Kαστάνος Xριστοφής και Άλλοι ν. Λαϊκή Kυπριακή Tράπεζα (Xρηματοδοτήσεις) Λτδ (2009) 1 ΑΑΔ 1374

(2009) 1 ΑΑΔ 1374

[*1374]11 Νοεμβρίου, 2009

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2007)

1. ΧΡΙΣΤΟΦΗΣ ΚΑΣΤΑΝΟΣ,

2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ,

3. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΤΗΣ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2007)

1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ,

2. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΦΕΙΔΙΑ,

3. ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 96/2007)

1. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΦΕΙΔΙΑ,

2. ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

3. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

[*1375]ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτικές Eφέσεις Αρ. 94/2007, 95/2007, 96/2007)

 

Συμβάσεις ― Eικονική σύμβαση ― Εικονική σύμβαση ενοικιαγοράς ― Ενάγοντες, τραπεζικός χρηματοδοτικός οργανισμός, εν γνώσει τους, κατάρτισαν μια πραγματικά ανύπαρκτη συμφωνία ενοικιαγοράς με ανύπαρκτα αντικείμενα ― Κατά πόσο μετά την απόρριψη της μόνης εκδοχής των εναγόντων από το Δικαστήριο περί γνήσιας και έγκυρης συμφωνίας ενοικιαγοράς, παρέμενε άλλο πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων επί του οποίου να εφαρμοζόταν εναντίον των εναγομένων (ενοικιαγοραστών), οποιαδήποτε αρχή περί αποκατάστασης και/ή άδικου πλουτισμού ώστε οι ενάγοντες να δικαιούνται στην επιστροφή του χρηματικού ποσού το οποίο καρπώθηκαν οι ενοικιαγοραστές ― Εφαρμογή των αρχών της απόφασης στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Χίνη (2008) 1 A.A.Δ. 818.

Οι τρεις συνεκδικαζόμενες εφέσεις είναι ουσιαστικά πανομοιότυπες.

Τα κύρια γεγονότα, οι θέσεις των διαδίκων και η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφέρονται μόνο σε σχέση με την έφεση υπ’ αρ. 94/2007 η οποία είναι και η πρώτη χρονολογικά έφεση.

Οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) τερμάτισαν τη συμφωνία ενοικιαγοράς με την οποία είχαν ενοικιάσει στον εφεσείοντα 1 συσκευές ψύξης και θέρμανσης, τις οποίες ο εφεσείων 2 είχε πωλήσει στον εφεσείοντα 1 υπό την αλληλέγγυη εγγύηση των εφεσειόντων 2 και 3 και με την ενεχυρίαση προς τους εφεσίβλητους από τον εφεσείοντα 1 αριθμού μετοχών και ενός οχήματος που του ανήκαν. Διεκδίκησαν δε μέσω του Δικαστηρίου εναντίον των τριών εφεσειόντων το ποσό των £18.535,05 ως υπόλοιπο ενοικίου και/ή αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας ενοικιαγοράς πλέον τόκους και έξοδα, όταν ο ενοικιαγοραστής δεν κατέβαλλε τα οφειλόμενα ενοίκια. Διεκδίκησαν επίσης έκδοση διατάγματος επιστροφής και πώλησης των ενοικιασθέντων αντικειμένων και διατάγματος πώλησης των μετοχών και παράδοσης και πώλησης του οχήματος. Διαζευκτικά και χωρίς βλάβη προς την πιο πάνω αιτία αγωγής τους, οι εφεσίβλητοι εισηγήθηκαν πως εάν για οποιονδήποτε λόγο ήθελε αποδειχθεί ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εξ υπαρχής άκυρη, τότε θα εδικαιούντο στην επιστροφή ποσού εκ £16.039 που αποτελούσε το ποσό που χορηγήθηκε προς τον εφεσείοντα 1 (αφαι[*1376]ρουμένων δικαιωμάτων ενοικιαγοράς) ως ποσό αχρεωστήτως καταβληθέν και/ή χωρίς πρόθεση χαριστικής απόδοσής του και/ή ως οφειλόμενο ποσό δυνάμει αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Οι εφεσείοντες στην υπεράσπισή τους, παραδέχοντο μεν ότι συνήψαν την επίδικη συμφωνία, αλλά ισχυρίσθηκαν ότι η παρουσιαζόμενη πράξη ενοικιαγοράς ήταν εικονική καθότι τα αντικείμενα ήσαν ανύπαρκτα και επινοήθηκαν από τους εφεσίβλητους σε συνεννόηση μαζί τους. Σκοπός της διευθέτησης αυτής ήταν η χρηματοδότηση των εφεσειόντων για να πραγματοποιήσουν επενδύσεις στο Χρηματιστήριο ή να εξοφλήσουν χρέη τους από επενδύσεις. Η πράξη αυτή οδηγούσε σε καταστρατήγηση των οδηγιών και/ή αποφάσεων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και επίσης σε παράκαμψη των περιορισμών του περί Τόκου Νόμου. Ζητούσαν δε με την ανταπαίτησή τους δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι επίδικες συμφωνίες και εγγυήσεις ήσαν άκυρες και ανυπόστατες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα, μεταξύ άλλων, ευρήματα και συμπεράσματα:

Ότι η επίδικη σύμβαση ενοικιαγοράς ήταν πράγματι εικονική, αφού τα μισθωθέντα αντικείμενα ήσαν ανύπαρκτα, γεγονός που το γνώριζαν οι εφεσίβλητοι.

Ότι η επίδικη συμφωνία, ως εικονική, ήταν άκυρη.

Ότι κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 65 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, η είσπραξη εκ μέρους του εφεσείοντος 1 του ποσού των £16.000 συνιστούσε απόκτηση οφέλους δυνάμει άκυρης συμφωνίας και συνεπώς θα έπρεπε να επιστραφεί στους εφεσίβλητους.

Ότι παρά το ότι η αρχική συμφωνία μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείοντος 1 κρίθηκε άκυρη, οι εγγυητές – εφεσείοντες 2 και 3 δεν απαλλάσσονταν από τις υποχρεώσεις τους με βάση τη συμφωνία εγγύησης η οποία θα ίσχυε ανεξάρτητα από την εγκυρότητα/ακυρότητα της επίδικης συμφωνίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον και των τριών εφεσειόντων αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των £16.000 με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα. Επιπρόσθετα, εξέδωσε διάταγμα για την πώληση των ενεχυριασθεισών μετοχών του εφεσείοντος 1 και του οχήματός του, με δημόσιο πλειστηριασμό, προς απόδοση του προϊόντος πώλησής τους έναντι του ποσού της απόφασης.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Η κεντρική θέση τους [*1377]αφορούσε στο θέμα κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε ή έπρεπε να αποδώσει θεραπεία στους εφεσίβλητους μετά την απόρριψη της θέσης και της μόνης εκδοχής που προώθησαν ενώπιόν του περί γνήσιας και έγκυρης συμφωνίας ενοικιαγοράς, στη βάση των αρχών της αποκατάστασης και ενάντια στις αρχές που καθορίστηκαν στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. v. Χίνη (2008) 1 A.A.Δ. 818. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε απορρίψει την αγωγή με έξοδα.

Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν την εισήγηση ότι κατά την ακροαματική διαδικασία προώθησαν μόνο την προαναφερθείσα εκδοχή. Ο συνήγορος τους δε, παρέπεμψε σε διάφορες δικαστικές αποφάσεις στις οποίες, αν και κηρύχθηκε άκυρη μια δικαιοπραξία, εν τούτοις διατάχθηκε αποκατάσταση στη βάση διαζευκτικής αιτίας αγωγής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού έκαμε ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας αναφέροντας και ότι τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης προσομοιάζουν σε πολλά σημεία με εκείνα της υπόθεσης Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Χίνη (ανωτέρω), έκαμε δεκτή την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1. Η απόφαση Χίνη (ανωτέρω) είναι αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της παρούσας έφεσης. Το αποτέλεσμα της έφεσης, δηλαδή, θα κριθεί ουσιαστικά από τον τρόπο κατά τον οποίο το παρόν Εφετείο θα εφαρμόσει ή θα διαφοροποιήσει την περίπτωση εκείνη.

2. Στην υπόθεση Χίνη (ανωτέρω) τονίστηκε, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, ότι κάθε ενάγων έχει το δικαίωμα να δικογραφεί εναλλακτικές βάσεις αγωγής και ακολούθως να επιλέγει εκείνη την οποία θα προωθήσει. Επιβεβαιώθηκε ακόμα η καλά καθιερωμένη αρχή σύμφωνα με την οποία “εφόσον στοιχειοθετούνται τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την απαίτηση, είναι παραδεκτή η παροχή αρμόζουσας θεραπείας άσχετα από το ακριβές νομικό πέπλο κάτω από το οποίο τίθεται η απαίτηση”.

3. Αντίθετα με την προηγούμενη εισήγηση των εφεσιβλήτων, δεν έχει σημασία αν δεν έχει απορριφθεί ολόκληρη η μαρτυρία τους ως αναξιόπιστη. Είναι αρκετό αν απορριφθεί ως αναξιόπιστη μόνο η εκδοχή τους περί υπαρκτών αντικειμένων και γνήσιας σύμβασης ενοικιαγοράς.

4. Το πρόβλημα το οποίο εντόπισε τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και το Εφετείο στην υπόθεση Χίνη δεν ήταν ότι η επίδικη σύμ[*1378]βαση δεν αποτελούσε νομικά ενοικιαγορά. Το πρόβλημα ήταν ότι εν γνώσει τους οι εφεσίβλητοι είχαν καταρτίσει όχι μόνο νομικά, αλλά και πραγματικά ανύπαρκτη συμφωνία με ανύπαρκτα αντικείμενα. Ενώ δε επέμειναν με τη μαρτυρία τους σ’ αυτή την εκδοχή και βάση αγωγής μέχρι τέλους, όταν αυτή απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, κανένα άλλο πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων δεν παρέμεινε, επί του οποίου να εφαρμοζόταν οποιαδήποτε αρχή περί αποκατάστασης, άδικου πλουτισμού κλπ. Δεν επρόκειτο περί προβλήματος ανυπαρξίας άλλης νομικής βάσης, αλλά περί ανυπαρξίας υποβάθρου γεγονότων στα οποία θα μπορούσε να εφαρμοσθεί άλλη διαζευκτική βάση αγωγής ασύμφωνη με την εκδοχή που κάλεσαν οι εφεσίβλητοι το Δικαστήριο να δεχθεί και αυτό την απέρριψε.

5. Οι αρχές οι οποίες υιοθετήθηκαν από το Εφετείο στη υπόθεση Χίνη (ανωτέρω) τυγχάνουν και εδώ εφαρμογής. Ως αποτέλεσμα, καμιάς μορφής θεραπεία δεν θα μπορούσε ν’ αποδοθεί από το Δικαστήριο στους εφεσίβλητους-ενάγοντες είτε με βάση το Άρθρο 65 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, είτε άλλως πως. Το Ανώτατο Δικαστήριο οδηγείται σ’ αυτή την κατάληξη έχοντας επίγνωση του ότι σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, οι εφεσείοντες είχαν ενσυνείδητα και αυτοί συμμετάσχει στην κατάρτιση της εικονικής – πλαστής σύμβασης ενοικιαγοράς και καρπώθηκαν απ’ αυτήν ένα σημαντικό ποσό χρημάτων το οποίο και δεν θα επιστρέψουν. Αυτό όμως το γεγονός δεν θα ήταν ικανό να στρεβλώσει νομικές αρχές και να αποδώσει θεραπείες σε διάδικο ο οποίος απευθύνεται στο Δικαστήριο, προτείνοντας και προωθώντας μια πλαστή εκδοχή, δοκιμάζοντας την ικανότητα του Δικαστηρίου να φθάνει στην αλήθεια και σε περίπτωση αποτυχίας του, να επιζητεί απονομή δικαιοσύνης σε βάση άλλη, απ’ εκείνη που καλούσε το Δικαστήριο ν’ αποδεχθεί.

Οι εφέσεις επιτράπηκαν με €1.500 έξοδα έφεσης σε κάθε μια από τις εφέσεις, πλέον Φ.Π.Α..

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. v. Χίνη (2008) 1 A.A.Δ. 818,

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2067,

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(B) Α.Α.Δ. 1432,

[*1379]A. and C. Antoniou Resort Ltd v. Eleonora Hotel Apartment Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1321,

Maison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 1156,

Anthoulla Papadopoulou v. Polycarpou (1968) 1 C.L.R. 352,

North Central Wagon Finance Co. Ltd. v. Brailsford a.ο. [1962] 1 All E.R. 502,

Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Aμμοχώστου (Παρασκευαΐδου-Kαρακάννα, Ε.Δ.), (Αγωγές Αρ. 95/03, 71/03 και 729/03), ημερομ. 1.3.2007.

Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Οι τρεις αγωγές οι οποίες εκδικάστηκαν πρωτόδικα από Επαρχιακό Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου και οδήγησαν στην καταχώρηση των εφέσεων υπό τους ως άνω τίτλους και αριθμούς, συγκαταλέγονται μεταξύ των αγωγών οι οποίες άγονται ενώπιον των δικαστηρίων και έχουν ως αντικείμενό τους τις λεγόμενες “εικονικές συμβάσεις ενοικιαγοράς”. Πρόκειται για συμβάσεις οι οποίες συνάπτονται μεταξύ χρηματοδοτικών οργανισμών αφενός και επιχειρηματιών από την άλλη, οι οποίες συμβάσεις, αν και έχουν όλα τα τυπικά, εξωτερικά γνωρίσματα μιας τριμερούς σύμβασης ενοικιαγοράς, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά συγκεκαλυμμένες συμφωνίες δανείων. Και στις τρεις εφέσεις εμπλέκονται ακριβώς τα ίδια νομικά θέματα όπως και τα ίδια πραγματικά θέματα, εξαιρουμένων διαφοροποιήσεων οι οποίες παρατηρούνται ως προς τα ποσά σε σχέση με τα οποία παρασχέθηκε χρηματοδότηση, ως προς τη φύση των αντικειμένων των συμβάσεων ενοικιαγοράς και ως προς τις παρα[*1380]σχεθείσες εξασφαλίσεις. Για τούτο, κατόπιν εισήγησης των συνηγόρων των διαδίκων, οι τρεις εφέσεις εκδικάστηκαν μαζί, με υποβολή κοινών παραστάσεων και συνακόλουθα με κοινή κατάληξη.

Θα αναφερθούμε στη συνέχεια στα κύρια γεγονότα και τις θέσεις των διαδίκων όπως και στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο σε σχέση με την πρώτη χρονολογικά Έφεση με αρ. 94/2007, επισημαίνοντας ότι τα ίδια περιστατικά, με τις προαναφερθείσες διαφοροποιήσεις, εφαρμόζονται και στις Εφέσεις υπ’ αρ. 95/2007 και 96/2007.

Οι εφεσίβλητοι με την αγωγή τους επικαλέστηκαν τη σύναψη συμφωνίας ενοικιαγοράς ημερομηνίας 4.7.2000 με την οποία είχαν ενοικιάσει στον εφεσείοντα 180 συνολικά συσκευές ψύξης και θέρμανσης, τις οποίες ο εφεσείων αρ. 2 είχε πωλήσει στον εφεσείοντα 1 υπό την αλληλέγγυη εγγύηση των εφεσειόντων 2 και 3 και με την ενεχυρίαση προς τους εφεσίβλητους από τον εφεσείοντα 1 αριθμού μετοχών και ενός οχήματος που του ανήκαν. Λόγω δε της μη καταβολής από τον ενοικιαγοραστή οφειλομένων ενοικίων, οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία και διεκδίκησαν δικαστικά εναντίον των τριών εφεσειόντων το ποσό των £18.535,05 ως υπόλοιπο ενοικίου και/ή αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας ενοικιαγοράς πλέον τόκους και έξοδα. Διεκδίκησαν επίσης την έκδοση διατάγματος επιστροφής και πώλησης των ενοικιασθέντων αντικειμένων και διατάγματος πώλησης των μετοχών και παράδοσης και πώλησης του οχήματος. Διαζευκτικά και χωρίς βλάβη προς την πιο πάνω αιτία αγωγής τους, οι εφεσίβλητοι εισηγήθηκαν πως εάν για οποιονδήποτε λόγο ήθελε αποδειχθεί ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εξ υπαρχής άκυρη, τότε θα εδικαιούντο στην επιστροφή ποσού εκ £16.039 που αποτελούσε το ποσό που χορηγήθηκε προς τον εφεσείοντα 1 (αφαιρουμένων δικαιωμάτων ενοικιαγοράς) ως ποσό αχρεωστήτως καταβληθέν και/ή χωρίς πρόθεση χαριστικής απόδοσής του και/ή ως οφειλόμενο ποσό δυνάμει αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Οι εφεσείοντες προς υπεράσπισή τους, παρά το ότι παραδέχθηκαν τα της σύναψης της επίδικης συμφωνίας, ισχυρίσθηκαν ότι η παρουσιαζόμενη πράξη ενοικιαγοράς ήταν εικονική καθότι τα αντικείμενα ήσαν ανύπαρκτα και επινοήθηκαν από τους εφεσίβλητους σε συνεννόηση με τους εφεσείοντες. Σκοπός αυτής της διευθέτησης ήταν η χρηματοδότηση των εφεσειόντων για να επενδύσουν στο Χρηματιστήριο ή να εξοφλήσουν χρέη τους από επενδύσεις, πράξη η οποία καταστρατηγούσε τις οδηγίες και/ή αποφάσεις της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κατά τον ουσιώδη χρόνο και επίσης παρέκαμπτε τους περιορισμούς του περί Τόκου Νόμου. Με [*1381]ανταπαίτηση δε την οποία είχαν καταχωρήσει, οι εφεσείοντες ζητούσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία και εγγύηση ήταν άκυρες και ανυπόστατες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από προσεκτική ανάλυση και αξιολόγηση της εκατέρωθεν προσαχθείσας μαρτυρίας, κατέληξε στα ακόλουθα κύρια ευρήματα και συμπεράσματα:

• Ότι η επίδικη σύμβαση ενοικιαγοράς ήταν πράγματι εικονική, αφού τα μισθωθέντα αντικείμενα ήσαν ανύπαρκτα, γεγονός που το γνώριζαν οι εφεσίβλητοι.

• Ότι οι εφεσείοντες χρησιμοποίησαν τα παραχωρηθέντα χρήματα για εξόφληση μετοχών που είχαν αγοράσει λίγες μέρες προηγουμένως αλλ’ επειδή οι εφεσίβλητοι δεν γνώριζαν τις προθέσεις των εφεσειόντων ως προς τη χρησιμοποίηση των χρημάτων, δεν μπορούσε να θεωρηθεί η σύμβαση παράνομη ως αντιβαίνουσα οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας, ούτε και η σύναψη της επίδικης συμφωνίας από μόνη της ήταν παράνομη.

• Ότι η επίδικη συμφωνία, ως εικονική, ήταν άκυρη.

• Ότι κατ’ εφαρμογή του Αρθρου 65 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, η είσπραξη εκ μέρους του εφεσείοντα 1 του ποσού των £16.000 συνιστούσε απόκτηση οφέλους δυνάμει άκυρης συμφωνίας και συνεπώς θα έπρεπε να επιστραφεί στους εφεσίβλητους.

• Ότι παρά το ότι η αρχική συμφωνία μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείοντα 1 κρίθηκε άκυρη, οι εγγυητές - εφεσείοντες 2 και 3 δεν απαλλάσσονταν από τις υποχρεώσεις τους με βάση τη συμφωνία εγγύησης η οποία θα ίσχυε ανεξάρτητα από την εγκυρότητα/ακυρότητα της επίδικης συμφωνίας.

Βασιζόμενο στις πιο πάνω διαπιστώσεις και συμπεράσματά του, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση απόφασης υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον και των τριών εφεσειόντων αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των £16.000 με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα. Επιπρόσθετα, εξέδωσε διάταγμα για την πώληση των ενεχυριασθεισών μετοχών του εφεσείοντα 1 και του οχήματός του, με δημόσιο πλειστηριασμό, προς απόδοση του προϊόντος πώλησής τους έναντι του ποσού της απόφασης. Ανάλογες αποφάσεις εξέδωσε το ίδιο Δικαστήριο και στις άλλες δύο αγωγές που είναι αντικείμενο των Εφέσεων υπ’ αρ. 95/2007 και 96/2007.

[*1382]Την ορθότητα αυτής της κατάληξης των πρωτόδικων αποφάσεων προσβάλλουν με τις τρεις εφέσεις τους οι εφεσείοντες - εναγόμενοι. Με την Ειδοποίηση Έφεσής τους οι εφεσείοντες στις Εφέσεις Αρ. 94/2007 και 95/2007 ήγειραν αρχικά 14 συνολικά Λόγους Έφεσης. Όμως αργότερα, με το Περίγραμμα Αγόρευσής τους απέσυραν τους Λόγους Έφεσης Αρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 12, 13 και 14. Παρέμειναν έτσι προς εξέταση οι Λόγοι Έφεσης Αρ. 8, 9, 10 και 11. Οι εφεσείοντες στην Έφεση Αρ. 96/2007 ήγειραν αρχικά 13 συνολικά Λόγους Έφεσης, όμως αργότερα με το Περίγραμμα Αγόρευσής τους, απέσυραν τους Λόγους Έφεσης Αρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 11, 12 και 13. Παρέμειναν έτσι προς εξέταση οι Λόγοι Έφεσης Αρ. 7, 8, 9 και 10, οι οποίοι είναι οι ίδιοι με τους Λόγους αρ. 8, 9, 10 και 11 αντίστοιχα στις Εφέσεις Αρ. 94/2007 και 95/2007.

Οι Λόγοι Έφεσης Αρ. 8 και 9 στις Εφέσεις Αρ. 94/2007 και 95/2007, όπως και οι αντίστοιχοί τους Λόγοι Έφεσης Αρ. 7 και 8 στην Έφεση Αρ. 96/2007, μπορούν να συνεξετασθούν εφόσον περιστρέφονται γύρω από την ίδια κεντρική θέση των εφεσειόντων σύμφωνα με την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε ή δεν έπρεπε να επιδικάσει υπέρ των εφεσιβλήτων οποιανδήποτε άλλη θεραπεία μετά την απόρριψη της κυρίαρχης ή μονολιθικής θέσης τους ως προς την ύπαρξη και εγκυρότητα σύμβασης ενοικιαγοράς. Μαζί ήταν εξάλλου που αναπτύχθηκαν αυτοί οι Λόγοι Έφεσης στο Περίγραμμα Αγόρευσης των εφεσειόντων.

Λόγοι Έφεσης Αρ. 8 και 9 στις Εφέσεις Αρ. 94/2007 και 95/2007 και Λόγοι Έφεσης Αρ. 7 και 8 στην Έφεση Αρ. 96/2007. Το θέμα κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε ή έπρεπε να αποδώσει θεραπεία στους εφεσίβλητους μετά την απόρριψη της θέσης και εκδοχής τους περί γνήσιας και έγκυρης συμφωνίας ενοικιαγοράς.

Η βασική θέση των εφεσειόντων σε σχέση με αυτούς τους Λόγους Έφεσης, συνοψίζεται ως εξής:

Δεδομένου ότι οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες προώθησαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως μόνη εκδοχή και ως το μόνο αγώγιμο δικαίωμά τους την επίδικη συμφωνία ως συμφωνία ενοικιαγοράς των φερομένων ως αντικειμένων ενοικιαγοράς και εφόσον το Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι η επίδικη συμφωνία ήταν εικονική και μη γνήσια με ανύπαρκτα αντικείμενα που οι ίδιοι οι ενάγοντες επινόησαν και ανέγραψαν στο επίδικο τιμολόγιο, το Δικαστήριο εσφαλμένα και αδικαιολόγητα προχώρησε να επιδικάσει εναντίον των εναγομένων και υπέρ των εναγόντων το ποσό που είχαν εισπράξει πλέον νόμιμο τόκο στη βάση των αρχών της αποκα[*1383]τάστασης και ενάντια στις αρχές που καθορίστηκαν στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. v. Χίνη (2008) 1 A.A.Δ. 818. Αντίθετα, θα έπρεπε να είχε απορρίψει την αγωγή με έξοδα.

Από την άλλη, οι εφεσίβλητοι διαφωνούν με την εισήγηση ότι κατά την ακροαματική διαδικασία προώθησαν μόνο την εκδοχή της γνήσιας ενοικιαγοράς και δεν προώθησαν άλλες, δικογραφημένες διαζευκτικές βάσεις αγωγής. Παραπέμπουν προς τούτο σε σχετικά αποσπάσματα από τη μαρτυρία του κύριου μάρτυρά τους Μ.Ε.1, προσθέτοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε τη μαρτυρία του παρά μόνο δεν δέχθηκε απ’ αυτήν τις αναφορές του περί άγνοιας ως προς την ανυπαρξία των αντικειμένων της συμφωνίας ενοικιαγοράς. Αντίθετα, στην υπόθεση Χίνη (ανωτέρω) το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε απορρίψει τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων των εφεσειόντων στο σύνολό της. Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων παρέπεμψε σε διάφορες δικαστικές αποφάσεις στις οποίες, αν και κηρύχθηκε άκυρη μια δικαιοπραξία, εν τούτοις διατάχθηκε αποκατάσταση στη βάση διαζευκτικής αιτίας αγωγής.

Παρόλο ότι τα γεγονότα και ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης προσομοιάζουν σε πολλά σημεία με εκείνα της υπόθεσης Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Χίνη (ανωτέρω), εν τούτοις, μια σύντομη ανασκόπηση στη νομολογία που είχε προηγηθεί, είναι κατά την άποψή μας αναγκαία.

Στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Κ. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(B) Α.Α.Δ. 1432 το Εφετείο ασχολήθηκε και πάλι με θέμα εικονικής ενοικιαγοράς ενός αυτοκινήτου κατά την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά τη διαπίστωση της εικονικότητας, απέρριψε την αγωγή, χειρισμός ο οποίος επικυρώθηκε από το Εφετείο. Στη μεταγενέστερη υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Α. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2067 εξετάσθηκε θέμα εικονικότητας σύμβασης ενοικιαγοράς επίπλων η οποία είχε συναφθεί και πάλι από τον ίδιο χρηματοδοτικό οργανισμό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι τα αντικείμενα της σύμβασης - έπιπλα, ήσαν πράγματι ανύπαρκτα, όπως ισχυρίζονταν οι εφεσίβλητοι και ότι οι αναφορές σε εκμίσθωση και πώλησή τους, ήταν επινόηση των εφεσειόντων για να συγκαλύψουν τους σκοπούς της χρηματοδότησης που συνίσταντο στην παροχή δανείου. Παρά τη δικογράφηση και εναλλακτικών θεραπειών στην Έκθεση Απαίτησης των εφεσειόντων, η αγωγή απορρίφθηκε λόγω της ακυρότητας της σύμβασης, μετά τη διαπίστωση ότι η υπόθεση που προώθησαν τελικά στο Δικαστήριο οι ενάγοντες-εφε[*1384]σείοντες βασίστηκε αποκλειστικά σε ενοικιαγορά. Το Εφετείο επεκύρωσε την ορθότητα αυτής της διαπίστωσης και συνακόλουθα και της κατάληξής της. Η συμμετοχή του ίδιου χρηματοδοτικού οργανισμού και σε άλλες περιπτώσεις όπου εμπλέκοντο ισχυρισμοί περί εικονικών συμβάσεων ενοικιαγοράς παρατηρήθηκε και σε άλλες υποθέσεις που ήχθησαν ενώπιον των Δικαστηρίων, Επαρχιακών και του Εφετείου με επιστέγασμα την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην προαναφερθείσα Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Χίνη (2008) 1 A.A.Δ. 818. Αυτή η απόφαση, όπως κατέστη φανερό από τις τοποθετήσεις των συνηγόρων των δύο πλευρών ενώπιόν μας, είναι αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της παρούσας έφεσης. Από τον τρόπο δηλαδή κατά τον οποίο το παρόν Εφετείο θα εφαρμόσει ή θα διαφοροποιήσει την περίπτωση εκείνη θα κριθεί ουσιαστικά και το αποτέλεσμα της έφεσης. Μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης Χίνη είναι χρήσιμη: Με σύμβαση ενοικιαγοράς μεταξύ των διαδίκων πωλήθηκαν διάφορα έπιπλα τα οποία ο χρηματοδοτικός οργανισμός ενοικίασε προς τον εφεσίβλητο με δικαίωμα αγοράς και αφού ο εφεσίβλητος έλαβε το ποσό των £70.000 το οποίο θα εξοφλούσε με μηνιαίες δόσεις πλέον δικαιώματα ενοικιαγοράς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση της υπεράσπισης ότι τα έπιπλα - αντικείμενα της ενοικιαγοράς ήσαν ανύπαρκτα και ότι η υπογραφείσα σύμβαση ήταν εικονική. Επρόκειτο δηλαδή για συγκεκαλυμμένο δάνειο. Προχώρησε δε στην απόρριψη της αγωγής, χωρίς οποιαδήποτε αποκατάσταση ή απόδοση εναλλακτικής θεραπείας προς τους εφεσείοντες, παρατηρώντας ότι, παρά το γεγονός ότι διαζευκτικές βάσεις αγωγής ήσαν δικογραφημένες, εν τούτοις κατά την ακρόαση της υπόθεσης, οι εφεσείοντες προώθησαν μόνο την εκδοχή της συμφωνίας ενοικιαγοράς, εκδοχή η οποία κατέρρευσε. Έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως ούτε αποκατάσταση στη βάση άκυρης (όχι παράνομης) σύμβασης μπορούσε να διαταχθεί με τις πρόνοιες του Άρθρου 65 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ούτε στη βάση των αρχών non est factum, estoppel ή money had and received. Το Εφετείο επεκύρωσε πλήρως όλες τις διαπιστώσεις και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και τη δοθείσα γι’ αυτές νομική και πραγματική αιτιολογία.

Όπως έχουμε προαναφέρει, η πλευρά των εφεσειόντων πρόβαλε ενώπιόν μας τη θέση ότι η απόφαση του Εφετείου στη Χίνη είναι πλήρως εφαρμόσιμη στην υπό εξέταση περίπτωση και ότι η εφαρμογή της θα πρέπει να οδηγήσει σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Αντίθετα, η πλευρά των εφεσιβλήτων υποστήριξε πως τα ιδιαίτερα περιστατικά της Χίνη διαφοροποιούνται από αυτά της υπό εξέταση έφεσης. Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους λόγους τους οποίους προβάλλει η πλευρά των εφεσιβλήτων σύμφωνα με τους [*1385]οποίους υπάρχει διαφοροποίηση σε ουσιώδη σημεία μεταξύ των δύο περιπτώσεων. Αυτές τις διαφορές οι εφεσίβλητοι τις εντοπίζουν στα ακόλουθα θέματα τα οποία θα παραθέσουμε στη συνέχεια και με τα οποία θα ασχοληθούμε ένα προς ένα:

Εισηγήθηκαν κατ’ αρχήν οι εφεσίβλητοι ότι στην υπόθεση Χίνη η μαρτυρία που προσκόμισαν οι ενάγοντες είχε απορριφθεί στην ολότητά της, ενώ στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε μόνο από τη μαρτυρία τους τον ισχυρισμό περί ύπαρξης των αντικειμένων.

Αυτή η παρατήρηση των εφεσιβλήτων είναι ορθή, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 9 της Απόφασής του ανέφερε ότι για τους λόγους που είχε παραθέσει, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ο κύριος μάρτυρας των εφεσειόντων γνώριζε ότι τα αντικείμενα δεν υπήρχαν (παρά την περί του αντιθέτου μαρτυρία του) και όπως πρόσθεσε το Δικαστήριο:

“Επί του σημείου αυτού αποδέχομαι τη μαρτυρία των τριών εναγομένων ότι η επίδικη συμφωνία ήταν εικονική και ότι τα αντικείμενα ήσαν ανύπαρκτα, γεγονός που εγνώριζαν οι ενάγοντες.”

Παρόμοιες ήσαν οι αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στις αποφάσεις του στις άλλες δύο αγωγές.

Καθίσταται όμως σαφές από την πιο πάνω περικοπή από την πρωτόδικη απόφαση, ότι το Δικαστήριο δεν απέρριψε απλά ένα σημείο ή ένα θέμα στη μαρτυρία των εναγόντων-εφεσιβλήτων, αλλ’ ουσιαστικά απέρριψε ολόκληρη την προβαλλόμενη εκδοχή τους περί έγκυρης ενοικιαγοράς. Απορριπτομένης της μαρτυρίας τους περί ύπαρξης των αντικειμένων της ενοικιαγοράς, απορρίφθηκε αυτόματα και όλη η εκδοχή τους. Υπενθυμίζεται ότι τα άλλα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης δεν ήσαν αμφισβητούμενα. Αντίθετα, όπως ορθά αναφέρεται και στις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ήταν κοινά παραδεκτό το γεγονός ότι είχαν υπογραφεί οι επίδικες συμφωνίες, ότι τις υπέγραψαν και οι εγγυητές, ότι δόθηκαν περαιτέρω εξασφαλίσεις και ότι με την υπογραφή των συμφωνιών ο εφεσείων αρ. 1 έλαβε από τους εφεσίβλητους επιταγή για το συμφωνηθέν ποσό. Μόνο δύο θέματα είχαν αμφισβητήσει οι εφεσείοντες, αυτό της εικονικότητας και της παρανομίας λόγω παράβασης εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας.

Επομένως, δεν φαίνεται να υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση με την υπόθεση Χίνη ως προς το θέμα της μη αποδοχής από το [*1386]πρωτόδικο Δικαστήριο της βασικής μαρτυρίας των εφεσιβλήτων.

Εισηγήθηκαν περαιτέρω οι εφεσίβλητοι ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπόθεση Χίνη βρήκε πως δεν είχε προωθηθεί βάση αγωγής άλλη παρά εκείνη της ενοικιαγοράς, στην παρούσα περίπτωση η μαρτυρία των εφεσιβλήτων δείχνει ότι είχαν προωθηθεί διαζευκτικές βάσεις αγωγής που αφορούν στο δικαίωμα σε αποκατάσταση, τις οποίες και δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξ’ ου και απέδωσε θεραπεία αποκατάστασης.

Προς υποστήριξη αυτής της θέσης τους, οι εφεσίβλητοι παρέπεμψαν σε σχετική νομολογία στην οποία δικαστικές αποφάσεις απέδωσαν θεραπεία αποκατάστασης μετά τη διαπίστωση περί ακυρότητας μιας σύμβασης, στη βάση εναλλακτικών βάσεων αγωγής, π.χ. A. and C. Antoniou Resort Ltd v. Eleonora Hotel Apartment Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 1321, Maison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 1156, Anthoulla Papadopoulou v. Xenophon Polycarpou (1968) 1 C.L.R. 352, North Central Wagon Finance Co. Ltd. v. Brailsford and Another [1962] 1 All E.R. 502, κ.ά.). Παρέπεμψαν επίσης στη μαρτυρία του κυρίως μάρτυρα τους Μ.Ε. 1 Πατσιά, μέρος της οποίας είχε δοθεί με γραπτή δήλωση, για να καταδείξουν την ταυτόχρονη προώθηση βάσεων αγωγής, εναλλακτικών προς αυτή της ενοικιαγοράς.

Στο σημείο τούτο θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής: Ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε και το Εφετείο στην υπόθεση Χίνη (ανωτέρω) αποφάνθηκαν πως δεν θα ήταν δυνατή η συνύπαρξη άλλων διαζευκτικών βάσεων αγωγής με την κύρια βάση αγωγής που αφορά εφαρμογή σύμβασης που κηρύσσεται άκυρη. Ούτε αποφάνθηκαν ότι δεν θα μπορούσε να επιτύχει ένας ενάγων αποκατάσταση στη βάση διαζευκτικής βάσης αγωγής, παρά το ότι η σύμβαση θεωρείται άκυρη εξ υπαρχής, είτε πρόκειται για γραμμάτιο, χρεόγραφο, ενοικιαγορά ή άλλη κύρια αιτία αγωγής. Αντίθετα, τονίστηκε και στις δύο αποφάσεις, πρωτόδικη και κατ’ έφεση, ότι κάθε ενάγων είχε το δικαίωμα να δικογραφεί εναλλακτικές βάσεις αγωγής και ακολούθως να επιλέγει εκείνη την οποία θα προωθήσει. Επιβεβαιώθηκε ακόμα η καλά καθιερωμένη αρχή σύμφωνα με την οποία “εφόσον στοιχειοθετούνται τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την απαίτηση, είναι παραδεκτή η παροχή αρμόζουσας θεραπείας άσχετα από το ακριβές νομικό πέπλο κάτω από το οποίο τίθεται η απαίτηση”. (Βλ. Maison Jenny Ltd (ανωτέρω) και Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400). Εκείνο το οποίο σύμφωνα με το Εφετείο στην υπόθεση Χίνη ορθώνετο ως εμπόδιο στην επιτυχία των εφεσιβλήτων επί οποιασδήποτε άλλης βάσης αγωγής, ήταν το [*1387]εξής. (Βλ. απόφαση στην υπόθεση Χίνη ανωτέρω, σελ. 10):

“... Κατά την κρίση μας δεν είναι δυνατόν σε εφεσείοντες να προβάλλουν μια και μοναδική εκδοχή, αυτή της ενοικιαγοράς και αφού αυτή καταρρεύσει, λόγω αναξιοπιστίας της εκδοχής, να ζητούν από το δικαστήριο άλλες διαζευκτικές θεραπείες τις οποίες, προβάλλουν μεν στο δικόγραφο τους, χωρίς όμως υπόβαθρο γεγονότων το οποίο και να τεκμηριώνεται με αξιόπιστη μαρτυρία …”

Η υπογράμμιση στο πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου είναι δική μας και από αυτήν εξάγεται το συμπέρασμα πως αντίθετα με την προηγούμενη εισήγηση των εφεσιβλήτων, δεν έχει σημασία αν δεν έχει απορριφθεί ολόκληρη η μαρτυρία των εφεσιβλήτων - εναγόντων ως αναξιόπιστη, είναι αρκετό αν απορριφθεί ως αναξιόπιστη μόνο η εκδοχή τους περί υπαρκτών αντικειμένων και γνήσιας σύμβασης ενοικιαγοράς.

Σύμφωνα όμως με τους εφεσίβλητους, στην υπό εξέταση περίπτωση, εν αντιθέσει με την περίπτωση στην υπόθεση Χίνη, ο κύριος μάρτυράς τους Μ.Ε.1 προώθησε κατά την ακρόαση με τη μαρτυρία του και τις διαζευκτικές βάσεις αγωγής, χωρίς να περιοριστεί σε σύμβαση ενοικιαγοράς. Παρέπεμψαν προς τούτο μεταξύ άλλων και στη γραπτή δήλωση - μέρος της κύριας εξέτασης του Μ.Ε.1. Σ’ εκείνη τη δήλωση - μαρτυρία, αφού ο μάρτυρας αναφέρεται στα της κατάρτισης της σύμβασης ενοικιαγοράς στους όρους της και στην παραχώρηση στον εφεσείοντα 1 του συμφωνηθέντος χρηματικού ποσού, προσθέτει και ότι ζήτησαν πίσω αυτά τα χρήματα διότι τα παραχώρησαν και εισπράχθηκαν υπό μορφή πιστωτικών διευκολύνσεων, όχι χαριστικά. Όπως χαρακτηριστικά πρόσθεσε ο μάρτυρας, ο ίδιος δεν είναι δικηγόρος και δεν μπορεί ν’ αποφασίσει νομικά τι θεωρείται το επίδικο συμβόλαιο. Διεκδικεί όμως το οφειλόμενο ποσό πλέον δικαιώματα ενοικιαγοράς. Τελικά δε, καταλήγει στο ότι έστω και αν γίνει αποδεκτό ότι η συμφωνία είναι εικονική, “επειδή νομικά δεν αποτελεί ενοικιαγοράν, αξιώνουμε το ποσόν των £……. που είναι πράγματι καταβληθέν στους εναγομένους ποσόν σύμφωνα με τον περί Συμβάσεων Νόμο και τις αρχές περί Αποκατάστασης και Αδικαιολόγητου Πλουτισμού …”.

Όμως, ακριβώς το πρόβλημα το οποίο εντόπισε τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και το Εφετείο στην υπόθεση Χίνη δεν ήταν ότι η επίδικη σύμβαση δεν αποτελούσε νομικά ενοικιαγορά. Το πρόβλημα ήταν ότι εν γνώσει τους οι εφεσίβλητοι είχαν καταρτίσει όχι μόνο νομικά, αλλά και πραγματικά ανύπαρκτη συμφωνία με ανύ[*1388]παρκτα αντικείμενα. Ενώ δε επέμειναν με τη μαρτυρία τους σ’ αυτή την εκδοχή και βάση αγωγής μέχρι τέλους, όταν αυτή απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, κανένα άλλο πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων δεν παρέμεινε, επί του οποίου να εφαρμοζόταν οποιαδήποτε αρχή περί αποκατάστασης, άδικου πλουτισμού κλπ. Δεν επρόκειτο περί προβλήματος ανυπαρξίας άλλης νομικής βάσης, αλλά περί ανυπαρξίας υποβάθρου γεγονότων στα οποία θα μπορούσε να εφαρμοσθεί άλλη διαζευκτική βάση αγωγής ασύμφωνη με την εκδοχή που κάλεσαν οι εφεσίβλητοι το δικαστήριο να δεχθεί και αυτό την απέρριψε.

Αδυνατούμε να δεχθούμε ότι οι εφεσίβλητοι προώθησαν ή μπορούσαν υπό τις περιστάσεις να προωθήσουν τη διαζευκτική βάση αγωγής της σύμβασης δανείου, της παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων ή συναφούς βάσης αγωγής. Κανένα πραγματικό υπόβαθρο δεν τέθηκε περί τούτων. Αντίθετα κατέστη σαφές με τη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους των ίδιων των εφεσιβλήτων, ότι ο ενάγων οργανισμός δεν διεξήγαγε τραπεζικές εργασίες ώστε να παραχωρούσε δάνεια ή πιστωτικές διευκολύνσεις και ότι μπορούσε μόνο να συνάπτει συμβάσεις ενοικιαγοράς, πράγμα που έπραξε.

Υπό το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως τα ουσιώδη γεγονότα και περιστατικά της υπό εξέταση περίπτωσης δεν διίστανται από εκείνα που λήφθηκαν υπόψη στην προαναφερθείσα υπόθεση Χίνη και οι αρχές οι οποίες υιοθετήθηκαν από το Εφετείο στην υπόθεση εκείνη, με τις οποίες και συμφωνούμε, τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση. Ως αποτέλεσμα, καμιάς μορφής θεραπεία δεν θα μπορούσε ν’ αποδοθεί από το Δικαστήριο στους εφεσίβλητους-ενάγοντες είτε με βάση το Αρθρο 65 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, είτε άλλως πως. Αυτή η κατάληξή μας γίνεται με επίγνωση του ότι σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, οι εφεσείοντες είχαν ενσυνείδητα και αυτοί συμμετάσχει στην κατάρτιση της εικονικής - πλαστής σύμβασης ενοικιαγοράς και καρπώθηκαν απ’ αυτήν ένα σημαντικό ποσό χρημάτων το οποίο και δεν θα επιστρέψουν. Αυτό όμως το γεγονός δεν θα ήταν ικανό να στρεβλώσει νομικές αρχές και να αποδώσει θεραπείες σε διάδικο ο οποίος απευθύνεται στο Δικαστήριο, προτείνοντας και προωθώντας μια πλαστή εκδοχή, δοκιμάζοντας την ικανότητα του Δικαστηρίου να φθάνει στην αλήθεια και σε περίπτωση αποτυχίας του, να επιζητεί απονομή δικαιοσύνης σε βάση άλλη, απ’ εκείνη που καλούσε το Δικαστήριο ν’ αποδεχθεί.

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις και παρατηρήσεις μας, οδηγούν στην κατάληξη ότι οι Λόγοι Έφεσης Αρ. 8 και 9 στις Εφέσεις Αρ. 94/2007 και 95/2007, όπως και οι αντίστοιχοι Λόγοι Έφεσης Αρ. 7 [*1389]και 8 στην Έφεση Αρ. 96/2007, ευσταθούν και αναπόφευκτα οδηγούν σε ανατροπή των πρωτόδικων αποφάσεων. Παρέλκει δε ασφαλώς η εξέταση των άλλων Λόγων Έφεσης που αφορούν τον επιδικασμό ποσών εναντίον των εγγυητών και την έκδοση διατάγματος πώλησης δια πλειστηριασμού.

Συνακόλουθα και οι τρεις Εφέσεις επιτυγχάνουν και οι πρωτόδικες αποφάσεις παραμερίζονται. Οι αγωγές υπ’ αρ. 95/2003, 71/2003 και 729/2003 Ε.Δ. Αμμοχώστου απορρίπτονται με έξοδα υπέρ των εναγομένων - εφεσειόντων στην κάθε μια υπόθεση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην ανάλογη κλίμακα.

Επίσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων €1.500 έξοδα έφεσης σε κάθε μια από τις Εφέσεις, πλέον Φ.Π.Α..

Oι εφέσεις επιτρέπονται με €1.500 έξοδα έφεσης σε κάθε μια από τις εφέσεις, πλέον Φ.Π.Α..

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο