Εμπεδοκλής Ευάγγελος και Άλλοι (Αρ. 3) (2009) 1 ΑΑΔ 529

(2009) 1 ΑΑΔ 529

[*529]12 Μαΐου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 32/2009)

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 4

ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΕΜΠΕΔΟΚΛΗ (AP. 3)

ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ

CERTIORARI KAIH PROHIBITION

ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΡ. 22/2008

ΠΟΥ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΤΗΝ 03/12/2008

ΚΑΙ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΝ 26/11/2008

ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ

ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΩΝ Η.Π.Α.

ΓΙΑ ΛΗΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΤ’ ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΗΨΗ

ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΛΛΟΔΑΠΗ

ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

(ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΑΡ. 67/1982).

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 33/2009)

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 4

ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

[*530]ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ

LLOYDS TSB BANK PLC (AP. 3)

ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ/΄Η PROHIBITION ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ

ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΑΡ. 22/2008 ΠΟΥ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΟ ΕΜΠΕΔΟΚΛΗ ΤΗΝ 03/12/2008

ΚΑΙ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΝ 26/11/2008

ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ

ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΩΝ Η.Π.Α.

ΓΙΑ ΛΗΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟ ΕΜΠΕΔΟΚΛΗ ΚΑΤ’ ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΗΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΛΛΟΔΑΠΗ

ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

(ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΑΡ. 67/1982).

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 32/2009, 33/2009)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης εκκρεμούσης εφέσεως ― Δ.35, θ.θ.18 και 19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Η εξουσία αναστολής εκτέλεσης απόφασης ασκείται πάντοτε με φειδώ ώστε να μην οδηγεί σε εξουδετέρωση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης ή άλλου διατάγματος του Δικαστηρίου που σχετίζεται με την υπόθεση ― Το Δικαστήριο έχει καθήκον να εξισορροπήσει αφενός τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος εφέσεως και αφετέρου την ανάγκη ο επιτυχών διάδικος να δρέψει άμεσα τους καρπούς της επιτυχίας του ― Κατά πόσο η Δ.35, θ.18 είχε δυνατότητα εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση όπου ο αιτητής επεδίωξε να επιτύχει αναστολή εκτέλεσης διατάγματος Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο δεν εφεσιβλήθηκε αλλά επιδιώχθηκε η ακύρωσή του με certiorari, εκκρεμούσης της εκδίκασης εφέσεως κατά της απορριπτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου για παραχώρηση άδειας  ― Κατά πόσο ο αιτητής είχε δυνατότητα εξασφάλισης αναστολής κατ’ επίκληση της συμφυούς εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

[*531]Προνομιακά εντάλματα ― Έφεση ― Έφεση εναντίον απόφασης για μη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος ― Κατά πόσο υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής της Δ.35, θ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ώστε να εξασφαλισθεί η αναστολή της διαδικασίας.

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Ακολουθητέα διαδικασία εκδόσεώς τους ― Είναι ανάλογη με εκείνη που εφαρμοζόταν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αγγλία κατά το χρόνο εφαρμογής του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήτοι, οι Παλαιοί Θεσμοί του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας.

Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία διορίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως εξεταστής για τη λήψη μαρτυρίας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του περί Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Μαρτυρία) Νόμου Κεφ. 12, από τον Ευάγγελο Εμπεδοκλή (εφεξής ο «αιτητής») σε σχέση με ποινικές διώξεις στις Η.Π.Α. και ενδεχομένων άλλων στην Ελβετία, εξέδωσε διάταγμα τιτλοφορούμενο λανθασμένα ως «ρηματική διακοίνωση» (η ορολογία που χρησιμοποιείται στη σχετική Σύμβαση είναι «παράκληση» - «letters of request»), καλώντας τον αιτητή να παρουσιαστεί ενώπιόν της για τα περαιτέρω, επιδίδοντας ταυτόχρονα και ερωτηματολόγιο. Τα ερωτήματα προφανώς σχετίζονται με την όλη εμπλοκή ή γνώση του αιτητή σε θέματα τραπεζικών εργασιών, συναλλαγών και διαδικασιών που άπτονται της διερεύνησης από το Aremis Soft Corporation Liquidating Trust τυχόν ξεπλύματος χρήματος και πιθανών ποινικών δραστηριοτήτων του Λυκούργου Κυπριανού και την ανάμειξη της Lloyd’s Bank, στην οποία εργοδοτείτο ο αιτητής, με στόχο τη συλλογή μαρτυρίας σε σχέση με αγωγή που εκκρεμεί στις Η.Π.Α. προς εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων που διασπάθισε, κατ’ ισχυρισμόν, ο Λυκούργος Κυπριανού.

Ο αιτητής καταχώρησε ανεπιτυχώς δύο αιτήσεις για άδεια καταχώρησης αιτήσεων για certiorari και prohibition με σκοπό την ακύρωση της παράκλησης για διάφορους λόγους που αφορούν, μεταξύ άλλων, σε προφανές νομικό σφάλμα στο φάκελο της διαδικασίας και έκδοση της παράκλησης κατά παράβαση της Σύμβασης δια την Λήψιν Μαρτυρικής Αποδείξεως εν τη Αλλοδαπή εις Αστικάς και Εμπορικάς Υποθέσεις (Κυρωτικός) Νόμος αρ. 67/82 (εφεξής «η Σύμβαση»), γνωστής ως Σύμβαση της Χάγης.

Στη συνέχεια ο αιτητής καταχώρησε τις παρούσες Πολιτικές Εφέ[*532]σεις υπ’ αρ. 32/09 και 33/09, και την ίδια μέρα καταχωρήθηκαν ενώπιον του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο οποίος απέρριψε τις αιτήσεις για άδεια, μονομερείς αιτήσεις για αναστολή της διαδικασίας της παράκλησης ενώπιον της εξεταστού μέχρι την εκδίκαση των εφέσεων. Οι αιτήσεις βασίστηκαν στη Δ.35, θ.θ.18 και 19, στη Δ.48, στους Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας του 1883, Ο. 59 και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Οι εν λόγω μονομερείς αιτήσεις απορρίφθηκαν με ex-tempore απόφαση, με επίκληση των λεχθέντων στην υπόθεση Christophi v. Iacovidou (1985) 1 C.L.R. 713, αλλά και επειδή δεν διαπιστώθηκαν παρατυπίες στην διαδικασία για έκδοση της παράκλησης, ενώ, εν πάση περιπτώσει η Σύμβαση παρείχε προστατευτικές δικλείδες στον αιτητή.

Οι αιτητές καταχώρησαν στη συνέχεια τις επίδικες αιτήσεις με βάση τη Δ.35, θ.θ. 18 και 19 και τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, επιδιώκοντας και πάλι την αναστολή της διαδικασίας της παράκλησης στα πλαίσια των εκκρεμουσών εφέσεων.

Οι δύο επίδικες αιτήσεις προχώρησαν και ακούστηκαν μαζί. Οι συνήγοροι τόσο του αιτητή όσο και της τράπεζας πρόβαλαν κοινές θέσεις. Αναφέρθηκαν στη δυνατότητα χρήσης της προαναφερθείσας δικονομικής πρόνοιας σε διϊστάμενες πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια εξέτασης έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων.

Αποφασίστηκε ότι:

  (i)   Οι θ.θ. 18 και 19 της Δ.35 δεν τυγχάνουν εφαρμογής στις περιπτώσεις εφέσεων από αποφάσεις του ιδίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την ενάσκηση της προνομιακής του διαδικασίας. Η εν λόγω διαδικασία δεν έχει καμία σχέση με τους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς.

 (ii)   Η ακολουθούμενη διαδικασία για την έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων, ενόψει της μη έκδοσης ειδικών κανονισμών από το Ανώτατο Δικαστήριο, είναι η διαδικασία που ακουλουθείτο στην Αγγλία αμέσως πριν την ανεξαρτησία και που ενσωματωνόταν στο Ο.53, r.r. 3 - 8. Στην Αγγλία το Ο.53, r. 12, προνοεί ότι δεν χωρεί έφεση από διάταγμα Δικαστή κάτω από τις προηγούμενες διατάξεις του Ο.53, υπό την επιφύλαξη των προνοούμενων στο Άρθρο 31(3) του Administration of Justice Act 1938.

(iii)   Η εξουσία αναστολής εκτέλεσης ασκείται πάντοτε με φειδώ ώστε να μην οδηγεί σε εξουδετέρωση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης ή άλλου διατάγματος του Δικαστηρίου που σχετίζεται με την υπόθεση. [*533]Όπως κρίθηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις, ο λόγος της υπόθεσης Christophi v. Iacovidou (1985) 1 C.L.R. 713, η οποία ήταν μεταξύ των υποθέσεων που επικαλέστηκαν οι αιτητές, ήταν ορθός και εφαρμόσιμος σε περιπτώσεις όπου η ίδια η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου δεν κείται υπό έφεση. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση εκείνη από τον Πική, Δ., η Δ.35, θ.18, περιορίζεται σε αποφάσεις οι οποίες τελούν υπό έφεση ενώ το σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν είχε εφεσιβληθεί. Εκείνο που εφεσιβλήθηκε ήταν η απορριπτική απόφαση του ιδίου του Δικαστή να ακυρώσει με Certiorari το διάταγμα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων.

(iv)   Το σκεπτικό της προαναφερθείσας απόφασης ισχύει ακριβώς και για τις επίδικες αιτήσεις. Οι συνήγοροι δήλωσαν ότι δεν εφεσίβαλαν την έκδοση και επίδοση της παράκλησης από την εξεταστή ούτε και χρησιμοποίησαν την Δ.48, θ.8(4) προς ακύρωση της πράξης έκδοσης της παράκλησης και μετέπειτα τον μηχανισμό της έφεσης. Εφέσεις καταχωρήθηκαν, όπως και στην Christophi v. Iacovidou (ανωτέρω), εναντίον της απόφασης για τη μη χορήγηση άδειας καταχώρησης αιτήσεων για certiorari και prohibition, οι οποίες με το δηλωθέν αντικείμενό τους δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε επίπτωση στη διαδικασία ενώπιον της εξεταστού. Συνεπώς, δεν εγείρεται ζήτημα εφαρμογής της Δ.35, θ.18, εφόσον δεν υπάρχει έφεση από το διάταγμα της εξεταστού, ακόμα και αν παραγνωρίζετο ο μείζων λόγος για τη μη εφαρμογή, εν πάση περιπτώσει, της Δ.35, θ.18, στην προνομιακή διαδικασία που χρησιμοποίησαν οι συνήγοροι.

(v) Η σκέψη της Christophi v. Iacovidou (ανωτέρω) και των αποφάσεων που την ακολούθησαν, ότι η Δ.35, θ.18 δεν έχει εφαρμογή, είναι ορθή. Ορθή είναι επίσης και η σκέψη ότι είναι διαφορετική η εμβέλεια της έφεσης από την απορριπτική απόφαση για παραχώρηση άδειας από την εμβέλεια έφεσης εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η δε τυχόν αναστολή της απορριπτικής απόφασης για παραχώρηση άδειας, που εν πάση περιπτώσει είναι μια αρνητική απόφαση, δεν μπορεί να έχει επιπτώσεις στην εκτελεστότητα  του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το όλο θέμα πρέπει να προσεγγίζεται με φειδώ, εφόσον αναστολή της άρνησης, οδηγεί στην ουσία σε αντινομικό αποτέλεσμα, ανατρέποντας εκείνο το οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο στην προνομιακή του δικαιοδοσία και ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, δεν θεώρησε ορθό να επιτρέψει. Δεν μπορεί επομένως το αρνητικό να μετατραπεί με τον τρόπο αυτό σε θετικό.

(vi)   Δεν θα ήταν δυνατόν να παρέχεται συνέχεια η ευχέρεια και βεβαίως [*534]η ευκαιρία, προώθησης αιτημάτων για αναστολή. Είχε χορηγηθεί αναστολή της διαδικασίας ενώπιον της εξεταστού, προφανώς για να ελεγχθεί η νομιμότητα της ενέργειάς της να εκδώσει την παρακλητική. Μετά, όμως, με την απόρριψη της αίτησης για άδεια, η επιδιωχθείσα αναστολή δεν είχε πια υποστηρικτικό πλαίσιο και ορθά ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ex tempore απόφασή του διαπίστωσε αντινομικότητα στο εγχείρημα ενόψει του αποτελέσματος των αιτήσεων για άδεια, εφόσον δεν διαπίστωσε παρατυπία στη διαδικασία έκδοσης της παράκλησης.

      Η ex-tempore απορριπτική απόφαση προς αναστολή δεν εφεσιβλήθηκε. Επομένως η εκ νέου προσπάθεια για παροχή αναστολής από την παρούσα Ολομέλεια, εντός του πλαισίου εκδίκασης των εφέσεων, συνιστά διαδικασία καταχρηστική των δικαιωμάτων των αιτητών. Σαφώς η Δ.35, θ.18, δεν καλύπτει τη διαδικασία εφέσεως από απορριπτική απόφαση για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων. Από την άλλη, η Δ.35, θ.19 δεν έχει δυνατότητα εφαρμογής για τους ακόλουθους δύο συναφείς λόγους: (i) εφόσον δεν εφαρμόζεται ο θ.18, δεν υπάρχει έδαφος για χρήση και του θ.19, (ii) το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «Court below», στο οποίο μπορεί να απευθυνθεί αίτηση για αναστολή, για να ακολουθήσει παρόμοια αίτηση στο «Court of Appeal». Όπως και στους αντίστοιχους Αγγλικούς Θεσμούς, οι οποίοι ισχύουν στην Κύπρο, δεν διαφυλάσσεται καν δικαίωμα έφεσης από απόρριψη αιτήσεως για certiorari, εκτός σε θέμα πρακτικής και διαδικασίας, (όπως διαγνώσθηκε και στη Christophi v. Iacovidou (ανωτέρω).

(vii)   Η συμφυής εξουσία του Δικαστηρίου, θα ήταν αδιανόητο να επεκταθεί, για να ανασταλεί η διαδικασία άλλου Δικαστηρίου. Επιπλέον, η συμφυής εξουσία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ad libitum για να δημιουργεί, στην απουσία σχετικών δικονομικών κανονισμών, μηχανισμούς για να δώσει διέξοδο στο ζητούμενο.

(viii)   Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει ακόμη οποιαδήποτε τελεσίδικη απόφαση από την εξεταστή - η οποία έχει στην ουσία καθήκον να λάβει τη μαρτυρία δυνάμει της Σύμβασης - τους καρπούς της οποίας θα δρέψει ο διάδικος. Επομένως η νομολογία για την εξισορρόπηση αφενός της διασφάλισης της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος εφέσεως και αφετέρου της ανάγκης ο νικητής της δίκης να δρέψει άμεσα τους καρπούς της επιτυχίας του δεν έχει καμία εφαρμογή στα επίδικα γεγονότα. Εδώ δεν υπάρχει καν διάδικος, πόσο μάλλον επιτυχών διάδικος.

[*535]  (ix)    Η ταυτόχρονη προώθηση δύο παράλληλων διαδικασιών, ήτοι, οι επίδικες εφέσεις και η Πολιτική Έφεση Αρ. 402/08, με την οποία εφεσιβλήθηκε η απόφαση της Ε. Παπαδοπούλου, Δ., να εκδώσει το διάταγμα προς την εξεταστή, οι οποίες, εάν επιτύχουν θα έχουν το αυτό αποτέλεσμα, δηλαδή, την ακύρωση της ενώπιον της εξεταστού διαδικασίας, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και καθιστά τις αιτήσεις απορριπτέες και για τον λόγο αυτό. Σημειωτέον δε ότι η ύπαρξη της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 402/08, αναδύθηκε ως αποτέλεσμα ερωτήσεων της παρούσας Ολομέλειας προς τους συνηγόρους.

Το Άρθρο 9 της Σύμβασης επιβάλλει την ταχεία εκτέλεση της Παράκλησης. Η πορεία που όμως οι αιτητές ακολουθούν δεν συντείνει στην ομαλή και ταχεία διεκπεραίωση της Παράκλησης.

Οι αιτήσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Θαλασσινός (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 290,

Χριστοδουλίδης (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 225,

Siberia Airlines κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1501,

Andreas Panou Lanitis Ltd (1983) 1 C.L.R. 809,

Α.Μ. του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 551,

The Governor and the Company of the Bank of Scotland v. S.S. Sapphire Seas (2001) 1 A.A.Δ. 955,

Λοΐζου κ.ά. v. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Δερύνειας (2009) 1 Α.Α.Δ. 279,

Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235,

Χαραλάμπους v. Α. Panayides Contracting Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 1978,

Ηλία (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786,

Διευθυντής των Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217.

[*536]Αιτήσεις.

Αιτήσεις από τους αιτητές, ημερ. 17/2/09 για αναστολή της διαδικασίας της παράκλησης ενώπιον της εξεταστού μέχρι την εκδίκαση των εκκρεμουσών εφέσεων.

Α. Χαβιαράς, για τους Αιτητές στην Πολιτική Έφεση Αρ. 32/2009.

Δ. Θεοδώρου, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως amicus curiae και για τις δύο Πολιτικές Εφέσεις.

Δ. Αραούζος, για τους Αιτητές στην Πολιτική Έφεση Αρ. 33/2009.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Μετά από αίτημα των αρμοδίων αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για τη λήψη μαρτυρίας στην Κύπρο από τον Ευάγγελο Εμπεδοκλή σε σχέση με ποινικές διώξεις στις Η.Π.Α. και ενδεχομένων άλλων στην Ελβετία, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ενεργόν ως αρμόδια αρχή δυνάμει των διατάξεων της Σύμβασης διά την Λήψιν Μαρτυρικής Αποδείξεως εν τη Αλλοδαπή εις Αστικάς και Εμπορικάς Υποθέσεις (Κυρωτικός) Νόμος αρ. 67/82 (εφεξής «η Σύμβαση»), γνωστής ως Σύμβαση της Χάγης, διαβίβασε προς το Ανώτατο Δικαστήριο το σχετικό παρακλητικό. Μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Έντιμη Ε. Παπαδοπούλου, Δ., κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του περί Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Μαρτυρία) Νόμου Κεφ. 12, διέταξε στις 7.11.08 όπως ο Ευάγγελος Εμπεδοκλής (εφεξής «ο αιτητής»), παρουσιαστεί ενώπιον Επαρχιακής Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που διόρισε ως εξεταστή, για τη λήψη της σχετικής μαρτυρίας.

Στη συνέχεια, η εξεταστής έκδωσε στις 26.11.08 διάταγμα τιτλοφορούμενο λανθασμένα ως «ρηματική διακοίνωση», (όρος που παραπέμπει σε διπλωματικό έγγραφο, ενώ η ορολογία που χρησιμοποιείται στη Σύμβαση είναι «παράκληση»-«letters of request»), καλώντας τον αιτητή να παρουσιαστεί ενώπιόν της για τα περαιτέρω, επιδίδοντας ταυτόχρονα και ερωτηματολόγιο. Τα ερωτήματα προφανώς σχετίζονται με την όλη εμπλοκή ή γνώση του αιτητή σε θέματα τραπεζικών εργασιών, συναλλαγών και διαδικασιών που άπτονται της διερεύνησης από το Aremis Soft Corporation [*537]Liquidating Trust τυχόν ξεπλύματος χρήματος και πιθανών ποινικών δραστηριοτήτων του Λυκούργου Κυπριανού και την ανάμειξη της Lloyds TSB Bank στην οποία εργοδοτούμενος υπήρξε ο αιτητής. Προσπάθεια είναι η συλλογή μαρτυρίας σε σχέση με αγωγή που εκκρεμεί στις Η.Π.Α. προς εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων που διασπάθισε, κατ’ ισχυρισμόν, ο Λυκούργος Κυπριανού.

Ο αιτητής αντέδρασε με την καταχώρηση των Αιτήσεων υπ’ αρ. 97/08 και 98/08, για άδεια καταχώρησης αιτήσεων για certiorari και prohibition με σκοπό την ακύρωση της λεγόμενης «ρηματικής διακοίνωσης» (θα χρησιμοποιείται εφεξής η ορθή ορολογία «παράκληση»), για διάφορους λόγους που έχουν αναφορά σε προφανές νομικό σφάλμα στο φάκελο της διαδικασίας, έκδοσή της κατά παράβαση της Σύμβασης, ότι συμμόρφωση με την παράκληση θα παραβιάσει τον κανόνα του αποκλεισμού της αυτοενοχοποιητικής μαρτυρίας, ότι αποτελεί προσπάθεια αλίευσης μαρτυρίας, ενώ ταυτόχρονα, ότι αυτή έχει εξασφαλιστεί με διάφορες ψευδείς και άλλες παραπλανητικές παραστάσεις των ιθυνόντων της Aremis Soft Corporation Liquidating Trust.

Οι πιο πάνω αιτήσεις απορρίφθησαν στις 29.1.09, ακολούθησε δε στις 2.2.09, η καταχώρηση των παρουσών Πολιτικών Εφέσεων υπ’ αρ. 32/09 και 33/09. Την ίδια ημέρα καταχωρήθηκαν ενώπιον του Μέλους του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του Εντίμου Α. Κραμβή, Δ., που απέρριψε τις αιτήσεις για άδεια, μονομερείς αιτήσεις για αναστολή της διαδικασίας της παράκλησης ενώπιον της εξεταστού μέχρι την εκδίκαση των ως άνω εφέσεων. Οι αιτήσεις βασίστηκαν στη Δ.35, θ.θ.18 και 19, στη Δ.48, στους Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας του 1883, Ο. 59 και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

Με ex-tempore απόφαση του ο Κραμβής, Δ., απέρριψε τις αιτήσεις στις 12.2.09, με επίκληση των όσων λέχθηκαν στην υπόθεση Christophi v. Iacovidou (1985) 1 C.L.R. 713, αλλά και θεωρώντας ότι δεν ήταν κατάλληλη η περίπτωση για αναστολή της διαδικασίας ενώπιον της εξεταστού μέχρι την εκδίκαση των εφέσεων, ενόψει του ότι δεν είχε διαπιστώσει παρατυπίες στην διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση της παράκλησης ενώ, εν πάση περιπτώσει, η ίδια η Σύμβαση παρείχε ασφαλιστικές δικλείδες προστασίας του αιτητή, ο οποίος και θα είχε τη δυνατότητα να επικαλεσθεί όλα τα προνόμια που δικαιούτο.

Οι αιτητές επανήλθαν με την καταχώρηση των επίδικων αιτήσεων επιδιώκοντας, στα πλαίσια των εκκρεμουσών εφέσεων, και πάλι [*538]την αναστολή της διαδικασίας της παράκλησης. Κατά την πρωταρχική εξέταση των αιτημάτων αυτών, θεωρήθηκε ορθό όπως οι αιτήσεις επιδοθούν στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως amicus curiae, οι θέσεις του οποίου περιορίστηκαν μάλλον σε διαδικαστικά θέματα. Κατά την εξέλιξη της συζήτησης κατά την ακρόαση, ανέκυψαν τρία δεδομένα: πρώτον, ότι έχει καταχωρηθεί η υπ’ αρ. 402/08 έφεση εναντίον της διαταγής της Ε. Παπαδοπούλου, Δ., για διορισμό της εξεταστού, δεύτερο ότι δεν έχει υποβληθεί έφεση εναντίον της ex-tempore απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για αναστολή και τρίτο ότι δεν προωθήθηκε ενώπιον της εξεταστού αίτημα για αναστολή της εκεί διαδικασίας, ενόψει είτε των αιτημάτων για certiorari, είτε των εφέσεων.

Οι δύο επίδικες αιτήσεις προχώρησαν και ακούστηκαν μαζί ενόψει τόσον της κοινής επιδίωξης τους, όσο και της ίδιας νομικής θεμελίωσης. Υπάρχει ένα μόνο διαφοροποιητικό στοιχείο.  Ο αιτητής προωθεί την αίτηση για αναστολή ως άμεσα ενδιαφερόμενος, ενώ οι άλλοι αιτητές είναι η τράπεζα, στην εργοδοσία της οποίας ήταν ο αιτητής και η οποία δεν είναι διάδικος ή άμεσα ενδιαφερόμενη. Αυτό είχε και τη συνέπεια ότι μόνο ο αιτητής είχε δικαίωμα στην καταχώρηση της πιο πάνω έφεσης. Η θέση του ιδίου του αιτητή είναι προφανής. Επιδιώκει να μην καταθέσει ενώπιον της εξεταστού, ενώ η θέση της τράπεζας είναι παράλληλη, αλλά όχι βέβαια ταυτόσημη, στην επιδίωξη της να μην βρεθεί προ εκπλήξεως ή να εμπλακεί στην αποκάλυψη στοιχείων ή δεδομένων που πιθανόν ο αιτητής να φέρει στην επιφάνεια αν αναγκαστεί να απαντήσει στις ερωτήσεις.

Οι θέσεις αμφοτέρων των συνηγόρων, αιτητή και τράπεζας, είναι κοινές. Χρησιμοποιούν ως βάση των αιτήσεων τη Δ.35, θ.θ. 18 και 19 και τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Οι συνήγοροι αναφέρθησαν, ως προς τη δυνατότητα χρήσης της Δ.35, θ.θ. 18 και 19, σε διϊστάμενες πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια εξέτασης έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων. Αρχής γενομένης με την υπόθεση Christophi v. Iacovidou - πιο πάνω - ακολουθουμένης από την υπόθεση Γρηγόρης Θαλασσινός (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 290, την Κυριάκος Στεφάνου Χριστοδουλίδης (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 225 και αργότερα από την υπόθεση (α) Siberia Airlines (β) Mai & Lee Aviation & Tourism Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 1501, το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η Δ.35, θ. 18, για αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ή διαδικασίας άλλης από την ενώπιον του διαδικασία στα πλαίσια της προνομιακής του εξουσίας να εξετάσει την πιθανότητα χορήγησης άδειας για καταχώρηση αιτήματος για [*539]έκδοση ενταλμάτων προνομιακού τύπου.

Έναντι αυτών προβάλλει η διαφορετική άποψη των αποφάσεων Andreas Panou Lanitis Ltd (1983) 1 C.L.R. 809 και η Α.Μ. του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 551, όπου στην ουσία κρίθηκε ότι η έφεση επί απορριπτικής απόφασης προς παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για προνομιακά εντάλματα, αποτελεί ένα περαιτέρω βήμα στην όλη διαδικασία και επομένως η αναστολή της απορριπτικής απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης είναι αναγκαία και επιβεβλημένη ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος έφεσης, η οποία στην ουσία επεκτείνεται ώστε να προσβάλλεται η ίδια η απόφαση ή το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Το σκεπτικό των δύο τελευταίων αποφάσεων (το οποίο οι συνήγοροι θεωρούν ως την ορθή νομολογιακή γραμμή που πρέπει εφεξής να ακολουθείται), αποτελεί στην ουσία και το βάθρο επί του οποίου οι συνήγοροι οικοδομούν, επικαλούμενοι διαζευκτικά, τη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου. Η διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εισηγούνται, δεν είναι άσχετη με τη διαδικασία προνομιακής υφής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και επομένως είτε της παρούσας διαδικασίας θεωρουμένης ως συνέχειας ή παράλληλης της του Επαρχιακού Δικαστηρίου, είτε λογιζομένης ως αυτόνομης, ενυπάρχει συμφυής εξουσία προς διάσωση της όλης προσπάθειας απόδοσης, εν τέλει, αποτελεσματικότητας στην έφεση. Προς αυτό συνηγορεί, κατά την εισήγηση, η υπόθεση της Ολομέλειας στην The Governor and the Company of the Bank of Scotland v. S.S. Sapphire Seas (2001) 1 Α.Α.Δ. 955. Επικαλούνται επίσης, ως προς τη συμφυή εξουσία, τα όσα, θεωρούν, ότι παρέμειναν ανοικτά από το σκεπτικό της Christofi v. Iacovidou - πιο πάνω -, στο οποίο θα γίνει αναφορά στο κατάλληλο στάδιο.

Έχοντας με προσοχή εξετάσει τα επιχειρήματα και την όλη δομή των αιτήσεων, κρίνεται ότι αυτές είναι απορριπτέες για σειρά λόγων:

(i) Το ανεφάρμοστο της Δ.35, θ.θ. 18 και 19

Πρωτίστως είναι ορθό να καταγραφεί το αυτονόητο: ότι οι θ.θ. 18 και 19 της Δ.35 δεν θα μπορούσαν να είχαν, από οποιαδήποτε θεώρηση εφαρμογή στην υπό εκδίκαση διαδικασία. Αυτό, γιατί ο λόγος ύπαρξης τους έχει αναφορά μόνο σε εφέσεις από αποφάσεις ή διατάγματα κατωτέρων Δικαστηρίων και αυτό είναι σαφές και από το λεκτικό που χρησιμοποιείται, αλλά και από την όλη δομή της Δ.35. [*540]Δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις εφέσεων από αποφάσεις του ιδίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την ενάσκηση της προνομιακής διαδικασίας του. Η προνομιακή διαδικασία δεν έχει καμία σχέση με τους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς.

(ii) Η εφαρμοστέα διαδικασία και οι επιπτώσεις της

Το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με την παρ. 2 αυτού, προνοεί για πρώτο και δεύτερο βαθμό άσκησης της εξουσίας έκδοσης των προνομιακών ενταλμάτων. Στα αφορώντα όμως την ακολουθούμενη διαδικασία, ενόψει της μη έκδοσης ειδικών κανονισμών από το Ανώτατο Δικαστήριο και των προκατόχων του High Court και Supreme Court, πριν την ενοποίηση τους με τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο αρ. 33/64, υπάρχει συμπόρευση με την πρακτική που ακολουθείτο στην Αγγλία αμέσως πριν την ανεξαρτησία και που ενσωματωνόταν στο Ο. 53, rr. 3-8 (δέστε Annual Practice 1956 σελ. 1302 και Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα σελ. 40-41).

Ήταν η θέση των συνηγόρων ότι η απουσία σχετικών κανονισμών δημιουργεί προβλήματα σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Η έκδοση κανονισμών και στην Κύπρο, αναμφίβολα θα έθετε το όλο ζήτημα σε ευκρινέστερη βάση, αλλά παρατηρείται ότι στην απουσία τέτοιων κανονισμών δεν έχουν διαχρονικά δημιουργηθεί, ούτε αναφυεί από τη νομολογία οποιαδήποτε προβλήματα ουσίας. Η αναστολή εκτέλεσης απόφασης ή διατάγματος ενδιαμέσως της καταχώρησης και αποπεράτωσης έφεσης, ανήκε πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με προεξάρχουσα την αρχή, που είναι άλλωστε ενσωματωμένη και στη Δ.35, θ.18, ότι ο επιτυχών διάδικος δεν αποστερείται των καρπών της επιτυχίας του χωρίς αποχρώντα λόγο, η δε έφεση δεν επενεργεί ως αναστολή εκτέλεσης της υπό έφεσης απόφασης ή της εκεί διαδικασίας. Στην δε Αγγλία το Ο. 53, r. 12, προνοεί ότι δεν χωρεί έφεση από διάταγμα Δικαστή κάτω από τις προηγούμενες διατάξεις του Ο. 53, υπό την επιφύλαξη των προνοούμενων στο Άρθρο 31(3) του Administration of Justice Act 1938.

(iii) Ο τρόπος αντιμετώπισης αιτημάτων αναστολής

Η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης εκτός του ότι εμπίπτει πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ασκείται με φειδώ ώστε να μην εξουδετερώνεται η εφεσιβαλλόμενη απόφαση ή άλλο διάταγμα Δικαστηρίου που σχετίζεται με την υπόθεση. Είναι γι’ αυτό το λόγο που ο Νικήτας, Δ. στην Γρηγόρης Θαλασσινός (Αρ. 2) - πιο πάνω - αναφέρθηκε στο αντινομικό του εγχειρήματος να διατα[*541]χθεί αναστολή της εκκρεμούσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ποινικής υπόθεσης στη βάση της Δ.35, θ.θ. 18 και 19, μέχρι να γνωσθεί η ετυμηγορία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην έφεση που ασκήθηκε κατά της απόφασης του, με την οποία αρνήθηκε τη χορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης για certiorari και prohibition. Ανάφερε δε επί λέξει τα εξής:

«Εδώ ο αιτητής ουσιαστικά ζητά να παραγνωρισθεί η απορριπτική απόφαση και να ενεργήσω σαν να είχα δώσει άδεια. Θα ήταν πιστεύω αντινομικό. Όχι μόνο αυτό. Θα έπρεπε να προχωρήσει το δικαστήριο ένα ακόμη βήμα. Να διατάξει αναστολή της δίκης, θεραπεία που δυνατό να μην παρείχε και στην περίπτωση ακόμη που έκρινε πως υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για άδεια. (βλέπε Halsburys Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 11, παραγ. 130 σελ. 72, με τίτλο “Leave operating as stay of proceedings”.)»

Κρίθηκε επίσης στην πιο πάνω υπόθεση, καθώς και στην Κυριάκος Στεφάνου Χριστοδουλίδης (Αρ. 2) και στην υπόθεση (α) Siberia Airlines, (β) Mai & Lee Aviation & Tourism Ltd - πιο πάνω - ότι ο λόγος της Christophi v. Iacovidou - πιο πάνω - ήταν ορθός και εφαρμόσιμος σε περιπτώσεις όπου η ίδια η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου δεν κείται υπό έφεση. Όπως λέχθηκε εκεί από τον Πική, Δ., η Δ.35, θ. 18, περιορίζεται σε αποφάσεις οι οποίες είναι υπό έφεση ενώ το σχετικό Διάταγμα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, δεν είχε εφεσιβληθεί. Εκείνο που είχε εφεσιβληθεί ήταν η απορριπτική απόφαση του ιδίου του Δικαστή να ακυρώσει με certiorari το Διάταγμα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Όπως τέθηκε:

«The subject of the appeal is the refusal of this Court to quash by way of certiorari the aforesaid order of the Rent Control Court. Suspension of the enforcement of the judgment of this Court as such, dismissing applications for certiorari and prohibition, can have no effect on the enforceability of the orders of the Rent Control Court.»

(iv) Εφαρμογή στις επίδικες αιτήσεις

Το ίδιο σκεπτικό ισχύει ακριβώς και για τις επίδικες αιτήσεις. Όπως αναφέρθηκε και πριν, οι συνήγοροι ευθαρσώς δήλωσαν ότι δεν εφεσίβαλαν την έκδοση και επίδοση της παράκλησης από την εξεταστή. Παρόλον που, όπως διαφάνηκε, έθεσαν διάφορους λόγους προς ακύρωση της με τις αιτήσεις για certiorari και prohibition, εν τούτοις δεν θεώρησαν ορθό όπως εφεσιβάλουν την ίδια τη δικαστι[*542]κή πράξη της έκδοσης της παράκλησης. Όσον αφορά την τράπεζα, ο κ. Αραούζος κατέστησε σαφές ότι ως μη διάδικος και μη άμεσα ενδιαφερόμενος, το προσφερόμενο σ’ αυτόν μέσο ήταν η οδός των προνομιακών ενταλμάτων. Θα μπορούσε όμως, ενδεχομένως, να χρησιμοποιηθεί η Δ.48, θ. 8(4), προς ακύρωση της εκδοτικής πράξης και μετέπειτα ο μηχανισμός της έφεσης. Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα, η ουσία είναι ότι δεν τέθηκε με έφεση προς αναθεώρηση η έκδοση της ίδιας της παράκλησης. Εφέσεις καταχωρήθηκαν εναντίον της απορριπτικής απόφασης του Κραμβή, Δ., στην πρωτοβάθμια του δικαιοδοσία, να μη χορηγήσει άδεια για καταχώρηση αιτήσεων για certiorari και prohibition. Οι εφέσεις αυτές με το δηλωθέν αντικείμενο τους δεν μπορούν κατά συνέπεια να έχουν οποιαδήποτε επίπτωση στη διαδικασία ενώπιον της εξεταστού. Συνεπώς, δεν εγείρεται ζήτημα εφαρμογής της Δ.35, θ.18, εφόσον δεν υπάρχει έφεση από το Διάταγμα της εξεταστού, ακόμη και αν ο μείζων λόγος, που αναλύθηκε στην παρ. (i) ανωτέρω, για τη μη  εφαρμογή, εν πάση περιπτώσει, της Δ.35, θ.18, στην προνομιακή διαδικασία που χρησιμοποίησαν οι συνήγοροι, θα ήταν δυνατό να παραγνωριστεί.

(v) Η διϊστάμενη νομολογία

Οι προς το αντίθετο αποφάσεις στην A.P. Lanitis Ltd και στην Α.Μ. του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου, έχουν χρησιμοποιήσει ως βάση του σκεπτικού τους τη θέση ότι η έφεση από απορριπτικό αποτέλεσμα σε διαδικασία άδειας για καταχώρηση προνομιακών ενταλμάτων είναι απλώς συνέχεια της διαδικασίας αυτής και πως με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή τόσο της απορριπτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτοβάθμια διαδικασία του, όσο, κατ’ επέκταση, και, της απόφασης ή διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Είναι γεγονός ότι στην Christophi v. Iacovidou, δεν μνημονεύθηκε η A.P. Lanitis Ltd  και ότι στην υπόθεση η Α.Μ. του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου, σχολιάστηκαν αμφότερες οι υποθέσεις. Με όλο το σεβασμό, όμως, προς τη δικαστική σκέψη που επικράτησε στις πιο πάνω αποφάσεις, η δυνατότητα της καταχώρησης έφεσης κατά απορριπτικής απόφασης στην πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν παρέχει επαρκή από μόνη της θεμελίωση και για τη δυνατότητα αναστολής. Και είναι σαφές ότι και στις δύο αυτές αποφάσεις έγινε χρήση της Δ.35, θ.θ.18 και 19, ως επικουρικής αυτής της δυνατότητας, ενώ όπως κατέστη σαφές από την προηγηθείσα ανάλυση, η δικονομική αυτή πρόνοια ουδόλως παρέχει έρεισμα για εξέταση αιτήσεων αναστολής στην προνομιακή δικαιοδοσία. Αλλά και περαιτέρω, υπήρξε περίπλεξη των εννοιών, από την άποψη ότι η έφεση από την απορριπτική απόφαση προσφέρει, στην [*543]προνομιακή όμως δικαιοδοσία, τη δυνατότητα ελέγχου αυτής τούτης της υπό έφεσης απόφασης, δεν επεκτείνεται όμως και στην καθαυτή απόφαση ή δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εναντίον της οποίας δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε έφεση. Ορθή επομένως είναι η σκέψη της Christophi v. Iacovidou - πιο πάνω - και των  αποφάσεων που την ακολούθησαν, ότι η Δ.35, θ.18, δεν έχει εφαρμογή και ότι διαφορετική είναι η εμβέλεια της έφεσης από την απορριπτική απόφαση για παραχώρηση άδειας, η δε τυχόν αναστολή της απόφασης αυτής, που εν πάση περιπτώσει είναι μια αρνητική απόφαση, δεν μπορεί να έχει επιπτώσεις στην εκτελεστότητα του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το γεγονός από μόνο του ότι πρόκειται για αρνητικής υφής απόφαση, δείχνει τη φειδώ με την οποία πρέπει να προσεγγίζεται το όλο ζήτημα, εφόσον αναστολή της άρνησης, οδηγεί στην ουσία σε αντινομικό αποτέλεσμα, ανατρέποντας εκείνο το οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο στην προνομιακή του δικαιοδοσία και ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, δεν θεώρησε ορθό να επιτρέψει. Δεν μπορεί επομένως το αρνητικό να μετατραπεί με τον τρόπο αυτό σε θετικό.

(vi) Κατ’ εξακολούθηση αιτήσεις για αναστολή

Άλλος λόγος μη εφαρμογής της Δ.35, θ.18 που συμπλέκεται με τα ανωτέρω, είναι και ο εξής: Δεν θα ήταν δυνατόν να παρέχεται συνέχεια η ευχέρεια και βεβαίως η ευκαιρία, προώθησης αιτημάτων για αναστολή. Ο Κραμβής, Δ., εκδίδοντας την ex-tempore απόφασή του, αρνούμενος την αίτηση για αναστολή λόγω των εφέσεων που καταχωρήθηκαν εναντίον της απόφασης του να μην δώσει άδεια, πολύ εύστοχα και ορθά ανέφερε ότι:

«….. το μέτρο της αναστολής της διαδικασίας ενώπιον της εξεταστού είχε νόημα ενόσω εκκρεμούσε η ενώπιον μου διαδικασία της αίτησης.»

Είχε χορηγηθεί αναστολή, όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα, αλλά και τον πρωτόδικο φάκελο της διαδικασίας, προφανώς για να ελεγχθεί η νομιμότητα της ενέργειας της εξεταστού να εκδώσει την παρακλητική. Συνέχιση της ενώπιον της διαδικασίας, ενώ εκκρεμούσε η εξέταση αιτήσεων για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση των αιτουμένων προνομιακών ενταλμάτων, θα είχε, ενδεχομένως, το ανορθόδοξο αποτέλεσμα να λαμβανόταν η σχετική μαρτυρία του αιτητή και να αποστελλόταν στις Η.Π.Α., ενώ η όλη διαδικασία θα μιαινόταν από έλλειψη ή υπέρβαση του δικαιοδοτικού πλαισίου της εξεταστού. Παρόμοια αντιμετώπιση παρατηρήθηκε και στην Christophi v. Iacovidou, όπου ο Πικής, Δ., σημείωσε ότι [*544]η άδεια προς καταχώρηση αίτησης για έκδοση ενταλμάτων certiorari και prohibition λειτουργεί ως αναστολή της υπό έλεγχο διαδικασίας (Halsburys Laws of England, 4η έκδ. Τόμος ΙΙ, par. 154-9), ενώ η προηγούμενη αναστολή προς εξέταση της δυνατότητας παροχής άδειας είναι απόλυτα συνυφασμένη και υποβοηθητική προς τις επιπτώσεις παροχής άδειας.

Μετέπειτα, όμως, με την απόρριψη της αίτησης για άδεια, η επιδιωχθείσα αναστολή δεν είχε πια υποστηρικτικό πλαίσιο και ορθά ο Κραμβής, Δ., διαπίστωσε αντινομικότητα στο εγχείρημα ενόψει του αποτελέσματος των αιτήσεων για άδεια, εφόσον δεν διαπίστωσε παρατυπίες ή ουσιώδεις παρατυπίες στην όλη διαδικασία έκδοσης της παράκλησης.

Υπενθυμίζεται ότι δεν εφεσιβλήθηκε αυτή η ex-tempore απορριπτική απόφαση προς αναστολή. Και επομένως το να επιχειρείται εκ νέου η παροχή αναστολής από την παρούσα Ολομέλεια, εντός του πλαισίου της εκδίκασης των εφέσεων, δεν έχει έρεισμα ούτε στη λογική, ούτε στο νόμο. Αντίθετα, αποτελεί διαδικασία καταχρηστική των δικαιωμάτων των αιτητών. Σαφώς η Δ.35, θ.18, δεν καλύπτει τέτοια περίπτωση, διαδικασίας δηλαδή εφέσεως από απόφαση που απορρίπτει αιτήσεις για προνομιακά εντάλματα, όπως ακριβώς αποφάνθηκε και ο Νικήτας, Δ., στην υπόθεση Γρηγόρης Θαλασσινός (Αρ. 2) - πιο πάνω. Από την άλλη, η Δ.35, θ.19, η οποία έπεται του θ.18, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή για δύο συναφείς λόγους: (i) εφόσον δεν εφαρμόζεται ο θ.18, δεν υπάρχει έδαφος για χρήση και του θ.19, (ii) το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «Court below», στο οποίο μπορεί να απευθυνθεί αίτηση για αναστολή, για να ακολουθήσει παρόμοια αίτηση στο «Court of Appeal». Όπως διαπιστώθηκε και πρόσφατα στις αποφάσεις Μαρία Π. Λοΐζου κ.ά. v. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Δερύνειας (2009) 1 Α.Α.Δ. 279, η Δ.35, θ.19, κατ’ αντιστοιχία με την Ο. 58, r. 13(4), όπως ερμηνεύεται στο Annual Practice του 1958 σελ. 1698-1701, δίνει μεν δικαίωμα παράλληλης δικαιοδοσίας, αλλά στη βάση αιτήσεων που δύνανται να γίνουν δυνάμει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και όχι άλλους εξειδικευμένους θεσμούς, εκτός αν υπάρχει παρόμοια πρόνοια. Στην προκείμενη περίπτωση, στην ολοκληρωτική απουσία ειδικών κανονισμών, το αποτέλεσμα είναι όπως ήδη αναφέρθηκε, να παρατηρείται ότι, όπως και στους αντίστοιχους Αγγλικούς θεσμούς, δεν διαφυλάσσεται καν δικαίωμα έφεσης από απόρριψη αιτήσεως για certiorari, εκτός σε θέμα πρακτικής και διαδικασίας, (όπως διαγνώσθηκε και στη Christophi v. Iacovidou - πιο πάνω).

[*545](vii) Η συμφυής εξουσία

Έγινε επίκληση της δυνατότητας να διαταχθεί αναστολή της διαδικασίας της παράκλησης με βάση τη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου. Το ζήτημα της συμφυούς εξουσίας συμπλέκεται και με την εν γένει κατ’ ισχυρισμόν θεώρηση της διαδικασίας των παρουσών εφέσεων, ως συνέχεια της προσπάθειας ακύρωσης της διαδικασίας ενώπιον της εξεταστού. Το τελευταίο αυτό μέρος έχει ήδη απαντηθεί προηγουμένως. Κατά τα υπόλοιπα, ο κ. Χαβιαράς με αναφορά στα λεχθέντα στη Christophi v. Iacovidou, ισχυρίστηκε ότι το ζήτημα της συμφυούς εξουσίας του Δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία αφέθηκε ανοικτό και αυτό, κατά την άποψη του, συνηγορεί στην επίκληση της εξουσίας αυτής για να μην προκληθεί στο τέλος της ημέρας, αδικία.

Το σχετικό απόσπασμα από τη Christophi v. Iacovidou έχει ως εξής:

«When I drew the attention of counsel to the implications of their motion and the inapplicability of Ord. 35, r. 18 for the reasons stated above, he invited me to invoke inherent powers of the Court and direct stay. If inherent power vests in the Court to stay a judgment on an application for certiorari and prohibition, a subject on which I am offering no concluded opinion, it would, at most, extend to staying the judgment given by the Court. It could not conceivably extend to the order of another Court.»

Με όλη την εκτίμηση προς το επιχείρημα του συνηγόρου, κρίνεται ότι το πιο πάνω απόσπασμα δεν βοηθά τη σκέψη του.  Εκτός του ότι η εκεί εκφρασθείσα θέση του Δικαστηρίου ήταν obiter, είναι φανερό ότι στην καλύτερη για τον αιτητή και την τράπεζα περίπτωση, η χρήση της συμφυούς εξουσίας θα σχετιζόταν  και θα είχε αναφορά μόνο σε σχέση με την αναστολή της απόφασης που δόθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο, εννοώντας την ίδια την απορριπτική απόφαση για άδεια προς καταχώρηση προνομιακών ενταλμάτων και δεν θα επεκτεινόταν εν πάση περιπτώσει στο να ανασταλεί το διάταγμα ενός άλλου Δικαστηρίου. Μάλιστα ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε), στο πιο πάνω απόσπασμα, έθεσε το θέμα χωρίς περιστροφές, λέγοντας ότι θα ήταν ουσιαστικά αδιανόητο να επεκταθεί η συμφυής εξουσία για να ανασταλεί η διαδικασία άλλου Δικαστηρίου.

Πέραν των πιο πάνω, η συμφυής εξουσία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ad libitum για να δημιουργεί, στην απουσία σχετι[*546]κών δικονομικών κανονισμών, μηχανισμούς για να δώσει διέξοδο στο ζητούμενο. Όπως λέχθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Ιερόθεος Χριστοδούλου Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235:

«Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του, εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών, απορρέουσες και πλαισιούμενες, ως στυλοβάτες, από το Σύνταγμα και τους Νόμους της πολιτείας. (σχετικές είναι οι υποθέσεις Α. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 και Αχιλλέας Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122)

(viii) Οι εξισορροπητικοί παράγοντες

Στα πλαίσια των αιτήσεων, αλλά ιδιαίτερα της επίκλησης της συμφυούς εξουσίας, έγινε επίσης από τους συνηγόρους λόγος και για το σκοπό της αναστολής εκτέλεσης και το καθήκον του Δικαστηρίου να εξισορροπήσει δύο αντίρροπες καταστάσεις, αφενός τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος εφέσεως και αφετέρου την ανάγκη ο νικητής του δικαστικού αγώνα να δρέψει άμεσα τους καρπούς της επιτυχίας του. Έγινε ιδιαίτερη αναφορά στα λεχθέντα στην απόφαση The Governor and the Company of the Bank of Scotland v. S.S. Sapphire Seas (2001) 1 Α.Α.Δ. 955, απόσπασμα της οποίας χρησιμοποίησε ο Κραμβής, Δ., δίνοντας την απόφαση του Εφετείου στη Νίκος Σταύρου Χαραλάμπους v. Α. Panayides Contracting Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 1978. Η νομολογία αυτή καθώς και άλλη σχετική που σχετίζεται με την εξισορρόπηση των πιο πάνω παραγόντων, κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, σε ενδεχόμενη χορήγηση αναστολής εκκρεμούσης της έφεσης, αν και διαχρονικά ορθή, δεν έχει καμία εφαρμογή στα επίδικα γεγονότα. Αυτό, διότι αφενός, όπως έχει εξηγηθεί κατά κόρον, ελλείπει οποιοδήποτε υπόβαθρο κανονιστικό ή άλλο προς εξέταση της δυνατότητας χορήγησης αναστολής, αλλά και αφετέρου διότι δεν υπάρχει στην ουσία εδώ οτιδήποτε το οποίο πρέπει να εξισορροπηθεί. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε τελεσίδικη απόφαση από την εξεταστή εφόσον αυτή δεν έχει ολοκληρώσει ακόμη το έργο της. Αλλά και δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι στην ουσία το τι η εξεταστής έχει καθήκον να φέρει εις πέρας είναι απλώς να λάβει τη μαρτυρία, ενεργούσα ως μεσάζουσα μετά από σχετικό διάταγμα που της απευθύνθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, προς το οποίο και διαβιβάστηκε η σχετική παράκληση από τις Η.Π.Α. δυνάμει της Σύμβασης. Δεν υπάρχει, εδώ, με την καθιερωμένη νομική έννοια, οποιαδήποτε απόφαση τους καρπούς της οποίας θα δρέψει ο διάδικος. Δεν [*547]υπάρχει καν διάδικος, πόσον μάλλον επιτυχών διάδικος. Παρακλητική («request»), ήταν η έναρξη της όλης διαδικασίας με σκοπό τη λήψη μαρτυρίας και τη διαβίβαση της στις αρμόδιες δικαστικές αρχές των Η.Π.Α. για τα περαιτέρω. Είναι γι’ αυτό το λόγο που γίνεται αναφορά στη Σύμβαση σε «δικαστική συνεργασία» (προοίμιο) και σε «παράκληση» (Άρθρο 1).

Είναι κατάλληλο στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι εκ πρώτης όψεως παρουσιάζεται ορθή και νομότυπη η διαδικασία που ακολουθήθηκε. Το σχετικό παρακλητικό («request»), που απευθύνθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης με βάση τη Σύμβαση χρησιμοποιήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο για να εκδώσει τη σχετική διαταγή προς την εξεταστή χρησιμοποιώντας το μηχανισμό που προσφέρεται με βάση το Κεφ. 12. Αυτό, διότι με βάση το Άρθρο 9 της Σύμβασης αφήνεται στην εκτελούσα την Παράκληση δικαστική αρχή, να εφαρμόσει το «οικείον αυτής δίκαιον ως προς τας ακολουθητέας μεθόδους και διαδικασίας». Ακριβώς, στο σχετικό διάταγμα της Ε. Παπαδοπούλου, Δ., ημερ. 7.11.08, γίνεται παραπομπή στη Σύμβαση και στην παράκληση των Η.Π.Α. για δικαστική συνδρομή, ενώ το διάταγμα που εξέδωσε έχει ως νομιμοποιητική βάση το Κεφ. 12.

(ix) Κατάχρηση διαδικασίας

Τέλος, οι αιτήσεις είναι απορριπτέες και λόγω κατάχρησης της διαδικασίας, εφόσον προέκυψε κατά την ακροαματική διαδικασία ότι έχει καταχωρηθεί, τουλάχιστον, από τον αιτητή, η Πολιτική Έφεση Αρ. 402/08 με την οποία εφεσιβλήθηκε η απόφαση της Ε. Παπαδοπούλου, Δ., να εκδώσει το διάταγμα προς την εξεταστή. Είναι φανερό και από την αιτιολογία του μοναδικού λόγου έφεσης, που αφορά την κατ’ ισχυρισμόν παράβαση των προνοιών της Σύμβασης κατά την εξέταση και έγκριση της παράκλησης των Η.Π.Α., ότι επιδιώκεται το αυτό αποτέλεσμα με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων. Επιτυχία είτε των επιδίκων εφέσεων, είτε της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 402/08, θα έχει το αυτό αποτέλεσμα, δηλαδή, την ακύρωση της ενώπιον της εξεταστού διαδικασίας, ενώ σύμφωνα με πάγια νομολογία δεν μπορεί να προωθείται ο ίδιος σκοπός με διαφορετικά ένδικα μέσα. Το Δικαστήριο διατηρεί πάντοτε τη γενική εποπτεία και έλεγχο όλων των διαδικασιών ενώπιον του με αποτέλεσμα την καταστολή καταχρηστικών διαδικασιών. Ο έλεγχος της διαδικασίας επιβάλλει όπως διασφαλίζεται απρόσκοπτη δικονομική και ουσιαστική τάξη στην όλη διαδικασία με ενιαία προσέγγιση. Η κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές και δεν υπάρχουν [*548]εκ προοιμίου συμπεριφορές που μπορούν να καταταχθούν ως καταχρηστικές. Το όλο ζήτημα εξετάζεται πάντοτε υπό το φώς των συγκεκριμένων γεγονότων. (δέστε Ηλία (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786 και Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 A.A.Δ. 217). Εδώ, σαφώς υπάρχει κατάχρηση της διαδικασίας γιατί ενώ καταχωρήθηκε η Πολιτική Έφεση Αρ. 402/08, προωθήθηκαν και οι αιτήσεις για λήψη άδειας για καταχώρηση certiorari και prohibition, καθώς και τα παρόντα αιτήματα για αναστολή. Η θέση των συνηγόρων ότι την τελευταία στιγμή έμαθαν για την έκδοση του Διατάγματος ημερ. 7.11.08 από την Ε. Παπαδοπούλου, Δ., με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί εσπευσμένα και εμπροθέσμως η εν λόγω έφεση, δεν διασώζει την κατάσταση. Παραμένει γεγονός ότι προωθούνται τώρα δύο παράλληλες διαδικασίες, η ύπαρξη δε της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 402/08, δεν προσφέρθηκε ως πληροφορία στην παρούσα Ολομέλεια, αλλά αναδύθηκε ως αποτέλεσμα ερωτήσεων της ίδιας της Ολομέλειας προς τους συνηγόρους.

Καταληκτικά, να προστεθεί και το εξής: Το Άρθρο 9 της Σύμβασης επιβάλλει την ταχεία εκτέλεση της Παράκλησης. Αναμφιβόλως η πρόνοια αυτή, επιτακτική στο λεκτικό της, αποτελεί θεμέλιο στην ορθή δικαστική συνεργασία και αρωγή που οφείλει ένα κράτος να επεκτείνει στο άλλο, εδραιωμένη πέραν από τη Σύμβαση και στο comitas gentium. Η πορεία που οι αιτητές ακολουθούν εδώ, κάθε άλλο παρά συντείνει στην ομαλή και ταχεία διεκπεραίωση της Παράκλησης.

Ενόψει όλων των πιο πάνω οι αιτήσεις απορρίπτονται.

Οι αιτήσεις απορρίπτονται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο