(2009) 1 ΑΑΔ 1339
[*1339]11 Νοεμβρίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ,
ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΠΤΩΧΕΥΣΑΝΤΟΣ ΛΟΥΗ ΑΙΜΙΛΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 98/2007)
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σωματικές βλάβες ― Κάταγμα του αριστερού ώμου και θλάση αυχενικής μοίρας, με αποτέλεσμα την δημιουργία δυσκαμψίας, ελάττωσης της κινητικότητας της αριστερής κατ’ ώμου άρθρωσης και οστεοαρθριτικών αλλοιώσεων στην αριστερή άρθρωση ― Τα πιο πάνω ενοχλήματα θεωρήθηκαν μόνιμα και αναμένετο η επιβάρυνση του ενάγοντος μετά από κλιματικές αλλαγές ή μετά από χειρωνακτική εργασία ― Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £10.000 ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.
Αποζημιώσεις ― Απώλεια μελλοντικών απολαβών ― Καθορισμός τους στη βάση του μηνιαίου εισοδήματος το οποίο ο ενάγων δήλωνε στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, αντί άλλου ποσού ― Κρίθηκε κατ’ έφεση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά στηρίχθηκε στη σχετική μαρτυρία του ενάγοντος.
Αποζημιώσεις ― Παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις ― Αποσκοπούν στην τιμωρία του εναγόμενου και στην αποτροπή του από την επίδειξη παρόμοιας συμπεριφοράς στο μέλλον ― Πότε το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να επιδικάσει επαυξημένες (aggravated) αποζημιώσεις ― Ποια η διαφορά μεταξύ των δύο ειδών αποζημιώσεων, σύμφωνα με την απόφαση στη Rookes v. Barnard [1964] 1 All E.R. 367.
Απόδειξη ― Aντιφατική μαρτυρία ― Oι μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία δεν κλονίζουν την αξιοπιστία μάρτυρος.
Απόδειξη ― Ιατρική μαρτυρία ― Αξιολόγηση ιατρικής μαρτυρίας από [*1340]το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Άρνηση του Εφετείου να επέμβει.
Ανθρώπινα Δικαιώματα και Ελευθερίες ― Δίκαιη δίκη ― Δικαίωμα ακρόασης της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου ― Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στον εφεσίβλητο - ενάγοντα ως αποζημιώσεις για τον τραυματισμό του από την επίθεση που δέχθηκε απρόκλητα από τον εφεσείοντα - εναγόμενο, το ποσό Λ.Κ.10.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, ποσό Λ.Κ.3.310 υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων, ποσό Λ.Κ.2.000 υπό μορφή παραδειγματικών αποζημιώσεων, πλέον τόκους επί όλων των ποσών και δικαστικά έξοδα.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης στρέφονται εναντίον των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία του εφεσίβλητου και δύο άλλων μαρτύρων, εναντίον του επιδικασθέντος ποσού των γενικών αποζημιώσεων, του ποσού που καθορίστηκε για την απώλεια απολαβών και του ποσού των παραδειγματικών αποζημιώσεων. Ο εφεσείων παραπονείται επίσης ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, ήτοι, ότι παρήλθαν πέντε χρόνια από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το συνταγματικό του δικαίωμα δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Λόγω της παρέλευσης εύλογου χρόνου μέσα στον οποίο θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί η αγωγή, εισηγείται όπως διαταχθεί επανεκδίκασή της, στη βάση των αρχών που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην προκείμενη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης και της συμπεριφοράς του εφεσείοντος, ο οποίος συγκατατέθηκε σε όλες σχεδόν τις αναβολές, δεν σημειώθηκε καθυστέρηση σε βαθμό που να οδηγεί σε παραβίαση του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη. Η δε έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση, θα ισοδυναμούσε στην ουσία σε άρνηση στην απονομή της δικαιοσύνης, ενόψει του χρόνου που θα προστίθετο. Τα γεγονότα της υπόθεσης Βίκτωρος v. Χριστοδούλου, ανωτέρω, είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά της παρούσας υπόθεσης. Σε εκείνη την υπόθεση σημειώθηκε καθυστέρηση 5 χρόνων και 3 μηνών από την ημέρα που η απόφαση επιφυλάχθηκε. Εν πάση περιπτώσει, ο επηρεασμός των δικαιωμάτων των διαδίκων ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης, δεν ήταν ο μόνος λόγος που διατάχθηκε επανεκδίκαση. Διαπιστώθηκε [*1341]επίσης παραβίαση της Δ.38, θ.4 και της Δ.64, θ.1 που επηρέασε το αποδειχτικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
2. Οι αντιφάσεις τις οποίες επικαλέσθηκε ο εφεσείων δεν είναι ουσιώδεις ώστε να επηρεάζουν τον τρόπο που αξιολογήθηκε η μαρτυρία του εφεσίβλητου και της Μ.Ε. 6.
3. Δεν έχει τεκμηριωθεί στην προκείμενη περίπτωση οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε την παρέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του.
4. Δεν έχει διαπιστωθεί οποιαδήποτε ουσιώδης αντίφαση στη μαρτυρία των δύο ιατρών ή μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και της μαρτυρίας του ενός εκ των δύο ιατρών, οι οποίοι τον εξέτασαν, ο ένας αμέσως μετά το δυστύχημα και ο άλλος 20 μέρες μετά τον τραυματισμό του.
5. Το Δικαστήριο δεν θα πρέπει απαραιτήτως και σε κάθε περίπτωση να αναφέρεται σε προηγούμενες αυθεντίες, πριν καθορίσει το ποσό των γενικών αποζημιώσεων. Μόνο όπου υπάρχουν ιδιάζουσες περιστάσεις ή τραύματα το Δικαστήριο ενδεχομένως να ανατρέξει σε νομολογία για άντληση καθοδήγησης.
6. Σε σχέση με το θέμα των γενικών αποζημιώσεων το Δικαστήριο φαίνεται ότι προτίμησε να στηριχθεί στα ευρήματα του ιατρού Σιμιλλίδη, τα οποία παρατίθενται στο δεύτερο ιατρικό πιστοποιητικό (Τεκμήριο 6) που εξέδωσε 5½ χρόνια μετά τον τραυματισμό του εφεσίβλητου, όταν πλέον τα ενοχλήματα είχαν κατασταλάξει και η πρόγνωση ήταν πιο εύκολη. Το ποσό που καθόρισε το Δικαστήριο δεν είναι υπερβολικό, ενόψει, της μόνιμης αναπηρίας στον αριστερό του ώμο.
7. Σε σχέση με το θέμα της απώλειας απολαβών, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στις μηνιαίες απολαβές του εφεσίβλητου τις οποίες είχε δηλώσει στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις και οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των Λ.Κ.600. Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε τη μαρτυρία αυτή, η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη μέχρι τέλους και επομένως ορθά το Δικαστήριο στηρίχθηκε σε αυτή.
8. Η διαφορά μεταξύ των επαυξημένων (aggravated) αποζημιώσεων και των παραδειγματικών ή τιμωρητικών αποζημιώσεων φαίνεται να είναι περισσότερο θεωρητική. Οι επαυξημένες αποζημιώσεις μπορεί να καλύψουν όλες τις περιπτώσεις, εκτός από κάποιες σπάνιες περιστάσεις που ενδεχομένως να υπάρχουν ιδιάζοντα γεγονό[*1342]τα που να συνηγορούν υπέρ της κατ’ εξαίρεση χορήγησης της θεραπείας των παραδειγματικών αποζημιώσεων.
9. Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια να επιδικάσει επαυξημένες αποζημιώσεις, λόγω της διαπίστωσης βλάβης στα αισθήματα αξιοπρέπειας του εφεσίβλητου. Έκρινε όμως ότι το απρόκλητο και η ένταση της επίθεσης για προώθηση οικονομικής φύσης διαφορών, δικαιολογούσαν παραδειγματικές αποζημιώσεις, περισσότερο για αποτροπή του εφεσείοντος. Δεν έχει διαπιστωθεί σφάλμα αρχής στον τρόπο που το Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,
Ερωτοκρίτου ν. Θεοδώρου κ.ά. (1977) 1 Α.Α.Δ. 1800,
Rookes v. Barnard [1964] 1 All E.R. 367,
Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 Α.Α.Δ. 65,
Eliades v. Lyssarides (1979) 1 C.L.R. 254,
Gregoriades v. Kyriakides (1970) 1 C.L.R. 120.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Mεττούρης, A.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5481/02), ημερομ. 18.3.2007.
Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Βασιλείου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Πρωτοδίκως, ο Εφεσίβλητος-Ενάγων [*1343]ισχυρίστηκε ότι απρόκλητα δέχθηκε επίθεση από τον Εφεσείοντα-Εναγόμενο με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά και να υποστεί ζημιές. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του και του επιδίκασε ποσό Λ.Κ.10.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, ποσό Λ.Κ.3.310 υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων, Λ.Κ.2.000 υπό μορφή παραδειγματικών αποζημιώσεων, πλέον τόκους επί όλων των ποσών και τέλος, δικαστικά έξοδα.
Ο Εφεσείων με επτά λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση. Με τους δύο πρώτους λόγους, προσβάλλει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία του Ενάγοντα και δύο άλλων μαρτύρων, με τον τρίτο το ποσό που επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, με τον τέταρτο το ποσό που καθορίστηκε για την απώλεια απολαβών, ενώ με τους λόγους 5 και 6 προσβάλλεται το ποσό που επιδικάστηκε υπό μορφή παραδειγματικών αποζημιώσεων. Τέλος, με τον έβδομο λόγο παραπονείται ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Καθυστέρηση στην εκδίκαση - 7ος λόγος έφεσης
Θα αρχίσουμε με τον τελευταίο λόγο έφεσης, αφού τυχόν επιτυχία του ενδεχομένως να επηρεάσει την τύχη ολόκληρης της έφεσης. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Εφεσείοντος ανέφερε ότι παρήλθαν πέντε χρόνια από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το συνταγματικό δικαίωμα του πελάτη του δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Λόγω της παρέλευσης εύλογου χρόνου μέσα στον οποίο θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί η αγωγή, εισηγείται όπως διαταχθεί επανεκδίκασή της, στη βάση των αρχών που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512.
Δεν συμφωνούμε καθόλου με το συνήγορο του Εφεσείοντος ότι στην προκειμένη περίπτωση, αν ληφθούν υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης και η συμπεριφορά του Εφεσείοντος, ο οποίος συγκατατέθηκε σχεδόν σε όλες τις αναβολές, υπήρξε τέτοια καθυστέρηση ώστε να παραβιάζεται το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη. Είναι γεγονός ότι υπήρξε χαλαρότητα εκ μέρους του δικαστηρίου στην έγκριση αιτημάτων αναβολής, αλλά αυτό δεν επηρεάζει την ουσία του θέματος. Σε περίπτωση που γίνει δεχτή η εισήγηση του κ. Σαουρή για επανεκδίκαση της υπόθεσης, θα λέγαμε ότι ο χρόνος που θα προστίθετο, θα ισοδυναμούσε στην ουσία σε άρνηση στην απονομή της δικαιοσύνης. Τα γεγονότα στην υπόθεση Βίκτωρος v. Χριστοδούλου, ανωτέρω, στην οποία έκαμε αναφορά ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, είναι εντελώς διαφορετικά. Εκεί η απόφαση εκ[*1344]δόθηκε 5 χρόνια και 3 μήνες από την ημέρα που επιφυλάχθηκε. Εν πάση περιπτώσει, ο επηρεασμός των δικαιωμάτων των διαδίκων ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης, δεν ήταν ο μόνος λόγος που διατάχθηκε επανεκδίκαση. Διαπιστώθηκε επίσης παραβίαση της Δ.38, θ.4 και της Δ.64, θ.1 που επηρέασε το αποδειχτικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Αξιολόγηση μαρτυρίας Εφεσίβλητου - 1ος λόγος έφεσης
Έχουμε εξετάσει όλες τις αντιφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος στην γραπτή αγόρευσή του, αλλά καμιά από αυτές δεν είναι ουσιώδης, ώστε να επηρεάζει τον τρόπο που αξιολογήθηκε η μαρτυρία του Εφεσίβλητου και της Ιφιγένειας Γερολέμου, Μ.Ε. 6. Πρόκειται για επουσιώδεις διαφορές, οι οποίες δεν είναι αρκετές για να διαφοροποιήσουν την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας του Εφεσίβλητου. Το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος αναφέρει ότι τραυματίστηκε στα δόντια και στο πρόσωπο και ότι είχε μώλωπα, κάτι που δεν αναφέρεται στα δύο ιατρικά πιστοποιητικά, ουδόλως αλλοιώνει τα ευρήματα του δικαστηρίου. Το κύριο τραύμα του Εφεσίβλητου ήταν αυτό στον ώμο. Αυτό εξάλλου, κατάθεσε και ο ίδιος. Το ότι ο Εφεσίβλητος περιγράφει και άλλα τραύματα λιγότερα σοβαρά τα οποία οι Πρώτες Βοήθειες και ο ιατρός Σιμιλλίδης δεν αξιολόγησαν ως σημαντικά για να αναφέρουν, δεν αποτελεί ούτε καν αντίφαση, πόσον μάλλον ουσιώδη, για να δικαιολογείται η παρέμβασή μας, όπως εισηγείται ο κ. Σαουρής. Εν πάση περιπτώσει, πλην του τραύματος στον ώμο, τα υπόλοιπα μικρά τραύματα δεν φαίνεται να διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στον καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων από το Δικαστήριο.
Αποτελεί πάγια νομολογιακή θέση ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου όταν αυτές βασίζονται στη θετική αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, εκτός και αν διαπιστωθεί ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχουμε ακούσει οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε την παρέμβαση μας στα πρωτόδικα ευρήματα σχετικά με την αξιοπιστία του Εφεσίβλητου και της μαρτυρίας που παρουσίασε. Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Η αξιοπιστία των δύο ιατρών - το τραύμα στον αυχένα - 2ος λόγος έφεσης
Σύμφωνα με τον συνήγορο του Εφεσείοντος υπάρχει διαφορά [*1345]στην μαρτυρία των ιατρών Φ. Σιμιλλίδη, Μ.Ε. 3 ο οποίος βρήκε «…. εκφυλιστικές αλλοιώσεις αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης», και του ιατρού Ν. Κετώνη, Μ.Ε.4 ο οποίος δεν ανάφερε στο ιατρικό πιστοποιητικό που εξέδωσε ότι ο Εφεσίβλητος του παραπονέθηκε για πόνο στον αυχένα. Το πρωτόδικο δικαστήριο, προσθέτει ο κ. Σαουρής, δεν αναφέρεται στον κατ’ ισχυρισμόν τραυματισμό του Εφεσίβλητου στον αυχένα και δεν διευκρινίζει ποιάν από τις δύο μαρτυρίες των ιατρών δέχεται. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εισηγείται: (α) ότι αυτή η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου καθιστά την απόφαση του ακροσφαλή, σε σχέση με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων και (β) τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου μετέωρη και ανασφαλή, εφόσον ισχυρίστηκε ότι τραυματίστηκε στον αυχένα, γεγονός που τον φέρει σε αντίθεση με τον ιατρό Κετώνη, Μ.Ε. 4.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε οποιανδήποτε ουσιώδη αντίφαση στη μαρτυρία των δύο ιατρών ή μεταξύ της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου και της μαρτυρίας του ιατρού Κετώνη. Το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος παραπονέθηκε αμέσως μετά το δυστύχημα στον ιατρό Σιμιλλίδη, αλλά δεν παραπονέθηκε στον ιατρό Κετώνη ο οποίος τον εξέτασε 20 μέρες μετά τον τραυματισμό του, καθόλου δεν δημιουργεί αντίφαση, εφόσον ο πρώτος ιατρός μπόρεσε να διαπιστώσει τις ενοχλήσεις στον αυχένα του και να του παράσχει θεραπεία. Πέραν τούτου, ο ιατρός Κετώνης, όπως ο ίδιος ανέφερε, δεν εξέτασε τις σχετικές ακτινογραφίες των Πρώτων Βοηθειών προτού εκδώσει το δικό του ιατρικό πιστοποιητικό. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Το ύψος των γενικών αποζημιώσεων - 3ος λόγος έφεσης
Προτού αναφερθούμε στα παράπονα του Εφεσείοντος, θα πρέπει για σκοπούς πληρότητας, να αναφέρουμε ότι ο Εφεσίβλητος υπέστη κάταγμα του αριστερού ώμου και θλάση αυχενικής μοίρας. Ως αποτέλεσμα του τραύματος στον ώμο, παρουσιάστηκε δυσκαμψία και ελάττωση κινητικότητας της αριστερής κατ’ ώμου άρθρωσης. Επίσης, δημιουργήθηκαν οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις στην αριστερή άρθρωση. Τα πιο πάνω ενοχλήματα θεωρήθηκαν μόνιμα και αναμένετο ότι θα επιβάρυναν τον Εφεσίβλητο μετά από αλλαγές του καιρού ή μετά από χειρονακτική εργασία.
Το πρώτο παράπονο του Εφεσείοντος είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε ποσό Λ.Κ.10.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, χωρίς να αναφερθεί σε οποιανδήποτε νομολογία για παρόμοια τραύματα ώστε να καθοδηγηθεί επί του ορθού ποσού [*1346]που θα έπρεπε να είχε επιδικάσει. Δεν συμφωνούμε ότι ένα Δικαστήριο θα πρέπει απαραιτήτως και σε κάθε περίπτωση να αναφέρεται σε προηγούμενες αυθεντίες, προτού καθορίσει το ποσό των γενικών αποζημιώσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπου υπάρχουν ιδιάζουσες περιστάσεις ή τραύματα, το Δικαστήριο ενδεχομένως να ανατρέξει σε νομολογία για να αντλήσει καθοδήγηση. Όμως, όπου το Δικαστήριο μπορεί από μόνο του να καθορίσει το ποσό, η παράλειψη αναφοράς σε νομολογία, από μόνη της, δεν επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την κρίση του Δικαστηρίου και ούτε καθιστά την απόφαση του εσφαλμένη.
Το δεύτερο θέμα που εγείρει ο συνήγορος του Εφεσείοντος είναι ότι ενώ ο ιατρός Σιμιλλίδης, Μ.Ε. 3, στη γνωμάτευση του , τεκ.4, αναφέρει ότι τα ενοχλήματα του Εφεσίβλητου θα παραμείνουν μόνιμα και θα ενοχλούν συνεχώς τον ασθενή μετά από αλλαγές του καιρού ή μετά από χειρονακτική εργασία, ο ιατρός Κετώνης, Μ.Ε. 4, στην δική του γνωμάτευση, τεκ. 7, αναφέρει ότι «με την πάροδο του χρόνου αναμένεται βελτίωση των πιο πάνω συμπτωμάτων». Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος εισηγείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε το θέμα των γενικών αποζημιώσεων χωρίς να προβεί σε σχετικό εύρημα, υιοθετώντας και τις δύο θέσεις των ιατρών, οι οποίες μεταξύ τους ήταν, όπως ισχυρίστηκε, αντιφατικές, με αποτέλεσμα ο καθορισμός των γενικών αποζημιώσεων να είναι ακροσφαλής και το τελικό ποσό να χρήζει μείωσης.
Δεν συμφωνούμε. Το δικαστήριο, ενόψει της μη προσκόμισης οποιασδήποτε ιατρικής μαρτυρίας εκ μέρους του Εφεσείοντος, θεώρησε αναντίλεκτη τη μαρτυρία που προσφέρθηκε από τον Εφεσίβλητο και στη βάση αυτής της μαρτυρίας προέβη σε ευρήματα. Για το θέμα της μονιμότητας των συμπτωμάτων, το δικαστήριο στη σελίδα 16 αναφέρει τα εξής:-
«Πιστεύω ότι, υπέστη σοβαρές σωματικές βλάβες, ιδιαίτερα στον αριστερό ώμο και όπως αναφέρεται στο ιατρικό πιστοποιητικό, Τεκμήριο 6, αν και παρήλθαν πάνω από 5 χρόνια από την ημέρα του τραυματισμού του αριστερού ώμου, ο ενάγων εξακολουθεί να έχει ενοχλήματα όπως πόνο και δυσκαμψία και ελάττωση κινητικότητας αριστερής κατ’ ώμου άρθρωσης και τονίζεται περαιτέρω ότι τα εν λόγω ενοχλήματα θα παραμείνουν μόνιμα, μ’ όλες τις δυσμενείς συνέπειες για τον ενάγοντα ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήτο ηλικίας 52 ετών, ασκούσε το επάγγελμα του βαφέα αυτοκινήτων και λόγω του πιο πάνω τραυματισμού στον αριστερό ώμο δεν μπορούσε να συνεχίσει την εν λόγω εργασία διότι όπως ο ίδιος κατέθεσε και επιβε[*1347]βαιώθηκε και από τους ως άνω ιατρούς, είναι αριστερόχειρας.»
Είναι γεγονός ότι το δικαστήριο δεν έδωσε σημασία στην αναφορά του ιατρού Κετώνη η οποία έγινε στο ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο εκδόθηκε 15 μέρες μετά που ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε. Η συγκεκριμένη δήλωση του ιατρού Κετώνη για το ενδεχόμενο βελτίωσης των ευρημάτων με την πάροδο του χρόνου, είναι φανερό ότι αναφερόταν στους αμέσως επόμενους μήνες και όχι μακροπρόθεσμα, εφόσον η κατάσταση του Εφεσίβλητου δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί. Το δικαστήριο φαίνεται ότι προτίμησε να στηριχθεί στα ευρήματα του ιατρού Σιμιλλίδη, τα οποία παρατίθενται στο δεύτερο ιατρικό πιστοποιητικό (Τεκμήριο 6) που εξέδωσε 5½ χρόνια μετά τον τραυματισμό του ενάγοντα, όταν πλέον τα ενοχλήματα είχαν κατασταλάξει και η πρόγνωση ήταν πιο εύκολη. Επομένως, δεν παρίστατο ανάγκη ειδικού σχολιασμού από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και η εισήγηση περί του αντιθέτου δεν έχει έρεισμα. Δεν έχουμε καθόλου ικανοποιηθεί ότι το ποσό που καθόρισε το δικαστήριο είναι υπερβολικό, ενόψει της μόνιμης αναπηρίας στον αριστερό ώμο του Εφεσίβλητου. Ως εκ τούτου, κρίνουμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια παρέμβασής μας.
Απώλεια απολαβών - 4ος λόγος έφεσης
Ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι οι απολαβές του ήταν Λ.Κ.1.000 μηνιαίως. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν παρουσίασε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό του και ως εκ τούτου στηρίχθηκε στις μηνιαίες απολαβές του Εφεσίβλητου τις οποίες είχε δηλώσει στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις και οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των Λ.Κ.600. Σύμφωνα με τον δικηγόρο του Εφεσείοντος, η δήλωση του Εφεσίβλητου στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις για το ύψος των μηνιαίων απολαβών του, ήταν ψευδής και έγινε με απώτερο σκοπό να πληρώνει χαμηλότερο ποσό κοινωνικών ασφαλίσεων. Ο κ. Σαουρής θεωρεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα στηρίχθηκε σε μια ψευδή δήλωση για να φθάσει στην αλήθεια.
Δεν συμφωνούμε με τον κ. Σαουρή. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε την ευχέρεια από το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό, να επιλέξει το μηνιαίο εισόδημα που ο Εφεσίβλητος δήλωνε στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, αντί άλλου ποσού. Η μαρτυρία αυτή, ενώ θα μπορούσε να είχε αμφισβητηθεί από τον Εφεσείοντα, παρέμεινε αναντίλεκτη και επομένως, ορθά το δικαστήριο στηρίχθηκε σε αυτή.
[*1348]Παραδειγματικές αποζημιώσεις - 5ος και 6ος λόγος έφεσης
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος, θεωρεί πρωτίστως λανθασμένη την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων και κατά δεύτερο λόγο λανθασμένη την επιδίκαση του ποσού ως ξεχωριστή αποζημίωση, αντί ως ενιαίου ποσού με τις γενικές αποζημιώσεις. Δεν αμφισβητεί όμως αυτό καθαυτό το ποσό που επιδικάστηκε για παραδειγματικές αποζημιώσεις. Γι’ αυτό και εισηγείται ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι θα πρέπει να δοθούν επαυξημένες αποζημιώσεις, δεν θα είχε ένσταση όπως το ποσό των £2.000 προστεθεί στο ποσό που επιδικάστηκε για γενικές αποζημιώσεις.
Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Ενώ ο κ. Σαουρής στο περίγραμμα αγόρευσης του αναγνωρίζει ότι μια από τις περιπτώσεις που τα δικαστήρια επιδικάζουν παραδειγματικές αποζημιώσεις είναι για αστικά αδικήματα που διαπράττονται για προσπορισμό οφέλους με πλήρη αδιαφορία για τα δικαιώματα του ζημιωθέντος μέρους*, εντούτοις εισηγείται ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται, επειδή η επίθεση του Εφεσείοντος δεν αποσκοπούσε στον προσπορισμό κέρδους. Όμως, ο κ. Σαουρής παραλείπει να αναφέρει ότι ο Εφεσείων ήταν ο ιδιοκτήτης του εμπορικού υποστατικού που για χρόνια ενοικίαζε στον Εφεσίβλητο και στο οποίο στέγαζε το βαφείο αυτοκινήτων που λειτουργούσε. Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση και δεν έχει αμφισβητηθεί, οι σχέσεις των διαδίκων ως ιδιοκτήτη και ενοικιαστή, δεν ήταν καθόλου αρμονικές, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων το οποίο εξέδωσε απόφαση στις 23.10.96, χωρίς όμως να ομαλοποιηθούν οι σχέσεις τους. Επομένως, η επίθεση του Εφεσείοντος, όχι μόνο ήταν απρόκλητη, αλλά φαίνεται ότι το ελατήριο δεν ήταν άσχετο με τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα του Εφεσείοντος.
Οι παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, αποσκοπούν στο να τιμωρήσουν τον εναγόμενο και να τον αποτρέψουν από παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Δεν αποσκοπούν στην αποκατάσταση του θύματος, όπως είναι οι συνήθεις αποζημιώσεις. Όμως, όπου οι περιστάσεις διάπραξης αστικού αδικήματος είναι τέτοιες, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να επιδικάσει επαυξημένες (aggravated) αποζημιώσεις αν διαπιστώσει βλάβη στα αισθήματα αξιοπρέπειας του ενάγοντα**. Η διαφορά μεταξύ των δύο φαίνεται να [*1349]είναι περισσότερο θεωρητική και όπως επισήμανε ο Λόρδος Devlin στη Rookes v. Barnard [1964] 1 All E.R. 367, οι επαυξημένες αποζημιώσεις μπορεί να καλύψουν όλες τις περιπτώσεις, εκτός από κάποιες σπάνιες περιστάσεις που ενδεχομένως να υπάρχουν ιδιάζοντα γεγονότα που να συνηγορούν υπέρ της κατ’ εξαίρεση χορήγησης της θεραπείας των παραδειγματικών αποζημιώσεων (Βλ. Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 Α.Α.Δ. 65, στις σελ. 76-78).
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν παρίσταται ανάγκη να ασχοληθούμε περαιτέρω με τη διαφορά μεταξύ των δύο, γιατί οι περιστάσεις είναι τέτοιες που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε την ευχέρεια να επιδικάσει παραδειγματικές αποζημιώσεις λόγω της απρόκλητης επίθεσης, της πλήρους αδιαφορίας για τα δικαιώματα του Εφεσίβλητου και της ύπαρξης οικονομικών διαφορών μεταξύ των διαδίκων. Το Δικαστήριο είχε βέβαια και τη διακριτική ευχέρεια να επιδικάσει επαυξημένες αποζημιώσεις, λόγω της διαπίστωσης βλάβης στα αισθήματα αξιοπρέπειας του Εφεσίβλητου. Έκρινε όμως ότι το απρόκλητο και η ένταση της επίθεσης για προώθηση οικονομικής φύσης διαφορών, δικαιολογούσαν παραδειγματικές αποζημιώσεις, περισσότερο για αποτροπή του εφεσείοντος. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής στον τρόπο που το δικαστήριο προσέγγισε το θέμα.
Κατά συνέπεια, ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν.
Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος με την γραπτή αγόρευση του, εντελώς περιστασιακά, ήγειρε θέμα για την κλίμακα της αγωγής. Δεν προτιθέμεθα να εξετάσουμε ένα τέτοιο ζήτημα, εφόσον δεν εγείρεται ενώπιόν μας ως λόγος έφεσης. Όπως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί, η αγόρευση δεν είναι το ενδεδειγμένο δικονομικό μέσο για να εγείρονται νέοι λόγοι έφεσης.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του Εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου.
* Bλ. Eρωτοκρίτου v. Θεοδώρου κ.ά. (1977) 1 A.A.Δ. 1800, στη σελ. 1807.
** Bλ. Eliades v. Lyssarides (1979) 1 C.L.R. 254 και Gregoriades v. Kyriakides (1970) 1 C.L.R. 120.
page: 1426 after:Τόσο στο Τεκμ. 3(1), όσο και στο Τεκμ. 4(2), που είναι συνημμένα στα Τεκμ. 3 και 4, υπάρχει σε πλαίσιο προς το τέλος των τεκμηρίων αυτών η ακόλουθη καταγραφή, εδώ, από το Τεκμ. 4(2):
N. Kyratzis Owes:-
Loan £100.115
Interest £3.108
Cash £2.000
Rent £9.150 (to 29.04.04)
Mitsubishi Vehicle £390
Bank Transfer Changes £35
£114.798
Less Paid to Date: £112.745
Balance Due: £2.053 (to Chirsto)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο