Xατζηπαναγιώτου Aριστόδημος (Άρης) ν. Mακάριου Δρουσιώτη, εμπορευόμενου και υπό την εμπορική επωνυμία Εκδόσεις Aλφάδι και Άλλης (2009) 1 ΑΑΔ 1321

(2009) 1 ΑΑΔ 1321

[*1321]6 Νοεμβρίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΣ (ΑΡΗΣ) ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Εφεσείων,

v.

1. ΜΑΚΑΡΙΟY ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟY

    ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΦΑΔΙ,

2. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΦΑΔΙ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 165/2007)

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Λίβελος ― Ιστορικός - ερευνητής εξέδωσε βιβλίο, σε σχέση με ιστορικά γεγονότα της Κύπρου, στην πρώτη έκδοση του οποίου ο ενάγων αναφερόταν, λόγω καλόπιστου τυπογραφικού λάθους, ως στέλεχος της παράνομης οργάνωσης ΕΟΚΑ Β και ως υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας στην πραξικοπηματική κυβέρνηση Σαμψών ― Έκφραση μεταμέλειας, απολογίας και διόρθωση του λάθους κατά την επανέκδοση ― Επιδίκαση αποζημιώσεων πρωτοδίκως υπέρ του ενάγοντος Λ.Κ.800 ― Το επιδικασθέν ποσό χαρακτηρίστηκε χαμηλό αλλά κρίθηκε ορθό υπό τις περιστάσεις.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση δυσφήμισης ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν οποιοδήποτε έρεισμα για επέμβαση του Εφετείου.

Αποζημιώσεις ― Δυσφήμηση ― Λίβελος ― Σκοπός επιδίκασης αποζημιώσεων ― Τρόπος υπολογισμού γενικών αποζημιώσεων ― Προσέγγιση Εφετείου σε υποθέσεις επιδίκασης αποζημιώσεων για δυσφήμηση.

Ο εναγόμενος - εφεσίβλητος 1 είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «ΕΟΚΑ Β & CIA: Το Ελληνοτουρκικό παρακράτος στην Κύπρο». Εκδότες του βιβλίου είναι οι εναγόμενοι - εφεσίβλητοι 2.

Στην πρώτη έκδοση του προαναφερόμενου βιβλίου, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2002, αναφερόταν λανθασμένα ότι ο εφεσείων ήταν τομεάρχης της ΕΟΚΑ Β στη Λευκωσία, ότι στις 11 Ιουλίου το Εφεδρικό συνέλαβε τον εφεσείοντα ως τομεάρχη της ΕΟΚΑ Β στη [*1322]Λευκωσία και ότι διορίστηκε, στην πραξικοπηματική κυβέρνηση Σαμψών, ως Υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας.

Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή αξιώνοντας από τους εφεσίβλητους - εναγόμενους αποζημιώσεις για λίβελο.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγιναν παραδεκτά, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα γεγονότα: Ο εφεσείων σπούδασε νομικά στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1979 είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος στην Κύπρο. Είναι γνωστός τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα για τους αγώνες του για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και για το μακροχρόνιο αντικατοχικό απελευθερωτικό αγώνα που διεξάγει στην Κύπρο και στο εξωτερικό μέχρι σήμερα. Τον Ιούλιο του 1974 βρισκόταν στο Λονδίνο και την ημέρα του προδοτικού πραξικοπήματος, με τη βοήθεια άλλων φοιτητών έθεσε υπό τον τον έλεγχο του την Υπάτη Αρμοστεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Λονδίνο την οποία προστάτευσε από απόπειρα κατάληψής της από ομάδα χουντικών στοιχείων που βρίσκονταν στο Λονδίνο. Το 1976 υπέβαλε μήνυση εναντίον 127 Ελλαδιτών χουντικών αξιωματικών και υπαξιωματικών οι οποίοι διέπραξαν εγκλήματα και προδοσία εις βάρος της Κύπρου. Δεν υπήρξε ποτέ τομεάρχης της παράνομης οργάνωσης ΕΟΚΑ Β ούτε και Υπουργός στην πραξικοπηματική κυβέρνηση Σαμψών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος 1 ενήργησε εντελώς καλόπιστα γράφοντας το όνομα Άρης Χατζηπαναγιώτου, έχοντάς το συγχίσει με το όνομα Άρης Χατζηγεωργίου. Ο δεύτερος ήταν στέλεχος της ΕΟΚΑ Β και είχε διοριστεί στην κυβέρνηση Σαμψών ως υπουργός. Ήταν δε οικονομολόγος και όχι δικηγόρος. Το Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν ότι η πρώτη έκδοση αποσύρθηκε από τα βιβλιοπωλεία όταν κυκλοφόρησε η δεύτερη έκδοση, τον Ιανουάριο του 2003, ότι ο εφεσίβλητος 1 προέβη σε διορθωτικά μέτρα αυτοβούλως σχεδόν αμέσως, ότι ο εφεσίβλητος 1 κατέβαλε εύλογη φροντίδα να διορθώσει το κείμενο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου, πριν την εκτύπωση, πλην όμως το λάθος δεν εντοπίστηκε, και ότι το προαναφερόμενο βιβλίο ουδέποτε δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο. Στην επανέκδοση το λάθος διορθώθηκε, ως προς το όνομα, παρέμεινε όμως το λάθος ως προς το επάγγελμα του Άρη Χατζηγεωργίου, το οποίο λανθασμένα αναγραφόταν ως δικηγόρος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν αποδείχθηκε, ενώπιόν του, ότι οι επίδικες αναφορές επέδρασαν με οποιοδήποτε τρόπο στην Ελλαδική κοινή γνώμη ή στην Κυπριακή κοινή γνώμη, αρνητικά, για τον εφεσείοντα. Και τούτο διότι ο εφεσείων ήταν καλά γνωστός για τις [*1323]δημοκρατικές του πεποιθήσεις και δράση τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Σημείωσε ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν είναι διαστρεβλωτής της αλήθειας αλλά ένας ιστορικός ερευνητής ο οποίος υπέπεσε σε ένα τυπογραφικό λάθος. Το Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ του εφεσείοντος ποσό Λ.Κ.800.- ως ορθή και δίκαιη αποζημίωση υπό τις περιστάσεις.

Με την έφεσή του ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα:

(α)   του ύψους της αποζημίωσης·

(β)   της κατάληξης του Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του αναφορικά με την εξακολούθηση κυκλοφορίας της πρώτης έκδοσης, παρά την κυκλοφορία της δεύτερης έκδοσης·

(γ)   του συμπεράσματος περί άμεσης απολογίας των εναγομένων - εφεσιβλήτων·

(δ)   του ευρήματος περί διόρθωσης του λάθους κατά την επανέκδοση του βιβλίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα συμπεράσματά του, η καθοδήγησή του ως προς το Νόμο και η απόφασή του ως προς το ύψος της αποζημίωσης ήταν ορθά και εντός των παραδεκτών πλαισίων και επομένως δεν δικαιολογείται, με οποιοδήποτε τρόπο, η επέμβαση του Εφετείου.

2. Δεν αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι και στη δεύτερη έκδοση παρέμεινε, ως επάγγελμα του κ. Άρη Χατζηγεωργίου, το δικηγόρος αντί το ορθόν, οικονομολόγος. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αναφορά σε Άρη Χατζηγεωργίου, δικηγόρο, είναι αναφορά στον ενάγοντα-εφεσείοντα. Ο εναγόμενος - εφεσίβλητος 1 αναφέρθηκε με σεβασμό στο πρόσωπο του εφεσείοντα τον οποίον περιέγραψε ως αγωνιστή της Δημοκρατίας και άνθρωπο που πολέμησε τη δικτατορία στην Ελλάδα και την ΕΟΚΑ Β στην Κύπρο. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εφεσείοντος δεν έχουν τεκμηριωθεί.

3. Το ύψος της αποζημίωσης την οποίαν επεδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέρ του εφεσείοντος, παρά το ότι μπορεί να θεωρηθεί ως χαμηλό, δεν  μπορεί να κριθεί ως εκτός των ορθών πλαισίων, έτσι ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου. 

4. Ο ρόλος του Εφετείου, σε υποθέσεις επιδίκασης αποζημιώσεων για δυσφήμιση, περιορίζεται ουσιαστικά στην εξέταση του θέματος του κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε εύλογα κατά την επιδίκαση τέτοιας αποζημίωσης έτσι ώστε να αποζημιώνεται ο ενάγων [*1324]και να αποκαθίσταται η φήμη του. Οι γενικές αποζημιώσεις, στην περίπτωση της δυσφήμισης, είναι πρωταρχικά ζήτημα εντυπώσεως του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εύκολα ανατρέποντας την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός αν διαπιστώσει κάποιο λάθος. Το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρέχει εξουσία στο Εφετείο να αντικαθιστά τη λανθασμένη επιδίκαση αποζημιώσεων με την ορθή επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων και με αυτόν τον τρόπο να μην είναι απαραίτητη η επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Η έφεση απορρίφθηκε με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Newstead v. London Express Newspaper Ltd [1939] 4 All E.R. 319,

Lee v. Wilson & Mackinnon [1934] 51 Commonwealth Law Reports 276.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, A.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1846/06), ημερομ. 31.5.2007.

Α. Δράκος με Ν. Παναγίδη, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Παπαπέτρου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο ενάγων-εφεσείων, με την αγωγή του ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, αξίωνε από τους εναγόμενους-εφεσίβλητους αποζημιώσεις για λίβελο που περιέχεται στην πρώτη έκδοση του βιβλίου «ΕΟΚΑ Β & CIA: Το Ελληνοτουρκικό παρακράτος στην Κύπρο», συγγραφέας του οποίου ήταν ο εναγόμενος-εφεσίβλητος 1 και εκδότες οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι 2.

Στις σελίδες 130, 395 και 416 του προαναφερόμενου βιβλίου αναφερόταν, λανθασμένα, ότι ο εφεσείων ήταν τομεάρχης της ΕΟΚΑ Β στη Λευκωσία, ότι στις 11 Ιουλίου το Εφεδρικό συνέλαβε τον εφεσείοντα ως τομεάρχη της ΕΟΚΑ Β στη Λευκωσία και ότι [*1325]ο Σαμψών διόρισε τον εφεσείοντα Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας στην πραξικοπηματική κυβέρνηση την οποία σχημάτισε.

Οι εφεσίβλητοι παραδέχθηκαν ότι τα προαναφερόμενα αποσπάσματα είναι δυσφημιστικά για το πρόσωπο του εφεσείοντα.  Ισχυρίστηκαν όμως ότι η αναφορά στο όνομα «Άρης Χατζηπαναγιώτου» έγινε εκ παραδρομής και οφειλόταν σε τυπογραφικό και καλόπιστο λάθος, το οποίο διορθώθηκε πριν την έκδοση της δεύτερης και ομότιτλης έκδοσης του προαναφερόμενου βιβλίου, το 2003 και ότι σε εκείνη την έκδοση η εσφαλμένη αναφορά στο όνομα «Άρης Χατζηπαναγιώτου» διορθώθηκε και αντικαταστάθηκε με το όνομα «Άρης Χατζηγεωργίου» το οποίο θα έπρεπε να είχε αναγραφεί ευθύς εξαρχής. Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν επίσης ότι τα επίδικα κείμενα δημοσιεύθηκαν ανυπαίτια και χωρίς οποιαδήποτε πρόθεση αναφοράς στον εφεσείοντα, η υπόληψη του οποίου, εν πάση περιπτώσει, δεν υπέστη οποιαδήποτε ζημιά ως αποτέλεσμα της δημοσίευσης. Ο πρώτος εφεσίβλητος, με ανταπαίτηση του, διεκδίκησε αποζημιώσεις για προφορική δυσφήμιση και επιζήμια ψευδολογία, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και δεν υπάρχει ενώπιον μας οποιαδήποτε αντέφεση.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου έγιναν παραδεκτά, μεταξύ άλλων, και τα εξής γεγονότα: Ο εφεσείων είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, εγγεγραμμένος δικηγόρος από το 1977 στην Αθήνα και από το 1979 στην Κύπρο. Το προαναφερόμενο βιβλίο εκδόθηκε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Κύπρο το 2002. Ο εφεσείων είναι γνωστός τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα για τους αγώνες του για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και για το μακροχρόνιο αντικατοχικό απελευθερωτικό αγώνα που διεξάγει στην Κύπρο και στο εξωτερικό μέχρι σήμερα.  Κατά την περίοδο της Δικτατορίας στην Ελλάδα υπήρξε από τα πλέον δραστήρια ηγετικά στελέχη των δημοκρατικών φοιτητών της Μακαριακής Παράταξης και το Μάρτιο του 1973 συνελήφθη, πέρασε από Στρατοδικείο, φυλακίστηκε και εξορίστηκε από τη Χούντα. Τον Ιούλιο του 1974 βρισκόταν στο Λονδίνο και την ημέρα του προδοτικού πραξικοπήματος ο εφεσείων με τη βοήθεια άλλων φοιτητών έθεσε υπό τον έλεγχο του την Υπάτη Αρμοστεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Λονδίνο την οποία προστάτευσε από απόπειρα κατάληψης της από ομάδα χουντικών στοιχείων που βρίσκονταν στο Λονδίνο. Το 1976 υπέβαλε μήνυση εναντίον 127 Ελλαδιτών χουντικών αξιωματικών και υπαξιωματικών οι οποίοι διέπραξαν εγκλήματα και προδοσία εις βάρος της Κύπρου. Η ΕΟΚΑ Β ήταν παράνομη οργάνωση και ο εφεσείων ουδέποτε υπήρξε τομεάρχης της ή Υπουργός στην πραξι[*1326]κοπηματική κυβέρνηση Σαμψών.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του κατέληξε, μεταξύ άλλων, και στα εξής συμπεράσματα: Η πρώτη έκδοση του προαναφερόμενου βιβλίου κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2002 και η δεύτερη έκδοση τον Ιανουάριο του 2003. Σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείτο η πρώτη έκδοση αποσύρθηκε από τα βιβλιοπωλεία όταν κυκλοφόρησε η δεύτερη έκδοση. Ο εναγόμενος-εφεσίβλητος 1, μετά την καταχώριση της αγωγής, πρόσφερε την απολογία του στον ενάγοντα-εφεσείοντα και την καταβολή των δικηγορικών του εξόδων, στις 6.7.06, αλλά η προσφορά του δεν έγινε αποδεκτή αφού ο εφεσείων επεδίωκε και χρηματικό όφελος υπό τύπο αποζημιώσεων. Ο εφεσίβλητος 1 ενήργησε εντελώς καλόπιστα γράφοντας το όνομα Άρης Χατζηπαναγιώτου έχοντάς το συγχύσει με το όνομα Άρης Χατζηγεωργίου λόγω του ότι και τα δύο είχαν ως πρώτο όνομα το Άρης. Ουδέποτε διανοήθηκε ο εφεσίβλητος 1 ότι ο εφεσείων ήταν στέλεχος της ΕΟΚΑ Β. Αντίθετα, γνώριζε ότι ήταν πολέμιος της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β και αυτή ήταν και η αντίληψη που αποκόμιζε από την ευρύτερη δημόσια ζωή της Κύπρου. Ο εφεσίβλητος 1 κατέβαλε εύλογη φροντίδα να διορθώσει το κείμενο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου, πριν την εκτύπωση, πλην όμως το λάθος δεν εντοπίστηκε. Μέρος του καλόπιστου λάθους που διαπράχθηκε ήταν και η λανθασμένη διατύπωση του επαγγέλματος του αναφερομένου προσώπου (Άρη Χατζηγεωργίου) που αναγράφηκε ως δικηγόρος αντί ως οικονομολόγος. Το βιβλίο αποτελείται από 464 σελίδες μαζί με τους πίνακες περιεχομένων και σ’ αυτό γίνεται μνεία σε 500 περίπου ονόματα. Απόδειξη της καλοπιστίας του εφεσίβλητου 1 είναι και το γεγονός ότι μετά την κυκλοφορία της πρώτης έκδοσης του βιβλίου, εντόπισε το λάθος, από μόνος του, περί το τέλος Δεκεμβρίου του 2002, χωρίς την υποβολή οποιουδήποτε παραπόνου από τον εφεσείοντα, και προχώρησε αυτοβούλως σε διορθωτικά μέτρα, σχεδόν αμέσως. Εκτός από τη διόρθωση του ονόματος, στη δεύτερη έκδοση, ο εφεσίβλητος 1 προέβη  και σε άλλες πρόσθετες ενέργειες κοινοποίησης της διόρθωσης.  Στις 20.3.06 απέστειλε προς τους Διευθυντές βιβλιοθηκών επιστολή με την οποία τους πληροφορούσε για το λάθος που είχε γίνει και τους καλούσε να επιστρέψουν, προς αντικατάσταση, τα βιβλία της πρώτης έκδοσης που είχαν στην κατοχή τους, με αυτά της δεύτερης έκδοσης. Ταυτόχρονα έστειλε παρόμοια επιστολή και προς τους πελάτες και αγοραστές των βιβλίων του που συνήθως αγόραζαν απευθείας από τον ίδιο και που ανέρχονταν περίπου σε 1500 άτομα, καλώντας τους να προβούν σε διόρθωση των σχετικών αποσπασμάτων στην πρώτη έκδοση.

[*1327]Το προαναφερόμενο βιβλίο ουδέποτε δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο. Εκδόθηκαν 8000 αντίτυπα σε δύο εκτυπώσεις. Η πρώτη εκτύπωση αποτελείτο από 4000 αντίτυπα εκ των οποίων οι 2000 παρέμειναν στην Ελλάδα, στην οποίαν πωλήθηκαν 400 αντίτυπα. Από τις υπόλοιπες 2000 βιβλία της πρώτης έκδοσης που ήλθαν στην Κύπρο, πωλήθηκαν γύρω στα 1500 από τα οποία τα 1200 κατέληξαν στους συνδρομητές. Λόγω της ροής των πωλήσεων στην Κύπρο εκτυπώθηκαν άλλα 4000 αντίτυπα από τα οποία πωλήθηκαν τα 2000. Στην επανέκδοση το λάθος διορθώθηκε, ως προς το όνομα, παρέμεινε όμως το λάθος ως προς το επάγγελμα του Άρη Χατζηγεωργίου, το οποίο λανθασμένα αναγραφόταν ως δικηγόρος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν αποδείχθηκε, ενώπιον του, ότι οι επίδικες αναφορές επέδρασαν με οποιοδήποτε τρόπο στην Ελλαδική κοινή γνώμη ή στην Κυπριακή κοινή γνώμη, αρνητικά, για τον εφεσείοντα. Και τούτο διότι ο εφεσείων ήταν καλά γνωστός για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις και δράση τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε σε κυπριακή και αγγλική νομολογία και σε σχετικά συγγράμματα. Σημείωσε ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν είναι διαστρεβλωτής της αλήθειας αλλά ένας ιστορικός-ερευνητής ο οποίος υπέπεσε σε ένα τυπογραφικό λάθος. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρούσα περίπτωση δεν ήταν αρμόζουσα για την επιδίκαση μόνον ονομαστικών αποζημιώσεων. Διαχώρισε την παρούσα υπόθεση από την Newstead v. London Express Newspaper Ltd [1939] 4 All E.R. 319, την οποία όμως θεώρησε, σε κάποιο βαθμό, ως καθοδηγητική σε σχέση με την ευρύτερη αντίκρυση του θέματος των αποζημιώσεων. Αναφέρθηκε επίσης στην Lee v. Wilson & Mackinnon [1934] 51 Commonwealth Law Reports 276, η οποία αφορούσε σε υπόθεση δωροδοκίας αστυνομικού και σε λανθασμένη, δυσφημιστική, αναφορά σε άλλο άτομο με το ίδιο επίθετο. Στην υπόθεση εκείνη επιδικάστηκαν αποζημιώσεις ύψους £50.- (αυτό βέβαια το 1934) οι οποίες επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας. Οι υποθέσεις Lee και Newstead (ανωτέρω) αναδεικνύουν την αρχή της εξισορρόπησης του δικαιώματος δημοσίευσης απόψεων και ιδεών  από την μια και της σύμφυτης πιθανότητας διάπραξης καλόπιστων λαθών, λόγω απλής απροσεξίας, από την άλλη (Δέστε: Fleming, The Law of Torts, 7η έκδοση, 1987, σελ. 514-518).

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αφού έλαβε υπόψη του όλες τις περαμέτρους της παρούσας υπόθεσης, μεταξύ των οποίων τη συμπεριφορά του εφεσείοντα, τη θέση και υπόσταση του στην κοινωνία, τις επιπτώσεις της δυσφήμισης στην υπόληψη, φήμη και τα συναισθήματά του, τη φύση και τη σοβαρότητα της δυ[*1328]σφήμισης, τον τρόπο και την έκταση της δημοσίευσης και τη συμπεριφορά του εναγόμενου-εφεσίβλητου 1 από το χρόνο της δημοσίευσης μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης καθώς και την απουσία κακοβουλίας, κακοπιστίας, μίσους ή άλλου ανάρμοστου κινήτρου, κατά το χρόνο της δημοσίευσης, επεδίκασε υπέρ του ενάγοντα-εφεσείοντα ποσό Λ.Κ.800.- το οποίο έκρινε ως ορθή και δίκαιη αποζημίωση υπό τις περιστάσεις. Επεδίκασε επίσης υπέρ του εφεσείοντα νόμιμο τόκο και έξοδα στην ανάλογη κλίμακα. Η απόφαση εκδόθηκε αλληλεγύως και κεχωρισμένως εναντίον και των δύο εναγομένων.

Με την έφεση του ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα:

(α)   του ύψους του ποσού της αποζημίωσης που του επιδικάστηκε (πρώτος λόγος έφεσης)·

(β)   της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία απέρριψε τον ισχυρισμό που προέβαλε ο εφεσείων αναφορικά με την εξακολούθηση κυκλοφορίας της πρώτης έκδοσης, παρά την κυκλοφορία της δεύτερης έκδοσης (δεύτερος λόγος έφεσης)·

(γ)   του συμπεράσματος ότι η απολογία των εναγομένων-εφεσιβλήτων ήταν άμεση, στο βαθμό που ήταν πρακτικώς εφικτό, ανεπιφύλακτη και ότι εξέφραζε τη μεταμέλεια και λύπη των εφεσιβλήτων για τα διαδραματισθέντα (τρίτος λόγος έφεσης)·

(δ)   του ευρήματος ότι στην επανέκδοση του βιβλίου υπήρξε διόρθωση του λάθους (τέταρτος λόγος έφεσης)·

(ε) του ευρήματος ότι οι εφεσίβλητοι εσέβοντο την προσωπικότητα του ενάγοντα-εφεσείοντα και την ψυχική αναστάτωση που η δυσφήμιση είχε προκαλέσει σ’ αυτόν και το οικογενειακό του περιβάλλον (πέμπτος λόγος έφεσης)· και

(στ)  του πρωτόδικου συμπεράσματος ότι η κυκλοφορία του προαναφερόμενου βιβλίου (το οποίο περιείχε το λίβελο) δεν έγινε εκ προθέσεως εκ μέρους του εναγόμενου-εφεσίβλητου 1 (έκτος λόγος έφεσης).

Μελετήσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο, τα συμπεράσματά του, η καθοδήγησή του ως προς το Νόμο και η απόφασή του ως προς το [*1329]ύψος της αποζημίωσης ήταν ορθά και εντός των παραδεκτών πλαισίων και επομένως ότι δεν δικαιολογείται, με οποιοδήποτε τρόπο, η επέμβαση του Εφετείου.

Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το ότι, με την κυκλοφορία της δεύτερης έκδοσης, η πρώτη έκδοση, η οποία περιείχε τη δυσφήμιση, αποσύρθηκε, βασίστηκε στην αξιόπιστη και σαφή μαρτυρία του εναγόμενου-εφεσίβλητου 1 την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο αντιπαράβαλε με την κάπως ασαφή και αόριστη μαρτυρία του ενάγοντα-εφεσείοντα για το θέμα αυτό. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την απολογία που πρόσφεραν οι εφεσίβλητοι επίσης δικαιολογείται από την αξιόπιστη μαρτυρία που πρόσφεραν οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι. Σε σχέση με τη διόρθωση του λάθους, που έγινε με την επανέκδοση του βιβλίου, επίσης συμφωνούμε με το  πρωτόδικο δικαστήριο, εφόσον το λανθασμένο όνομα Άρης Χατζηπαναγιώτου διαγράφηκε και αναγράφηκε το ορθό όνομα Άρης Χατζηγεωργίου. Δεν αποδίδουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι και στη δεύτερη έκδοση παρέμεινε, ως επάγγελμα του κ. Άρη Χατζηγεωργίου, το δικηγόρος αντί το ορθόν, οικονομολόγος. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αναφορά σε Άρη Χατζηγεωργίου, δικηγόρο, είναι αναφορά στον ενάγοντα-εφεσείοντα. Σε σχέση με το σεβασμό, των εφεσιβλήτων, στην προσωπικότητα του εφεσείοντα και στην αναστάτωση που η δυσφήμιση προκάλεσε σ’ αυτόν, και αυτό λόγω της αντεξέτασης που υπέστη ο ενάγων-εφεσείων αλλά και της μαρτυρίας του εναγόμενου-εφεσίβλητου 1, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τις θέσεις του εφεσείοντα. Αντίθετα, θεωρούμε ότι ο εναγόμενος-εφεσίβλητος 1 αναφέρθηκε με σεβασμό στο πρόσωπο του εφεσείοντα τον οποίον περιέγραψε ως αγωνιστή της Δημοκρατίας και άνθρωπο που πολέμησε τη δικτατορία στην Ελλάδα και την ΕΟΚΑ Β στην Κύπρο. Για τον έκτο λόγο έφεσης και πάλι δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το λάθος εντοπίστηκε, από τον εναγόμενο-εφεσίβλητο 1, μετά την εκτύπωση αλλά πριν την κυκλοφορία της πρώτης έκδοσης, ενώ, σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του εναγόμενου-εφεσίβλητου 1, παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν, το λάθος εντοπίστηκε μετά την κυκλοφορία της πρώτης έκδοσης, από τον ίδιο τον εναγόμενο-εφεσίβλητο 1, ο οποίος από μόνος του έλαβε τα αναγκαία μέτρα για τη διόρθωσή του.

Το ύψος της αποζημίωσης την οποίαν επεδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο υπέρ του εφεσείοντα, παρά το ότι μπορεί να θεωρηθεί ως χαμηλό, δεν μπορεί να κριθεί ως εκτός των ορθών πλαισίων έτσι ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.

[*1330]Αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης, σε περιπτώσεις δυσφήμισης, καθοδηγητικά είναι τα όσα αναγράφονται στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 10η έκδοση, Κεφ. 9, σελ. 228-258. Οι αποζημιώσεις είναι η πρωταρχική θεραπεία, σε περιπτώσεις δυσφημίσεων. Ο σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι η αποκατάσταση του ενάγοντα από τα αποτελέσματα της δυσφημιστικής δήλωσης. Οι γενικές αποζημιώσεις, στην περίπτωση της δυσφήμισης, εξυπηρετούν τρεις βασικούς στόχους: (α) τη θεραπεία του ενάγοντα από τη βλάβη που υπέστη εξαιτίας της δημοσίευσης της δήλωσης, (β) την αποκατάσταση της ζημιάς στην πληγείσα φήμη του ενάγοντα και (γ) τη δικαίωσή του. Οι αποζημιώσεις, σε περιπτώσεις δυσφήμισης όπως η παρούσα, δεν υπολογίζονται με αναφορά σε οποιοδήποτε μαθηματικό τύπο. Το δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων, τη συμπεριφορά του ενάγοντα, τη θέση και την υπόληψή του, τη φύση της δυσφήμισης, τον τρόπο και το βαθμό της δημοσίευσης, την απουσία ή την άρνηση του εναγομένου να απολογηθεί και να αποκαταστήσει τη φήμη του ενάγοντα και τη συμπεριφορά του εναγόμενου από το χρόνο της δημοσίευσης της δυσφήμισης μέχρι την απόφαση.

Ο ρόλος του Εφετείου, σε υποθέσεις επιδίκασης αποζημιώσεων για δυσφήμιση, περιορίζεται ουσιαστικά στην εξέταση του θέματος του κατά πόσον το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε εύλογα κατά την επιδίκαση τέτοιας αποζημίωσης έτσι ώστε να αποζημιώνεται ο ενάγων και να αποκαθίσταται η φήμη του. Οι γενικές αποζημιώσεις, στην περίπτωση της δυσφήμισης, είναι πρωταρχικά ζήτημα εντυπώσεως του πρωτοδίκου δικαστηρίου και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εύκολα ανατρέποντας την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, εκτός αν διαπιστώσει κάποιο λάθος. Το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρέχει εξουσία στο Εφετείο να αντικαθιστά τη λανθασμένη επιδίκαση αποζημιώσεων με την ορθή επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων και με αυτόν τον τρόπο να μην είναι απαραίτητη η επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Με βάση τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία θεωρούμε ως ορθά, κρίνουμε ότι στην παρούσα υπόθεση όπου: (α) η δυσφήμιση ήταν αποτέλεσμα ενός καλόπιστου τυπογραφικού λάθους των εφεσιβλήτων, ως προς το επίθετο του εφεσείοντα, το οποίο διορθώθηκε πολύ σύντομα, δηλαδή με την κυκλοφορία της δεύτερης έκδοσης εντός περίπου 2 μηνών, (β)  όπου οι εφεσίβλητοι, χωρίς χρονοτριβή, πρόσφεραν την απολογία τους και εξέφρασαν την ετοιμότητα τους να επανορθώσουν και (γ)  στην οποίαν η φήμη του εφεσείοντα ως αγωνιστή για την Δημοκρατία στην Ελλάδα και για την επικράτηση της νομιμότητας στην [*1331]Κύπρο, δεν επλήγη ουσιαστικά, εφόσον κανένα λογικό πρόσωπο δεν θα πίστευε ότι ο εφεσείων ήταν τομεάρχης της ΕΟΚΑ Β ή Υπουργός στην πραξικοπηματική κυβέρνηση, κρίνουμε ότι το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάστηκε υπέρ του, το οποίον δεν ήταν μεν ψηλό αλλά ούτε και απλά ονομαστικό, ήταν υπό τις περιστάσεις ορθό. Έστω και αν το Εφετείο κρίνει ότι το ποσό εκείνο ήταν μάλλον χαμηλό, η παρούσα υπόθεση δεν προσφέρεται για επέμβαση του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Υπό τις περιστάσεις η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα €1.700.-, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.

H έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.A., εις βάρος του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο