Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 1 ΑΑΔ 714

(2009) 1 ΑΑΔ 714

[*714]19 Ιουνίου, 2009

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

v.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 242/2005)

 

Αστικά αδικήματα ― Ιδιοποίηση, κατά παράβαση του Άρθρου 39 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Συστατικά στοιχεία του αδικήματος ― Κατά πόσο η εναγόμενη τράπεζα, προβαίνοντας, εν αγνοία της, σε εξαργύρωση πλαστογραφημένης επιταγής η οποία είχε εκδοθεί από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, διέπραξε το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης, ανακτώντας από την Κεντρική Τράπεζα τα χρήματα που πλήρωσε κατά την εξαργύρωση της επιταγής ― Κατά πόσο η Κεντρική Τράπεζα είχε τη δυνατότητα να αξιώσει τα χρήματα που κατέβαλε στην εναγόμενη τράπεζα ως χρήματα εισπραχθέντα και αναληφθέντα («money had and received»).

Συμβάσεις ― Σχέσεις προσομοιάζουσες προς συμβατικές («quasi contracts») ― Αξίωση για χρήματα εισπραχθέντα και αναληφθέντα («money had and received») ― Απόδοση οιωνεί συμβατικών θεραπειών («quasi contractual remedies») σε υποθέσεις που χαρακτηρίζονται από αδικαιολόγητο πλουτισμό ή αδικαιολόγητο όφελος, ώστε να εμποδίζεται κάποιος από του να κατακρατεί τα χρήματα ή το όφελος που έλαβε από άλλο, και που θα ήταν ενάντια στη συνείδησή του να κρατήσει.

Συναλλαγματική ― Επιταγή ― Άρθρο 73 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262 ― «Επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται επί τραπεζίτη πληρωτέα εν όψει» ― Κατά πόσο υπάρχει στο Νόμο Κεφ. 262, η έννοια του «κυρίου επιταγής» ― Ο ‘πραγματικός κύριος’ περιλαμβάνει το νομιμοποιημένο κομιστή επιταγής ― Αλλά ο αληθινός κύριος μπορεί να είναι πρόσωπο άλλο από τον κάτοχο.

Αξιωματούχοι της Κυπριακής Δημοκρατίας ― Γενικός Λογιστής ― Ποίες οι εξουσίες του δυνάμει του Συντάγματος.

[*715]Στις 29.2.2000 το Γενικό Λογιστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας εξέδωσε επιταγή επί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Τεκμ.1), από το λογαριασμό μισθολογίου κρατικών υπαλλήλων, προς όφελος του Στέλιου Στυλιανού για το ποσό των £1.066,86, την οποία έκλεψε και πλαστογράφησε η Θεοδώρα Μπαλλή, (εναγομένη 1 πρωτοδίκως), και αφού την παρουσίασε σε υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (εφεξής «η Εθνική»), στον Άγιο Δομέτιο, πέτυχε την προς όφελός της εξαργύρωση. Η Εθνική στη συνέχεια εισέπραξε από την Κεντρική, πριν αποκαλυφθεί η απάτη, το ποσό που κατέβαλε στη Μπαλλή, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός της Εθνικής να πιστωθεί ανάλογα, ενώ της Δημοκρατίας, μέσω της Κεντρικής Τράπεζας, να χρεωθεί. Το Γενικό Λογιστήριο εξέδωσε νέα επιταγή προς όφελος του Στέλιου Στυλιανού, με αποτέλεσμα να χρεωθεί η Δημοκρατία για το ισόποσο.

Εναντίον της Μπαλλή εκδόθηκε απόφαση ερήμην, έγιναν δε παραδεκτά, κατά την ακρόαση, από τους υπόλοιπους διαδίκους, τα στοιχεία απάτης, ψευδούς παράστασης και δόλου τα οποία της καταλογίζονταν στην έκθεση απαίτησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τους δύο μάρτυρες της Εθνικής, εξέδωσε και εναντίον της απόφαση για το ισόποσο, θεωρώντας ότι αυτή ήταν «.... υπεύθυνη έναντι του πραγματικού κυρίου της επιταγής, ο οποίος στην προκείμενη περίπτωση είναι ο εκδότης της, συνεπεία του αδικήματος της ιδιοποίησης και μετατροπής (conversion) …».

Η Εθνική εφεσίβαλε την απόφαση, θεωρώντας ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον της ενόψει (i) παράλειψης προσκόμισης οποιασδήποτε μαρτυρίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, (ii) μη εφαρμογής δυνάμει του Άρθρου 60 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262 (αντίστοιχο του Αγγλικού Bills of Exchange Act 1882), της αρχής της καλής πίστης και συνακόλουθης προστασίας που παρέχεται σε τραπεζίτη όταν αντιμετωπίζει την περίπτωση πλαστογραφημένης επιταγής, (iii) μη αποδοχής ότι η εκ μέρους της πληρωμή της επιταγής αποτελούσε πληρωμή στα πλαίσια της συνήθους εργασίας της, (iv) πλημμελούς εφαρμογής των παρουσιασθέντων γεγονότων, (v) αντίφασης στο σκεπτικό του Δικαστηρίου, αποφασίζοντας ότι η Εθνική επέδειξε αμέλεια προβαίνουσα στην άμεση εξαργύρωση της επιταγής σε μετρητά και (vi) νομικής πλάνης στη θέση ότι η Κεντρική Τράπεζα ήταν ο πραγματικός κύριος επιταγής ως εκδότρια.

Αποφασίστηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο περιέπλεξε και σύγχισε βασικές έννοιες, εκτρέποντας την υπόθεση, σε σχέση με τη νομική πτυχή της, από την ορ[*716]θή της βάση. Σύμφωνα με το Άρθρο 73 του Κεφ. 262, «επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται επί τραπεζίτη πληρωτέα εν όψει». Τραπεζίτης στην προκείμενη περίπτωση θεωρείται η Κεντρική Τράπεζα επί της οποίας και εκδόθηκε η επιταγή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και, αναγνώρισε την πιο πάνω ιδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας στη συνέχεια την εξισώνει λανθασμένα με τον κύριο της επιταγής, ως δικαιούχο δηλαδή των χρημάτων. Δεν υπάρχει στο Νόμο η έννοια του «κυρίου» επιταγής. Υπάρχει μόνο ο κάτοχος, ο κομιστής, ο δικαιούχος της επιταγής.

«Κύριος», από την άποψη του δικαιούχου των χρημάτων της επιταγής ήταν ο Στυλιανού και όχι η Κεντρική Τράπεζα, η οποία θα ενεργούσε ως τραπεζίτης. Αν κάποιος θα μπορούσε να εναγάγει την Εθνική για ιδιοποίηση ή για χρήματα αναληφθέντα και εισπραχθέντα θα ήταν ο Στυλιανού.

Το λάθος στην ορθή κατάταξη εννοιολογικά της θέσης της Κεντρικής Τράπεζας, ως κυρίου της επιταγής, επέδρασε καταλυτικά στη λανθασμένη θεώρηση ότι αυτή δικαιούτο στην ανάκτηση των χρημάτων από την Εθνική.

Δυνάμει του Άρθρου 127.1 του Συντάγματος, ο Γενικός Λογιστής «..... δέχεται και ενεργεί πάσαν πληρωμή χρημάτων της Δημοκρατίας», ενώ με τα Άρθρα 49, 50 και 51 (1)(α) του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου αρ. 138(Ι)/02, η Κεντρική Τράπεζα ενεργεί ως τραπεζίτης της Κυβέρνησης και ενεργεί πληρωμές για λογαριασμό της.

Η Εθνική εξαργύρωσε την επίδικη επιταγή στα πλαίσια μιας εξυπακουόμενης σχέσης αντιπροσωπείας μεταξύ της ίδιας και της Κεντρικής Τράπεζας η οποία προκύπτει από τη συνήθη πρακτική που ακολουθείται από όλες τις εμπορικές τράπεζες κατά την εξαργύρωση επιταγών της Κεντρικής Τράπεζας. Οι νόμιμες πράξεις του αντιπροσώπου δέσμευαν έτσι την Κεντρική Τράπεζα.

Η Εθνική δεν μπορούσε να επικαλεστεί τις διατάξεις του Άρθρου 60 του Νόμου, επειδή το εν λόγω άρθρο ισχύει όταν ο πληρώνων τραπεζίτης είναι αυτός επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή. Στην προκείμενη περίπτωση η Εθνική δεν λειτούργησε σ’ αυτή τη βάση, αλλά ενήργησε στη βάση της εξυπηρέτησης ως μεσάζουσα τράπεζα, δηλαδή στην ουσία ως «discounting bank». Αλλά ούτε και τις διατάξεις του Άρθρου 82 Α(1) ή του Άρθρου 82Δ του Νόμου μπορούσε να επικαλεστεί η Εθνική. Τις μεν πρώτες, διότι η επιταγή δεν ήταν της ίδιας της Εθνικής, τις δε δεύτερες, διότι ούτε η Μπαλλή αλλά ούτε και ο Στυλιανού ήταν πελάτες της.

[*717]Το ότι όμως η Εθνική δεν μπορούσε να επικαλεστεί τις διατάξεις των Άρθρων 60 ή 82 του Νόμου, δεν σημαίνει ταυτόχρονα ότι είναι και υπόλογη στην Κεντρική Τράπεζα, είτε για ιδιοποίηση, είτε για χρήματα αναληφθέντα και εισπραχθέντα. Σύμφωνα με τη σχετική αγγλική βιβλιογραφία και νομολογία, ιδιοποίηση δεν υπάρχει για την κατοχή χρημάτων «taken and received as currency» και επομένως ως πλάσμα δικαίου («legal fiction»), είναι που επεκτάθηκε το δικαίωμα της αγωγής για ιδιοποίηση ώστε να περιλαμβάνει και το χαρτί της επιταγής και κατ’ επέκταση το αναφερόμενο σ’ αυτή ποσό. Εδώ δεν υπήρξε οποιαδήποτε ιδιοποίηση της επιταγής από την Εθνική έναντι της Κεντρικής Τράπεζας, εφόσον δεν υπήρχε καμία πρόθεση αποστέρησης του ποσού των χρημάτων από αυτή, ούτε και χρήση του, προς όφελος της Εθνικής. Εκείνο το οποίο έγινε ήταν, μέσω του συστήματος εκκαθάρισης, να αποσταλεί η επιταγή που εξέδωσε ο Γενικός Λογιστής μετά την πληρωμή της στην Μπαλλή πίσω στο Γενικό Λογιστήριο το οποίο και θεληματικά πλήρωσε την Εθνική. Σημειωτέον ότι ελλείπουν από την έκθεση απαίτησης οι ανάλογες λεπτομέρειες που θα στοιχειοθετούσαν τα συστατικά στοιχεία της ιδιοποίησης κάτω από το Άρθρο 39 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Ενόψει των συνθηκών της παρούσας υπόθεσης δεν θα μπορούσε να αποδοθεί ευθύνη στην Εθνική ούτε για χρήματα εισπραχθέντα και αναληφθέντα («money had and received») για λογαριασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας, διότι η Εθνική ουδέποτε έλαβε χρήματα από την Κεντρική Τράπεζα τα οποία αυτή της εμπιστεύτηκε να διαχειριστεί για λογαριασμό της και τα οποία κατακράτησε παράνομα προς ίδιον όφελος. Ούτε και οι συνθήκες υπό τις οποίες λειτούργησε η Εθνική είναι τέτοιες, που ως θέμα συνείδησης, θα επέβαλλαν την επιστροφή των χρημάτων στη βάση των αρχών του δικαίου της επιείκειας.

Η έφεση επιτράπηκε με €5.000 έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Lipkin Gorman v. Karpnale Ltd [1991] 3 W.L.R. 10,

Orton v. Butler [1822] 5 B. & Ald 652,

Foster v. Green [1862] 7 H. & N. 881,

Fibrosa Spolka Akcyjna v. Fairbairn Lawson Comber Barbour Ltd [1943] A.D. 32.

[*718]Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καουτζιάνη, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1226/01), ημερομ. 30.6.2005.

Ν. Παρτασίδου, για Α. Τριανταφυλλίδη & Υιοί, για την Εφεσείουσα.

Δ. Παπαμιλτιάδους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο Γενικός Εισαγγελέας, ως ο νομικός αντιπρόσωπος της Δημοκρατίας, ήγειρε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή εναντίον της Θεοδώρας Μπαλλή και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (εφεξής «η Εθνική»), επιδιώκοντας την ανάκτηση του ποσού των £1.066,86 που η Κεντρική Τράπεζα πλήρωσε προς την Εθνική στις συνθήκες που ακολουθούν. Η αξίωση του στην έκθεση απαιτήσεως εδράστηκε σε αποζημιώσεις για ζημιά που υπέστη η Δημοκρατία και/ή ως οφειλόμενο προς αυτήν ποσό και/ή προς αποκατάσταση του («restitution»).

Στη βάση παραδεκτών γεγονότων που συμφωνήθηκαν κατά τις δύο πρώτες ημέρες της διαδικασίας, διαφάνηκε ότι το Γενικό Λογιστήριο του κράτους εξέδωσε στις 29.2.2000 την επιταγή αριθμός 01-775787 επί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Τεκμ. 1), από το λογαριασμό μισθολογίου κρατικών υπαλλήλων, προς όφελος του Στέλιου Στυλιανού για το ποσό των £1.066,86, η οποία και αποστάληκε ταχυδρομικώς στη διεύθυνση του δικαιούχου στον Άγιο Δομέτιο. Η Θεοδώρα Μπαλλή, (εναγομένη 1 πρωτοδίκως), έκλεψε την προαναφερθείσα επιταγή, πλαστογράφησε στο πίσω μέρος της στο χώρο των οπισθογραφήσεων την υπογραφή του δικαιούχου θέτοντας και τον αριθμό της ταυτότητας του, την παρουσίασε δε σε υποκατάστημα της Εθνικής, (εναγομένη 2 πρωτοδίκως), στον Άγιο Δομέτιο επιτυγχάνοντας την προς όφελος της εξαργύρωση. Η Εθνική στη συνέχεια εισέπραξε από την Κεντρική, πριν βεβαίως αποκαλυφθεί η απάτη, το ποσό που η ίδια κατέβαλε στην Μπαλλή, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός της Εθνικής να πιστωθεί ανάλογα, ενώ της Δημοκρατίας, μέσω της Κεντρικής Τράπεζας, να χρεωθεί. Ακολούθως, όταν διαπιστώθηκε ότι ο δικαιού[*719]χος της επιταγής Στέλιος Στυλιανού, ουδέποτε παρέλαβε την επιταγή, το Γενικό Λογιστήριο εξέδωσε νέα επιταγή προς όφελος του με αποτέλεσμα να χρεωθεί η Δημοκρατία με το ισόποσο. Εναντίον της Μπαλλή, η οποία συνελήφθηκε σε αργότερο στάδιο, κατηγορήθηκε και παραδέχθηκε ενοχή για τις έκνομες πράξεις της, εκδόθηκε ερήμην της απόφαση ενόψει μη εμφάνισης της, έγιναν δε παραδεκτά από τους υπόλοιπους διαδίκους κατά την ακρόαση τα καταλογιζόμενα εναντίον της με την έκθεση απαίτησης στοιχεία απάτης, ψευδούς παράστασης και δόλου που διέπραξε στην όλη διαδικασία παρουσίασης και εξαργύρωσης της επιταγής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τους δύο μάρτυρες της Εθνικής (ο Γενικός Εισαγγελέας δεν παρουσίασε καμιά μαρτυρία), εξέδωσε απόφαση και εναντίον της για το ισόποσο, θεωρώντας ότι αυτή ήταν «….. υπεύθυνη έναντι του πραγματικού κυρίου της επιταγής, ο οποίος στην προκείμενη περίπτωση είναι ο εκδότης της, συνεπεία του αδικήματος της ιδιοποίησης και μετατροπής (conversion) …..». Η Εθνική αντέδρασε με την καταχώρηση της παρούσας έφεσης θεωρώντας ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον της ενόψει (i) παράλειψης προσκόμισης οποιασδήποτε μαρτυρίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, (ii) μη εφαρμογής δυνάμει του Αρθρου 60 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, (αντίστοιχο του Αγγλικού Bills of Exchange Act 1882), της αρχής της καλής πίστης και συνακόλουθης προστασίας που παρέχεται σε τραπεζίτη όταν έρχεται αντιμέτωπος με πλαστογραφημένη επιταγή, (iii) μη αποδοχής  ότι η εκ μέρους της πληρωμή της επιταγής αποτελούσε πληρωμή στα πλαίσια της συνήθους εργασίας της, (iv) πλημμελούς εφαρμογής των παρουσιασθέντων γεγονότων, (v) αντίφασης στο σκεπτικό του, αποφασίζοντας ότι υπήρξε αμέλεια εκ μέρους της Εθνικής προβαίνουσα στην άμεση εξαργύρωση της επιταγής σε μετρητά και (vi) νομικής πλάνης στη θέση ότι η Κεντρική Τράπεζα ήταν ο πραγματικός κύριος της επιταγής ως εκδότρια. 

Μαρτυρία εκ μέρους της Εθνικής έδωσε η Θέτις Χατζηγιάννη, Μ.Υ.1, η οποία εργαζόταν τότε στο ταμείο του υποκαταστήματος και η οποία αφού αναφέρθηκε στη γενικότερη πρακτική που ακολουθείται στις παρουσιάσεις επιταγών προς εξαργύρωση, κατέθεσε ότι επειδή η συγκεκριμένη επιταγή δεν ήταν της Εθνικής, σύμφωνα με πάγιες οδηγίες, συμβουλεύθηκε τον διευθυντή του υποκαταστήματος για να λάβει οδηγίες ως προς τον περαιτέρω χειρισμό. Ενεργώντας στη βάση των οδηγιών αυτών, έλαβε τα στοιχεία της Μπαλλή, ήλεγξε την ταυτότητα της, της ζήτησε να υπογράψει ενώπιον της την επιταγή και να θέσει τη διεύθυνση και το τηλέφω[*720]νο της, και αφού και η ίδια σημείωσε το όνομα της Μπαλλή στην επιταγή με δικά της γράμματα, καθώς και τον τρόπο εξαργύρωσης της επιταγής, δηλαδή, τον αριθμό των διαφόρων χαρτονομισμάτων που συμποσούνταν στο επίδικο ποσό, της έδωσε τα χρήματα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, η Μπαλλή αντιδρούσε σε όλες τις ερωτήσεις της απόλυτα φυσιολογικά, ήταν δε καθημερινό φαινόμενο να παρουσιάζονται στα ταμεία οπισθογραφημένες επιταγές. Ο διευθυντής του υποκαταστήματος Ανδρέας Αγαθοκλέους, Μ.Υ.2, βεβαίωσε ότι είχε όντως αναφέρει στην ταμία να εξαργυρώσει την επιταγή εφόσον λάμβανε τα στοιχεία του ατόμου που ήταν ο κάτοχος της, ο ίδιος δε και οι υπάλληλοι του καταστήματος δεν είχαν κανένα τρόπο να γνωρίζουν ότι η επιταγή ήταν κλεμμένη. Από αυτού του είδους τις εξυπηρετήσεις που όλες οι εμπορικές τράπεζες προσφέρουν προς την Κεντρική Τράπεζα, επειδή η τελευταία δεν διαθέτει ταμεία, δεν έχουν οποιοδήποτε κέρδος. Η Εθνική ενήργησε ως μεσολαβούσα τράπεζα έχοντας ταυτόχρονα υπόψη, κάτι που δεν ισχύει αυτόματα και για επιταγές άλλων εμπορικών τραπεζών, ότι πάντοτε υπάρχουν τα διαθέσιμα κεφάλαια εφόσον πρόκειται για το δημόσιο ταμείο.

Έχοντας με ιδιαίτερη προσοχή διεξέλθει το όλο πλέγμα της υπόθεσης, κρίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στη βάση περίπλεξης και σύγχυσης βασικών εννοιών, εκτρέποντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της βάση. Αυτά όσον αφορά τη νομική πτυχή όπως θα διαφανεί πιο κάτω. Αλλά υπήρξε επίσης πρωτοδίκως ασάφεια και ως προς την κρίση του επί των γεγονότων και ποια απ’ αυτά δέχθηκε.

Αυτό γιατί το Δικαστήριο κατέγραψε και συνόψισε τη μαρτυρία, αλλά στην απόφαση του δεν γίνονται σαφή και ευδιάκριτα ευρήματα. Η φαινομενική αποδοχή της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων υπεράσπισης ήταν με αρνητική παρά θετική αναγνώριση, εφόσον χρησιμοποιήθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση φράσεις του τύπου «δεν φαίνεται να αμφισβητείται» και «ουσιαστικά δεν αμφισβητείται». Ακόμη και η θέση του Δικαστηρίου σχολιάζοντας κατά πόσο η Εθνική ενήργησε καλή τη πίστη και στη συνήθη πορεία των εργασιών της, εξετάζεται σε θεωρητικό επίπεδο, ενώ όντως διαπιστώνεται αντίφαση στη ρητορική ερώτηση, που το ίδιο το Δικαστήριο έθεσε στον εαυτό του, κατά πόσο δηλαδή υπήρξε αμέλεια από την άμεση εξαργύρωση της επιταγής χωρίς η Εθνική να γνωρίζει τον δικαιούχο ή την υπογραφή του, ενώ αμέσως προηγουμένως φαίνεται να γίνεται δεκτό ότι οι μάρτυρες υπεράσπισης ενήργησαν με καλή πίστη, ανεξαρτήτως αν υπήρξε αμέλεια. Το λάθος πρωτοδίκως ήταν η μη σαφής και εξ αρχής καταγραφή των διαπι[*721]στωθέντων ευρημάτων, ώστε η συνέχεια της νομικής συζήτησης να έχει άμεση αναφορά σ’ αυτά. Αντ’ αυτού, τα «ευρήματα» αφέθηκαν να πλανώνται και να συζητούνται αποσπασματικά. Ενώ ήταν σαφές από την αναντίλεκτη μαρτυρία ότι η Εθνική λειτούργησε ορθά, στη συνήθη πορεία των εργασιών της, ακολουθώντας πάγια πρακτική και χωρίς την επίδειξη αμέλειας.

Ως προς τη νομική πτυχή, εκδότης εδώ («drawer») ήταν ο Γενικός Λογιστής και δικαιούχος («payee») ο Στέλιος Στυλιανού.  Ως δικαιούχος, ο Στυλιανού είχε στην ουσία μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις, δηλαδή, είχε απλά το δικαίωμα να πληρωθεί το ποσό που εξέδωσε υπέρ του ο εκδότης, με μόνη «υποχρέωση», να παρουσιάσει την επιταγή στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε προς εξαργύρωση. Σύμφωνα με το Αρθρο 73 του Κεφ. 262, «επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται επί τραπεζίτη πληρωτέα εν όψει». Εδώ τραπεζίτης θεωρείται η Κεντρική Τράπεζα επί της οποίας και εκδόθηκε η επιταγή, όπως αναγνωρίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο εξισώνοντας την όμως στη συνέχεια λανθασμένα με τον κύριο της επιταγής. Δεν υπάρχει στο Νόμο η έννοια του «κυρίου» επιταγής και λανθασμένα θεώρησε το Δικαστήριο ότι ο κύριος ήταν ο εκδότης που εξίσωσε με την Κεντρική Τράπεζα. Υπάρχει ο κάτοχος, ο κομιστής, ο δικαιούχος μιας επιταγής, αλλά όχι κύριος. Μάλιστα, προς επίρρωση τούτου, στον Chitty on Contracts Vol. II (Specific Contracts), 25η Έκδ. στις σελ. 228-229 παρ. 2551, αναφέρονται τα εξής, σχολιάζοντας τις δίγραμμες επιταγές («crossed cheques»):

«Thus, one of the main effects of crossing is to protect the rights of the true owner. The phrase ‘true owner’, which is not defined in the Act, has been held to include the holder in due course of a cheque. But the true owner may be a person other than the holder. By way of illustration, take the case of a cheque payable to order, which is discounted by a financial institution at the request of a thief who has forged the payee’s indorsement.  As the indorsement is ineffective, the true owner is the payee and not the financial institution.»

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Έτσι, ένα από τα κυριότερα αποτελέσματα της διγράμμισης είναι να προστατεύονται τα δικαιώματα του πραγματικού κυρίου. Η φράση ‘πραγματικός κύριος’, η οποία δεν ορίζεται στο Νόμο, έχει κριθεί να περιλαμβάνει τον νομιμοποιημένο κομιστή επιταγής. Αλλά ο αληθινός κύριος μπορεί να είναι πρόσω[*722]πο άλλο από τον κάτοχο. Υπό τύπο παραδείγματος, πάρτε την περίπτωση μιας επιταγής πληρωτέας σε διαταγή που προεξοφλείται από ένα χρηματοπιστωτικό οργανισμό κατά παράκληση ενός κλέπτη που έχει πλαστογραφήσει την οπισθογράφηση του δικαιούχου. Εφόσον η οπισθογράφηση είναι αναποτελεσματική, ο πραγματικός κύριος είναι ο δικαιούχος και όχι ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός.»

Παρόμοια, αναφέρεται και στον Byles on Bills of Exchange 24η Έκδ. σελ. 277, ότι:

«The payee of a bill is the first true owner, once it is delivered to him either actually or constructively (as where it is in the Post Office .....). If he does not indorse, no one can obtain a better title.»

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Ο δικαιούχος μιας συναλλαγματικής είναι ο πρώτος πραγματικός κύριος, από την στιγμή που του παραδίδεται είτε πραγματικά είτε εξυπακουόμενα (όπως όταν είναι στο Ταχυδρομείο ……). Αν δεν την οπισθογραφήσει, κανένας άλλος δεν λαμβάνει καλύτερο τίτλο.»

Ακριβώς αυτή ήταν και η περίπτωση που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο. «Κύριος», επομένως από την άποψη του δικαιούχου των χρημάτων της επιταγής ήταν ο Στυλιανού και όχι η Κεντρική Τράπεζα, η οποία θα ενεργούσε ως τραπεζίτης. Η αναφορά στην Κεντρική Τράπεζα ως κυρίου της επιταγής, ως δικαιούχου δηλαδή των χρημάτων, ήταν σαφώς λανθασμένη.  Αυστηρώς ομιλούντες, εδώ εκδότης ήταν ο Γενικός Λογιστής και «έσυρε» την επιταγή (για να χρησιμοποιηθεί η φρασεολογία του Αρθρου 74Β του Κεφ. 262), επί της Κεντρικής Τράπεζας. Διαφορετικό θα ήταν αν η ίδια η έκδοση της επιταγής επιτυγχανόταν με δόλο, οπότε και ο εκδότης θα ήταν ο πραγματικός κύριος, εφόσον ουδείς άλλος θα ηδύνατο να έχει καλύτερο τίτλο.

Το λάθος λοιπόν στην ορθή κατάταξη εννοιολογικά της θέσης της Κεντρικής Τράπεζας, επέδρασε καταλυτικά, όπως θα διαφανεί και πιο κάτω, στη λανθασμένη θεώρηση ότι αυτή δικαιούτο στην ανάκτηση των χρημάτων από την Εθνική.

Παρεμβάλλεται εδώ, χάριν πλήρους ανάλυσης, διότι δεν συζητήθηκαν τέτοιες προεκτάσεις πρωτοδίκως, ότι δυνάμει του Άρθρου 127.1 του Συντάγματος, ο Γενικός Λογιστής «….. δέχεται [*723]και ενεργεί πάσαν πληρωμή χρημάτων της Δημοκρατίας», ενώ με τα Αρθρα 49, 50 και 51(1)(α) του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου αρ. 138(Ι)/02, η Κεντρική Τράπεζα ενεργεί ως τραπεζίτης της Κυβέρνησης και ενεργεί πληρωμές για λογαριασμό της.

Όταν λοιπόν η επιταγή, Τεκμ. «1», απευθύνεται από το Γενικό Λογιστή, ως εκδότη, στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, επί της οποίας εσύρθη η επιταγή, απευθυνόταν σ’ αυτήν ως τραπεζίτη με εντολή, ως αναφέρει ρητά το λεκτικό της ίδιας της επιταγής, «Πληρώστε σε διαταγή», τον Στέλιο Στυλιανού. Το ερώτημα επομένως τίθεται ποιος θα διενεργούσε την πληρωμή; Φυσιολογικά η Κεντρική Τράπεζα, αλλά πρωτοδίκως θεωρήθηκε, με βάση τα λεχθέντα από τους διαδίκους, ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν θα μπορούσε να εξαργυρώσει την επίδικη επιταγή (μαρτυρία του Α. Αγαθοκλέους σελ. 17 και 19-20 των πρακτικών), ως μη διαθέτουσα ταμεία προς αυτό το σκοπό. Με αυτό το δεδομένο, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε ανάλυση περί «εισπράττουσας τράπεζας» και «πληρώτριας τράπεζας», σε συνάρτηση με την προστασία τράπεζας κάτω από το Αρθρο 60 του Κεφ. 262. Η Εθνική, όμως, δεν ήταν στα δεδομένα της υπόθεσης ούτε εκδότρια-πληρώτρια τράπεζα, αλλά ούτε και εισπράττουσα. Όπως το έθεσε ο Α. Αγαθοκλέους στη σελ. 19 των πρακτικών (και παραγνωρίστηκε αυτή η ουσιώδης παράμετρος από το πρωτόδικο Δικαστήριο), η Εθνική ενήργησε ως «μεσολαβούσα» τράπεζα, προς εξυπηρέτηση δηλαδή της Κεντρικής Τράπεζας. Από αυτή τη θεώρηση και εφόσον κατατέθηκε χωρίς αμφισβήτηση (και είναι εδώ που ο εφεσίβλητος θα μπορούσε, αν ήθελε να αμφισβητήσει τα δεδομένα αυτά, να παρουσίαζε σχετική μαρτυρία), ότι η συνήθης πρακτική που ακολουθείτο από όλες τις εμπορικές τράπεζες ήταν να εξαργυρώνουν επιταγές της Κεντρικής Τράπεζας, τα δε πληρωθέντα απ’ αυτές χρήματα, να ανακτώνται από την Κεντρική κατά την εκκαθάριση ή συμψηφισμό που ακολουθούσε, θα ήταν δυνατό να εξαχθεί σχέση αντιπροσωπείας. Η Κεντρική Τράπεζα, εδώ, πίστωσε στα πλαίσια αυτά το λογαριασμό της Εθνικής με το ισόποσο που η ίδια πλήρωσε στην ουσία για λογαριασμό της Κεντρικής, με την σιωπηρά εξυπακουόμενη αποδοχή και συγκατάθεση της, στο φερόμενο ως δικαιούχο της επιταγής. Στο πνεύμα αυτό, εφόσον αυτή ήταν η ακολουθητέα πρακτική εκατέρωθεν, θα ήταν λογικό να λεχθεί  ότι υπήρχε μια εξυπακουόμενη σχέση αντιπροσώπου-αντιπροσωπευόμενου μεταξύ Κεντρικής και Εθνικής. Και ότι στα πλαίσια αυτά ήταν που η Εθνική εξαργύρωσε την επιταγή και γι’ αυτό το λόγο η Κεντρική, αναγνωρίζοντας το ρόλο αυτό, κατέβαλε ιδιοβούλως το ποσό πίσω στην Εθνική. Οι νόμιμες πράξεις [*724]του αντιπροσώπου δέσμευαν έτσι την Κεντρική Τράπεζα.

Το Αρθρο 60, που παρέχει προστασία στον τραπεζίτη στην περίπτωση που αυτός πληρώνει καλή τη πίστει και στη συνήθη πορεία των εργασιών του στη βάση ότι δεν επιβάλλεται σ’ αυτόν να δείξει ότι η οπισθογράφηση του δικαιούχου έγινε με εξουσιοδότηση θεωρούμενος ότι έχει «πληρώσει προσηκόντως» παρά τη μη εξουσιοδότηση ή πλαστογράφηση, ισχύει όταν ο πληρώνων τραπεζίτης είναι αυτός επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή. Το επιχείρημα της Εθνικής, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, ότι η Εθνική θα μπορούσε να ενταχθεί στις πρόνοιες του Αρθρου 60, λόγω της ερμηνείας που δίνεται στον όρο «έκδοση» στο Αρθρο 2 του Νόμου, που σημαίνει «την πρώτη παράδοση συναλλαγματικής, γραμματίου ή επιταγής, συμπληρωμένης κατά τύπο σε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει αυτή ως κάτοχος», δεν είναι ορθό διότι παραγνωρίζει την απλή γραμματική ερμηνεία της που θέλει την έκδοση («issue»), να λαμβάνει χώρα με την πρώτη παράδοση στον κάτοχο, δηλαδή τον άμεσα δικαιούχο αυτής κατά τη στιγμή της έκδοσης και προς τον οποίο απευθύνεται. Σαφώς εδώ η Εθνική δεν λειτούργησε σ’ αυτή τη βάση, αλλά ενήργησε στη βάση της εξυπηρέτησης ως μεσάζουσα τράπεζα, δηλαδή στην ουσία ως «discounting bank». Από αυτή την άποψη ο τραπεζίτης δίνει χρήματα στον πελάτη του πριν την εκκαθάριση της επιταγής, την οποία και παρουσιάζει στην πληρώτρια τράπεζα («drawee»), για να εισπράξει τα χρήματα η ίδια. Σε αντιδιαστολή αν ο τραπεζίτης παρουσιάσει την επιταγή εκ μέρους του πελάτη του στην πληρώτρια τράπεζα, τότε ενεργεί ως «collecting bank». Η δυσκολία εδώ είναι όμως διπλή: αφενός η Μπαλλή δεν ήταν και δεν μπορούσε να θεωρηθεί πελάτιδα της Εθνικής, αλλά ούτε και ο Στυλιανού ως δικαιούχος ήταν, ενώ αφετέρου και πάλι η επιταγή δεν είχε συρθεί επ’ αυτής για να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις του Αρθρου 82Α(1) ή του Αρθρου 82Δ του Νόμου. Οι πρώτες διότι η επιταγή δεν ήταν της ίδιας της Εθνικής, οι δεύτερες διότι τα προαναφερθέντα άτομα δεν ήταν πελάτες της εν πάση περιπτώσει. Η εξαργύρωση επιταγής σε πρόσωπο που δεν έχει λογαριασμό με την τράπεζα, δεν τον καθιστά πελάτη. (Byles – ανωτέρω – σελ. 266). Ακόμη και συστηματική εξαργύρωση στο ταμείο επιταγών ατόμου που τις έχει λάβει από τρίτους, δεν καθιστά το άτομο αυτό πελάτη της τράπεζας. (Chitty – ανωτέρω – σελ. 252 παρ. 2597).

Το ότι όμως η Εθνική δεν μπορούσε να επικαλεστεί τις διατάξεις των Αρθρων 60 ή 82 του Νόμου, δεν σημαίνει ταυτόχρονα ότι είναι και υπόλογη στην Κεντρική Τράπεζα είτε για ιδιοποίηση, είτε για χρήματα αναληφθέντα και εισπραχθέντα. Υποδεικνύεται κατ’ αρχάς ότι οι θεραπείες, δεν ήταν ορθά διατυπωμένες στο αιτητικό της [*725]απαίτησης και δεν είναι σαφείς οι νομικές βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε ο Γενικός Εισαγγελέας εναντίον της Εθνικής. Εναντίον τόσο της Εθνικής όσο και της Μπαλλή, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, ζητήθηκε το ποσό των £1.066,86 ως αποζημιώσεις για ζημιά που υπέστη η Κυπριακή Δημοκρατία ή ως αποκατάσταση («restitution») ή και ως ποσό που οφειλόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Τις βάσεις αγωγής αναφέρει η έκθεση απαίτησης στις παρ. 11 και 12 όπου, σε σχέση με την Εθνική, αναφέρεται ότι επειδή αυτή δεν είχε αποκτήσει τίτλο δεν είχε δικαίωμα να εισπράξει το ποσό της επιταγής (εννοείται, χωρίς να αναφέρεται ρητά, από την Κεντρική Τράπεζα) και άρα εισέπραξε το ποσό παράνομα με ιδιοποίηση της επιταγής ή του προϊόντος της. Διαζευκτικά, οφείλει να επιστρέψει το ποσό που έλαβε σύμφωνα με τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού ή ως χρήματα αναληφθέντα και εισπραχθέντα από την Εθνική για λογαριασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας. (Για την ορθή δικογράφηση δέστε Bullen & Leake & Jacob’s: Precedents of Pleadings 12η έκδ. Σελ. 354-356 και 665-667 και τα έντυπα αρ. 158 και 386).

Όπως όμως ήδη έχει διασαφηνιστεί από την προηγηθείσα ανάλυση, κύριος της επιταγής ήταν ο δικαιούχος της Στέλιος Στυλιανού και όχι η Κεντρική Τράπεζα. Αν κάποιος θα μπορούσε να εναγάγει την Εθνική για ιδιοποίηση ή για χρήματα αναληφθέντα και εισπραχθέντα θα ήταν ο Στυλιανού. Το όλο λάθος πρωτοδίκως, όπως αναφέρθηκε και πριν, ήταν η εξίσωση της Κεντρικής Τράπεζας με το δικαιούχο της επιταγής, ενώ δεν ήταν έτσι. Αναφέρεται στον Chitty – πιο πάνω – σελ. 276, παρ. 2636, ότι:

«Both a collecting banker and a discounting banker may occasionally handle a cheque remitted by a customer who does not have title to it. In such a case the banker may be sued in conversion or in money had and received by the true owner, regardless of whether the banker has collected the cheque or discounted it.» (η έμφαση προστέθηκε).

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Τόσο η εισπράττουσα τράπεζα όσο και η προεξοφλητική τράπεζα μπορεί κατά καιρούς να χειρίζονται μια επιταγή που τους δίδεται από πελάτη που δεν έχει τίτλο σ’ αυτή. Σε τέτοια περίπτωση ο τραπεζίτης  μπορεί να εναχθεί για ιδιοποίηση ή για χρήματα αναληφθέντα και εισπραχθέντα, από τον πραγματικό κύριο, ανεξάρτητα του κατά πόσο ο τραπεζίτης έχει εισπράξει την επιταγή ή την έχει προεξοφλήσει.»

[*726]Η ιδιοποίηση ως αστικό αδίκημα αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην άνευ εξουσίας και δικαιώματος ανάληψη της κατοχής αγαθού και όπως εξηγείται στο σύγγραμμα του F.H. Lawson “Remedies of English law” σελ. 155-156, η ιδιοποίηση είναι: «the intentional taking of a chattel with a view to appropriating it, destroying it, selling it for one’s own benefit, ....». Όπως περαιτέρω αναφέρθηκε στην υπόθεση Lipkin Gorman v. Karpnale Ltd [1991] 3 W.L.R. 10, απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, ιδιοποίηση δεν υπάρχει για την κατοχή χρημάτων «taken and received as currency» (δέστε Orton v. Butler [1822] 5 B. & Ald. 652 και Foster v. Green [1862] 7 H. & N. 881) και επομένως ως πλάσμα δικαίου («legal fiction»), είναι που επεκτάθηκε το δικαίωμα της αγωγής για ιδιοποίηση ώστε να περιλαμβάνει και το χαρτί της επιταγής και κατ’ επέκταση το αναφερόμενο σ’ αυτή, ποσό. Αυτή η επέκταση έγινε στην πορεία του χρόνου διότι παραδοσιακά το αδίκημα της ιδιοποίησης αφορούσε καθ’ αυτό χειροπιαστά αγαθά που μπορούσαν να τύχουν φυσικής μεταφοράς ή κλοπής. Εδώ δεν υπήρξε οποιαδήποτε ιδιοποίηση της επιταγής από την Εθνική έναντι της Κεντρικής Τράπεζας, εφόσον δεν υπήρχε καμία πρόθεση αποστέρησης του ποσού των χρημάτων από αυτή, ούτε και χρήση του, προς όφελος της Εθνικής. Εκείνο το οποίο έγινε ήταν, μέσω του συστήματος εκκαθάρισης, να αποσταλεί η επιταγή που εξέδωσε ο Γενικός Λογιστής μετά την πληρωμή της στην Μπαλλή πίσω στο Γενικό Λογιστήριο το οποίο και θεληματικά πλήρωσε την Εθνική. Πρέπει να αναφερθεί βεβαίως ότι ελλείπουν στην έκθεση απαίτησης λεπτομερή γεγονότα ως προς αυτή την εκκαθάριση, αλλά από τη μελέτη της δικογραφίας εξάγεται τουλάχιστον το συμπέρασμα ότι η εκκαθάριση και η πληρωμή προς την Εθνική έγινε πριν ανακαλυφθούν οι παράνομες πράξεις της Μπαλλή. Απουσιάζει οποιαδήποτε απευθείας ειδική σύνδεση και σχέση μεταξύ Κεντρικής Τράπεζας και Εθνικής για την επίδικη επιταγή, ώστε να ενεργοποιείται το αδίκημα της ιδιοποίησης. Σημειώνεται προς τούτο το ελλειματικό της έκθεσης απαίτησης και η απουσία ανάλογων λεπτομερειών στοιχειοθετούσε τα συστατικά της ιδιοποίησης κάτω από το Αρθρο 39 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Όσον αφορά την αξίωση για χρήματα εισπραχθέντα και αναληφθέντα («money had and received»), αυτό, όπως εξηγείται και πάλι στον Lawson – ανωτέρω – σελ. 172-174, αποτελεί μια οιωνεί συμβατική θεραπεία («quasi-contractual remedy»), μέρος του ευρύτερου αξιώματος της αποκατάστασης («restitution»), βασίζεται δε στο αρχαϊκό «action of indebitatus assumpsit». Εδράζεται στη βασική θέση ότι ένας εναγόμενος οφείλει να αποδώσει χρήματα που κατά νόμο [*727]θεωρείται ότι έχει υποσχεθεί ή που έλαβε για λογαριασμό ετέρου και είναι επομένως δίκαιο και εύλογο να τα αποδώσει στον ιδιοκτήτη τους. Όπως εξηγείται στον Lawson – πιο πάνω – ορισμένοι ακαδημαϊκοί δίνουν  έμφαση στον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εναγομένου, ενώ άλλοι στην ανεύρεση μιας εξυπακουόμενης υπόσχεσης. Όπως εξηγήθηκε στη Fibrosa Spolka Akcyjna v. Fairbairn Lawson Comber Barbour Ltd [1943] A.D. 32, 61:

«It is clear that any civilised system of law is bound to provide remedies for cases of what has been called unjust enrichment or unjust benefit, that is to prevent a man from retaining the money of or  some benefit derived from another which it is against conscience that he should keep.»

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Είναι σαφές ότι οποιοδήποτε πολιτισμένο σύστημα δικαίου οφείλει να αποδώσει θεραπείες στις υποθέσεις εκείνες που χαρακτηρίζονται από αδικαιολόγητο πλουτισμό ή αδικαιολόγητο όφελος, ώστε να εμποδίζεται κάποιος από του να κατακρατεί τα χρήματα ή το όφελος που έλαβε από έτερο, και που θα ήταν ενάντια στη συνείδηση του να  κρατήσει.»

Στις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης δεν θα μπορούσε να αποδοθεί ευθύνη στην Εθνική για χρήματα αναληφθέντα και εισπραχθέντα για λογαριασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας, διότι η Εθνική ουδέποτε έλαβε χρήματα από την Κεντρική Τράπεζα τα οποία αυτή της εμπιστεύθηκε να διαχειριστεί για λογαριασμό της και τα οποία παράνομα κατακράτησε προς ίδιον όφελος. Ούτε και θα μπορούσε σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου της επιείκειας να θεωρηθεί ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες λειτούργησε η Εθνική είναι τέτοιες που ως θέμα συνείδησης θα έπρεπε να επιστρέψει τα χρήματα τα οποία έλαβε από την Κεντρική. Το ερώτημα ακριβώς που τίθεται είναι κατά πόσο η Εθνική ενήργησε κάτω από συνθήκες που θα την εμπόδιζαν να κρατήσει τα χρήματα. Ως προς αυτό οι πραγματικές περιστάσεις κάτω από τις οποίες πληρώθηκε η επιταγή από την Εθνική έχουν σημασία. Στην απουσία ομολογουμένως άμεσων και ρητών οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας προς την Εθνική είτε πάγιων και ευρύτερων, είτε εξειδικευμένων για την επίδικη υπόθεση, εφόσον δεν απευθύνθηκε σ’ αυτήν η Εθνική για οδηγίες, παρέμενε ως αναγκαίο υπόβαθρο το γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν έχει ταμεία προς εξαργύρωση επιταγών της, αλλά αυτές πληρώνονται μέσω των εμπορικών τραπεζών. Αυτές εξαργυρώνονται είτε με προηγούμενη κατάθεση σε λογαριασμό ή [*728]απευθείας, όπως έγινε εδώ, οπότε και μπορεί ένας να ομιλεί τρόπον τινα για αναδυόμενη σχέση αντιπροσωπείας. Η Εθνική παρουσιάζεται εδώ ότι ενήργησε στη βάση πάγιας διαδικασίας που αποσκοπούσε στην ελαχιστοποίηση του κινδύνου απάτης και απαιτούσε από τον ταμία να απευθύνεται προς τον διευθυντή, ακολουθώντας δε τις οδηγίες του τελευταίου, εξαργύρωνε την επιταγή αφού το πρόσωπο που την παρουσίαζε, έδινε την ταυτότητα του, την οπισθογραφούσε στην παρουσία του ταμία, καταγράφοντας τα πλήρη στοιχεία του. Στην απουσία δε οποιωνδήποτε δεδομένων που να πρόδιδαν οτιδήποτε το μη φυσιολογικό κατά τη διαδικασία της παρουσίασης και εξαργύρωσης, η Εθνική ενεργώντας εύλογα δεν ήταν ένοχη οποιασδήποτε συμπεριφοράς που να καθιστούσε την εκ μέρους της κράτηση των πιστωθέντων χρημάτων ως αντίθετη με τη συνείδηση. Ιδιαίτερα όταν κάποιος αναλογιστεί ότι η Εθνική απλώς ανέκτησε τα χρήματα που η ίδια πλήρωσε εκ μέρους και προς εξυπηρέτηση της Κεντρικής Τράπεζας.

Αγωγή λοιπόν εναντίον της Εθνικής μπορούσε υπό τα δεδομένα όπως εξελίχθηκαν να ήγειρε ο δικαιούχος της επιταγής, δηλαδή, ο Στυλιανού, ο οποίος όμως αποζημιώθηκε από το Γενικό Λογιστή αφού αυτός εξέδωσε νέα επιταγή προς όφελός του. Η Δημοκρατία το μόνο δικαίωμα που είχε ήταν να εγείρει αγωγή εναντίον της Μπαλλή, όπως και έπραξε, επιτυγχάνοντας την έκδοση απόφασης υπέρ της. Το θέμα της είσπραξης ή εκτέλεσης της απόφασης αφορά άλλη διαδικασία.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση εναντίον της εφεσείουσας παραμερίζεται, με έξοδα €5.000 υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

Η έφεση επιτρέπεται με €5.000 έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου πρωτοδίκως και κατ’ έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο