Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας (Aρ. 3) (2009) 1 ΑΑΔ 1249

(2009) 1 ΑΑΔ 1249

[*1249]6 Οκτωβρίου, 2009

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΤA ΑΡΘΡA 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

(Ν. 33/64) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (AP. 3)

ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/ Ή ΔΙΑΤΑΓΜΑ

ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΕ ΑΡ. 17212/08,

ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 14/09/2009.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 62/2009)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Prohibition ― Αίτηση για καταχώρηση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης/διατάγματος του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, με το οποίο διατάχθηκε η επιθεώρηση και εξέταση ναρκωτικής ουσίας από τον κατηγορούμενο, ώστε αυτή να τύχει επιστημονικής εξέτασης από εμπειρογνώμονα της επιλογής του ― Το διάταγμα του Κακουργιοδικείου ακυρώθηκε με Certiorari ― Κρίθηκε ότι σημειώθηκε διεύρυνση της εξουσίας του Κακουργιοδικείου να διατάξει αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού πέραν του πλαισίου που οριοθετούν οι πρόνοιες του Άρθρου 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Αρχή της ισότητας των όπλων ― Κατά πόσο η άρνηση του Κακουργιοδικείου να επιτρέψει επιθεώρηση και εξέταση επίδικης ναρκωτικής ουσίας κατά την εκδίκαση υπόθεσης για συνωμοσία εισαγωγής, κατοχής και προμήθειας ναρκωτικών, θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων ― Αρχές που διατυπώθηκαν στη σχετική νομολογία της Κύπρου και στη νομολογία του ΕΔΑΔ.

[*1250]Δικαιοδοσία Δικαστηρίου ― Κακουργιοδικείο ― Διάταγμα αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού ― Κατά πόσο το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία εκδόσεώς του ― Κατά πόσο ετύγχανε εφαρμογής η αρχή της απόφασης στην Kορέλλης v. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718.

Ο κατηγορούμενος 2 ο οποίος μαζί με ακόμα ένα πρόσωπο παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες συνωμοσίας, εισαγωγής, κατοχής και προμήθειας 969.9 γραμμαρίων κοκαΐνης, εξασφάλισε απόφαση/διάταγμα «πρόσβασης» στην κατ’ ισχυρισμό ναρκωτική ουσία έτσι ώστε αυτή να τύχει επιστημονικής εξέτασης από εμπειρογνώμονα της επιλογής του. Θεμελιακό υπόβαθρο για την απόφαση συνιστά η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Korellis, Yπόθ. Aρ. 54528/2000, ημερ. 7.1.2003.

Ο Γενικός Εισαγγελέας κατόπιν εξασφάλισης άδειας από το Ανώτατο Δικαστήριο, καταχώρησε την παρούσα αίτηση επιδιώκοντας την ακύρωση του συγκεκριμένου διατάγματος. Η δικηγόρος που τον εκπροσώπησε υποστήριξε ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε την εξουσία που ανέλαβε για να εκδώσει το επίδικο διάταγμα, καθότι ελλείπει παντελώς οποιοδήποτε νομοθετικό και/ή δικονομικό πλαίσιο που να του παρέχει τέτοια εξουσία. Θεμελιακό υπόβαθρο για τη συγκεκριμένη θέση της αποτέλεσε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κορέλλης v. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718.

Ο συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση υποστήριξε ότι εάν γίνει αποδεκτή η θέση της Κατηγορούσας Αρχής, αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων στα πλαίσια της δίκαιης δίκης, όπως διασφαλίζεται από το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Το μόνο ερώτημα που στην ουσία, εγείρεται στην εξεταζόμενη περίπτωση είναι κατά πόσο η προαναφερθείσα απόφαση του ΕΔΑΔ, έχει διαφοροποιήσει την κατάσταση ως προς τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, αναφορικά με την έκταση του βαθμού της προδικαστικής αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού, όπως αυτή διαπιστώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κορέλλης (ανωτέρω).

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ούτε από το σκεπτικό της απόφασης του ΕΔΑΔ στην προαναφερθείσα απόφασή του στην Aίτηση Aρ. 54528/2000, αλλά ούτε και από το σκεπτικό της απόφασης του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Korellis, Yπόθεση Aρ. 60804/2000, προκύπτει η κατάληξη στην οποία οδηγήθηκε το Κα[*1251]κουργιοδικείο. Το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από τα σχετικά αποσπάσματα της Yπόθεσης Aρ. 60804/2000, είναι ότι το ΕΔΑΔ διαφωνεί με την προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Kορέλλης v. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718, ότι το διάταγμα του Κακουργιοδικείου σ’ εκείνη την υπόθεση, για τους λόγους που το Ανώτατο Δικαστήριο παραθέτει στην απόφασή του, παραβίαζε την αρχή της ισότητας των όπλων. Με κανένα τρόπο όμως η έκφραση της συγκεκριμένης διαφωνίας μπορεί να ερμηνευθεί σαν διεύρυνση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάξει αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού πέραν του πλαισίου που οριοθετούν οι πρόνοιες του Άρθρου 7 του Κεφ. 155.

2. Ενόψει των ανωτέρω το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα κρίνεται αποδεκτό. Ως εκ τούτου διατάσσεται η ακύρωση του επίμαχου διατάγματος που εξέδωσε το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας στις 14/9/2009 με την ενδιάμεση απόφαση του της ίδιας ημερομηνίας.

Η αίτηση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Korellis, Απόφαση Αρ. 54528/2000, ημερ. 7/1/2003 του ΕΔΑΔ,

Κορέλλης v. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718,

Korellis, Απόφαση Αρ. 60804/2000 του ΕΔΑΔ.

Aίτηση.

Μ. Πασιαρδή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.

Μ. Γεωργίου, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο κατηγορούμενος 2, μαζί με ακόμα ένα πρόσωπο, παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στη Λάρνακα. Οι δύο κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες συνωμοσίας, εισαγωγής, κατοχής και προμήθειας 969.9 γραμμαρίων ναρκωτικών ουσιών και συγκεκριμένα κοκαΐνης. Στα πλαίσια αίτησης δια κλήσεως που καταχωρήθηκε στο Κακουργιοδικείο και εκδικάστηκε στις 14/9/2009, ημερομηνία που ήταν ορισμένη για ακρόαση και η κύρια υπόθεση, ο κατηγορούμενος 2 εξασφάλισε διάταγμα «πρόσβασης» στην κατ’ ισχυρισμό ναρκωτική ουσία έτσι ώστε αυτή να τύχει επιστημονικής εξέτασης από εμπειρογνώμονα της επιλογής του. Συγκεκριμένα με [*1252]το εν λόγω διάταγμα διατάχθηκε «η επιθεώρηση και εξέταση της επίδικης ουσίας από προσοντούχο χημικό εκ μέρους του κατηγορούμενου 2 υπό την εποπτεία της Κατηγορούσας Αρχής περιλαμβανομένης της ευχέρειας ανάλυσης μέρους της επίδικης ουσίας σε ποσοστό ένα τοις χιλίοις». Θα πρέπει να πω πως η Κατηγορούσα Αρχή είχε καταχωρίσει ένσταση στην αίτηση και το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας.

Θεμελιακό υπόβαθρο για την υπό αμφισβήτηση απόφαση του Κακουργιοδικείου συνιστά η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Korellis, Yπόθεση Aρ. 54528/2000, ημερομηνίας 7/1/2003. Θεωρώ σκόπιμο να μεταφέρω αυτούσιο μέρος του σκεπτικού της υπό αμφισβήτηση απόφασης:

“Επιπρόσθετα, έχουμε υπόψη τα όσα έχει αποφασίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Korellis, Yπόθεση Aρ. 54528/2000, ημερ. 7.1.2003. Από την τελευταία αυτή απόφαση προκύπτει ότι στα πλαίσια των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη, όπως διασφαλίζονται από το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να επιτρέψει σε κατηγορούμενο την επιθεώρηση και επιστημονική εξέταση μαρτυρικού υλικού, νοουμένου βέβαια ότι ο κατηγορούμενος θα καταδείξει σχετικότητα με την υπόθεση που αντιμετωπίζει, όπως επίσης και ενδεχόμενη (potential) σχετικότητα με την υπεράσπισή του. Από την ίδια απόφαση προκύπτει επίσης ότι κάθε υπόθεση εξετάζεται με βάση τα δικά της γεγονότα …

Βρίσκουμε ότι, όντως, υφίσταται σχετικότητα με την υπεράσπιση εφόσον προκύπτει ότι αμφισβητείται η φύση της επίδικης ουσίας. Εφόσον δε ο κ. Γεωργίου έχει περιορίσει το αίτημα του σε βαθμό που να μην τίθεται θέμα επηρεασμού, ή πολύ περισσότερο καταστροφής του τεκμηρίου, έχουμε αποφασίσει να ασκήσουμε τη διακριτική ευχέρεια υπέρ του αιτήματος προς διασφάλιση της αρχής της ισότητας των όπλων στα πλαίσια της δίκαιης δίκης, όπως διασφαλίζεται από το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.”

Ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβητώντας την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου, καταχώρισε την παρούσα αίτηση με την οποία επιδιώκει την ακύρωση του συγκεκριμένου διατάγματος. Για την καταχώριση της υπό συζήτηση αίτησης έδωσα άδεια στις 18/9/2009.

[*1253]Κεντρικό άξονα των θέσεων και επιχειρημάτων της κας Πασιαρδή συνιστά η θέση ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε την εξουσία που ανέλαβε για να εκδώσει το επίδικο διάταγμα, καθότι ελλείπει παντελώς οποιοδήποτε νομοθετικό και/ή δικονομικό πλαίσιο που να του παρέχει τέτοια εξουσία. Θεμελιακό υπόβαθρο για τη συγκεκριμένη θέση της κας Πασιαρδή αποτέλεσε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κορέλλης v. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718.

Κεντρικό άξονα των θέσεων και επιχειρημάτων του κ. Γεωργίου συνιστά η θέση ότι υιοθέτηση των θέσεων της Κατηγορούσας Αρχής αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων στα πλαίσια της δίκαιης δίκης, όπως διασφαλίζεται από το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Ο κ. Γεωργίου τονίζοντας τη σχετικότητα της επιδιωκόμενης εξέτασης με τις ανάγκες της υπεράσπισης, υποστήριξε πως η εξέταση της επίδικης ουσίας, σ’ αυτό το προδικαστικό στάδιο και αναγκαία για να συμβουλεύσει τον πελάτη του για τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης είναι και αναγκαία για αποφυγή σπατάλης του δικαστικού χρόνου πάνω σε άσκοπες διαδικασίες, είναι. Αναφορικά με την τελευταία θέση του, ο κ. Γεωργίου ανέφερε πως σε περίπτωση που ακυρωθεί το επίδικο διάταγμα, τότε αναπόφευκτα η αντεξέταση του εμπειρογνώμονα της Κατηγορούσας Αρχής που ανέλυσε επιστημονικά την ουσία, θα είναι χρονοβόρα και κατ’ επέκταση θα σπαταληθεί πολύτιμος δικαστικός χρόνος.

Το υπό συζήτηση ζήτημα και συγκεκριμένα το κατά πόσο οι εν ισχύει νομοθετικές πρόνοιες του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (Άρθρο 7), του Συντάγματος (Άρθρα 12.5(i), 30.2 και 35), του Άρθρου 6(1) και (3)(β) της Σύμβασης όπως και οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου παρέχουν έρεισμα για έκδοση διαταγμάτων της φύσης του επίδικου διατάγματος, αποτέλεσαν αντικείμενο εκτεταμένης και ενδελεχούς συζήτησης από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Κορέλλης (πιο πάνω). Στην απόφαση της πλειοψηφίας, ο Δικαστής Καλλής, κάτω από τον τίτλο “Συμπέρασμα”, συνοψίζει τις σχετικές αρχές ως εξής:

“Η διαδικασία μιας ποινικής δίκης οριοθετείται από τον Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155. Η διάγνωση της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου πρέπει να επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια που προδιαγράφονται από τις διατάξεις του Κεφ. 155 και όχι έξω από αυτά. Η έκταση του βαθμού της προδικαστικής αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού ρυθμίζεται από το Άρθρο 7 του ιδίου Νόμου με τις επιταγές του οποίου η Κατηγο[*1254]ρούσα Αρχή, καθώς ισχυρίζεται, έχει συμμορφωθεί. Τα Άρθρα 12.5(β), 30.2 και 35 του Συντάγματος, το Άρθρο 6(1) και (3)(β) της Σύμβασης και οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου δεν παρέχουν έρεισμα για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Κατηγορούσας Αρχής να παραδώσει στην υπεράσπιση όλο το υλικό το οποίο καλύπτεται από το πιο πάνω Άρθρο 7 ή οποιοδήποτε άλλο υλικό για να καταστεί η δίκη δίκαιη. Εναπόκειται στον κατηγορούμενο στο τέλος της δίκης να ισχυριστεί ότι μη αποκαλυφθέν υλικό ήταν απαραίτητο για την ετοιμασία της υπεράσπισης του (Βλ. Jespers, πιο πάνω) και ότι η μη αποκάλυψη του τον έχει πράγματι επηρεάσει δυσμενώς (prejudice) (Βλ. Law of the European Convention on Human Rights (πιο πάνω) σελ. 255). Σε τέτοια περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μένει χωρίς θεραπεία. Το δικαστήριο έχει εξουσία να προχωρήσει στην απαλλαγή του.

Η έννοια της δίκαιης δίκης συναρτάται με την διεξαγωγή της. Χωρίς νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση δεν είναι δυνατή η λήψη προληπτικών μέτρων για την διασφάλιση του συνταγματικού δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Μια τέτοια πορεία συνεπάγεται την υιοθέτηση μέτρων – όπως ήταν εδώ η περίπτωση – πέρα και έξω από το Νόμο και τους Δικονομικούς Κανόνες, ενώ τα δικαστήρια πρέπει να λειτουργούν αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια που προδιαγράφονται από το Νόμο και τους Δικονομικούς Κανόνες. Πρωτοβουλία για έκδοση διαταγμάτων χωρίς νομοθετική ή δικονομική κάλυψη όχι μόνο αντιβαίνει προς το Νόμο αλλά συμβάλλει στην εκτροπή και εκτροχιασμό της ποινικής διαδικασίας με συνέπειες αρνητικές για την ορθή απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

………………………………………………...........................

Δεν υπάρχει νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση για ενασχόληση πριν από τη δίκη με το τι αποτελεί αποκαλύψιμο, ουσιαστικό, σχετικό ή άσχετο. Η πορεία που έχει υιοθετηθεί από το Κακουργιοδικείο δεν διασφαλίζει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Αντίθετα πλήττει την αρχή της ισότητας των όπλων και συμβάλλει μόνο στην καθυστέρηση παραβιάζοντας έτσι το Αρθρο 30.2 του Συντάγματος.

      

(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

Το ερώτημα που εγείρεται το οποίο συνιστά και το μόνο στην ουσία ερώτημα που εγείρεται στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι κατά πόσο η απόφαση του ΕΔΑΔ στην Korellis, Yπόθεση Aρ. [*1255]54528/2000, η οποία αποτέλεσε και το θεμελιακό υπόβαθρο για το υπό αμφισβήτηση εκδοθέν διάταγμα, έχει διαφοροποιήσει την κατάσταση ως προς τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, αναφορικά με την έκταση του βαθμού της προδικαστικής αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού, όπως αυτή διαπιστώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κορέλλης.

Διεξήλθα προσεκτικά τη συγκεκριμένη απόφαση (54528/2000, 7/1/2003) του ΕΔΑΔ. Αντικείμενο εξέτασης στην εν λόγω αίτηση ήταν οι διαδικασίες, αρχικά Certiorari πρωτόδικα και στη συνέχεια ενώπιον της Ολομέλειας στην έφεση κατά της εν λόγω πρωτόδικης απόφασης όπως και ο βαθμός του ρόλου και της επίδρασης που το αποτέλεσμα των εν λόγω διαδικασιών διαδραμάτισε στη διάγνωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου. Οι εν λόγω διαδικασίες, να σημειωθεί είχαν κριθεί από το ΕΔΑΔ άρρηκτα συνυφασμένες με τη διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Το ερώτημα στο οποίο το ΕΔΑΔ είχε κληθεί να απαντήσει στην πιο πάνω αίτηση και στο οποίο για τους λόγους που απαριθμούνται στη σχετική απόφαση του το ΕΔΑΔ απάντησε αρνητικά, ήταν βασικά το κατά πόσο, ενόψει των εν λόγω ενδιάμεσων διαδικασιών και του αποτελέσματός τους, είχε παραβιαστεί το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη μέσα στην έννοια του Αρθρου 6(1) της Σύμβασης.

Για σκοπούς της απόφασης του στην πιο πάνω αίτηση, το ΕΔΑΔ υιοθέτησε και επανέλαβε τα ευρήματά του σε μια άλλη αίτηση του ίδιου αιτητή και συγκεκριμένα στην Αίτηση Aρ. 60804/2000, της οποίας η εκδίκαση προηγήθηκε της εκδίκασης της Αίτησης Aρ. 54528/2000. Θα πρέπει να πω ότι η Αίτηση Aρ. 60804/2000 απορρίφθηκε στο προδικαστικό στάδιο σαν αβάσιμη. Το ερώτημα που απασχόλησε το ΕΔΑΔ στην Αίτηση Aρ. 60804/2000 και στο οποίο και πάλι το Δικαστήριο απάντησε αρνητικά, ήταν κατά πόσο το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη, κρινόμενο υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας, είχε παραβιαστεί. Θεώρησα ορθό για σκοπούς της παρούσας απόφασης μου να διεξέλθω την απόφαση του ΕΔΑΔ και στην Yπόθεση Aρ. 60804/2000.

Στην Aίτηση Aρ. 60804/2000, ο αιτητής σε σχέση με τη θέση του ότι το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη, όπως και η αρχή της ισότητας των όπλων, είχαν, ενόψει του συνόλου της μαρτυρίας παραβιαστεί, μεταξύ άλλων παραπονείτο και γιατί αποστερήθηκε της ευκαιρίας να υποβάλει σε επιστημονική εξέταση σημαντικό τεκμήριο το οποίο η Κατηγορούσα Αρχή αρνήθηκε να του παραδώσει στο προδικαστικό στάδιο της δίκης για σκοπούς μιας τέτοιας εξέτασης, όπως και [*1256]γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο παρερμήνευσε τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, γιατί, αν και δεν παρείχετο από το Κεφ. 155 τέτοια δυνατότητα, αποφάσισε ότι ο αιτητής θα έπρεπε να είχε αιτηθεί από το Κακουργιοδικείο να του παραδώσει το συγκεκριμένο αντικείμενο για σκοπούς επιστημονικών εξετάσεων. Στην απόφαση του το ΕΔΑΔ, αφού αναφέρεται συνοπτικά στις θέσεις και τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αριθμός παραπόνων του αιτητή, μεταξύ των οποίων και το παράπονο του ότι το Ανώτατο Δικαστήριο παρερμήνευσε τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, θα πρέπει να απορριφθούν ως καταφανώς αβάσιμα, με αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα παράπονα να παύσουν να αποτελούν επίδικα θέματα. Στη συνέχεια και αφού καταπιάνεται με τα υπόλοιπα παράπονα του αιτητή και παράλληλα με τις θέσεις και τα επιχειρήματα εκάστης πλευράς, το ΕΔΑΔ αναφέρει στην απόφαση του και τα εξής:

“The Court recognizes that under certain circumstances the principle of equality of arms creates a positive obligation on Contracting States to give to an accused person the opportunity to carry out his own expert tests, on equal terms with the prosecution, in connection with objects that may be used as evidence against him by the prosecution. Such an obligation, however, presupposes that the facts of the case are such as to make it physically possible to carry out parallel tests on the same exhibit, and that the results of any test made by the accused may have a bearing on the relevant issues in the case. In any event, even if there has been a failure to fulfil such an obligation in a particular case, that of itself cannot constitute an automatic breach of the light to a fair trial. The Court reiterates that, in determining whether there has been unfairness, the proceedings must be considered as a whole.

The Court does not share the approach of the Supreme Court, quoted above, in refusing, through its interim judgment, to endorse the pre-trial discovery order of the Assize Court. In particular, the Court does not agree that such an order would be contrary to the principle of equality of arms vis-à-vis the prosecution. However, the Court agrees with the view expressed by the Supreme Court in the same judgment that, in the absence of evidence at the pre-trial stage, there could not be a judicial determination of the relevance of the material to the defence case.  The Court does not however consider it necessary to pursue the matter further because it anyway finds the complaint manifestly ill-founded for the following reasons ....”

[*1257]Σε μετάφραση,

“Το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις η αρχή της ισότητας των όπλων δημιουργεί θετική υποχρέωση σε συμβαλλόμενο κράτος να παράσχει στον κατηγορούμενο την ευκαιρία να εκτελέσει τις δικές του επιστημονικές εξετάσεις, πάνω σε ίση βάση με την Κατηγορούσα Αρχή σε σχέση με αντικείμενα τα οποία ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν σαν μαρτυρία εναντίον του από την Κατηγορούσα Αρχή. Τέτοια υποχρέωση όμως προϋποθέτει ότι τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τέτοια που καθιστούν φυσικά δυνατή τη διεξαγωγή παράλληλων εξετάσεων του ιδίου τεκμηρίου και ότι τα αποτελέσματα οποιασδήποτε εξέτασης που διενεργήθηκε από τον κατηγορούμενο ενδεχομένως να έχουν βαρύτητα επί των σχετικών επίδικων θεμάτων στην υπόθεση. Εν πάση περιπτώσει ακόμα και αν υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με τέτοια υποχρέωση σε μια υπόθεση, αυτή από μόνη της δεν συνιστά αυτόματα παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι στον καθορισμό κατά πόσο υπήρξε αδικία η διαδικασία θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στο σύνολό της.

Το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται την προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω, στο να αρνηθεί, μέσω της ενδιάμεσης απόφασής του, να υιοθετήσει την προδικαστική αποκάλυψη που διέταξε το Κακουργιοδικείο. Ειδικά το Δικαστήριο δεν συμφωνεί ότι η εν λόγω διαταγή θα ήταν ενάντια της αρχής της ισότητας των όπλων vis-à-vis την Κατηγορούσα Αρχή. Όμως το Δικαστήριο συμφωνεί με τη γνώμη που εκφράστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην ίδια απόφαση ότι, στην απουσία μαρτυρίας στο προδικαστικό στάδιο δεν θα μπορούσε να αποφασιστεί δικαστικά η σχετικότητα του υλικού με την υπόθεση της υπεράσπισης. Το Δικαστήριο όμως δεν θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να προωθήσει το θέμα περαιτέρω γιατί ούτως ή άλλως βρίσκει το παράπονο υπερβολικά αβάσιμο για τους πιο κάτω λόγους …”

Σ’ αυτό το στάδιο κρίνω σκόπιμο να διευκρινίσω πως στην απόφαση του ΕΔΑΔ παρατίθενται αποσπάσματα του σκεπτικού της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου μεταξύ των οποίων και το απόσπασμα που έχω παραθέσει νωρίτερα και έχω υπογραμμίσει στη σελίδα 4 της παρούσας απόφασής μου.

Όπως έχω ήδη αναφέρει, διεξήλθα τόσο την απόφαση στην Aίτηση Aρ. 54528/2000 όσο και την απόφαση στην Aίτηση Aρ. [*1258]60804/2000. Ούτε από το σκεπτικό της απόφασης στην Yπόθεση Aρ. 54528/2000 ούτε από το σκεπτικό της απόφασης στην Yπόθεση Aρ. 60804/2000 προκύπτει η κατάληξη στην οποία οδηγήθηκε το Κακουργιοδικείο. Η αναφορά στην Yπόθεση Aρ. 60804/2000 «το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις η αρχή της ισότητας των όπλων δημιουργεί θετική υποχρέωση σε συμβαλλόμενο κράτος να παράσχει στον κατηγορούμενο την ευκαιρία να εκτελέσει τις δικές του επιστημονικές εξετάσεις πάνω σε ίση βάση με την Κατηγορούσα Αρχή σε σχέση με αντικείμενα τα οποία ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν σαν μαρτυρία εναντίον τους από την Κατηγορούσα Αρχή …» δεν συνιστά άλλο παρά αναγνωριστική του συγκεκριμένου δικαιώματος αναφορά και με κανένα τρόπο δεν αναγνωρίζει ανάληψη από το Δικαστήριο δικαιοδοσίας για έκδοση του επίδικου διατάγματος, σ’ αυτό το προδικαστικό στάδιο. Επίσης, η αναφορά «το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται την προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω στο να αρνηθεί μέσω της ενδιάμεσης απόφασης του να υιοθετήσει την προδικαστική αποκάλυψη που διέταξε το Κακουργιοδικείο», αφορά το δεύτερο μέρος της κατάληξης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα την κατάληξη ότι «η πορεία που έχει υιοθετηθεί από το Κακουργιοδικείο δεν διασφαλίζει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Αντίθετα πλήττει την αρχή της ισότητας των όπλων και συμβάλλει μόνο στην καθυστέρηση παραβιάζοντας έτσι το Αρθρο 30.2 του Συντάγματος» και όχι το πρώτο μέρος και συγκεκριμένα την κατάληξη ότι «δεν υπάρχει νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση για ενασχόληση πριν από τη δίκη με το τι αποτελεί αποκαλύψιμο, ουσιαστικό, σχετικό ή άσχετο». Κοντολογίς το συμπέρασμα που μπορεί να λεχθεί ότι προκύπτει από τα εν λόγω αποσπάσματα είναι η διαφωνία του ΕΔΑΔ με την προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το διάταγμα του Κακουργιοδικείου σ’ εκείνη την υπόθεση, για τους λόγους που το Ανώτατο Δικαστήριο παραθέτει στην απόφασή του, παραβίαζε την αρχή της ισότητας των όπλων. Με κανένα τρόπο όμως η έκφραση της συγκεκριμένης διαφωνίας μπορεί να ερμηνευθεί σαν διεύρυνση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάξει αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού πέραν του πλαισίου που οριοθετούν οι πρόνοιες του Αρθρου 7 του Κεφ. 155.

Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα κρίνεται αποδεκτό. Ως εκ τούτου διατάσσεται η ακύρωση του επίμαχου διατάγματος που εξέδωσε το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας στις 14/9/2009 με την ενδιάμεση απόφαση του της ίδιας ημερομηνίας.

H αίτηση επιτρέπεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο