Iωάννου Nεόφυτος και Άλλη ν. Συνεργατική Πιστωτική Eταιρεία Ύψωνα-Λόφου (2009) 1 ΑΑΔ 875

(2009) 1 ΑΑΔ 875

[*875]13 Ιουλίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

2. ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΨΩΝΑ-ΛΟΦΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2006)

 

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Έφεση εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία επιβεβαίωσε την απόφαση του διαιτητή, πλην ορισμένων σημείων ― Εξουσία Δικαστηρίου να αναπέμπει θέματα που παραπέμφθηκαν σε διαιτησία για επανεξέταση από το διαιτητή και επίσης να ακυρώνει τη διαιτητική απόφαση ― Κατά πόσο το Δικαστήριο ενήργησε εντός των ορίων της προαναφερθείσας εξουσίας του.

Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Η επίδικη διαφορά μεταξύ των διαδίκων στην παρούσα υπόθεση προέκυψε μέσα στο πλαίσιο παροχής χρηματιστηριακών υπηρεσιών από τους εφεσίβλητους προς τους εφεσείοντες. Η διαφορά παραπέμφθηκε σε διαιτησία με το διαιτητή να καταλήγει στην έκδοση απόφασης εναντίον των εφεσειόντων, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως για συγκεκριμένο ποσό, αλλά και απόφασης εναντίον του εφεσείοντος 1 χωριστά, για άλλο ποσό. Ο διαιτητής εξέδωσε επίσης διάταγμα για εκποίηση υποθηκών τις οποίες είχαν συνάψει οι εφεσείοντες προς εγγύηση των δανείων που εξασφάλισαν.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ενώπιον του οποίου η απόφαση του διαιτητή προσβλήθηκε με γενική αίτηση, επιβεβαίωσε την απόφαση του διαιτητή, πλην ορισμένων σημείων. Ορισμένα άλλα κεφάλαια το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε προς επανεξέταση.

[*876]Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι δεν ενεργούσαν ως χρηματιστές, αλλά ότι ενεργούσαν νομίμως ως αντιπρόσωποι χρηματιστών παρέχοντας νόμιμα χρηματιστηριακές υπηρεσίες στους εφεσείοντες.

2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε να παραπέμψει στο διαιτητή για επανεξέταση ορισμένες από τις αποφάσεις του.

3. Ενώ οι ίδιοι είχαν επιτύχει σε αριθμό θεμάτων, αναιτιολόγητα δεν επιδικάσθηκαν έξοδα εις βάρος των εφεσιβλήτων.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι ήταν αντιπρόσωποι χρηματιστηριακών εταιρειών, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι όλες οι αγορές και πωλήσεις των μετοχών στο Χρηματιστήριο για λογαριασμό των εφεσειόντων δεν έγιναν από τους εφεσίβλητους, αλλά από τις δύο χρηματιστηριακές εταιρείες οι οποίες διεκπεραίωναν τις εντολές που έπαιρναν από τους εφεσίβλητους για λογαριασμό των εφεσειόντων.

2. Το Δικαστήριο έχει δικαίωμα να αναπέμπει οποιαδήποτε θέματα που έχουν παραπεμφθεί σε διαιτησία για επανεξέταση από το διαιτητή (Άρθρο 19(1) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4). Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 20(2), έχει το δικαίωμα αν ο διαιτητής έχει χειριστεί κακώς την υπόθεση ή αν η διαιτησία διεξήχθη παράτυπα, ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.

3. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή εξόδων, παραμένει μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας και δεν δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου για μεταβολή της.

Η έφεση απορρίφθηκε με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ερωτοκρίτου, Π.Ε.Δ.), (Γεν. Αίτηση Αρ. 211/05), ημερομ. 15.5.2006.

[*877]Στ. Αμερικάνος, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Λουκά, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου απαγγέλλεται από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση είχε αρχικά εκδικαστεί από διαφορετική σύνθεση, αλλά μετά τον αδόκητο θάνατο του αδελφού Δικαστή Γαβριηλίδη που συμμετείχε στην πρώτη σύνθεση, ακούστηκε εκ νέου.

Οι διάδικοι είχαν μεταξύ τους διαφορά η οποία παραπέμφθηκε σε διαιτησία. Ο διαιτητής ύστερα από τη νενομισμένη διαδικασία κατέληξε και εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως για συγκεκριμένο ποσό, αλλά και απόφαση εναντίον του εφεσείοντα 1 χωριστά, για άλλο ποσό. Εξέδωσε επίσης διάταγμα για εκποίηση υποθηκών τις οποίες οι εφεσείοντες είχαν συνάψει προς εγγύηση των δανείων που εξασφάλισαν.

Η απόφαση του διαιτητή προσβλήθηκε με γενική αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Το δικαστήριο επιβεβαίωσε την απόφαση του διαιτητή, πλην ορισμένων σημείων και συγκεκριμένα εκείνων που αφορούν τους λόγους έφεσης εναντίον της απόφασης του διαιτητή υπ’ αρ. Ι(α), (γ) και (δ), ως και το θέμα του τόκου. Ορισμένα άλλα κεφάλαια το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε προς επανεξέταση.

Στη διαιτητική διαδικασία, μεταξύ άλλων, αξιωνόταν από τους εφεσίβλητους απόφαση εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 οι οποίοι είναι σύζυγοι, για ποσό £29.608,57 πλέον τόκους, δυνάμει γραμματίου, καθώς και διάταγμα για εκποίηση των υποθηκών Υ1227/97 και Υ9056/99. Αξίωναν επίσης απόφαση εναντίον του εφεσείοντα 1, για ποσό £349.459, καθώς και για £233.336 πλέον τόκους ως υπόλοιπο δανείου. Τέλος αξίωναν απόφαση εναντίον της εφεσείουσας 2 για ποσό £19.592, πλέον τόκους που αντιπροσωπεύει υπόλοιπο οφειλόμενο από τραπεζιτικές διευκολύνσεις.

Οι εφεσείοντες παραδέχονται μεν τη σύναψη των δανείων, αλλά αρνούνται ότι οφείλουν οποιαδήποτε ποσά. Υποστηρίζουν ότι μετά το άνοιγμα των συγκεκριμένων λογαριασμών οι εφεσίβλητοι τους παρείχαν παράνομες χρηματιστηριακές υπηρεσίες. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι εφεσίβλητοι αμέλησαν να ρευστοποιήσουν εγκαίρως [*878]τις μετοχές τις οποίες αγόρασαν για λογαριασμό των εφεσειόντων, όταν ακόμα η αξία τους κάλυπτε τα οφειλόμενα υπόλοιπα.

Με την έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης εγείρεται αριθμός λόγων. Κατ’ αρχάς οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι δεν ενεργούσαν ως χρηματιστές, αλλά ότι ενεργούσαν νομίμως ως αντιπρόσωποι χρηματιστών παρέχοντας νόμιμα χρηματιστηριακές υπηρεσίες στους εφεσείοντες.

Οι εφεσείοντες έχουν δώσει μεγάλη σημασία στον ισχυρισμό αυτό, ο οποίος  καλύπτει και το μεγαλύτερο μέρος της έφεσης.

Δεν συμφωνούμε με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι αποτελεί συμπέρασμα του διαιτητή, αλλά και κοινή θέση των μερών ότι οι εφεσίβλητοι παρείχαν χρηματιστηριακές υπηρεσίες και μάλιστα ότι κάτι τέτοιο παραδέχτηκαν και οι μάρτυρες που κατέθεσαν για λογαριασμό τους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο υιοθέτησε την κατάληξη του διαιτητή ότι οι εφεσίβλητοι ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι χρηματιστηριακού γραφείου και υπό αυτή την ιδιότητα διαβίβαζαν σε συγκεκριμένο χρηματιστηριακό γραφείο τις εντολές των πελατών τους, περιλαμβανομένων και των εφεσειόντων.

Τη θέση αυτή οι εφεσείοντες διατήρησαν κατά τη διάρκεια όλων των διαδικασιών, από τη διαιτησία μέχρι το πρωτόδικο δικαστήριο και τελικά ενώπιον του Εφετείου.

Οι εφεσίβλητοι δεν παρείχαν χρηματιστηριακές υπηρεσίες μέσα στην έννοια των σχετικών νόμων, όσο κι αν έγινε προσπάθεια από τους εφεσείοντες να δοθεί διαφορετική έννοια σε όσα έχουν λεχθεί τόσο από τον διαιτητή, όσο και από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Υπάρχει αναντίλεκτη μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι ήταν εξουσιοδοτημένοι από δύο εταιρείες οι οποίες είχαν άδεια να διαπραγματεύονται μετοχές στο ΧΑΚ, να ενεργούν ως αντιπρόσωποί τους και να διαβιβάζουν σ’ αυτές εντολές πελατών που ήθελαν να αγοράσουν ή πωλήσουν μετοχές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε ο ίδιος ο εφεσείων 1 ανέφερε καταθέτοντας, ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν άδεια αντιπροσώπου ή ότι οι δύο εταιρείες δεν είχαν δικαίωμα να καταστήσουν αντιπρόσωπό τους τους εφεσίβλητους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθώς κατέληξε στην απόφασή του ότι οι εφεσίβλητοι νομίμως ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι των δύο [*879]άλλων εταιρειών και ότι νομίμως παρείχαν υπηρεσίες προς πελάτες τους, μεταξύ των οποίων και οι εφεσείοντες.

Οι εφεσίβλητοι σε κανένα στάδιο δεν παρουσιάστηκαν και ούτε βέβαια ενήργησαν ως χρηματιστές, αλλά μόνο ως αντιπρόσωποι χρηματιστηριακών εταιρειών. Τα πιο πάνω, δηλαδή το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι ήταν αντιπρόσωποι χρηματιστηριακών εταιρειών, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι όλες οι αγορές και πωλήσεις των μετοχών στο Χρηματιστήριο για λογαριασμό των εφεσειόντων δεν έγιναν από τους εφεσίβλητους, αλλά από τις δύο χρηματιστηριακές εταιρείες οι οποίες διεκπεραίωναν τις εντολές που έπαιρναν από τους εφεσίβλητους για λογαριασμό των εφεσειόντων.

Ο επόμενος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου να παραπέμψει στο διαιτητή για επανεξέταση ορισμένες από τις αποφάσεις του. Είναι η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αφού οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν το υπόλοιπο του λογαριασμού, οι εφεσίβλητοι όφειλαν να το αποδείξουν αυστηρά. Αφού κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του διαιτητή δεν παρουσιάστηκαν οι καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού, μια και ο διαιτητής θεώρησε ότι η κατάθεση των καταστάσεων του λογαριασμού δεν ήταν απαραίτητη, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι παράγοντες που έλαβε υπ’ όψιν ο διαιτητής δεν είχαν ικανοποιηθεί ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι έχει αποδειχθεί το υπόλοιπο του λογαριασμού το οποίο είχε αμφισβητηθεί. Εξήγησε μάλιστα τους λόγους γι’ αυτό.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε εξουσία ή διακριτική ευχέρεια να διατάξει επανεκδίκαση του συγκεκριμένου σημείου.

Το δικαστήριο έχει δικαίωμα να αναπέμπει οποιαδήποτε θέματα που έχουν παραπεμφθεί σε διαιτησία για επανεξέταση από το διαιτητή (Αρθρο 19(1) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4). Περαιτέρω, σύμφωνα με το Αρθρο 20(2), έχει το δικαίωμα αν ο διαιτητής έχει χειριστεί κακώς την υπόθεση ή αν η διαιτησία διεξήχθη παράτυπα, ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.

Δεν είναι ακριβής ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι δεν έχει κατατεθεί μαρτυρία για το άνοιγμα του λογαριασμού υπ’ αρ. 4012793-5. Το τεκμήριο 8 διαψεύδει το επιχείρημα. Ο λογαριασμός αυτός λειτούργησε χωρίς οποιαδήποτε ένσταση και είναι τουλάχιστον περίεργο, σ’ αυτό το στάδιο, να αμφισβητείται η ύπαρξή του.  [*880]Και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.

Τέλος, οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι ενώ είχαν επιτύχει σε αριθμό θεμάτων αναιτιολόγητα δεν επιδικάστηκαν έξοδα εις βάρος των εφεσιβλήτων.

Η επιδίκαση εξόδων είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν η εξουσία ασκήθηκε έκδηλα λανθασμένα ή με παράνομο τρόπο. Στην παρούσα υπόθεση, παρά τη μερική επιτυχία της αίτησης, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση να μην εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα. Παρ’ όλον ότι κάποιο άλλο δικαστήριο θα μπορούσε να αντιμετώπιζε διαφορετικά το θέμα, εν τούτοις η απόφαση παραμένει μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας και δεν βλέπουμε λόγο να την μεταβάλουμε.

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία υπολογίζουμε στα €1.700 πλέον Φ.Π.Α..

Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο