Σοφοκλέους Γεώργιος και Άλλη ν. Alpha Bank Ltd (2009) 1 ΑΑΔ 818

(2009) 1 ΑΑΔ 818

[*818]6 Ιουλίου, 2009

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

2. JONCH ESTATES LTD,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ALPHA BANK LTD,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 109/2007)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για παράταση χρόνου ώστε να καταχωρηθεί αίτηση για παραμερισμό απόφασης η οποία εκδόθηκε ερήμην των εναγομένων λόγω της παράλειψής τους να εμφανιστούν κατά την ημέρα της ακρόασης ― Διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Κατά πόσο το Δικαστήριο εφάρμοσε τις ορθές αρχές, απορρίπτοντας την επίδικη αίτηση.

Δικαιώματα διαδίκου ― Δικαίωμα ακροάσεως ― Κατά πόσο παραβιάστηκε το συνταγματικό δικαίωμα των εναγομένων να ακουστούν, λόγω της μη ειδοποίησής τους για την αναβολή της υπόθεσης προς απόδειξη της απαίτησης της ενάγουσας.

Αγωγή ― Απόρριψη αγωγής λόγω μη προώθησής της ― Κατά πόσο το ορθό δικονομικό μέτρο εναντίον της απορριπτικής απόφασης είναι η έφεση ή η αίτηση για επαναφορά της αγωγής.

Στις 10.11.2006 το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση σε αγωγή της εφεσίβλητης τράπεζας η οποία είχε καταχωρηθεί το 2001, ερήμην των εφεσειόντων, για χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού. Η ακρόαση της αγωγής άρχισε το 2005 ενώπιον του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου, έκτοτε όμως αναβάλλετο λόγω προβλημάτων υγείας του εφεσείοντος 1, για τα οποία είχε μεταβεί και στο εξωτερικό, και επίσης λόγω αλλαγών δικηγόρων των εφεσειόντων. Τελικά η ακρόαση αναβλήθηκε για τις 9.11.2006, οι εφεσείοντες όμως δεν παρουσιάστηκαν. Η εφεσίβλητη προχώρησε σε απόδειξη της υπόθεσής της την επομένη 10.11.2006 που το Δικαστήριο άφησε την υπόθεση ώστε να αποδειχθεί με ένορκη δήλωση, εξεδόθη δε απόφαση την ίδια ημέρα.

[*819]Εκ των υστέρων, οι εφεσείοντες, υποστήριξαν ότι δεν γνώριζαν ότι η υπόθεσή τους είχε αναβληθεί για τις 9.11.2006.

Στις 15.2.2007 οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση για παράταση χρόνου ώστε να καταχωρήσουν αίτηση για παραμερισμό της απόφασης. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση καταλήγοντας ότι η όλη στάση των εφεσειόντων καταδείκνυε έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους τους, και το γεγονός αυτό μαζί με την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην καταχώρηση της αίτησης, δεν δικαιολογούσε την έγκρισή της. Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση υποστηρίζοντας ότι το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στα ενώπιον του γεγονότα όπως αυτά προέκυπταν από τις ένορκες δηλώσεις αλλά επεκτάθηκε σε γεγονότα που περιέχοντο στο φάκελο τα οποία και δεν αξιολόγησε δεόντως. Επίσης, ότι το Δικαστήριο βασίστηκε σε νομολογία η οποία αφορούσε στον παραμερισμό απόφασης αντί στο θέμα της παράτασης χρόνου. Τέλος ήγειραν θέμα στέρησης του συνταγματικού τους δικαιώματος να ακουστούν κατά το ότι δεν ειδοποιήθησαν για την αναβολή της υπόθεσης από τις 9.11.2006 που ήταν ορισμένη, στις 10.11.2006 που ορίστηκε για απόδειξη.

Κατά την ακρόαση της έφεσης το Δικαστήριο έθεσε και ερώτημα κατά πόσο η ορθή διαδικασία για να επιδιωχθεί η ανατροπή της εκδοθείσας απόφασης ήταν η καταχώρηση αίτησης για παράταση χρόνου για καταχώρηση αίτησης για παραμερισμό ή η έφεση (με καταχώρηση αίτησης για παράταση χρόνου καταχώρησης έφεσης εφ’ όσον η προθεσμία θα είχε λήξει).

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το Δικαστήριο μπορούσε να αναφερθεί στο όλο ιστορικό της υπόθεσης για να προβεί σε διαπιστώσεις ως προς το ζητούμενο που περιλάμβανε την όλη συμπεριφορά των εφεσειόντων και την πορεία της υπόθεσης.

2. Το Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα ως προς τις αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας στο θέμα ενώπιόν του.

3. Το ότι η υπόθεση αφέθη την επομένη της δικασίμου για απόδειξη της αξίωσης με ένορκη δήλωση, δεν συνιστούσε αναβολή της ακρόασης, αλλά συνέχιση της διαδικασίας προς απόδειξη της υπόθεσης με τον τρόπο που το Δικαστήριο έκρινε προσφορότερο. Δεν υπήρχε λοιπόν θέμα ειδοποίησης των εφεσειόντων ως προς νέα ημερομηνία ακρόασης.

[*820]4.       Στην υπόθεση Terzian κ.ά. v. Liberty Life Insurance Ltd (2007) 1 Α.Α.Δ. 1283, αποφασίστηκε ότι το ορθό δικονομικό μέτρο στην περίπτωση αγωγής απορριφθείσας λόγω μη προώθησής της δεν ήταν η αίτηση για επαναφορά αλλά η έφεση.

Η έφεση απορρίφθηκε με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Terzian κ.ά. v. Liberty Life Insurance Ltd (2007) 1 Α.Α.Δ. 1283.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Κληρίδης, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 334/01), ημερομ. 4.5.2007.

Σ. Σταυρινίδης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Ζαχαρίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση αυτή έχει μακρύ ιστορικό υπόβαθρο. Η αγωγή προς την οποία σχετίζεται κατεχωρήθη το 2001 και αφορούσε απαίτηση της Εφεσίβλητης Τράπεζας για χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού των Εφεσειόντων. Η ακρόασή της άρχισε το 2005 ενώπιον Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου, έκτοτε όμως ανεβάλλετο λόγω προβλημάτων υγείας του Εφεσείοντα 1 για τα οποία και είχε μεταβεί στο εξωτερικό. Υπήρξαν προς τούτο πάρα πολλές αναβολές, όταν δε ο Πρόεδρος ο οποίος επιλαμβάνετο της υπόθεσης τοποθετήθηκε στο Κακουργιοδικείο, και εφ’ όσον πολύ περιορισμένη μαρτυρία είχε ακουστεί, με τη συγκατάθεση των διαδίκων η υπόθεση ετέθη ενώπιον άλλου Προέδρου ώστε να δικαστεί de novo. Την 12.9.2006 που η υπόθεση ορίστηκε και πάλι για ακρόαση ο συνήγορος των Εφεσειόντων δήλωσε ότι και πάλι ο Εφεσείων 1 δεν είχε επιστρέψει στην Κύπρο αλλά θα επανέκαμπτε την 30.10.2006 και ζήτησε αναβολή ώστε η ακρόαση να οριστεί μετά από την ημερομηνία εκείνη. Εδόθη αναβολή για την 9.11.2006, την ημέρα εκείνη όμως ο συνήγορος των Εφεσειόντων δήλωσε ότι από την 12.9.2006 είχε ενημερώσει τηλεφωνικώς τον υιό του Εφεσείοντα 1, [*821]με τον οποίο πάντοτε επικοινωνούσε γι’ αυτή όπως και για άλλη υπόθεση της Εφεσίβλητης (της οποίας ο Εφεσείων 1 είναι διευθυντής) που τους αφορούσε, ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη την 9.11.2006 για ακρόαση. Συμφώνησαν μάλιστα να διευθετήσουν και συνάντηση μετά από την επιστροφή του Εφεσείοντα 1 επί τη προοπτική της δίκης. Ο συνήγορος προσπάθησε τις τελευταίες μέρες να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον υιό του Εφεσείοντα 1 χωρίς όμως αποτέλεσμα παρά το ότι του άφησε και μήνυμα. Την 3.11.2006 τον ενημέρωσε και γραπτώς ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 9.11.2006, αναφέροντας μάλιστα «γεγονός το οποίο ήδη εγνωρίζατε από την προηγούμενη δικάσιμο, ήτοι την 12.9.2006». Εν όψει τούτων, και εφ’ όσον δεν υπήρξε ανταπόκριση εκ μέρους των πελατών του, ζήτησε άδεια όπως αποσυρθεί, η οποία και του εδόθη. Η Εφεσίβλητη προχώρησε σε απόδειξη της υπόθεσής της την επομένη 10.11.2006 που το Δικαστήριο άφησε την υπόθεση ώστε να αποδειχθεί με ένορκη δήλωση, εξεδόθη δε απόφαση την ίδια μέρα.

Την 15.2.2007 οι Εφεσείοντες κατεχώρησαν αίτηση για παράταση χρόνου ώστε να καταχωρήσουν αίτηση για παραμερισμό της απόφασης. Η αίτηση ήχθη ενώπιον του Προέδρου ο οποίος είχε εκδώσει και την απόφαση και απερρίφθη, εναντίον δε της απορριπτικής της αιτήσεως απόφασης αυτής κατεχωρήθη η έφεση. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, αφού ανασκόπησε τη νομολογία αναφορικά με το θέμα της παράτασης χρόνου για λήψη δικονομικού διαβήματος και αφού παρέθεσε το ιστορικό της υπόθεσης όπως αυτό προέκυπτε από το φάκελο, επικεντρώθηκε στο κατά πόσο οι Εφεσείοντες είχαν δικαιολογήσει επαρκώς την παράλειψή τους να εμφανισθούν κατά την ημέρα της ακρόασης. Όπως ευστόχως παρατήρησε, στην ένορκη δήλωσή τους, αν και αμφισβήτησαν τη λήψη της επιστολής της 3.11.2006, δεν ασχολήθησαν καθόλου με τις αναφορές του συνηγόρου τους, οι οποίες είχαν περιληφθεί στην ένορκη δήλωση της Εφεσίβλητης, για την τηλεφωνική ενημέρωσή τους. Παρατήρησε περαιτέρω τις μεγάλες καθυστερήσεις που υπήρξαν στην εκδίκαση της υπόθεσης, και που περιλάμβαναν αλλαγές δικηγόρου των Εφεσειόντων, με αίτημα των ίδιων των Εφεσειόντων για τους λόγους υγείας του Εφεσείοντα 1 και το ότι, παρά τις πολλές αυτές αναβολές, ουδέποτε υπήρξε συμμόρφωση με την αναλαμβανόμενη υποχρέωση ότι ο Εφεσείων 1 θα εμφανίζετο. Ειδικά για την αναβολή που εδόθη την 12.9.2006, διαπίστωσε ότι οι Εφεσείοντες γνώριζαν ότι η αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση την ημερομηνία εκείνη, ότι θα εζητείτο και πάλι αναβολή για τον ίδιο λόγο, και ότι, αν εδίδετο αναβολή, η ακρόαση θα ορίζετο σύντομα μετά το τέλος Οκτωβρίου που είχε διαβεβαιωθεί ότι ο Εφεσείων 1 θα επέστρεφε στην Κύπρο, όπως και ορίσθηκε. Δεν δέχθηκε λοιπόν τους ισχυρισμούς των [*822]Εφεσειόντων ότι δεν γνώριζαν, τηλεφωνικά τουλάχιστον, για την αναβολή της ακρόασης την 9.11.2006 και θεώρησε αναξιόπιστη τη θέση τους ότι πληροφορήθησαν για την εκδοθείσα απόφαση όταν, μη ενήμεροι από το δικηγόρο τους, διερεύνησαν το θέμα μέσω του υιού του Εφεσείοντα 1. Η όλη στάση τους, κατέληξε, καταδείκνυε έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους τους, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά τους και η καθυστέρηση που υπήρξε στην καταχώρηση της αίτησης να μην δικαιολογούσε την έγκρισή της. Όπως το έθεσε, «η τυχόν παραχώρηση περαιτέρω χρόνου για να δοθεί η ευκαιρία στους εναγομένους να ζητήσουν την επανάνοιξη της υπόθεσης, θα προκαλούσε, κατά την άποψή μου, κατάφορη αδικία στους ενάγοντες και θα συνιστούσε αδικαιολόγητη οπισθοδρόμηση στην πορεία απονομής της δικαιοσύνης».

Υπάρχουν δύο λόγοι έφεσης. Ο πρώτος είναι ότι ο Πρόεδρος ο οποίος επελήφθη της υπόθεσης δεν ήταν ο φυσικός δικαστής της, εφ΄όσον δεν ήταν επιτρεπτό η υπόθεση να εκδικαστεί de novo, με αποτέλεσμα τόσο η εκδίκαση της αγωγής όσο και η εκδίκαση της αίτησης να ήταν εξ υπαρχής άκυρη. Κατά την ακρόαση παρατηρήσαμε στον ευπαίδευτο συνήγορο για τους Εφεσείοντες ότι, όπως υπέδειξε και η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη, το οποιοδήποτε επιχείρημα ως προς τη μη δυνατότητα εκδίκασης de novo δεν θα μπορούσε να απευθύνεται στην εκδίκαση της ίδιας της αίτησης αφού αυτή συνιστούσε διαδικασία επόμενη της απόφασης στην αγωγή, παρά μόνο στην εκδίκαση της ίδιας της αγωγής.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος συμφώνησε επ’ αυτού ότι η αναφορά στο θέμα εγίνετο μάλλον για να καταδειχθεί ότι η αίτηση είχε καλή βάση, ώστε να ενισχύετο η γενικότερη θέση που περιέχεται στο λόγο έφεσης 2 ως προς το λανθασμένο της απόρριψης της αίτησης. Και έτσι όμως, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το θέμα δεν ηγέρθη καθόλου ενώπιον του Προέδρου και ουδόλως επομένως επηρέασε την κατάληξή του, ούτε ασφαλώς μπορεί να εγείρεται ενώπιον μας ως λόγος έφεσης εφ’ όσον δεν ηγέρθη πρωτοδίκως.

Ο λόγος έφεσης 2, όπως αναφέραμε, αφορά την ορθότητα της απόφασης του Προέδρου. Παραπονούνται οι Εφεσείοντες ότι το δικαστήριο δεν περιορίστηκε στα ενώπιον του γεγονότα όπως αυτά προέκυπταν από τις ένορκες δηλώσεις αλλά επεκτάθηκε σε γεγονότα που περιέχοντο στο φάκελο τα οποία και δεν αξιολόγησε δεόντως.  Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση αυτή αφού το δικαστήριο μπορούσε να αναφερθεί στο όλο ιστορικό της υπόθεσης για να προβεί σε διαπιστώσεις ως προς το ζητούμενο που περιλάμβανε την όλη προηγούμενη συμπεριφορά των Εφεσειόντων και την πορεία της υπόθεσης. Ούτε προκύπτει παρερμηνεία των ενώ[*823]πιον του δικαστηρίου δεδομένων. Άλλο παράπονο των Εφεσειόντων είναι ότι το δικαστήριο βασίστηκε σε νομολογία η οποία αφορούσε τον παραμερισμό απόφασης ενώ το ενώπιον του θέμα αφορούσε παράταση χρόνου. Η αναφορά όμως του δικαστηρίου στην εν λόγω νομολογία έγινε για να καταδειχθεί η σημασία της συμπεριφοράς του διαδίκου σε συνάρτηση γενικότερα με το θέμα της παράτασης των προθεσμιών και της τήρησης των διαδικασιών, και ουδέν σφάλμα διαπιστώνεται ως προς την αντίληψη του δικαστηρίου για τις αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας στο θέμα ενώπιόν του.

Το κύριο βάρος των εισηγήσεων των Εφεσειόντων είναι στο ότι το δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά την ενώπιον του μαρτυρία ως προς την παράλειψη των Εφεσειόντων να εμφανιστούν κατά την ακρόαση της αγωγής. Κακώς, λέγουν, το δικαστήριο θεώρησε ότι οι Εφεσείοντες έλαβαν την αναφερθείσα επιστολή του δικηγόρου τους, ώστε να εγνώριζαν για την ημερομηνία της ακρόασης, αφού αυτή ταχυδρομήθηκε σε διεύθυνση στην οποία δεν διέμεναν πλέον και, όπως είχαν ισχυριστεί, ουδέποτε έλαβαν. Επαναλαμβάνουμε όμως ότι το δικαστήριο εβασίσθη ιδιαίτερα στο ότι οι Εφεσείοντες είχαν ειδοποιηθεί τηλεφωνικώς από το δικηγόρο τους, και απορρίπτουμε την εισήγηση των Εφεσειόντων ότι το δικαστήριο δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία αυτή ως μη προερχόμενη από ένορκη δήλωση του ιδίου του δικηγόρου τους αλλά από πληροφορίες που ελήφθησαν από το δικηγόρο τους. Εξ άλλου, όπως παρατήρησε και ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, οι Εφεσείοντες, αν και ασχολήθησαν στην ένορκη δήλωσή τους σε έκταση με το θέμα της επιστολής, επιμελώς δεν σχολίασαν καθόλου το θέμα της τηλεφωνικής τους πληροφόρησης όπως αυτό είχε τεθεί στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης της Εφεσίβλητης, ενώ ούτε και αντεξέτασαν καθόλου επί της ένορκης δήλωσης εκείνης.

Στα πλαίσια του δεύτερου λόγου έφεσης, οι Εφεσείοντες εγείρουν και θέμα στέρησης του συνταγματικού τους δικαιώματος να ακουστούν κατά το ότι δεν ειδοποιήθησαν για την αναβολή της υπόθεσης από τις 9.11.2006 που ήταν ορισμένη στις 10.11.2006 προς απόδειξη της απαίτησης. Δεν είναι έτσι όμως που τίθενται τα πράγματα. Η ακρόαση ήταν ορισμένη στις 9.11.2006 και οι Εφεσείοντες, αν και εγνώριζαν για αυτή, δεν εμφανίσθησαν. Το ότι η υπόθεση αφέθη την επομένη για να αποδειχθεί η αξίωση με ένορκη δήλωση δεν συνιστούσε αναβολή της ακρόασης αλλά συνέχιση της διαδικασίας προς απόδειξη της υπόθεσης με τον τρόπο που το δικαστήριο έκρινε προσφορότερο. Δεν υπήρχε λοιπόν θέμα ειδοποίησης των Εφεσειόντων ως προς νέα ημερομηνία ακρόασης, δια[*824]φορετικά το ίδιο το Δικαστήριο θα έδινε ουσιαστικά αναβολή ενώ είχε θεωρήσει στις 9.11.2006 ότι, παρά την αποχώρηση του δικηγόρου των Εφεσειόντων, η ακρόαση θα προχωρούσε μη δικαιολογημένου οποιουδήποτε άλλου χειρισμού.

Κατά την ακρόαση της έφεσης το δικαστήριο έθεσε και το ερώτημα κατά πόσο η ορθή διαδικασία για να επιδιωχθεί η ανατροπή της εκδοθείσας απόφασης ήταν η καταχώρηση αίτησης για παράταση χρόνου για καταχώρηση αίτησης για παραμερισμό ή η έφεση (με καταχώρηση αίτησης για παράταση χρόνου καταχώρησης έφεσης εφ’ όσον η προθεσμία θα είχε λήξει). Εν όψει της πιο πάνω κατάληξής μας, δεν θα μας απασχολήσει σε έκταση το θέμα, αφού και οι ίδιοι οι συνήγοροι δεν ήσαν σε θέση να επιχειρηματολογήσουν επαρκώς επ’ αυτού με αναφορά σε νομολογία, και θα περιορισθούμε να σημειώσουμε την απόφαση στην υπόθεση Terzian κ.ά. v. Liberty Life Insurance Ltd (2007) 1 Α.Α.Δ. 1283, όπου απεφασίσθη ότι το ορθό δικονομικό μέτρο στην περίπτωση αγωγής απορριφθείσας λόγω μη προώθησής της δεν ήταν η αίτηση για επαναφορά αλλά η έφεση.

Καταλήγοντας, θα επαναλαμβάναμε τα λεχθέντα από τον ευπαίδευτο Πρόεδρο στη δική του κατάληξη, όπως τα παραθέσαμε ανωτέρω.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Οι Εφεσείοντες θα καταβάλουν €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. στην Εφεσίβλητη.

Η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο