Pαδιοφωνικό Ίδρυμα Kύπρου ν. Xαράλαμπου Kαψού (2009) 1 ΑΑΔ 1175

(2009) 1 ΑΑΔ 1175

[*1175]24 Σεπτεμβρίου, 2009

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΑΨΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 256/2006)

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Κατά πόσο η μετάδοση πληροφοριών από ΜΜΕ για ενημέρωση του κοινού ως προς καταγγελίες που ηγέρθηκαν από άλλους και που άλλοι άσκησαν καθήκον να τις ερευνήσουν, συνιστούσαν δυσφήμηση για το πρόσωπο και τη θέση την οποία κατείχε ο ενάγων ως πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αίγυπτο ― Κατά πόσο ετύγχαναν εφαρμογής οι υπερασπίσεις της αλήθειας των γεγονότων (justification) και του εντίμου σχολίου (fair comment) ― Ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος Κεφ. 148, Άρθρο 19(α) και (β) ― Σε ποιες περιπτώσεις τυγχάνουν εφαρμογής οι προαναφερθείσες υπερασπίσεις.

Κατόπιν δημοσιεύματος στην εφημερίδα “Ο ΠΟΛΙΤΗΣ”, διορίστηκε ερευνών λειτουργός για να εξετάσει πληροφορίες σε σχέση με κάποιες ενέργειες του εφεσίβλητου που έγιναν στο πλαίσιο της υπηρεσίας του ως πρέσβη της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Κάιρο. Οι εφεσείοντες ασχολήθηκαν με αυτά τα θέματα κατά τη διάρκεια μετάδοσης τηλεοπτικών ειδήσεων και άλλων προγραμμάτων σε ενημερωτικές τους ζώνες σε επτά συνολικά περιπτώσεις μεταξύ 5.8.1999 και 3.11.1999.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα ημερομηνίας 5.8.1999, οι καταγγελίες αφορούσαν δύο βασικά θέματα:

α.    Τη διοργάνωση από τον εφεσίβλητο δεξίωσης στην πρεσβευτική κατοικία με τιμή εισόδου $60 κατ’ άτομο και με τη συμμετοχή τριών Ρουμάνων καλλιτέχνιδων οι οποίες επιστρατεύθηκαν από την Κύπρο· και,

β.    την εισαγωγή από τον εφεσίβλητο στην Αίγυπτο από την Κύπρο με[*1176]γάλης ποσότητας κρασιών αποτελούμενων από 371 κιβώτια, τα οποία δηλώθηκαν στις τελωνιακές αρχές ως οικοσκευή.

Τα επόμενα δημοσιεύματα περιστράφηκαν γύρω από τα ίδια κεντρικά θέματα και πρόσθεταν εξελίξεις που είχαν μεσολαβήσει, όπως ήταν το θέμα της διαταχθείσας έρευνας για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων, η διαθεσιμότητα και μετάκληση του εφεσίβλητου στην Κύπρο και ο διορισμός άλλου πρέσβη στη θέση του. Στα δημοσιεύματα γίνονταν επίσης αναφορές σε επιπτώσεις που είχαν διάφορες ενέργειες του εφεσίβλητου στο κύρος της Κύπρου λόγω της δυσαρέσκειας που αυτές είχαν προκαλέσει, είτε στις Αιγυπτιακές αρχές, είτε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ή σε άλλους φορείς και αρχές.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για δυσφήμηση εναντίον των εφεσειόντων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι κατ’ αρχήν τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν σαφέστατα δυσφημηστικά για το πρόσωπο του εφεσίβλητου. Το Δικαστήριο απέρριψε τις υπερασπίσεις που πρόβαλαν οι εφεσείοντες οι οποίες στηρίζονταν (α) στο καθήκον για ενημέρωση του κοινού επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, (β) στην αλήθεια των δημοσιευμάτων και (γ) στην υπεράσπιση του έντιμου σχολιασμού επί ζητήματος δημόσιου ενδιαφέροντος. Σε σχέση με την υπεράσπιση του έντιμου σχολιασμού το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως αυτή ήταν απορριπτέα, λόγω στοιχειοθέτησης κακοβουλίας εκ μέρους των εφεσειόντων και επειδή η μαρτυρία κατέδειξε ότι οι εφεσείοντες είχαν ενεργήσει επί σκοπώ βλάβης του εφεσίβλητου, και προς υπόσκαψη της υπόληψής του.

Σε σχέση με την υπεράσπιση της αλήθειας του περιεχομένου των δημοσιευμάτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είχε πράγματι διαφανεί από τη λήψη της μαρτυρίας ότι τα κύρια σημεία του δημοσιεύματος ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Όχι όμως και η αναφορά στο ότι η εισαγωγή της μεγάλης εκείνης ποσότητας κρασιού ενόχλησε τις Αιγυπτιακές αρχές, όπως ούτε και η θέση που προβλήθηκε στο δημοσίευμα ότι ο εφεσίβλητος περιορίστηκε να δηλώσει τα περί προσπαθειών συκοφάντησης του ονόματός του.

Το Δικαστήριο αφού έκρινε πως δεν εδικαιολογείτο ο επιδικασμός τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων, επεδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου ποσό αποζημιώσεων ύψους £13.000.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.

[*1177]Αποφασίστηκε ότι:

1. Η υπεράσπιση του εντίμου σχολιασμού προνοείται από το Άρθρο 19(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Στο εδάφιο (β) του εν λόγω άρθρου ρητά προνοείται ότι το επίδικο δημοσίευμα στο οποίο θα εφαρμοσθεί ή όχι η υπεράσπιση θα πρέπει να συνιστά “σχόλιο”. Κάποιο σχόλιο, για να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός του ως δίκαιο ή έντιμο, θα πρέπει κατ’ αρχή να παρουσιάζεται ως σχόλιο και δεν πρέπει να είναι τόσο αναμεμειγμένο με τα γεγονότα ώστε ο αναγνώστης να μη μπορεί να διακρίνει μεταξύ του τι είναι αναφορά γεγονότος (report) και τι είναι σχόλιο.

    Το Δικαστήριο αφού εξέτασε και απέρριψε την υπεράσπιση αυτή στην ουσία της, θα έπρεπε να εντοπίσει ποια ήσαν τα συγκεκριμένα σχόλια, αν υπήρχαν, τα οποία δεν κρίθηκαν δίκαια ή έντιμα λόγω της ύπαρξης, όπως διαπίστωσε, κακοβουλίας και επειδή εδράζονταν σε αναληθή γεγονότα.

    Λόγω των πιο πάνω διαπιστώσεων δεν ετύγχανε εφαρμογής η υπεράσπιση του εντίμου ή δίκαιου σχολιασμού στην παρούσα περίπτωση, αφού τα επίδικα δημοσιεύματα αφορούσαν σε πληροφορίες γεγονότων που μεταδόθηκαν, αλλά όχι σε σχολιασμούς, κριτική ή έκφραση γνώμης.

2. Το καθήκον των εφεσειόντων εξικνείται στην κατά το δυνατό ακριβή μετάδοση πληροφοριών ως προς την ύπαρξη των καταγγελιών και την έναρξη επίσημης διερεύνησής τους και όχι στην από αέρος  διενέργεια δικής του διερεύνησης ως προς τη βασιμότητα ή αλήθεια των καταγγελιών.

3. Η υπεράσπιση της αλήθειας έχει κατοχυρωθεί νομοθετικά μέσω του Άρθρου 19 (α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Νομοθετική πρόνοια με παρόμοιο λεκτικό συναντάτο και στο Αγγλικό Defamation Act 1952, Άρθρο 5. Σύμφωνα με την σχετική αγγλική νομολογία και το σύγγραμμα Gatley και Libel and Slander, 6th Edition, para 1053, είναι αρκετό εάν η ουσία της δυσφημηστικής δήλωσης δικαιολογείται και ο εναγόμενος δεν χρειάζεται όπως δικαιολογήσει επουσιώδεις λεπτομέρειες ή καταχρηστικές εκφράσεις, οι οποίες δεν προσθέτουν στο κεντρί της δυσφήμησης, ή οι οποίες δεν προκαλούν στον αποδέκτη επίπτωση διαφορετική απ’ εκείνη η οποία προκλήθηκε από το ουσιώδες μέρος το οποίο αποδεικνύεται αληθές.

    Οι ανακρίβειες τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε στην [*1178]υπό εξέταση υπόθεση ήσαν περιφερειακής σημασίας.

    Η μη απόδειξη της αλήθειας των πληροφοριών περί της δυσφορίας ή δυσαρέσκειας είτε των Αιγυπτιακών αρχών είτε του Κύπριου τότε Πατριάρχη Αλεξανδρείας, εντασσόμενων στο όλο πλέγμα των άλλων αληθινών πληροφοριών που είχαν μεταδοθεί, δεν ήταν ικανή να εμποδίσει την στοιχειοθέτηση της υπεράσπισης της αλήθειας των δημοσιευμάτων με βάση τις προαναφερθείσες πρόνοιες του Άρθρου 19 (α) και ιδιαίτερα της επιφύλαξης η οποία αναφέρεται στη μη απόδειξη κάθε τινός που καταλογίζεται σε κάποιο δημοσίευμα. Εφαρμοζόμενης εδώ της επιφύλαξης, δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι μη αποδειχθείσες πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούσαν σε ουσιαστικές πράξεις ή ενέργειες του εφεσίβλητου, αλλά σε πληροφορίες ως προς επιπτώσεις απ’ αυτές, έβλαψαν ουσιωδώς την υπόληψη του εφεσίβλητου, λαμβανομένης υπόψη της αλήθειας των υπόλοιπων βασικών και βλαπτικών θεμάτων ουσίας.

4. Η αναφορά στο δημοσίευμα της 3.11.1999, σε σχέση με τις εξελίξεις επί του θέματος που δημιουργήθηκε, με τον τρόπο που παρενεβλήθη, δεν ήταν επιλήψιμη, δεν συνιστούσε απόδειξη κακοβουλίας ούτε πρόθεση υπόσκαψης της υπόληψης του εφεσίβλητου και δεν καταδείκνυε ελαφρότητα ή αδιαφορία στον χειρισμό του όλου ζητήματος από τους εφεσείοντες. Στόχος των εφεσειόντων ήταν να υπενθυμίσουν τους τηλεθεατές τους ως προς το ποια ήταν τα ζητήματα που είχαν εγερθεί μήνες πριν και ποιο ήταν το αντικείμενο της διαταχθείσας έρευνας. Έρευνας η οποία αφορούσε και πληροφορίες για ξένες καλλιτέχνιδες και η οποία έρευνα δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Επομένως, παρά την προηγούμενη δημοσιογραφική πληροφόρηση των εφεσειόντων ότι δεν φαινόταν να αποδεικνύετο η συμμετοχή ξένων καλλιτέχνιδων στην εκδήλωση, εν τούτοις, πριν από την έκδοση τελικού πορίσματος, εκείνο το θέμα συνέχιζε να τελούσε επίσημα υπό διερεύνηση και ως τέτοιο, δεν ήταν επιλήψιμο όπως αναμεταδοθεί, παρά τις προηγηθείσες ανεπίσημες πληροφορίες περί μη απόδειξής του στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης έρευνας.

5. Η υπεράσπιση της αλήθειας των δημοσιευμάτων θα έπρεπε να είχε επιτύχει στην παρούσα υπόθεση.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, πρωτόδικα και κατ’ έφεση, υπέρ των εφεσειόντων.

 

[*1179]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Reynolds v. Times Newspapers Ltd a.ο. [1999] 4 All E.R. 609,

Hunt v. Star Newspaper Co. Ltd [1908] 2 K.B. 319,

Εταιρεία Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λτδ κ.ά. v. Φιλίππου (άλλως Φαλκονέττι) (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 958,

Pamplin v. Express Newspapers Ltd (No. 2) [1998] 1 All E.R. 282,

Grobbelaar v. News Group Newspapers Ltd a.ο. [2002] 4 All E.R. 732.

Έφεση.

Έφεση από τoυς εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Δαυίδ, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 962/00), ημερομ. 30.6.2006.

Π. Πολυβίου, για τους Εφεσείοντες.

 

Ο Εφεσίβλητος εμφανίζεται προσωπικά.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος υπηρετεί στη Διπλωματική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1981 και σ’ αυτόν ανατέθηκαν κατά καιρούς πρεσβευτικά και προξενικά καθήκοντα σε διάφορες χώρες. Από την 1.9.1998 υπηρετούσε ως πρέσβης της Δημοκρατίας στην Αίγυπτο. Η εκεί υπηρεσία του όμως διακόπηκε πρόωρα, αφού μετακλήθηκε στην Κύπρο στις 15.11.1999, λόγω της διερεύνησης της πιθανότητας διάπραξης από τον ίδιο πειθαρχικών παραπτωμάτων, σε σχέση με την οποία τέθηκε σε διαθεσιμότητα μεταξύ 10.8.1999-23.4.2003. Συγκεκριμένα, κατόπιν δημοσιεύματος στην εφημερίδα “Ο ΠΟΛΙΤΗΣ”, στις 5.8.1999, διορίστηκε ερευνών λειτουργός για να εξετάσει πληροφορίες σε σχέση με κάποιες ενέργειες του εφεσίβλητου που έγιναν στο πλαίσιο της υπηρεσίας του ως πρέσβη στο Κάιρο. Οι εφεσείοντες ασχολήθηκαν με αυτά τα θέματα κατά τη διάρκεια μετάδοσης τηλεοπτικών ειδήσεων και άλλων προγραμμάτων σε ενημερωτικές τους ζώνες, σε επτά συνολικά περιπτώσεις μεταξύ 5.8.1999 και 3.11.1999. Ο εφεσίβλητος θεώ[*1180]ρησε ότι τα δημοσιεύματα εκείνα ήσαν δυσφημιστικά για το πρόσωπο και τη θέση την οποία κατείχε και καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον των εφεσειόντων. Οι εφεσείοντες, ως εναγόμενοι, ήγειραν και προώθησαν τις ακόλουθες υπερασπίσεις:

α. Ότι οι ίδιοι ενήργησαν ασκώντας το καθήκον τους για ενημέρωση και πληροφόρηση του κοινού επί θεμάτων δημοσίου ή γενικού ενδιαφέροντος.

β. Ότι το περιεχόμενο των επίδικων δημοσιευμάτων που μετέδωσαν ήταν πραγματικό και αληθινό.

γ. Ότι τα επίδικα δημοσιεύματα συνιστούσαν έντιμο σχολιασμό επί ζητήματος δημοσίου ενδιαφέροντος.

Κατόπιν διεξαχθείσας ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε κατ’ αρχήν ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήσαν σαφέστατα δυσφημιστικά για το πρόσωπο του εφεσίβλητου. Αναφορικά με την προβληθείσα υπεράσπιση που βασιζόταν στο καθήκον για ενημέρωση του κοινού επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, το Δικαστήριο δεν την αποδέχθηκε, επισημαίνοντας ότι διάφορα μέρη των επίδικων δημοσιευμάτων δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και ότι οι εφεσείοντες δεν άσκησαν το καθήκον τους για διερεύνηση και αναζήτηση της αλήθειας. Επειδή, περαιτέρω, παρέλειψαν να προβάλουν και τις θέσεις του εφεσίβλητου επί των θιγέντων θεμάτων, αν και τους τις είχε ο ίδιος κοινοποιήσει έγκαιρα.

Ως προς την προβληθείσα υπεράσπιση της αλήθειας των δημοσιευμάτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και αναγνώρισε την αλήθεια ουσιαστικών θεμάτων που θίγονταν στα δημοσιεύματα, εντόπισε άλλες ανακρίβειες και αναλήθειες, λόγω των οποίων το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων εξεταζόμενο ως σύνολο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αληθινό και να στοιχειοθετηθεί αυτή η υπεράσπιση. Απορριπτική ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και αναφορικά με την προβληθείσα υπεράσπιση του έντιμου σχολιασμού επί ζητήματος δημόσιου ενδιαφέροντος. Το Δικαστήριο έκρινε πως δεν ετίθετο καν θέμα εξέτασης μιας τέτοιας υπεράσπισης, εφόσον οι εφεσείοντες είχαν περιλάβει στα δημοσιεύματα αναληθείς ισχυρισμούς, εφόσον παρέλειψαν να διερευνήσουν και εξακριβώσουν την αλήθεια τους και εφόσον αγνόησαν τις εξηγήσεις του ίδιου του εφεσίβλητου.

Ως προς το θέμα των αποζημιώσεων, το πρωτόδικο Δικαστή[*1181]ριο, αφού έκρινε πως δεν εδικαιολογείτο ο επιδικασμός τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων, επεδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου ποσό αποζημιώσεων ύψους £13.000.

Με την Ειδοποίηση Έφεσής τους, οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση, εγείροντας επτά συνολικά λόγους έφεσης. Ο 1ος και ο 2ος λόγος έφεσης μπορούν να συνεξετασθούν εφόσον συνδέονται μεταξύ τους, το ίδιο και οι λόγοι Εφεσης Αρ. 3 και 4. Όμως, για πρακτικούς λόγους, θα εξετάσουμε πρώτα τον λόγο Εφεσης Αρ. 5 με τον οποίο προσβάλλεται η απόρριψη της υπεράσπισης του έντιμου σχολιασμού, για λόγους οι οποίοι θα διαφανούν στη συνέχεια και αφορούν στην εξαγωγή ευρημάτων και συμπερασμάτων ως προς τη φύση των επίδικων δημοσιευμάτων και ιδιαίτερα των μερών τους τα οποία θεωρούνται επιλήψιμα.

Λόγος Εφεσης Αρ. 5. Μη στοιχειοθέτηση της υπεράσπισης του έντιμου σχολιασμού και/ή η ύπαρξη ή μη κακοβουλίας.

Με αυτό το λόγο έφεσης προσβάλλεται το γενικότερο συμπέρασμα και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί πλήρους αποτυχίας της προβληθείσας υπεράσπισης του έντιμου σχολιασμού και ειδικότερα περί της ύπαρξης κακοβουλίας εκ μέρους των εφεσειόντων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως έχουμε προαναφέρει, παρόλο ότι ουσιαστικά απέρριψε εκ προοιμίου αυτή την υπεράσπιση, λόγω της ύπαρξης σημαντικών αναληθειών επί των οποίων βασίστηκε οποιοσδήποτε σχολιασμός των εφεσειόντων, εν τούτοις, αφού εξέτασε την ουσία της υπεράσπισης, έκρινε πως αυτή ήταν απορριπτέα, λόγω στοιχειοθέτησης κακοβουλίας εκ μέρους τους και επειδή η μαρτυρία κατέδειξε ότι οι εφεσείοντες είχαν ενεργήσει επί σκοπώ βλάβης του εφεσίβλητου, και προς την υπόσκαψη της υπόληψής του.

Παρόλον ότι διαφωνούμε με τα ανωτέρω συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία επενήργησαν ως λόγος απόρριψης της υπεράσπισης του εντίμου σχολιασμού, εν τούτοις, κρίνουμε ότι εν πάση περιπτώσει, η συγκεκριμένη τούτη υπεράσπιση δεν ήταν διαθέσιμη σε σχέση με τα επίδικα δημοσιεύματα για τους ακόλουθους λόγους:

Αυτή η υπεράσπιση προνοείται από το Αρθρο 19(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το κείμενο του οποίου [*1182]έχει ως εξής:

“19. Σε αγωγή για δυσφήμηση αποτελεί υπεράσπιση –

(α) …………………………………………………………………

(β) ότι το δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή ήταν έντιμο σχόλιο για θέμα δημοσίου συμφέροντος.

Νοείται ότι όταν το δυσφημηστικό δημοσίευμα συνίσταται εν μέρει στον ισχυρισμό γεγονότων και εν μέρει στην έκφραση γνώμης, υπεράσπιση έντιμου σχολίου δεν καταρρίπτεται για μόνο το λόγο ότι δεν αποδεικνύεται το αληθές κάθε ισχυρισμού γεγονότος, αν η έκφραση γνώμης αποτελεί έντιμο σχόλιο αφού ληφθούν υπόψη αυτά τα οποία ισχυρίζονται ή αναφέρονται στο δυσφημηστικό δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή τα οποία αποδεικνύονται:

Νοείται περαιτέρω ότι η βάσει της παραγράφου αυτής υπεράσπιση δεν επιτυγχάνεται αν ο ενάγων αποδείξει ότι η δημοσίευση δεν έγινε καλή τη πίστει εντός της έννοιας του εδαφίου (2) του Αρθρου 21 του Νόμου αυτού.”

Όπως ρητά αναφέρεται στο πιο πάνω εδάφιο του Αρθρου 19, το επίδικο δημοσίευμα στο οποίο θα εφαρμοσθεί ή όχι αυτή η υπεράσπιση θα πρέπει να συνιστά “σχόλιο”. Ορθά άλλωστε είχε εντοπίσει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αρχή της ενασχόλησης του με αυτό το θέμα ότι, ο έντιμος σχολιασμός περιλαμβάνει τρία στοιχεία υπεράσπισης:

  (i)     Ότι οι επίδικες λέξεις αποτελούν σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων,

 (ii)     Ότι αποτελούν έντιμο ή δίκαιο (fair) σχολιασμό επί γεγονότων ορθώς διατυπωμένων και,

(iii)     Ότι αποτελούν σχολιασμό επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος.

Στη γνωστή Αγγλική υπόθεση Reynolds v. Times Newspapers  Ltd and Others [1999] 4 All E.R. 609, το House of Lords τόνισε τα εξής στη σελίδα 615 (L. Nicholls) σε σχέση με την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου (honest comment):

[*1183]It is important to keep in mind that this defence is concerned with the protection of comment, not imputation of fact. If the imputation is one of fact, a ground of defence must be sought elsewhere. Further, to be within this defence the comment must be recognisable as comment, as distinct from an imputation of fact.

 

Εκείνο επομένως που θα μπορούσε να καλύψει η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου είναι τη δημοσίευση κάποιου σχολίου, γνώμης κλπ. και όχι τον καταλογισμό κάποιου γεγονότος στο πρόσωπο του δυσφημουμένου. Όπως ορθά είχε διευκρινιστεί και στην υπόθεση Hunt v. Star Newspaper Co. Ltd [1908] 2 K.B. 319, κάποιο σχόλιο, για να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός του ως δίκαιο ή έντιμο, θα πρέπει κατ’ αρχή να παρουσιάζεται ως σχόλιο και δεν πρέπει να είναι τόσο αναμεμειγμένο με τα γεγονότα ώστε ο αναγνώστης να μη μπορεί να διακρίνει μεταξύ του τι είναι αναφορά γεγονότος (report) και τι είναι σχόλιο. Η ίδια θέση παρατίθεται και στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 6th Edition, para 705, όπου και τονίζεται ότι μια δυσφημιστική δήλωση γεγονότος δεν συνιστά ούτε σχόλιο, ούτε γνώμη ή κριτική. Ισχυρισμός ή καταλογισμός κάποιου γεγονότος είναι όταν καταλογίζεται σε κάποιον ότι προέβη σε μια πράξη ή ενέργεια, ενώ σχόλιο συνιστά ο χαρακτηρισμός της πράξης ως απεχθούς, ανέντιμης κ.λπ.. Οι πιο πάνω θέσεις υιοθετήθηκαν επανειλημμένα και σε νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων. (Βλ. π.χ. Εταιρεία Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λτδ κ.ά. v. Φιλίππου (άλλως Φαλκονέττι) (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 958).

Επανερχόμενοι στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως δεν έχουμε εντοπίσει να γίνονται στα επίδικα δημοσιεύματα οποιαδήποτε επικριτικά/δυσφημιστικά σχόλια, χαρακτηρισμοί ή εκφράσεις γνώμης εις βάρος του εφεσίβλητου. Και βέβαια, το θέμα δεν είναι κατά πόσο εμείς ως Εφετείο μπορούμε να διακρίνουμε την ύπαρξη τέτοιων σχολιασμών, αλλ’ ασφαλώς το θέμα είναι κατά πόσο ο εφεσίβλητος βασίστηκε σε τέτοιους σχολιασμούς οι οποίοι κρίθηκαν δυσφημιστικοί και κατά πόσο οι εφεσείοντες απέδειξαν ότι πράγματι επρόκειτο όχι για καταλογισμό γεγονότων, αλλά προβολή σχολίων. Τελικά δε, το Δικαστήριο, αφού εξέτασε και απέρριψε την υπεράσπιση αυτή στην ουσία της, θα έπρεπε να εντοπίσει ποια ήσαν τα συγκεκριμένα σχόλια, αν υπήρχαν, τα οποία δεν κρίθηκαν δίκαια ή έντιμα λόγω της ύπαρξης, όπως διαπίστωσε, κακοβουλίας και επειδή εδράζονταν σε αναληθή γεγονότα.

Λόγω των πιο πάνω διαπιστώσεων, δεν ετίθετο θέμα εφαρμο[*1184]γής της υπεράσπισης του εντίμου ή δίκαιου σχολιασμού στην παρούσα περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των επίδικων δημοσιευμάτων και των θέσεων των δύο πλευρών οι οποίες παρουσιάζονται να εξικνούνται σε ισχυρισμούς ως προς γεγονότα, ως προς πληροφορίες γεγονότων που μεταδόθηκαν, αλλ’ όχι σε σχολιασμούς, κριτική ή έκφραση γνώμης.

Λόγοι έφεσης αρ. 1 και 2. Εσφαλμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη στοιχειοθέτησης της υπεράσπισης της αλήθειας και εσφαλμένη προσέγγιση και αξιολόγηση της μαρτυρίας ως προς το θέμα τούτο.

Το βασικό παράπονο των εφεσειόντων σε σχέση με αυτούς τους λόγους έφεσης είναι ότι αφ’ ενός υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ικανό μαρτυρικό υλικό από το οποίο εστοιχειοθετείτο η αλήθεια του περιεχομένου των δημοσιευμάτων και αφ’ ετέρου ότι, ενώ ο πρωτόδικος Δικαστής ορθά ανέφερε ότι δεν απαιτείται όπως αποδειχθεί η αλήθεια κάθε λεπτομέρειας, εν τούτοις, εσφαλμένα κατάληξε στο συμπέρασμα ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η ουσιαστική αλήθεια των βασικών ισχυρισμών των επίδικων δημοσιευμάτων.

Με το πρώτο δημοσίευμά τους, ημερομηνίας 5.8.1999, οι εφεσείοντες μετέδωσαν στο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεών τους πληροφορίες για καταγγελίες εναντίον του εφεσίβλητου – πρέσβη της Δημοκρατίας στο Κάιρο, οι οποίες οδήγησαν στη διεξαγωγή έρευνας ως προς το ενδεχόμενο διάπραξης από μέρους του πειθαρχικών παραπτωμάτων. Σύμφωνα με το δημοσίευμα οι καταγγελίες αφορούσαν δύο βασικά θέματα:

α. Τη διοργάνωση από τον εφεσίβλητο δεξίωσης στην πρεσβευτική κατοικία με τιμή εισόδου $60 κατ’ άτομο και με τη συμμετοχή τριών Ρουμάνων καλλιτέχνιδων οι οποίες επιστρατεύθηκαν από την Κύπρο, και,

β. Την εισαγωγή από τον εφεσίβλητο στην Αίγυπτο από την Κύπρο μεγάλης ποσότητας κρασιών αποτελούμενων από 371 κιβώτια, τα οποία δηλώθηκαν στις τελωνιακές αρχές ως οικοσκευή.

Τα επόμενα δημοσιεύματα περιστράφηκαν γύρω από τα ίδια κεντρικά θέματα και πρόσθεταν εξελίξεις που είχαν μεσολαβήσει, όπως ήταν το θέμα της διαταχθείσας έρευνας για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων, η διαθεσιμότητα και μετάκληση [*1185]του εφεσίβλητου στην Κύπρο και ο διορισμός άλλου πρέσβη στη θέση του. Στα δημοσιεύματα γίνονταν επίσης αναφορές σε επιπτώσεις που είχαν διάφορες ενέργειες του εφεσίβλητου στο κύρος της Κύπρου λόγω της δυσαρέσκειας που αυτές είχαν προκαλέσει, είτε στις Αιγυπτιακές αρχές, είτε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ή σε άλλους φορείς και αρχές.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφασή του, αφού ανάλυσε τη διαθέσιμη επί του θέματος νομολογία, συμπέρανε ότι στην υπό συζήτηση υπόθεση δεν υπήρχε αμφισβήτηση ότι ο πυρήνας των δημοσιευμάτων και οι ισχυρισμοί που προβάλλονται μέσω αυτών για τις δραστηριότητες του εφεσίβλητου στην πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Κάιρο ήταν δυσφημιστικά και ότι όσα μεταδόθηκαν κατά τη συνήθη και φυσική τους έννοια αποτελούσαν δυσφήμιση.

Εξετάζοντας την υπεράσπιση της αλήθειας, την οποία ήγειραν οι εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε με ορθό τρόπο τις νομικές αρχές οι οποίες καθιερώθηκαν από τη νομολογία και σχετικές αυθεντίες. Όπως εντόπισε, εναπόκειτο στην πλευρά των εφεσειόντων να αποδείκνυαν το αληθές των μεταδόσεων, έχοντας το σχετικό βάρος απόδειξης. Δεν απαιτείτο να αποδειχθεί η αλήθεια κάθε λεπτομέρειας των γεγονότων που αναφέρονται στα δημοσιεύματα. Αρκεί η ουσία του δυσφημιστικού δημοσιεύματος να αποδειχθεί αληθής, με την προϋπόθεση βέβαια ότι λεπτομέρειες που φανερώνονται αναληθείς, δεν θα πρέπει να επιδεινώνουν το δυσφημιστικό χαρακτήρα του κειμένου ή να διαφοροποιούν τη φύση του. Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο περιεχόμενο τριών από τα δημοσιεύματα και σταχυολόγησε απ’ αυτά τα συγκεκριμένα σημεία τους τα οποία αποδείχτηκαν με μαρτυρία ότι ανταποκρίνονταν προς την πραγματικότητα ή παρέμειναν εξαρχής αδιαμφισβήτητα, εν αντιθέσει με άλλα σημεία τα οποία είτε αποδείχθηκε στο τέλος της ημέρας ότι ήσαν αναληθή, ή απλά δεν αποδείχθηκε η αλήθεια τους με κατάλληλη μαρτυρία. Τα τρία δημοσιεύματα στα οποία γίνεται ειδική αναφορά και διεξοδικότερη διερεύνηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αυτά που είχαν μεταδοθεί από τους εφεσείοντες στις 5.8.1999, 9.8.1999 και 12.8.1999. Σε σχέση με τα άλλα τέσσερα δημοσιεύματα δεν γίνεται ειδική μνεία στην απόφαση.

Το βασικότερο ίσως δημοσίευμα είναι το πρώτο στη σειρά, το περιεχόμενο του οποίου είχε μεταδοθεί από τους εφεσείοντες στο τηλεοπτικό δελτίο της 5.8.1999. Μεταφέρουμε εδώ τα κύρια σημεία του σύμφωνα με τα οποία: Καταγγελίες που σχετίζονταν με την [*1186]πρεσβεία της Κύπρου στο Κάιρο οδήγησαν τις αρχές στη διεξαγωγή έρευνας για τυχόν πειθαρχικά παραπτώματα. Όπως αποκάλυψε η εφημερίδα “Ο ΠΟΛΙΤΗΣ” ο εκεί πρέσβης κ. Χ. Καψός διοργάνωσε δεξίωση στις 3 Ιουνίου με τιμή εισόδου $60. Οι αρμόδιες υπηρεσίες ερευνούν επίσης θέμα εισαγωγής στην Αίγυπτο από τον πρέσβη 371 κιβωτίων κρασιού, τα οποία περάστηκαν στα τελωνειακά έγγραφα ως οικοσκευή, γεγονός που ενόχλησε τις Αιγυπτιακές αρχές, όπως είναι σε θέση να γνωρίζουν οι εφεσείοντες. Περαιτέρω, στην εκδήλωση, σύμφωνα με την εφημερίδα, επιστρατεύθηκαν να συμμετάσχουν και τρεις Ρουμάνες καλλιτέχνιδες από την Κύπρο. Ο Υπουργός Εξωτερικών δεν θέλησε να σχολιάσει, πλην όμως εξεδόθη ανακοίνωση από το Υπουργείο σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε η μετάκληση του πρέσβη στην Κύπρο και διενέργεια οικονομικού ελέγχου. Ερευνών λειτουργός διορίστηκε ο πρέσβης Α. Πιρίσιης. Ο ίδιος ο κ. Καψός δε θέλησε, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των εφεσειόντων, να προβεί σε δήλωση στη κάμερα, ενώ περιορίστηκε να δηλώσει ότι το όλο θέμα αφορούσε προσπάθειες συγκεκριμένων παραγόντων για συκοφαντία και σπίλωση του ονόματός του. Αφού δε είχε αναθέσει την υπόθεση σε δικηγορικό γραφείο, δεν ήθελε να προβεί σε οποιοδήποτε σχόλιο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι πράγματι διεφάνη από τη λήψη μαρτυρίας ότι τα κύρια σημεία του πιο πάνω δημοσιεύματος ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα με την έννοια ότι πράγματι είχε διαταχθεί έρευνα από ερευνώντα λειτουργό στον οποίο ανατέθηκε η διερεύνηση των θεμάτων που θίγονταν στο δημοσίευμα. Όπως όμως εντόπισε στη συνέχεια το Δικαστήριο, η αναφορά στο ότι η εισαγωγή της μεγάλης εκείνης ποσότητας κρασιού ενόχλησε τις Αιγυπτιακές αρχές δεν φαινόταν να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ενώ αντίθετα, σύμφωνα με το έγγραφο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6, φαίνεται ότι καμιά ενόχληση δεν εκδηλώθηκε από τις Αιγυπτιακές αρχές. Περαιτέρω, εφόσον αποδείχτηκε με μαρτυρία (επιστολές εφεσίβλητου Τεκμήρια 8 και 9) ότι από την ίδια ημέρα και πριν ακόμα το δημοσίευμα ο εφεσίβλητος είχε θέσει τις λεπτομερείς θέσεις του δίδοντας εξηγήσεις, αυτό το γεγονός, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, καταδείκνυε την αναλήθεια της θέσης που προβλήθηκε στο δημοσίευμα ότι ο εφεσίβλητος περιορίστηκε να δηλώσει τα περί προσπαθειών συκοφάντησης του ονόματός του.

Θα πρέπει να διαφωνήσουμε με την προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το σημαντικότερο από τα επίδικα δημοσιεύματα.

[*1187]Κατ’ αρχή, το δημοσίευμα εκείνο παρουσιάζεται να μετέδωσε με ακρίβεια την προβολή των γενομένων καταγγελιών, την άμεση ευαισθητοποίηση του Υπουργείου Εξωτερικών και την εντολή για διεξαγωγή έρευνας, όπως επίσης και τη φύση των πληροφοριών που θα διερευνούνταν και κατέστησαν αντικείμενο της έρευνας για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων. Ως προς την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία αποδείχτηκε θετικά μέσω του Τεκμηρίου 6, ότι καμιά ενόχληση δεν φαίνεται να προκλήθηκε στις Αιγυπτιακές αρχές, παρατηρούμε τα εξής: Το Τεκμήριο 6 είναι επιστολή ημερομηνίας 21.8.1999 που αποστάληκε από τον κ. Μ.Α. Cholkamy, πρώην διευθυντή πρωτοκόλλου στο Αιγυπτιακό Υπουργείο Εξωτερικών, προς τον πρέσβη της Αιγύπτου στη Λευκωσία. Αναφερόμενος στις πληροφορίες για την εκδήλωση της 3.6.1999 στην πρεσβευτική κατοικία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Κάιρο, ο συντάκτης της επιστολής αναφέρει, συνοπτικά, ότι παρίστατο στο δείπνο που είχε παραθέσει ο εφεσίβλητος. Το κρασί που προσφέρθηκε κατά το δείπνο, πρόσθετε, εισήχθη νόμιμα στη χώρα επειδή, κατόπιν αίτησης του πρέσβη, είχε εγκριθεί από το διευθυντή πρωτοκόλλου. Όμως, το κύριο θέμα το οποίο υπήρξε αντικείμενο πειθαρχικής έρευνας και σε σχέση με το οποίο έγινε αναφορά στο επίδικο δημοσίευμα δεν αφορούσε το κρασί που προσφέρθηκε στο συγκεκριμένο δείπνο, ούτε και αν είχε εγκριθεί ή όχι η εισαγωγή του από το Υπουργείο Εξωτερικών. Το ζήτημα που ηγέρθηκε και εξετάστηκε αφορούσε την εισαγωγή στην Αίγυπτο της τεράστιας ποσότητας των 370 κιβωτίων κρασιού με την άσκηση ψευδών παραστάσεων έναντι των Αιγυπτιακών τελωνειακών αρχών. Σύμφωνα δε με την έκθεση που υπέβαλε ο ερευνών λειτουργός κ. Πιρίσιης (Τεκμήριο 19), δε χωρούσε αμφιβολία ότι ο εφεσίβλητος υπέβαλε προς τις Αιγυπτιακές τελωνειακές αρχές έγγραφα με ψευδή στοιχεία ως προς το περιεχόμενο του εμπορευματοκιβωτίου με το οποίο εισήγαγε την ποσότητα του κρασιού. Δηλαδή, ψευδώς παρέθεσε ως περιεχόμενο του εμπορευματοκιβωτίου μικρό αριθμό αντικειμένων οικοσκευής του και όταν φυσιολογικά τα στοιχεία που έδωσε απορρίφθηκαν από τις τελωνειακές αρχές, επειδή δεν δικαιολογούσαν το βάρος του εμπορευματοκιβωτίου, υπέβαλε συμπληρωματικό κατάλογο αντικειμένων και πάλι οικοσκευής, χωρίς ν’ αναφέρει περί κρασιού. Αυτές οι πληροφορίες εμφανώς ενόχλησαν και ορθά βέβαια τις Κυπριακές αρχές και γι’ αυτό το λόγο και για τους άλλους λόγους διατάχθηκε έρευνα και μετακλήθηκε στην Κύπρο ο εφεσίβλητος. Το αν αποδείχθηκε ή όχι και η ορθότητα της πληροφόρησης των εφεσειόντων περί ενόχλησης και των Αιγυπτιακών αρχών νομίζουμε πως, υπό τις περιστάσεις, αυτό ήταν θέμα ήσσονος σημασίας.

[*1188]Ως προς την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αναλήθειας του σημείου του δημοσιεύματος σχετικά με την άρνηση του εφεσίβλητου να προβεί σε δηλώσεις στην κάμερα, περιορισθείς να αναφερθεί σε προσπάθεια κάποιων για συκοφάντησή του, παρατηρούμε τα εξής: Αυτό το γεγονός είχε γίνει αποδεχτό και ενώπιόν μας από τον εφεσίβλητο και είχε καταδειχθεί με μαρτυρία. Η αναλήθεια, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, έγκειται στο ότι ενώ επίσης αποδείχτηκε με μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος είχε αποστείλει δύο επιστολές προς τους εφεσείοντες κατά την ίδια ημερομηνία, στην οποία έδιδε πλήρεις εξηγήσεις, οι εφεσείοντες παρέλειψαν να τις μεταδώσουν ή ν’ αναφερθούν και σ’ αυτές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σχετικά στις επιστολές – Τεκμήρια 8 και 9. Όμως, το Τεκμήριο 9 δεν είναι παρά γραπτή δήλωση του εφεσίβλητου προς τα ΜΜE η οποία λέγει ακριβώς εκείνο το οποίο μετέδωσαν οι εφεσείοντες, ότι δηλαδή καταβαλλόταν προσπάθεια συκοφάντησης του ιδίου, ότι δεν θα επιθυμούσε να σχολιάσει τη δεδομένη στιγμή και ότι ανέθεσε την υπόθεση στους δικηγόρους του. Από την άλλη, το Τεκμήριο 8 είναι αντίγραφο επιστολής ίδιας ημερομηνίας, που φέρεται να στάληκε από τον εφεσίβλητο προς τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας “Ο ΠΟΛΙΤΗΣ”, με την οποία ο εφεσίβλητος σε τρεις σχεδόν σελίδες παραθέτει ολόκληρη τη δική του εκδοχή με λεπτομέρειες αναφορικά με τις καταγγελίες για την εκδήλωση της 3.6.1999 και αναφορικά με την εισαγωγή από τον ίδιο στην Αίγυπτο της μεγάλης ποσότητας κρασιού. Σε σχέση με τούτο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως δεν νομίζουμε ότι οι εφεσείοντες είχαν την υποχρέωση να μεταδώσουν τα όσα εκεί έδιδε ως εξηγήσεις ο εφεσίβλητος για δύο βασικούς λόγους:

α. Η επιστολή εκείνη απευθυνόταν προς άλλο ΜΜΕ έντυπης δημοσιογραφίας το οποίο είχε πρώτα αποκαλύψει το θέμα των καταγγελιών και ερευνών εναντίον του εφεσίβλητου, ενώ με την άλλη επιστολή της ίδιας ημερομηνίας, η οποία απευθυνόταν προς όλα τα ΜΜΕ περιλαμβανομένων των εφεσειόντων, ο ίδιος ο υπό καταγγελία δημόσιος λειτουργός, δήλωνε πως θεωρούσε ορθό και φρόνιμο να μην προβεί σε οποιοδήποτε σχόλιο επί του παρόντος.

β. Εκείνο το οποίο ενδιέφερε στο στάδιο εκείνο ήταν όχι η ουσία των καταγγελιών, αλλά το γεγονός ότι καταγγελίες για εκείνα τα θέματα και με εκείνο το περιεχόμενο είχαν πράγματι γίνει και ότι πράγματι είχε αρχίσει η επίσημη διερεύνησή τους. Κατά την άποψή μας, αφ’ ης στιγμής οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας είχαν ευαισθητοποιηθεί και είχε διαταχθεί επίσημη έρευνα από υπεύθυνο λειτουργό, τα ΜΜΕ δεν υποχρεούντο να ασχολού[*1189]νται με την αλήθεια και την ουσία των διερευνώμενων καταγγελιών, μεταδίδοντας δηλώσεις και αντιδηλώσεις και μετατρέποντας τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ σε βήμα διενέργειας πειθαρχικής δίκης ή διαδικασίας.

Δεδομένου ότι ένα ΜΜΕ, όπως εδώ οι εφεσείοντες, μετέδιδαν αληθινές πληροφορίες ως προς την ύπαρξη των καταγγελιών και την έναρξη επίσημης διερεύνησής τους, θεωρούμε ότι το καθήκον τους εξικνείται στην κατά το δυνατό ακριβή μετάδοση τέτοιων πληροφοριών και όχι στην από αέρος διενέργεια δικής τους διερεύνησης ως προς τη βασιμότητα ή αλήθεια των καταγγελιών.

Το άλλο δημοσίευμα με το οποίο έγινε λεπτομερής ενασχόληση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εκείνο της 9.8.1999. Τα κύρια σημεία που θίγονται σ’ εκείνο το δημοσίευμα ήσαν τα ακόλουθα:

1. Ότι σύμφωνα με νέα στοιχεία που προέκυψαν, οι εκδηλώσεις που είχε οργανώσει ο εφεσίβλητος ήσαν όχι μια αλλά τέσσερις βραδυές, δύο σε πολυτελή ξενοδοχεία και δύο σε ποταμόπλοια.

2. Ότι οι προηγούμενες πληροφορίες που είχαν δημοσιευθεί περί συμμετοχής ξένων καλλιτέχνιδων στην μουσικοχορευτική βραδυά διαπιστώθηκε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, αφού επρόκειτο για Κυπριακό χορευτικό συγκρότημα.

3. Ότι σύμφωνα με εκπρόσωπο τύπου των Κυπριακών Αερογραμμών ήταν καθ’ όλα νόμιμη η διάθεση ενός αεροπορικού εισιτηρίου που είχε κληρωθεί κατά την εκδήλωση στην πρεσβευτική κατοικία.

Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, οι πληροφορίες που μετέδωσαν οι εφεσείοντες ως προς τέσσερις εκδηλώσεις δεν αποδείχτηκαν ορθές με μαρτυρία. Αυτό είναι ορθό. Ως προς την κλήρωση αεροπορικού εισιτηρίου ούτε αυτό ήταν ακριβές, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον διεφάνη ότι η έρευνα του ερευνώντος λειτουργού αφορούσε στη δημοπράτηση και όχι κλήρωση εισιτηρίου και όπως κατεδείχθη, πράγματι είχε δημοπρατηθεί, τα δε χρήματα που απέφερε η δημοπρασία αποδόθηκαν σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Η διαπίστωση αυτή του πρωτόδικου  Δικαστηρίου ελέγχεται ως ελλειπής. Όπως αναφέρεται στην έκθεση του ερευνώντα λειτουργού – Τεκμήριο 19 – ο ισχυρισμός τον οποίο πρόβαλε ο εφεσίβλητος, σύμφωνα με τον οποίο από το συνολικό ποσό που απέφερε ο πλειστηριασμός, ένα ποσό εκ 1.200 Λ. Αιγύπτου είχε δοθεί στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα [*1190]Καΐρου, δεν φαίνεται παρά να ήταν μια εκ των υστέρων σκέψη και ενέργεια η οποία έλαβε χώρα εσπευσμένα μετά που οι σχετικές πληροφορίες είδαν το φως της δημοσιότητας στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, ο ερευνών λειτουργός ανέφερε στη σελίδα 32 της έκθεσής του ότι από τα στοιχεία και τις μαρτυρίες που συνέλεξε, θεωρούσε ως πιθανή την εκδοχή ότι η προσφορά του ποσού των Λ. Αιγύπτου 1.200 προς τη Φιλόπτωχο, έγινε μετά τη δημοσίευση των καταγγελιών εναντίον του εφεσίβλητου στην εφημερίδα “Ο ΠΟΛΙΤΗΣ”. Όπως δε πρόσθεσε ο ερευνών λειτουργός:

“Το γεγονός αυτό αφήνει να αιωρούνται αμφιβολίες ως προς τις προθέσεις του κ. Καψού σχετικά με το χρηματικό αυτό ποσό …”

Ως προς το δημοσίευμα της 12.8.1999, σ’ εκείνο ουσιαστικά γινόταν ενασχόληση με τα ακόλουθα θέματα:

α. Ότι στις τάξεις του Υπουργείου Εξωτερικών και ευρύτερα της Κυπριακής κυβέρνησης επικρατούσε έντονη δυσφορία για τις δραστηριότητες του εφεσίβλητου.

β. Ότι οι δραστηριότητες εκείνες τον είχαν φέρει σε αντιπαράθεση με το Κάιρο και είχαν ενοχλήσει την Αιγυπτιακή Κυβέρνηση η οποία όμως δεν προέβηκε σε επίσημα διαβήματα, αλλά περιορίστηκε σε φιλικές συστάσεις προς την Κυπριακή Κυβέρνηση.

γ. Ότι ο εφεσίβλητος, στο διάστημα της θητείας του στο Κάιρο, είχε αντιπαραθέσεις με υπαλλήλους της πρεσβείας, με αποτέλεσμα δύο φορές να είχε μεταβεί στην Αίγυπτο λειτουργός του Υπουργείου Εξωτερικών.

δ. Ότι σύμφωνα με πληροφορίες ακόμα και ο τότε Πατριάρχης Αλεξανδρείας είχε εκφράσει την έντονη δυσφορία του.

Σε σχέση με τα πιο πάνω σημεία του επίδικου δημοσιεύματος, είχε αποδειχθεί αναμφίβολα κατά την ακρόαση της υπόθεσης η αναπόφευκτη δυσαρέσκεια και αναστάτωση η οποία προκλήθηκε στο Κυπριακό Υπουργείο Εξωτερικών λόγω των καταγγελιών, γεγονός που οδήγησε άλλωστε στη λήψη άμεσων μέτρων, όπως ήταν η έναρξη έρευνας, η διαθεσιμότητα και η μετάκληση του πρέσβη – εφεσίβλητου στην Κύπρο. Περαιτέρω, έχει επίσης αποδειχθεί με μαρτυρία ότι πράγματι κατά τη διάρκεια της θητείας του εφεσίβλητου στην πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Κάιρο είχαν κατά καιρούς αναφυεί αρκετά σοβαρά προβλήματα μεταξύ του ιδίου και άλλων μελών του προσωπικού. Προβλήματα τα οποία απασχόλη[*1191]σαν το Υπουργείο Εξωτερικών και οδήγησαν στην εξέτασή τους και τη λήψη κάποιων μέτρων.

Εκείνο το οποίο δεν αποδείχθηκε με μαρτυρία κατά την ακρόαση ήταν η ορθότητα των πληροφοριών που μετέδωσαν οι εφεσείοντες σύμφωνα με τις οποίες και η Αιγυπτιακή Κυβέρνηση είχε εκφράσει με κάποιο τρόπο τη δυσφορία της για την κατάσταση και ότι τη δυσφορία του είχε εκφράσει και ο Κύπριος τότε Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Σύμφωνα δε με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 14, που είναι ανακοινωθέν τύπου που είχε εκδώσει το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας στις 30.8.1999, ο Πατριάρχης ουδέποτε είχε εκφράσει άποψη για την ειδησεογραφία σχετικά με τον πρέσβη της Δημοκρατίας στο Κάιρο, ούτε και ήρθε σε επικοινωνία με ραδιοτηλεοπτικό σταθμό ή δημοσιογράφο.

Η υπεράσπιση της αλήθειας έχει κατοχυρωθεί νομοθετικά μέσω του Αρθρου 19(α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

“19. Σε αγωγή για δυσφήμηση αποτελεί υπεράσπιση –

(α)          ότι το δημοσίευμα για το οποίο έγινε η αγωγή ήταν αληθές.

Νοείται ότι, όταν το δυσφημιστικό δημοσίευμα περιέχει δύο ή περισσότερες ξεχωριστές κατηγορίες κατά του ενάγοντα, υπεράσπιση βάσει της παραγράφου αυτής δεν καταρρίπτεται για μόνο το λόγο ότι δεν αποδεικνύεται το αληθές κάθε μιας κατηγορίας, αν το μέρος του δημοσιεύματος που δεν αποδείκτηκε ως αληθές, δεν βλάπτει ουσιωδώς την υπόληψη του ενάγοντα, αφού ληφθεί υπόψη το αληθές των υπόλοιπων κατηγοριών.”

Όπως προκύπτει από το ίδιο το λεκτικό του προαναφερθέντος άρθρου, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, όπως και εδώ, κάποιο δημοσίευμα περιέχει περισσότερους από ένα δυσφημιστικούς ισχυρισμούς, έστω και αν δεν αποδειχθεί η αλήθεια κάποιων από τους ισχυρισμούς, εν τούτοις μπορεί να στοιχειοθετηθεί και να επιτύχει η υπεράσπιση της αλήθειας.

Το κριτήριο το οποίο θέτει ο ίδιος ο νομοθέτης σε μια τέτοια περίπτωση είναι η διακρίβωση κατά πόσο το μέρος ή τα μέρη του δημοσιεύματος που δεν αποδείχτηκε ότι είναι αληθινά, βλάπτουν ουσιωδώς την υπόληψη του εφεσίβλητου, λαμβανομένου όμως υπόψη του αληθούς των υπόλοιπων κατηγοριών. Νομοθετική [*1192]πρόνοια με παρόμοιο λεκτικό συναντάτο και στο Αγγλικό Defamation Act 1952, Αρθρο 5. Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Pamplin v. Express Newspapers Ltd (No. 2) [1998] 1 All E.R. 282, μια υπεράσπιση η οποία βασίζεται στη μερική αλήθεια των προβληθέντων ισχυρισμών, μπορεί να ευσταθήσει, εάν δε αυτό δεν καταστεί δυνατό, ο εναγόμενος μπορεί να βασισθεί στα αποδειχθέντα ως αληθή γεγονότα, έτσι ώστε να μειώσει και σχεδόν να εκμηδενίσει το ποσό των επιδικασθησόμενων αποζημιώσεων. Όπως δε τονίστηκε και στην υπόθεση Reynolds v. Times Newspapers Ltd and Others [1999] 4 All E.R. 609, η απόδειξη της αλήθειας συνιστά μια ολοκληρωμένη υπεράσπιση. Εάν ο εναγόμενος αποδείξει ουσιωδώς την αλήθεια των ισχυρισμών του αυτό είναι αρκετό. Στην απόφαση του House of Lords στην υπόθεση Grobbelaar v. News Group Newspapers Ltd and Another [2002] 4 All E.R. 732, τονίστηκε ότι είναι καλά καθιερωμένη αρχή ότι για να επιτύχει υπεράσπιση της αλήθειας, ο εναγόμενος δεν χρειάζεται να αποδείξει την αλήθεια ενός εκάστου επιβλαβούς ισχυρισμού στον οποίο είχε προβεί. Είναι αρκετό εάν αποδείξει το κεντρί (sting) των ισχυρισμών του και οι ένορκοι (εδώ το Δικαστήριο) θα πρέπει να διακριβώσουν ποιο είναι το κεντρικό σημείο (sting) του δημοσιεύματος.

Όπως περαιτέρω αναφέρεται και στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 6th Edition, para 1053, είναι επαρκές εάν η υπεράσπιση της αλήθειας καλύπτει την κύρια κατηγορία ή την ουσία της δυσφήμησης και ο εναγόμενος δεν χρειάζεται όπως δικαιολογήσει επουσιώδεις λεπτομέρειες ή καταχρηστικές εκφράσεις, οι οποίες δεν προσθέτουν στο κεντρί της δυσφήμησης, ή οι οποίες δεν προκαλούν στον αποδέκτη επίπτωση διαφορετική απ’ εκείνη η οποία προκλήθηκε από το ουσιώδες μέρος το οποίο αποδεικνύεται αληθές. Είναι αρκετό εάν η ουσία της δυσφημιστικής δήλωσης δικαιολογείται.

Με βάση το σύνολο του υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και του Εφετείου, το κεντρικό θέμα το οποίο έδωσε το έναυσμα και στο οποίο εστιάστηκαν τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν οι δημοσιοποιηθείσες καταγγελίες εις βάρος του εφεσίβλητου υπό την ιδιότητά του ως πρέσβη της Δημοκρατίας στην Αίγυπτο σύμφωνα με τις οποίες είχε γίνει από τον ίδιο παράτυπη εισαγωγή στην Αίγυπτο τεράστιας ποσότητας κρασιών και ότι επίσης παράτυπα είχε διοργανωθεί δεξίωση στην πρεσβευτική κατοικία με ψηλό τίμημα συμμετοχής. Ότι επίσης το θέμα απασχόλησε το Υπουργείο Εξωτερικών της Δημοκρατίας το οποίο διόρισε ερευνώντα λειτουργό και προέβη στην άμεση μετάκληση του εφεσίβλητου στην Κύ[*1193]προ από την Αίγυπτο. Όλα αυτά τα γεγονότα, τα οποία είχαν μεταδοθεί μέσω των δημοσιευμάτων, ανταποκρίνονταν πλήρως προς την πραγματικότητα, όπως επίσης ανταποκρίνονταν προς την πραγματικότητα οι μεταδοθείσες πληροφορίες ότι ερευνάτο επίσης η συμμετοχή Ρουμάνων καλλιτέχνιδων στη δεξίωση και η διάθεση αεροπορικού εισιτηρίου που είχε παρασχεθεί δωρεάν.

Την αλήθεια αυτών των πληροφοριών που μετέδωσαν οι εφεσείοντες δέχθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως έχουμε προαναφέρει.

Οι ανακρίβειες  τις οποίες εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήσαν κατά την άποψή μας περιφερειακής σημασίας. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι ένα από τα αντικείμενα της έρευνας αναληθώς παρουσιάστηκε από τους εφεσείοντες να αφορούσε την κλήρωση δωρεάν διατεθέντος αεροπορικού εισιτηρίου, ενώ επρόκειτο, όπως αποδείχθηκε, για πλειστηριασμό του αεροπορικού εισιτηρίου το προϊόν του οποίου διατέθηκε αργότερα για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Πέραν του ότι η διαφορά μεταξύ των δύο, στο όλο πλέγμα της έρευνας, είναι ήσσονος σημασίας, διερωτάται κάποιος αν είναι πιο  επιβλαβές να καταλογισθεί σε κάποιον ότι προέβη στην κλήρωση εισιτηρίου χωρίς προσφορά οποιουδήποτε ποσού, εν αντιθέσει με το να του καταλογίσει ότι προέβη σε πλειστηριασμό του εισιτηρίου και το προϊόν του πλειστηριασμού το κράτησε ο ίδιος για δύο περίπου μήνες (όπως αναφέρεται στην έκθεση του ερευνώντος λειτουργού), για να το αποδώσει εσπευσμένα σε φιλανθρωπικό σκοπό, μετά τη δημοσίευση καταγγελίας σε Κυπριακή εφημερίδα.

Ως προς τις άλλες, μη αποδειχθείσες πληροφορίες που μετέδωσαν οι εφεσείοντες, περί της δυσφορίας ή δυσαρέσκειας είτε των Αιγυπτιακών αρχών είτε του Κύπριου τότε Πατριάρχη Αλεξανδρείας, έχουμε αναφερθεί προηγουμένως. Διαφωνούμε ότι αποδείχθηκε κατά τη δίκη θετικά ότι δεν εκδηλώθηκε μια τέτοια δυσαρέσκεια με αναφορά στα κατατεθέντα Τεκμήρια. Είναι όμως γεγονός ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν με μαρτυρία ότι πράγματι αυτό ήταν αλήθεια, περιορισθέντες κατά τη δίκη να αναφερθούν στις δικές τους δημοσιογραφικές πληροφορίες, την πηγή των οποίων όμως αρνήθηκαν να αποκαλύψουν. Κατά την άποψή μας, η μη απόδειξη της αλήθειας των πληροφοριών εκείνων, εντασσομένων στο όλο πλέγμα των άλλων αληθινών πληροφοριών που είχαν μεταδοθεί, δεν ήταν ικανή να εμποδίσει την στοιχειοθέτηση της υπεράσπισης της αλήθειας των δημοσιευμάτων με βάση τις προαναφερθείσες πρόνοιες του Αρθρου 17(α) και ιδιαίτερα της επιφύλαξης η οποία αναφέρεται στη μη απόδειξη κάθε [*1194]τινός που καταλογίζεται σε κάποιο δημοσίευμα. Εφαρμοζόμενης εδώ της επιφύλαξης, δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι μη αποδειχθείσες πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούσαν σε ουσιαστικές πράξεις ή ενέργειες του εφεσίβλητου, αλλά σε πληροφορίες ως προς επιπτώσεις απ’ αυτές, έβλαψαν ουσιωδώς την υπόληψη του εφεσίβλητου, λαμβανομένης υπόψη της αλήθειας των υπόλοιπων βασικών και βλαπτικών θεμάτων ουσίας. Εδώ, έχει αποδειχθεί ότι στην πρεσβεία του Καΐρου επανειλημμένα είχαν προκληθεί προβλήματα σχέσεων μεταξύ μελών του προσωπικού, είχε μεταβεί λειτουργός προς διερεύνησή τους από το Υπουργείο, δημοσιοποιήθηκαν σοβαρές καταγγελίες εναντίον του πρέσβη για παρατυπίες, οι τελωνειακές αρχές, αρνήθηκαν να δεχθούν δηλώσεις εκτελώνισης ως ψευδείς, μετέβη στο Κάιρο ερευνών λειτουργός, το Υπουργείο Εξωτερικών προέβη στη διαθεσιμότητα και μετάκληση του πρέσβη της Δημοκρατίας από το Κάιρο. Όλα αυτά αποδείχθηκαν με μαρτυρία. Η μη απόδειξη ότι προκλήθηκε επιπρόσθετα και δυσαρέσκεια, ως προς αυτή την κατάσταση, της Αιγυπτιακής κυβέρνησης ή του Πατριάρχη, ήταν κατά την άποψή μας ένα στοιχείο που δεν ήταν ικανό να ανατρέψει την όλη εικόνα των πραγματικών γεγονότων, είτε από μόνο του αυτοτελώς αντικριζόμενο, είτε και σε συνδυασμό με τις άλλες ανακρίβειες ή αναλήθειες στις οποίες έχουμε αναφερθεί.

Συνεπώς, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η υπεράσπιση της αλήθειας των δημοσιευμάτων δεν μπορούσε να ευσταθήσει και οι λόγοι έφεσης αρ. 1 και 2 επιτυγχάνουν.

Λόγοι έφεσης αρ. 3 και 4.

Με αυτούς τους λόγους έφεσης προβάλλεται η θέση των εφεσειόντων ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε ότι οι εφεσείοντες ενήργησαν επί σκοπό βλάβης του εφεσίβλητου και κατά τρόπο σαφέστατα διάφορο του ευλόγως αναγκαίου για ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Ότι, περαιτέρω, οι εφεσείοντες δεν είχαν σκοπό μόνο την ενημέρωση του κοινού για ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος, αλλά και την υπόσκαψη της υπόληψης του εφεσίβλητου.

Αυτοί οι λόγοι έφεσης καθάπτονται της ορθότητας επισημάνσεων στις οποίες είχε προβεί το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προβληθείσα υπεράσπιση του έντιμου σχολιασμού επί ζητήματος δημόσιου ενδιαφέροντος. Αφού το Δικαστήριο ανέφερε ότι αυτή η υπεράσπιση δε θα μπορούσε ούτε καν να απασχολήσει δεδομένων των αναληθών γεγονότων που περιείχοντο στα [*1195]δημοσιεύματα, πρόσθεσε ότι αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την έλλειψη προσπάθειας εκ μέρους των εφεσειόντων να εξακριβώσουν την αλήθεια, από μόνα τους καταδεικνύουν ότι αυτοί ενήργησαν επί σκοπώ βλάβης του εφεσίβλητου και υπερέβησαν το ευλόγως αναγκαίο, ασχολούμενοι με ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος. Ως παράδειγμα “αδιαφορίας” και “ελαφρότητας” αντίκρυσης των θεμάτων από τους εφεσείοντες, το Δικαστήριο ανέφερε το ότι, ενώ στο δημοσίευμά τους ημερομηνίας 9.8.1999 αναγνώρισαν το αναληθές του μέρους προηγούμενου δημοσιεύματος περί συμμετοχής ξένων καλλιτέχνιδων στην εκδήλωση της 3.6.1999, εν τούτοις, σε μεταγενέστερο δημοσίευμα τους στις 3.11.1999, επανήλθαν στο ίδιο ζήτημα επαναπροβάλλοντας την είδηση.

Σε σχέση με το θέμα τούτο, παρατηρούμε κατ’ αρχήν πως για τους λόγους που εξηγήσαμε προηγουμένως, οι όποιες ανακρίβειες και/ή αναλήθειες είχαν περιληφθεί στα επίδικα δημοσιεύματα, δεν ήσαν τέτοιες ώστε να έχουν τη σημασία και τις επιπτώσεις τις οποίες προσέδωσε σ’ αυτές το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως προς το συγκεκριμένο θέμα της πληροφορίας περί ξένων καλλιτέχνιδων, πράγματι, οι εφεσείοντες στο δημοσίευμά τους της 9.8.1999 είχαν αναφέρει ότι παρά τις δημοσιευθείσες σχετικές πληροφορίες, το κλιμάκιο των ερευνώντων λειτουργών που βρισκόταν ακόμα στο Κάιρο, είχε διαπιστώσει ότι οι πληροφορίες δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και ότι επρόκειτο για Κυπριακό χορευτικό συγκρότημα. Εν τούτοις, στο μεταγενέστερο δημοσίευμά τους στις 3.11.1999, οι εφεσείοντες φέρονται να είχαν επανέλθει στο ίδιο θέμα αναμεταδίδοντας την ανακριβή πληροφορία. Κατ’ ακρίβεια εκείνο το οποίο οι εφεσείοντες μετέδωσαν στις 3.11.1999, δηλαδή σχεδόν τρεις μήνες μετά, ήταν νέες εξελίξεις επί του όλου θέματος, με την επιστροφή στην Κύπρο του εφεσίβλητου, κατόπιν απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, δηλώσεις του Κυβερνητικού Εκπροσώπου ως προς την ανάγκη διασφάλισης των διμερών σχέσεων Κύπρου-Αιγύπτου και ως προς το διορισμό νέου πρέσβη σε αντικατάσταση του εφεσίβλητου. Τελικά δε, οι εφεσείοντες, εμφανώς σε μια προσπάθεια υπενθύμισης των τηλεθεατών ως προς τα προηγηθέντα, ανέφεραν και τα εξής:

“Η έρευνα σε βάρος του Χ. Καψού αφορά διασπάθιση δημοσίου χρήματος, εισαγωγή τεραστίων ποσοτήτων κρασιού στην Αίγυπτο χωρίς δασμούς, διοργάνωση Κυπριακής βραδυάς στην πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Κάιρο με τη συμμετοχή και αλλοδαπών καλλιτέχνιδων και με πληρωμή εισόδου από τους φιλοξενουμένους.”

[*1196]Διαφωνούμε ότι η πιο πάνω αναφορά, με τον τρόπο που παρενεβλήθη στο δημοσίευμα, ήταν επιλήψιμη, πολύ δε λιγότερο ότι αυτή συνιστά απόδειξη κακοβουλίας, πρόθεσης υπόσκαψης της υπόληψης του εφεσίβλητου ή καταδεικνύει ελαφρότητα και αδιαφορία με την οποία οι εφεσείοντες χειρίστηκαν το όλο ζήτημα. Το μόνο το οποίο έπραξαν οι εφεσείοντες, μετά από την ενημέρωση των τηλεθεατών τους για τις εξελίξεις σε ένα θέμα μεγάλου δημοσίου ενδιαφέροντος, ήταν να υπενθυμίσουν ως προς το ποια ήταν τα ζητήματα που είχαν εγερθεί μήνες πριν και ποιο ήταν το αντικείμενο της διαταχθείσας έρευνας. Έρευνας η οποία αφορούσε και πληροφορίες για ξένες καλλιτέχνιδες και η οποία έρευνα δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Επομένως, παρά την προηγούμενη δημοσιογραφική πληροφόρηση των εφεσειόντων ότι δεν φαινόταν να αποδεικνύετο η συμμετοχή ξένων καλλιτέχνιδων στην εκδήλωση, εν τούτοις, πριν από την έκδοση τελικού πορίσματος, εκείνο το θέμα συνέχιζε να τελούσε επίσημα υπό διερεύνηση και ως τέτοιο, δεν ήταν επιλήψιμο όπως αναμεταδοθεί, παρά τις προηγηθείσες ανεπίσημες πληροφορίες περί μη απόδειξής του στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης έρευνας.

Ως κατακλείδα, θα προσθέταμε τα εξής:

Οι εφεσείοντες είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με καθήκοντα και υποχρεώσεις που αφορούν κατά κύριο λόγο στη λήψη και μετάδοση πληροφοριών ενημερωτικού χαρακτήρα απευθυνομένων προς το ευρύ κοινό. Η δημοσιοποίηση κατά τον ουσιώδη χρόνο σοβαρής φύσεως καταγγελιών εναντίον ενός πρέσβη της Δημοκρατίας σε ενεργό υπηρεσία εκπροσώπησης της Κύπρου σε μια σημαντική χώρα, δεν μπορούσε παρά να απασχολήσει τα δελτία ειδήσεων των εφεσειόντων επισταμένως, λεπτομερώς και καθηκόντως. Επρόκειτο αναμφίβολα για ένα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, υπήρξαν ανακοινώσεις του Υπουργείου Εξωτερικών και διαδοχικές δηλώσεις του Κυβερνητικού Εκπροσώπου που καταδείκνυαν τη δημιουργία μιας δυσάρεστης κατάστασης ως προς παρατυπίες οι οποίες καταλογίζονταν στον εφεσίβλητο. Διατάχθηκε έρευνα προς το σκοπό διακρίβωσης του ενδεχομένου διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων, ο υπό διερεύνηση πρέσβης τέθηκε σε διαθεσιμότητα και αργότερα μετακλήθηκε στην Κύπρο και αντικαταστάθηκε από άλλο διπλωμάτη. Αυτά τα συμβάντα, οι εφεσείοντες τα μετέδιδαν στις ενημερωτικές εκπομπές τους, μέσα στο πλαίσιο του γενικότερου καθήκοντος τους για πληροφόρηση των τηλεθεατών τους.

Εκείνο που έκαναν ήταν ουσιαστικά η ουδέτερη μετάδοση πληροφοριών ως προς καταγγελίες που άλλοι ήγειραν και που άλλοι [*1197]άσκησαν καθήκον να τις ερευνήσουν. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν συμφωνούμε ότι το καθήκον του δημοσιογράφου είναι να διερευνά ο ίδιος την ουσία των υπό διερεύνηση καταγγελιών προς το σκοπό επαλήθευσης ή διάψευσης τους. Αντίθετα, θα λέγαμε, θα πρέπει να αποφεύγεται το στήσιμο πειθαρχικών ή και κάποτε ποινικών δικών ή διερευνητικών επιτροπών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και θα πρέπει να αφήνονται τα αρμόδια όργανα που αναλαμβάνουν τη διερεύνηση να ασκήσουν ανεπηρέαστα τα καθήκοντά τους. Το δημοσιογραφικό καθήκον σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να εξικνείται στην κατά το δυνατό ακριβή και υπεύθυνη μετάδοση ενημερωτικών πληροφοριών ως προς το αντικείμενο των καταγγελιών ή κατηγοριών, τα μέτρα που λαμβάνονται προς διερεύνησή τους και την εξέλιξη των γεγονότων που σχετίζονται με τις καταγγελίες ή τη διερεύνησή τους. Ουσιαστικά δε, αυτό έχουν κάνει εδώ οι εφεσείοντες, χωρίς να έχουν οι ίδιοι πάρει θέση ως προς τη βασιμότητα των καταγγελιών και χωρίς να έχουν προβεί σε χαρακτηρισμούς, σχολιασμούς, κριτική ή έκφραση γνώμης. Η ενημέρωση του κοινού στην οποία προέβηκαν, υπήρξε όντως σε κάποια σημεία της ανακριβής, ενώ σε άλλα σημεία της το βάσιμο των πληροφοριών τους δεν έχει αποδειχθεί. Όμως ο κεντρικός άξονας, η ουσία και τα πιο σημαντικά μέρη των επίδικων δημοσιευμάτων αποδείχθηκαν ως αληθή και δικαιολογημένα, ενώ δεν μπορούμε να διακρίνουμε οποιανδήποτε άμεση ή έμμεση κακοβουλία των εφεσειόντων ή στόχευση επιφοράς βλάβης στην υπόληψη του εφεσίβλητου.

Για τους λόγους που έχουμε προηγουμένως εξηγήσει, η υπεράσπιση της αλήθειας των δημοσιευμάτων θα έπρεπε να είχε επιτύχει. Η σχετική πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, χωρίς να είναι αναγκαίο να ασχοληθούμε με άλλα θέματα που ηγέρθηκαν κατά την ακρόαση ή με τους άλλους δύο λόγους έφεσης που αφορούσαν στις αποζημιώσεις.

Τα έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα,  πρωτόδικα και κατ’ έφεση, υπέρ των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο