Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 479

(2009) 1 ΑΑΔ 479

[*479]5 Μαΐου, 2009

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

1. ΛΑΜΠΡΟΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΛΤΔ,

2. ΛΑΜΠΡΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ,

3. ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 163/2006)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση παραχώρησης τραπεζικών δανείων και πιστώσεων ― Κατά πόσο η σύμβαση ήταν άκυρη, ως κατ’ ισχυρισμόν, συναφθείσα καθ’ υπέρβαση του ιδρυτικού και καταστατικού εγγράφου της οφειλέτιδας εταιρείας ― Κατά πόσο (α) υπήρξε ανατοκισμός των οφειλομένων υπολοίπων και (β) δεν απεδείχθη ο τερματισμός της σύμβασης.

Εταιρείες ― Δόγμα ultra vires (καθ’ υπέρβαση εξουσίας) ― Πότε μία σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί καθ’ υπέρβαση των σκοπών εταιρείας «ultra vires» ― Ποίος ο σκοπός υιοθέτησης του εν λόγω δόγματος.

Απόδειξη ― Κώλυμα ― Αποστέρηση δικαιώματος εναγομένου να προβάλει ισχυρισμό υπέρβασης εκ μέρους του ενάγοντος λόγω της συμπεριφοράς του πρώτου προς τον δεύτερο.

Συμβάσεις ― Σύμβαση παραχώρησης τραπεζικού δανείου ― Τόκος ― Τρόπος υπολογισμού του από την τράπεζα στη βάση όρου της σύμβασης ― Κατά πόσο συνιστούσε παράβαση του εν λόγου όρου που απέληγε σε υπερχρεώσεις ή ανατοκισμό.

Απόδειξη ― Τεκμήρια ― Παράδοση επιστολής μέσω Ταχυδρομείου ― Επιστολή η οποία έχει αποδειχθεί ότι έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το Ταχυδρομείο, αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη παράδοσής της στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται.

Η εφεσείουσα τράπεζα και η εφεσίβλητη εταιρεία συνήψαν έγγραφη σύμβαση παραχώρησης, από την πρώτη στη δεύτερη, δανείων και [*480]πιστώσεων σύμφωνα με συγκεκριμένους όρους. Τρία περίπου χρόνια αργότερα, στις 10.11.97 οι εφεσίβλητοι 2 και 3 εγγυήθηκαν γραπτώς τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης εταιρείας μέχρι ποσού £70.000. Με βάση ρητό όρο της έγγραφης συμφωνίας το επιτόκιο του οφειλόμενου υπόλοιπου καθορίστηκε από την εφεσείουσα τράπεζα σε 8% από 1/7/2002 - 25/8/2002 και σε 12.25% ετησίως από 26/8/2002 μέχρι εξόφλησης, με κεφαλοποίηση των χρεωμένων τόκων και ανατοκισμό δύο φορές ετησίως. Στις 26/8/2002 η εφεσείουσα τράπεζα ειδοποίησε εγγράφως την εφεσίβλητη εταιρεία και τους δύο εγγυητές της ότι, λόγω της μη τήρησης των υποχρεώσεων της εφεσίβλητης εταιρείας, η εφεσείουσα τράπεζα τερμάτιζε τη λειτουργία του λογαριασμού και ζήτησε την καταβολή του κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενου ποσού των £48.255,33 με επιτόκιο προς 12.25% και κεφαλαιοποίηση του τόκου την 1η Ιανουαρίου και 1η Ιουλίου εκάστου χρόνου. Οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να συμμορφωθούν και η εφεσείουσα τράπεζα καταχώρησε την υπ’ αριθμό 4752/2002 αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων. Μετά την έγερση της αγωγής και προτού αρχίσει η ακροαματική διαδικασία, εκ συμφώνου το απαιτούμενο ποσό μειώθηκε σε £6.668,49, πλέον τόκους προς 12.25% μέχρι εξόφλησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή για τους ακόλουθους λόγους:

1. Η παροχή πιστώσεων πέραν του ποσού των £24.000 συνιστούσε υπέρβαση της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης εταιρείας, με αποτέλεσμα η επίδικη συμφωνία να καταστεί άκυρη.

2. Υπήρξε ανατοκισμός των οφειλομένων υπολοίπων,

3. Δεν απεδείχθη ο τερματισμός της σύμβασης και η σχετική ενημέρωση των εγγυητών,

4. Με βάση το Άρθρο 33 (1) του Νόμου 14/60 συνεχίζει η απαγόρευση επιδίκασης τόκου επί τόκου.

Η εφεσείουσα τράπεζα εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση των οποίων η αγωγή της απερρίφθη.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το δόγμα ultra vires δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση, αφού η παροχή πιστώσεων δεν έγινε από την εφεσί[*481]βλητη εταιρεία αλλά από την εφεσείουσα τράπεζα.

    Με την υιοθέτηση του δόγματος ultra vires προστατεύονται τόσο οι επενδυτές όσο και οι πιστωτές της εταιρείας. Για τους μεν πρώτους η προστασία συνίσταται στο να γνωρίζουν για ποιους σκοπούς διοχετεύονται τα χρήματα που επενδύουν, για τους δε δεύτερους στο να γνωρίζουν ότι τα κεφάλαια της εταιρείας δεν θα διασκορπίζονται σε μη εξουσιοδοτημένες επιχειρήσεις.

    Επιπρόσθετα η συμπεριφορά τόσο της εφεσίβλητης εταιρείας όσο και των εφεσιβλήτων 2 και 3 συνιστά κώλυμα που δεν τους επιτρέπει να προβάλλουν τον ισχυρισμό της υπέρβασης. Το δόγμα του κωλύματος, τους αποστερεί το δικαίωμα να προβάλουν τον ισχυρισμό ότι η εφεσείουσα τράπεζα συνέχισε να τους παρέχει τραπεζικές διευκολύνσεις πέραν των £24.000 χωρίς να έχει πάρει προηγουμένως την έγγραφη έγκρισή τους.

2. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η κεφαλαιοποίηση τόκου μια φορά ετησίως ισοδυναμούσε με ανατοκισμό, είναι λανθασμένο. Η κεφαλαιοποίηση τόκου κάθε τέλος του χρόνου θα αποτελούσε ανατοκισμό μόνο αν δεν υπήρχαν προηγουμένως καταθέσεις στον επίδικο λογαριασμό, κάτι που δεν συνέβηκε στην παρούσα υπόθεση.

3. Το Άρθρο 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (N.14/60) επιτρέπει την επιδίκαση τόκου όπως προνοεί η συμφωνία των διαδίκων ή σύμφωνα με το προβλεπόμενο διά νόμου επιτόκιο. Το Άρθρο 33(1) του Νόμου 14/60 έχει τροποποιηθεί με τις πρόνοιες του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου (Ν.160(Ι)/99), το Άρθρο 3 (δ) του οποίου καθορίζει την υποχρέωση σε πιστωτικά ιδρύματα να μην ανατοκίζουν περισσότερο από δύο φορές ετησίως.

    Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα τράπεζα δεν απαιτούσε την επιδίκαση τόκου επί τόκου. Η αξίωσή της ήταν για £66.668,49 με τόκο 12.5% από 18/3/05 με κεφαλαιοποίηση των τόκων δύο φορές ετησίως. Η εφεσείουσα τράπεζα είχε το δικαίωμα, σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων (Τ.1), να τροποποιεί το επιτόκιο μέχρι το επιτρεπόμενο νόμιμο επιτόκιο. Η εφεσείουσα τράπεζα τροποποίησε το επιτόκιο με σχετικές επιστολές ημερομηνίας 26/8/2002 οι οποίες στάληκαν στους εφεσίβλητους, στις οποίες αναφερόταν ότι το επιτόκιο του λογαριασμού μεταβαλλόταν σε 12.5% και ότι ο τόκος θα εκεφαλαιοποιείτο την 1η Ιανουαρίου και 1η Ιουλίου κάθε χρόνο. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια η αξίωση της εφεσείουσας τράπεζας ήταν καθόλα νόμιμη.

[*482]4.       Η μαρτυρία του υπαλλήλου της εφεσείουσας τράπεζας υποδηλεί ότι οι επιστολές τερματισμού της επίδικης σύμβασης τόσο στην εφεσίβλητη εταιρεία όσο και στους εφεσίβλητους 2 και 3 είχαν αποσταλεί κανονικά και η μη επιστροφή τους συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι είχαν παραδοθεί στα πρόσωπα στα οποία απευθύνονταν.

5. Η έλλειψη επεξήγησης ως προς την τακτική της τράπεζας δεν μπορεί να καταστήσει τη συμφωνία αόριστη και ασαφή. Οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν τη σχετική συμφωνία και προέβαιναν για αρκετά χρόνια σε συναλλαγές με την εφεσείουσα τράπεζα χωρίς να προβάλουν οποιαδήποτε διαμαρτυρία ως προς ποσά τα οποία κατατίθεντο ή αποσύροντο και με τη συμπεριφορά τους αποδέχοντο τη διαδικασία που είχε υιοθετηθεί. Επομένως, το πρωτόδικο εύρημα περί αοριστίας και ασάφειας της σύμβασης δεν ευσταθεί.

6. Η προσαχθείσα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία της εφεσείουσας τράπεζας, η οποία συνίστατο σε καταστάσεις λογαριασμού, μαζί με την πιστοποίηση του αρμόδιου Λειτουργού της εφεσείουσας τράπεζας, ότι αυτά αποτελούσαν απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της τράπεζας, συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων (Άρθρο 22 του Κεφ. 9 όπως έχει τροποποιηθεί). Από τη στιγμή που τα πιο πάνω έγγραφα έγιναν εκ συμφώνου αποδεκτά το περιεχόμενό τους συνιστούσε ικανοποιητική μαρτυρία που μπορούσε να οδηγήσει σε απόδειξη των ισχυρισμών της εφεσείουσας τράπεζας. Έτσι το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους των εφεσιβλήτων για να αποδείξουν την μη ύπαρξη των καταχωρίσεων και/ή την καταχώριση λανθασμένων καταχωρίσεων προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους. Οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αντικρούσουν την πιο πάνω μαρτυρία. Στην ουσία υπήρξε αντιστροφή του βάρους απόδειξης από το Δικαστήριο.

    Ενόψει των ανωτέρω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας τράπεζας για £6.668,49 με τόκο προς 12.5% μέχρι εξόφλησης.

Η έφεση επιτράπηκε με €5.000 έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσιβλήτων. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

De Bussche v. AH [1878] 8 Ch.D. 286,

[*483]Devynes a.ο. v. Noble a.o., Baring a.ο. v. Noble a.ο., Clayton’s case [1814-1823] All E.R. Rep. 1,

Παχατουριάν v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 322,

Latifundia Properties Ltd v. Ψακή (2003) 1 Α.Α.Δ. 670,

Πιττάκας v. Γ. και Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1895.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Φιλίππου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4752/02), ημερομ. 4.4.2006.

Α. Παπαδοπούλου για Τ. Παπαδόπουλο & Σία, για την Εφεσείουσα.

Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα τράπεζα προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε απαίτηση της για χρεωστικό υπόλοιπο τραπεζικών διευκολύνσεων που είχε παράσχει στην εφεσίβλητη εταιρεία με την εγγύηση των δύο εφεσίβλητων.

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Στις 6/4/94 η εταιρεία Λάμπρος Χαριλάου Λτδ. (η εφεσίβλητη εταιρεία) ζήτησε εγγράφως την παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων από τη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (η εφεσείουσα Τράπεζα) (Τ.7). Η εφεσείουσα τράπεζα απεδέχθη την πιο πάνω αίτηση και με σχετική έγγραφη συμφωνία, που υπεγράφη μεταξύ της εφεσείουσας τράπεζας και της εφεσίβλητης εταιρείας, η εφεσείουσα τράπεζα απεδέχθη όπως παρέχει στην εφεσίβλητη εταιρεία χορήγηση δανείων και πιστώσεων σύμφωνα με συγκεκριμένους όρους (Τ.1) και έτσι άρχισε η συνεργασία μεταξύ της εφεσείουσας τράπεζας και της εφεσίβλητης εταιρείας. Τρία περίπου χρόνια αργότερα, στις 10/11/97, οι Λάμπρος Χαριλάου και Φωτεινή Χαριλάου (εφεσίβλητοι 2 και 3) εγγυήθηκαν γραπτώς τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης εταιρείας μέχρι του ποσού των £70.000 (Τ.8). Με βάση ρητό όρο της έγγραφης συμφωνίας το επιτόκιο του οφειλόμενου υπόλοιπου καθορίστηκε από την εφεσείουσα τράπεζα σε 8% από [*484]1/7/2002 - 25/8/2002 και σε 12.25% ετησίως από 26/8/2002 μέχρι εξόφλησης, με κεφαλαιοποίηση των χρεωμένων τόκων και ανατοκισμό δύο φορές ετησίως. Στις 26/8/2002 η εφεσείουσα τράπεζα ειδοποίησε εγγράφως την εφεσίβλητη εταιρεία και τους δύο εγγυητές της ότι, λόγω της μη τήρησης των υποχρεώσεων της εφεσίβλητης εταιρείας, η εφεσείουσα τράπεζα τερμάτιζε τη λειτουργία του λογαριασμού και ζήτησε την καταβολή του κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενου ποσού των £48.255,33 με επιτόκιο προς 12.25% και κεφαλαιοποίηση του τόκου την 1η Ιανουαρίου και 1η Ιουλίου εκάστου χρόνου. Οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να συμμορφωθούν και η εφεσείουσα τράπεζα καταχώρισε την υπ’ αριθμό 4752/2002 αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων. Μετά την έγερση της αγωγής και προτού αρχίσει η ακροαματική διαδικασία, εκ συμφώνου το απαιτούμενο ποσό μειώθηκε σε £6.668,49, πλέον τόκους προς 12.25% μέχρι εξόφλησης.

Προς απόδειξη της απαίτησης της η εφεσείουσα κάλεσε ως μόνη μάρτυρα της τη Γεωργία Χ"Κώστα, η οποία είχε συμπληρώσει 15 χρόνια υπηρεσίας, από τα οποία δέκα στη μονάδα Εμπορικών Επιχειρήσεων. Η πιο πάνω χειριζόταν τους λογαριασμούς της εφεσίβλητης εταιρείας από τον Οκτώβριο του 1997 μέχρι τον τερματισμό της συνεργασίας το 2002.

Επεξηγώντας τη λειτουργία του λογαριασμού η μάρτυς ανέφερε ότι ο ίδιος ο λογαριασμός συνιστούσε ένα τραπεζικό βιβλίο της τράπεζας και ότι όλες οι πράξεις των διαφόρων καταστημάτων καταχωρούνταν μέσα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, ο οποίος μόνος του διενεργούσε τις διάφορες προσθαφαιρέσεις.

Η μάρτυς αρνήθηκε ότι γινόταν ανατοκισμός και ανέφερε ότι οι τόκοι καθορίζονταν κάθε τρεις μήνες πρόσθετα πάνω στο υπόλοιπο και το χρέος εκεφαλαιοποιείτο μια φορά το χρόνο. Μετά τη φιλελευθεροποίηση η εφεσείουσα εδικαιούτο να διαφοροποιήσει το ποσοστό του τόκου σύμφωνα με την παράγραφο 5 της συμφωνίας που είχε υπογραφεί με τους εφεσίβλητους. Η μάρτυς κατέθεσε ότι ο εφεσίβλητος 2 και Γενικός Διευθυντής της εφεσίβλητης εταιρείας (τα γραφεία της οποίας ήταν κοντά στο κατάστημα της εφεσείουσας) μετέβαινε στο κατάστημα της εφεσείουσας τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα και ότι ουδέποτε αμφισβήτησε ημερομηνίες ή ποσά που περιλαμβάνονταν στο σχετικό λογαριασμό. Μετά την έγερση της αγωγής στις 19/10/2002, οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν έναντι του χρέους των £48.921,16 σε διάφορες ημερομηνίες διάφορα ποσά και στις 31/5/2005 το χρέος περιορίστηκε στις £6.668,49.

[*485]Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι η παροχή πιστώσεων πέραν του ποσού των £24.000 συνιστούσε υπέρβαση της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης εταιρείας, ότι υπήρξε ανατοκισμός των οφειλόμενων υπόλοιπων, ότι δεν απεδείχθη ο τερματισμός της συμφωνίας και η σχετική ενημέρωση των εγγυητών, προέβηκε στην απόρριψη της αγωγής.

(β) Οι λόγοι της έφεσης.

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα τράπεζα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης γιατί, κατά τους ισχυρισμούς της λανθασμένα κρίθηκε ότι η σχετική συμφωνία ήταν καθ’ υπέρβαση του ιδρυτικού και καταστατικού εγγράφου της εφεσίβλητης εταιρείας, λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν απεδείχθη ο τερματισμός της συμφωνίας, λανθασμένα κρίθηκε ότι η συμφωνία παρέμεινε ασαφής και αόριστη και δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, λανθασμένα κρίθηκε ότι με βάση το Αρθρο 33(1) του Νόμου 14/60 εξακολουθεί να απαγορεύεται η επιδίκαση τόκου επί τόκου και λανθασμένα κρίθηκε ότι υπήρξε ανατοκισμός.

Η σχετική συμφωνία ήταν καθ’ υπέρβαση του καταστατικού της εφεσίβλητης εταιρείας.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσείουσας ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη αύξηση των παρεχομένων διευκολύνσεων από £24.000 σε £70.000 υπογράφηκε καθ’ υπέρβαση (ultra vires) του ιδρυτικού και καταστατικού εγγράφου και/ή απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της εφεσίβλητης εταιρείας, είναι λανθασμένο.

Αρχικά η συμφωνία της εφεσείουσας με την εφεσίβλητη προνοούσε την παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων μέχρι ποσού £24.000. Αργότερα, λόγω της αύξησης των παρεχομένων διευκολύνσεων οι εφεσίβλητοι 2 και 3 εγγυήθηκαν την αποπληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου της εφσίβλητης εταιρείας μέχρι ποσού £70.000. Για την τροποποίηση του όρου για την παροχή διευκολύνσεων μέχρι ποσού £24.000, η παράγραφος 6 της συμφωνίας της 7/4/94 (Τ.7), προνοούσε ότι,

“6. Η απόφαση αυτή κοινοποιηθεί στην Τράπεζα και παραμείνει σε ισχύ και είναι δεσμευτική και έγκυρη για την Τράπεζα μέχρις ότου ληφθεί νέα τροποποιητική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και πιστοποιημένο αντίγραφό της από τον Πρόεδρο και Γραμματέα δοθεί στην Τράπεζα.”

[*486]Το Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη ότι το περιεχόμενο του τεκμηρίου 7 ήταν σε γνώση της εφεσείουσας και ότι η εφεσείουσα τράπεζα θα έπρεπε να είχε πάρει νέα απόφαση του Συμβουλίου της εφεσίβλητης εταιρείας η οποία θα κάλυπτε τις συναλλαγές πέραν του συμφωνηθέντος ορίου των £24.000 αποφάνθηκε ότι,

“…. το γεγονός της παροχής πιστώσεων πέραν του εξουσιοδοτηθέντος ύψους συνιστά υπέρβαση (ultra vires) της απόφασης που έλαβε το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας και έτσι η λειτουργία του λογαριασμού έγινε κατά παράβαση του ιδρυτικού και καταστατικού εγγράφου της Εταιρείας.”

Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η συμφωνία είχε καταστεί άκυρη.

Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας υπέβαλε ότι το δόγμα ultra vires δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση, αφού η παροχή πιστώσεων δεν έγινε από την εφεσίβλητη εταιρεία αλλά από την εφεσείουσα τράπεζα.

Ο πιο πάνω λόγος έφεσης είναι βάσιμος. Το δόγμα ultra vires (καθ’ υπέρβαση εξουσίας) εξυπακούει ότι όταν εκτελείται μια πράξη ή συναλλαγή που αν και φαίνεται ότι είναι νόμιμη αλλά όμως δεν τυγχάνει εξουσιοδότησης από το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας (memorandum of association), τότε η πράξη είναι ultra vires, δηλαδή εκτός των σκοπών της εταιρείας και συνεπώς άκυρη. (Βλέπε Charlesworth and CainCompany Law” 11th Edition, σ. 76).

Όπως σημειώνεται στο σύγγραμμα “Halsburys Laws of England”, Τρίτη Έκδοση, Τόμος 6,

“The term «ultra vires» and its proper sense denotes some act or transaction on the part of a corporation which, although not unlawful or contrary to public policy if done by an individual, is yet beyond the legitimate powers of the corporation as defined by the statute under which it is formed, or the statutes which are applicable to it, or by its charter or memorandum of association.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Ο όρος «ultra vires» στη σωστή του έννοια υποδηλεί κάποια πράξη ή συναλλαγή εκ μέρους μιας εταιρείας η οποία, αν και δεν είναι παράνομη ή ενάντια στη δημόσια τάξη αν εκτελείτο από ένα ιδιώτη, είναι εκτός των νομίμων εξουσιών της εται[*487]ρείας όπως αυτές περιγράφονται σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις με τις οποίες έχει συσταθεί, ή τους νόμους που εφαρμόζονται σχετικά με την εταιρεία, ή με το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας.”

Ο σκοπός της υιοθέτησης του δόγματος είναι αφενός,

(α)   Η προστασία επενδυτών για να γνωρίζουν για ποιους σκοπούς διοχετεύονται τα χρήματα που επενδύουν και αφετέρου,

(β)   Η προστασία των πιστωτών της εταιρείας για να γνωρίζουν ότι τα κεφάλαια της εταιρείας δεν θα διασκορπίζονται σε μη εξουσιοδοτημένες επιχειρήσεις.

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι υπήρξε λανθασμένη εφαρμογή του κανόνα της υπέρβασης (ultra vires).

Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί φαίνεται ότι το ιδρυτικό έγγραφο όσο και το καταστατικό της εφεσίβλητης εταιρείας παρείχαν εξουσία στο Διοικητικό Συμβούλιο να προβαίνει σε σύναψη χρηματικών δανείων, επιβαρύνοντας ή υποθηκεύοντας την περιουσία της εφεσίβλητης εταιρείας χωρίς περιορισμούς. Δεν μπορεί λοιπόν να γίνεται λόγος για δάνειο το οποίο είναι καθ’ υπέρβαση (ultra vires) του ιδρυτικού και καταστατικού εγγράφου. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια η εφεσίβλητη εταιρεία συνήψε αρχικά δάνειο μέχρι £24.000 με την έγκριση των συμβούλων της εφεσίβλητης εταιρείας. Αργότερα, όταν το ύψος του δανείου υπερέβη τις £24.000, τόσο η εφεσίβλητη εταιρεία όσο και οι εφεσίβλητοι 2 και 3 συνήψαν νέα εγγυητική συμφωνία για την παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων μέχρι του ποσού των £70.000.

Η πιο πάνω συμπεριφορά τους συνιστά επιπρόσθετα κώλυμα που δεν τους επιτρέπει να προβάλουν τον ισχυρισμό της υπέρβασης. Οι εφεσίβλητοι οι οποίοι γνώριζαν ότι το αρχικό ύψος των συναλλαγών τους δεν μπορούσε να υπερβεί το ποσό των £24.000 συνέχιζαν να συναλλάσσονται καθ’ υπέρβαση του πιο πάνω ποσού και μετά από οκτώ χρόνια δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι οι δοσοληψίες τους με την εφεσείουσα τράπεζα έχουν διενεργηθεί καθ’ υπέρβαση του ιδρυτικού εγγράφου και/ή του καταστατικού της δικής τους εταιρείας.

Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση De Bussche v. AH [1878]                        8 Ch.D. 286,

[*488]If a person having a right and seeing another person about to commit, or in the course of committing an act infringing upon that right, stands by in such a manner as really to induce the person committing the act, and who might otherwise have abstained from it, to believe that he assents to its being committed, be cannot afterwards be heard to complain of the act.

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Αν ένα πρόσωπο που έχει ένα δικαίωμα, βλέπει ένα άλλο πρόσωπο έτοιμο να διαπράξει ή να διαπράττει μια πράξη η οποία καταπατεί αυτό το δικαίωμα, τηρεί μια στάση με τρόπο που ενθαρρύνει το άλλο πρόσωπο να διαπράξει την πράξη, ο οποίος θα μπορούσε να μην την διαπράξει, να πιστέψει ότι αποδέχεται την διάπραξη της, δεν μπορεί αργότερα να διαμαρτύρεται για την διάπραξή της.”

Στην παρούσα περίπτωση, η αποδοχή των διαφόρων συναλλαγών που επακολούθησαν και αφορούσαν τις υπερβάσεις πέραν των £24.000 επενεργούν ως εγκατάλειψη των δικαιωμάτων των εφεσίβλητων και εγείρουν το δόγμα του κωλύματος. Το δόγμα αυτό τους αποστερεί το δικαίωμα να προβάλουν τον ισχυρισμό ότι η εφεσείουσα τράπεζα συνέχισε να τους παρέχει τραπεζικές διευκολύνσεις πέραν των £24.000 χωρίς να έχει πάρει προηγουμένως την έγγραφη έγκρισή τους.

Ανατοκισμός.

Η εφεσείουσα τράπεζα ισχυρίζεται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε ολοφάνερος ανατοκισμός είναι λανθασμένο.

Αναφορικά με το θέμα του ανατοκισμού το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο στον τρόπο λειτουργίας της εφεσείουσας τράπεζας, σημείωσε στην απόφαση του τα πιο κάτω:

“Η κατά γενικό τρόπο απαίτηση της ότι δεν υπήρχε ανατοκισμός καθότι γίνονταν πιστώσεις στον λογαριασμό, χωρίς οτιδήποτε άλλο, δεν μπορεί να είναι πειστική. Είναι φανερό ότι κάθε τέλος του χρόνου, όπως η ίδια παραδέχθηκε γινόταν κεφαλαιοποίηση του τόκου, από τότε που λειτούργησε ο λογαριασμός και προς την φιλελευθεροποίηση των επιτοκίων, αυτό εύκολα μπορεί να επισημανθεί στις καταστάσεις λογαριασμού (Τ.9), η κεφαλαιοποίηση αυτών των τόκων από 1η [*489]Ιανουαρίου κάθε χρόνο είναι φανερό ότι συνεπαγόταν ξανά τοκισμό τους και επομένως είναι ολοφάνερος ο ανατοκισμός που γινόταν καθ’ όλη την διάρκεια της λειτουργίας του.”

Στη σχετική κατάθεση της η μάρτυς της εφεσείουσας τράπεζας ανέφερε ότι δεν υπήρξε ανατοκισμός αφού οι εφεσίβλητοι κατέθεταν συνεχώς στον επίδικο λογαριασμό και οι καταθέσεις καταλογίζονταν πρώτα έναντι των τόκων και ακολούθως έναντι του κεφαλαίου. Τούτο ανταποκρίνεται τόσο στο Αρθρο 2(α) της συμφωνίας μεταξύ των αντιδίκων (Τ.1), όσο και από το σχετικό κανόνα που διαμορφώθηκε στην υπόθεση Devynes and others v. Noble and others, Baring and others v. Noble and others, Claytons case [1814-1823] All E.R. Rep. 1. Το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης περιέχεται στις πρόνοιες του Αρθρου 61 του περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149) το οποίο προνοεί ότι όταν ένας οφειλέτης ο οποίος οφείλει διάφορα χρέη σε έναν πιστωτή δεν καθορίζει έναντι ποιου συγκεκριμένου χρέους γίνεται η πληρωμή, αυτό καταλογίζεται προς εξόφληση των χρεών κατά σειρά αρχαιότητας και αν τα χρέη έχουν την ίδια σειρά αρχαιότητας, ο καταλογισμός της πληρωμής γίνεται συμμετρικά. Η πιο πάνω απόφαση έχει ήδη τύχει της επιδοκιμασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Ζαρτάρ Παχατουριάν v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ. (2002) 1 Α.Α.Δ. 322, από το Δικαστή Χατζηχαμπή,

“προκύπτει σαφώς από τον όρο 4(α) ότι η Τράπεζα νομιμοποιείται όταν γίνεται πληρωμή έναντι του δανείου, να υπολογίζει και να εξοφλά τους μέχρι την ημέρα εκείνη δεδουλευμένους τόκους, όπως ακριβώς ήταν η πρακτική της στην προκείμενη περίπτωση.”

Σύμφωνα με τη μάρτυρα της εφεσείουσας τράπεζας δεν επιβλήθηκε τόκος επί τόκου και τούτο γιατί είχαν γίνει καταθέσεις στο λογαριασμό των εφεσιβλήτων. Ο πιο πάνω ισχυρισμός επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο των καταστάσεων του Τεκμηρίου 9. Το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η κεφαλαιοποίηση τόκου μια φορά ετησίως ισοδυναμούσε με ανατοκισμό, είναι λανθασμένο. Η κεφαλαιοποίηση τόκου κάθε τέλος του χρόνου θα αποτελούσε ανατοκισμό μόνο αν δεν υπήρχαν προηγουμένως καταθέσεις στον επίδικο λογαριασμό.

Σημειώνουμε ότι ο ισχυρισμός για την ύπαρξη ανατοκισμού είχε προβληθεί αόριστα στην Έκθεση Υπεράσπισης από τους εφεσίβλητους, οι οποίοι είχαν και το σχετικό βάρος να τον αποδείξουν μετά την κατάθεση της μάρτυρος της εφεσείουσας τράπεζας ότι [*490]δεν υπήρξε ανατοκισμός. Αντίθετα οι εφεσίβλητοι στην Έκθεση Υπεράσπισης τους αρνήθηκαν την απαίτηση της εφεσείουσας τράπεζας, χωρίς να παραθέσουν συγκεκριμένη μαρτυρία η οποία θα υποστήριζε τους ισχυρισμούς τους.

Τόκος επί τόκου.

Η εφεσείουσα τράπεζα ισχυρίζεται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι απαγορεύεται η επιδίκαση τόκου επί τόκου είναι λανθασμένο.

Το σχετικό απόσπασμα του πρωτόδικου Δικαστή αναφέρει ότι:

“Επισημαίνω ότι η φιλελευθεροποίηση του επιτοκίου έγινε με τον Νόμο 160(I)/99 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την 1/01/2001 αρκετά χρόνια δηλαδή μετά που ο επίδικος λογαριασμός λειτούργησε. Παρόλα αυτά με βάση το Άρθρο 30(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60) εξακολουθεί να απαγορεύεται η επιδίκαση τόκου επί τόκου.”

Η πιο πάνω προσέγγιση είναι λανθασμένη. Όπως πολύ ορθά έχει υποδειχθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσείουσας τράπεζας, το Άρθρο 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60) επιτρέπει την επιδίκαση τόκου όπως προνοεί η συμφωνία των διαδίκων ή σύμφωνα με το προβλεπόμενο διά νόμου επιτόκιο. Το Άρθρο 33(1) του Νόμου 14/60 έχει τροποποιηθεί με τις πρόνοιες του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου αρ. 160(I)/99, το Αρθρο 3(δ) του οποίου καθορίζει την υποχρέωση σε πιστωτικά ιδρύματα να μην ανατοκίζουν περισσότερο από δύο φορές ετησίως.

Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα τράπεζα δεν απαιτούσε την επιδίκαση τόκου επί τόκου. Η αξίωσή της ήταν για £66.668,49 με τόκο 12.5% από 18/3/05 με κεφαλαιοποίηση των τόκων δύο φορές ετησίως. Η εφεσείουσα τράπεζα είχε το δικαίωμα, σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων (Τ.1), να τροποποιεί το επιτόκιο μέχρι το επιτρεπόμενο νόμιμο επιτόκιο. Η εφεσείουσα τράπεζα τροποποίησε το επιτόκιο με σχετικές επιστολές ημερομηνίας 26/8/2002 οι οποίες στάληκαν στους εφεσίβλητους, στις οποίες αναφερόταν ότι το επιτόκιο του λογαριασμού μεταβαλλόταν σε 12.5% και ότι ο τόκος θα εκεφαλαιοποιείτο την 1η Ιανουαρίου και 1η Ιουλίου κάθε χρόνο. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια κρίνεται ότι η αξίωση της εφεσείουσας τράπεζας ήταν καθόλα νόμιμη.

[*491]Ο τερματισμός της συμφωνίας είναι λανθασμένος.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσείουσας τράπεζας ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έχει αποδειχθεί ο τερματισμός της συμφωνίας των διαδίκων είναι λανθασμένο.

Η μάρτυς της εφεσείουσας τράπεζας κατέθεσε ότι η συμφωνία μεταξύ της εφεσείουσας τράπεζας και των εφεσιβλήτων τερματίστηκε με επιστολές, αντίγραφα των οποίων βρίσκονταν στο φάκελό της. Οι επιστολές αυτές κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 11, 13 και 14. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

“Δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου που να επιδεικνύει είτε τον τερματισμό της συμφωνίας είτε την ενημέρωση των εγγυητών περί της παράβασης της συμφωνίας από την πρωτοφειλέτιδα και κατά συνέπεια την υποχρέωση τους όπως ενεργήσουν με βάση τους όρους της εγγύησής τους … Σύμφωνα με τη νομολογία μας η ταχυδρόμηση των επιστολών εγείρει τεκμήριο αποστολής των επιστολών όμως δεν έχει φανεί πλην της καταχώρησης αυτών των αντιγράφων που ευρίσκονταν στο φάκελο που τηρούσε η μάρτυρας ότι αυτά έχουν ταχυδρομηθεί, από ποιον και πότε.”

Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εντελώς λανθασμένη. Από τη μαρτυρία του υπαλλήλου της εφεσείουσας τράπεζας προκύπτει ότι οι επιστολές τερματισμού της λειτουργίας του λογαριασμού είχαν αποσταλεί τόσο στην εφεσίβλητη εταιρεία όσο και στους εφεσίβλητους 2 και 3 και η μάρτυς κατέθεσε τα αντίγραφα των επιστολών τα οποία βρίσκονταν στο φάκελο της εφεσείουσας τράπεζας. Τα αρχικά έγγραφα σημείωσε η μάρτυς βρίσκονταν στην κατοχή των εφεσίβλητων. Προς τούτο σημειώνεται η παντελής έλλειψη αντεξέτασης της μάρτυρος αν πραγματικά οι πιο πάνω επιστολές είχαν αποσταλεί και, επιπρόσθετα, σημειώνεται η έλλειψη οποιασδήποτε ένστασης για την κατάθεσή της.

Η πιο πάνω μαρτυρία της μάρτυρος υποδηλεί ότι οι επιστολές είχαν αποσταλεί κανονικά και η μη επιστροφή τους συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι είχαν παραδοθεί στα πρόσωπα στα οποία απευθύνονταν. (Βλ. Latifundia Properties Ltd. v. Ψακή (2003) 1 Α.Α.Δ. 670, Πιττάκας v. Γ. και Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1895). Από τη μαρτυρία της μάρτυρος της εφεσείουσας τράπεζας και την χωρίς ένσταση κατάθεση τους, το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί ήταν ότι η συμφωνία είχε τερματιστεί νόμιμα.

[*492]Η συμφωνία ήταν ασαφής και αόριστη.

Η εφεσείουσα τράπεζα ισχυρίζεται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμφωνία “παρέμεινε όπως και κατά την υπογραφή της ασαφής και αόριστη” και έτσι δεν μπορούσε παρά να θεωρηθεί ως άκυρη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 29 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, είναι λανθασμένο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού σημείωσε ότι η εφεσείουσα τράπεζα παρέλειψε να διαφωτίσει τους εφεσίβλητους με σχετική μαρτυρία ποια ήταν η ακολουθούμενη τακτική που αφορούσε τις προεκτάσεις και τις κινήσεις σχετικά με την επιβολή τόκου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία ήταν ασαφής και αόριστη αφού,

“… η συμφωνία έμεινε όπως και κατά την υπογραφή της ασαφής και αόριστη και ως τέτοια δεν μπορεί παρά να είναι άκυρη (βλέπε Άρθρο 29 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149).”

Η πιο πάνω κατάληξη είναι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε λανθασμένη. Η παράγραφος 2 της συμφωνίας (Τ.1) δίνει την εξουσία στην εφεσείουσα τράπεζα να χρεώνει τόκο 9% στα ημερήσια χρεωστικά υπόλοιπα σύμφωνα “με την εφαρμογή της τακτικής που ακολουθείται κατά καιρούς από την τράπεζα”. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσείουσας τράπεζας, η μαρτυρία της οποίας κρίθηκε ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, λεπτομέρειες της πρακτικής δίνονταν στον πελάτη όταν το ζητούσε και στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι ουδέποτε ζήτησαν επεξηγήσεις ούτε και αμφισβήτησαν τον υπολογισμό των τόκων και τον καθορισμό των value dates. Σημειώνεται εδώ η εγκυρότητα της διαδικασίας της τακτικής της τράπεζας δεν αμφισβητήθηκε στην Έκθεση Υπεράσπισης των εφεσιβλήτων.

Η έλλειψη επεξήγησης ως προς την τακτική της τράπεζας δεν μπορεί να καταστήσει τη συμφωνία ως αόριστη και ασαφή. Οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν τη σχετική συμφωνία και προέβαιναν για αρκετά χρόνια σε συναλλαγές με την εφεσείουσα τράπεζα χωρίς να προβάλουν οποιαδήποτε διαμαρτυρία ως προς τα ποσά τα οποία κατατίθενταν ή αποσύρονταν και με τη συμπεριφορά τους αποδέχονταν τη διαδικασία που είχε υιοθετηθεί.

Με βάση τα πιο πάνω έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο εύρημα ότι η σχετική συμφωνία ήταν αόριστη και ασαφής, είναι λανθασμένο.

[*493]Η αξίωση της εφεσείουσας εταιρείας δεν μπορούσε να επιτύχει.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί είχε αποφανθεί ότι η αξίωση της εφεσείουσας τράπεζας με βάση το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας δεν μπορούσε να επιτύχει. Η εφεσείουσα τράπεζα αμφισβητεί την ορθότητα του πιο πάνω πρωτόδικου συμπεράσματος και ισχυρίζεται ότι από τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί, η αξίωση της θα μπορούσε να είχε γίνει αποδεκτή.

Η πιο πάνω εισήγηση είναι ορθή. Η εφεσείουσα τράπεζα απέδειξε τη νομότυπη υπογραφή της συμφωνίας (Τ.1), την σύναψη της συμφωνίας εγγύησης (Τ.8) και το υπόλοιπο του λογαριασμού με την κατάθεση των Τεκμηρίων 9 και 11. Οι καταστάσεις του λογαριασμού (Τ.9 και 11), μαζί με την πιστοποίηση του αρμόδιου Λειτουργού της εφεσείουσας τράπεζας, ότι αυτά αποτελούσαν απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της τράπεζας, συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων (Άρθρο 22 του Κεφ. 9 όπως έχει τροποποιηθεί). Από τη στιγμή που τα πιο πάνω έγγραφα έγιναν εκ συμφώνου αποδεκτά το περιεχόμενό τους συνιστούσε ικανοποιητική μαρτυρία που μπορούσε να οδηγήσει σε απόδειξη των ισχυρισμών της εφεσείουσας τράπεζας. Έτσι το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους των εφεσίβλητων για να αποδείξουν την μη ύπαρξη των καταχωρίσεων και/ή την καταχώριση λανθασμένων καταχωρίσεων προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους. Οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αντικρούσουν την πιο πάνω μαρτυρία. Στην ουσία υπήρξε αντιστροφή του βάρους απόδειξης από το Δικαστήριο.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας τράπεζας για £6.668,49 με τόκο προς 12.5% μέχρι εξόφλησης. Οι εφεσίβλητοι καταδικάζονται όπως καταβάλουν επίσης €5.000 για έξοδα της πρωτόδικης και της κατ’ έφεση διαδικασίας, πλέον Φ.Π.Α.. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Η έφεση επιτρέπεται με €5.000 έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσιβλήτων. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο