Ζήνωνος Ευγένιος ν. Ελένης Ζησάκη (2009) 1 ΑΑΔ 661
print
Τίτλος:
Ζήνωνος Ευγένιος ν. Ελένης Ζησάκη (2009) 1 ΑΑΔ 661

(2009) 1 ΑΑΔ 661

5 Ιουνίου, 2009

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΖΗΝΩΝΟΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΕΛΕΝΗΣ ΖΗΣΑΚΗ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Έφεση Αρ. 13/2006)

 

Οικογενειακό Δικαστήριο ― Δικαιοδοσία Οικογενειακού Δικαστηρίου ― Σχέσεις γονέων και τέκνων ― Γονική μέριμνα, επιμέλεια και φύλαξη ανηλίκων τέκνων ― Κατά πόσο αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης θεμάτων γονικής μέριμνας και επικοινωνίας παιδιών με πατέρα Κύπριο και μητέρα Ελληνίδα, τα οποία μετεγκαταστάθηκαν από την Ελλάδα στην Κύπρο και στη συνέχεια επέστρεψαν στην Ελλάδα με την μητέρα τους, όπου και έκτοτε διαμένουν μόνιμα, έχει το Κυπριακό Οικογενειακό Δικαστήριο ή τα Ελληνικά Δικαστήρια ― Κατά πόσο το Κυπριακό Οικογενειακό Δικαστήριο ήταν το δικαστήριο του συνήθους τόπου διαμονής των παιδιών.

Διεθνείς Συμβάσεις ― Σύμβαση της Χάγης του 1980 για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών, η οποία κυρώθηκε στην Κύπρο με το Νόμο του 1994 (Ν.11(ΙΙΙ)/94) ― Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου του τόπου κατακράτησης του παιδιού να μη διατάξει την επιστροφή του ― Παράγοντες οι οποίοι επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ― Κατά πόσο ετύγχανε εφαρμογής ο Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 2201/2003 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Αναγνώριση και Εκτέλεση Αποφάσεων σε Γαμικές Διαφορές Γονικής Μέριμνας, σε ό,τι αφορά επιστροφή παιδιών στον πατέρα τους.

Αναστολή δικαστικής διαδικασίας ― Αναστολή δικαστικής διαδικασίας άλλων χωρών ― Τα Δικαστήρια, ως θέμα αβρότητας, αποφεύγουν να εκδίδουν διατάγματα που ισοδυναμούν με αναστολή δικαστικών διαδικασιών σε άλλες χώρες (anti - suit injunctions).

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με απόφασή του ημερ. 24.12.03 διέτασσε την εφεσίβλητη, μητέρα των ανηλίκων παιδιών της Νικόλα και Παναγιώτη ηλικίας 11 και 7 ετών αντίστοιχα, τα οποία διαμένουν μαζί της στην Ελλάδα από τις 7.8.2003 μέχρι σήμερα, να τα επιστρέψει στην οικία του πατρός τους στη Λεμεσό της Κύπρου. Πριν την πιο πάνω ημερομηνία τα παιδιά είχαν τη συνήθη διαμονή τους στην Κύπρο.

Η εφεσίβλητη άσκησε έφεση στο Εφετείο Πειραιά, το οποίο και ανέτρεψε την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Η απόφαση του Εφετείου στηρίχθηκε στη Σύμβαση της Χάγης του 1980 για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (στο εξής «η Σύμβαση»), η οποία κυρώθηκε στην Κύπρο από το Νόμο του 1994 (Ν.11 (ΙΙΙ)/94) (στο εξής «ο Νόμος»). Συγκεκριμένα, το Εφετείο Πειραιά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του Άρθρου 13 της Σύμβασης, κρίνοντας πως δεν ενδείκνυται «τελικώς η επιστροφή των παιδιών στην Κύπρο και η παράδοση τους στον πατέρα τους».

Ο πατέρας, θεωρώντας πως αποκλειστική αρμοδιότητα να εκδικάσει το θέμα της γονικής μέριμνας και επικοινωνίας με τα παιδιά του, συνεχίζει να έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, καταχώρησε εναρκτήρια αίτηση στις 31.3.2005 επιδιώκοντας τις ακόλουθες θεραπείες:

Α.     Αναγνωριστική απόφαση ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού είναι «το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο να εκδικάσει και/ή αποφασίσει επί του θέματος γονικής μέριμνας και/ή επιμέλειας και/ή φύλαξης των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων».

Β.     Απόφαση επί της ουσίας των δικαιωμάτων του για άσκηση γονικής μέριμνας, για φύλαξη, επιμέλεια και φροντίδα των παιδιών και τη ρύθμιση της επικοινωνίας με τη μητέρα.

Γ. Διάταγμα με το οποίο να διατάζεται η μητέρα να παραδώσει τα παιδιά στον ίδιο.

Η μητέρα επέλεξε να μη συμμετάσχει στη διαδικασία και καταχώρησε «τακτική αγωγή» ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, διεκδικώντας και αυτή να εξασφαλίσει διάταγμα τόσο για φύλαξη και διατροφή, όσο και για επιμέλεια των ανηλίκων από την ίδια.

Ο πατέρας με μονομερή αίτηση ημερομηνίας 30.6.2006, ζήτησε, μεταξύ άλλων, από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού όπως η αξίωση στην παράγραφο Α του παρακλητικού μέρους της εναρκτήριας αίτησής του προδικαστεί και/ή αποφασιστεί πριν την ακρόαση της αίτησης. Η αίτηση ακούστηκε αυθημερόν.

Η συνήγορος του πατέρα κατά την ακρόαση της μονομερούς αίτησης, επικεντρώθηκε στην ερμηνεία των Άρθρων 8, 10, 11 και 19 του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 2201/2003 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Αναγνώριση και Εκτέλεση Αποφάσεων σε Γαμικές Διαφορές Γονικής Μέριμνας (στο εξής «ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003») ο οποίος κατάργησε τον Κανονισμό (ΕΚ) αρ. 1247/2000. Η συνήγορος εισηγήθηκε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, ως το δικαστήριο του συνήθους τόπου διαμονής των παιδιών, ήταν και παραμένει το μόνο αρμόδιο δικαστήριο για να αποφασίσει «επί της ουσίας των δικαιωμάτων φύλαξης» τους.

Το Οικογενειακό Δικαστήριο απέρριψε τόσο την μονομερή όσο και την εναρκτήρια αίτηση. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 περιέχει κανόνες σχετικά με την απαγωγή παιδιών. Οι κανόνες αυτοί δεν καταργούν, αλλά συμπληρώνουν τη Σύμβαση. Στις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών οι κανόνες του Κανονισμού υπερισχύουν των Κανόνων της Σύμβασης. Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 τέθηκε σε εφαρμογή την 01.3.2005 πολύ αργότερα και από την απόφαση του Εφετείου Πειραία. Ακόμα και αν ετύγχανε εφαρμογής ο Κανονισμός αυτός και πάλιν τα περιστατικά της υπόθεσης θα δικαιολογούσαν αναγνώριση διεθνούς δικαιοδοσίας στα δικαστήρια της Ελλάδας. Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 στον οποίο στήριξε τις προσδοκίες του ο πατέρας περιέχει και κανόνες για αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων κράτους μέλους σε άλλο κράτος μέλος. Τέτοια είναι η απόφαση του Εφετείου Πειραιά. Ο πατέρας μπορεί να προωθήσει τα γονικά του δικαιώματα ενώπιον των Δικαστηρίων της Ελλάδας, που μετά την απόφαση του Εφετείου Πειραιά για μη επιστροφή των παιδιών, είναι αποκλειστικά αρμόδια να εκδικάσουν την ουσία της διαφοράς.

Ο πατέρας εφεσίβαλε την απόφαση. Η συνήγορός του ισχυρίζεται ότι, αντίθετα με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η απόφαση του Εφετείου Πειραιά για μη επιστροφή των παιδιών δεν είναι τελεσίδικη. Στην ουσία η συνήγορος επιδιώκει με διάφορα επιχειρήματα να εξουδετερώσει την απόφαση του Εφετείου Πειραιά, με απώτερο σκοπό να εκδικαστεί το ζήτημα της επιστροφής των παιδιών εκ νέου από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής αφού τέθηκε σε ισχύ μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου Πειραιά, η οποία ρύθμισε τελεσίδικα το θέμα. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, αν ο εφεσείων επιδιώκει αναθεώρηση της απόφασης του Εφετείου Πειραιά σε σχέση με την επιστροφή των παιδιών όφειλε να αναπτύξει εκεί τα επιχειρήματά του.

2. Ο εφεσείων δεν δικαιούται να επαναφέρει στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού οποιοδήποτε αίτημα το οποίο αντιμάχεται την απόφαση του Εφετείου Πειραιά για την επιστροφή των παιδιών του.

3. Η πρωτόδικη απόφαση, ενώ ξεκαθαρίζει το νομικό πλαίσιο που αφορά στο νέο αίτημα για επιστροφή των παιδιών, δεν ξεκαθαρίζει το νομικό πλαίσιο με βάση το οποίο θα έπρεπε να εξεταστεί το μέρος της αίτησης που αφορούσε στη γονική μέριμνα και επικοινωνία, που δεν ήταν άλλο από τον Κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003.

4. Σε σχέση με το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου για τα θέματα της γονικής μέριμνας και επικοινωνίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι μεταξύ των κρατών μελών ο Κανονισμός υπερισχύει της Σύμβασης.

5. Μετά την απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η συνήθης διαμονή των παιδιών, νομίμως κατέστη η Ελλάδα. Τα μέρη δεν υπέβαλαν δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης του 1980, αίτηση για γονική μέριμνα ή επικοινωνία. Την 1.3.2005 τέθηκε σε ισχύ ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003, ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται και στην Κύπρο μετά την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έκτοτε, ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 υπερισχύει της Σύμβασης (Άρθρο 60 του Κανονισμού).

6. Εφόσον τα παιδιά, μετά την απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα, τα Ελληνικά Δικαστήρια έχουν, δυνάμει του Άρθρου 8 του Κανονισμού, γενική δικαιοδοσία να επιληφθούν θεμάτων γονικής μέριμνας και επικοινωνίας. Επομένως, η τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αν και ορθή, αιτιολογείται με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο, ο οποίος, δεν είναι απόλυτα ορθός.

7. Τα ύψιστα συμφέροντα των παιδιών σε θέματα γονικής μέριμνας και επικοινωνίας θα εξυπηρετούνταν καλύτερα από τα δικαστήρια της Ελλάδος, με την οποία τα παιδιά έχουν πλέον ιδιαίτερη σχέση. Επομένως τα δικαστήρια της Ελλάδος, είναι καταλληλότερα να εκδικάσουν τα εκκρεμή θέματα γονικής μέριμνας, επικοινωνίας και διατροφής. Το Ελληνικό Δικαστήριο σεβάστηκε την επιθυμία των παιδιών, τα οποία σήμερα είναι 17 και 13 χρόνων αντίστοιχα και μπορούν να εκφέρουν άποψη για το που επιθυμούν να μείνουν, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Σύμβασης. Επομένως, τα ζητήματα που αποσκοπούν στη ρύθμιση θεμάτων γονικής μέριμνας, ορθά θεωρήθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο να ρυθμιστούν από τα Ελληνικά δικαστήρια, όπου διαμένουν τα παιδιά. Σε διαφορετική περίπτωση, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού θα ήταν αναγκασμένο, κατ’ αντίθεση με τις πρόνοιες των Κανονισμών, να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα προς τα Ελληνικά δικαστήρια, όπως σταματήσουν τη δικαστική διαδικασία της μητέρας, κάτι που είναι ανεπιθύμητο. Πέραν της νομικής περιπλοκότητας που ενδεχομένως θα δημιουργείτο, τα Δικαστήρια ως θέμα αβρότητας, αποφεύγουν να εκδίδουν διατάγματα που ισοδυναμούν με αναστολή δικαστικών διαδικασιών σε άλλες χώρες (anti - suit injunctions).

Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Καρατσής, Δ.), (Αίτηση Αρ. 64/05), ημερομ. 18.8.2006.

Φ. Νικολάου, για τον Εφεσείοντα.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση είναι το απότοκο δικαστικών διαδικασιών, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της απαγωγής από τη μητέρα των δύο ανήλικων παιδιών των διαδίκων και της μεταφοράς και κατακράτησης τους στην Ελλάδα. Να σημειώσουμε ότι κατά την έναρξη της δικαστικής διαμάχης μεταξύ των γονέων το 2003, τα δύο παιδιά ήταν ηλικίας 11 και 7 χρόνων, ενώ σήμερα είναι περίπου 17 και 13 χρόνων, αντίστοιχα.

Το ιστορικό της διαφοράς συνοψίζεται ικανοποιητικά στην εκκαλούμενη απόφαση από την οποία παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα:-

«Τα παιδιά στα οποία αναφέρεται η παραπάνω απόφαση είναι ο Νικόλας Ζήνωνος και Παναγιώτης Ζήνωνος. Είναι παιδιά των διαδίκων στην παρούσα υπόθεση. Το οδοιπορικό τους αναδεικνύεται επώδυνο για τον πατέρα εξαιτίας της σαφώς παρελκυστικής τακτικής που ακολούθησε η μητέρα μέχρι σήμερα. Αδιαφορώντας πλήρως σε ό,τι αφορά διαδικασίες ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων και κατακρατώντας παράνομα τα παιδιά στην Ελλάδα ανέμενε την παραπάνω απόφαση που δικαίωνε τις προσδοκίες της. Αποκλείοντας βέβαια από το χρόνο της παράνομης κατακράτησης μέχρι και σήμερα τον πατέρα από κάθε επικοινωνία με τα παιδιά τους.

Αφετηρία στην επώδυνη περιπέτεια του πατέρα υπήρξε η συναίνεση του για μετάβαση της μητέρας με τα παιδιά στην Ελλάδα στις 07.08.2003, προκειμένου να επισκεφθεί τη μητέρα της. Η επιστροφή τους στην Κύπρο ήταν προγραμματισμένη στις 22.08.2003.

Όταν ο πατέρας έλαβε γνώση της απόφασης της μητέρας να παραμείνει με τα παιδιά τους μόνιμα στην Ελλάδα, με διάβημα του στην Κεντρική Αρχή της Κύπρου, που κατά το Αρθρο 4 του νόμου είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, έθεσε σε λειτουργία το μηχανισμό της σύμβασης. Το Ελληνικό Δημόσιο ανταποκρίθηκε σε παράκληση της Κεντρικής Αρχής της Κύπρου και ενεργώντας κατά το Αρθρο 8 της σύμβασης παρείχε τη συνδρομή του στη διασφάλιση της επιστροφής των παιδιών. Έτσι προέκυψε η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά της 24.12.03 που διέτασσε τη μητέρα «να επιστρέψει τα ανήλικα τέκνα που έχει αποκτήσει με τον Ευγένιο Ζήνωνος, ήτοι το Νικόλαο και τον Παναγιώτη ηλικίας 11 και 7 ετών αντίστοιχα, στην οικία του πατρός τους στη Λεμεσό της Κύπρου (οδός Μάνου Κατράκη αριθμός 4)». Απόφαση όμως που ανέτρεψε η απόφαση του Εφετείου Πειραιά, στην οποία έχω αναφερθεί.

Η άσκηση της αίτησης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά ματαίωσε την αίτηση 9479/8.8.2003 που η μητέρα άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών προκειμένου να της ανατεθεί η επιμέλεια των παιδιών και να της επιδικαστεί διατροφή.

Μετά την παράνομη κατά το Αρθρο 3 της σύμβασης κατακράτηση των παιδιών από τη μητέρα, ο πατέρας προέβηκε σε παράλληλο διάβημα και στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού. Στο πλαίσιο της Αίτησης Αρ. 182/2003 εκδόθηκε στις 02.09.2003 προσωρινό διάταγμα για επαναφορά των παιδιών εντός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, για παράδοση των ταξιδιωτικών τους εγγράφων στον Πρωτοκολλητή και για μη μετακίνηση τους από την Κύπρο μέχρι την εκδίκαση της αίτησης. Η μητέρα δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία εκείνη. Το προσωρινό διάταγμα έγινε οριστικό στις 02.10.2003. Η Αίτηση Αρ. 182/2003 εκδικάστηκε από τον Πρόεδρο του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Η απόφασή του της 09.07.2003 είναι ευθυγραμμισμένη με το προσωρινό διάταγμα της 02.09.2003.»

Στις 30.7.2004 εκδόθηκε η απόφαση του Εφετείου Πειραιά στην έφεση που άσκησε η μητέρα κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο διέτασσε την επιστροφή των παιδιών. Η απόφαση του Εφετείου ήταν ανατρεπτική. Στηρίχθηκε στη Σύμβαση της Χάγης του 1980 για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (στο εξής «η Σύμβαση»), η οποία στην Κύπρο κυρώθηκε από το Νόμο του 1994 (Ν. 11(ΙΙΙ)/94) (στο εξής «ο Νόμος»). Συγκεκριμένα, το Εφετείο Πειραιά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του Αρθρου 13 της Σύμβασης, κρίνοντας πως δεν ενδείκνυται «τελικώς η επιστροφή των παιδιών στην Κύπρο και η παράδοση τους στον πατέρα τους.».

Παρά την απόφαση του Εφετείου, με την οποία αποφασίζεται όπως τα παιδιά παραμείνουν με την μητέρα, εκκρεμούσε το θέμα της γονικής μέριμνας και επικοινωνίας του πατέρα. Αντί άλλης αντίδρασης στην απόφαση του Εφετείου Πειραιά, ο πατέρας επέλεξε να επανέλθει στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, το οποίο θεωρεί ότι συνεχίζει να έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να εκδικάσει θέματα γονικής μέριμνας.

Έτσι, με εναρκτήρια αίτηση που καταχώρησε την 31.3.2005, επιδίωξε 7 θεραπείες: Με την πρώτη, που είναι και η σημαντικότερη, επιζητεί αναγνωριστική απόφαση ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού είναι «το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο να εκδικάσει και/ή αποφασίσει επί του θέματος γονικής μέριμνας και/ή επιμέλειας και/ή φύλαξης των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων.». Με τις θεραπείες Β, Γ και Δ αιτείται απόφαση επί της ουσίας των δικαιωμάτων του για άσκηση γονικής μέριμνας, για φύλαξη, επιμέλεια και φροντίδα των παιδιών και τη ρύθμιση της επικοινωνίας της μητέρας. Τέλος, με τη θεραπεία Ε αιτείται διάταγμα με το οποίο να διατάζεται η μητέρα να παραδώσει τα παιδιά στον ίδιο.

Η μητέρα επέλεξε να μην συμμετάσχει στη διαδικασία.  Όμως, προκύπτει από τα πρακτικά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι και η μητέρα στις 11.11.2005 προχώρησε με «τακτική αγωγή» (Αρ. 2942/05) ενώπιον Ελληνικών Δικαστηρίων, διεκδικώντας και αυτή να εξασφαλίσει διατάγματα τόσο για φύλαξη και διατροφή, όσο και για επιμέλεια των ανηλίκων από την ίδια. Σχετική επίδοση των εγγράφων έγινε στον Αιτητή στις 14.6.2006.

Η ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, ήταν προγραμματισμένη να αρχίσει στις 30.6.2006. Ματαιώθηκε όμως μετά από νέο διάβημα του πατέρα.  Με μονομερή αίτηση ημερομηνίας 30.6.2006, ζήτησε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού τις πιο κάτω θεραπείες:-

«Α. Όπως το εξής νομικό ζήτημα και/ή ερώτημα και/ή αξίωση του Αιτητή όπως αυτή τίθεται στην παράγραφο Α του παρακλητικού μέρους της εναρκτήριας υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτησής του προδικαστεί και/ή αποφασισθεί από το Δικαστήριο πρώτα και/ή πριν την ακρόαση και/ή τελική εκδίκαση της αίτησης ως προδικαστικό ζήτημα και/ή νομικό πρόκριμα και/ή νομικό σημείο.

Β. Αναγνωριστική Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου αναγνωρίζον και/ή διατάττον ότι το αποκλειστικά αρμόδιο Δικαστήριο να εκδικάσει και/ή αποφασίσει επί του θέματος της γονικής μέριμνας και/ή επιμέλειας και/ή φύλαξης των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού ως το Δικαστήριο του τόπου της μόνης, νόμιμης και/ή μόνιμης διαμονής των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων Νικολάου Ζήνωνος και Παναγιώτη Ζήνωνος.

Γ. Διατάγματα Δικαστηρίου δίδον οδηγίες και/ή διατάσσον την άμεση διαβίβαση και/ή εφαρμογή και/ή εκτέλεση εκδοθεισόμενων υπό Α και/ή Β Διαταγμάτων και/ή του Διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερομηνίας 9/7/04 στην αίτηση αρ. 182/03 του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Δ. Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάσσον την άμεση διαβίβαση των εκδοθέντων δυνάμει της παρούσας αίτησης Διαταγμάτων προς τα αρμόδια Ελληνικά Δικαστήρια και/ή αρμόδιες Ελληνικές Αρχές προς άμεση αναστολή και/ή διακοπή κάθε παράλληλης διαδικασίας αγωγής αφορώσας θέματα γονικής μέριμνας των ανηλίκων παιδιών των διαδίκων.

Ε. Οποιοδήποτε άλλο και/ή περαιτέρω Διάταγμα ήθελε κρίνει αναγκαίο και/ή εύλογο σε σχέση με τα εγειρόμενα θέματα στα δικόγραφα και/ή δια σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης και/ή προς εξοικονόμηση χρόνου και/ή εξόδων.

Στ. Έξοδα Φ.Π.Α. επί των εξόδων (00667172J).»

Η αίτηση ακούστηκε αυθημερόν.  Τα επιχειρήματα της ευπαίδευτης συνηγόρου του πατέρα κατά την ακρόαση της μονομερούς αίτησης, επικεντρώθηκαν στην ερμηνεία των Άρθρων 8, 10, 11 και 19 του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 2201/2003 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Αναγνώριση και Εκτέλεση Αποφάσεων σε Γαμικές Διαφορές Γονικής Μέριμνας (στο εξής «ο Κανονισμός 2201/2003») ο οποίος κατάργησε τον Κανονισμό (ΕΚ) αρ. 1247/2000.

Ήταν η εισήγηση της ευπαίδευτης δικηγόρου του Αιτητή, κας Νικολάου, ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, ως το δικαστήριο του συνήθους τόπου διαμονής των παιδιών, ήταν και παραμένει το μόνο αρμόδιο δικαστήριο για να αποφασίσει «επί της ουσίας των δικαιωμάτων φύλαξης» τους.

Το Οικογενειακό Δικαστήριο απέρριψε τόσο τη μονομερή όσο και την εναρκτήρια αίτηση. Παραθέτουμε το σχετικό σκεπτικό:-

«Όσα προεξέθεσα προϊδεάζουν την έκβαση της μονομερούς και κατ’ επέκταση της εναρκτήριας αίτησης. Να υποδείξω πρώτα πως τα επιχειρήματα της ευπαίδευτης συνηγόρου του πατέρα θα είχαν θέση, μόνο αν αναπτύσσονταν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εάν βέβαια ήταν (που δεν ήταν) δυνατή η εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 στο χρόνο εκείνο. [Το Άρθρο 72 του Κανονισμού καθορίζει ως ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του την 01.03.2005].

Πράγματι ο Κανονισμός (ΕΚ) περιέχει κανόνες σχετικά με την απαγωγή των παιδιών. Οι κανόνες αυτοί δεν καταργούν, αλλά συμπληρώνουν τη σύμβαση. Στις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών οι κανόνες του κανονισμού υπερισχύουν των κανόνων της σύμβασης. Το δικαστήριο που οφείλει να εφαρμόσει τον Κανονισμό είναι το δικαστήριο του κράτους μέλους που εφαρμόζει τη σύμβαση, το δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση για επιστροφή του παιδιού. Με άλλα λόγια δεν είναι το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο έγινε η απαγωγή του παιδιού, αλλά το δικαστήριο του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση για επιστροφή του παιδιού που εφαρμόζει τη σύμβαση όπως αυτή συμπληρώθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003. Το δικαστήριο που εξέτασε την αίτηση για επιστροφή του Νικόλα και Παναγιώτη ήταν το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εξέδωσε την απόφαση του στις 24.12.2003. Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 τέθηκε σε εφαρμογή την 01.03.2005 πολύ αργότερα ακόμη και από την απόφαση του Εφετείου Πειραιά.

Ακόμη και αν ήταν η κατάλληλη ώρα για εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 και πάλιν τα περιστατικά της υπόθεσης θα δικαιολογούσαν αναγνώριση διεθνούς δικαιοδοσίας στα δικαστήρια της Ελλάδας [βλ. Άρθρα 10,11, 40, 42 και 55 του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003]. Ας σημειωθεί ότι τα παιδιά διαμένουν στην Ελλάδα από 07.08.2003 μέχρι σήμερα. Ας σημειωθεί ακόμη αυτό που το Εφετείο Πειραιά αναφέρει στην απόφαση του αναφορικά με τη διαβίωση των παιδιών στην Κύπρο, πριν την απαγωγή, αλλά και την ένταξη τους στο νέο περιβάλλον, μετά την απαγωγή.

«Τα παιδιά αυτά, αφού μετεγκαταστάθηκαν από την Ελλάδα στη Λεμεσό της Κύπρου, προσαρμόστηκαν γρήγορα στο εκεί περιβάλλον τους με καλές επιδόσεις στις σχολικές και εξωσχολικές δραστηριότητες τους (…..). Εξίσου όμως γρήγορα μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα επανεντάχθηκαν στην ελληνική πραγματικότητα και συνέχισαν τις ίδιες δραστηριότητες (…..). Ήδη έχουν προσαρμοσθεί στο νέο τους περιβάλλον και το αποδέχονται, μολονότι αυτό τους προσφέρει λιγότερες ανέσεις απ’ ότι το περιβάλλον της Κύπρου, αφού προσωρινά διαμένουν μαζί με την Καθ’ ης η αίτηση στη μικρή οικία της γιαγιάς τους (μητέρας της Καθ’ ης η αίτηση) στη Νίκαια Αττικής και έχουν στη διάθεση τους λιγότερους οικονομικούς πόρους.»

Είμαι της άποψης πως αν ο πατέρας δεν αποδέχεται την απόφαση του Εφετείου Πειραιά η αντίδραση του θα έπρεπε να στραφεί αλλού. Όχι πάντως στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού. Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 στον οποίο αλυσιτελώς στήριξε τις προσδοκίες του, εφόσον ετεροχρονισμένα τον επικαλείται, δεν περιέχει κανόνες μόνο για την απαγωγή παιδιών. Περιέχει και κανόνες για αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων κράτους μέλους σε άλλο κράτος μέλος. Τέτοια είναι η απόφαση του Εφετείου Πειραιά. Μου φαίνεται εν πάση περιπτώσει ουτοπικό να ζητείται από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα «προς τα Ελληνικά Δικαστήρια και/ή αρμόδιες Ελληνικές Αρχές προς άμεση αναστολή και/ή διακοπή κάθε παράλληλης διαδικασίας αγωγής αφορώσας θέματα γονικής μέριμνας των ανηλίκων παιδιών των διαδίκων.». Ουτοπικό μου φαίνεται και το αίτημα να διατάξω την εκτέλεση στην Ελλάδα της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην αίτηση 182/2003.

Αισθάνομαι πως είπα πολλά για υπόθεση που δεν θα έπρεπε ν’ απασχολήσει το Οικογενειακό Δικαστήριο για δεύτερη φορά. Το έπραξα όμως για να αντιληφθεί ο πατέρας δύο πράγματα. Ότι η απόφαση του Εφετείου Πειραιά δεν αποτελεί απόφαση επί της ουσίας οποιουδήποτε θέματος φύλαξης και ότι μπορεί να προωθήσει τα γονικά δικαιώματα του ενώπιον των Δικαστηρίων της Ελλάδας, που μετά την απόφαση του Εφετείου Πειραιά για μη επιστροφή των παιδιών είναι αποκλειστικά αρμόδια να εκδικάσουν την ουσία της διαφοράς.»

Ο Εφεσείων με 11 λόγους έφεσης, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση. Οι λόγοι έφεσης στην ουσία επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα που ο Εφεσείων πρόβαλε πρωτοδίκως. Μπορούν να χωριστούν σε τρεις ενότητες. Οι δύο πρώτες είναι συναφείς. Η πρώτη στοχεύει στο να καταρρίψει την κατάληξη του Οικογενειακού Δικαστηρίου ότι δεν έχει αρμοδιότητα και ότι μετά την απόφαση του Εφετείου Πειραιά, αρμοδιότητα για να επιληφθούν θεμάτων γονικής μέριμνας έχουν τα Ελληνικά δικαστήρια (βλ. λόγους έφεσης Β, Γ, Δ και Ε). Η δεύτερη συναφής ενότητα, αφορά στους νομικούς λόγους που προβάλλει ο Εφεσείων για να πείσει ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την έλλειψη δικαιοδοσίας του, είναι λανθασμένη (βλ. λόγους έφεσης Α, ΣΤ, Ζ και Θ). Στην ουσία τα επιχειρήματα της δικηγόρου του Εφεσείοντος σ’ αυτήν την ενότητα, στοχεύουν στο να καταδείξουν ότι είναι λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003. Στην τρίτη και τελευταία ενότητα, μπορούν να ενταχθούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης, οι οποίοι άπτονται παρεπόμενων θεμάτων και ιδιαίτερα της ορθότητας της αντίδρασης του Αιτητή να χρησιμοποιήσει το Οικογενειακό Δικαστήριο για προώθηση της αίτησης του (βλ. λόγους έφεσης Η, Ι και Κ).

Η έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιόν μας, καθυστέρησε για 2 περίπου χρόνια, λόγω των δυσχερειών που προέκυψαν στην επίδοση της ειδοποίησης έφεσης, ένεκα της αλλαγής της διεύθυνσης της Εφεσίβλητης. Τελικά, εκδόθηκε διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση η οποία έγινε σύμφωνα με τον Κυρωτικό Νόμο 55/84. Ωστόσο η Εφεσίβλητη δεν εμφανίστηκε.

Θα εξετάσουμε τις τρεις ενότητες μαζί, αφού είναι αλληλένδετες. Θα ασχοληθούμε πρώτα με το κατά πόσον η απόφαση του Εφετείου Πειραιά είναι και σε ποιο βαθμό τελεσίδικη και ποια τα περιθώρια του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού να επιληφθεί εκ νέου του θέματος επιστροφής των παιδιών, καθώς και θεμάτων γονικής μέριμνας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δυνάμει της Σύμβασης, η απόφαση του Εφετείου Πειραιά για μη επιστροφή των παιδιών, είναι τελεσίδικη. Με αυτό το εύρημα διαφωνεί ο Εφεσείων. Κατά την άποψη μας, το συμπέρασμα του δικαστηρίου είναι ορθό. Όπως ορθά εξηγεί ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, η Σύμβαση χαράσσει μια τέτοια διαδικασία, που αποσκοπεί στην ταχεία αποκατάσταση του status quo με τη μικρότερη δυνατή βλάβη στο παιδί. Με βάση το Αρθρο 16, το δικαστήριο στη χώρα που κατακρατείται το παιδί, δεν υπεισέρχεται σε θέματα «επί της ουσίας των δικαιωμάτων φύλαξης», μέχρις ότου αποφασιστεί τελεσίδικα δυνάμει της Σύμβασης κατά πόσο το παιδί θα επιστραφεί ή όχι. Η Σύμβαση δια του Αρθρου 13 δίδει στο δικαστήριο του τόπου που κατακρατείται το παιδί, διακριτική ευχέρεια να μη διατάξει την επιστροφή του παιδιού, αν αποδειχθεί μεταξύ άλλων ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του να το εξέθετε σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή διαφορετικά θα το έθετε σε αφόρητη κατάσταση. Το δικαστήριο δύναται επίσης να αρνηθεί να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, αν διαπιστώσει ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του και βρίσκεται σε ηλικία και βαθμό ωριμότητας που υποδεικνύουν να ληφθούν υπόψη οι απόψεις του.

Το Εφετείο Πειραιά, ενώ αποδέχθηκε ότι η κατακράτηση των παιδιών ήταν παράνομη μέσα στην έννοια του Αρθρου 3 της Σύμβασης, εντούτοις ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του Αρθρου 13 έκρινε πως δεν έπρεπε να διαταχθεί η επιστροφή τους. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου Πειραιά:-

«Συντρέχει συνεπώς περίπτωση εφαρμογής του Αρθρου 13 περ. β΄ της από 25.10.1980 Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης, σύμφωνα με το οποίο η δικαστική (ή διοικητική) αρχή του κράτους που έχει επιληφθεί της αιτήσεως για την επιστροφή του παιδιού, που κατακρατείται παράνομα στο κράτος αυτό, δεν υποχρεούται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού στο κράτος, όπου διέμενε πριν από την απαγωγή του, εφόσον μεταξύ άλλων αποδεικνύεται από τον αντιτιθέμενο στην επιστροφή του παιδιού ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του να το εκθέσει σε ψυχική δοκιμασία ή διαπιστώνεται ότι το ίδιο το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του. Οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν κατά τα προεκτεθέντα στη συγκεκριμένη περίπτωση, οπότε με βάση την παρεχόμενη από το παραπάνω άρθρο ευχέρεια δεν πρέπει να διαταχθεί τελικώς η επιστροφή των παιδιών στην Κύπρο και η παράδοσή τους στον πατέρα τους, όπως η εκκαλούμενη απόφαση διέταξε ύστερα από εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και της γνώμης των παιδιών. Κατά παραδοχή λοιπόν του δεύτερου λόγου της εφέσεως της καθ’ ης η αίτηση πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και από ουσιαστικής πλευράς και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ενώ η έφεση του Ελληνικού Δημοσίου πρέπει πλέον ν’ απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου, ….».

Η συνήγορος του Αιτητή ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση δεν είναι τελεσίδικη. Διαφωνούμε. Στην ουσία η κα Νικολάου επιδιώκει με διάφορα επιχειρήματα να εξουδετερώσει την απόφαση του Εφετείου Πειραιά, με απώτερο σκοπό να εκδικαστεί το ζήτημα της επιστροφής των παιδιών εκ νέου από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003. Όπως ορθά διαπιστώνει ο πρωτόδικος δικαστής, με την έκδοση της απόφασης από τα Ελληνικά δικαστήρια, ο μηχανισμός της Σύμβασης για επιστροφή των παιδιών, τουλάχιστον σ’ εκείνο το επίπεδο της δικαστικής διαδικασίας, ολοκληρώθηκε. Σύμφωνα με το Αρθρο 19 της Σύμβασης, η απόφαση δεν εκλαμβάνεται ως απόφαση επί της ουσίας οποιουδήποτε θέματος φύλαξης. Απομένουν θέματα γονικής μέριμνας και διασφάλισης της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων επικοινωνίας. Όμως, θέματα που άπτονται της επιστροφής των παιδιών, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν ολοκληρωθεί.

Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 επί του οποίου η συνήγορος του Αιτητή στήριξε το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας της, σε ό,τι αφορά την επιστροφή των παιδιών δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής αφού, όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, ο συγκεκριμένος Κανονισμός τέθηκε σε εφαρμογή την 1.3.2005, ενώ η απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η οποία ρύθμιζε τελεσίδικα το θέμα, εξεδόθη στις 30.7.2004. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, αν ο Εφεσείων επιδιώκει για οποιοδήποτε λόγο αναθεώρηση της απόφασης του Εφετείου Πειραιά, σε σχέση με την επιστροφή των παιδιών, όφειλε να επιχειρήσει να αναπτύξει τα επιχειρήματα του εκεί. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου και επί αυτού του σημείου είναι απόλυτα ορθή.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο Εφεσείων δεν δικαιούται να επαναφέρει στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού οποιοδήποτε αίτημα το οποίο να αντιμάχεται την απόφαση του Εφετείου Πειραιά για μη επιστροφή των παιδιών. Επομένως, το προστακτικό διάταγμα που ζητείται με την παράγραφο Ε της εναρκτήριας αίτησης, ορθώς απορρίφθηκε. Το ίδιο ισχύει και για το Διάταγμα της παραγράφου Γ της μονομερούς αίτησης, με το οποίο ζητείται εκτέλεση του διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, για επιστροφή των παιδιών, ημερ. 9.7.2004. Όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, το συγκεκριμένο διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο Πειραιά, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, δυνάμει του Αρθρου 13 της Σύμβασης.

Όπως έχουμε ήδη υποδείξει, τα θέματα γονικής μέριμνας δεν έχουν ακόμη ρυθμιστεί μεταξύ των διαδίκων. Υπάρχουν σήμερα δύο παράλληλες διαδικασίες, η μια από τον πατέρα στην Κύπρο και η άλλη από τη μητέρα στην Ελλάδα για την επιμέλεια και διατροφή των παιδιών και την επικοινωνία του άλλου γονέα. Η αίτηση του πατέρα είναι η εναρκτήρια αίτηση, ημερομηνίας 31.3.2005. Η αίτηση της μητέρας καταχωρίστηκε στην Ελλάδα περίπου 7 μήνες μετά, και συγκεκριμένα στις 11.11.05. Ούτε η μια ούτε η άλλη μπορεί να θεωρηθούν ότι έγιναν δυνάμει του Αρθρου 21 της Σύμβασης της Χάγης, αφού από την 1.3.2005 τέθηκε σε ισχύ ο Κανονισμός (EK) 2201/2003. Η πρωτόδικη απόφαση, ενώ ξεκαθαρίζει το νομικό πλαίσιο που αφορά στο νέο αίτημα για επιστροφή των παιδιών, δεν ξεκαθαρίζει το νομικό πλαίσιο με βάση το οποίο θα έπρεπε να εξεταστεί το μέρος της αίτησης που αφορούσε στη γονική μέριμνα και επικοινωνία, που δεν ήταν άλλο από τον Κανονισμό (ΕK) 2201/2003.

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τους λόγους έφεσης που άπτονται του μέρους της αίτησης και αφορά στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου για τα εναπομείναντα θέματα γονικής μέριμνας και επικοινωνίας. Γι’ αυτά θα πρέπει να αποφασιστεί κατά πόσον το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού έχει διεθνή δικαιοδοσία. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν έχει. Η συνήγορος του Αιτητή διαφωνεί.

Η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1.5.2004. Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 σύμφωνα με το Αρθρο 72, τέθηκε σε άμεση ισχύ από τις 1.3.2005, οπότε και άρχισε να ισχύει και για την Κύπρο. Το Αρθρο 60 του Κανονισμού προβλέπει ότι:-

«Άρθρο 60

Σχέση με ορισμένες πολυμερείς συμβάσεις

Στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών που είναι συμβαλλόμενα μέρη του, ο παρών κανονισμός υπερισχύει των ακόλουθων συμβάσεων, στο βαθμό που αφορούν θέματα διεπόμενα από αυτόν:

α) σύμβαση της Χάγης, της 5ης Οκτωβρίου, 1961, σχετικά με την αρμοδιότητα των αρχών και το εφαρμοστέο δίκαιο όσον αφορά την προστασία των ανηλίκων·

β) σύμβαση του Λουξεμβούργου, της 8ης Σεπτεμβρίου, 1967, για την αναγνώριση αποφάσεων που αφορούν το κύρος γάμων·

γ) σύμβαση της Χάγης, της 1ης Ιουνίου, 1970, για την αναγνώριση αποφάσεων διαζυγίου και δικαστικού χωρισμού·

δ) ευρωπαϊκή σύμβαση, της 20ης Μαΐου, 1980, για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε θέματα επιμέλειας των τέκνων καθώς και για την αποκατάσταση της επιμέλειάς τους, και

ε) σύμβαση της Χάγης, της 25ης Οκτωβρίου, 1980, για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών.»

 

Με βάση τα πιο πάνω, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι μεταξύ κρατών μελών ο Κανονισμός υπερισχύει της Σύμβασης*. Θα πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε στη συνέχεια τί προβλέπει ο Κανονισμός για θέματα γονικής μέριμνας και επικοινωνίας.

Μέχρι την απαγωγή τους το 2003, τα παιδιά είχαν τη συνήθη διαμονή τους στην Κύπρο. Τα δικαστήρια στην Κύπρο διατήρησαν την διεθνή δικαιοδοσία τους, μέχρι το 2004 που εκδόθηκε η απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης του 1980. Έκτοτε, η συνήθης διαμονή των παιδιών, νομίμως κατέστη η Ελλάδα. Τα μέρη δεν υπέβαλαν δυνάμει της Σύμβασης, αίτηση για γονική μέριμνα ή επικοινωνία. Την 1.3.2005 τέθηκε σε ισχύ ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003, ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται και στην Κύπρο μετά την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από αυτή τη στιγμή και μετά, ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 υπερισχύει της Σύμβασης (Αρθρο 60 του Κανονισμού).

Το 2005 τα μέρη επανέρχονται με θέματα γονικής μέριμνας και επικοινωνίας. Προηγήθηκε ο Αιτητής με την εναρκτήρια αίτηση του ημερομηνίας 31.3.2005. Το Αρθρο 8 του Κανονισμού, προβλέπει ότι γενική δικαιοδοσία για γονική μέριμνα έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει συνήθη διαμονή «κατά την στιγμή της άσκησης της προσφυγής». Κατά την 31.3.2005 που καταχωρίστηκε η εναρκτήρια αίτηση του Εφεσείοντος στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, τα παιδιά είχαν από της ημερομηνίας της απόφασης του Εφετείου Πειραιώς – 30.7.2004 – τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα και ως εκ τούτου τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν, δυνάμει του Άρθρου 8 του Κανονισμού, γενική δικαιοδοσία να επιληφθούν θεμάτων γονικής μέριμνας και επικοινωνίας. Επομένως, η τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου αν και ορθή, αιτιολογείται με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο, ο οποίος κατά την άποψή μας δεν είναι απόλυτα ορθός.

Ακόμη και αν η κατάληξη μας ήταν διαφορετική και βρίσκαμε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού είχε δικαιοδοσία ως προς τα θέματα της γονικής μέριμνας και επικοινωνίας, και πάλιν θα θεωρούσαμε δυνάμει του Αρθρου 15 του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 ότι τα δικαστήρια της Ελλάδος, με την οποία τα παιδιά έχουν πλέον ιδιαίτερη σχέση, είναι καταλληλότερα να εκδικάσουν τα εκκρεμή θέματα γονικής μέριμνας, επικοινωνίας και διατροφής. Η απόφασή μας αυτή θα στηριζόταν εξ ολοκλήρου στο ότι εξυπηρετούνταν τα ύψιστα συμφέροντα των παιδιών.

Επομένως, τα ζητήματα που αποσκοπούν στη ρύθμιση θεμάτων γονικής μέριμνας, ορθά θεωρήθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο να ρυθμιστούν από τα Ελληνικά δικαστήρια, όπου διαμένουν τα παιδιά. Σε διαφορετική περίπτωση, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού θα ήταν αναγκασμένο, κατ’ αντίθεση με τις πρόνοιες των Κανονισμών, να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα προς τα Ελληνικά δικαστήρια, όπως σταματήσουν τη δικαστική διαδικασία της μητέρας, κάτι που είναι ανεπιθύμητο. Πέραν της νομικής περιπλοκότητας που ενδεχομένως θα δημιουργείτο, τα Δικαστήρια ως θέμα αβρότητας, αποφεύγουν να εκδίδουν διατάγματα που ισοδυναμούν με αναστολή δικαστικών διαδικασιών σε άλλες χώρες (anti-suit injunctions).

Η τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου (ότι τα δικαστήρια της Ελλάδος και όχι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδικάσουν την ουσία της διαφοράς των διαδίκων), αν και στηρίζεται σε λανθασμένη αιτιολογία, στην ουσία είναι ορθή. Ορθή είναι επίσης η υπόδειξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων, αν επιθυμεί, μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματα του ενώπιον των Ελληνικών δικαστηρίων. Όμως, όποια και αν είναι η επόμενη του ενέργεια, θα ήταν σοφόν εκ μέρους του, να λάβει σοβαρά υπόψη την ευημερία των παιδιών του και ιδιαίτερα ότι τουλάχιστον το ένα παιδί είναι σήμερα 17 χρόνων, και πλησιάζει την ενηλικίωση, ενώ το δεύτερο είναι 13 χρόνων και ότι και τα δύο έχουν εκφράσει την άποψη για το που επιθυμούν να μείνουν, άποψη η οποία έγινε σεβαστή από το Ελληνικό δικαστήριο, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Σύμβασης.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης, οι οποίοι στην ουσία αντιστρατεύονται την πιο πάνω ορθή κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία, δεν μπορεί να ευσταθούν.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Εφόσον η μητέρα δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία, δεν επιδικάζουμε έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

* Βλ. σελίδα 8 της πρωτόδικης απόφασης και σελίδα 669 πιο πάνω.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο