Μιχαηλίδης Ηρακλής ν. Φάνος Ν. Επιφανίου Λτδ (2009) 1 ΑΑΔ 494

(2009) 1 ΑΑΔ 494

[*494]11 Μαΐου, 2009

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΦΑΝΟΣ Ν. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 62/2007)

 

Παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός (account stated) ― Ποία η έννοιά του και ποίος ο τρόπος στη βάση του οποίου επενεργεί ― Ο ενάγων του οποίου η αιτία αγωγής είναι ο παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός, δεν υποχρεούται να δικογραφήσει και να αποδείξει καθένα από τα στοιχεία του εκκαθαρισμένου λογαριασμού ξεχωριστά ― Κατά πόσο ευσταθούσε η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παρούσα αγωγή είχε ως βάση εκκαθαρισμένο λογαριασμό.

Εταιρείες ― Προσωπική ευθύνη διευθυντή εταιρείας ο οποίος συναλλάττεται χωρίς να αποκαλύψει την ιδιότητά του.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Διαπιστώσεις, συναγωγή συμπερασμάτων και κατάληξη σε ευρήματα, είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Tο Eφετείο επεμβαίνει όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αρχές που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου ― Η απόφαση κρίνεται ως σύνολο.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης - ενάγουσας και εις βάρος του εφεσείοντος - εναγόμενου, για το ποσό των £1.422,91, υπόλοιπο δυνάμει εκκαθαρισμένου λογαριασμού “account stated”.

Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εφεσείοντος - εναγόμενου ότι οι δοσοληψίες μεταξύ των διαδίκων δεν αφορούσαν τον ίδιο αλλά την [*495]εταιρεία Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη (α) το γεγονός ότι ο εφεσείων - εναγόμενος ουδέποτε αμφισβήτησε ότι ενεργούσε υπό την προσωπική του ιδιότητα, αφού ο ίδιος αποδέχθηκε πως στα τιμολόγια αναγραφόταν το δικό του όνομα, αλλά δεν το έλαβε υπόψη και (β) τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης - ενάγουσας ότι ουδέποτε ενημερώθηκαν ότι ο εφεσείων - εναγόμενος ενεργούσε για λογαριασμό της προαναφερόμενης εταιρείας.

Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:

1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και σε διαπίστωση ότι ο εφεσείων ευθύνεται  προσωπικά για το αξιούμενο ποσό.

2. Δεν παρείχετο στο πρωτόδικο Δικαστήριο δυνατότητα να θεωρήσει ότι σκοπός της εφεσίβλητης - ενάγουσας ήταν να προωθήσει την αγωγή της στη βάση εκκαθαρισμένου λογαριασμού, υπό το φως της δικογραφημένης θέσης της για αξίωση στη βάση υπολοίπου λογαριασμού.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Δεν διαπιστώθηκε λόγος που να δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή των διαπιστώσεων σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Η απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος, στο βαθμό που αυτή ήταν αντίθετη με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, αναπόφευκτα οδήγησε στη διαπίστωση ότι οι δοσοληψίες δέσμευαν τον εφεσείοντα προσωπικά. Ο δε εφεσείων, εάν τα πράγματα, όντως, είχαν όπως ισχυρίζετο, είχε καθήκον, μετά τη σύσταση της εταιρείας το 1980, να ενημερώσει την εφεσίβλητη ότι πλέον οι συναλλαγές αφορούν την εταιρεία και όχι να την αφήσει με την εντύπωση που βάσιμα είχε σχηματίσει πριν από τη σύσταση της εταιρείας, όταν ο εφεσείων συναλλασσόταν ως άτομο.

2. Δεν υπήρχαν τα στοιχεία του εκκαθαρισμένου ή άλλως παραδεγμένου λογαριασμού στην παρούσα περίπτωση. Η θέση του εφεσείοντος ήταν από την αρχή ότι δεν όφειλε οποιοδήποτε ποσό. Συνεπώς, η εφεσίβλητη, η οποία είχε το βάρος απόδειξης της υπόθεσής της, θα έπρεπε, για τις καταγραφές στην κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 1), να παρουσιάσει μαρτυρία.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, εναντίον της εφεσίβλητης.

[*496]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. v. Ρέινμποου Πλήτς & Ντάιγκ Κο Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 610,

Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,

Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σταύρου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 13952/03), ημερομ. 31.1.2007.

Χρ. Λειβαδιώτου, για τον Εφεσείοντα.

Γρ. Λεοντίου με Γ. Βρίκκη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η επιτυχία της αξίωσης της εφεσίβλητης - ενάγουσας στην Αγωγή Αρ. 13952/03, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, και η έκδοση απόφασης εναντίον του εφεσείοντα - εναγομένου, για το ποσό των £1.422,91 είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης.

Η εφεσίβλητη, η οποία δραστηριοποιείται στην εμπορία υλικών οικοδομής, ειδών υγιεινής και άλλων συναφών, με την Έκθεση Απαίτησής της, ισχυρίζεται ότι ο εφεσείων ήταν για πολλά χρόνια πελάτης της και αγόραζε διάφορα εμπορεύματα επί πιστώσει. Για τις αγορές αυτές εκδίδονταν τιμολόγια. Παράλληλα, ανοίχθηκε στο όνομα του εφεσείοντα λογαριασμός, στον οποίο καταχωρούνταν οι πωλήσεις, στη βάση των τιμολογίων, και οι διάφορες πληρωμές που γίνονταν γι’ αυτές. Καταστάσεις λογαριασμού του αποστέλλονταν περιοδικά. Με το τέλος της συνεργασίας τους - (31/10/2002) - ο λογαριασμός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο, παρά τις επανειλημμένες ειδοποιήσεις, παρέμεινε απλήρωτο.

Ο εφεσείων, με την Υπεράσπισή του, αρνείται ότι ο ίδιος [*497]προσωπικά είχε οποιαδήποτε συναλλαγή με την εφεσίβλητη και, συνακόλουθα, ότι οφείλει το αξιούμενο ή οποιοδήποτε ποσό. Ισχυρίζεται ότι, με την εφεσίβλητη, συνεργαζόταν η εταιρεία, της οποίας αυτός είναι μέτοχος και διευθυντής και η οποία συναλλάσσεται με την εμπορική επωνυμία «Ηρακλής Μιχαηλίδης», που είναι το όνομά του. Εάν αποδειχθεί, προσθέτει, ότι ο ίδιος απεδέχθη τιμολόγια της εφεσίβλητης, αυτά δεν τα αποδέχτηκε προσωπικά αλλά υπό την ιδιότητά του ως διευθυντής της πιο πάνω εταιρείας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε και έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, κατέληξε ως εξής:-

«Ως προκύπτει από το παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης και ως επιβεβαίωσε ο κ. Μπρούντζος κατά την αγόρευση του, η αγωγή της Ενάγουσας στηρίζεται σε ‘υπόλοιπο λογαριασμού’ και όχι σε ‘πώληση εμπορευμάτων βάσει τιμολογίων’. Αυστηρώς ομιλούντες τέτοια βάση αγωγής δεν υπάρχει. Μια κατάσταση λογαριασμού που φέρεται να αντικατοπτρίζει τον ίδιο τον λογαριασμό, δεν αποτελεί αφ’ εαυτής απόδειξη των όσων καταγράφει. Τα γεγονότα που φέρεται να αναπαραγάγει θα πρέπει να αποδειχθούν (βλ. A.I. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156 και Marketrends Insurance Ltd v. Μιχαήλ κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 734).

Στην προκείμενη περίπτωση η Ενάγουσα δεν προσκόμισε τέτοια μαρτυρία. Η μαρτυρία των μαρτύρων της, όπως και να ιδωθεί, δεν ήταν τόσο λεπτομερής, διαχρονική και άμεση που να επισκοπούσε με την απαιτούμενη ενδελέχεια την πολυετή συνεργασία των μερών. Αρκεί να αναφερθεί πως από τα δεκάδες τιμολόγια που αναφέρονται στην κατάσταση (τεκμήριο 1), παρουσιάστηκαν και δόθηκαν λεπτομέρειες μόνο για τρία (τεκμήρια 2Α-Γ) ενώ και η ίδια η κατάσταση αφορά μόνο τα τελευταία οκτώ χρόνια της συνεργασίας ενώ για τα προηγούμενα, που θα έπρεπε να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εικόνας, δεν δόθηκε καμία λεπτομέρεια.»

Προχώρησε, όμως, και έκρινε, στη βάση της δικογραφημένης θέσης της εφεσίβλητης και των όσων ο συνήγορός της ανέφερε κατά την αγόρευσή του, ότι η βάση της αγωγής δεν μπορεί να είναι άλλη από τη γνωστή στο δίκαιό μας βάση αγωγής για «εκκαθαρισμένο λογαριασμό» - “account stated“. Στη συνέχεια και [*498]αφού καθοδηγήθηκε από τη νομολογία* σε σχέση με το πότε εκκαθαρισμένος λογαριασμός μπορεί να προκύψει - «... όταν υπάρχει ρητή συμφωνία μεταξύ των μερών πως όλα τα στοιχεία και τα υπόλοιπα του λογαριασμού είναι ορθά, συνδυασμένη με ρητή ή εξυπακουόμενη υπόσχεση για πληρωμή και ... όταν παραδίδεται κατάσταση λογαριασμού και ο χρεώστης παραλείψει να ενστεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος» - και με το ότι, στην περίπτωσή του, δε χρειάζεται να αποδειχθούν οι επί μέρους λεπτομέρειές του, κατέληξε ως εξής:-

«..., ως ανέφεραν οι μάρτυρες της Ενάγουσας και ως αποτελεί και εύρημα του Δικαστηρίου, αποστέλλονταν μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού στον Εναγόμενο χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί ή να αμφισβητήσει οποιανδήποτε χρέωση (περιλαμβανομένων και των τόκων) ή υπόλοιπο. Τουναντίον πρόβαινε κανονικά σε πληρωμές. Η όψιμη θέση του ότι δεν ελάμβανε καταστάσεις λογαριασμού, ως ανέφερα και προηγουμένως, είναι καταφανώς αβάσιμη. Δεν είναι μια-δυο καταστάσεις που εστάλησαν στον Εναγόμενο αλλά δεκάδες αφού η συνεργασία τους διήρκησε πέραν των 25 ετών. Ούτε και έχει σημασία το γεγονός ότι αποστέλλονταν στη διεύθυνση του εργοστασίου της εταιρείας. Τη διεύθυνση αυτή ο ίδιος ο Εναγόμενος την έδωσε. Εξάλλου, ως είναι παραδεκτό, στον χώρο αυτό εργαζόταν καθημερινά. Συνεπώς τόσο ο ίδιος όσο και τα πρόσωπα που ενεργούσαν επί του προκειμένου εκ μέρους του, είχαν κάθε ευκαιρία να ενημερώνονται για τις καταστάσεις λογαριασμού και να εκδήλωναν την όποια αντίδραση τους έγκαιρα, διαρκούσης της συνεργασίας και όχι εκ των υστέρων με εμφανή αλλότρια κίνητρα. Για χρόνια πολλά όμως δεν το έπραξαν και επομένως η κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 1) δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ένας εκκαθαρισμένος λογαριασμός.»

Απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα ότι οι δοσοληψίες δεν αφορούσαν τον ίδιο αλλά την εταιρεία Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ., ως εξής:-

«... οι μάρτυρες της Ενάγουσας ανέφεραν πως ουδέποτε ενημερώθηκαν ότι ο Εναγόμενος ενεργούσε για λογαριασμό εταιρείας. Τούτο αποτελεί και εύρημα του Δικαστηρίου. Ούτε καν γνώριζαν για την ύπαρξη εταιρείας. Κατ’ ουσία ούτε και ο ίδιος ο Εναγόμενος δεν αμφισβήτησε αυτό το γεγονός, αφού [*499]δέχθηκε πως αναγραφόταν στα τιμολόγια το δικό του όνομα (όπως συνέβαινε και με άλλους) αλλά δεν το έλαβε υπόψη. Δεν μπορεί, ως εξήγησε, όποιος γράφει Ηρακλής Μιχαηλίδης να του λέει ‘όχι να γράφεται Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ (sic)’. Παρόλα ταύτα, είχε την εξωφρενική απαίτηση, οι δοσοληψίες να μην δεσμεύουν τον ίδιο αλλά την εταιρεία. Επ’ αυτού να επισημάνω πως ήταν δική του αποκλειστική ευθύνη και υποχρέωση να φέρει σε γνώση της Ενάγουσας την (δήθεν) αντιπροσωπευτική ιδιότητα υπό την οποία ενεργούσε και όχι της Ενάγουσας να προβεί σε έρευνες ή να συναγάγει αυτή την ιδιότητα από τις όποιες περιβάλλουσες περιστάσεις. Εξού και δεν έχει σημασία πως οι καταστάσεις, τα τιμολόγια ή και τα εμπορεύματα παραδίδονταν στη διεύθυνση όπου στεγάζετο το εργοστάσιο της εταιρείας. Ομοίως δεν έχει σχέση πως κάποιες πληρωμές έγιναν με επιταγές της εταιρείας και εκδίδονταν στο όνομα της αποδείξεις. Κάτι ανάλογο επιχειρήθηκε να τεθεί στην υπόθεση Χριστοδουλίδου v. Mocassino Shoes Ltd (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 294 ...»

Ο εφεσείων, με έξι λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σ’ όλη την έκτασή της. Θα τους εξετάσουμε όχι με τη σειρά που προβάλλονται αλλά όπως εμείς θεωρούμε πιο πρακτικό:-

Λόγοι έφεσης 3 και 4:

Οι πιο πάνω λόγοι αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στη διαπίστωση ότι ο εφεσείων ευθύνεται προσωπικά για το αξιούμενο ποσό. Η κ. Λειβαδιώτου, εκ μέρους του, με αναφορά σε σημεία της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, εισηγήθηκε ότι αυτή, παρά τις αντιφάσεις και τα κενά που παρουσιάζει, έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη, σε αντίθεση με την καθ’ όλα θετική και χωρίς αντιφάσεις μαρτυρία του εφεσείοντα, που απορρίφθηκε.

Είναι πάγια νομολογημένο ότι η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο βρίσκεται σε καλύτερη θέση να εκτιμήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης - (βλ. Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Ευχέρεια για παραμερισμό ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα, ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα, ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη - (βλ. Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).

[*500]Έχουμε εξετάσει τα σημεία στα οποία η συνήγορος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε και έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία στο σύνολό της. Δε διαπιστώνουμε λόγο, που να δικαιολογεί επέμβασή μας για ανατροπή των διαπιστώσεων σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Τα όσα η συνήγορος επικαλέστηκε δεν αποτελούν παρά αποσπασματικές αναφορές σ’ αυτά που οι μάρτυρες της εφεσίβλητης κατέθεσαν, οι οποίες, όμως, δεν αξιολογούνται κατ’ απομόνωση αλλά στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας. Για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, στο βαθμό και την έκταση που αυτή ήταν αντίθετη με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε λόγους, τους οποίους βρίσκουμε καθ’ όλα αιτιολογημένους και πειστικούς. Η απόρριψή της αναπόφευκτα οδήγησε στη διαπίστωση ότι οι δοσοληψίες δέσμευαν τον εφεσείοντα προσωπικά. Σ’ ό,τι αφορά τον ισχυρισμό του ότι η εταιρεία Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ. συναλλασσόταν με την εμπορική επωνυμία «Ηρακλής Μιχαηλίδης», στα όσα εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, προσθέτουμε ότι αυτός, εάν τα πράγματα, όντως, είχαν όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, είχε καθήκον, μετά τη σύσταση της εταιρείας το 1980, να ενημερώσει την εφεσίβλητη ότι πλέον οι συναλλαγές αφορούν την εταιρεία και όχι να την αφήσει με την εντύπωση που βάσιμα είχε σχηματίσει πριν από τη σύσταση της εταιρείας, όταν ο εφεσείων συναλλασσόταν ως άτομο.

Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

Λόγοι έφεσης 1 και 2:

Με αυτούς, διατείνεται ο εφεσείων ότι, υπό το φως της δικογραφημένης θέσης της εφεσίβλητης, που δεν ήταν άλλη από αξίωση στη βάση υπολοίπου λογαριασμού, δεν παρείχετο στο πρωτόδικο Δικαστήριο δυνατότητα να θεωρήσει ότι σκοπός της εφεσίβλητης ήταν να προωθήσει την αγωγή της στη βάση εκκαθαρισμένου λογαριασμού. Διαζευκτικά, σε περίπτωση που τα πιο πάνω θεωρηθούν ορθή αντίκριση, και πάλι, υπέβαλε, η κατάληξη είναι λανθασμένη, αφού το Τεκμήριο 1, το οποίο θεωρήθηκε ως ο εκκαθαρισμένος λογαριασμός, δεν είχε αποσταλεί στον εφεσείοντα πριν από την καταχώριση της αγωγής.

Κατά την ενώπιόν μας συζήτηση της έφεσης, ο συνήγορος της εφεσίβλητης συμφώνησε ότι η κατάσταση λογαριασμού - Τεκμήριο 1 - δεν είχε, καθ’ οιονδήποτε χρόνο, αποσταλεί στον εφεσείοντα. Πρόσθεσε, όμως, ότι οι διάφορες καταγραφές σ’ αυτό αποστέλλονταν κατά καιρούς και ο εφεσείων δε διαμαρτυρήθηκε.

[*501]Εάν παρείχετο ή όχι στο πρωτόδικο Δικαστήριο η δυνατότητα να θεωρήσει ότι βάση της αγωγής ήταν εκκαθαρισμένος λογαριασμός δε θα μας απασχολήσει, αφού ο λόγος έφεσης σε σχέση με το λανθασμένο της αποδοχής του Τεκμηρίου 1 ως εκκαθαρισμένου λογαριασμού ευσταθεί. Η αποδοχή από το συνήγορο της εφεσίβλητης ότι η κατάσταση λογαριασμού - Τεκμήριο 1 - το οποίο θεωρήθηκε ως ο εκκαθαρισμένος λογαριασμός, δεν είχε αποσταλεί στον εφεσείοντα αφαιρεί από αυτό τη σημασία που του αποδόθηκε και σφραγίζει το αποτέλεσμα της έφεσης. Εφόσον το Τεκμήριο 1 δεν απεστάλη στον εφεσείοντα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος ότι αυτός γνώριζε για τα ποσά που ισχυρίζεται η εφεσίβλητη ότι της οφείλει και δεν αντέδρασε. Περαιτέρω, κι αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι για τις διάφορες καταγραφές στο Τεκμήριο 1 αποστέλλονταν στον εφεσείοντα, κατά καιρούς, καταστάσεις, εφόσον αυτές δεν παρουσιάστηκαν για σκοπούς αντιστοίχησής τους με τις καταγραφές στο Τεκμήριο 1, αυτό δεν αποτελεί εκκαθαρισμένο λογαριασμό.

Στην παρούσα περίπτωση, δεν υπήρχαν τα στοιχεία του εκκαθαρισμένου άλλως παραδεδεγμένου λογαριασμού. Από την αρχή ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι δεν όφειλε οποιοδήποτε ποσό. Συνεπώς, η εφεσίβλητη, η οποία είχε το βάρος απόδειξης της υπόθεσής της, θα έπρεπε, για τις καταγραφές στο Τεκμήριο 1, να παρουσιάσει μαρτυρία.

Ενόψει των πιο πάνω, η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης καθίσταται αχρείαστη.

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση και η διαταγή για έξοδα παραμερίζονται.

Η αγωγή απορρίπτεται.

Η εφεσίβλητη να καταβάλει τα έξοδα του εφεσείοντα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, εναντίον της εφεσίβλητης.

*           Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. v. Ρέινμποου Πλήτς & Ντάιγκ Κο Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 610.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο