Σιακατίδου Nόρα (Eλεωνόρα) (2009) 1 ΑΑΔ 992

(2009) 1 ΑΑΔ 992

[*992]22 Ιουλίου, 2009

[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ

ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΩΝΟΡΑΣ,

ΑΛΛΩΣ ΓΝΩΣΤΗΣ ΩΣ ΝΟΡΑΣ ΣΙΑΚΑΤΙΔΟΥ

ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ

ΤΥΠΟΥ CERTIORARI ΚΑΙ/ Ή PROHIBITION,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗ

ΚΑΙ/ Ή ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 25/06/2009 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ

ΑΝΕΥ ΚΛΗΣΕΩΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡ. 24/06/2009 ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 7799/2007,

ΚΑΙ Η ΟΠΟΙΑ ΕΔΡΑΖΕΤΑΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 32 ΤΟΥ Ν. 14/60

ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 4, 5, 7 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΚΕΦ. 6

ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΖΕΤΑΙ Η ΔΙ’ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ ΕΛΕΩΝΟΡΑ ΑΛΛΩΣ ΓΝΩΣΤΗ

ΚΑΙ ΩΣ ΝΟΡΑ ΣΙΑΚΑΤΙΔΟΥ,

ΑΠΟ ΤΟΥ ΝΑ ΕΠΙΒΑΡΥΝΕΙ, ΑΠΟΞΕΝΩΣΕΙ, ΠΩΛΗΣΕΙ Ή ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΜΕΝΗ ΣΤΗ

ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΚΑΙ/Ή ΑΠΟΦΑΣΗ

ΑΚΙΝΗΤΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΟΠΟΙΑ ΟΡΙΣΤΗΚΕ

ΓΙ’ ΑΚΡΟΑΣΗ ΣΤΙΣ 11/09/2009.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 54/2009)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari και Prohibition για ακύρωση απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ορίστηκε αίτηση για έκδοση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος δυόμιση σχεδόν μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία αυτό ήταν επιστρεπτέο ― Δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για χο[*993]ρήγηση της αιτούμενης άδειας.

Πρακτικά δίκης ― Τα πρακτικά δίκης αποτελούν τη μόνη αυθεντική εικόνα της δικαστικής διαδικασίας ― Το Εφετείο δεν έχει εξουσία διόρθωσης των πρακτικών του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Τέτοια εξουσία ενδεχομένως έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος.

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari Aίτηση για άδεια ― Εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ― Είναι αρκετή στο στάδιο εξέτασης για παραχώρηση ή μη άδειας ― Tο θέμα ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου.

Η ενάγουσα – εναγόμενη 1 στην Ανταπαίτηση, εναντίον της οποίας εκδόθηκε παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα επιστρεπτέο στις 2.7.2009 σε σχέση με τρία ακίνητα, καταχώρησε την παρούσα αίτηση για απόκτηση άδειας για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων τύπου Certiorari και/ή Prohibition. Με στόχο την ακύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου όπως ορίσει τη δικάσιμο της αίτησης με την οποία εκδόθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα στις 11.9.2009, την αναστολή της διαδικασίας και την απαγόρευση της συνέχισης της ισχύος του εκδοθέντος απαγορευτικού διατάγματος.

Το βασικό και κυρίαρχο παράπονο της αιτήτριας είναι ότι κατά την ημερομηνία κατά την οποία ήταν επιστρεπτέο το εκδοθέν διάταγμα υπήρξε εκ μέρους της αίτημα για καθορισμό της αίτησης για ακρόαση εντός 20 ημερών. Το αίτημα αυτό αγνοήθηκε και η ακρόαση ορίστηκε μετά από δυόμιση σχεδόν μήνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο καταστρατηγήθηκαν τόσο τα δικαιώματά της, όσο και η όλη φύση της διαδικασίας η οποία ήταν κατεπείγουσα και δεν διασφαλίστηκε το δικαίωμά της σε δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το επισυνημμένο επίσημο πρακτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο αποτελούσε τη μόνη πηγή γνώσης του επί της παρεμπίπτουσας διαδικασίας, δεν αναφέρει οτιδήποτε σε σχέση με το προαναφερθέν αίτημα της αιτήτριας, ούτε η τελευταία αποτάθηκε για διόρθωση του πρακτικού στο Δικαστήριο αν και είχε τη δυνατότητα να το πράξει. Με αυτό το δεδομένο η αίτηση για παραχώρηση άδειας είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

2. Δεν έχει παραβιασθεί η αρχή της δίκαιης δίκης ή της φυσικής δικαιοσύ[*994]νης με τον τρόπο που άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια το Δικαστήριο. Οι χειρισμοί του Δικαστηρίου δεν παρέβλαψαν τα συμφέροντα ή τα δικαιώματα των διαδίκων ή την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

3. Το Δικαστήριο προέβη στους ορθούς χειρισμούς με τη συναίνεση και του συνηγόρου αιτήτριας.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438,

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

Μαρκίδης (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 552,

Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,

Περρέλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Botrov (1996) 1 Α.Α.Δ. 889,

Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,

Μορφίτης v. Δήμου Λεμεσού (2002) 2 Α.Α.Δ. 375,

Σωτηριάδης v. Βασιλείου κ.ά. (Αρ. 1) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 801,

Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 1053,

Μιχαήλ v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 250,

ABP Holdings Ltd κ.ά. (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 185.

Αίτηση.

Ρ. Ερωτοκρίτου με Α. Κυπρίζογλου, για την Αιτήτρια.

Cur. adv.vult.

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε μονομερώς στις 25/6/2009, στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 7799/2007, παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα σε σχέση με τρία ακίνητα. Κατά την ημερομηνία κατά την οποία το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο, [*995]δηλαδή στις 2/7/2009, η ενάγουσα – εναγομένη 1 στην Ανταπαίτηση, εναντίον της οποίας εστρέφετο το διάταγμα, εκδήλωσε μέσω συνηγόρου την πρόθεση της όπως υποβάλει ένσταση και ζήτησε όπως η αίτηση οριστεί για ακρόαση. Το Δικαστήριο όρισε σαν ημερομηνία ακρόασης την 11/9/2009, με οδηγίες όπως το εκδοθέν παρεμπίπτον διάταγμα παραμείνει σε ισχύ μέχρι τότε. Με την παρούσα αίτηση της η αιτήτρια (ενάγουσα – εναγομένη 1 στην Ανταπαίτηση στην προαναφερθείσα παρεμπίπτουσα διαδικασία), ζητά την άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την καταχώριση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων τύπου Certiorari και/ή Prohibition. Με αυτά σκοπείται η ακύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου όπως ορίσει τη δικάσιμο της αίτησης μετά από δυόμιση σχεδόν μήνες, η αναστολή της διαδικασίας και η απαγόρευση της συνέχισης ισχύος του εκδοθέντος απαγορευτικού διατάγματος.

 Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, τόσο η παροχή άδειας για καταχώριση όσο και η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων επαφίεται πάντα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της σχετικής αίτησης. Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438, πρόσωπο θιγμένο από δικαστική απόφαση μπορεί δικαιωματικά να αποταθεί για την αναθεώρηση της, εφόσον αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως υπέρβαση δικαιοδοσίας. Αναφορικά με κάθε άλλο λόγο, η παροχή άδειας είναι προαιρετική και το θέμα εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ακόμα δε και μετά την εκ πρώτης όψεως κατάδειξη έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, δεν είναι αυτοδίκαιη η χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari ή Prohibition, εκτός αν διαπιστωθεί ότι συντρέχουν ικανοποιητικά εξαιρετικές περιστάσεις (Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Μαρκίδης (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 552). Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι αίτηση για χορήγηση άδειας μπορεί μόνο να επιτύχει στις περιπτώσεις όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το τηρηθέν πρακτικό του Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας του, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη, μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης κ.λ.π. (Αλέκος Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Τζεννάρο Περρέλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692) Καθίσταται δε σαφές από τη νομολογία ότι εν πάση περιπτώσει άδεια για καταχώριση αίτησης δεν παραχωρείται εκεί όπου προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία. Παρέκκλιση μπορεί να γίνει μόνο αφ’ ης στιγμής στοιχειοθετηθεί με επάρκεια η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων (Botrov (1996) 1 Α.Α.Δ. 889, Σ. Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552).

Σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία παρατίθενται εκ μέρους της [*996]αιτήτριας στην παρούσα αίτηση, το βασικό και κυρίαρχο παράπονο της είναι ότι, ενώ κατά την ημερομηνία κατά την οποία ήταν επιστρεπτέο το εκδοθέν διάταγμα, πρόσθετα με την εκδήλωση πρόθεσης ένστασης υπήρξε και αίτημα για καθορισμό της αίτησης για ακρόαση εντός 20 ημερών, το αίτημα τελικά αγνοήθηκε και η ακρόαση ορίστηκε μετά από δυόμιση σχεδόν μήνες. Κατ’ αυτό τον τρόπο καταστρατηγήθηκαν τόσο τα δικαιώματα της αιτήτριας, όσο και η όλη φύση της διαδικασίας η οποία ήταν κατεπείγουσα και δεν διασφαλίστηκε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου.

Σε σχέση με τα πιο πάνω προβαλλόμενα στοιχεία και ισχυρισμούς, θα πρέπει να παρατηρήσω πως αυτά δεν υποστηρίζονται από το κείμενο του πρακτικού του Δικαστηρίου που τηρήθηκε κατά την 2/7/2009. Λόγω της ιδιαίτερης σημασίας την οποία ενέχει το τι ακριβώς λέχθηκε κατ’ εκείνη την εμφάνιση στο Δικαστήριο, οπότε ήταν επιστρεπτέο το διάταγμα, παραθέτω στη συνέχεια το πλήρες κείμενο του τηρηθέντος πρακτικού, όπως αυτό εξάγεται από αντίγραφο του που επισυνάφθηκε στην υπό εξέταση αίτηση:

Αίτηση ημερ. 24.6.09 και Ι/Ο ημερ. 25.6.09

Για την Αιτήτρια: κα Στ. Ερωτοκρίτου.

Για την Καθ’ης η αίτηση: κ. Τούμπας για κ. Ρ. Ερωτοκρίτου.

——————————————

κ. Τούμπας Θα ζητήσω χρόνο όπως καταχωρήσω την ένσταση στην αίτηση της Αιτήτριας.

Δικαστήριο Πόσο χρόνο θέλετε;

κ. Τούμπας Περίπου 20 μέρες για ακρόαση. Το αφήνω στο Δικαστήριο.

κα Ερωτοκρίτου Κύριε Πρόεδρε, επειδή υπάρχει το θέμα των θερινών διακοπών και έχω προγραμματισμένο μέχρι τις 3-4/8/09 να απουσιάζω και επειδή οι δύο συνάδελφοι συμφωνούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε το εξαιρετικά επείγον σε αυτή την αίτηση, να οριστεί για ακρόαση το νέο δικαστικό έτος.

κ. Τούμπας Συμφωνώ και δέχομαι όπως το προσωρινό διάταγμα παραμείνει σε ισχύ μέχρι τότε.

Δικαστήριο Η αίτηση ορίζεται για ακρόαση την 11.9.09 και [*997]ώρα 9.00 π.μ.

Το προσωρινό διάταγμα σε ισχύ μέχρι τότε.

Ένσταση να καταχωρηθεί εντός 21 ημερών από σήμερα.

Τα έξοδα στην πορεία …

Όπως εξάγεται από το κείμενο του τηρηθέντος πρακτικού, πράγματι ο δικηγόρος ο οποίος εμφανίστηκε εκ μέρους της καθ’ης η αίτηση (εδώ αιτήτριας), ζήτησε αρχικά όπως δοθεί χρόνος “περίπου 20 μέρες για ακρόαση”. Όμως στη συνέχεια η αντίδικος δικηγόρος επικαλέστηκε κάποιο κώλυμα ως προς το πότε θα οριζόταν η ακρόαση και αφού δήλωσε ότι και οι δύο δικηγόροι συμφωνούσαν ότι δεν υπήρχε τίποτε το εξαιρετικά επείγον, ζήτησε όπως η υπόθεση οριστεί για ακρόαση κατά το νέο δικαστικό έτος, δηλαδή από τις 10 Σεπτεμβρίου και μετέπειτα. Σ’ αυτό το αίτημα φαίνεται αμέσως και ασμένως να συγκατατέθηκε ο συνήγορος που εμφανίστηκε για την καθ’ης η αίτηση – εδώ αιτήτρια – και μάλιστα εξέφρασε και τη συμφωνία του με τα όσα είχε αναφέρει η αντίδικος του, πως δεν υπήρχε τίποτε το ιδιαίτερα επείγον στη διαδικασία. Επομένως πολύ ορθά το Δικαστήριο που επιλαμβανόταν της αίτησης δεν την όρισε εντός της περιόδου των θερινών διακοπών, εντός της οποίας μόνο επείγουσας φύσεως διαδικασίες διεκπεραιώνονται από δικαστή ο οποίος τελεί σε υπηρεσία. Η αρχή την οποία επικαλείται εδώ η αιτήτρια σύμφωνα με την οποία ένα διάταγμα που εκδίδεται μονομερώς δεν πρέπει να παραμένει σε ισχύ για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς ν’ ακουστεί η άλλη πλευρά, είναι σίγουρα αναγνωρισμένη αρχή. Όμως εδώ αυτή δεν έχει παραβιαστεί εφόσον μετά τη μονομερή εξέταση και έκδοσή του, το διάταγμα κατέστη επιστρεπτέο σε σύντομο χρονικό διάστημα και δόθηκε το δικαίωμα στην πλευρά της αιτήτριας να παρουσιασθεί και να ενστεί. Ορίστηκε δε για ακρόαση αμέσως μετά τις θερινές διακοπές, αφού εκ συμφώνου δηλώθηκε πως δεν υπήρχε στη διαδικασία κάτι το επείγον, ούτε και μέχρι τώρα δόθηκε κανένα στοιχείο που να καταδεικνύει το αντίθετο.

Έχει βέβαια προβληθεί εκ μέρους της εδώ αιτήτριας στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτησή της, ότι το αίτημα του δικηγόρου της (για ορισμό ακρόασης εντός 20 ημερών) δεν καταγράφηκε από στενογράφο στα πρακτικά του Δικαστηρίου ημερομηνίας 2.7.2009, ούτε και αιτιολογήθηκε επαρκώς ή γραπτώς από τον ίδιο το Δικαστή η ληφθείσα απόφασή του. Όμως ένας τέτοιος ισχυρισμός, στο βαθμό που ισοδυναμεί με εισήγηση ότι το πρακτικό του Δικαστηρίου το οποίο επισυνάφθηκε στην αίτηση, είναι ελλιπές [*998]και/ή εσφαλμένο και/ή δεν αποτυπώνει το τί πραγματικά λέχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν μπορεί εδώ να ληφθεί υπόψη. Θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να στηριχθεί στο επισυνημμένο επίσημο πρακτικό. Όπως τονίστηκε μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Μορφίτης v. Δήμου Λεμεσού (2002) 2 Α.Α.Δ. 375, τη μόνη αυθεντική εικόνα δικαστικής διαδικασίας παρέχουν τα πρακτικά του Δικαστηρίου και σ’ αυτά εφαρμόζεται το τεκμήριο της κανονικότητας. Εκείνος όμως που αμφισβητεί κάποιο θέμα στα πρακτικά δεν παραμένει χωρίς θεραπεία. Διατηρεί τη δυνατότητα ν’ αποταθεί για διόρθωση στο Δικαστήριο, το οποίο και έχει την ευθύνη τήρησης του πρακτικού και το οποίο έχει την εξουσία να ενεργήσει ανάλογα.

Περαιτέρω, όπως είχε λεχθεί και στην υπόθεση Σωτηριάδης v. Βασιλείου & Αλλων (Αρ. 1) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 801:

“Κανένας κανόνας δεν παρέχει εξουσία στο Εφετείο διόρθωσης των πρακτικών του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα πρακτικά αυτά, κανονικά πιστοποιημένα, αποτελούν τη μόνη πηγή γνώσης για τα διαδραματισθέντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ανάληψη εξουσίας από το Εφετείο για την αναμόρφωση των πρακτικών θα συνιστούσε διείσδυση στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου χωρίς πρωτογενή γνώση των γεγονότων.”

Όταν ανακύπτει θέμα παραλείψεων ή ανακρίβειας των πρακτικών υπάρχει πάντα η διαδικασία διόρθωσης του πρακτικού. Όπως εξηγείται και πάλι στην Σωτηριάδης v. Βασιλείου και Αλλων (πιο πάνω),

“Δυνατότητα για διόρθωση του πρακτικού του Δικαστηρίου ενδεχομένως ενυπάρχει στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν διαδικαστικού διαβήματος το οποίο λαμβάνεται για το σκοπό αυτό, θέμα το οποίο δεν εγείρεται στην προκείμενη περίπτωση και το οποίο δε θα πραγματευθούμε.”

(Βλέπε επίσης Κ. Χαραλάμπους v. Α. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 1053, Μιχαήλ v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 250, ABP Holdings Ltd κ.ά. (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 185).

Κατά την αγόρευση του στο Δικαστήριο ο κ. Ερωτοκρίτου ενδιέτριψε εμπεριστατωμένα στις αρχές που πρέπει να εφαρμόζονται από το Δικαστήριο για διασφάλιση δίκαιης δίκης εντός ευλόγου χρόνου. Εισηγήθηκε δε ότι το Δικαστήριο διατηρεί πάντα τον έλεγχο της διαδικασίας και την ευθύνη μη παρέκκλισης από τις αρ[*999]χές αυτές, κυρίως της γρήγορης απονομής της δικαιοσύνης. Επειδή δε διαδικασίες που είναι εκ της φύσεως τους επείγουσες πρέπει να εκδικάζονται ταχέως, σαν θέμα δημόσιας πολιτικής και δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί να επιτρέπεται παρέκκλιση, ακόμα και με την ανοχή των διαδίκων στους οποίους δεν επαφίεται να ρυθμίζουν τη διαδικασία.

Παρά την πλήρη αναγνώριση και σεβασμό προς τις πιο πάνω καλά καθιερωμένες αρχές, δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι οποιαδήποτε τέτοια αρχή δίκαιης δίκης ή φυσικής δικαιοσύνης έχει εδώ παραβιαστεί. Οι ίδιοι οι διάδικοι γνωρίζουν πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο ποιες είναι οι ανάγκες της υπόθεσης τους και πώς αυτές εξυπηρετούνται. Ρυθμίζουν δε ανάλογα και υπεύθυνα τη στάση τους ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια αποφασίζει και προβαίνει σε τέτοιους χειρισμούς, οι οποίοι να μην παραβλάπτουν τα συμφέροντα ή δικαιώματα των διαδίκων ή την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Και εδώ, έτσι έπραξε το Δικαστήριο με τη συναίνεση και του εκπροσώπου της αιτήτριας.

Υπό το φώς των γεγονότων της παρούσας αίτησης, αναπόδραστη είναι η κατάληξη ότι η αίτηση για παραχώρηση άδειας δεν μπορεί να επιτύχει, με δεδομένο ότι η βάση του παραπόνου της αιτήτριας δεν βρίσκει έρεισμα στο επίσημο πρακτικό του Δικαστηρίου, την απόφαση του οποίου και προσβάλλει.

Για τούτο η αίτηση απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο