Helington Commodities Ltd και Άλλοι (2009) 1 ΑΑΔ 926

(2009) 1 ΑΑΔ 926

[*926]14 Ιουλίου, 2009

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ

1.            HELINGTON COMMODITIES LTD,

2.            SOLEGGIATO INVESTMENTS LTD,

3.            CEAC HOLDINGS LTD ΚΑΙ

4.            EN+COAL LTD,

ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ

ΤΥΠΟΥ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/ Ή

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 06/02/2009 ΚΑΙ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟΛΥΤΟ

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΚΡΟΑΣΗ ΣΤΙΣ 05/03/2009

ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 56/2009

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΥΤΗ

ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΑΤΑΞΕ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕ:

«ΣΤΟΥΣ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ (ΕΤΑΙΡΕΙΑ EN+GROUR LIMITED

ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΙΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΙΤΗΣΗ),

ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/ Ή ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΤΟΥΣ

ΚΑΙ/ Ή ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΝΑ ΠΡΟΒΟΥΝ

ΣΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗ ΜΕΤΟΧΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΩΝ (ΑΙΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΙΤΗΣΗ) ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ 2-5 ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 56/09

ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΟΧΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ

ΣΤΟ ΥΨΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΩΝ 20 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ ΔΟΛΑΡΙΩΝ ΜΕΧΡΙ ΠΛΗΡΟΥΣ ΕΚΔΙΚΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΠΕΡΑΤΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ ΚΥΡΙΩΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΟ ΤΟΝ ΩΣ ΑΝΩ ΑΡΙΘΜΟ

ΚΑΙ ΤΙΤΛΟ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΕΙ

Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ/ Ή ΜΕΧΡΙ ΝΕΩΤΕΡΑΣ

ΚΑΙ/ Ή ΑΛΛΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ.»

(Πολιτική Aίτηση Αρ. 31/2009)

 

[*927]Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Αίτηση για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition εναντίον της οριστικοποίησης ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος το οποίο εκδόθηκε στη βάση του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου (Ν.101/87) και με το οποίο απαγορευόταν στις αιτήτριες εταιρείες από του να προβούν σε οποιαδήποτε αλλαγή στη μετοχική τους δομή μέχρι ποσού $20.000.000.00 μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της κυρίως αίτησης ― Απόρριψη αίτησης, δεν τεκμηριώθηκε η κατ’ ισχυρισμόν νομική πλάνη ούτε και έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, υπήρχαν δε εναλλακτικά ένδικα μέσα στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων για παράκαμψη του κανόνα ότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο δεν χωρεί αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari.

Αποφάσεις και διατάγματα ― Παρεμπίπτοντα διατάγματα και διατάγματα τύπου Mareva με υπόβαθρο Διεθνή Διαιτητική διαδικασία ― Δικαιοδοσία εκδόσεως ― Διέπεται από το Άρθρο 32 (1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και το Άρθρο 9 του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου (Ν.101/87).

Διαιτησία ― Ο περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμος (Ν.101/87), Άρθρο 9 ― Οι προεκτάσεις του δεν περιορίζονται στην έκδοση διαταγμάτων μόνο εναντίον του άλλου μέρους της διαιτησίας ― Τρόπος έναρξης της διαδικασίας ― Κατά πόσο η δια κλήσεως Γενική Αίτηση μέσα στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το επίδικο ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα, συνιστούσε εναρκτήρια διαδικασία όπως και η αγωγή.

Η Ολλανδική Τράπεζα Amsterdam Trade Bank N.V. (αιτήτρια στη Γενική Αίτηση 56/2009), στις 6.4.2007 παραχώρησε δάνειο στην Ε.Ν. + Group Limited (καθ’ ης η αίτηση 1 στη Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009) ύψους $20.000.000.00, το οποίο θα έπρεπε να αποπληρωθεί μέχρι τις 24.12.2008. Οι εταιρείες 2-5 είναι οι καθ’ ων η αίτηση εταιρείες 2-5 στη Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009.

Η καθ’ ης η αίτηση 1 παρέλειψε να καταβάλει το πιο πάνω ποσό και έτσι η αιτήτρια Ολλανδική τράπεζα, της απέστειλε στις 24.12.2008 Ειδοποίηση Διαιτησίας, σύμφωνα με τους σχετικούς όρους της δανειοδότησης.

Επειδή η καθ’ ης η αίτηση 1 παρέλειψε να εξοφλήσει το χρέος και υπήρχε ορατός και άμεσος κίνδυνος αποξένωσης των μετοχών που αυτή κατείχε στις εταιρείες 2-5 (οι εταιρείες 2-5 είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο, και σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία η καθ’ ης η αίτηση 1 είναι η μοναδική μέτοχος των εταιρειών 2, 3 και 4 με χίλιες συνήθεις μετοχές) και λόγω της επίδοσης Ειδοποίησης Διαιτησίας, η αιτήτρια Ολλαν[*928]δική τράπεζα καταχώρησε στις 6.2.2009 την προαναφερθείσα Γενική Αίτηση με την οποία ζητούσε την έκδοση διατάγματος με το οποίο θα εμποδίζονταν οι καθ’ ων η αίτηση προσωπικά, ή μέσω των Διευθυντών τους, από του να προβούν σε οποιαδήποτε αλλαγή στις μετοχικές δομές των καθ’ ων η αίτηση εταιρειών 2-5 μέχρι ποσού $20.000.000.00, μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της κύριας αίτησης. Την ίδια μέρα καταχωρήθηκε εκ μέρους της Ολλανδικής τράπεζας και η μονομερής αίτηση (ex parte), με την οποία επιζητείτο η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων παρόμοιων με εκείνων που επιζητούντο με τη Γενική Αίτητη, μέχρι συμπλήρωσης της εξέτασης της Γενικής Αίτησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε προσωρινό διάταγμα με τους όρους που ζητούνταν στη Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009 και αφού άκουσε και τις επηρεαζόμενες εταιρείες οριστικοποίησε το σχετικό προσωρινό διάταγμα στις 5/3/2009, σημειώνοντας ότι, “αν τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας εξανεμισθούν ή διαφοροποιηθούν με την αλλαγή της μετοχικής διάρθρωσης των εταιρειών και εκφύγουν του οποιουδήποτε ελέγχου των αιτητών, οι συνέπειες για τους τελευταίους θα είναι ανεπανόρθωτες”.

Οι τέσσερις κυπριακές εταιρείες, εταιρείες 1-4, καταχώρησαν την παρούσα αίτηση επιδιώκοντας την έκδοση εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος. Ισχυρίστηκαν ότι:

  (i) Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης.

 (ii)    Αν και υπήρχε διαφορά μεταξύ της αιτήτριας Ολλανδικής τράπεζας Amsterdam Trade Bank N.V. στη Γενική Αίτηση και της E.N. + Group Limited, εντούτοις δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ της Ολλανδικής τράπεζας Amsterdam Trade Bank N.V. και των αιτητριών 1-4.

(iii)     Η Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009 δεν αποτελεί αγωγή με την οποία μπορεί να αξιώνονται τελικές θεραπείες, αλλά αίτηση με την οποία ζητούνται ενδιάμεσες θεραπείες.

Σχετικά με το λόγο έφεσης (i) οι αιτήτριες στην παρούσα διαδικασία υποστήριξαν ότι το Άρθρο 9 του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου (Ν.101/87), πάνω στις πρόνοιες του οποίου βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την έκδοση του επίδικου διατάγματος, δεν εφαρμόζεται στην Κύπρο αφού δεν εκκρεμούσε ουσιαστική διαφορά στην Κύπρο και η καθ’ ης η αίτηση 1 στη Γενική Αίτηση δεν είναι κυπριακή εταιρεία. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 2 του Νόμου 101/87 αρμόδιο Δικαστήριο για εκδίκαση της διαφοράς ήταν το Δικαστήριο του Άμστερνταμ στην Ολλανδία όπου έχει την έδρα της η αιτήτρια εταιρεία, και όχι το Κυπριακό Δικαστήριο. Έτσι η έκδοση του επίδικου διατάγ[*929]ματος παραβιάζει το Άρθρο 9 του Νόμου 101/87.

Σχετικά με το λόγο έφεσης (ii) οι αιτήτριες υποστήριξαν ότι η αιτήτρια εταιρεία στην κύρια αίτηση Amsterdam Trade Bank N.V., δεν έχει αποκαλύψει οποιαδήποτε βάση αγωγής εναντίον τους, αφού δεν είναι διάδικες στην επίδικη διαιτησία. Η συμφωνία δανειοδότησης είχε συναφθεί μεταξύ της Ολλανδικής τράπεζας Amsterdam Trade Bank N.V. και της Ε.Ν. + Group Limited. Η μοναδική σχέση τους με την εταιρεία Ε.Ν. + Group Limited είναι ότι η πιο πάνω εταιρεία είναι μέτοχος στις αιτήτριες 1-4. Το απαγορευτικό διάταγμα εμποδίζει την Ε.Ν. + Group Limited και τις αιτήτριες όχι μόνο να προβούν σε αλλαγές στη μετοχική τους δομή, αλλά ακόμα και να εκδώσουν μετοχές σε τρίτα πρόσωπα για να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση.

Σχετικά με το λόγο έφεσης (iii) οι αιτήτριες υποστήριξαν ότι στην παρούσα περίπτωση η Ολλανδική αιτήτρια τράπεζα στη Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009 Amsterdam Trade Bank N.V., καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια μιας “κύριας ενδιάμεσης αίτησης” που δεν είναι γνωστή στο κυπριακό νομικό σύστημα. Αντίθετα, επί του θέματος αυτού, η Ολλανδική τράπεζα υποστήριξε ότι η δια κλήσεως Γενική Αίτηση Aρ. 56/2009 μέσα στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα, συνιστά εναρκτήρια διαδικασία όπως και η αγωγή. Στην παρούσα περίπτωση το Άρθρο 9 του Νόμου 101/87 προνοεί ρητά ότι τα Δικαστήρια έχουν εξουσία να εκδίδουν συντηρητικά διατάγματα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας όταν κάποιο από τα μέλη της υποβάλλει σχετική αίτηση.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Από το λεκτικό των διατάξεων του Άρθρου 9 του Νόμου 101/87 προκύπτει ότι το Δικαστήριο είχε εξουσία να εκδώσει το επίδικο διάταγμα, οποτεδήποτε πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας. Tο Άρθρο 9 ανωτέρω, σε συνδυασμό με το Άρθρο 32 του N. 14/60, προσδίδουν το απαιτούμενο δικαιοδοτικό υποστήριγμα. Οι εν λόγω διατάξεις μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται από ένα από τα δύο μέρη και δεν περιορίζονται οι προεκτάσεις τους σε διατάγματα μόνο εναντίον του άλλου μέρους της διαιτησίας. Στη δε απουσία ειδικών κανονισμών για την εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 9 του Νόμου 101/87, είναι δυνατή η καταχώρηση Γενικής και ακολούθως μονομερούς αίτησης.

2. Η σχετική νομολογία την οποία επικαλέστηκαν οι συνήγοροι της Amsterdam Trade Bank N.V. υποστήριζε τον ισχυρισμό τους ότι [*930]όντως το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού είχε διεθνή δικαιοδοσία και ήταν αρμόδιο να προβεί στην έκδοση του επίδικου διατάγματος. Συγκεκριμένα δε στην υπόθεση Cetelem S.A. v. Roust Holdings Ltd [2005] 2 Lloyd’s Rep. 494 τονίστηκε από το Αγγλικό Εφετείο ότι,

    “... Equally, there may be instances where a party seeks an order that will have an effect on a third party, which only the court could grant”.

και ότι,

“… I can see no reason why “assets” should be limited to the defendant’s assets”.

3. Η μη ύπαρξη κανονισμών δεν καθιστά τις νομοθετικές πρόνοιες ανενεργείς. Σε τέτοια περίπτωση επιτρέπεται η καταχώρηση εναρκτήριας αίτησης.

4. Το Δικαστήριο δεν έχει πεισθεί ότι υπάρχει οποιαδήποτε νομική πλάνη ούτε και έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση των αιτούμενων προνομιακών ενταλμάτων. Εν πάση δε περιπτώσει, η ύπαρξη εναλλακτικών ένδικων μέσων, επενεργεί ανασταλτικά στην έκδοση των εν λόγω ενταλμάτων, στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων.

Η αίτηση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα εις βάρος των αιτητριών εταιρειών.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Yukong Line Ltd. v. Rendsburg Investments Corporation a.ο. [2001] Lloyd’s Rep. 113,

Seamark Consultancy Services Limited v. Lasala (2007) 1(A) Α.Α.Δ. 162,

Cetelem S.A. v. Roust Holdings Ltd [2005] 2 Lloyd’s Rep. 494,

Credit Suisse Fides Trust S.A. v. Sergio Cuoghi [1998] I.L.Pr. 41,

Motorola Credit Corp. v. Uzan a.ο. [2004] 1 W.L.R. 113,

Mobil Cerro Negro Ltd v. Petroleos De Venezuela S.A. [2008] 1 Lloyd’s Rep. 684,

T.S.B. Private Bank International S.A. v. Chabra a.ο. [1992] 1 W.L.R. 231,

[*931]Udruzena Beogradska Banka v. Westacre Investment Inc. (1999) 1 Α.Α.Δ. 124,

Parico Aluminium Designs Ltd. v. Muskita Aluminium (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015,

Marewave Shipping and Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116,

The Attorney – General v. Christou (1962) C.L.R. 129,

Pastellopoulos v. Republic (1985) 2 C.L.R. 165,

Christofi v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236,

In Re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 30,

Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Χ"Κωνσταντή v. Χ"Κωνσταντή (1998) 1 Α.Α.Δ. 1827,

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41.

Αίτηση.

Στ. Παύλου, για τους Αιτητές.

Κ. Σταματίου με Χρ. Χριστοφόρου για Α. Νεοκλέους & Σία.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα αίτηση, που αποσκοπεί στην έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, βασίζεται πάνω σε συμφωνία παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων από ένα Ολλανδικό τραπεζικό οργανισμό σε εταιρεία του Jersey, η οποία διατηρούσε μετοχικές διασυνδέσεις με άλλες εταιρείες και στα επακόλουθα της παράλειψης αποπληρωμής του δανεισθέντος ποσού.

(α) Τα γεγονότα.

Η Amsterdam Trade Bank N.V. (αιτήτρια στη Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009) είναι εγγεγραμμένη τράπεζα στην Ολλανδία και ασχολείται με την παροχή τραπεζικών και άλλων συναφών διευκολύνσεων.

Η E.N. + Group Limited (καθ’ης η αίτηση 1 στη Γενική Αίτηση [*932]Αρ. 56/2009) είναι εγγεγραμμένη εταιρεία σύμφωνα με τους Νόμους του Jersey.

Οι εταιρείες Helington Commodities Limited (καθ’ης η αίτηση 2 στη Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009), Soleggiato Investments Limited (καθ’ης η αίτηση 3 στη Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009), η Ceac Holdings Limited (καθ’ης η αίτηση 4 στη Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009) και η E.N. + Coal Limited (καθ’ης η αίτηση 5 στη Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009) είναι εταιρείες εγγεγραμμένες στην Κύπρο. Από τα σχετικά στοιχεία που έχουν κατατεθεί φαίνεται ότι η καθ’ης η αίτηση 1 είναι η μοναδική μέτοχος των καθ’ων η αίτηση 2, 3 και 4 με χίλιες συνήθεις μετοχές. Το εκδοθέν κεφάλαιο της καθ’ ης η αίτηση 5 κατέχεται από άλλη εταιρεία, με τελικό όμως δικαιούχο την καθ’ης η αίτηση 1.

Στις 6/4/2007 η αιτήτρια Ολλανδική τράπεζα προέβηκε στην παροχή δανείου στην καθ’ης η αίτηση 1 ύψους $20.000.000.00, το οποίο θα έπρεπε να αποπληρωθεί μέχρι τις 24/12/2008. Η καθ’ ης η αίτηση 1 παρέλειψε να καταβάλει το πιο πάνω ποσό και έτσι στις 24/12/2008 η αιτήτρια Ολλανδική τράπεζα απέστειλε στην καθ’ ης η αίτηση Ειδοποίηση Διαιτησίας, σύμφωνα με τους σχετικούς όρους της δανειοδότησης. Η καθ’ ης η αίτηση 1 παραδέχθηκε αδυναμία εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού και πληροφόρησε την αιτήτρια Ολλανδική τράπεζα ότι θα προέβαινε σε σχέδια αναδιοργάνωσης, χωρίς όμως να την ενημερώσει ως προς τα πιο πάνω σχέδια. Η καθ’ης η αίτηση 1 παρέλειψε επίσης να παραχωρήσει επιπρόσθετες εξασφαλίσεις (securities) για την έναρξη διαπραγματεύσεων συμβιβασμού. Επειδή η καθ’ης η αίτηση 1 παρέλειψε να εξοφλήσει το χρέος και να προτείνει συγκεκριμένο σχέδιο αποπληρωμής του, επειδή υπήρχε ο ορατός και άμεσος κίνδυνος αποξένωσης των μετοχών που κατείχε η καθ’ης η αίτηση 1 E.N. + Group Limited στις εταιρείες 2-5 και λόγω της επίδοσης Ειδοποίησης Διαιτησίας, η αιτήτρια Ολλανδική τράπεζα καταχώρισε στις 6/2/2009 την υπ’ αρ. 56/2009 Γενική Αίτηση με την οποία ζητούσε την έκδοση διατάγματος με το οποίο θα εμποδίζονταν οι καθ’ων η αίτηση προσωπικά, ή μέσω των Διευθυντών τους, από του να προβούν σε οποιαδήποτε αλλαγή στις μετοχικές δομές των καθ’ων η αίτηση εταιρειών 2-5 μέχρι ποσού $20.000.000.00, μέχρι της εκδίκασης της ουσίας της κύριας αίτησης. Την ίδια μέρα καταχωρήθηκε εκ μέρους της Ολλανδικής τράπεζας και η μονομερής αίτηση (ex parte), με την οποία επιζητείτο η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων παρόμοιων με εκείνων που επιζητούντο με τη Γενική Αίτηση, μέχρι συμπλήρωσης της εξέτασης της Γενικής Αίτησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε προσωρινό διάταγμα με τους [*933]όρους που ζητούνταν στη Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009 και αφού άκουσε και τις επηρεαζόμενες εταιρείες οριστικοποίησε το σχετικό προσωρινό διάταγμα στις 5/3/2009, σημειώνοντας ότι, “αν τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας εξανεμισθούν ή διαφοροποιηθούν με την αλλαγή της μετοχικής διάρθρωσης των εταιρειών και εκφύγουν του οποιοδήποτε ελέγχου των αιτητών, οι συνέπειες για τους τελευταίους θα είναι ανεπανόρθωτες”.

(β) Οι λόγοι για την έκδοση εντάλματος Certiorari.

Στην παρούσα διαδικασία με την οποία επιζητείται η έκδοση εντάλματος Certiorari οι τέσσερις κυπριακές αιτήτριες εταιρείες 1-4, Helington Commodities Limited, Soleggiato Investments Limited, Ceac Holdings Limited και E.N. + Coal Limited (καθ’ων η αίτηση εταιρείες 2-5 στη Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009) ζητούν την έκδοση διατάγματος Certiorari για την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος, γιατί σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους,

  (i)   Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης.

 (ii)   Αν και υπήρχε διαφορά μεταξύ της αιτήτριας Ολλανδικής τράπεζας Amsterdam Trade Bank Ν.V. στη Γενική Αίτηση και της E.N. + Group Limited, εντούτοις δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ της Ολλανδικής τράπεζας Amsterdam Trade Bank Ν.V. και των αιτητριών 1-4.

(iii)   Η Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009 δεν αποτελεί αγωγή με την οποία μπορεί να αξιώνονται τελικές θεραπείες, αλλά αίτηση με την οποία ζητούνται ενδιάμεσες θεραπείες.

(i) Tο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι υπήρχε σύμπτωση απόψεων μεταξύ των διαδίκων ότι η συμφωνία διαιτησίας καθορίζεται με το Νόμο 101/87, ο οποίος έχει ενσωματώσει στο κυπριακό νομικό σύστημα το νομικό πρότυπο (Model Law) που υιοθέτησε η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορικού Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών (The United Nation Commission of International Trade Law (UNCITRAL)) και ότι ο Νόμος 101/87 είναι ο Νόμος που διέπει τις σχέσεις των μερών που είχαν συνομολογήσει τη συμφωνία δανείου και τη συμφωνία διαιτησίας. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι “το Αρθρο 9 του νόμου παρέχει το δικαιοδοτικό βάθρο σε [*934]συνδυασμό με το Αρθρο 32 του Ν. 14/60 που αποτελεί ουσιαστικό δίκαιο και προσδίδει παρομοίως δικαιοδοτικό υποστήριγμα.” Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι λόγω της μη ύπαρξης ειδικών κανονισμών για την εφαρμογή των προνοιών του Αρθρου 9 του Νόμου 101/87, η καταχώριση Γενικής και ακολούθως μονομερούς αίτησης ήταν ορθή.

Είναι η θέση των κυπριακών αιτητριών εταιρειών 1-4 ότι το Αρθρο 9 του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου (αρ. 101/87), πάνω στις πρόνοιες του οποίου βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την έκδοση του επίδικου διατάγματος, δεν εφαρμόζεται στην Κύπρο αφού δεν εκκρεμούσε ουσιαστική διαφορά στην Κύπρο και η καθ’ης η αίτηση 1 στη Γενική Αίτηση E.N. + Group Limited δεν είναι κυπριακή εταιρεία, αφού είναι εγγεγραμμένη στο Jersey. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν μπορεί να θεωρείται ως το “αρμόδιο” Επαρχιακό Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της έννοιας του Αρθρου 2 του Νόμου 101/87, αφού το αρμόδιο Δικαστήριο που θα είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τη διαφορά ήταν το Δικαστήριο του Άμστερνταμ στην Ολλανδία, όπου έχει την έδρα της η αιτήτρια εταιρεία και έτσι η έκδοση του διατάγματος παραβιάζει το Αρθρο 9 του Νόμου 101/87.

Το Αρθρο 9 του περί Διεθνούς Διαιτησίας Νόμου (αρ. 101/87) προνοεί ότι,

“Το Δικαστήριο έχει εξουσία, κατ’ αίτηση ενός των μερών, να διατάσσει τη λήψη συντηρητικών μέτρων, οποτεδήποτε πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας.”

Οι πιο πάνω διατάξεις μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται από ένα από τα δύο μέρη και δεν περιορίζονται οι προεκτάσεις του σε διατάγματα μόνο εναντίον του άλλου μέρους της διαιτησίας. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Yukong Line Ltd. v. Rendsburg Investments Corporation and Others [2001] Lloyd’s Rep. 113,

“It is now settled law that, although the Court has no jurisdiction to grant an interlocutory Mareva injunction in favour of a plaintiff who has no good arguable cause of action against a sole defendant, it has power to grant such an injunction against a co-defendant against whom no direct cause of action lies, provided that the claim for the injunction is ancillary and incidental to the plaintiff’s cause of action against that co-defendant.”

Είναι η θέση της Ολλανδικής τράπεζας Amsterdam Trade Bank [*935]N.V. ότι από το λεκτικό των Αρθρων 9 του Νόμου 101/87, 32 του Νόμου 14/60 και 9 του Κεφ. 9, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει και να καταστήσει απόλυτο το επίδικο διάταγμα, αφού άκουσε και αξιολόγησε τις θέσεις όλων των πλευρών. Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης έγινε επίκληση του σκεπτικού της απόφασης Seamark Consultancy Services Limited v. Joseph P. Lasala (2007) 1(A) Α.Α.Δ. 162, στην οποία τονίστηκαν τα πιο κάτω:

“Στην Κύπρο η εξουσία έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, περιλαμβανομένων και των διαταγμάτων τύπου Mareva διέπεται από το Αρθρο 32(1) του Ν. 14/60 του οποίου η εμβέλεια είναι πολύ ευρεία δεδομένου ότι, στα δικαστήρια που ασκούν πολιτική δικαιοδοσία, παρέχεται η εξουσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα σ’ όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο ή πρόσφορο.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εφόσον υφίστατο συμφωνία για Διεθνή Εμπορική Διαιτησία και δεν υφίστατο οποιαδήποτε διαφορά ή ζήτημα που αποτελούσε αντικείμενο της συμφωνίας περί διαιτησίας, ούτε αγωγή, η επιλογή της Γενικής Αίτησης, ήταν ορθή.

(ii)      Αν και υπήρχε διαφορά μεταξύ της αιτήτριας Ολλανδικής τράπεζας Amsterdam Trade Bank Ν.V. στη Γενική Αίτηση και της EN + Group Limited, εντούτοις δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ της Ολλανδικής τράπεζας και των αιτητριών 1-4.

Οι αιτήτριες κυπριακές εταιρείες 1-4 στην παρούσα διαδικασία της επιδίωξης έκδοσης εντάλματος Certiorari ισχυρίζονται ότι η αιτήτρια εταιρεία στην κύρια αίτηση Amsterdam Trade Bank N.V., δεν έχει αποκαλύψει οποιαδήποτε βάση αγωγής εναντίον τους, αφού δεν είναι διάδικες στην επίδικη διαιτησία. Η συμφωνία δανειοδότησης είχε συναφθεί μεταξύ της Ολλανδικής τράπεζας Amsterdam Trade Bank N.V. και της E.N. + Group Limited. Είναι η θέση των αιτητριών 1-4 ότι η συμπερίληψη τους στην παρούσα διαδικασία, αποσκοπούσε να προσδώσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού “επιφανειακή δικαιοδοσία” για να υποστηρίξει τη διαδικασία της διαιτησίας που διεξάγεται στο εξωτερικό. Η μοναδική σχέση που έχουν οι αιτήτριες κυπριακές εταιρείες 1-4 με την εταιρεία E.N. + Group Limited είναι ότι η πιο πάνω εταιρεία είναι μέτοχος στις αιτήτριες 1-4. Το απαγορευτικό διάταγμα εμποδίζει την E.N. + Group Limited και τις αιτήτριες όχι μόνο να προβούν σε αλλαγές στη μετοχική τους δομή, αλλά ακόμα και να εκδώσουν μετοχές σε τρίτα πρόσωπα για να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση.

[*936]Αντίθετη είναι η άποψη της Ολλανδικής τράπεζας Amsterdam Trade Bank N.V., η οποία υποστηρίζει ότι εφόσον η E.N. + Group Limited είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια όλου του εκδοθέντος κεφαλαίου των κυπριακών εταιρειών 1-4, τα κυπριακά δικαστήρια έχουν αρμοδιότητα να εκδώσουν προσωρινά διατάγματα για την απαγόρευση αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων της E.N. + Group Limited. Προς τούτο οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Amsterdam Trade Bank N.V. επικαλέστηκαν τις αποφάσεις Cetelem S.A. v. Roust Holdings Ltd [2005] 2 Lloyds Rep. 494, Credit Suisse Fides Trust S.A. v. Sergio Cuoghi [1998] I.L.Pr. 41, Motorola Credit Corp. v. Uzan and Others [2004] 1 W.L.R. 113 και Mobil Cerro Negro Ltd v. Petroleos De Venezuela S.A. [2008] 1 Lloyds Rep. 684, για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό τους ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού είχε διεθνή δικαιοδοσία και ήταν αρμόδιο να προβεί στην έκδοση του σχετικού διατάγματος.

Οι νομικές προεκτάσεις της ύπαρξης και λειτουργίας ελεγχόμενων εταιρειών από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή εταιρεία εξετάστηκαν στην υπόθεση T.S.B. Private Bank International S.A. v. Chabra and Another [1992] 1 W.L.R. 231, στην οποία η ενάγουσα εταιρεία ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος διεξήγαγε τις επιχειρήσεις του με μια πολύπλοκη διάρθρωση εταιρειών, που προέβλεπε ότι η διαχείριση όλων των περιουσιακών στοιχείων γινόταν από εταιρείες που ελέγχονταν από τον ίδιο. Το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα Mareva εναντίον του πρωτοφειλέτη, όπως επίσης και παρόμοιο διάταγμα εναντίον εταιρείας την οποία κατέστησε ως συνεναγόμενη, στην οποία ο οφειλέτης ήταν Διευθυντής και κατείχε την πλειοψηφία των μετοχών (majority shareholder) κατά 90%. Όπως σημειώθηκε στη σχετική απόφαση,

“In my judgment, I have jurisdiction to grant an injunction against the company and it is appropriate to grant it in support of the existing legal right claimed by the plaintiff against Mr. Chabra. The injunction which I grant, though made against a party against whom there is no cause of action, is in support of and in respect of that cause of action against Mr. Chabra.”

Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε λίγο αργότερα στην Yukong Line Ltd. v. Rendsburg Investments Corporation and Others [2001] Lloyd’s Rep. 113, στην οποία τονίστηκε ότι,

“Once the Court is satisfied that there are such assets in the possession or control of the co-defendant, the jurisdiction exists to make a freezing order as ancillary and incidental to the claim [*937]against the principal defendant, although there is no direct cause of action against the co-defendant.”

Η επέκταση της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων για να καλύψουν τις σύγχρονες εμπορικές αναγκαιότητες εξετάστηκε από το Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση Motorola Credit Corpn v. Uzan and Others [2004] 1 W.L.R. 113, στην οποία τονίστηκαν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

“The jurisdiction of national courts is primarily territorial, being ordinarily dependent on the presence of persons or assets within their jurisdiction. Commercial necessity resulting from the increasing globalisation of trade has encouraged the adoption of measures to enable national courts to provide assistance to one another, thereby overcoming difficulties occasioned by the territorial limits of their respective jurisdictions.”

Επιπρόσθετα στην υπόθεση Cetelem S.A. v. Roust Holdings Ltd [2005] 2 Lloyds Rep. 494, τονίστηκε από το Αγγλικό Εφετείο ότι,

“... Equally, there may be instances where a party seeks an order that will have an effect on a third party, which only the court could grant.”

και ότι,

“... I can see no reason why “assets” should be limited to the defendant’s assets.”

(iii)     Η γενική αίτηση 56/2009 δεν αποτελεί αγωγή με την οποία αξιώνονται τελικές θεραπείες, αλλά αίτηση με την οποία ζητούνται ενδιάμεσες θεραπείες.

Οι αιτήτριες κυπριακές εταιρείες 1-4 ισχυρίζονται ότι η Γενική Αίτηση 56/2009, που καταχωρήθηκε από την Ολλανδική τράπεζα Amsterdam Trade Bank N.V., δεν αποτελεί εναρκτήρια αίτηση ή αγωγή και ότι το ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση των προνοιών των Αρθρων 2, 22 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60). Είναι η θέση των αιτητριών κυπριακών εταιρειών 1-4 ότι στην παρούσα περίπτωση η Ολλανδική αιτήτρια τράπεζα στη Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009 Amsterdam Trade Bank N.V., καταχώρισε ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια μιας “κύριας ενδιάμεσης αίτησης” που δεν είναι γνωστή στο κυπριακό νομικό σύστημα.

[*938]Αντίθετα, η Ολλανδική τράπεζα Amsterdam Trade Bank N.V., ισχυρίζεται ότι η δια κλήσεως Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009 μέσα στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα, συνιστά εναρκτήρια διαδικασία όπως και η αγωγή. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της στην Κύπρο δεν υπάρχουν κανονισμοί οι οποίοι ρυθμίζουν τη διαδικασία που αρχίζει με την καταχώριση μιας Γενικής Αίτησης (originating summons), που χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, σε αιτήσεις πτώχευσης και σε αιτήσεις για εγγραφή, αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων. Στην παρούσα περίπτωση το Αρθρο 9 του Νόμου 101/87 προνοεί ρητά ότι τα Δικαστήρια έχουν εξουσία να εκδίδουν συντηρητικά διατάγματα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας όταν κάποιο από τα μέλη της υποβάλλει σχετική αίτηση.

Η μη ύπαρξη κανονισμών δεν καθιστά τις νομοθετικές πρόνοιες ανενεργείς. Είναι η θέση της Ολλανδικής τράπεζας Amsterdam Trade Bank N.V. ότι στην κυπριακή υπόθεση Udruzena Beogradska Banka v. Westacre Investment Inc. (1999) 1 Α.Α.Δ. 124, στην οποία εξετάστηκε κατά πόσο η αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης που είχε εκδοθεί από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο της Γενεύης, υιοθετήθηκε η αρχή ότι όπου δεν υπάρχουν ειδικοί διαδικαστικοί κανόνες επιτρέπεται η καταχώριση εναρκτήριας αίτησης. Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους της Ολλανδικής τράπεζας Amsterdam Trade Bank N.V. ότι δεν αποκλείεται η επιδίωξη ενδιάμεσων θεραπειών οι οποίες είναι όμοιες με αυτές που αξιώνονται με τη Γενική Αίτηση, εφόσον τα γεγονότα το επιτρέπουν, σύμφωνα με την απόφαση Parico Aluminium Designs Ltd. v. Muskita Aluminium (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015.

(γ) Η νομική πλευρά.

Το ένταλμα Certiorari παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο την ευχέρεια άσκησης ελέγχου όσον αφορά τη νομιμότητα μιας απόφασης ενός κατώτερου Δικαστηρίου. (Marewave Shipping and Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116). Οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν στην έκδοση εντάλματος Certiorari περιλαμβάνουν,

(1)     Υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας,

(2)     Πρόδηλη πλάνη Νόμου,

(3)     Προκατάληψη ή συμφέρον από πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση,

[*939](4)      Λήψη της απόφασης με δόλο ή ψευδορκία· και

(5)     Παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

(Βλέπε The Attorney-General v. Christou (1962) C.L.R. 129, Pastellopoulos v. Republic (1985) 2 C.L.R. 165, Christofi v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236, In Re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 30 και Πέτρου Αρτέμη “Προνομιακά Εντάλματα”, σελ. 119)

Όπως έχει θέσει το θέμα ο Δικαστής Νικολάου εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Τζεννάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

“Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος Certiorari, όπως την ανεγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο – όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου – με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του “πρακτικού” της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας.”

Η λανθασμένη ερμηνεία νόμου δεν παρέχει δικαιοδοσία έκδοσης εντάλματος Certiorari. Όπως σημειώνεται στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη “Προνομιακά Εντάλματα”, σελ. 127,

“Είναι πάγια η νομολογιακή θέση ότι το διάταγμα Certiorari δεν στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης – το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο για το σκοπό αυτό είναι η έφεση είτε σε σχέση με το πραγματικό ή το νομικό της βάθρο, εκτός βεβαίως στην περίπτωση που το νομικό λάθος παρουσιάζεται κατά τρόπον κατάδηλο στο ίδιο το σώμα της απόφασης ή έχουν παραβιασθεί οι κανόνες της φυσικής ή συνταγματικής δικαιοσύνης.”

Έχοντας υπόψη τις αρχές που διέπουν την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari, μέσα στα πλαίσια των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, δεν έχω πεισθεί ότι οι κυπριακές αιτήτριες εταιρείες 1-4 έχουν αποσείσει το σχετικό βάρος της απόδειξης που θα επέτρεπε τη διαφοροποίηση της πρωτόδικης απόφασης. Το Δικαστήριο δεν έχει πεισθεί ότι υπάρχει οποιαδήποτε νομική πλάνη στην προσβαλλόμενη απόφαση, ούτε και υπήρξε έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.

[*940](δ) Ύπαρξη εναλλακτικών διαδικασιών.

Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της καθ’ης η αίτηση Ολλανδικής Τράπεζας ότι οι αιτήτριες εταιρείες θα μπορούσαν να προωθήσουν άλλες διαδικασίες και ότι δεν απέδειξαν τις εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Η πιο πάνω εισήγηση είναι ορθή. Οι αιτήτριες εταιρείες 1-4 θα μπορούσαν να καταχωρίσουν αίτηση για ακύρωση ή τροποποίηση του επίδικου διατάγματος ή ακόμα να καταχωρίσουν έφεση ή να ζητήσουν να καταχωρίσουν ειδοποίηση ένστασης στη Γενική Αίτηση Αρ. 56/2009 και να ζητήσουν την όσο το δυνατό πιο γρήγορη εκδίκασή της. Η ύπαρξη εναλλακτικών διαδικασιών επενεργεί ανασταλτικά και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί το Ανώτατο Δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. (Βλ. Χ"Κωνσταντή v. Χ"Κωνσταντή (1998) 1 Α.Α.Δ. 1827 και Γεώργιος Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41). Στην παρούσα περίπτωση οι αιτήτριες εταιρείες 1-4 απέτυχαν να αποδείξουν ποιες είναι οι εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την έκδοση του προνομιακού εντάλματος.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα σε βάρος των αιτητριών εταιρειών. Το προσωρινό διάταγμα της 2/6/2009 ακυρώνεται.

Η αίτηση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εις βάρος των αιτητριών εταιρειών.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο