων του δικηγόρου.

3. Οι παραλείψεις και τα σφάλματα του δικηγόρου δεν μπορούν ποτέ να δικαιολογήσουν επαναφορά. Η επαναφορά μπορεί να επιτραπεί σε περιπτώσεις όπου αντικειμενικοί παράγοντες, αν και δεν απολήγουν σε «πέραν των δυνάμεων» κατάσταση, εν τούτοις απολήγουν σε τέτοια αποδυνάμωση του δικηγόρου που να μην μπορούσε να ανταποκριθεί σε ό,τι απαιτείτο. Η ρητή αναφορά στο σχετικό Κανονισμό 13 (ε) που έγινε με την τροποποίηση του 1998, στο κριτήριο «πέραν των δυνάμεων» ασφαλώς δεν επεδίωκε τον περιορισμό της προϋπάρχουσας και διαχρονικής βασικής αρχής ότι η επαναφορά επιτρέπεται μόνο όταν τούτο σαφώς απαιτείται [*437]από τη δικαιοσύνη του πράγματος, αλλά μάλλον να μεταφράσει την αυστηρότητα της αρχής εκείνης με αναφορά στη συμπεριφορά του διαδίκου ο οποίος ευθύνεται για την απόρριψη και ζητά την επαναφορά ώστε να αποφευχθεί κατάχρηση της δυνατότητας. Τα δικαστήρια δεν μπορούν να αυτοδεσμευθούν σε οποιοδήποτε κανόνα που θα περιόριζε τη θεμελιακή τους υποχρέωση να διασφαλίσουν την ισορροπία μεταξύ αφ’ ενός της ανάγκης συμμόρφωσης προς τις διαδικαστικές οδηγίες τους προς όφελος και της τελεσιδικίας και αφ’ ετέρου του δικαιώματος του διαδίκου να ακουσθεί.

4. Η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από τις υποθέσεις Βαρδιάνος v. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698, Cyprus Import Corporation Ltd v. Σενέκη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1108 και Ρουβανιάς Λτδ και Άλλη v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191. Σε εκείνες τις υποθέσεις, όπου το σφάλμα ή η παράλειψη του δικηγόρου δεν εκρίθηκαν ικανά να δικαιολογήσουν την επαναφορά, τα γεγονότα δεν απεκάλυπταν κάποια θεμελιακή ή ασυνήθη εξήγηση. Συχνά δε, υπήρχαν στοιχεία που έδειχναν ότι η προσπάθεια επαναφοράς σχετίζετο με επιδίωξη καθυστέρησης της όλης υπόθεσης.

5. Στην εξεταζόμενη υπόθεση οι εφεσείοντες επέδειξαν εξ αρχής έντονο και συνεχές ενδιαφέρον για την υπόθεση μη έχοντας λόγο να αμφιβάλλουν είτε ότι το περίγραμμα είχε καταχωρηθεί είτε, αργότερα, ότι η έφεση είχε ορισθεί, όπως τους πληροφόρησε ο δικηγόρος τους. Αλλά ούτε και ήσαν ένοχοι καθυστέρησης στην προώθηση της αίτησής τους αφού το διάστημα που μεσολάβησε από τις 22.12.2008 μέχρι την καταχώρησή της είναι εύλογο, υπό τις συνθήκες, λαμβανομένου υπ’ όψη του συνόλου των ενεργειών τους.

6. Ενόψει των εξαιρετικών συνθηκών της παρούσας υπόθεσης και της όλης προσέγγισης των εφεσειόντων, η επαναφορά της έφεσης είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

Η αίτηση επιτράπηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Kyriacou v. Georghiadou (1970) 1 C.L.R. 145,

Βαρδιάνος v. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698,

Cyprus Import Corporation Ltd v. Σενέκη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1108,

Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191,

[*438]A. N. Stasis Estates Co Ltd v. Ιωάννου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1082,

Γρηγορίου v. Στεφάνου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1493,

Μανώλη v. Ελευθερίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2034.

Αίτηση.

Αίτηση από τους εφεσείοντες, ημερ. 12.2.2009, με την οποία ζητούν επαναφορά της παρούσας έφεσης η οποία απορρίφθηκε λόγω παράλειψής τους να καταχωρήσουν περίγραμμα αγόρευσης, εντός της καθορισμένης προθεσμίας.

Χρ. Καμπούρης για κ. Χρ. Κογκορόζη, για τους Αιτητές-Εφεσείοντες.

Ν. Χατζηλοΐζου για Τ. Παπαδόπουλο & Σία, για την Καθ’ης η αίτηση- Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη Τράπεζα είχε κινήσει αγωγή κατά του Εφεσείοντα 1 ως πρωτοφειλέτη και της συζύγου του Εφεσείουσας 2 ως εγγυήτριας για πέραν των £11.000 ως υπόλοιπο δανείου. Κατά της εναντίον των εξασφαλισθείσας από την Τράπεζα απόφασης οι Εφεσείοντες κατεχώρησαν έφεση μέσω δικηγόρου. Στην πορεία, εδόθησαν οδηγίες για περιγράμματα, η έφεση όμως απορρίφθηκε από το Εφετείο στη συνέχεια την 5.2.2008 εφ’ όσον το περίγραμμα των Εφεσειόντων δεν κατεχωρήθη μέχρι την 13.12.2007 που ήταν η ημερομηνία λήξης του χρόνου που είχε δοθεί με τις οδηγίες. Την 12.2.2009 οι Εφεσείοντες κατεχώρησαν την αίτηση αυτή με την οποία ζητούν επαναφορά της έφεσης.

Στην ένορκη δήλωσή τους οι Εφεσείοντες δίδουν πλήρη εικόνα των επαφών που είχαν με το δικηγόρο τους. Όπως αναφέρουν, το περίγραμμα αγόρευσης το ετοίμασαν μαζί και ο δικηγόρος τους τους πληροφόρησε ότι αυτό κατεχωρήθη κανονικά. Οι Εφεσείοντες είχαν τακτικές επαφές με το δικηγόρο τους ο οποίος μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2008 τους διαβεβαίωνε ότι ανέμενε να ορισθεί η ημερομηνία της ακρόασης της έφεσης. Όταν, το μήνα εκείνο, παρουσιάσθηκε στους Εφεσείοντες ένταλμα κινητών, ρώ[*439]τησαν το δικηγόρο τους πώς μπορούσε αυτό να συνέβαινε και εκείνος τους πληροφόρησε ότι η έφεση δεν συνιστούσε και αναστολή της απόφασης. Κατά τα μέσα Νοεμβρίου του 2008 ο δικηγόρος τους πληροφόρησε ότι η έφεση ορίσθηκε την 1η Δεκεμβρίου. Την 27η Νοεμβρίου επεδόθη στην Εφεσείουσα 2 ειδοποίηση πτώχευσης. Και πάλιν θορυβημένοι απευθύνθησαν στο δικηγόρο τους ο οποίος τους ανέφερε τα ίδια, ανέλαβε δε να διερευνήσει το θέμα. Την επομένη τους πληροφόρησε ότι είχε διαπιστώσει από επίσκεψη του στο Πρωτοκολλητείο ότι το περίγραμμα αγόρευσης δεν ήταν στο φάκελο, ότι κάπου θα παρέπεσε και ότι θα διερευνούσε το θέμα. Οι ίδιοι οι Εφεσείοντες μετέβησαν στο Δικαστήριο την 1η Δεκεμβρίου για την ακρόαση της έφεσης τους, ο δικηγόρος τους όμως δεν ήταν εκεί και, αποταθέντες στο Πρωτοκολλητείο, έμαθαν ότι η έφεσή τους δεν ήταν ορισμένη. Όταν ο δικηγόρος ανευρέθη, τους είπε ότι είχε κάνει λάθος στην ημερομηνία και θα διερευνούσε το θέμα. Εφ’ όσον όμως για αρκετές μέρες, και παρά τις οχλήσεις τους, δεν υπήρχε πληροφόρηση τους από το δικηγόρο, την 10η Δεκεμβρίου απετάθησαν οι ίδιοι στο Πρωτοκολλητείο, πληροφορούμενοι ότι θα έπρεπε να επανέλθουν σε λίγες μέρες για να εντοπισθεί ο φάκελος από την αποθήκη. Ήταν στις 22 Δεκεμβρίου που πληροφορήθησαν από το Πρωτοκολλητείο ότι η έφεση τους είχε απορριφθεί από τις 5.2.2008 εφ’ όσον δεν κατεχωρήθη εμπροθέσμως το περίγραμμα. Αμέσως μετά επισκέφθησαν το δικηγόρο τους, ο οποίος προσέφυγε σε υπεκφυγές, αρνούμενος να ενεργήσει περαιτέρω για αυτούς. Αναζήτησαν νέο δικηγόρο, αντιμετωπίζοντας μεγάλες δυσκολίες ως εκ των εορτών αλλά και ως εκ της απροθυμίας δικηγόρων να αναλάβουν την υπόθεση λόγω φόρτου εργασίας ή επιθυμίας τους να αποφύγουν αντιδικία με τον προηγούμενο δικηγόρο. Την 20η Ιανουαρίου, 2009, κατάφεραν να εξεύρουν δικηγόρο και την 12.2.2009 κατεχωρήθη η αίτηση για επαναφορά της έφεσης. Οι Εφεσείοντες εισηγούνται ότι το τι οδήγησε στην απόρριψη της έφεσης τους ήταν υπεράνω των δυνάμεών τους, δεν είναι δε ένοχοι καθυστέρησης στην καταχώρηση της αίτησης αφού μόλις την 22η Δεκεμβρίου μπόρεσαν ευλόγως να ανακαλύψουν τι είχε γίνει και τότε έδρασαν ευλόγως.

Η Εφεσίβλητη στην ένστασή της αρχικώς αμφισβήτησε και την αλήθεια των γεγονότων που αναφέρουν οι Εφεσείοντες, κατά την ακρόαση όμως εγκατέλειψε τη θέση αυτή και περιορίσθηκε στην εισήγηση ότι η νομολογία δεν δικαιολογεί επαναφορά της αίτησης επί των όσων ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες, εφ’ όσον η όποια έκπτωση της συμπεριφοράς του δικηγόρου τους δεν καθιστούσε την καταχώρηση του περιγράμματος πέραν των δυνάμεων τους, ώστε να μην τους στερήθηκε το δικαίωμα να ακουσθούν. Εισηγούνται [*440]περαιτέρω ότι οι Εφεσείοντες καθυστέρησαν υπέρμετρα να καταχωρήσουν την αίτησή τους.

Είναι ορθή η θέση της Εφεσίβλητης ότι η νομολογία δεν ευνοεί την εύκολη παροχή άδειας για επαναφορά έφεσης. Ο Ιωσηφίδης, Δ., στην Kyriacou v. Georghiadou (1970) 1 C.L.R. 145, έθεσε επιγραμματικά το rationale (σ. 147):

“It is in the public interest that there should be some end to litigation, and the stipulations as to time in procedural matters laid down in the Rules of Court are to be observed unless justice clearly indicates that they should be relaxed:”

Η αυστηρότητα του κανόνα επεκτείνεται και σε περιπτώσεις παραλείψεων ή σφαλμάτων του δικηγόρου. Στη Βαρδιάνος v. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698, ο Νικήτας, Δ., επεσήμανε τις σαφείς παραμέτρους του πράγματος (σ. 704):  

«Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της.»

Ο Πικής, Π., στη Cyprus Import Corporation Ltd v. Σενέκη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1108, τόνισε το συσχετισμό του κανόνα προς το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, που ασφαλώς αποτελεί την άλλη διάσταση του (σ. 1113):

«Το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος, αποβλέπει στη διασφάλιση πρέπουσας ευκαιρίας στο διάδικο να προβάλει τους ισχυρισμούς του ενώπιον του δικαστηρίου και την παροχή σ’ αυτό επαρκούς χρόνου για την προπαρασκευή της υπόθεσής του. Απολήγει στην κατοχύρωση δικαιώματος για την παροχή λογικής ευκαιρίας στο διάδικο να θέσει την υπόθεσή του ενώπιον του δικαστηρίου …

Μόνο όπου λόγοι πέραν της θελήσεως του διαδίκου εμποδίζουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού, εγείρεται θέμα επαναφοράς της έφεσης, γιατί, σ’ εκείνη την περίπτωση, τεκμαίρεται ότι ο διάδικος στερήθηκε της ευκαιρίας να παρουσιάσει την υπόθεσή του. Αυτό δε συμβαίνει εκεί όπου η μη [*441]άσκηση του δικαιώματος οφείλεται σε αδιαφορία, αμέλεια, ή σφάλμα του.»

Το περιορισμένο του δικαιώματος επαναφοράς έφεσης τονίστηκε και πάλι από το Νικήτα, Δ., στις εφέσεις Ρουβανιάς Λτδ και Άλλη v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191.

Εκτεταμένη ανασκόπηση της νομολογίας έγινε και στις υποθέσεις Α. Ν. Stasis Estates Co Ltd v. Ιωάννου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1082 και Γρηγορίου v. Στεφάνου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1493.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι παραλείψεις και σφάλματα του δικηγόρου δεν μπορούν ποτέ να δικαιολογήσουν επαναφορά. Όπως προκύπτει από την υπόθεση Μανώλη v. Ελευθερίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2034, η επαναφορά μπορεί να επιτραπεί σε περιπτώσεις όπου αντικειμενικοί παράγοντες, αν και δεν απολήγουν σε «πέραν των δυνάμεων» κατάσταση, εν τούτοις απολήγουν σε τέτοια αποδυνάμωση του δικηγόρου που να μην μπορούσε να ανταποκριθεί σε ό,τι απαιτείτο. Η ρητή αναφορά στο σχετικό Κανονισμό 13 (ε) που έγινε με την τροποποίηση του 1998 στο κριτήριο «πέραν των δυνάμεων» ασφαλώς δεν επεδίωκε τον περιορισμό της προϋπάρχουσας και διαχρονικής βασικής αρχής ότι η επαναφορά επιτρέπεται μόνο όταν τούτο σαφώς απαιτείται από τη δικαιοσύνη του πράγματος, αλλά μάλλον να μεταφράσει την αυστηρότητα της αρχής εκείνης με αναφορά στη συμπεριφορά του διαδίκου ο οποίος ευθύνεται για την απόρριψη και ζητά την επαναφορά ώστε να αποφευχθεί κατάχρηση της δυνατότητας. Και τούτο εφ’ όσον ούτε μπορούν να καταγραφούν εκ των προτέρων εξαντλητικά οι περιπτώσεις που θα επέτρεπαν ή δεν θα επέτρεπαν επαναφορά ούτε μπορεί να υπάρξει περιορισμός στη φαντασία της ζωής να διαμορφώνει ανθρώπινες σχέσεις και καταστάσεις. Τα δικαστήρια δεν μπορούν λοιπόν να αυτοδεσμευθούν σε οποιοδήποτε κανόνα που θα περιόριζε τη θεμελιακή τους υποχρέωση να διασφαλίσουν την ισορροπία μεταξύ αφ’ ενός της ανάγκης συμμόρφωσης προς τις διαδικαστικές οδηγίες τους προς όφελος και της τελεσιδικίας και αφ’ ετέρου του δικαιώματος του διαδίκου να ακουσθεί.

Δεν είναι χωρίς προβληματισμό που η τελική μας απόκλιση στην ενώπιόν μας αίτηση είναι να επιτρέψουμε την επαναφορά. Στις υποθέσεις όπου το σφάλμα ή η παράλειψη του δικηγόρου δεν εκρίθη ικανό να δικαιολογήσει την επαναφορά, τα γεγονότα δεν απεκάλυπταν κάποια θεμελιακή ή ασυνήθη εξήγηση. Αυτή ήταν η περίπτωση στη Βαρδιάνος, στη Cyprus Import Corporation Ltd, στη Ρουβανιάς, όπως και στις άλλες αποφάσεις στις οποίες πα[*442]ραπέμπει η Εφεσίβλητη. Συχνά δε, υπήρχαν στοιχεία που έδειχναν ότι η προσπάθεια επαναφοράς δεν ήταν άσχετη με επιδίωξη καθυστέρησης της όλης υπόθεσης. Αν επιτρέπετο η επαναφορά υπό τοιαύτες συνθήκες, θα εξουδετερώνετο ουσιαστικά ο κανόνας αφού μεγάλη θα ήταν η ευχέρεια επίκλησης συνήθων παραλείψεων και σφαλμάτων, αλλά και δυσχερειών υγείας, του δικηγόρου.

Στην ενώπιόν μας περίπτωση τα γεγονότα αποκαλύπτουν ότι οι Εφεσείοντες είχαν εξ αρχής έντονο ενδιαφέρον για την υπόθεση τους και συνεργάσθησαν μάλιστα με το δικηγόρο τους για την ετοιμασία του περιγράμματος, το οποίο, περαιτέρω, τους πληροφόρησε ότι κατεχωρήθη κανονικά. Συνεχές ενδιαφέρον έδειξαν και στη συνέχεια ως προς την πορεία της έφεσης και δη τον ορισμό της, πληροφορούμενοι μάλιστα το Νοέμβριο ότι αυτή είχε ορισθεί την 1.12.2008. Χαρακτηριστική της όλης εμπλοκής τους ήταν και η ανησυχία τους ως προς τα διαβήματα προς εκτέλεση της απόφασης προς τα οποία και πάλι απευθύνοντο στο δικηγόρο τους. Ακόμα, οι Εφεσείοντες μετέβησαν στο δικαστήριο την 1.12.2008 που τους είχε πει ο δικηγόρος τους ότι ήταν ορισμένη η έφεση. Στη συνέχεια, και εφ’ όσον ο δικηγόρος τους δεν τους έδιδε επαρκείς εξηγήσεις, απετάθησαν οι ίδιοι στο Πρωτοκολλητείο, για να πληροφορηθούν τελικά ότι η έφεση είχε απορριφθεί λόγω μη καταχώρησης περιγράμματος.

Το τι συνάγεται από τα πιο πάνω είναι, αφ’ ενός, ότι οι Εφεσείοντες δεν περιορίσθησαν στο να αναθέσουν την υπόθεση στο δικηγόρο τους και να τον αφήσουν πλέον να τη χειρισθεί εν λευκώ, ταυτιζόμενοι με οποιαδήποτε συνήθη σφάλματα ή παραλείψεις του. Αλλά, αφ’ ετέρου, ότι οι Εφεσείοντες, στα πλαίσια του συνεχούς ενδιαφέροντος τους για την υπόθεση, δεν είχαν λόγο να αμφιβάλλουν είτε ότι το περίγραμμα δεν είχε καταχωρηθεί είτε, αργότερα, ότι η έφεση δεν είχε ορισθεί, όπως τους πληροφόρησε ο δικηγόρος τους, παρά μόνο όταν οι ίδιοι το διαπίστωσαν την 22.12.2008. Περαιτέρω, ότι οι Εφεσείοντες, όχι μόνο δεν αποσκοπούσαν και δεν αποσκοπούν με την αίτηση τους σε καθυστέρηση της έφεσης, αλλά επεδίωξαν πάντοτε τη γρήγορη εκδίκασή της.  Και τέλος, ότι ουδεμίας καθυστέρησης στην προώθηση της αίτησης τους δεν είναι ένοχοι αφού το διάστημα που μεσολάβησε από τις 22.12.2008 μέχρι την καταχώρηση της είναι εύλογο υπό τις συνθήκες και λαμβανομένων υπ’ όψη των όλων ενεργειών τους.

Κάθε άλλο λοιπόν παρά θα μπορούσαν οι Εφεσείοντες να ταυτισθούν με την όποια ευθύνη του δικηγόρου τους για τη μη έγκαιρη καταχώρηση του περιγράμματος, υπό δε τις άκρως εξαιρετικές [*443]συνθήκες που αποκαλύπτουν τα γεγονότα η μη καταχώρηση του περιγράμματος ήταν υπεράνω των δυνάμεών τους και τέτοια ώστε να είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να επαναφερθεί η έφεσή τους. Με βάση λοιπόν τα πολύ ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης, κρίνεται ότι δικαιολογείται η επαναφορά της έφεσης, για την απόρριψη της οποίας δεν έφεραν καμμία ευθύνη οι ίδιοι.

Η αίτηση επιτυγχάνει. Το περίγραμμα να καταχωρηθεί εντός ενός μηνός από σήμερα και να ακολουθήσει το περίγραμμα της Εφεσίβλητης εντός 45 ημερών από την καταχώρηση του περιγράμματος των Εφεσειόντων. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Η αίτηση επιτρέπεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο