Xριστοφίδης Kωνσταντίνος ν. Deloite & Touche και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 1241

(2009) 1 ΑΑΔ 1241

[*1241]25 Σεπτεμβρίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

  1.       DELOITE & TOUCHE,

  2.       TOUCHE ROSS & ASSOCIATES,

  3.       ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,

  4.       ΤΑΣΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,

  5.       ΚΩΣΤΑ ΓΙΩΡΚΑΤΖΗ,

  6.       ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΑΛΙΩΤΗ,

  7.       ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

  8.       ΜΑΡΚΟΥ ΔΡΑΚΟΥ,

  9.       ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΠΗΤΤΑ,

10.       ΝΑΚΗ ΣΠΑΝΟΥΔΗ,

11.       ΧΑΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 236/2006)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Σύμβαση εργοδότησης ― Εξαναγκασμός σε παραίτηση ― Κατά πόσο εργοδοτούμενος ο οποίος, παρά τη διαμαρτυρία του ως προς την ισχυριζόμενη επιλήψιμη συμπεριφορά των εργοδοτών του, αποδεχόταν την κατάσταση για χρόνια και δεν κατάγγελλε την μεταξύ τους σύμβαση εργοδότησης, διατηρούσε το δικαίωμά του να θεωρήσει ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και να διεκδικήσει επιτυχώς αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση.

Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αξίωση του εφεσείοντα – ενάγοντα, λογιστή – ελεγκτή, για αποζημιώσεις για κατ’ ισχυρισμόν εξαναγκασμό του σε παραίτηση λόγω της συμπεριφοράς των εφεσιβλήτων οι οποίοι διεξάγουν εργασίες λογιστών, ελεγκτών και συναφείς εργασίες και με τους οποίους ο εφεσίβλητος συνεργάστηκε στη βάση συμφωνίας υπογραφείσας στις αρχές του 1995. Η συμφωνία προνοούσε ετήσιο μισθό για τον ενάγοντα ύψους £37.000, ο οποίος θα αυξανόταν σταδιακά ανάλογα με την αύξηση του τιμαριθμικού δείκτη, αλλά και άλλα ωφελήματα όπως φιλοδώρημα, οδοιπορικά κ.λ.π.

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε [*1242]στις ακόλουθες, μεταξύ άλλων, διαπιστώσεις:

1. Ότι αμέσως μετά την έναρξη της συνεργασίας τους οι εφεσίβλητοι ξεκαθάρισαν σ’ αυτόν ότι δεν επρόκειτο να του καταβάλλουν προκαθορισμένο ποσό χωρίς άλλα στοιχεία και χωρίς ποιοτικό και ποσοτικό έλεγχο της εργασίας του, και ο ίδιος αποδεχόταν την κατάσταση και δεν κατάγγειλε την μεταξύ τους σύμβαση. Οι συνθήκες αυτές, ανεξαρτήτως των λόγων που προβάλλει, για να δικαιολογήσει την παραμονή του στην εργοδότηση των εφεσιβλήτων, του αποστέρησαν το δικαίωμα να ισχυριστεί, χρόνια αργότερα, ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση που ισοδυναμούσε με έμμεση παράνομη απόλυση.

2. Ότι οι υπηρεσίες του υπήρξαν κατώτερες των περιστάσεων και ότι οι εφεσίβλητοι έπρεπε να λάβουν μέτρα, όπως η απόφαση καταβολής αμοιβής του ύστερα από την εξακρίβωση συγκεκριμένων στοιχείων.

    Ο εφεσείων παραπονείτο επίσης για την κατ’ ισχυρισμόν λανθασμένη εφαρμογή νομικών αρχών.

3. Ότι επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά όπως – μεταξύ άλλων – η κατάχρηση χρημάτων από προηγούμενους εργοδότες, οφειλή χρημάτων σε εμπορευόμενους και έκδοση ακάλυπτης επιταγής στο φόρο εισοδήματος ύψους £145.000, και ότι η όλη συμπεριφορά του δικαιολογούσε την απόλυσή του στην οποία οι εφεσίβλητοι δεν προχώρησαν για διάφορους λόγους, μέχρι που ο ίδιος αποφάσισε να παραιτηθεί, σχεδόν κατά τη λήξη της συμφωνίας απασχόλησής του και τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά την έναρξη της εργοδότησής του.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Όλες οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου τεκμηριώνονται στα πρακτικά και ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένη μαρτυρία. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα δεν ήταν η αρμόζουσα για επαγγελματία του επιπέδου που αναμενόταν ή ότι οι εφεσίβλητοι είχαν κάθε δικαίωμα να ζητήσουν τερματισμό της μεταξύ τους σύμβασης. Ακόμα και αν η αμοιβή του εφεσείοντα δεν ήταν συνδεδεμένη με την ποσότητα εργασίας του, η ετοιμασία και κατάθεση των δελτίων χρονικής απασχόλησης «time sheets» - κάτι που ο εφεσείων αρνείτο ή αμελούσε να τηρεί – ήταν απαραίτητη, ούτως ώστε οι εφεσίβλητοι να έχουν τη δυνατότητα να χρεώνουν τους πελάτες τους αναλόγως.

2. Αφ’ ης στιγμής εκδηλωθεί επιλήψιμη συμπεριφορά του εργοδότη, η οποία θα δικαιολογούσε την αποχώρηση του εργοδοτούμενου, ο τε[*1243]λευταίος θα πρέπει να εγκαταλείψει την εργοδότησή του χωρίς καθυστέρηση ή τουλάχιστον εντός ευλόγου χρόνου. Όμως ο εργοδοτούμενος θα πρέπει εγκαίρως να αποφασίσει, γιατί αν συνεχίσει να παραμένει για κάποιο χρονικό διάστημα στην ίδια εργασία, χάνει το δικαίωμά του να θεωρήσει ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Σε τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι έχει αποφασίσει να επιδοκιμάσει τη συμπεριφορά αυτή.

3. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, ο εφεσείων επέλεξε να παραμείνει στη θέση του χωρίς να αποχωρήσει, συμπεριφορά η οποία κρίνεται καταστροφική για οποιαδήποτε τυχόν αξίωσή του.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Western Excavating (ECC) Ltd v. Sharp [1978] 1 All E.R.713,

W.E. Cox Joner (International) Ltd v. Crook [1981] I.C.R. 823.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Kληρίδης, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5503/00), ημερομ. 14.7.2006.

Α. Ποιητής, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Χριστοδούλου για Χρ. Δημητριάδη, για τους Εφεσίβλητους 1 - 6.

Μ. Μακλάσκη για Στ. Καρύδη, για τους Εφεσίβλητους 7 - 9.

Γ. Χριστοδούλου για Χ. Κυριακίδη, για τους Εφεσίβλητους 10 - 11.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου απαγγέλλεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ο οποίος κατά το χρόνο της πρωτόδικης απόφασης ήταν 74 ετών, ασκεί το επάγγελμα του λο[*1244]γιστή-ελεγκτή. Στις αρχές του 1995 υπέγραψε συμφωνία με τους εφεσίβλητους 1, οι οποίοι διεξάγουν σε συνεργασία με τους εφεσίβλητους 2, εργασίες λογιστών, ελεγκτών και συναφών εργασιών.  Πρόεδρος και διευθύνων συνέταιρος των εφεσιβλήτων 1 είναι ο εφεσίβλητος 3, ενώ συνέταιροι του ιδίου οίκου είναι οι εφεσίβλητοι 7, 8 και 9. Οι εφεσίβλητοι 4 και 10 είναι συνέταιροι στους εφεσίβλητους 2. Οι εφεσίβλητοι 5, 6 και 11 κατέστησαν συνέταιροι σε μεταγενέστερο στάδιο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε αξίωση του εφεσείοντα για αποζημιώσεις γιατί, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, λόγω της συμπεριφοράς των εφεσιβλήτων αναγκάστηκε να διακόψει την εργοδότησή του με αυτούς. Αξιώνονταν επίσης τιμωρητικές αποζημιώσεις.

Η συμφωνία προνοούσε ετήσιο μισθό για τον ενάγοντα ύψους £37.000, ο οποίος θα αυξανόταν σταδιακά ανάλογα με την αύξηση του τιμαριθμικού δείκτη, αλλά και άλλα ωφελήματα όπως φιλοδώρημα, οδοιπορικά κλπ.

Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι αμέσως μετά την έναρξη της συνεργασίας των διαδίκων, οι εφεσίβλητοι με διάφορες προφάσεις άρχισαν να μην καταβάλλουν όσα ο εφεσείων ανέμενε.  Ο εφεσείων επανειλημμένα διαμαρτυρήθηκε, αλλά οι εφεσίβλητοι άρχισαν να προβαίνουν σε διάφορες αρνητικές προς αυτόν ενέργειες, όπως η αποστασιοποίησή του από πελάτες τους οποίους εξυπηρετούσε, η παροχή υποδεέστερων συνθηκών εργασίας κλπ.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι αμέσως μετά την έναρξη της συνεργασίας τους οι εφεσίβλητοι ξεκαθάρισαν στον εφεσείοντα ότι δεν επρόκειτο να του καταβάλλουν προκαθορισμένο ποσό χωρίς άλλα στοιχεία και χωρίς έλεγχο της ποιότητας και ποσότητας της εργασίας του. Τη θέση τους αυτή κατέστησαν σαφή με επιστολές, αλλά και με άλλες πράξεις τους. Η θέση αυτή ήταν καθαρή και συνεπής από την αρχή μέχρι και το τέλος της συνεργασίας τους. Ο εφεσείων, σύμφωνα πάντα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, παρά τη διαμαρτυρία του, αποδεχόταν την κατάσταση και δεν κατάγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση, παρά την, κατά τον ίδιο, σοβαρή παράβαση. Οι συνθήκες αυτές, ανεξαρτήτως των λόγων που προβάλλει, για να δικαιολογήσει την παραμονή του στην εργοδότηση των εφεσιβλήτων, του αποστέρησαν το δικαίωμα να ισχυριστεί, χρόνια αργότερα, ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση που ισοδυναμούσε με έμμεση παράνομη απόλυση.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα [*1245]έφεση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι οικονομικές διαφορές μεταξύ του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων για τα διάφορα ποσά που φαίνεται να οφείλονταν σ’ αυτόν, διευθετήθηκαν σε χωριστή αγωγή. Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι τα συμπεράσματα του δικαστηρίου επί συγκεκριμένων συμβάντων τα οποία επηρέασαν τους εφεσίβλητους στο να μην καταβάλλουν κανονικά στον εφεσείοντα τις συμφωνημένες απολαβές του, είναι λανθασμένα.

Για παράδειγμα ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το δικαστήριο λανθασμένα αναφέρει ότι οι προηγούμενοι εργοδότες του κινήθηκαν δικαστικά εναντίον του, ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι ο δικηγόρος των προηγούμενων εργοδοτών του από την Αγγλία έστελλε στα γραφεία των εφεσιβλήτων μηνύματα διεκδικώντας ποσά τα οποία ο εφεσείων είχε δανειστεί, ενώ στην πραγματικότητα είχε σταλεί μόνο ένα μήνυμα και αυτό προς τον εφεσείοντα προσωπικά. Επίσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα το δικαστήριο κατέληξε ότι αγόρασε κάποιας αξίας αγαθά επί πιστώσει και ότι το ύψος των απολαβών του δεν ήταν καθόλου ξεκαθαρισμένο.

Ο εφεσείων υποστηρίζει ακόμα ότι εσφαλμένα το δικαστήριο κατέληξε ότι οι υπηρεσίες του υπήρξαν κατώτερες των περιστάσεων και ότι οι εφεσίβλητοι έπρεπε να λάβουν μέτρα, όπως η απόφαση καταβολής αμοιβής του ύστερα από την εξακρίβωση συγκεκριμένων στοιχείων. Τέλος, ο εφεσείων παραπονείται για την κατ΄ ισχυρισμόν λανθασμένη εφαρμογή νομικών αρχών.

Το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια λεπτομερή και αναλυτική απόφαση, ασχολείται τόσο με τα έγγραφα που κατατέθηκαν, μεταξύ των οποίων οι σχετικές συμφωνίες των διαδίκων, αλλά και επιστολές που οι διάδικοι αντάλλαξαν μεταξύ τους και απαντά σε όλα τα εγειρόμενα ερωτήματα.

Κατ’ ουσίαν το δικαστήριο δέχτηκε δύο άξονες υπεράσπισης. Ο ένας συνίσταται στους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων ότι από τη μια οι απολαβές του εφεσείοντα συνδέονταν με τη γενικότερή του συμβολή στα εισοδήματα των εφεσιβλήτων και όχι κατ’ απόλυτο τρόπο από την μεταξύ τους συμφωνία, ενώ, από την άλλη, οι εφεσίβλητοι αδυνατούσαν να ξεκαθαρίσουν το ακριβές ποσό που ο εφεσείων θα έπρεπε να πληρωθεί, αφού σημαντικά ποσά έπρεπε να αποκόπτονται από τις απολαβές του για να πληρωθούν σε πελάτες τους έναντι οφειλών του εφεσείοντα προς αυτούς. Συνάμα, ο εφεσείων παράτυπα εισέπραττε από τους πελάτες των εφεσιβλήτων διάφορα ποσά τα οποία ελόγιζε έναντι των απολαβών του με αποτέλεσμα να μειώνεται η προς τους εφεσίβλητους υποχρέωση των πελατών. Οι [*1246]εφεσίβλητοι, οι οποίοι επεσήμαναν τα δύο προβλήματα, απέστειλαν σχετικό σημείωμα στον εφεσείοντα ο οποίος και τους παρέσχε στοιχεία μέχρι συγκεκριμένης ημερομηνίας (17.6.1997).

Περαιτέρω, ο εφεσείων αρνείτο ή αμελούσε να τηρεί, αλλά και να υποβάλλει «time sheets», δηλαδή δελτία χρονικής απασχόλησής του για πελάτες, με αποτέλεσμα, από τη μια, η χρέωση των συγκεκριμένων πελατών να καθίσταται προβληματική, ενώ από την άλλη στερούσε τους εφεσίβλητους της ευκαιρίας να γνωρίζουν τη συμβολή του στα εισοδήματα του οίκου.

Στον εφεσείοντα χρεώθηκαν και άλλες ανάρμοστες συμπεριφορές, όπως η κατάχρηση χρημάτων από προηγούμενους εργοδότες, οφειλή χρημάτων σε εμπορευόμενους και έκδοση ακάλυπτης επιταγής, οφειλή στο φόρο εισοδήματος ύψους £145.000. Χαρακτηριστικά ο εφεσείων χρωστούσε χρήματα ακόμα και για την αγορά κινητού τηλεφώνου, αλλά και σε δικηγορικό οίκο της Αγγλίας ή σε πελάτες των εφεσιβλήτων για το αντίτιμο αεροπορικού εισιτηρίου. Ο εφεσείων ακόμα χρησιμοποιούσε το τηλέφωνο του οίκου για προσωπικούς λόγους, ενώ πελάτες διαμαρτυρήθηκαν και αποχώρησαν λόγω της συμπεριφοράς του. Η όλη συμπεριφορά του δικαιολογούσε την απόλυσή του στην οποία οι εφεσίβλητοι δεν προχώρησαν για διάφορους λόγους, μέχρι που ο ίδιος αποφάσισε να παραιτηθεί, σχεδόν κατά τη λήξη της συμφωνίας απασχόλησής του και τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά την έναρξη της εργοδότησής του.

Το δεύτερο σκέλος στο οποίο βασίστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν ακριβώς το γεγονός ότι ο εφεσείων παρέλειψε να αντιδράσει εντός ευλόγου χρόνου από τη στιγμή που αντιλήφθηκε ότι οι εφεσίβλητοι δεν σκόπευαν να τηρήσουν τη μεταξύ τους συμφωνία. Συνέχισε να εργάζεται σ’ αυτούς περιμένοντας να πλησιάσει η ημερομηνία λήξης της συμφωνίας.

Όλες οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου τεκμηριώνονται στα πρακτικά και ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένη μαρτυρία. Θα ήταν τουλάχιστον αφελές να δεχθεί κάποιος ότι το δικαστήριο έσφαλε γιατί αναφέρεται σε «μηνύματα» από Άγγλους δικηγόρους αντί σε «μήνυμα», ενώ αποδόθηκε, κατά τη γνώμη μας, υπερβολική σημασία σε λεπτομέρειες. Δεν θα πρέπει ούτε προς στιγμή να μας διαφεύγει ότι η υπόθεση αφορά αξίωση για αποζημιώσεις για εξαναγκασμό σε παραίτηση και όχι για την καταβολή οποιωνδήποτε οφειλόμενων απολαβών. Το ακριβές ποσό των τυχόν οφειλών των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Ιδιαίτερα εν όψει του γεγονότος ότι ο εφεσείων [*1247]παράτυπα εισέπραττε από πελάτες του οίκου χρήματα έναντι της αμοιβής του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η όλη συμπεριφορά του δεν ήταν η αρμόζουσα για επαγγελματία του επιπέδου που αναμενόταν ή ότι οι εφεσίβλητοι είχαν κάθε δικαίωμα να ζητήσουν τον τερματισμό της μεταξύ τους σύμβασης. Αρκεί να αναφερθεί ότι ακόμα κι αν η αμοιβή του δεν ήταν συνδεδεμένη με την ποσότητα εργασίας του, η ετοιμασία και κατάθεση των δελτίων χρονικής απασχόλησης κρίνεται ως απαραίτητη, ούτως ώστε οι εφεσίβλητοι να έχουν τη δυνατότητα να χρεώνουν τους πελάτες τους αναλόγως.

Αφήσαμε τελευταίο το δεύτερο σκέλος το οποίο νομίζουμε ότι είναι πολύ σημαντικό. Όπως επισημαίνει εύστοχα το πρωτόδικο δικαστήριο σύμφωνα με καλά θεμελιωμένες αρχές, αφ’ ης στιγμής εκδηλωθεί επιλήψιμη συμπεριφορά του εργοδότη, η οποία θα δικαιολογούσε την αποχώρηση του εργοδοτούμενου, ο τελευταίος θα πρέπει να εγκαταλείψει την εργοδότησή του χωρίς καθυστέρηση ή τουλάχιστον εντός ευλόγου χρόνου.

Όπως επισημαίνεται και στην υπόθεση Western Excavating (ECC) Ltd v. Sharp [1978] 1 All E.R. 713, ο εργοδοτούμενος δικαιούται, υπό τέτοιες συνθήκες, να εγκαταλείψει την εργοδότησή του χωρίς καν ειδοποίηση. Η επιλήψιμη συμπεριφορά του εργοδότη θα πρέπει να είναι τόσο σοβαρή ώστε να παρέχεται στον εργοδοτούμενο το δικαίωμα να εγκαταλείψει την εργοδότησή του. Όμως, ο εργοδοτούμενος θα πρέπει να αποφασίσει εγκαίρως, γιατί αν συνεχίσει να παραμένει για κάποιο χρονικό διάστημα στην ίδια εργασία, χάνει το δικαίωμά του να θεωρήσει ότι εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Σε μια τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι έχει αποφασίσει να επιδοκιμάσει τη συμπεριφορά αυτή.

Όπως σημειώθηκε στην υπόθεση W.E. Cox Joner (International) Ltd v. Crook [1981] I.C.R. 823, 831, η παραμονή κάποιου στη δουλειά του ύστερα από μια τέτοια συμπεριφορά για ένα μήνα, με σκοπό να ψάξει για άλλη εργοδότηση, μπορεί να μη θεωρηθεί αποφασιστικής σημασίας, αλλά αν συνεχίσει να εργάζεται για ένα περαιτέρω μήνα ή ακόμα χειρότερα για έξι μήνες, κάτι τέτοιο θεωρείται ασυμβίβαστο με τα παράπονά του. Πόσο μάλλον, όπως στην παρούσα υπόθεση, που πέρασαν χρόνια και η αποχώρηση του εφεσείοντα έγινε λίγους μόνο μήνες πριν τη λήξη της σύμβασης εργοδότησής του.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο εφεσείων εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, ούτε ότι οι εφεσίβλητοι υπήρξαν ένοχοι συμπεριφοράς η οποία συνιστούσε ουσια[*1248]στική αθέτηση της σύμβασης εργοδότησης που έπληξε καίρια τη σχέση. Περαιτέρω, ο εφεσείων επέλεξε να παραμείνει στη σχέση αυτή χωρίς να αποχωρήσει, συμπεριφορά η οποία κρίνεται, όπως είδαμε και πιο πάνω, καταστροφική για οποιαδήποτε τυχόν αξίωσή του. Τίποτε δεν έχει λεχθεί που να δείχνει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε ουσιαστικά σε οποιαδήποτε από τις διαπιστώσεις του. Η ανάλυσή του είναι προσεκτική, λεπτομερής και αντιμετωπίζει ορθά κατά την άποψή μας, όλα τα εγερθέντα θέματα.  Υιοθετούμε το σκεπτικό της πλήρως και δεν βρίσκουμε κανένα λόγο να την ανατρέψουμε.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, πλέον Φ.Π.Α..

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο