Γαληνιώτης Ελευθέριος ν. Εκδόσεις "Αρκτίνος Λτδ" και Άλλης (2009) 1 ΑΑΔ 577

(2009) 1 ΑΑΔ 577

[*577]25 Μαΐου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΓΑΛΗΝΙΩΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

1. ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛTΔ»,

2. HELLENIC DISTRIBUTION AGENCY (CYPRUS) LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 108/2006)

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Λίβελος ― Δημοσίευση δικαστικής διαδικασίας που αφορούσε διατάγματα προσωποκράτησης ― Προβολή της υπερασπίσεως του απόλυτου προνομίου και της υπερασπίσεως του εύλογου και/ή έντιμου σχολίου ― Αρχές με βάση τις οποίες κρίνεται κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό ― Προϋποθέσεις επιτυχίας των προαναφερομένων υπερασπίσεων.

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Λίβελος ― Υπεράσπιση έντιμου  σχολίου ― Θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος ― Δικαστική διαδικασία και δικαστικές αποφάσεις, αποτελούν τέτοια θέματα ― Η σχετική υπεράσπιση αποτυγχάνει όπου ο ενάγων αποδεικνύει ότι ο εναγόμενος έκαμε το δημοσίευμα κακόπιστα.

Ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες ― Ελευθερία του λόγου ― Αποτελεί ένα από τα κύρια θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου και προστατεύεται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ― Κατοχυρώνεται επίσης και προστατεύεται από τον περί Τύπου Νόμο του 1989, Ν.145/89.

Ελευθερία του τύπου ― Για να διασφαλιστεί η ελευθερία λήψης και μετάδοσης πληροφοριών στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, όχι μόνο πρέπει να δίδεται η ευκαιρία λήψης πληροφοριών ελευθέρως, αλλά και η ελευθερία μετάδοσης των πληροφοριών αυτών.

Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που δικαιο[*578]λογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Στις 14.3.2003, η εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ» δημοσίευσε δικαστικό ρεπορτάζ της διαδικασίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 13.3.2003, που αφορούσε αίτημα της αστυνομίας για έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης του εφεσείοντος και ενός άλλου προσώπου, για τα οποία υπήρχαν εύλογες υποψίες διάπραξης αδικημάτων πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, απάτης κατά την πώληση περιουσίας, εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις κ.λπ. Το δημοσίευμα είχε τίτλο «πωλούσαν ξένα τεμάχια γης ....» και υπέρτιτλο «νέα κομπίνα με πλαστά πληρεξούσια».

Ο εφεσείων θεώρησε το δημοσίευμα ως δυσφημιστικό για τον ίδιο και καταχώρησε αγωγή για αποζημιώσεις λόγω δημοσίευσης κακόβουλης δυσφήμησης, εναντίον της εκδότριας εταιρείας (πρώτη εφεσίβλητη) και εναντίον των εφεσιβλήτων 2.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι αποδείχθηκε (α) η υπεράσπιση του προνομιούχου δημοσιεύματος με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 20(ζ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και (β) η υπεράσπιση του εύλογου και/ή έντιμου σχολίου σε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 19(β) του Κεφ. 148.

Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση αμφισβητώντας την ορθότητα της απόφασης του δικαστηρίου να θεωρήσει το επίδικο δημοσίευμα ως προνομιούχο αφού, όπως ισχυρίστηκε, αυτό δεν ήταν στην πραγματικότητα ακριβοδίκαιο, ακριβές και σύγχρονη αναφορά των λεχθέντων κατά τη δικαστική διαδικασία, όπως ορίζεται στο Άρθρο 20(1) (ζ) του Κεφ. 148.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ένα δημοσίευμα για να θεωρηθεί ακριβοδίκαιο και ακριβές δεν χρειάζεται να αποτελεί επί λέξει καταγραφή των διαδραματισθέντων στο δικαστήριο. Αρκεί να δίδεται σωστή και δίκαιη εντύπωση για τη διαδικασία. Αν αυτό που δημοσιεύεται αποτελεί ουσιωδώς δίκαιη αναφορά του τι έλαβε χώρα, τότε αυτοί που το δημοσιεύουν καλύπτονται πλήρως από το προνόμιο.

2. Η παροχή δίκαιης και εύλογης ευχέρειας στο δημοσιογράφο, διασφαλίζει την ασφάλεια στη μετάδοση δικαστικών διαδικασιών, γιατί σε αντίθετη περίπτωση, αυτός δεν θα έχει την δυνατότητα [*579]να επικαλεσθεί την υπεράσπιση του προνομίου εάν στο δημοσίευμα υπήρχε έστω και μια ασήμαντη παράλειψη.

3. Ο κανόνας ότι η αναφορά για να κριθεί ως προνομιούχα θα πρέπει να περιορίζεται στη δικαστική διαδικασία, εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις όπου σ’ αυτήν τέθηκε δυσφημιστικός τίτλος. Τέτοιος τίτλος δεν αποτελεί μέρος της διαδικασίας, αλλά είναι στην πραγματικότητα σχόλιο του συντάκτη. Δεν είναι προνομιούχος εκτός αν αποτελεί δίκαιη απεικόνιση ή παρουσίαση των όσων περιέχονται και καταγράφονται στην αναφορά.

4. Στην παρούσα περίπτωση το δημοσίευμα δεν περιέχει οτιδήποτε που να ξεφεύγει από τα διαδραματισθέντα στη διαδικασία. Επομένως καλύπτεται από την υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου.

5. Περαιτέρω, ο τίτλος και υπέρτιτλος του επίδικου δημοσιεύματος καθώς και η εισαγωγική του παράγραφος καλύπτονται από την υπεράσπιση του εύλογου και έντιμου σχολίου επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος που έγινε καλόπιστα.

6. Για να επιτύχει η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου θα πρέπει τα γεγονότα επί των οποίων έγινε το σχόλιο να είναι αληθή, το σχόλιο να είναι εύλογο και καλόπιστο και τέλος να αφορά θέμα δημοσίου συμφέροντος ή ενδιαφέροντος. Το κριτήριο για να κριθεί αν κάποιο σχόλιο είναι καλόπιστο είναι κατά πόσο ένα έντιμο άτομο, βασιζόμενο στα γεγονότα που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία, μπορούσε να εκφράσει τη γνώμη για την οποία υπάρχει το παράπονο.

7. Η δικαστική διαδικασία και οι δικαστικές αποφάσεις αποτελούν θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και μπορούν νόμιμα να αποτελέσουν αντικείμενο σχολιασμού, μόλις η δικαστική διαδικασία ολοκληρωθεί.

8. Ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει κακοπιστία.

9. Η ελευθερία του λόγου προστατεύεται τόσο από το Άρθρο 19 του Συντάγματος, όσο και από το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών η οποία κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962, Ν. 39/62. Κατοχυρώνεται επίσης και προστατεύεται από το Άρθρο 7 του περί Τύπου Νόμου του 1989, Ν.145/89.

[*580]10.      Η ελευθερία της γνώμης και της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών χωρίς παρέμβαση, είναι η λυδία λίθος της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας.

11.    Χωρίς ελευθερία του τύπου δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία.

12.    Η ανεπιτυχής έκβαση της αξίωσης του εφεσείοντος, δικαιολογούσε την έκδοση διαταγής για επιδίκαση των εξόδων της διαδικασίας εναντίον του.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Merivale v. Carson [1887] 20 Q.B.D. 275,

Cyprus Sulphur and Copper Company Ltd κ.ά. v. Παραρλάμα Λτδ (1990) 1 C.L.R. 1051,

Fourri a.o. v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152,

Costa v. Republic (1982) 2 C.L.R. 120,

Cypriot Shipowners Union a.ο. v. The Registrar of Trade Union a.o. (1988) 3 C.L.R. 457,

Μακρίδης κ.ά. v. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά. (1981) 3 C.L.R. 321,

Παπακόκκινου κ.ά. v. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 634.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Δημητριάδου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 11625/03), ημερομ. 8.2.2006.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Μηλιώτου για Βορκά και Μηλιώτου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

[*581]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου απαγγέλλεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε αξίωση του εφεσείοντα εναντίον των εφεσιβλήτων για αποζημιώσεις λόγω δημοσίευσης κακόβουλης δυσφήμισης.

Το επίδικο δημοσίευμα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ» στην έκδοση ημερομηνίας 14.3.2003. Οι εφεσίβλητοι 1 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ιδιοκτήτες της εφημερίδας, ενώ οι εφεσίβλητοι 2 που είναι επίσης εταιρεία, κατά τον ουσιώδη χρόνο διένειμαν την εφημερίδα στην Κύπρο.

Το δημοσίευμα είναι ουσιαστικά δικαστικό ρεπορτάζ για τη διαδικασία που έλαβε χώρα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 13.3.2003, προς εξέταση αιτήματος της αστυνομίας για προσωποκράτηση δύο προσώπων, μεταξύ των οποίων και ο εφεσείων. Η αίτηση προφυλάκισης έγινε γιατί, σύμφωνα με την αστυνομία, είχε διαπραχθεί αριθμός αδικημάτων όπως πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, απάτη κατά την πώληση περιουσίας, εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις κ.λπ.. Το δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για εξαήμερη κράτηση, τόσο του εφεσείοντα, όσο και κάποιου άλλου προσώπου για το οποίο είχε καταχωρηθεί ξεχωριστή αίτηση προφυλάκισης.

Στο επίδικο δημοσίευμα με τίτλο «πωλούσαν ξένα τεμάχια γης ….» και υπέρτιτλο «νέα κομπίνα με πλαστά πληρεξούσια» περιγράφεται η διαδικασία. Στην ουσία ο εφεσείων κατηγορείτο ότι πιστοποίησε ανακριβώς ότι  αριθμός πληρεξουσίων υπογράφηκε στην παρουσία του από ιδιοκτήτρια τεμαχίων γης. Τα πλαστά αυτά πληρεξούσια χρησιμοποιήθηκαν για να μεταβιβαστούν διάφορα ακίνητα, τα δε χρήματα που εξασφαλίζονταν από τις παράνομες αυτές πωλήσεις, εκαρπούτο ο άλλος ύποπτος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, ύστερα από αντιπαραβολή της κατάθεσης του Μ.Υ.2 Λοχία 636 Ιωάννη Γιωρκάτζη και του επίδικου δημοσιεύματος, έκρινε ότι το δημοσίευμα αποτελούσε ακριβοδίκαιη, ακριβή και σύγχρονη αναφορά των λεχθέντων κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας.

Το δικαστήριο δεν εντόπισε ανακρίβειες ή λανθασμένες αναφορές ή αναφορές μη συνάδουσες ή μη προκύπτουσες από τα λε[*582]χθέντα στην κατάθεση του αστυνομικού εξεταστή. Αντίθετα, χαρακτήρισε το δημοσίευμα ως δίκαιη και αντιπροσωπευτική περίληψη των όσων κατέθεσε ο αστυνομικός ανακριτής στη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας.

Κατέληξε έτσι ότι αποδείχθηκε η υπεράσπιση του προνομιούχου δημοσιεύματος με βάση τα όσα ορίζει το Άρθρο 20(ζ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Το δικαστήριο έκρινε επίσης ότι αποδείχθηκε η υπεράσπιση του εύλογου και/ή έντιμου σχολίου σε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος με βάση τα όσα ορίζει το Άρθρο 19(β) του Κεφ. 148.  Το δικαστήριο αναφέρθηκε ειδικά στον τίτλο και υπέρτιτλο του δημοσιεύματος, για να καταλήξει ότι αφού ο άλλος ύποπτος πλαστογραφούσε τα πληρεξούσια, τα οποία στη συνέχεια πιστοποιούσε αναληθώς ο εφεσείων, κάτι που και οι δύο παραδέχθηκαν, αποδεικνύει μια οργανωμένη προσπάθεια εξαπάτησης με δύο ύποπτα πρόσωπα αναμεμειγμένα σ’ αυτή, άλλος σε μικρότερο και άλλος σε μεγαλύτερο βαθμό. Αυτό, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, αποδίδει και ο τίτλος του επίδικου δημοσιεύματος, αφού η λέξη «κομπίνα» ορίζεται ως «οργανωμένη επιχείρηση εξαπάτησης ή κάθε μέσο που αποβλέπει στην απόκτηση παράνομου κέρδους».

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η απόφαση του δικαστηρίου να θεωρήσει το επίδικο δημοσίευμα ως προνομοιούχο είναι λανθασμένη. Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, στο οποίο μπορούσε να καταλήξει το δικαστήριο, ήταν ότι την αποκλειστική ευθύνη για όλα τα υπό διερεύνηση αδικήματα είχε αναλάβει ο άλλος ύποπτος.

Ο εφεσείων, επισημαίνει ότι το Άρθρο 20(1) (ζ) του Κεφ. 148, ορίζει ότι δημοσίευμα για να είναι απόλυτα προνομιούχο θα πρέπει να είναι στην πραγματικότητα ακριβοδίκαιο, ακριβές και σύγχρονη αναφορά των όσων έχουν λεχθεί σε δικαστική διαδικασία. Ακολούθως, προχωρεί σε ανάλυση των λέξεων «ακριβής» και «ακριβοδίκαιος», με βάση τα σχετικά λήμματα από το λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη.

Όπως σωστά επισημαίνει και το πρωτόδικο δικαστήριο δημοσίευμα για να θεωρηθεί ακριβοδίκαιο και ακριβές δεν χρειάζεται να αποτελεί επί λέξει καταγραφή των διαδραματισθέντων στο δικαστήριο. Αρκεί να δίδεται σωστή και δίκαιη εντύπωση για τη διαδικασία. Αν αυτό που δημοσιεύεται αποτελεί ουσιωδώς δίκαιη αναφορά του τι έλαβε χώρα, τότε αυτοί που το δημοσιεύουν καλύπτονται πλήρως από το προνόμιο (βλέπε Gatley [*583]on Libel and Slander 8η έκδοση, παραγρ. 604, σελ. 257-258).

Αν η αναφορά είναι ουσιωδώς ακριβής καταγραφή των όσων έλαβαν χώρα, η ύπαρξη μικρών ανακριβειών ή παραλείψεων δεν επηρεάζουν, γιατί η αναφορά δεν πρέπει να κρίνεται με το ίδιο αυστηρό επίπεδο ακριβείας, όπως αν προερχόταν από ένα πεπειραμένο δικηγόρο. Αν δεν δοθεί δίκαιη και εύλογη ευχέρεια στο δημοσιογράφο, δεν θα υπάρχει ασφάλεια στη μετάδοση των δικαστικών διαδικασιών, γιατί θα ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί η υπεράσπιση του προνομίου στη μετάδοση, αν κάποια ασήμαντη παράλειψη στο δημοσίευμα του στερούσε την υπεράσπιση αυτή (Gatley on Libel and Slander, ανωτέρω, παραγρ. 605, σελ. 258).

Το δημοσίευμα πρέπει να εκθέτει τα γεγονότα και τη δικαστική διαδικασία κατά δίκαιο τρόπο, καθώς επίσης και την ουσία της προσαχθείσας μαρτυρίας. Αναφορά δεν κρίνεται δίκαιη αν εκθέτει μόνο τις θέσεις της μίας πλευράς και όχι τις θέσεις της άλλης. Στην παρούσα υπόθεση κάτι τέτοιο δεν τίθεται, αφού ούτε ο εφεσείων, ούτε και ο δεύτερος ύποπτος κατέθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου.

Ο κανόνας ότι η αναφορά για να κριθεί ως προνομιούχα θα πρέπει να περιορίζεται στη δικαστική διαδικασία, εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις όπου σ’ αυτήν τέθηκε δυσφημιστικός τίτλος. Τέτοιος τίτλος δεν αποτελεί μέρος της διαδικασίας, αλλά είναι στην πραγματικότητα σχόλιο του συντάκτη. Δεν είναι προνομιούχος εκτός αν αποτελεί δίκαιη απεικόνιση ή παρουσίαση των όσων περιέχονται και καταγράφονται στην αναφορά (Gatley on Libel and Slander, ανωτέρω, παραγρ. 621, σελ. 264).

Στην παρούσα υπόθεση ανάγνωση του δημοσιεύματος και του περιεχομένου της αίτησης προσωποκράτησης αποδεικνύουν ότι η υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου έχει επιτύχει. Δεν διακρίναμε στο δημοσίευμα οτιδήποτε που να ξεφεύγει από όσα διαδραματίστηκαν στη διαδικασία. Μάλιστα η δημοσιογράφος δεν παραλείπει να αναφέρει ότι ο δεύτερος ύποπτος παραδέχτηκε ότι προσποριζόταν ο ίδιος τα χρήματα που εισέπραττε από την παράνομη πώληση.

Ο τίτλος αποτελεί κατά τη γνώμη μας, δίκαιη απεικόνιση των όσων περιέχονται και καταγράφονται στο δημοσίευμα. Η όλη πράξη ήταν παράνομη. Από τις μαρτυρίες προκύπτει ότι και οι δύο ύποπτοι γνώριζαν ότι η ιδιοκτήτρια ουδέποτε υπέγραψε τα συγκεκριμένα πληρεξούσια με τα οποία έγινε η πώληση των ακινήτων. Μια τέτοια συμπεριφορά αποτελεί οργανωμένη επιχείρηση εξαπά[*584]τησης, μέσο που αποβλέπει στην απόκτηση παράνομου κέρδους. Αυτό είναι και ο ορισμός της κομπίνας στη σελ. 923 του ‘Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας’ του Γ. Μπαμπινιώτη, Β΄ έκδοση.

Σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο, καταλήγουμε, περαιτέρω, ότι ο τίτλος και υπέρτιτλος του επίδικου δημοσιεύματος καθώς και η εισαγωγική του παράγραφος καλύπτονται από την υπεράσπιση του εύλογου και έντιμου σχολίου επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος που έγινε καλόπιστα.

Για να επιτύχει η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου θα πρέπει τα γεγονότα επί των οποίων έγινε το σχόλιο να είναι αληθή, το σχόλιο να είναι εύλογο και καλόπιστο και τέλος να αφορά θέμα δημοσίου συμφέροντος ή ενδιαφέροντος (Gatley on Libel and Slander, ανωτέρω, παραγρ. 715, σελ. 304). Το κριτήριο για να κριθεί αν κάποιο σχόλιο είναι καλόπιστο είναι κατά πόσο ένα έντιμο άτομο, βασιζόμενο πάνω στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί κατά τη διαδικασία, μπορούσε να εκφράσει τη γνώμη για την οποία υπάρχει το παράπονο (Merivale v. Carson [1887] 20 Q.B.D. 275, 280).

Ως προς το κατά πόσο το σχόλιο αναφέρεται σε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος αρκούμαστε να επαναλάβουμε όσα το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε. Η σωστή απονομή της δικαιοσύνης είναι αναμφίβολα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος και επομένως δικαίως θέμα για δημόσιο σχολιασμό. Όχι μόνο η δικαστική διαδικασία, αλλά και οι δικαστικές αποφάσεις αποτελούν θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και μπορούν νόμιμα να αποτελέσουν αντικείμενο σχολιασμού, μόλις η δικαστική διαδικασία ολοκληρωθεί.

Όσον αφορά δε την κατ’ ισχυρισμόν, έλλειψη καλής πίστης, καταλήγουμε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει κακοπιστία. Όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει επί του θέματος της κακοβουλίας, η δημοσιογράφος δεν γνώριζε τον εφεσείοντα προηγουμένως, ούτε και είχε κάτι εναντίον του. Του επίδικου δημοσιεύματος δεν επακολούθησε άλλο. Το δημοσίευμα παρέθεσε πλήρη εικόνα των δεδομένων και των γεγονότων από τα οποία απορρέει η διατύπωση σχολίου εκ μέρους της συντάκτριάς του περιλαμβανομένης και της χρήσης της λέξης «κομπίνα», ενώ η δημοσιογράφος στηρίχτηκε στη μαρτυρία του αστυνομικού ανακριτή που προσκομίστηκε στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας και την οποία φρόντισε να μεταφέρει στο επίδικο δημοσίευμα, όσο πιο πιστά και ισορροπημένα μπορούσε.

Το δημοσίευμα θεωρείται ότι δεν έγινε με καλή πίστη αν απο[*585]δειχθεί είτε ότι είναι αναληθές και ο συντάκτης δεν πίστευε στην αλήθεια του περιεχομένου του ή δεν κατέβαλε εύλογη φροντίδα να διαπιστώσει το αληθές ή αναληθές ή ενήργησε με σκοπό να βλάψει τον ενάγοντα σε βαθμό σημαντικά μεγαλύτερο ή με τρόπο σημαντικά διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου. Τίποτε από όλα αυτά δεν υπάρχει στην παρούσα υπόθεση και συνεπώς, σωστά το δικαστήριο έκρινε ότι αποδείκτηκε η υπεράσπιση του εύλογου και/ή έντιμου σχολίου σε θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος.

Η ελευθερία του λόγου έχει περιγραφεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως ένα από τα κύρια θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου, προστατεύεται δε τόσο από το Άρθρο 19 του Συντάγματος, όσο και από το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών η οποία κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962, Ν.39/62. Κατοχυρώνεται επίσης και προστατεύεται από το Άρθρο 7 του περί Τύπου Νόμου του 1989, Ν.145/89.

Η ελευθερία της γνώμης και της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών χωρίς παρέμβαση, είναι η λυδία λίθος της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας (Cyprus Sulphur and Copper Company Ltd κ.ά. v. Παραρλάμα Λτδ (1990) 1 C.L.R. 1051, 1064.  Βλέπε επίσης Fourri a.ο. v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152, Costa v. Republic (1982) 2 C.L.R. 120 και Cypriot Shipowners Union a.o. v. The Registrar of Trade Union a.o. (1988) 3 C.L.R. 457).

Όπως χαρακτηριστικά έχει παρατηρηθεί στην υπόθεση Μακρίδης κ.ά. v. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά. (1981) 3 C.L.R. 321, 332, χωρίς ελευθερία του τύπου δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική δημοκρατία. Χωρίς ελεύθερο τύπο δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία πληροφοριών. Μόνο εκείνοι οι οποίοι ασκούν τέτοιο δικαίωμα δύνανται να είναι σε θέση να αποφασίζουν και απολαμβάνουν την ελευθερία της απόφασης. Για να διασφαλιστεί η ελευθερία λήψης και μετάδοσης πληροφοριών στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, όχι μόνο πρέπει να δίδεται η ευκαιρία λήψης πληροφοριών ελευθέρως, αλλά και η ελευθερία μετάδοσης των πληροφοριών αυτών.

Ο εφεσείων περαιτέρω παραπονείται ότι ενώ το δικαστήριο ασχολήθηκε με την προβληθείσα υπεράσπιση της αλήθειας του δημοσιεύματος παραθέτοντας μάλιστα και τις γενικές αρχές που διέπουν την εξέταση του θέματος, τελικά εγκατέλειψε την εξέτασή του, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε κατάληξη. Το ίδιο πα[*586]ράπονο εγείρουν και οι εφεσίβλητοι με αντέφεση.

Στην πραγματικότητα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέγραψε τις νομικές αυθεντίες και υπέδειξε τι θα έπρεπε οι εναγόμενοι να αποδείξουν για να επιτύχουν στην υπεράσπιση περί της αλήθειας του δημοσιεύματος την οποία ήγειραν οι εφεσίβλητοι.

Και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Αφού το δικαστήριο κατέληξε ότι αποδείκτηκαν τόσο η υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου, όσο και του έντιμου σχολίου, δεν ήταν απαραίτητη πλέον η εξέταση της εναλλακτικής ή διαζευκτικής υπεράσπισης περί της αληθείας του δημοσιεύματος. Πρόκειται για εντελώς χωριστή υπεράσπιση η οποία βασίζεται σε διαφορετικούς λόγους και η παράλειψη του δικαστηρίου να καταλήξει επί της συγκεκριμένης υπεράσπισης, ουδόλως συνιστά ουσιώδη παράλειψη που να επηρεάζει την εγκυρότητα της απόφασης.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι η απόφαση να επιδικαστούν εναντίον του τα έξοδα της διαδικασίας είναι λανθασμένη. Υποστηρίζει ότι η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό για τον ίδιο ισοδυναμούσε με την επιτυχή διεκδίκηση της ουσίας της αξίωσής του. Το συμπέρασμα ότι το δημοσίευμα ήταν προνομιούχο ή ότι αυτό αποτελούσε εύλογο σχόλιο δεν ήταν αρκετό για να θεωρηθεί ο εφεσείων ως αποτυχών διάδικος.

Δεν συμφωνούμε ούτε εδώ με τον εφεσείοντα. Ενάγων για να πετύχει σε αγωγή δυσφήμισης δεν είναι αρκετό να αποφασιστεί ότι το επίδικο δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό. Για επιτυχή έκβαση της αξίωσής του προϋποτίθεται η απόρριψη οποιωνδήποτε τυχόν υπερασπίσεων προβάλλονται. Η παρούσα υπόθεση ουσιαστικά δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την απόφαση Παπακόκκινου κ.ά. v. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 634, που ήταν περίπτωση παράνομης επέμβασης στην οποία οι ενάγουσες πέτυχαν μεν τη βασική τους απαίτηση, αλλά δεν είχαν αποδείξει την όποια ζημιά είχαν υποστεί.

Η έφεση και η αντέφεση αποτυγχάνουν και απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, τα οποία υπολογίζουμε στα €1.700 πλέον Φ.Π.Α.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο