Παπαδόπουλος Βίκτωρας και Άλλοι ν. Cyp-Cana Alarms Ltd (2009) 1 ΑΑΔ 704

(2009) 1 ΑΑΔ 704

[*704]19 Ιουνίου, 2009

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

1. ΒΙΚΤΩΡΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

2. SARAH ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

3. ΑΙΜΙΛΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΝΕΡΓΟΥΣΑ

    ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙ ΕΧΟΝΤΩΝ

    ΤΗΝ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΒΙΚΤΩΡΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

    ΚΑΙ SARAH ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

CYP-CANA ALARMS LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 339/2006)

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Aποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων ― Tο Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκταθεί στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα δικόγραφα.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και κατάληξη σε εσφαλμένα συμπεράσματα ― Οδήγησε σε έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την μαρτυρία των εφεσειόντων - εναγόντων για την ισχυριζόμενη αντισυμβατική συμπεριφορά και αμέλεια που επέδειξαν οι εφεσίβλητοι - εναγόμενοι σε σχέση με σύστημα εντοπισμού πυρκαγιάς το οποίο οι τελευταίοι προμήθευσαν και εγκατέστησαν στην οικία του εφεσείοντος 1, και το οποίο λόγω της αδυναμίας του να λειτουργήσει δεν εντόπισε πυρκαγιά που ξέσπασε στο υπνοδωμάτιο της εφεσείουσας 3, το βράδυ της 13ης προς τη 14η Οκτωβρίου του 2003, με αποτέλεσμα να το καταστρέψει ολοσχερώς και να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να υποστούν νευρικό κλονισμό και ο εφεσείων 1 να υποστεί υλικές ζημιές. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το προαναφερόμενο σύστημα θα έπρεπε να τεθεί σε λειτουργία από τους εφεσείοντες, δηλαδή να τεθεί σε κατάσταση ετοιμότητας, πράγμα το οποίο γνώριζαν οι εφεσείοντες αλλά δεν το έπραξαν κατά τον ου[*705]σιώδη χρόνο. Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, στα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων και το συμπέρασμα ως προς τη μη απόδειξη αντισυμβατικής συμπεριφοράς εκ μέρους των εφεσιβλήτων και στην ισχυριζόμενη λανθασμένη εκτίμηση των επιδίκων θεμάτων.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η μαρτυρία του Μ.Υ.2, Διευθυντή των εφεσιβλήτων, ως προς το μέρος της που αφορά τη διαφοροποίηση της αρχικής γραπτής συμφωνίας, μεταξύ των διαδίκων, δεν θα έπρεπε να επιτραπεί, αφού στην έκθεση υπεράσπισης δεν περιλαμβάνεται τέτοιος ισχυρισμός. Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ότι θα αγνοηθούν μη δικογραφημένοι θετικοί ισχυρισμοί περί τα γεγονότα δεν διαφοροποιεί την κατάσταση και δεν θεραπεύει το γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε μαρτυρία, εκτός των πλαισίων των δικογράφων, η οποία ήταν, πιθανώς, και ουσιαστική σε σχέση με τα επίδικα θέματα. Η απόφαση στην υπόθεση Πιττής v. Progress Electronics Co. Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 50, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι αυθεντία για το ότι το Δικαστήριο μπορεί να δέχεται και να ακούει μαρτυρία εκτός των δικογράφων και στη συνέχεια να λέει, γενικά, ότι δεν θα λάβει υπόψη μη δικογραφημένους ισχυρισμούς περί τα γεγονότα.

2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε με λανθασμένο κριτήριο τη μαρτυρία του Μ.Υ. 2, αλλά και του Μ.Ε.1 (ενάγοντα 1).

3. Δεν τηρήθηκε η θεμελιωμένη αρχή ότι η μαρτυρία αξιολογείται σε συνάρτηση και με τις θέσεις διαδίκων στα δικόγραφά τους.

4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 για το ύψος της ζημιάς, που, κατ’ ισχυρισμό, υπέστηκαν οι εφεσείοντες. Είναι όμως θεμελιωμένο ότι έστω και αν το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήξει σε συμπέρασμα απόρριψης μιας αγωγής οφείλει να προχωρήσει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας αναφορικά με τις κατ’ ισχυρισμό ζημιές του ενάγοντος έτσι ώστε, σε περίπτωση ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης από το Εφετείο, να μην είναι αναπόφευκτη η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Στην προκείμενη περίπτωση η πιο πάνω παράλειψη του [*706]πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθιστά απαραίτητη την επανεκδίκαση της υπόθεσης και γι’ αυτό το λόγο.

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε      επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστήριο. Εκδόθηκε διαταγή εξόδων της έφεσης υπέρ των εφεσειόντων. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας παρέμειναν επίδικα στη νέα διαδικασία επανεκδίκασης.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Πιττής v. Progress Electronics Co. Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 50.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3344/04), ημερομ. 14.7.2006.

Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Χατζηπιέρας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Αιτία για την έγερση της αγωγής των εφεσειόντων, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αποτέλεσε η αδυναμία του συστήματος εντοπισμού πυρκαγιάς, το οποίο οι εφεσίβλητοι προμήθευσαν και εγκατέστησαν στην οικία του εφεσείοντος 1, να εντοπίσει την πυρκαγιά που  ξέσπασε στο υπνοδωμάτιο της εφεσείουσας αρ. 3, θυγατέρας του εφεσείοντος 1, το βράδυ της 13ης προς τη 14η Οκτωβρίου του 2003.

Το σύστημα εγκαταστάθηκε στα πλαίσια γραπτής συμφωνίας μεταξύ του εφεσείοντος 1 και των εφεσιβλήτων, ημερ. 28.7.97. Την υποστήριξη και παρακολούθηση του συστήματος ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι, στα πλαίσια προφορικής παράλληλης συμφωνίας με τον εφεσείοντα 1, της ίδιας ημερομηνίας.

Η πυρκαγιά κατέστρεψε ολοσχερώς το υπνοδωμάτιο της εφεσείουσας 3 και έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή της με αποτέλεσμα οι [*707]εφεσείοντες να υποστούν νευρικό κλονισμό και ο εφεσείων 1 να υποστεί υλικές ζημιές. Η εφεσείουσα 2 είναι σύζυγος του εφεσείοντος 1 και μητέρα της εφεσείουσας αρ. 3.

Οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι παραβίασαν συμβατικές υποχρεώσεις τους και ότι υπήρξαν αμελείς αποτέλεσαν τη βάση για τις αξιώσεις των εφεσειόντων: (α) για δήλωση ότι οι εφεσίβλητοι παραβίασαν ουσιωδώς τόσο τη γραπτή όσο και την παράλληλη συμφωνία και ότι ο εφεσείων 1 εξεπλήρωσε τις συμβατικές του υποχρεώσεις, (β) για δήλωση ότι τόσο η γραπτή όσο και η παράλληλη συμφωνία είναι ακυρώσιμες λόγω αποτυχίας του ανταλλάγματος και/ή λόγω ψευδών και/ή αμελών παραστάσεων, (γ) για ποσό £2.999.- (όπως περιορίστηκε) ως αποζημίωση λόγω παράβασης της γραπτής συμφωνίας εκ μέρους των εφεσιβλήτων, (δ) για ποσό £1.380.- ως αποζημίωση λόγω παράβασης της παράλληλης συμφωνίας, εκ μέρους των εφεσιβλήτων και (ε) για αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες που υπέστη ο εφεσείων 1 λόγω της αμέλειας των εφεσιβλήτων. Οι εφεσείουσες 2 και 3 διεκδίκησαν γενικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες που υπέστησαν λόγω της, κατ’ ισχυρισμό, αμέλειας των εφεσιβλήτων. Ένεκα ελλείψεως συμβατικής σχέσεως μεταξύ των εφεσειουσών 2 και 3 και των εφεσιβλήτων, οι αξιώσεις τους περιορίστηκαν μόνο στην κατ’ ισχυρισμό αμέλεια των εφεσιβλήτων.

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής αφού εξέτασε την ενώπιον της μαρτυρία απέρριψε τόσο τη μαρτυρία του πρώτου εφεσείοντα όσο και τη μαρτυρία των Μ.Ε. 2 και 3, Πέτρου Ευλογημένου, Πολιτικού Μηχανικού και Εκτιμητή Ζημιών και Κυριάκου Ζηνιέρη, Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και Μελετητή των Ηλεκτρολογικών και Μηχανολογικών Εγκαταστάσεων στην οικία του εφεσείοντα. Η μαρτυρία του εφεσείοντα απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη για διάφορους λόγους τους οποίους ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο μεταξύ των οποίων ότι η μαρτυρία του ήταν αντίθετη με τα δικόγραφα του, ότι ήταν αόριστη και ότι ουσιαστικά αυτοαναιρείτο. Η μαρτυρία των Μ.Ε. 2 και 3 απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως άσχετη με τα επίδικα θέματα και με τα κρίσιμα ερωτήματα που το δικαστήριο θεώρησε ότι εγείρονταν. Το δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των Μ.Υ. 1 και 2, Ερασμίας Νικολάου και Μιχάλη Παναγιώτου. Η Μ.Υ. 1 ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπάλληλος των εφεσιβλήτων, ενώ ο Μ.Υ. 2 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Διευθυντής των εφεσιβλήτων.

Αφού απέρριψε τη μαρτυρία των εφεσειόντων και δέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε [*708]στο συμπέρασμα ότι ούτε αντισυμβατική συμπεριφορά επέδειξαν οι εφεσίβλητοι, ούτε και αμέλεια καθ’ οιονδήποτε τρόπο.   Το συμπέρασμα του δικαστηρίου ήταν ότι το προαναφερόμενο σύστημα θα έπρεπε να τεθεί σε λειτουργία από τους εφεσείοντες, δηλαδή να τεθεί σε κατάσταση ετοιμότητας, πράγμα το οποίο γνώριζαν οι εφεσείοντες αλλά δεν το έπραξαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Δέχθηκε δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, λήφθηκε σήμα για εντοπισμό πυρκαγιάς στην οικία του εφεσείοντα. Η Μ.Υ. 1 τηλεφώνησε η ίδια στο σταθερό τηλέφωνο της οικίας και μίλησε με την ανήλικη εφεσείουσα 3, τη  βεβαίωσε ότι δεν πρόκειται για κάτι σοβαρό και την υπενθύμισε να θέσει το σύστημα (ξανά) σε κατάσταση ετοιμότητας. Η εφεσείουσα 3 διαβέβαιωσε τη Μ.Υ. 1 ότι θα το πράξει, προφανώς όμως δεν το έπραξε και κατά συνέπεια όταν εξερράγη η πυρκαγιά, το σύστημα δεν ενεργοποιήθηκε. Ήταν συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση συμβατική ή άλλη να παρακολουθούν το σύστημα εντοπισμού πυρκαγιάς, αδιαλείπτως και κατά τρόπο απόλυτο και ανεξαίρετο, έστω και αν οι εφεσείοντες παρέλειπαν να θέσουν, οι ίδιοι, το σύστημα σε ετοιμότητα. Εν πάση περιπτώσει, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν υπήρχε ούτε και η σχετική τεχνολογική δυνατότητα παρακολούθησης του συστήματος κατά τον προαναφερόμενο απόλυτο και ανεξαίρετο τρόπο.

Αφού κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ουδεμία συμβατική ευθύνη ή αμέλεια των εφεσιβλήτων αποδείχθηκε, θεώρησε αχρείαστη τη συζήτηση για τις ζημιές που οι ενάγοντες-εφεσείοντες, κατ’ ισχυρισμό, υπέστησαν και για τις οποίες διεκδίκησαν αποζημιώσεις.  Κατά συνέπεια απέρριψε την αγωγή, με έξοδα εις βάρος των εναγόντων. 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη για τους εξής λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται κατά κατηγορίες:

1. Για λόγους λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο, με τους λόγους έφεσης 2, 9, 10, 11 και 12. Συγκεκριμένα με το δεύτερο λόγο έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι έγινε κακή αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ. 2, η οποία σε ορισμένα σημεία της ήταν και εκτός των πλαισίων των δικογράφων. Με το λόγο έφεσης 9 προσβάλλεται ως εσφαλμένο το συμπέρασμα ότι υπήρξε αυτοαναίρεση της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Με το λόγο έφεσης 10 προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα [*709]ήταν αντίθετη με τα δικόγραφα των εφεσειόντων. Mε το λόγο έφεσης 11 προσβάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα ήταν αόριστη και με το λόγο έφεσης 12 προσβάλλεται ως λανθασμένη η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να αξιολογήσει τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 ως προς το ύψος της, κατ’ ισχυρισμό, ζημιάς των εφεσειόντων.

2. Για λόγους εσφαλμένης απόρριψης μαρτυρίας. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει σχετική ένσταση των εφεσειόντων και να δεχθεί  μαρτυρία του Μ.Υ. 2 η οποία ήταν εκτός των πλαισίων του δικογράφου των εφεσιβλήτων.

3. Για λόγους λανθασμένης κατάληξης του δικαστηρίου ως προς την αποτυχία των εφεσειόντων να αποδείξουν αμέλεια των εφεσιβλήτων. Με τον τρίτο και τέταρτο λόγους έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε αμέλεια και επαγγελματική αμέλεια των εφεσιβλήτων. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του δικαστηρίου αναφορικά με το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας που είχαν οι εφεσίβλητοι, προς τους εφεσείοντες και με τον όγδοο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τις τεχνολογικές δυνατότητες των εφεσιβλήτων, κατά τον ουσιώδη χρόνο.

4. Για λόγους λανθασμένου συμπεράσματος ως προς τη μη απόδειξη αντισυμβατικής συμπεριφοράς εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Με τον έκτο λόγο έφεσης αμφισβητούνται τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ζήτημα των ψευδών ή αμελών δηλώσεων που, κατά τους εφεσείοντες, έγιναν από τους εφεσίβλητους κατά τη διάρκεια του καταρτισμού της γραπτής συμφωνίας ή και της παράλληλης συμφωνίας.

5. Για λόγους λανθασμένης εκτίμησης των επιδίκων θεμάτων από το πρωτόδικο δικαστήριο. Με το έβδομο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της σύνοψης που έκαμε το δικαστήριο, αναφορικά με τα επίδικα θέματα, στη σελ. 10 της απόφασής του.

Μελετήσαμε όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον μερικοί από τους λόγους έφεσης είναι [*710]βάσιμοι. Συγκεκριμένα, για τον πρώτο λόγο έφεσης παρατηρούμε ότι, παρά την ένσταση που υποβλήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσειόντων, το δικαστήριο επέτρεψε ερώτηση, στον Μ.Υ. 2, αναφορικά με το κατά πόσο υπήρξε διαφοροποίηση της αρχικής προσφοράς των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες, με βάση την οποία καταρτίστηκε και το σχετικό συμβόλαιο-τεκμήριο 1. Δεν υπάρχει στην υπεράσπιση οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι η μεταξύ των διαδίκων γραπτή συμφωνία, ημερ. 28.7.1997, διαφοροποιήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Η διαφοροποίηση, στην οποία επιτράπηκε στον Μ.Υ. 2 να αναφερθεί, είναι άσχετη με την παράλληλη συμφωνία, ημερ. 28.7.1997, για την οποία υπάρχει αναφορά στα δικόγραφα.  Συγκεκριμένα ο Μ.Υ. 2 είπε ότι η αρχική γραπτή συμφωνία διαφοροποιήθηκε, στη συνέχεια, σε σχέση με τη μη εγκατάσταση ορισμένων εξαρτημάτων που περιλαμβάνονταν στην αρχική συμφωνία-προσφορά που οι εφεσίβλητοι έδωσαν. Μεταξύ των εξαρτημάτων, που σύμφωνα με αυτή τη μαρτυρία, συμφωνήθηκε να μην εγκαταστήσουν οι εφεσίβλητοι, ήταν και τρία κουδούνια που περιλαμβάνονται στην αρχική προσφορά. Κατά τον Μ.Υ. 2 ο εφεσείοντας συμφώνησε με τη μη τοποθέτηση αυτών των κουδουνιών. Για το συγκεκριμένο θέμα ο ίδιος ο εφεσείοντας είχε πει ότι τη μη τοποθέτηση των κουδουνιών, που περιλαμβάνονταν στη σχετική γραπτή συμφωνία-τεκμήριο 1, ο ίδιος την αντιλήφθηκε, μετά το περιστατικό της πυρκαγιάς, δηλαδή μετά τον ουσιώδη χρόνο.

Συμφωνούμε με τους εφεσείοντες ως προς αυτό το θέμα ότι δεν θα έπρεπε να επιτραπεί αυτό το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Υ. 2, αναφορικά με διαφοροποίηση της αρχικής γραπτής συμφωνίας, μεταξύ των διαδίκων, χωρίς τέτοιος ισχυρισμός να περιλαμβάνεται στην έκθεση υπεράσπισης (Σχετικές είναι οι σελ. 142-144 των πρακτικών). Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει ότι «Θέσεις οι οποίες προωθήθηκαν εκατέρωθεν, κατά την ακροαματική διαδικασία και οι οποίες δεν αντιστιχούν σε δικογραφημένους σχετικούς ισχυρισμούς περί τα γεγονότα, θα αγνοηθούν (Σωτήρης Πιττής v. Progress Electronics Co. Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 50)». Κατά την κρίση μας, όμως, η αναφορά αυτή του πρωτόδικου δικαστηρίου στο ότι θα αγνοηθούν μη δικογραφημένοι θετικοί ισχυρισμοί περί τα γεγονότα δεν διαφοροποιεί την κατάσταση και δεν θεραπεύει το γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε μαρτυρία, εκτός των πλαισίων των δικογράφων, η οποία ήταν, πιθανώς, και ουσιαστική σε σχέση με τα επίδικα θέματα. Η προαναφερόμενη απόφαση Πιττής v. Progress Electronics Co. Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 50, δεν είναι αυθεντία για το ότι ένα δικαστήριο μπορεί να δέχεται και να ακούει μαρτυρία εκτός των δικογράφων και στη συνέχεια να λέγει, γενικά, ότι δεν θα λάβει υπόψη μη δικογραφημένους [*711]ισχυρισμούς περί τα γεγονότα. Η προαναφερόμενη απόφαση, στο σχετικό σημείο, τονίζει ότι η γενική άρνηση των ισχυρισμών που προσδιορίζουν την απαίτηση, δεν εξυπακούει και την προβολή άλλων θετικών γεγονότων που την αποδυναμώνουν. 

Συμφωνούμε ακόμα με τους εφεσείοντες και ως προς το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αξιολόγηση, με λανθασμένο κριτήριο, της μαρτυρίας του Μ.Υ. 2, αλλά και του Μ.Ε. 1 (ενάγοντα 1). Στην έκθεση απαίτησης και συγκεκριμένα στην παράγραφο 4 ((α), (β) και (γ)) αναγράφεται ότι, κατά τις διαπραγματεύσεις που έγιναν μεταξύ των διαδίκων και οι οποίες κατέληξαν στη γραπτή συμφωνία και την παράλληλη συμφωνία ημερ. 28.7.1997, οι εφεσίβλητοι παρέστησαν και/ή εγγυήθηκαν στον εφεσείοντα 1, μεταξύ άλλων, ότι θα παρείχαν υπηρεσίες συνεχούς παρακολούθησης και/ή υποστήριξης των συστημάτων ασφαλείας, μέσω προσωπικών επαφών και/ή του κεντρικού σταθμού που διατηρούσαν, πλήρως επανδρωμένου, επί 24ώρου βάσεως (παράγραφος 4(α)). Ότι θα παρείχαν υπηρεσίες συνεχούς παρακολούθησης και/ή υποστήριξης και/ή συμβουλές και/ή καθοδήγηση και/ή ενημέρωση του ενάγοντα 1 και των μελών της οικογενείας του και πάλι με τα προαναφερόμενα μέσα και επί 24ώρου βάσεως (παράγραφος 4(β)) και ότι θα παρείχαν επίσης συμβουλές και οδηγίες προς τους εφεσείοντες για την ορθή και εύρυθμη χρησιμοποίηση και λειτουργία, και επαναφορά εις λειτουργία των συστημάτων ασφαλείας και πάλι μέσω προσωπικών επαφών και/ή του κεντρικού σταθμού που διατηρούσαν, πλήρως επανδρωμένου, επί 24ώρου βάσεως (παράγραφος 4(γ)). Αυτά, τα παραδεκτά από τους εφεσίβλητους γεγονότα, θα έπρεπε να τα είχε συνυπολογίσει το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του πρώτου εφεσείοντα και του Μ.Υ. 2, πράγμα που είναι προφανές ότι απέτυχε να πράξει.

Στην έκθεση υπεράσπισης (παράγραφος 3) γίνεται άρνηση του περιεχομένου της παραγράφου 4(δ) της έκθεσης απαίτησης, που αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εγγύηση της σωματικής ακεραιότητας των εφεσειόντων, αλλά δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά ή άρνηση του περιεχομένου της παραγράφου 4 (α), (β) και (γ).  Με βάση τα δικόγραφα θεωρούμε ότι δεν ήταν επίδικο θέμα το ότι οι εφεσίβλητοι έκαμαν παραστάσεις και εγγυήθηκαν προς τον εφεσείοντα 1 ότι θα παρείχαν και υπηρεσίες συνεχούς παρακολούθησης του συστήματος ασφαλείας επί 24ώρου βάσεως αλλά και θα παρείχαν συμβουλές και οδηγίες προς τους εφεσείοντες για την ορθή και εύρυθμη χρήση και λειτουργία του συστήματος ασφαλείας περιλαμβανομένης και της επαναφοράς εις λειτουργίαν του συστήματος. Προφανώς η ευπαίδευτη πρωτόδι[*712]κος Δικαστής δεν έδωσε την απαραίτητη προσοχή στα προαναφερόμενα θέματα τα οποία, εφόσον οι εφεσείοντες τα ισχυρίστηκαν στην έκθεση απαίτησης τους και οι εφεσίβλητοι δεν τα αρνήθηκαν στην έκθεση υπεράσπισης τους, ήταν παραδεκτά από τους εφεσίβλητους και επομένως δεν αποτελούσαν επίδικα θέματα. Αντί τούτου η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής διερωτάται ποια ήταν η ανάγκη ανάληψης, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, της υποχρέωσης παροχής καθοδήγησης, συμβουλών και ενημέρωσης των εφεσειόντων, εάν ταυτοχρόνως οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν και την υποχρέωση να παρακολουθούν το σύστημα αδιαλείπτως. Αυτή η σκέψη  αποτέλεσε παράγοντα που το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε. 1 (εφεσείοντος 1) και του Μ.Υ. 2, Διευθυντή των εφεσιβλήτων. Επειδή ακριβώς θεώρησε ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα 1 ερχόταν σε αντίθεση με τα δικόγραφα των εφεσειόντων, ενώ η μαρτυρία του Μ.Υ. 2 ήταν εντός των πλαισίων του δικογράφου της υπεράσπισης, έκρινε τον μεν εφεσείοντα ως αναξιόπιστο, το δε Μ.Υ. 2 ως αξιόπιστο. Κατά την εκτίμησή μας όμως και με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς την ευπαίδευτη πρωτόδικο Δικαστή, θεωρούμε πως, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των προαναφερόμενων μαρτύρων δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το περιεχόμενο της παραγράφου 4 (α), (β) και (γ) της έκθεσης απαίτησης, το οποίο οι εφεσίβλητοι δεν αρνήθηκαν και επομένως θεωρείται ότι το παραδέχθηκαν.

Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται σε συνάρτηση και με τις θέσεις που προβάλλουν οι διάδικοι στα δικόγραφα τους, πράγμα που εδώ δεν έγινε.

Συμφωνούμε με τους εφεσείοντες και στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 για το ύψος της ζημιάς που, κατ’ ισχυρισμό, υπέστησαν οι εφεσείοντες.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, απορρίπτοντας την εκδοχή και την αγωγή των εφεσειόντων θεώρησε ότι ήταν αχρείαστη η συζήτηση για τις ζημιές των εφεσειόντων για τις οποίες διεκδίκησαν αποζημιώσεις. Είναι όμως θεμελιωμένο ότι έστω και αν ένα πρωτόδικο δικαστήριο καταλήξει σε συμπέρασμα απόρριψης μιας αγωγής οφείλει να προχωρήσει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας αναφορικά με τις κατ’ ισχυρισμό ζημιές του ενάγοντα έτσι ώστε, σε περίπτωση ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης από το Εφετείο, να μην είναι αναπόφευκτη η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με την παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να αξιολογήσει τη μαρτυρία των εναγόντων ως προς τις ζημιές τους, καθίσταται ουσιαστικά απα[*713]ραίτητη η επανεκδίκαση της υπόθεσης και γι’ αυτό το λόγο.

Ενόψει των όσων ήδη αναφέραμε θεωρούμε ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει, η πρωτόδικη απόφαση να παραμεριστεί και να διαταχθεί επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου δεν θεωρούμε σκόπιμο να προχωρήσουμε στην εξέταση και των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

Κατά συνέπεια η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστήριο. Τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εις βάρος των εφεσιβλήτων. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας παραμένουν επίδικα στη νέα διαδικασία επανεκδίκασης που έχει διαταχθεί. Νοείται ότι με τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης παραμερίζεται και η οδηγία του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τον επιδικασμό των εξόδων της αγωγής υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστήριο. Εκδίδεται διαταγή εξόδων της έφεσης υπέρ των εφεσειόντων. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας παραμένουν επίδικα στη νέα διαδικασία επανεκδίκασης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο