Zehil Sabine ν. Neil Roberts (2009) 1 ΑΑΔ 678

(2009) 1 ΑΑΔ 678

[*678]5 Ιουνίου, 2009

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

SABINE ZEHIL,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

NEIL ROBERTS,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Έφεση Αρ. 10/2006)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην ― Ο αιτητής οφείλει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση ― Επιδίωξη του Δικαστηρίου πρέπει να είναι η εξισορρόπηση αφενός του δικαιώματος διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και αφετέρου η ταχεία διεκπεραίωση της δικαστικής διαδικασίας ― Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης παραμερισμού προσμετρά εναντίον του αιτητή.

Πολιτική Δικονομία ― Υποκατάστατη επίδοση αίτησης διαζυγίου ― Κατά πόσο αποτελούσε καλή επίδοση στη βάση των πραγματικών γεγονότων της παρούσας υπόθεσης.

Οικογενειακό Δικαστήριο ― Διαζύγιο ― Υποκατάστατη επίδοση αίτησης διαζυγίου ― Δημοσίευση στον τύπο ― Προϋποθέσεις εκδόσεως σχετικού διατάγματος.

Λέξεις και Φράσεις ― «Διαμονή» στο Άρθρο 11 (3) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν.23/90) ― Σημαίνει οποιαδήποτε συνεχή περίοδο πέραν των τριών μηνών.

Στις 15.9.2004 το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε απόφαση με την οποία έλυσε το γάμο των διαδίκων. Η αίτηση διαζυγίου καταχωρήθηκε από τον εφεσίβλητο και επιδόθηκε στην εφεσείουσα με υποκατάστατη επίδοση με δημοσίευση σε μια «αγγλόφωνη και/ή Κυπριακή εφημερίδα» καθημερινής κυκλοφορίας.

[*679]Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της εφεσείουσας για (α) ακύρωση της επίδοσης της αίτησης διαζυγίου και (β) παραμερισμό της απόφασης του δικαστηρίου ημερομηνίας 15.9.2004, με την οποία λυόταν ο γάμος της με τον εφεσίβλητο.

Με τους ακόλουθους λόγους έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο:

1. Ερμηνεύοντας λανθασμένα τους περί Γαμικών Διαφορών Κανονισμούς, απέρριψε την αίτησή της για παραμερισμό της απόφασης, με αποτέλεσμα να της στερήσει το δικαίωμα να ακουστεί.

2. Λανθασμένα δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό της ότι έγινε κακή επίδοση, αφού η μόνιμη διαμονή της δεν ήταν η Κύπρος, αλλά το Ντουπάι.

3. Λανθασμένα δεν παραμέρισε ex debito justitiae την απόφαση για λύση του γάμου και

4. Λανθασμένα κατέληξε ότι δεν αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και ότι ήταν ένοχη ασυγχώρητης καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησής της για παραμερισμό της απόφασης.

Αποφασίστηκε ότι:

    Σύμφωνα με τον Κανονισμό 9 των περί Γαμικών Διαφορών Κανονισμών, η επίδοση αίτησης διαζυγίου θα πρέπει να είναι προσωπική. Αν δεν υπάρχει δυνατότητα προσωπικής επίδοσης, τότε μπορεί, δυνάμει του Κανονισμού 12, να ζητηθεί άδεια για υποκατάστατη επίδοση. Οι πιο πάνω Κανονισμοί δεν προβλέπουν μηχανισμό για ακύρωση επίδοσης ή απόφασης για λύση του γάμου, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται δυνάμει του Κανονισμού 11 των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικών Κανονισμών του 1990, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.

    Με βάση τη Διάταξη 17, θεσμός 10, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όταν εκδοθεί απόφαση, το δικαστήριο δύναται «στην κατάλληλη περίπτωση να ακυρώσει ή διαφοροποιήσει τέτοια απόφαση, με όρους που θα ήταν δίκαιοι.»

    Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι ευρεία, ασκείται δε στη βάση εξισορρόπησης διάφορων παραγόντων όπως η επάρκεια της δικαιολογίας για τη μη εμφάνιση, η ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης, η ανάγκη διαφύλαξης του τελεσίδι[*680]κου μιας απόφασης και κατά πόσο ο αιτητής έχει δείξει ότι έχει καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.

    Πέραν των πιο πάνω το Δικαστήριο έχει πάντοτε υποχρέωση διασφάλισης του δικαιώματος διαδίκου για δίκαιη δίκη. Το δικαίωμα αυτό συναρτάται προς τα δικαιώματα άλλων διαδίκων. Κριτήριο είναι πάντοτε η αρχή της αναλογικότητας και τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.

    Η διαταγή του Δικαστηρίου όπως γίνει δημοσίευση της αίτησης για διάλυση του γάμου σε αγγλόφωνη Κυπριακή εφημερίδα, έγινε με την προϋπόθεση ότι η εφεσίβλητη διέμενε στην Κύπρο, όπως ακριβώς διαβεβαίωνε ο εφεσίβλητος τόσο στην αίτηση διάλυσης του γάμου όσο και στην αίτηση για υποκατάσταση επίδοση.

    Τελικά η εφεσείουσα δεν κατοικούσε στην Κύπρο. Η ίδια έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου  διάφορα στοιχεία που έδειχναν ότι ήταν κάτοικος Ντουπάι. Τα στοιχεία αυτά δεν έγιναν αποδεκτά. Το Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι δεν γνώριζε ότι η εφεσείουσα διέμενε στο Ντουπάι. Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι η εταιρεία του εφεσίβλητου το Σεπτέμβρη του 2003, δηλαδή μετά την μεταξύ τους διάσταση, πλήρωσε έξοδα χειρουργικής επέμβασης στην οποία υπεβλήθη η εφεσείουσα σε Νοσοκομείο στο Ντουπάι. Πέραν τούτου, ο εφεσίβλητος στην αρχική ένορκη δήλωσή του ημερομηνίας 29.3.04, που συνοδεύει την αίτηση για υποκατάστατη επίδοση, δήλωνε ότι η τελευταία φορά που είχε επικοινωνία με την εφεσείουσα, ήταν γύρω στον Αύγουστο του 2003 στη Λεμεσό. Μετά που η εφεσείουσα έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τα πιο πάνω στοιχεία το Δικαστήριο όφειλε να αξιολογήσει ορθά τα δεδομένα και να μη δεχθεί την εκδοχή του εφεσίβλητου χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις εκ μέρους του, ως προς τη γνώση του ότι η εφεσείουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν εκτός Κύπρου.

    Τα πιο πάνω θα έπρεπε να ήταν ικανοποιητικά για το Δικαστήριο για να θεωρήσει δυνάμει της Δ.17, θ.10 την περίπτωση κατάλληλη, για να ακυρώσει την απόφαση.

    Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου για υποκατάστατη επίδοση δεν συνιστούσε σημαντικό στοιχείο στην υπόθεση. Πρωταρχικός σκοπός ήταν να περιέλθει στην αντίληψη της εφεσείουσας η αίτηση για διάλυση του γάμου της.

    Η δημοσίευση, ως μέθοδος επίδοσης, συνήθως επιλέγεται όταν ο [*681]ακριβής τόπος διαμονής του διαδίκου είναι άγνωστος. Όμως προτού εγκριθεί τέτοιο αίτημα, το Δικαστήριο θα πρέπει να πειστεί ότι υπάρχουν εύλογες πιθανότητες να περιέλθει στην αντίληψη του διαδίκου. Λόγω της δραστικότητας του μέτρου και των συνεπειών, αυτού του είδους η υποκατάστατη επίδοση εγκρίνεται με φειδώ ως έσχατη ανάγκη.

    Η καθυστέρηση που σημειώθηκε μεταξύ της έκδοσης της απόφασης και της καταχώρησης της αίτησης για ακύρωσή της, δεν ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να αποτελεί στοιχείο καθοριστικής σημασίας. Εκείνο που θα έπρεπε να είναι καθοριστικής σημασίας, ήταν να μην στερηθεί η εφεσείουσα του δικαιώματός της να ακουστεί, χωρίς επαρκή λόγο. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν τηρήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις για έγκριση του αιτήματος για υποκατάστατη επίδοση με τη μέθοδο της δημοσίευσης. Με τα στοιχεία που η εφεσείουσα έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, θα έπρεπε η απόφαση να είχε ακυρωθεί και να δοθεί το δικαίωμα στην εφεσείουσα να υπερασπιστεί την αίτηση διαζυγίου.

Η έφεση επιτράπηκε με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσείουσας, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.Α.Δ. 893,

Οργανισμός Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ v. Μιχαήλ (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1044,

Δημοκρατία v. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060,

Κολλάτου v. Παναγιώτου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 895,

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,

Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου (Αρ. 2) (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1938,

Lazard Bros & Co v. Banque Industrielle de Moscow [1932] 146 L.T. 240.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Τουμαζή, Πρ.), (Αίτ. Αρ. [*682]127/06), ημερομ. 22.11.2006.

Μ. Χάσικος, για την Εφεσείουσα.

Π. Παύλου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι διάδικοι τέλεσαν το γάμο τους στην Πάφο στις 18.6.2003. Πολύ σύντομα φαίνεται να παρουσιάστηκαν προβλήματα, με αποτέλεσμα ένα μήνα μετά και συγκεκριμένα στις 20.7.2003 να επέλθει μεταξύ τους διάσταση. Στις 29.3.2004 ο σύζυγος καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε διάλυση του γάμου του. Στην παράγραφο 3 της αίτησης, αναφέρεται ότι η σύζυγος είναι Αγγλίδα υπήκοος και διαμένει στην Κύπρο.

Την ίδια μέρα, 29.3.2004, αιτήθηκε και διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση της αίτησης διαζυγίου σε αγγλόφωνη Κυπριακή εφημερίδα. Στην παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, ο σύζυγος αναφέρει ότι δεν γνώριζε τη διεύθυνση της συζύγου του, ότι η τελευταία φορά που είχαν επικοινωνία ήταν μετά τη διάσταση γύρω στον Αύγουστο του 2003 στην Επαρχία Λεμεσού και ότι η τελευταία γνωστή διεύθυνση ήταν αυτή του συζυγικού τους οίκου. Στη συνέχεια, αναφέρει ότι: «πληροφορούμαι και βάσιμα πιστεύω οποιαδήποτε επιστολή ή έγγραφο δημοσιευτεί σε εφημερίδα στην Κύπρο, αυτή θα περιέλθει σε γνώση της.». Το διάταγμα δεν δόθηκε αμέσως. Υπάρχουν δύο στενογραφημένα πρακτικά, τα οποία όμως δεν έχουν αποστενογραφηθεί. Φαίνεται ότι η ένορκη δήλωση δεν ικανοποίησε και το δικαστήριο διέταξε την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Αυτή φέρει ημερομηνία 25.4.2004 και έχει ως εξής:-

«ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΡΚΟΣ ΔΗΛΩΣΗ

Εγώ ο NIEL ROBERTS εξ Αγγλίας και τώρα κάτοικος Κύπρου* ορκίζομαι και λέγω τα πιο κάτω:

Είμαι ο αιτητής στην αίτηση με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο.

Επιπρόσθετα και συμπληρωματικά της Ενόρκου δηλώσεως [*683]μου ημερομηνίας 29/03/2004 αναφέρω ότι η Καθ’ ης η αίτηση είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου από τις 18/06/2003.

Ζητώ διάταγμα δικαστηρίου που να επιτρέπει την επίδοση της αίτησής μου για διάλυση του γάμου μου με την καθ’ ης η αίτηση με δημοσίευση σε αγγλόφωνη και/ή Κυπριακή εφημερίδα στην Kύπρο και/ή με οιονδήποτε άλλο τρόπο το δικαστήριο ήθελε κρίνει σωστό υπό τις περιστάσεις.

Το περιεχόμενο της Ενόρκου Δηλώσεως μου έχει επεξηγηθεί στα Αγγλικά, που είναι η μητρική μου γλώσσα και το κατανόησα πλήρως.

                                                       Ο ΕΝΟΡΚΩΣ ΔΗΛΩΝ

                                                           ΝIEL ROBERTS.»

Με την διαβεβαίωση ότι η σύζυγος ήταν μόνιμος κάτοικος Κύπρου από 18.6.2003, τελικά το δικαστήριο στις 12.5.2004 ενέκρινε το αίτημα για υποκατάστατη επίδοση της αίτησης διαζυγίου με δημοσίευση σε μια «αγγλόφωνη και/ή Κυπριακή εφημερίδα» καθημερινής κυκλοφορίας. Ενώ η ίδια αίτηση δεν ζητούσε επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, παραδόξως το διάταγμα προέβλεπε και για επίδοσή της εκτός δικαιοδοσίας. 

Μετά την υποκατάστατη επίδοση, η σύζυγος δεν εμφανίστηκε και ο Αιτητής, χωρίς να καταχωρήσει ξεχωριστή αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης, προχώρησε στην απουσία της, σε απόδειξη της υπόθεσής του. Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 15.9.2004 εξέδωσε απόφαση με την οποία έλυσε το γάμο των διαδίκων.

Στις 29.3.2005 η σύζυγος καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό δικαστήριο, με την οποία ζητούσε όπως: (α) ακυρωθεί η επίδοση της αίτησης διαζυγίου και (β) παραμεριστεί η απόφαση του δικαστηρίου ημερομηνίας 15.9.2004, με την οποία λυόταν ο γάμος των διαδίκων. Ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγός της, στο εξής «ο Εφεσίβλητος», παραποιώντας τα γεγονότα και παραπλανώντας το δικαστήριο, κατάφερε να δημοσιεύσει την αίτηση διαζυγίου σε κυπριακή αγγλόφωνη εφημερίδα, με αποτέλεσμα η σύζυγος, η οποία τότε δεν κατοικούσε στην Κύπρο, να μη λάβει γνώση της αίτησης διαζυγίου και να μην εμφανιστεί στο δικαστήριο. Η αίτηση μετά από πολλές αναβολές και προβλήματα, τελικά επιδόθηκε με ιδιωτικό ταχυδρομείο στον Εφεσίβλητο, ο οποίος καταχώρησε ένσταση στην οποία αρνείτο τα όσα του απέδιδε η Εφεσείουσα για παραπλάνηση του δικαστηρίου.

[*684]Το Οικογενειακό Δικαστήριο, στις 22.11.2006 απέρριψε την αίτηση για παραμερισμό της απόφασης. Η σύζυγος (στο εξής «η Εφεσείουσα»), εφεσίβαλε την πιο πάνω απόφαση. Με τέσσερις λόγους έφεσης παραπονείται ότι: (1) το πρωτόδικο δικαστήριο ερμηνεύοντας λανθασμένα τους περί Γαμικών Διαφορών Κανονισμούς, απέρριψε την αίτησή της για παραμερισμό της απόφασης, με αποτέλεσμα να της στερήσει το δικαίωμα να ακουστεί. (2) Λανθασμένα δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι έγινε κακή επίδοση, αφού η μόνιμη διαμονή της δεν ήταν η Κύπρος, αλλά το Ντουμπάι. (3) Λανθασμένα δεν παραμέρισε ex debito justitiae την απόφαση για λύση του γάμου και (4) λανθασμένα δεν αποδέχθηκε το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της Γ. Τσιάκκιρου, με αποτέλεσμα να καταλήξει ότι η Εφεσείουσα δεν αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και ότι ήταν ένοχη ασυγχώρητης καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης της για παραμερισμό της απόφασης. Θα εξετάσουμε τους τρεις λόγους έφεσης μαζί, αφού είναι συναφείς.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα, υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο από τη στιγμή που δέχθηκε ότι σύμφωνα με την αρχική ένορκη δήλωση του Εφεσίβλητου ημερομηνίας 29.3.2004, η Εφεσείουσα ήταν μόνιμος κάτοικος Κύπρου από τις 18.6.2003, θα έπρεπε να ζητήσει διευκρινίσεις του τόπου και χρόνου παραμονής της στην Κύπρο. Όφειλε, επίσης, σύμφωνα με την εισήγηση, να εξετάσει κατά πόσο εφαρμόζεται η διάταξη του Αρθρου 11(3) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν. 23/90), όπου αναφέρεται ότι «διαμονή» σημαίνει οποιαδήποτε συνεχή περίοδο πέραν των τριών μηνών. Λίγο μετά την αρχική ένορκη δήλωση, ο Εφεσίβλητος, γύρω στις 25.4.2004, καταχώρησε και δεύτερη ένορκη δήλωση, με την οποία ζήτησε υποκατάστατη επίδοση, επιβεβαιώνοντας και πάλιν ότι η Εφεσείουσα βρισκόταν στην Κύπρο*. Το δικαστήριο εσφαλμένα, εισηγήθηκε ο συνήγορος της Εφεσείουσας, δεν ζήτησε εξηγήσεις και κακώς δέχθηκε ότι έγινε καλή επίδοση της αίτησης διαζυγίου. Τα πραγματικά γεγονότα, είπε, τα παρέθεσε η ίδια η Εφεσείουσα στην αίτησή της ημερομηνίας 29.3.2005, στην οποία αναφέρεται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο και οι δύο διάδικοι βρίσκονταν στο Ντουμπάι. Σύμφωνα με την εισήγηση του συνηγόρου της Εφεσείουσας, με τον λανθασμένο τρόπο που έγινε η υποκατάστατη επίδοση της αίτησης, η Εφεσείουσα στερήθηκε του συνταγματικού δικαιώματος της να ακουστεί και να προβά[*685]λει την υπεράσπιση της ενώπιον του δικαστηρίου.

Οι λόγοι έφεσης ευσταθούν.

Σύμφωνα με τους περί Γαμικών Διαφορών Κανονισμούς, οι οποίοι δημοσιεύονται στη σελίδα 296 του Τόμου ΙΙ της Δευτερογενούς Νομοθεσίας, η επίδοση αίτησης διαζυγίου θα πρέπει, σύμφωνα με τον Κανονισμό 9, να είναι προσωπική. Όπου δεν είναι δυνατό να γίνει προσωπική επίδοση, τότε μπορεί, δυνάμει του Κανονισμού 12, να ζητηθεί άδεια για υποκατάστατη επίδοση. Οι πιο πάνω Κανονισμοί δεν προβλέπουν μηχανισμό για ακύρωση επίδοσης ή απόφασης για λύση του γάμου, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται δυνάμει του Κανονισμού 11 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικών Κανονισμών του 1990, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.

Με βάση τη Διάταξη 17, Θεσμός 10, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όταν εκδοθεί απόφαση, το δικαστήριο δύναται «στην κατάλληλη περίπτωση να ακυρώσει ή διαφοροποιήσει τέτοια απόφαση, με όρους που θα ήταν δίκαιοι.»

Είναι προφανές ότι το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η οποία ασκείται αφού εξισορροπηθούν διάφοροι παράγοντες όπως η επάρκεια της δικαιολογίας για τη μη εμφάνιση, η ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης, η ανάγκη διαφύλαξης του τελεσίδικου μιας απόφασης και κατά πόσο ο Αιτητής έχει δείξει ότι έχει καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Στην υπόθεση Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.Α.Δ. 893, συνοψίζονται οι σχετικές αρχές στο πιο κάτω απόσπασμα από τη σελίδα 897:-

«Είναι γεγονός ότι το πιο σημαντικό στοιχείο σε αιτήσεις αυτής της μορφής είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Όταν ένας διάδικος επιτύχει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, καλύπτει ό,τι σχεδόν απαιτείται για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του. Ωστόσο, η απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης δεν είναι στοιχείο απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχία της αίτησης και τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Το δικαστήριο, διατηρεί την ευχέρεια να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστώσει ότι η διαγωγή του διάδικου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης. Αν διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του [*686]αντιδίκου του  ή αδικαιολόγητα καθυστερεί ή ανεξήγητα παραλείπει να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία στην προώθηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, αυτή η συμπεριφορά, που με άλλα λόγια συνιστά αδιαφορία, μπορεί να αποβεί παράγων αποτυχίας της αίτησης για παραμερισμό. Βλ. Milouca Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941, Γερολέμου v. Σ.Π.Ε. Κοντέας (2002) 1 Α.Α.Δ. 818 και Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101

Πέραν των πιο πάνω, το δικαστήριο έχει πάντοτε υποχρέωση να διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε διαδίκου για δίκαιη δίκη. Το συγκεκριμένο δικαίωμα, δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς ο διάδικος να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο. Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνεύοντας το Αρθρο 6(1) της Σύμβασης, θεώρησε ότι η πρόσβαση στο δικαστήριο και το ταυτόχρονο δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, δεν πρέπει μόνο να διατυπώνονται, αλλά θα πρέπει να είναι και αποτελεσματικά.

Στην υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ. v. Μιχαήλ (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1044, αναφέρθηκε ότι: «Το δικαίωμα κάθε ατόμου να λαμβάνει γνώση δικαστικής διαδικασίας που να τον αφορά, και να ακούεται σ’ αυτή, είναι αυτονόητο και αυτόδηλο.» (Βλ. επίσης Δημοκρατία v. Ζήνα Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060).

Βέβαια, το δικαίωμα για δίκαιη δίκη συναρτάται προς τα δικαιώματα άλλων διαδίκων. Κριτήριο είναι πάντοτε η αρχή της αναλογικότητας και τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Όπως αναφέρθηκε στην Κολλάτου v. Παναγιώτου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 895:-

«Στην αποτίμηση των συμφερόντων της δικαιοσύνης, προέχει η διασφάλιση δικαίας δίκης, η οποία συναρτάται τόσο με το δικαίωμα εκατέρου των διαδίκων να ακουστεί στην υπόθεσή του, όσο και με τη διεκπεραίωση της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο. Οι Θεσμοί έχουν ως κύριο αντικείμενο την καθιέρωση του θεσμικού πλαισίου για τη διασφάλιση δικαίας δίκης.  ……………….......................…………..............………………….

Η τήρηση των διαδικαστικών κανόνων δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά το μέσο για την επίτευξη δικαίας δίκης. Εφόσον παρέκκλιση από τα θέσμια δεν αναιρεί το σκοπό, αυτή αντιμετωπίζεται θετικά. Αντιμετωπίζεται αρνητικά, όταν αντιστρατεύεται τη διασφάλιση δικαίας δίκης, που εξυπακούει και την προστασία των δικαιωμάτων του αντιδίκου.»

[*687]Tα δικαστήρια δεν πρέπει να αποστερούν το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, ιδιαίτερα όταν αποκαλύπτει καλή υπεράσπιση και όταν η συμπεριφορά του δεν είναι μεμπτή (Βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, 210, Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου (Αρ. 2) (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1938).

Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο διέταξε όπως γίνει δημοσίευση της αίτησης για διάλυση του γάμου σε αγγλόφωνη Κυπριακή εφημερίδα, με την προϋπόθεση ότι η καθ’ης η αίτηση διέμενε στην Κύπρο, όπως ακριβώς διαβεβαίωνε ο Εφεσίβλητος τόσο στην αίτηση του για διάλυση του γάμου, όσο και στην ενδιάμεση αίτηση για υποκατάστατη επίδοση, καθώς και στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ημερομηνίας 25.4.04.

Τελικά η Εφεσείουσα φαίνεται ότι δεν κατοικούσε στην Κύπρο. Η ίδια έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, διάφορα στοιχεία που έδειχναν ότι ήταν κάτοικος Ντουπάι. Συγκεκριμένα έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου τα πιο κάτω έγγραφα:- (α) Επιστολή των εργοδοτών της ότι μεταξύ Οκτωβρίου 2002 και Οκτωβρίου 2004, εργοδοτείτο στο Ντουπάι όπου και κατοικούσε (Τεκμήριο 2), (β) πιστοποιητικό του Νοσοκομείου Welcare του Ντουπάι ότι στις 9.9.2003 η Εφεσείουσα εγχειρήθηκε και τα έξοδα πληρώθηκαν από το σύζυγο της μέσω της εταιρείας του BSI, στο Ντουπάι (Τεκμήριο 3).

Το δικαστήριο δεν δέχτηκε τα πιο πάνω στοιχεία. Δέχτηκε την εκδοχή του Εφεσίβλητου ότι δεν γνώριζε ότι η Εφεσείουσα διέμενε στο Ντουπάι, όμως αυτό έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι η εταιρεία του Εφεσίβλητου τον Σεπτέμβρη του 2003, δηλαδή μετά την μεταξύ τους διάσταση, πλήρωσε για τα έξοδα της εγχείρισης, γεγονός που εκ πρώτης όψεως δείχνει γνώση. Ο Εφεσίβλητος στην ένορκη δήλωση του η οποία συνοδεύει την ένσταση, ανέφερε ότι «πίστευε αληθινά» ότι η Εφεσείουσα κατοικούσε μόνιμα στην Κύπρο, χωρίς όμως να δίδει οποιαδήποτε λεπτομέρεια για να δικαιολογήσει αυτή την πεποίθηση του, όπως προβλέπει η Δ.39, θ.2*. Για τον ίδιο λόγο, το δικαστήριο δεν θα έπρεπε να είχε δεχθεί ούτε την αρχική ένορκη δήλωση ούτε και τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του Εφεσίβλητου, οι οποίες καταχωρήθηκαν προς υποστήριξη της αίτησης του για υποκατάστατη επίδοση, εφόσον ούτε εκεί ο Εφεσίβλητος επεξη[*688]γεί, όπως είχε υποχρέωση, τους λόγους που πίστευε ότι η Εφεσείουσα κατοικούσε στην Κύπρο. Πέραν τούτου, ο Εφεσίβλητος στην αρχική ένορκη δήλωση του ημερομηνίας 29.3.04, που συνοδεύει την αίτηση για υποκατάστατη επίδοση, δήλωνε ότι η τελευταία φορά που είχε επικοινωνία με την Εφεσείουσα, ήταν γύρω στον Αύγουστο του 2003 στη Λεμεσό. Μετά που η Εφεσείουσα έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία ότι η εταιρεία του Εφεσίβλητου πλήρωσε τα έξοδα εγχείρησης της, το δικαστήριο όφειλε να αξιολογήσει ορθά τα δεδομένα και να μη δεχθεί την εκδοχή του Εφεσίβλητου χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις εκ μέρους του, ως προς τη γνώση του ότι η Εφεσείουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν εκτός Κύπρου.

Κατά την άποψή μας, τα πιο πάνω θα έπρεπε να ήταν ικανοποιητικά για το δικαστήριο για να θεωρήσει δυνάμει της Δ.17, Θ.10 την περίπτωση κατάλληλη, για να ακυρώσει την απόφαση. Υπάρχουν βέβαια και άλλα στοιχεία τα οποία συνηγορούν υπέρ του αιτήματος της Εφεσείουσας. Ο Εφεσίβλητος στην παράγραφο 11 της ένορκης δήλωσης του που συνοδεύει την ένστασή του, αναφέρει ότι η απόφαση δεν θα έπρεπε να ακυρωθεί, γιατί η Εφεσείουσα έλαβε γνώση της αίτησης διαζυγίου από τον Ιούνιο του 2004, μέσω του δικηγόρου της στην Αγγλία. Το δικαστήριο λανθασμένα δέχθηκε αυτή την εκδοχή χωρίς να διερωτηθεί, αν έτσι είχαν τα πράγματα, γιατί η πλευρά του Εφεσίβλητου δεν ανέφερε αυτό το σημαντικό γεγονός στην ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε στις 25.6.2004, όταν δήλωνε ότι η Εφεσείουσα έλαβε γνώση της αίτησης μετά την αγγελία στην εφημερίδα, ενώ στην πραγματικότητα, έλαβε γνώση μέσω των δικηγόρων της.  Ακόμη και αν διέλαθε της προσοχής του, γιατί δεν ανέφερε το γεγονός στην προφορική του μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου στις 15.9.2004; Βέβαια, η γνωστοποίηση στο δικηγόρο της Εφεσείουσας δεν αποτελεί νομότυπη επίδοση σύμφωνα με το σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου, αλλά εκείνο που καταδεικνύει είναι ότι ο Εφεσίβλητος θα μπορούσε αν ήθελε πράγματι η αίτηση του να περιέλθει σε γνώση της Εφεσείουσας, να ζητήσει όπως γίνει υποκατάστατη επίδοση και στο δικηγόρο της.

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι το σημαντικό στοιχείο στην υπόθεση, είναι ότι ο Εφεσίβλητος ενήργησε σύμφωνα με το διάταγμα του δικαστηρίου για υποκατάστατη επίδοση. Δεν συμφωνούμε. Πρωταρχικός σκοπός ήταν να περιέλθει στην αντίληψη της Εφεσείουσας η αίτηση για διάλυση του γάμου της. Ο Εφεσίβλητος σε κάποιο στάδιο, ενώ γνώριζε ότι η αίτηση θα μπορούσε να επιδοθεί μέσω των δικηγόρων της Εφεσείουσας, το απέκρυψε από το δικαστήριο. Επέμενε να στηριχθεί στη δημοσίευση σε Κυπριακή εφημερίδα, έστω και αν δεν είχε κανένα απολύτως στοιχείο που να δείχνει ότι η [*689]Εφεσείουσα διέμενε στην Κύπρο. Το δικαστήριο λανθασμένα ενέκρινε το διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση, εφόσον: (α) καμιά μαρτυρία δεν δόθηκε ότι υπήρχε πρακτική δυσκολία στο να γίνει προσωπική επίδοση, (β) κανένα στοιχείο δεν τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου σχετικά με τις προσπάθειες που έγιναν για προσωπική επίδοση και ότι είχαν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες για προσωπική επίδοση ή ότι η Εφεσείουσα σκόπιμα απέφευγε επίδοση και (γ) καμιά μαρτυρία δεν προσφέρθηκε που να δείχνει ότι η δημοσίευση σε αγγλόφωνη εφημερίδα στην Κύπρο, εύλογα θα έφερνε σε γνώση της Εφεσείουσας την αίτηση διαζυγίου. Η δημοσίευση, ως μέθοδος επίδοσης, συνήθως επιλέγεται όταν ο ακριβής τόπος διαμονής του διαδίκου είναι άγνωστος. Όμως προτού εγκριθεί ένα τέτοιο αίτημα, το δικαστήριο θα πρέπει να πειστεί ότι υπάρχουν εύλογες πιθανότητες να περιέλθει στην αντίληψη του διαδίκου. Λόγω της δραστικότητας του μέτρου και των συνεπειών, αυτού του είδους η υποκατάσταση επίδοση εγκρίνεται με φειδώ και ως έσχατη ανάγκη (Βλ. Lazard Bros & Co v. Banque Industrielle de Moscow [1932] 146 L.T. 240).

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε αδικαιολόγητη την εξάμηνη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε από την έκδοση της απόφασης μέχρι την καταχώρηση της αίτησης για ακύρωση της απόφασης. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Εφεσίβλητος δεν ισχυρίστηκε ότι έχουν αλλάξει οι προσωπικές του περιστάσεις ή ότι θα επηρεαστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τυχόν ακύρωση της απόφασης. Δεν συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η καθυστέρηση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να είναι καθοριστικής σημασίας. Εκείνο που θα έπρεπε να είναι καθοριστικής σημασίας, ήταν να μην στερηθεί η Εφεσείουσα των δικαιωμάτων της να ακουστεί, χωρίς επαρκή λόγο. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν τηρήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις για έγκριση του αιτήματος για υποκατάστατη επίδοση με τη μέθοδο της δημοσίευσης. Με τα στοιχεία που η Εφεσείουσα έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου, θα έπρεπε η απόφαση να είχε ακυρωθεί και να δοθεί το δικαίωμα στην Εφεσείουσα να υπερασπιστεί την αίτηση διαζυγίου.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Εμφάνιση στην αίτηση διαζυγίου να καταχωρηθεί μέσα σε 10 μέρες. Επιδικάζονται €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της Εφεσείουσας, τόσο για τα πρωτόδικα όσο και γι’ αυτά της έφεσης.

Η έφεση επιτρέπεται με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσείουσας, τόσο πρωτόδικως όσο και κατ’ έφεση.

*           Ο σύζυγος, ενώ δήλωνε κάτοικος Κύπρου, την ένορκη δήλωση την υπέγραψε ενώπιον διοικητικού γραμματέα της Πρεσβείας της Ελλάδος στο Άμπου Ντάπι.

*           Στο περίγραμμα αγόρευσης του, ο συνήγορος της Εφεσείουσας διατυπώνει διαφορετικά γεγονότα ως προς το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του Εφεσίβλητου, τα οποία όμως δεν συνάδουν με τα στοιχεία του φακέλου και προφανώς έγιναν εκ παραδρομής.

*           «Δ.39, θ.2: Οι ένορκες δηλώσεις πρέπει να περιορίζονται σ’ εκείνα τα γεγονότα, τα οποία ο μάρτυρας είναι ικανός από τη δική του γνώση να αποδείξει, αλλά σε ενδιάμεσες αιτήσεις μια ένορκος δήλωση μπορεί να περιέχει δηλώσεις ως προς το τι πληροφορείται και πιστεύει ο καταθέτης με τις πηγές και τους λόγους αυτών ……»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο