Εργοληπτική Εταιρεία Ανδρέας Κασκάνης Λτδ ν. Δρέκα Εταιρεία Κατασκευών Λτδ (2009) 1 ΑΑΔ 507

(2009) 1 ΑΑΔ 507

[*507]11 Mαΐου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΣΚΑΝΗΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

ΔΡΕΚΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 53/2007)

 

Συμβάσεις ― Παράνομη σύμβαση ― Εμπλοκή διαδίκων σε παράνομη σύμβαση για εκτέλεση δημοσίων έργων, κατά παράβαση των προνοιών του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου του 1973 (Ν.97/73) ― Κατά πόσο οι ενάγοντες, ως υπεργολάβοι, εδικαιούντο να αξιώσουν με αγωγή την αμοιβή τους στη βάση της σύμβασης ― Κατά πόσο υπήρχε δυνατότητα διαχωρισμού του μη παράνομου μέρους της σύμβασης από το παράνομο μέρος αυτής και επιδίκαση του αξιούμενου ποσού για το έργο το οποίο δεν εκαλύπτετο από την παρανομία.

Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Οι εφεσίβλητοι - εναγόμενοι αμφισβήτησαν τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων - εναγόντων πως η συμφωνία που συνήψαν μεταξύ τους - για την εκτέλεση της λιμνοδεξαμενής Στατού Αγίου Φωτίου, των αντιπλημμυρικών έργων στο δρόμο Π. Χρυσοχούς - Πωμού και του αποχετευτικού συστήματος του χωριού Χολέτρια Πάφου - δεν ήταν παράνομη. Οι εφεσείοντες - ενάγοντες είχαν προσφέρει εργασία και υλικά κατά την εκτέλεση των προαναφερθέντων έργων, έργα τα οποία καλύπτονταν από τις διατάξεις του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου του 1973 (Ν.97/73), όπως αυτός ο Νόμος ίσχυε τότε. Τα έργα Α, Β και Γ, ενόψει της αξίας τους, μπορούσαν να αναληφθούν από τους εφεσίβλητους. Όχι όμως, όλα, και από τους εφεσείοντες. Οι τελευταίοι, ως εργολήπτες «Δ» τάξης θα μπορούσαν να αναλάβουν μόνο την εκτέλεση του έργου Γ.

[*508]Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία του διευθυντή των εφεσιβλήτων, κατέληξε πως προέκυπτε προσχεδιασμός για την υποβολή προσφορών από τους εφεσίβλητους, ως αδειούχους, και σε περίπτωση επιτυχίας τους για ανάληψη της εκτέλεσης όλων των έργων από την εφεσείουσα. Αυτό και τελικά έγινε. Δεν αναλήφθηκε τμηματική εκτέλεση εργασιών αλλά εκτέλεση του συνόλου των έργων, ο διευθυντής των εφεσειόντων είχε διοριστεί ως αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων, έναντι των «εργοδοτών» και τρίτων. Τα ποσά που θα καταβάλλονταν από τους «εργοδότες» προς τους εφεσίβλητους, θα κατέληγαν στους εφεσείοντες, με την εξαίρεση ποσοστού 5% το οποίο και οι ίδιοι οι εφεσείοντες είχαν χαρακτηρίσει ως προμήθεια. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως δεν παρεχόταν δυνατότητα επιδίκασης οποιουδήποτε ποσού σε σχέση με τα δύο έργα, το Α και το Β. Απέρριψε, όμως, την αγωγή και σε σχέση με το έργο Γ επειδή, όπως έκρινε, δεν ήταν δυνατός ο διαχωρισμός ώστε να διαπιστωθεί αν και ποιο ποσό απέμενε ως οφειλόμενο γι’ αυτό.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας τη θέση πως η συμφωνία που συνάφθηκε, στη βάση της οποίας πρόσφεραν εργασία και υλικά, δεν ήταν παράνομη.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Δεν προσβάλλεται η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως οι εφεσείοντες είχαν αναλάβει την εκτέλεση του συνόλου των έργων και όχι εργασιών τμηματικά. Ελλείπει, συνεπώς, το πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο οι εφεσείοντες στηρίχθηκαν. Εκτός αυτού δεν θα ήταν νόμιμο να ανατεθεί και να αναληφθεί εκείνο που απαγορεύεται, εφόσον θα παρεμβαλλόταν διευθέτηση όπως η συμφωνηθείσα. Άλλη προσέγγιση, θα διάνοιγε τη δυνατότητα πλήρους καταστρατήγησης του Νόμου, κατά το δοκούν.

2. Δεν υπήρχαν δεδομένα που να επέτρεπαν το διαχωρισμό του ποσού για το έργο Γ για το οποίο, ενόψει της μικρότερης αξίας του, δεν υπήρχε πρόβλημα παρανομίας.

3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια επί του θέματος ως επιδίκασης εξόδων, όταν δεν επεδίκασε έξοδα υπέρ των εφεσειόντων με την απόρριψη της αξίωσής τους και την απόρριψη της ανταπαίτησης των εφεσιβλήτων, ενόψει της κοινής εμπλοκής των διαδίκων στη σύναψη της παράνομης συμφωνίας.

Η έφεση απορρίφθηκε με €1.500     έξοδα, πλέον Φ.Π.Α..

[*509]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ευχρίσω Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ v. Θεμιστοκλέους (2008) 1 Α.Α.Δ. 456,

Minerva Fin. & Inv. Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2173,

Μουζούρης v. Αχιλλέως κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 758,

Flecha Contructing Ltd v. M.C. Michael Dev. Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 263.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπαρίνος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 14722/98), ημερομ. 12.1.2007.

Ι. Παπαζαχαρίας, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Κινάνης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Δημόσιος διαγωνισμός για τη λιμνοδεξαμενή Στατού - Αγίου Φωτίου (στο εξής έργο Α), τα αντιπλημμυρικά έργα στο δρόμο Π. Χρυσοχούς - Πωμού (Αγία Μαρίνα) (στο εξής έργο Β) και το αποχετευτικό σύστημα του χωριού Χολέτρια Πάφου (στο εξής έργο Γ), κατακυρώθηκε υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγομένων.

Οι διάδικοι συνήψαν σύμβαση σε σχέση με την εκτέλεση αυτών των έργων και οι εφεσείοντες-ενάγοντες διεκδίκησαν ποσά τα οποία, κατά τον ισχυρισμό τους, απέμειναν ως οφειλόμενα.

Οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν το βάσιμο των ισχυρισμών ως προς την ουσία, προβάλλοντας και ανταπαίτηση, την οποία όμως στο τέλος απέσυραν. Παράλληλα υποστήριξαν πως η συμφωνία που συνάφθηκε ήταν παράνομη και πως δεν παρεχόταν δυνατότητα δικαστικής διεκδίκησης οποιουδήποτε ποσού.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε πως, πράγματι, στη βάση της εισήγησης των εφεσιβλήτων, δεν παρεχόταν δυνατότητα επι[*510]δίκασης οποιουδήποτε ποσού σε σχέση με τα δυο έργα, το Α και το Β. Απέρριψε, όμως, την αγωγή και σε σχέση με το έργο Γ επειδή, όπως έκρινε, δεν ήταν δυνατός ο διαχωρισμός ώστε να διαπιστωθεί αν και ποιο ποσό απέμενε ως οφειλόμενο γι’ αυτό.

Οι εφεσείοντες άσκησαν την παρούσα έφεση στην οποία περιέλαβαν ισχυρισμούς αναφορικά με την ουσία (λόγος έφεσης 4) αλλά, βεβαίως, θα προκύπτει θέμα συναφώς, μόνο αν επιτύχουν σε σχέση με το λόγο έφεσης αναφορικά με το ζήτημα της παρανομίας (λόγος έφεσης 1). Η θέση τους ήταν πως η συμφωνία που συνάφθηκε, στη βάση της οποίας πρόσφεραν εργασία και υλικά, δεν ήταν παράνομη και ευθέως διευκρίνησαν κατά την ακρόαση πως αποτυχία τους επ’ αυτού θα πρέπει να οδηγήσει στην απόρριψη της έφεσης. Από αυτό συνάγεται εγκατάλειψη του λόγου έφεσης 2 σύμφωνα με τον οποίο και παράνομη να ήταν η συμφωνία θα έπρεπε να είχε επιδικαστεί το όποιο διαπιστούμενο ως οφειλόμενο ποσό στη βάση των αρχών για αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ορθώς, όπως κρίνουμε (βλ. Ευχρίσω Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ v. Κώστα Θεμιστοκλέους (2008) 1 Α.Α.Δ. 456 και Minerva Fin. & Inv. Ltd. v. Γεωργιάδη (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2173).

Τα έργα καλύπτονταν από τις διατάξεις του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου του 1973 (Ν. 97/73), όπως αυτός ίσχυε τότε. Στη βάση τους, ενόψει της αξίας τους, (έργο Α £354.039,70 πλέον £28.323,18 Φ.Π.Α., έργο Β £259.482 πλέον £20.758,56 Φ.Π.Α., και έργο Γ £87.567,80 περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α.) μπορούσαν να αναληφθούν από τους εφεσίβλητους. Όχι όμως, όλα, και από τους εφεσείοντες. Αυτοί, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν εργολήπτες «Δ» τάξης, που θα μπορούσαν να αναλάβουν την εκτέλεση έργων συνολικής αξίας £120.000. Εν προκειμένω μόνο του έργου Γ. Επομένως, η ανάθεση σ’ αυτούς και η ανάληψη από αυτούς της εκτέλεσης των άλλων έργων θα ήταν παράνομη και θα απέκλειε τη δυνατότητα διεκδικήσεων σε σχέση με συμφωνία τέτοιου περιεχομένου.  Αυτά, όπως τα επιβεβαιώνει και η νομολογία στην οποία τα μέρη αναφέρθηκαν (βλ. Μουζούρης v. Αχιλλέως κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 758, Flecha Contructing Ltd v. Μ.C. Michael Dev. Ltd (2003) 1 A.A.Δ. 263), είναι παραδεκτά. Ό,τι αμφισβητείται από τους εφεσείοντες (λόγος έφεσης 1) είναι η φύση της συμφωνίας που συνάφθηκε και, συνακολούθως, ο πραγματικός ρόλος τους σε σχέση με την εκτέλεση των έργων. Yποστηρίζουν πως είχαν μόνο τμηματικά, ως υπεργολάβοι, αναλάβει την εκτέλεση έργων από τα ανατεθέντα στους εφεσίβλητους, στο πλαίσιο της δικής τους συμφωνίας, ως εργολάβων, με τους «εργοδότες». Επομένως, κατά την εισήγησή τους, δεν μπορούσε η συμφω[*511]νία και όσα αυτή συνεπαγόταν να θεωρηθεί ότι καλυπτόταν από τις απαγορευτικές διατάξεις του Νόμου. Δεν ήταν «εργολήπτες» με την έννοια του Νόμου αφού αυτός ο όρος θα πρέπει να θεωρηθεί ότι «αφορά το πρόσωπο που προσφοροδοτεί προς τον ιδιοκτήτη του έργου ή προς άλλο πρόσωπο που δεν είναι αδειούχος εργολάβος και διαφέρει από την ερμηνεία του όρου “υπεργολάβος”, ο οποίος συμβάλλεται με τον εργολήπτη και δεν υπέχει ευθύνη έναντι του ιδιοκτήτη». Oι προσφορές για τα τρία έργα κατακυρώθηκαν υπέρ των εφεσιβλήτων, ως καθόλα αδειούχων και οι ίδιοι θα πληρώνονταν ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών στη βάση διατακτικών από τους εφεσίβλητους οι οποίοι και επέβλεπαν με μηχανικούς τις εργασίες. Οι εφεσίβλητοι, ολοκλήρωσαν τα έργα, για τα οποία συνεργάστηκαν και άλλοι υπεργολάβοι και προμηθευτές υλικών, τα οποία, τελικά παραδόθηκαν. Σημειώνουμε εδώ πως, σε κάποιο στάδιο, ενόψει διαφορών, οι εφεσείοντες είχαν εγκαταλείψει τα δυο έργα. Αν, όπως υποστηρίζουν, «γίνει αποδεκτή η ερμηνεία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα σημαίνει πως κανένας αδειούχος εργολάβος στην Κύπρο στην οικοδομική βιομηχανία δεν θα δικαιούται να αναθέτει σε οποιοδήποτε υπεργολάβο εργασίες, εκτός αν και ο υπεργολάβος είναι αδειούχος, όπως κτίστες, υδραυλικοί, υπεργολάβοι καλουπιών και άλλοι.»

Αυτές οι θέσεις, όπως ορθά εισηγούνται οι εφεσίβλητοι, δεν μπορούν να γίνουν δεχτές. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων ήταν αβάσιμοι. Η αντιγνωμία συναφώς διερχόταν μέσα από την προφορική μαρτυρία των διευθυντών των διαδίκων και το Πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε ειδικά την κρίση του πως την αλήθεια την κατέθεσε ο διευθυντής των εφεσιβλήτων και όχι ο διευθυντής των εφεσειόντων, τη μαρτυρία του οποίου και απέρριψε. Σ’ αυτή τη βάση, προέκυπτε κατ’ αρχάς, πως υπήρχε προσχεδιασμός. Ακριβώς επειδή οι εφεσείοντες δεν εδικαιούντο να αναλάβουν έργα τέτοιας αξίας συμφωνήθηκε να υποβάλουν τις προσφορές οι εφεσίβλητοι, ως αδειούχοι, και σε περίπτωση επιτυχίας τους να αναλάβει την εκτέλεση όλων των έργων, στο σύνολό τους, η εφεσείουσα. Όπως και έγινε τελικά. Δεν αναλήφθηκε τμηματική εκτέλεση εργασιών αλλά εκτέλεση του συνόλου, μάλιστα, με το διευθυντή των εφεσειόντων να είχε διοριστεί ως αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων, έναντι των «εργοδοτών» και τρίτων. Εξ ου και, στο πλαίσιο της συμφωνίας που οι διάδικοι συνήψαν, τα ποσά που θα καταβάλλονταν από τους «εργοδότες» προς τους εφεσίβλητους, θα κατέληγαν στους εφεσείοντες, με την εξαίρεση ποσοστού 5% το οποίο και οι ίδιοι οι εφεσείοντες χαρακτήρισαν ως «προμήθεια». Ενώ, παράλληλα, με επιστολή τους, ακριβώς αναφέρονταν σε «συμφωνία που έχουμε κάμει για την εκτέ[*512]λεση των συμβολαίων Χολέτρια, Στατός, Αγία Μαρίνα …». Και, περαιτέρω, ενόψει και συμφωνίας των εφεσειόντων με τρίτο για την εκτέλεση εργασιών ύψους £208.400 από το σύνολο των £354.039 που αφορούσε στο έργο Α. Αυτά τα κρίσιμα από την αιτιολόγηση της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης. Ιδιαίτερα δεν προσβάλλονται οι εκτιμήσεις σε σχέση με την αξιοπιστία και, πάντως, δεν έχει αναφερθεί και οτιδήποτε σε σχέση με τις ιδιαίτερες επισημάνσεις στη βάση των οποίων το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως οι εφεσείοντες είχαν αναλάβει την εκτέλεση του συνόλου των έργων και όχι εργασιών τμηματικά.  Ελλείπει, συνεπώς, το πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο οι εφεσείοντες στηρίχτηκαν και, ασφαλώς, δεν μπορούμε να δεχτούμε πως στο πλαίσιο των νομοθετικών διατάξεων θα ήταν νόμιμο να ανατεθεί και να αναληφθεί εκείνο που απαγορεύεται, εφόσον θα παρεμβαλλόταν διευθέτηση όπως η συμφωνηθείσα. Άλλη προσέγγιση, όπως εύκολα μπορεί να γίνει κατανοητό, θα διάνοιγε τη δυνατότητα πλήρους καταστρατήγησης του Νόμου, κατά το δοκούν.

Αβάσιμος είναι και ο λόγος έφεσης 3 σε σχέση με το έργο Γ για το οποίο, όπως σημειώσαμε, ενόψει της μικρότερης αξίας του, δεν υπήρχε πρόβλημα παρανομίας. Οι εφεσείοντες θεωρούν πως υπήρχαν δεδομένα που επέτρεπαν το διαχωρισμό του και απόδοση οφειλόμενου ποσού. Αυτό, όπως εξηγούν, θα έπρεπε να συνίσταται από το άθροισμα των πρόσθετων £1.836,16 που οι εφεσίβλητοι εισέπραξαν από τους «εργοδότες» και που δεν τους καταβλήθηκαν και των £2.189,20 που αποκόπηκε από τους εφεσίβλητους για κακότεχνη εργασία ενώ την ανταπαίτησή τους την απέσυραν. Αυτά, όμως, δεν είναι δυνατό να συναρτηθούν προς τους λόγους για τους οποίους το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν δυνατό να γίνει διαχωρισμός. Αυτή η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε στη βάση της τον τρόπο με τον οποίο  επέλεξε η ενάγουσα να δικογραφήσει την υπόθεση και αξίωσή της και, ακόμα, την προσφερθείσα μαρτυρία «συνολικά και επί των τριών έργων». Ήταν γι’ αυτούς τους λόγους που δεν ήταν δυνατό «να διαφανεί κατά πόσο η ενάγουσα δικαιούται σε οιονδήποτε ποσό» και επ’ αυτών οι εφεσείοντες δεν έχουν αναφέρει οτιδήποτε. Σημειώνουμε πως με την έκθεση απαίτησης αξιώθηκε συνολικό ποσό για όλα τα έργα και πως, κατά τον προσδιορισμό με παραδεκτά γεγονότα του ποσού που οι εφεσίβλητοι εισέπραξαν δεν περιλαμβανόταν και αναφορά σε ποσά που οι εφεσείοντες, με τη σειρά τους, εισέπραξαν ειδικά γι’ αυτό το έργο ώστε να ήταν δυνατό, χωρίς άλλα, η εξαγωγή συγκεκριμένου υπολοίπου, γι’ αυτό. Αλλά και επί των δικών του όρων ο ισχυρισμός έχει αδυναμίες. Το ποσό των £1.836,16 περιγράφεται ως πρόσθετο στο τελικό πιστοποιητικό [*513]αλλά είχε δηλωθεί ως παραδεχτό γεγονός ότι όσα εισέπραξαν συναφώς οι εφεσίβλητοι, δηλαδή το ποσό των £87.241,76 τα εισέπραξαν με βάση ακριβώς το τελικό πιστοποιητικό. Σε σχέση δε με τις £2.189,20, κατά τις διαπιστώσεις που προέκυπταν από την αποδοχή της μαρτυρίας του διευθυντή των εφεσιβλήτων, στο πλαίσιο της συμφωνίας, η αμοιβή των εφεσιβλήτων θα μειωνόταν ακριβώς κατά το ποσό που οι «εργοδότες» θα απέκοπταν για ελαττωματική εργασία ή καθυστέρηση και περιλαμβάνεται στα παραδεκτά γεγονότα πως, πράγματι, οι «εργοδότες» απέκοψαν αυτό το ποσό για ελαττωματική εργασία.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, τον πέμπτο, οι εφεσείοντες παραπονούνται για τον τρόπο με τον οποίο το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία ως προς τα έξοδα.  Θεωρούν πως αφού η ανταπαίτηση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε θα έπρεπε κατά τον κανόνα πως τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, να είχαν επιδικαστεί υπέρ τους τα έξοδά της. Και σ’ αυτή όμως την περίπτωση παραγνωρίζοντας το κρίσιμο από την πρωτόδικη απόφαση. Είχε απορριφθεί η αξίωσή τους αλλά το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν θα έπρεπε να επιδικάσει έξοδα είτε επ’ αυτής είτε επί της ανταπαίτησης σε σχέση μάλιστα με την οποία δεν ζητήθηκαν, ενόψει της κοινής εμπλοκής των διαδίκων στη σύναψη παράνομης συμφωνίας.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α..

Η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α..

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο