Xριστοφίδου Nάσα Παταπίου ν. Δημήτρη Παπαχρυσοστόμου, ως διαχειριστή της περιουσίας της Θεοφίλης Παπαδοπούλου (2009) 1 ΑΑΔ 1360

(2009) 1 ΑΑΔ 1360

[*1360]11 Νοεμβρίου, 2009

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη 2,

v.

ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ

ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΘΕΟΦΙΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 217/2006)

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Έκθεση υπεράσπισης ― Ισχυριζόμενη καθυστέρηση στην έγερση αγωγής ― Ανάγκη για δικογράφησή της με επαρκή λεπτομέρεια.

Δίκαιο επιείκειας ― Καθυστέρηση η οποία συνιστά κώλυμα στην προώθηση της υπόθεσης (laches) ― Προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της εν λόγω υπεράσπισης και πότε είναι επιτρεπτή η έγερσή της.

Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Γραμμάτιο Συνήθους Τύπου ― Τι συνιστά γραμμάτιο συνήθους τύπου ― Ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, Άρθρο 78 ― Κατά πόσο η φράση σε κείμενο γραμματίου ότι το οφειλόμενον ποσόν ήταν πληρωτέον «εις διαταγήν» του δικαιούχου και όχι στον δικαιούχο, επηρέαζε την εγκυρότητά του.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν οποιοδήποτε έρεισμα για επέμβαση του Εφετείου ― Το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός, κατά τα άλλα αξιόπιστου μάρτυρα, και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας του το οποίο έρχεται σε αντίθεση ή δεν συνάδει με άλλη αξιόπιστη μαρτυρία.

[*1361]Ο αποβιώσας Α. Χριστοφίδης (του οποίου διαχειριστής της περιουσίας ήταν ο εναγόμενος 1) υπέγραψε γραμμάτιο συνήθους τύπου ημερ.24.7.1985 πληρωτέο με δόσεις. Στο εν λόγω έγγραφο υπήρχε πρόνοια ότι το ποσό του γραμματίου ήταν πληρωτέο «εις διαταγήν» της εφεσίβλητης. Η εφεσίβλητη ήταν η τέως σύζυγος του Α. Χριστοφίδη, Θεοφίλη Παπαδοπούλου. Ο Α. Χριστοφίδης απεβίωσε στις 22.6.1998 έχοντας παραλείψει να καταβάλει τις δόσεις που ήταν πληρωτέες μετά την 1.8.1988.

Η επίσης αποβιώσασα Θεοφίλη Παπαδοπούλου (η αποβιώσασα) υπήρξε σύζυγος του Α. Χριστοφίδη μέχρι τις 20.6.1985, όταν διαλύθηκε ο γάμος τους. Ο Α. Χριστοφίδης συνήψε νέο γάμο με την εναγόμενη 2 - εφεσείουσα κατά ή περί τις 16.2.1986, η οποία μαζί με τα δύο τέκνα του Α. Χριστοφίδη από τον πρώτο του γάμο, είναι οι νόμιμοι κληρονόμοι του. Ο εφεσίβλητος - ενάγων είναι ο διαχειριστής της περιουσίας της αποβιώσασας.

Η αποβιώσασα καταχώρησε αγωγή εναντίον του εναγόμενου 1 για ποσό £33,000.- πλέον τόκους προς 9% ετησίως από 1.8.1988 μέχρις εξοφλήσεως δυνάμει υπολοίπου του προαναφερθέντος γραμματίου.

Η εναγόμενη 2 - εφεσείουσα υπέβαλε αίτημα και προστέθηκε στην αγωγή ως δεύτερη εναγόμενη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του τότε εναγόμενου 1 για το ποσό των £33.000 - πλέον τόκους προς 9% ετησίως από 1.8.1988. Το Δικαστήριο καταδίκασε τους δύο εναγομένους στην καταβολή των εξόδων της υπόθεσης.

Η εναγόμενη 2 - εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητά της ως προς την επιδίκαση των εξόδων της αγωγής εναντίον της, παρά το ότι, όπως ισχυρίζετο, το Δικαστήριο δεν εξέδωσε οποιαδήποτε ετυμηγορία είτε υπέρ είτε εναντίον της, όπως είχε υποχρέωση. Αμφισβητεί επίσης τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως προς το ότι το επίδικο γραμμάτιο είχε υπογραφεί στην παρουσία των δύο προσώπων που υπέγραψαν ως μάρτυρες, ως προς το ότι το επίδικο έγγραφο ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου εν τη εννοία του Άρθρου 78 του Κεφ. 149 και ως προς το ότι κρίθηκαν ως αξιόπιστοι και έγινε αποδεκτή η μαρτυρία των Μ.Ε. 1 και 2 ενώ ταυτόχρονα κρίθηκε ως αξιόπιστη και η μαρτυρία της ίδιας της αποβιώσασας της οποίας όμως η μαρτυρία δεν συνήδε πλήρως με τη μαρτυρία των Μ.Ε. 1 και 2.

Αποφασίστηκε ότι:

[*1362]1.     Η εναγόμενη 2 - εφεσείουσα προστέθηκε ως συνεναγόμενη, μετά από δική της αίτηση, επειδή ήταν νόμιμη κληρονόμος του αποβιώσαντος Α. Χριστοφίδη και επομένως είχε νόμιμο συμφέρον να προβάλει υπεράσπιση στην αγωγή, της οποίας το αποτέλεσμα θα επηρέαζε το κληρονομικό της μερίδιο. Η απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει τα έξοδα της αγωγής, υπό τις περιστάσεις, εις βάρος και των δύο εναγομένων δεν είναι μεμπτή ή λανθασμένη, παρά το ότι απόφαση στην αγωγή εκδόθηκε μόνο εις βάρος του εναγομένου 1 διαχειριστή της περιουσίας του Α. Χριστοφίδη. Το θέμα επιδίκασης εξόδων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία, εν προκειμένω, ασκήθηκε ορθά και δίκαια. Επιπροσθέτως, η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πλήρης και εμπεριστατωμένη.

2. Η πρόνοια του γραμματίου ότι το ποσό ήταν πληρωτέον «εις διαταγήν» της αποβιώσασας και όχι στην αποβιώσασα, ουδόλως επηρεάζει την ουσία του ως γραμματίου συνήθους τύπου σύμφωνα με το Άρθρο 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε με τον δέοντα τρόπο το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, είχε δε το δικαίωμα να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός, κατά τα άλλα αξιόπιστου μάρτυρα, και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας του το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με άλλη αξιόπιστη μαρτυρία.

4. Το ζήτημα της καθυστέρησης στην έγερση αγωγής, ως λόγος υπεράσπισης, θα πρέπει να δικογραφείται με επαρκή λεπτομέρεια.

5. Το δίκαιο της επιείκειας δεν θέτει συγκεκριμένο χρονικό όριο για την προώθηση αγώγιμου δικαιώματος. Το Δικαστήριο όμως εξετάζει το θέμα υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης, με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο η καθυστέρηση ήταν τέτοια που να συνιστά κώλυμα στην προώθηση της υπόθεσης (laches). Όπου δε ο ενάγων έχει δείξει με τη συμπεριφορά του ότι αποποιήθηκε ή απεμπόλησε τα δικαιώματά του, δεν του παρέχεται θεραπεία.

6. Η υπεράσπιση όμως της καθυστέρησης (laches) επιτρέπεται μόνον εκεί όπου δεν προνοείται παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος, από το Νόμο. Αν προνοείται, από το Νόμο, παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος μετά από την παρέλευση κάποιου συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος τότε ο ενάγων δικαιούται στην πλήρη χρονική περίοδο, την οποίαν προβλέπει ο Νόμος, πριν καταστεί η αξίωση του μη προωθήσιμη (unenforceable).

7. Στην προκείμενη περίπτωση, η υπεράσπιση της καθυστέρησης δεν θα [*1363]μπορούσε να επιτύχει, εφόσον η ενάγουσα - εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να εγείρει το αγώγιμό της δικαίωμα, μέσα σε 15 χρόνια από την κατάρτιση του γραμματίου δηλαδή από 1.8.1988, και αυτό χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πρόνοιες του περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμου 57/64 και του περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου 110(I)/2002. Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 11.10.2000, ήτοι, πριν την πάροδο των 15 χρόνων που προνοούνται για την εκπνοή του αγώγιμου δικαιώματος της αποβιώσασας.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος της εφεσείουσας.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Παύλου v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 483.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σταματίου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 10124/00), ημερομ. 16.5.2006.

Μ. Μηλιώτου, για την Εφεσείουσα.

Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η αποβιώσασα Θεοφίλη Παπαδοπούλου (η αποβιώσασα), της οποίας ο διαχειριστής της περιουσίας είναι ο εφεσίβλητος-ενάγων, και ο υπογράψας το επίδικο γραμμάτιο, επίσης αποβιώσας Α. Χριστοφίδης (του οποίου ο διαχειριστής της περιουσίας ήταν ο εναγόμενος 1), υπήρξαν σύζυγοι. Από το γάμο του με την αποβιώσασα ο Α. Χριστοφίδης απέκτησε δύο τέκνα τα οποία, μαζί με την εφεσείουσα-εναγόμενη 2, είναι οι νόμιμοι κληρονόμοι του. Ο γάμος του Α. Χριστοφίδη με την αποβιώσασα διαλύθηκε κατά ή περί τις 20.6.1985. Ο Α. Χριστοφίδης συνήψε νέο γάμο με την εναγόμενη 2-εφεσείουσα κατά ή περί τις 16.2.1986.

Η αξίωση της αποβιώσασας ήταν για ποσό £33.000.- πλέον τόκους προς 9% ετησίως από 1.8.1988 μέχρις εξοφλήσεως, δυνάμει υπολοίπου γραμματίου συνήθους τύπου ημερ. 24.7.1985. Ο υπογρά[*1364]ψας το γραμμάτιο Α. Χριστοφίδης απεβίωσε στις 22.6.1998 και αρχικά η αγωγή κινήθηκε μόνον εναντίον του διαχειριστή της περιουσίας του, μετά όμως από σχετικό αίτημα της εναγόμενης 2-εφεσείουσας, αυτή προστέθηκε ως δεύτερη εναγόμενη. Οι εναγόμενοι 1 και 2 καταχώρησαν ξεχωριστές εκθέσεις υπεράσπισης και ανταπαίτησης με πανομοιότυπο περιεχόμενο. Κατά την ακροαματική διαδικασία ο συνήγορος του πρώτου εναγόμενου δεν προέβη σε αντεξέταση οποιουδήποτε μάρτυρα και στο στάδιο των αγορεύσεων ανέφερε ότι δεν θα προέβαινε σε αγόρευση, λόγω της ιδιότητας του εναγόμενου 1 ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα αλλά θα άφηνε τις άλλες δύο πλευρές να χειριστούν την υπόθεση. Οι συνήγοροι του εφεσίβλητου-ενάγοντα και της εφεσείουσας-εναγόμενης 2 προέβησαν σε εμπεριστατωμένες αγορεύσεις και ανέλυσαν τις θέσεις τους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στις 16.5.2006 υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του τότε εναγόμενου 1 για ποσό £33.000.- με τόκο προς 9% ετησίως από 1.8.1988. Τα έξοδα της υπόθεσης, όπως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκρίνονταν από το δικαστήριο, επιδικάστηκαν εναντίον και των δύο εναγομένων. Η ανταπαίτηση και των δύο εναγομένων, που ήταν πανομοιότυπη, απορρίφθηκε χωρίς άλλη διαταγή για έξοδα. 

Με την παρούσα έφεση η δεύτερη (μόνον) εναγόμενη αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με επτά λόγους έφεσης. Με τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς τον επιδικασμό εξόδων αγωγής εναντίον της εναγόμενης 2-εφεσείουσας παρά το ότι, σύμφωνα με την εφεσείουσα, το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εκδώσει οποιαδήποτε ετυμηγορία είτε υπέρ είτε εναντίον της εναγόμενης 2-εφεσείουσας, όπως είχε υποχρέωση. Με τους λόγους έφεσης 4, 5 και 6 αμφισβητούνται τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ότι το επίδικο γραμμάτιο είχε υπογραφεί στην παρουσία των δύο προσώπων που υπέγραψαν ως μάρτυρες, ως προς το ότι το επίδικο έγγραφο ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου εν τη εννοία του Αρθρου 78 του Κεφ. 149 και ως προς το ότι κρίθηκαν ως αξιόπιστοι και έγινε αποδεκτή η μαρτυρία των Μ.Ε. 1 και 2 ενώ ταυτόχρονα κρίθηκε ως αξιόπιστη και η μαρτυρία της ίδιας της αποβιώσασας της οποίας όμως η μαρτυρία δεν συνήδε πλήρως με τη μαρτυρία των Μ.Ε. 1 και 2. Σε αντίθεση, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία της εναγόμενης 2-εφεσείουσας ως αναξιόπιστη λόγω του ότι δεν συνήδε με την υπόλοιπη αξιόπιστη μαρτυρία. Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη και πεπλανημένη εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος-ενάγων δεν επέδειξε υπέρμετρη και αδι[*1365]καιολόγητη καθυστέρηση στην έγερση της αγωγής του και ότι αυτό δεν αποτελούσε κώλυμα στην έγερση της αγωγής, κατ’ εφαρμογή της αρχής των laches, του δικαίου της επιεικείας.

Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου, σε κάποιο βαθμό, και την εκδοχή των μαρτύρων του, σύμφωνα με την οποία ο αποβιώσας Α. Χριστοφίδης υπέγραψε γραμμάτιο συνήθους τύπου, προς όφελος του εφεσίβλητου, το οποίο ήταν πληρωτέο με δόσεις. Μέχρι κάποια ημερομηνία ο αποβιώσας πλήρωνε κανονικά τις δόσεις του, στη συνέχεια όμως παρέλειψε να πληρώνει οποιεσδήποτε δόσεις και κατά συνέπεια το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εις βάρος του διαχειριστή της περιουσίας του Α. Χριστοφίδη και υπέρ του εφεσίβλητου για το υπόλοιπο του οφειλομένου, δυνάμει του γραμματίου, ποσού, πλέον τόκους. Η δεύτερη εναγόμενη-εφεσείουσα προστέθηκε ως συνεναγόμενη, μετά από δική της αίτηση, επειδή ήταν νόμιμη κληρονόμος του αποβιώσαντος Α. Χριστοφίδη (μαζί με τα δύο παιδιά του) και επομένως είχε νόμιμο συμφέρον να προβάλει υπεράσπιση στην αγωγή, της οποίας το αποτέλεσμα επηρέαζε το κληρονομικό της μερίδιο. Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το λανθασμένο ή το μεμπτό στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιδικάσει, υπό τις περιστάσεις, τα έξοδα της αγωγής εις βάρος και των δύο εναγομένων, παρά το ότι απόφαση στην αγωγή εκδόθηκε μόνον εις βάρος του πρώτου εναγόμενου διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Α. Χριστοφίδη. Το ζήτημα των εξόδων εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου και στην προκείμενη περίπτωση κρίνουμε ότι η διακριτική του ευχέρεια ασκήθηκε ορθά και δίκαια. Επιπρόσθετα κρίνουμε ότι η ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν πλήρης και εμπεριστατωμένη και δεν υπάρχει οτιδήποτε που το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε αποφασίσει, σε σχέση με τα επίδικα θέματα, και παρέλειψε να το πράξει. Όπως τονίστηκε, η δεύτερη εναγόμενη προστέθηκε ως συνεναγόμενη, με δική της πρωτοβουλία, και το δικαστήριο δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να εκδώσει απόφαση είτε υπέρ είτε εναντίον της εφόσον η αξίωση του εφεσίβλητου-ενάγοντα ήταν μόνον εναντίον της περιουσίας του αποβιώσαντος Α. Χριστοφίδη και η δεύτερη εναγόμενη απλά προστέθηκε με σκοπό να της δοθεί η ευκαιρία να προασπίσει, ενώπιον του δικαστηρίου, τα νόμιμα και θεμιτά της συμφέροντα.

Λόγοι έφεσης 4, 5 και 6.

Το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε πλήρη ανάλυση του τι συ[*1366]νιστά γραμμάτιο συνήθους τύπου σύμφωνα με το Αρθρο 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στις προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για να συνιστά, ένα έγγραφο, γραμμάτιο συνήθους τύπου, με όλες τις νομικές συνέπειες που αυτό έχει. Κατέληξε ότι όλες οι προϋποθέσεις ικανοποιούνταν και ότι επομένως το επίδικο έγγραφο ήταν γραμμάτιο συνήθους τύπου. Σε σχέση με την πρόνοια του εγγράφου ότι το ποσό ήταν πληρωτέον «εις διαταγήν» της εφεσίβλητης, έκρινε ότι αυτό δεν μετέτρεπε το έγγραφο σε οτιδήποτε άλλο από γραμμάτιο συνήθους τύπου. Αναφέρθηκε συναφώς και στην απόφαση στην υπόθεση Παύλου v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 483 όπου το Εφετείο παρά το ότι τόνισε τη σημασία της αυστηρής και πιστής τήρησης των προϋποθέσεων του Άρθρου 78, δεν θεώρησε σημαντικό το ότι, στο κείμενο του γραμματίου, το οφειλόμενον ποσόν ήταν πληρωτέον «εις διαταγήν» της αποβιώσασας και όχι στην αποβιώσασα.

Αναφορικά με την υπογραφή του επίδικου εγγράφου στην παρουσία δύο μαρτύρων οι οποίοι το υπέγραψαν ταυτόχρονα, ως επιβεβαιωτές μάρτυρες, το πρωτόδικο δικαστήριο δίνει σαφείς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους πίστεψε τη μαρτυρία των μαρτύρων του εφεσίβλητου-ενάγοντα και ιδιαίτερα εκείνη του δικηγόρου κ. Δημήτρη Παπαχρυσοστόμου, σύμφωνα με την οποία το επίδικο έγγραφο υπογράφηκε στην παρουσία των δύο μαρτύρων που υπέγραψαν ως μάρτυρες, δηλαδή του κ. Δημήτρη Παπαχρυσοστόμου και του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου, ο οποίος δεν κλητεύθηκε σαν μάρτυρας επειδή, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Σε σχέση με την αποδοχή της μαρτυρίας της αποβιώσασας, στο βαθμό που αυτή συνήδε με τη μαρτυρία των Μ.Ε. 1 και 2, και την απόρριψη της μαρτυρίας της εναγόμενης 2-εφεσείουσας, στο βαθμό που αυτή δεν συνήδε με την υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, και πάλι δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το εσφαλμένο ή το μεμπτό στον χειρισμό του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Είναι επιτρεπτό ένα δικαστήριο να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός, κατά τα άλλα αξιόπιστου μάρτυρα, και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας του το οποίο έρχεται σε αντίθεση ή δεν συνάδει με άλλη αξιόπιστη μαρτυρία. Αυτό συνέβηκε και στην προκείμενη περίπτωση όπου το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε μεν ότι η αποβιώσασα ήταν αξιόπιστη μάρτυρας και δεν είχε οποιαδήποτε πρόθεση να πει ψέματα στο δικαστήριο όμως, λόγω ηλικίας και υγείας, δεν θυμόταν πλήρως τα ουσιώδη γεγονότα, όπως τα θυμούνταν οι Μ.Ε. 1 και 2. Σε αντίθεση η εναγόμενη 2-εφεσείουσα κρίθηκε ως αναξιόπιστη μάρτυρας για λόγους που το δικαστήριο αναφέρει και η μαρτυρία της απορρί[*1367]φθηκε στο βαθμό που ερχόταν σε αντίθεση με την υπόλοιπη αξιόπιστη μαρτυρία.

Λόγος έφεσης 7.

Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στο ζήτημα της καθυστέρησης στην έγερση της αγωγής. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το επίδικο γραμμάτιο υπογράφηκε στις 24.7.1985, ο αποβιώσας Α. Χριστοφίδης κατέβαλλε τις δόσεις από 1.8.1985 μέχρι 31.7.1988 και παρέλειψε να καταβάλει τις δόσεις που ήταν πληρωτέες μετά την 1.8.1988. Ο Α. Χριστοφίδης απεβίωσε στις 22.6.1998 και η αγωγή καταχωρήθηκε στις 11.10.2000. Στην παράγραφο 9 της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης της εναγόμενης 2-εφεσείουσας αναγράφεται ότι τα δικαιώματα της αποβιώσασας, που πηγάζουν από το γραμμάτιο, αυτή δεν τα διεκδίκησε ποτέ, πριν την 11.10.2000, δηλαδή 16 περίπου χρόνια μετά την κατ’ ισχυρισμό κατάρτιση του γραμματίου και αφού στο μεταξύ είχε αποβιώσει ο υπογράψας το γραμμάτιο. Καταρχήν το ζήτημα της καθυστέρησης στην έγερση μιας αγωγής, ως λόγος υπεράσπισης, θα πρέπει να δικογραφείται με επαρκή λεπτομέρεια. Θα πρέπει δηλαδή, στην έκθεση υπεράσπισης, να εγείρεται αυτή η συγκεκριμένη υπεράσπιση του δικαίου της επιείκειας, δηλαδή  θα πρέπει να αναφέρονται επαρκή στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ο ενάγων, παρόλο που είχε πλήρη γνώση των γεγονότων, από τα οποία πηγάζει το αγώγιμο του δικαίωμα, καθυστέρησε την καταχώριση της αγωγής του με αποτέλεσμα να προκαλείται δυσμενής επηρεασμός στον εναγόμενο (Δέστε: Bullen and Leake and Jacob’ s, Precedents of Pleadings, 12η έκδοση, σελ. 1154).

Είναι θεμελιωμένο ότι ένας ενάγοντας θα πρέπει να προωθήσει την αξίωση του χωρίς υπέρμετρη καθυστέρηση, σύμφωνα με το αξίωμα vigilantibus et non dormientibus lex succurrit. Το δίκαιο της επιεικείας δεν θέτει οποιοδήποτε συγκεκριμένο χρονικό όριο για την προώθηση ενός αγώγιμου δικαιώματος αλλά το δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα υπό το φως των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης. Κατά την εξέταση αυτή, με σκοπό να αποφασιστεί το κατά πόσον υπήρξε τέτοια καθυστέρηση που να συνιστά κώλυμα στην προώθηση της υπόθεσης (laches) τα κύρια σημεία που λαμβάνονται υπόψη είναι: (α) Η συγκατάθεση του ενάγοντα στην παράβαση των δικαιωμάτων του από τον εναγόμενο, μετά που ο ενάγοντας έχει πλήρη γνώση των ουσιωδών γεγονότων, και (β) οποιαδήποτε αλλαγή έχει συμβεί, στο μεταξύ, στον εναγόμενο, η οποία τον επηρεάζει δυσμενώς. Θεωρείται γενικά άδικο να παρέχεται σε ένα ενάγοντα θεραπεία, όταν εκείνος με τη συμπεριφορά του έχει δείξει ότι αποποιήθηκε ή απεμπόλησε τα δικαιώματα του (Δέστε: [*1368]Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 14, σελ. 641).

Η υπεράσπιση όμως της καθυστέρησης (laches) επιτρέπεται μόνον εκεί όπου δεν προνοείται παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος, από το Νόμο. Αν προνοείται, από το Νόμο, παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος μετά από την παρέλευση κάποιου συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος τότε ο ενάγοντας δικαιούται στην πλήρη χρονική περίοδο, την οποίαν προβλέπει ο Νόμος, πριν καταστεί η αξίωση του μη προωθήσιμη (unenforceable) (Δέστε: Halsbury’s, ανωτέρω, παράγραφος 1181, σελ. 641).

Στην προκείμενη περίπτωση καθορίζεται περίοδος παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος που βασίζεται σε γραμμάτιο συνήθους τύπου τα 15 χρόνια από την ημερομηνία κατά την οποίαν προέκυψε το αγώγιμο δικαίωμα (Δέστε: Άρθρον 3(1) (α) του περί Παραγραφής Νόμου, Κεφ. 15). Επίσης δυνάμει του περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμου 57/64 αναστάληκαν οι πρόνοιες της προαναφερόμενης νομοθεσίας. Η αναστολή (της παραγραφής) καταργήθηκε το 2002 δυνάμει του περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου 110(I)/2002. Σύμφωνα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, έστω και αν η δικογράφηση της υπεράσπισης της καθυστέρησης και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται, ήταν επαρκής, πράγμα που στην προκείμενη περίπτωση δεν συμβαίνει, (διότι στην προαναφερόμενη παράγραφο 9 της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης της εναγόμενης 2-εφεσείουσας δεν εγείρεται τέτοιο ζήτημα επαρκώς), και πάλι η υπεράσπιση αυτή δεν θα μπορούσε να επιτύχει, εφόσον η ενάγουσα-εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να εγείρει το αγώγιμο δικαίωμά της, που πηγάζει από το προαναφερόμενο γραμμάτιο, μέσα σε 15 χρόνια από την γέννησή του, δηλαδή από την 1.8.1988, και αυτό χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πρόνοιες των προαναφερόμενων νόμων του 1964 και 2002. Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 11.10.2000 και επομένως, εν πάση περιπτώσει, από την 1.8.1988 δεν είχαν συμπληρωθεί τα 15 χρόνια τα οποία προνοούνται για την εκπνοή του αγώγιμου δικαιώματος της αποβιώσασας. Επομένως ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση της εφεσείουσας-εναγόμενης 2 εναντίον του εφεσίβλητου-ενάγοντα απορρίπτεται, με έξοδα €2.000.-, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος της εφεσείουσας-εναγομένης 2.

H έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος της εφεσείουσας.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο