Polycast Panels Ltd ν. Alpha Tράπεζα Λτδ (2009) 1 ΑΑΔ 1396

(2009) 1 ΑΑΔ 1396

[*1396]13 Νοεμβρίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

POLYCAST PANELS LTD,

Εφεσείουσα,

v.

ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 337/2006)

 

Δημόσιος πλειστηριασμός ― Διεξαγωγή δημόσιου πλειστηριασμού κατόπιν έκδοσης εντάλματος κατάσχεσης και πώλησης κινητής περιουσίας μετά από δικαστική απόφαση ― Κατά πόσο καλύπτεται αποκλειστικά και μόνο από το Άρθρο 17 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (N. 14/60) ή διατηρούνται και ισχύουν οι σιωπηροί όροι του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου του 1994 (N.10(Ι)/94), αλλά και ευρύτερα κατά πόσο εφαρμόζεται το δίκαιο των συμβάσεων στις αγοραπωλησίες αγαθών.

Δημόσιος πλειστηριασμός ― Ποίο το νομικό υπόβαθρο μιας πώλησης με δημόσιο πλειστηριασμό ― Άρθρο 65 του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου αρ. 10(Ι)/94 ― Ποία η νομική υπόσταση και τα δικαιώματα του δημοπράτη στη σχετική νομική βιβλιογραφία ― Ποία η φύση της σύμβασης που συντελείται μεταξύ του δημοπράτη και του υψηλότερου πλειοδότη.

Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Επιτυχών διάδικος ― Κατά πόσο ο ενάγων ο οποίος ανακτά ονομαστικές αποζημιώσεις δύναται να θεωρηθεί ως «επιτυχών» διάδικος.

Η εφεσείουσα εταιρεία, (εφεξής «η εταιρεία»), μέσω των διευθυντών της Ανδρέα Λοφίτη και Άλκηστης Α. Λοφίτου, πλειοδότησε και πέτυχε την προς όφελός της κατακύρωση της αγοράς ενός οχήματος έναντι του ποσού των Λ.Κ.14.500. Ο δημόσιος πλειστηριασμός έλαβε χώραν την 1.9.94 στην παρουσία του αρμόδιου δικαστικού επιδότη του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Το Έγγραφο Δημοπρασίας Τεκμ. «24» υπεγράφη και εσφραγίσθη την ίδια μέρα από τον κοινοτάρχη της ενορίας Αγίου Ανδρέα. Την επομένη ημέρα 2.9.94, η Λοφίτου κατέβαλε το [*1397]πιο πάνω ποσό (Τεκμ. «21») στον αρμόδιο δικαστικό επιδότη αναμένοντας, άνευ επιτυχίας, να λάβει και τον τίτλο ιδιοκτησίας. Τότε απευθύνθηκε στην τράπεζα η οποία δήλωσε αδυναμία να παρουσιάσει και παραδώσει τον τίτλο. Στη συνέχεια η εταιρεία αποτάθηκε σε διάφορες αρχές της Δημοκρατίας προς απόκτηση άδειας κυκλοφορίας χωρίς αυτό να καταστεί δυνατό. Από τη σχετική αλληλογραφία διαπιστώθηκε πρόβλημα στον τίτλο ιδιοκτησίας του οχήματος, το οποίο είχε με πλαστογραφίες μεταβιβαστεί σε διάφορους τρίτους, με αποτέλεσμα την εμπλοκή της αστυνομίας για τη διερεύνηση του θέματος.

Η εταιρεία ήγειρε αγωγή, με αρκετή καθυστέρηση, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, και εναντίον της τράπεζας επιδιώκοντας αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.14.500, για παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων και/ή αμέλεια ενόψει του ότι οι υπάλληλοι και οι αρχές της Δημοκρατίας παρέλειψαν να της παραδώσουν τον τίτλο ιδιοκτησίας παρά την πώληση του οχήματος προς αυτήν, ενώ η τράπεζα πώλησε το όχημα χωρίς τίτλο ιδιοκτησίας. Η αγωγή εναντίον  του Γενικού Εισαγγελέα  αποσύρθηκε και απορρίφθηκε με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας, παρά την ένσταση της τράπεζας, μετά από ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 30.6.05.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, χωρίς όμως να επιδικάσει έξοδα, με το σκεπτικό ότι στην ουσία ο πλειστηριασμός έγινε εκ μέρους του Δικαστηρίου και ότι δεν ετύγχαναν έτσι εφαρμογής οι όποιοι σιωπηροί όροι με βάση τον περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμο του 1994 (Ν.10(Ι)/94). Το Δικαστήριο θεώρησε περαιτέρω, ότι εφαρμογή είχε το Άρθρο 17(α) του Νόμου αρ. 14/60, καθώς και ο Κανονισμός 14(5)(α) και (β) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και  Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών του 1984, Κ.Δ.Π. 64/84, οι οποίοι έδιναν, το μεν άρθρο, το δικαίωμα στην εταιρεία να αποταθεί στον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων για να της δοθεί τίτλος ιδιοκτησίας του οχήματος, ο δε Κανονισμός, δικαίωμα να αποταθεί στον  Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος εγγραφής του οχήματος.

Η εταιρεία εφεσίβαλε την απόφαση επικαλούμενη λόγους σχετικούς με τις καθιερωμένες αρχές του δικαίου της αγοραπωλησίας αγαθών στη βάση των οποίων είχε, κατ’ ισχυρισμόν, δημιουργηθεί σχέση πωλητή-αγοραστή, μεταξύ της ίδιας ως αγοραστή, και της τράπεζας ως πωλητή, εφόσον ο δημοπράτης ενεργούσε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ως αντιπρόσωπος του πωλητή. Υποστηρίχθηκε συναφώς πως, εφόσον, με βάση σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου, η τράπεζα κατά το χρόνο της δημοπρασίας δεν ήταν, εν γνώσει της, εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια, αυτή [*1398]παραβίασε τον σιωπηρό όρο ότι κατείχε τίτλο ιδιοκτησίας ως πωλητής με δυνατότητα απρόσκοπτης μεταβίβασής του στην εταιρεία ως αγοραστή, δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου αρ.10(Ι)/94. Η εφεσείουσα αξίωσε αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.14.500, όσο δηλαδή ήταν το τίμημα της αγοράς, εφόσον, όπως υποστηρίχθηκε, υπήρξε πλήρης αποτυχία στην αντιπαροχή. Σύμφωνα με τη θέση της εταιρείας το Άρθρο 17 του Νόμου αρ.14/60 δεν ετύγχανε εφαρμογής στα δεδομένα της υπόθεσης, αλλά και στην περίπτωση που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σχετικό, δεν αποκλείετο η εφαρμογή όλων των ουσιωδών όρων σε σχέση με το δικαίωμα του πωλητή να προβαίνει σε πώληση με το αντίστοιχο δικαίωμα του αγοραστή να απολαμβάνει ανενόχλητος την κατοχή του αγαθού που αγόρασε.

Αντιθέτως, η τράπεζα, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκαμε εκτενή αναφορά στη φύση της, δια του δημόσιου πλειστηριασμού, πράξης όπως ταξινομείται στο Άρθρο 65 του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου αρ. 10(Ι)/94 και στη σχετική νομική βιβλιογραφία και νομολογία, στα δικαιώματα του δημοπράτη όπως διαμορφώθηκαν στην πορεία του χρόνου για έγερση αγωγής και στη σχέση αντιπροσωπείας η οποία υφίσταται μεταξύ δημοπράτη και πωλητή.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε την έφεση, κατά πλειοψηφία, διαφωνούντος του Προέδρου Αρτέμη Π.:

Αποφασίστηκε ότι:

A.     Υπό Ναθαναήλ, Δ.:

1. Η τράπεζα, εφόσον αντιλήφθηκε ότι υπήρχε πλαστογραφία η οποία αλλοίωνε την πραγματική ιδιοκτησία του επίδικου οχήματος και επηρέαζε το σχετικό τίτλο, όφειλε να μην άφηνε το όχημα να τεθεί σε πλειστηριασμό ώστε να πωληθεί σε ένα καλόπιστο τρίτο άτομο εισπράττοντας και το ποσό της πώλησης. Προχωρώντας στη διαδικασία της κατάσχεσης που, όπως δείχνουν τα Τεκμ. 22 και 25, έγιναν μεταγενέστερα της γνώσης της τράπεζας, αυτή (η τράπεζα) καταστρατήγησε το Άρθρο 14(α) του Νόμου αρ. 10(Ι)/94, που προνοεί για την ύπαρξη σιωπηρού ουσιώδους όρου εκ μέρους πωλητή, για το δικαίωμά του να πωλήσει το αγαθό και ότι κατά τη συμφωνία πώλησης διατηρεί το δικαίωμα να πωλήσει και να μεταβιβάσει το αγαθό. Αυτός ο σιωπηρός ουσιώδης όρος αναφορικά με τον τίτλο δεν μπορεί να αποκλειστεί, όρος δε που πε[*1399]ριέχεται σε σύμβαση που αποκλείει τέτοιο όρο, είναι άκυρος, σύμφωνα με το Άρθρο 63(3), του ιδίου Νόμου.

2. Η παράλειψη της εταιρείας να λάβει τα δέοντα μετριαστικά μέτρα, ιδιαίτερα μετά την επιλογή να μην αποκηρύξει τη σύμβαση, ήτοι, να προσπαθήσει να αποκτήσει τίτλο και εγγραφή του οχήματος επ’ ονόματί της χρησιμοποιώντας το μηχανισμό του Άρθρου 17, δεν δικαιώνει πλήρως την εταιρεία στο να έχει εκ των υστέρων τη δυνατότητα να εισηγηθεί ότι έπραξε ό,τι ήταν λογικά, πρακτικά, αλλά και νομικά δυνατόν να πράξει στοχεύοντας στη λύση του προβλήματος το οποίο όντως μετακύλησε προς αυτήν η τράπεζα. Αν εξασφάλιζε τελικά τον τίτλο και την εγγραφή επ’ ονόματί της του οχήματος, τότε δεν θα δικαιούτο να αναζητήσει οτιδήποτε από οποιονδήποτε από την άποψη αποζημιώσεων, εφόσον παρά την παράβαση του σιωπηρού όρου της ιδιοκτησίας και του τίτλου, η εγγραφή θα απέσβαινε και θα απορροφούσε, τρόπον τινά, το όποιο πρόβλημα. Αν δεν επιτύγχανε τότε, βέβαια, πέραν της δικαστικής αναμέτρησης εναντίον της άρνησης εγγραφής, η εταιρεία θα επιβεβαιωνόταν στη θέση της να αποκηρύξει τη σύμβαση πώλησης για πλήρη αποτυχία της αντιπαροχής, δεδομένου ότι η ενέργεια αυτή θα ήταν ακόμη δυνατό να λάβει χώραν εντός ευλόγου χρόνου.

3. Η προαναφερθείσα παράλειψη της εταιρείας, συνδυασμένη με την παρέλευση πολλού χρόνου, μετρά εις βάρος της, αφού δεν μπορεί πλέον με βεβαιότητα να πιστοποιηθεί οποιαδήποτε ζημιά προς βλάβη της, με αποτέλεσμα αυτή να δικαιούται μόνο σε ονομαστικές αποζημιώσεις οι οποίες και καθορίζονται στα €300.

4. Ο ενάγων που ανακτά ονομαστικές και μόνο αποζημιώσεις, δεν θεωρείται επιτυχών διάδικος ώστε να έχει το δικαίωμα καταβολής των εξόδων του από τον αντίδικό του, στη βάση της καθιερωμένης αρχής ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.

5. Η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων δεν θα μπορούσε, εν προκειμένω, να δικαιολογήσει οποιαδήποτε διαταγή εξόδων υπέρ της εταιρείας ενόψει του συνόλου των συνθηκών στην ιδιάζουσα αυτή υπόθεση.

Β. Υπό Χατζηχαμπή, Δ.:

1.           Η διαδικασία πώλησης με δημόσιο πλειστηριασμό προς ικανοποίηση εξ αποφάσεως χρέους δεν καταργεί την εφαρμογή των αρχών που διέπουν τη συμβατική σχέση μεταξύ πωλητή και αγο[*1400]ραστή, ώστε να ισχύουν οποιοιδήποτε ρητοί ή εξυπακουόμενοι όροι σε εκείνο το πλαίσιο. Ισχύει όμως συγχρόνως το Άρθρο 17 ώστε να εμποδίζει την ύπαρξη ζημιάς στον αγοραστή ως εκ της παράβασης οποιουδήποτε εξυπακουόμενου όρου που αφορούσε στο ότι η εφεσίβλητη τράπεζα ήταν εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του οχήματος ώστε να έχει τη δυνατότητα και ο αγοραστής να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης.

2.           Η έφεση θα πρέπει να επιτύχει ως προς το θέμα της παράβασης και μόνο. Επιδικάζονται ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €300 για την παράβαση όρου της σύμβασης, έστω και αν δεν προεκλήθη ζημιά. Δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή εξόδων.

Γ. Υπό Αρτέμη, Π.:

1.           Ο πλειστηριασμός που διεξάχθηκε κατόπιν έκδοσης εντάλματος κατάσχεσης και πώλησης κινητής περιουσίας, καλύπτεται αποκλειστικά και μόνο από το Άρθρο 17 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/60) και κατά συνέπεια δεν διατηρούνται ούτε και ισχύουν οι σιωπηροί όροι του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου του 1994, ούτε και το σχετικό δίκαιο των συμβάσεων που αφορά στις αγοραπωλησίες αγαθών.

2.           Ενόψει της πρόνοιας του Άρθρου 17(α), η εταιρεία θα είχε τη δυνατότητα και όφειλε να αποταθεί στον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων, απαιτώντας την εγγραφή του οχήματος. Αντ’ αυτού, αιτήθηκε την έκδοση άδειας κυκλοφορίας, που λογικά απορρίφθηκε, αφού το όχημα δεν ήταν εγγεγραμμένο επ’ ονόματί της.

   Συνεπώς, η τράπεζα ουδεμία υποχρέωση είχε έναντι της εταιρείας και, περαιτέρω, δεν ετίθετο θέμα ζημίας προκληθείσας από την τράπεζα, αφού εάν υπήρχε οποιαδήποτε ζημιά αυτή θα ήταν αποτέλεσμα της παράλειψης της εταιρείας να ζητήσει εγγραφή του οχήματος.

Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Chelmsford Auctions Ltd v. Poole [1973] Q.B. 542,

Barry v. Davies (Trading as Heathcote Ball & Co) [2000] 1 W.L.R. 1962,

Wawlow v. Harrison 1 E & E 309,

[*1401]Rowland v. Divall [1923] 2 K.B. 500,

Niblett v. Confectioners’ Materials Co [1921] 3 K.B. 387,

Batterworth v. Kingsway Motors Ltd [1954] 1 W.L.R. 1286,

Karflex Ltd v. Poole [1933] 2 K.B. 251,

Pilkington v. Wood [1953] Ch. 750,

London and South of England Building Society v. Stone [1983] 3 All E.R. 105,

Beaumont v. Greathead [1846] 2 C.B. 494,

Anglo-Cyprian Agencies v. Paphos Industries [1951] 1 All E.R. 873.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kουνίδου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4082/00), ημερομ. 16.5.2006.

Μ. Κυπριανού, για την Εφεσείουσα.

Στ. Πολυβίου με Α. Λιβέρα, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα απαγγείλει ο Δικαστής Ναθαναήλ. Με την κατάληξη συμφωνεί και ο Δικαστής Χατζηχαμπής αλλά με διαφορετικό σκεπτικό που φαίνεται στη δική του απόφαση. Εγώ θα απαγγείλω απόφαση μειοψηφίας.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Τα γεγονότα της παρούσας έφεσης φέρνουν στην επιφάνεια ένα ιδιάζον νομικό πρόβλημα που σχετίζεται  με  το  κατά  πόσο δημόσιος πλειστηριασμός που διεξάγεται κατόπιν έκδοσης εντάλματος κατάσχεσης και πώλησης κινητής περιουσίας μετά από δικαστική απόφαση, καλύπτεται αποκλειστικά και μόνο από το Αρθρο 17 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 ή διατηρούνται και ισχύουν οι σιωπηροί όροι του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου αρ. 10(Ι)/94, αλλά και ευρύτερα κατά πόσο εφαρμόζεται το δίκαιο των συμβάσεων στις αγοραπωλησίες αγαθών. Εξ  [*1402]όσων έχει διαπιστωθεί από την έρευνα του Εφετείου, παρόμοιο ζήτημα δεν έχει ανακύψει στο παρελθόν. 

Τα γεγονότα που οδήγησαν στη διαφορά των διαδίκων έχουν σε συντομία ως εξής: Η εφεσίβλητη, (εφεξής «η τράπεζα»), ήγειρε αρχικά την υπ’ αρ. 2575/94 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην οποία και εξασφάλισε στις 26.7.94, απόφαση, υπέρ της (Τεκμ. «23»), ώστε το όχημα μάρκας Mercedes 124 με αριθμούς εγγραφής SW601 που κατεχόταν από κάποιο Χρύσανθο Χαραλάμπους, εναγόμενο 1, ενοικιαγοραστή του οχήματος από την Lombard Natwest Ltd, προκάτοχο της τράπεζας, επιστραφεί απ’ αυτόν και την George Georghiou Motors Agency Ltd, εναγόμενη 5, στην τράπεζα ή το δικαστικό επιδότη ώστε να πωληθεί με δημόσιο πλειστηριασμό, το δε προϊόν πώλησης λογιστεί έναντι ή προς εξόφληση των εξ αποφάσεως χρεών και εξόδων που είχαν επιδικαστεί υπέρ της τράπεζας στην εν λόγω αγωγή. Ακολούθησε στις 23.8.94 με το Τεκμ. «25», η έκδοση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού του λεγόμενου «Writ of Seizure and Sale of Movable Property» στο έντυπο J71, στις δε 29.8.94 δόθηκε από τον Βάσο Θεοδοσίου, Ανώτερο Δικαστικό Επιδότη, ειδοποίηση προς τους διαδίκους ότι το όχημα είχε κατασχεθεί, θα πωλείτο δε με δημόσιο πλειστηριασμό την 1.9.94, «στο χώρο φύλαξης της τράπεζας Lombard Natwest Ltd».

Ο δημόσιος πλειστηριασμός έλαβε πράγματι χώραν την 1.9.94, στην παρουσία του προαναφερόμενου δικαστικού επιδότη και, όπως κατέδειξε η μαρτυρία, κατά την αρχή και το τέλος της δημοπρασίας υπό την ευθύνη του κοινοτάρχη της ενορίας Αγίου Ανδρέα (έκτοτε απεβίωσε), ο οποίος και υπέγραψε και σφράγισε το Έγγραφο Δημοπρασίας Τεκμ. «24» την ίδια μέρα. Η εφεσείουσα εταιρεία, (εφεξής «η εταιρεία»), μέσω των αντιπροσώπων της Ανδρέα Λοφίτη και Άλκηστη Α. Λοφίτου, διευθυντών αυτής, πλειοδότησε και πέτυχε την  προς όφελος της κατακύρωση της αγοράς του οχήματος έναντι του ποσού των Λ.Κ.14.500. Την επομένη ημέρα 2.9.94, η Λοφίτου κατέβαλε το ποσό αυτό στον Θεοδοσίου (Τεκμ. «21»), αναμένοντας να λάβει και τον τίτλο ιδιοκτησίας, πλην όμως της λέχθηκε από τον τότε Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου Π. Ιωάννου, ότι τον τίτλο θα έπρεπε να τον κατέχει η τράπεζα, η οποία όμως, παρά το γεγονός ότι η εταιρεία, μέσω της Λοφίτου, απευθύνθηκε σε αυτή, δήλωσε αδυναμία να τον παρουσιάσει και να τον παραδώσει. Παρά το ότι στη συνέχεια η εταιρεία αποτάθηκε σε διάφορες αρχές της Δημοκρατίας, προς απόκτηση άδειας κυκλοφορίας, αυτό, μέχρι και την ημερομηνία ακρόασης της έφεσης, δεν κατέστη δυνατό. Παρουσιάστηκε πρόβλημα, όπως διαπιστώθηκε από την αλληλογραφία (τα Τεκμ. «2» - «20» είναι σχε[*1403]τικά), στον τίτλο ιδιοκτησίας του οχήματος, το οποίο είχε με πλαστογραφίες μεταβιβαστεί σε διάφορους τρίτους, με αποτέλεσμα η όλη υπόθεση να διερευνάτο από την αστυνομία.  Παρά την εμπλοκή δικηγόρου εκ μέρους της εταιρείας και παρά τις επιστολές που απηύθυνε το ζεύγος Λοφίτου στον Γενικό Εισαγγελέα, τον Επίτροπο Διοικήσεως, και την ίδια την τράπεζα, αξιώνοντας την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού, το πρόβλημα παρέμεινε άλυτο.

Το αποτέλεσμα ήταν η έγερση, με αρκετή καθυστέρηση, της υπ’ αρ. 4082/2000, αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον τόσο του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δυνάμει του Αρθρου 57 του Νόμου αρ. 14/60, όσο και εναντίον της τράπεζας, επιδιώκοντας αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.14.500, για παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων και ή αμέλειας ενόψει του ότι οι υπάλληλοι και οι αρχές της Δημοκρατίας παρέλειψαν να παραδώσουν στην εταιρεία τον τίτλο ιδιοκτησίας του οχήματος παρά την προς αυτήν πώληση του οχήματος, ενώ η τράπεζα πώλησε το όχημα χωρίς τίτλο ιδιοκτησίας.  Η αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα  αποσύρθηκε και απορρίφθηκε με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας, παρά την ένσταση της τράπεζας, μετά από ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 30.6.05.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία υπέρ και εναντίον των εκατέρωθεν θέσεων των διαδίκων και αφού αποδέχθηκε την ουσία των θέσεων των μαρτύρων της εταιρείας, απέρριψε την αγωγή, μη επιδικάζοντας όμως έξοδα, με το σκεπτικό ότι ο πλειστηριασμός είτε διεξήχθηκε από το δικαστικό επιδότη, είτε από τον κοινοτάρχη, στην ουσία έγινε εκ μέρους του Δικαστηρίου και όχι αντιπροσωπεύοντας πωλητή του οχήματος, δηλαδή την τράπεζα, αποκλειομένων έτσι των όποιων σιωπηρών όρων θα είχαν διαφορετικά εφαρμογή με βάση το Νόμο αρ. 10(Ι)/94. Θεώρησε, περαιτέρω, ότι εφαρμογή είχε το Άρθρο 17(α) του Νόμου αρ. 14/60, καθώς και ο Κανονισμός 14(5)(α) και (β) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών του 1984, Κ.Δ.Π. 64/84, οι οποίοι έδιναν, το μεν άρθρο, το δικαίωμα στην εταιρεία να αποταθεί στον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων για να της δοθεί τίτλος ιδιοκτησίας του οχήματος, ο δε Κανονισμός, δικαίωμα να αποταθεί στον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος εγγραφής του οχήματος. 

Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγινε παρά το ταυτόχρονο εύρημα του ότι «….. ο δημόσιος πλειστηριασμός έγινε προς ικανοποίηση της αξίωσης των εναγόντων (εναγομένης 2 στην παρούσα αγωγή) στην Αγωγή Aρ. 2575/1994 και κατ’ επέκταση [*1404]προς όφελος τους», αλλά και το εύρημα του ότι το όχημα κατά την ημερομηνία του δημόσιου πλειστηριασμού δεν ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της τράπεζας, αλλά κατόπιν πιθανής πλαστογραφίας, εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης φερόταν να ήταν κάποιος Γεώργιος Τσαγγαράς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε ακόμη ένα σημαντικό εύρημα ότι η τράπεζα «….. έπαυσε να είναι ιδιοκτήτρια του εν λόγω οχήματος χωρίς να δώσει τη συγκατάθεσή της και επίσης ότι η γνώση της αναφορικά με τη μεταβίβαση του σε τρίτο πρόσωπο υπήρχε από την 12.4.94.». Το τελευταίο αυτό εύρημα είχε ως υπόβαθρο την απόρριψη της μαρτυρίας του Λεωνίδα Αντωνίου, διευθυντή χρηματοδοτήσεων και μοναδικού μάρτυρα  της τράπεζας, τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε ως αναξιόπιστο και μη μάρτυρα αλήθειας, εφόσον η μαρτυρία του ερχόταν σ’ αντίθεση με την κατάθεση του στην Αστυνομία ημερ. 12.4.94 (Τεκμ. «27»), όπου αποκαλυπτόταν από τότε η γνώση του, και κατ’ επέκταση της τράπεζας, για το πρόβλημα στο επίδικο όχημα. Τα πιο πάνω ευρήματα δεν αμφισβητήθηκαν από την εταιρεία, με την έφεση, ούτε υπήρξε αντέφεση από την τράπεζα.

Οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης συνοψίζονται στο ότι έχει δημιουργηθεί με βάση τις καθιερωμένες αρχές του δικαίου της αγοραπωλησίας αγαθών, σχέση πωλητή-αγοραστή, μεταξύ της εταιρείας ως αγοραστή, και της τράπεζας ως πωλητή, εφόσον ο δημοπράτης ενεργούσε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ως αντιπρόσωπος του πωλητή. Επομένως, εφόσον με βάση το εύρημα του Δικαστηρίου, η τράπεζα κατά το χρόνο της δημοπρασίας δεν ήταν, εν γνώσει της, εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια, αυτή παραβίασε τον σιωπηρό όρο ότι κατείχε τίτλο ιδιοκτησίας ως πωλητής δυνάμενη να τον μεταβιβάσει απρόσκοπτα στην εταιρεία ως αγοραστή, δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου αρ. 10(Ι)/94, το οποίο είχε απόλυτη εφαρμογή στις περιστάσεις. Έπεται ότι η τράπεζα υπόκειται σε καταβολή αποζημιώσεων, οι οποίες και είναι ίσες με τη ζημιά που έχει υποστεί η εταιρεία και οι οποίες δεν μπορεί να είναι λιγότερες από το τίμημα αγοράς, δηλαδή τις Λ.Κ.14.500, εφόσον υπήρξε πλήρης αποτυχία στην αντιπαροχή, με δεδομένο ότι η εταιρεία αγόρασε ένα όχημα το οποίο δεν μπορούσε να τιτλοποιηθεί επ’ ονόματι της και επομένως δεν μπορούσε νόμιμα να κυκλοφορήσει. Κατά την εταιρεία, το Άρθρο 17 του Νόμου αρ. 14/60, δεν έχει καμιά απολύτως εφαρμογή στα δεδομένα της υπόθεσης, αλλά και αν ακόμη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σχετικό, τότε δεν αποκλείεται η εφαρμογή όλων των ουσιωδών όρων σε σχέση με το δικαίωμα του πωλητή να προβαίνει σε πώληση με το αντίστοιχο δικαίωμα του αγοραστή να απολαμβάνει ανενόχλητος την κατοχή του αγαθού που αγόρασε.

[*1405]Από την άλλη, η τράπεζα, υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, εισηγήθηκε ότι το Άρθρο 17 του Νόμου αρ. 14/60, που χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμοζόταν απόλυτα στην περίπτωση, εφόσον με την πώληση του οχήματος στο δημόσιο πλειστηριασμό, ο αγοραστής απέκτησε νόμιμο τίτλο επί της περιουσίας σύμφωνα με την παράγραφο (α) του άρθρου, ενώ, όπως έδειξε η μαρτυρία, με μία απλή αίτηση στον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων, η εταιρεία θα μπορούσε να αποκτήσει τίτλο ιδιοκτησίας. Επίσης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από την εταιρεία και ο Κανονισμός 14(5)(α), αποτεινόμενη στον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου της επαρχίας ζητώντας την έκδοση διατάγματος της επ’ ονόματι της μεταβίβασης του οχήματος. Η τελευταία αυτή δυνατότητα γνωστοποιήθηκε στην εταιρεία μέσα από τα Τεκμ. 5 και 18 ημερ. 6.6.95 και 12.9.97. Επομένως, δεν υπήρξε στα περιστατικά της υπόθεσης, «σύμβαση πώλησης», στην καθιερωμένη έννοια του όρου αυτού, ούτε και επήλθαν ως εκ της συμπεριφοράς της τράπεζας, ζημιές στην εταιρεία είτε λόγω έλλειψης αντιπαροχής, είτε λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Είναι ορθό να τεθεί ως βάση της περαιτέρω συζήτησης, το νομικό υπόβαθρο μιας πώλησης με δημόσιο πλειστηριασμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διά δημοσίου πλειστηριασμού πράξη, αποτελεί πώληση διότι έτσι ακριβώς ταξινομείται στο Άρθρο 65 του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου αρ. 10(I)/94, το οποίο μάλιστα έχει ως πλαγιότιτλο τη φράση «Πώληση με Πλειστηριασμό», ενώ το λεκτικό ολόκληρου του άρθρου αναφέρεται συνεχώς σε «πώληση». Το άρθρο αυτό είναι, όπως αναφέρει το σύγγραμμα των Atiyah, Adams και Macqueen: The Sale of Goods 10η έκδ. σελ. 36-37, αναπαραγωγή του s. 57 του Sale of Goods Act 1979, το οποίο με τη σειρά του αναπαρήγαγε το κοινοδίκαιο σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις με πλειστηριασμό. Αναφέρεται δε ότι ο δημοπράτης αποδέχεται («accepts»), την προσφορά («offer»), που υποβάλλει ο πλειοδότης, ολόκληρη δε η ανακοίνωση για δημόσιο πλειστηριασμό αποτελεί απλώς πρόσκληση προς διαπραγμάτευση («invitation to treat»), για τη σύναψη σύμβασης.

Ο δημοπράτης είναι, σύμφωνα με όλες τις αυθεντίες, αντιπρόσωπος του πωλητή (δέστε Halsbury’s Laws of England 4η έκδ. - Reissue Τόμος 2(3) σελ. 95 παρ. 206). Στην παρ. 201 του ιδίου συγγράμματος, ο δημοπράτης ορίζεται ως ο αντιπρόσωπος που πωλεί αγαθά ή άλλη περιουσία με δημοπρασία. Στο δε σύγγραμμα του Chitty on Contracts 25η έκδ. Τόμος 1 σελ. 169 παρ. 287, αναφέρεται ότι μια δημοπρασία εμπίπτει ευρύτερα στο Statute of Frauds, ο δε δημοπράτης ο οποίος θεωρείται πρωταρχικά ως ο αντιπρόσωπος του πωλη[*1406]τή, καθίσταται κατά το κτύπημα του σφυριού και αντιπρόσωπος του υψηλότερου πλειοδότη, με εξουσία να υπογράφει εκ μέρους του αγοραστή τη σύμβαση που δημιουργείται με την πώληση.

Η σύμβαση συντελείται κατά το κτύπημα του σφυριού από το δημοπράτη όταν αποδέχεται την υψηλότερη προσφορά για το προς πώληση  αντικείμενο. Στην πραγματικότητα, όπως εξηγεί το σύγγραμμα του Ewan Mckendrick: Contract Law 6η έκδ. σελ. 38, στην  παρ. 3.4, κάτω από τον τίτλο «Auction sales», η σύμβαση που συντελείται μεταξύ του δημοπράτη και του υψηλότερου πλειοδότη είναι μια παράλληλη σύμβαση («collateral contract»), δηλαδή παράλληλη ή ξέχωρη από την καθαυτή σύμβαση πώλησης του δημοπρατούμενου αγαθού. Αυτό αναφέρεται και στο σύγγραμμα των B.S. Markesinis και R.J.S. Munday: An outline of the Law of Agency (1979), όπου στη σελ. 169, αναφέρεται ότι ενώ στο παρελθόν τα δικαιώματα του δημοπράτη εξηγούνταν στη βάση του ειδικού ενδιαφέροντος που  αυτός είχε στη δημοπρατούμενη περιουσία, αργότερα κατέστη σαφές ότι το δικαίωμα του ίδιου του δημοπράτη να κινεί αγωγή απορρέει από την παράλληλη συμφωνία την οποία ο ίδιος και ο υψηλότερος πλειοδότης θεωρούνται ότι έχουν συνάψει (δέστε Chelmsford Auctions Ltd v. Poole [1973] Q.B. 542).

Περαιτέρω, έχει αποφασιστεί στην υπόθεση του Αγγλικού Εφετείου Barry v. Davies (Trading as Heathcote Ball & Co) [2000] 1 W.L.R. 1962, με αναφορά στο Sale of Goods Act 1979, για πωλήσεις χωρίς επιφυλαγμένη τιμή, ότι ο δημοπράτης είναι ο αντιπρόσωπος του πωλητή και επομένως εκτός και αν έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες του s.57(4), ίδιο με το Αρθρο 65(δ) του Νόμου αρ. 10(Ι)/94, δεν είναι νόμιμο για το δημοπράτη να δέχεται εκ μέρους του πωλητή προσφορές. Και περαιτέρω ότι υπάρχει σχέση αντιπροσωπείας, με αποτέλεσμα η σύμβαση να συνάπτεται μεταξύ αγοραστή και πωλητή και όχι με το δημοπράτη. Επίσης, επιδοκιμάζοντας την παλαιά υπόθεση Wawlow v. Harrison 1 E & E 309, λέχθηκε ότι υφίσταται παράλληλη σύμβαση με το δημοπράτη, ακόμη και όπου ο αντιπροσωπευόμενος δεν είναι γνωστός. Πάνω σε αυτή τη βάση είναι δυνατή η έγερση αγωγής για παράβαση ουσιώδους όρου για έλλειψη εξουσίας προς πώληση του αντικειμένου.

Δεν υπάρχει κανείς αποχρών λόγος γιατί η πώληση διά δημοσίου πλειστηριασμού που γίνεται κατόπιν εκτέλεσης εντάλματος κατάσχεσης και πώλησης αγαθού ως αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης και η οποία διενεργείτο μέχρι το 1996, πριν την τροποποίηση της Δ.44 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών με το Διαδικαστικό Κανονισμό 31/96 ημερ. 11.12.96, από τον κοινοτάρχη του [*1407]χωριού ή της κοινότητας στην οποία θα διενεργείτο η πώληση, μετά δε την τροποποίηση, από Ανώτερο Δικαστικό Επιδότη στην παρουσία Πρωτοκολλητή, να μην εμπίπτει ή να διαφέρει από την ευρύτερη έννοια της πώλησης αγαθού κάτω από τον περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμο αρ. 10(Ι)/94. Τόσο η προηγούμενη Δ.44, θθ. 6-9, όσο και η τροποποιημένη Διαταγή, προδιαγράφουν μόνο τη διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος, τη διατήρηση της κατασχεθείσας περιουσίας σε ασφαλή φύλαξη και τη διαδικασία δημόσιου πλειστηριασμού με την τήρηση του αναγκαίου λογαριασμού («λογαριασμός του δικαστικού επιδότη»), όπου αποκαλύπτεται το όνομα ή ονόματα των αγοραστών, τα ποσά της διάθεσης και τα δικαιώματα τα οποία εισπράττονται. Επομένως, ο επίδικος πλειστηριασμός, ο οποίος σύμφωνα με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έγινε υπό την ευθύνη του τότε κοινοτάρχη, ο οποίος και υπέγραψε και το Έγγραφο Δημοπρασίας έστω και αν ο Θεοδοσίου είχε αναφέρει ότι εκείνος είχε αναπληρώσει στην ουσία τον κοινοτάρχη κατά την απουσία του, έγινε στα πλαίσια μιας σύμβασης πώλησης με ευθύνες και υποχρεώσεις από τον Πρωτοκολλητή όμως, όπως απορρέουν από την Δ.44, ως προς τη διαδικασία και την τήρηση του λογαριασμού.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο το Αρθρο 17 του Νόμου αρ. 14/60, επηρεάζει δραστικά την πώληση με πλειστηριασμό αποκλείοντας τους διάφορους σιωπηρούς όρους στην πώληση αγαθών όπως αποφάσισε για την επίδικη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Αρθρο 17 έχει ως εξής:

«17. Οσάκις οιαδήποτε κινητή περιουσία εις την κατοχήν του εξ αποφάσεως οφειλέτου κατά τον χρόνον της κατασχέσεως υπό του πρωτοκολλητού ή άλλου υπαλλήλου εντεταλμένου με την εκτέλεσιν εντάλματος ή άλλου δικογράφου εκδοθέντος υπο δικαστηρίου πωλήται υπό του πρωτοκολλητού τούτου ή άλλου υπαλλήλου χωρίς να προβληθή οιαδήποτε αξιώσις εις αυτούς ―

(α)   Ο αγοραστής της ούτω πωληθείσας κινητής περιουσίας αποκτά νόμιμον τίτλον επί της περιουσίας ταύτης, και

(β)   ουδέν πρόσωπον θα δικαιούται να αξιώση αποζημίωσιν παρά του πρωτοκολλητού ή άλλου υπαλλήλου, ή οιουδήποτε νομίμως ενεργούντος υπό την εξουσιοδότησιν αυτού, δι’ οιανδήποτε πώλησιν κινητής περιουσίας ή πληρωμήν προϊόντος της πωλήσεως προ της λήψεως οιασδήποτε αξιώσεως επί της ρηθείσης κινητής περιουσίας, εκτός εάν αποδειχθή ότι το πρόσωπον από το οποίον ζητείται αποκατάστασις [*1408]της ζημιάς είχε γνώσιν, ή ηδύνατο να εξακριβώση κατόπιν ευλόγου ερεύνης, ότι η κινητή περιουσία δεν ανήκεν εις τον εξ αποφάσεως οφειλέτην:

Νοείται ότι: -

(αα)            ουδέν εν τω παρόντι άρθρω θα επηρεάζη το δικαίωμα οιουδήποτε προσώπου έχοντος αξίωσιν, δυνάμενου να αποδείξη ότι κατά τον χρόνον της  πωλήσεως είχε νόμιμον τίτλον επί οιασδήποτε κινητής περιουσίας ούτω κατασχεθείσης και πωληθείσης, επί οιουδήποτε ενδίκου μέσου το οποίον δυνατόν να έχη εναντίον οιουδήποτε προσώπου εκτός του πρωτοκολλητού ή άλλη υπαλλλήλου.

(ββ)            αι διατάξεις του παρόντος άρθρου θα έχωσιν ισχύν, τηρουμένων των διατάξεων των Αρθρων 44 και 45 του περί Πτωχεύσεως Νόμου και των Αρθρων 305 και 306 του περί Εταιρειών Νόμου.»

Κρίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε εσφαλμένη πορεία στην ερμηνεία και εφαρμογή του πιο πάνω άρθρου ως προς τα δικαιώματα της εταιρείας. Ο βασικός σκοπός του είναι να προστατεύει τον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου όταν αυτός ενεργεί ως αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης για πώληση αγαθού, αλλά σκοπό έχει επίσης (όπως μπορεί να συναχθεί τελεολογικά), να προσδώσει νόμιμο τίτλο στον αγοραστή, στις ακόλουθες δύο διακριτές περιπτώσεις. Η πρώτη, αφορά την κατάσχεση αντικειμένων από τον δικαστικό επιδότη που από τη φύση τους είτε δεν έχουν τίτλο, όπως κοσμήματα, έπιπλα ή άλλα παρόμοια αντικείμενα ή των οποίων ο τίτλος έχει απωλεσθεί από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη. Ο αγοραστής σε τέτοια περίπτωση νομιμοποιείται στην απόκτηση τίτλου ακριβώς διότι αγόρασε το αντικείμενο από δημόσιο πλειστηριασμό που έλαβε μάλιστα χώραν προς εκτέλεση δικαστικής απόφασης. Η δεύτερη περίπτωση αφορά κινητή περιουσία για την οποία αναμένεται από κάποια νομοθετική ρύθμιση να υπάρχει τίτλος όπως, για παράδειγμα, ένα όχημα. Σε τέτοια περίσταση, η ύπαρξη μεταβιβάσιμου τίτλου προς όφελος του καλόπιστου τρίτου αγοραστή θεωρείται αυτονόητη και επομένως η παρ. (α) του άρθρου προϋποθέτει την ύπαρξη τέτοιου τίτλου για να δοθεί στον αγοραστή επί τη καταβολή του τιμήματος της δημοπρασίας.

Η ερμηνεία αυτή συνάδει με την γενικότερη αρχή ότι ο πωλητής που δεν έχει τίτλο ή δικαίωμα πώλησης της περιουσίας, δεν μπορεί και να μεταβιβάσει καλύτερο τίτλο στον αγοραστή, από αυτό [*1409]που ο ίδιος έχει. Η αρχή αυτή αποδίδεται συνήθως με το Λατινικό αξίωμα «nemo dat quod non habet» και εμπεριέχεται στο Αρθρο 27 του Νόμου αρ. 10(Ι)/94, αντίστοιχο με το Άρθρο 21(1) του Sale of Goods Act 1975. Όπως αναλύεται στο σύγγραμμα των Atiyah, Adams και MacQueen: The Sale of Goods - πιο πάνω - σελ. 368-371, στο άρθρο καταγράφεται μια αρνητική τοποθέτηση, της μη δυνατότητας μεταβίβασης καλύτερου τίτλου και μια θετική τοποθέτηση, ότι ο ιδιοκτήτης εμποδίζεται από του να αρνηθεί την εξουσιοδότηση του πωλητή για πώληση αν από τη συμπεριφορά του είναι δυνατόν να εξαχθεί τέτοιο συμπέρασμα. Αυτό ισοδυναμεί με το δόγμα του εμποδισμού («estoppel»). Εδώ, δεν εγείρεται τέτοιο ζήτημα, εφόσον η τράπεζα δεν αρνείται το δικαίωμα της εταιρείας στην κατοχή του οχήματος, για το οποίο και πληρώθηκε πλήρως. Δεν μπορούσε όμως να μεταβιβάσει τίτλο που δεν είχε.

Ταυτόχρονα και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, το Αρθρο προστατεύει τον ίδιο τον Πρωτοκολλητή και αυτό φανερώνεται από την παρ. (β) αυτού, ενώ αφήνεται αλόβητο και το δικαίωμα προσώπου που έχει αξίωση επί της κινητής περιουσίας που δημοπρατήθηκε, να το διεκδικήσει. Ο Πρωτοκολλητής λοιπόν εφόσον δεν γνωρίζει περί αξιώσεως τρίτου, μπορεί απρόσκοπτα να προχωρήσει χωρίς πρόβλημα στη δημοπρασία και χωρίς ο ίδιος να υπέχει ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση όπου εγείρεται τέτοια αξίωση, κατά την παρ. (αα) της επιφύλαξης, όπου με ρητή αναφορά ο Πρωτοκολλητής εξαιρείται από οποιαδήποτε ευθύνη για τέτοια διεκδίκηση.

Τα γεγονότα όπως διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο,  μετά από τη σχετική αξιολόγηση της μαρτυρίας, που υπενθυμίζεται δεν έχουν αμφισβητηθεί κατ’ έφεση, αποκαλύπτουν ότι ήταν στη γνώση της τράπεζας από τις 12.4.94 το πρόβλημα του τίτλου, αυτή δε είχε παύσει να λογίζεται ως ιδιοκτήτρια, έστω χωρίς τη συγκατάθεση της, λόγω διαφόρων πλαστογραφιών και μεταβιβάσεων που διαφοροποιούσαν την πραγματική ιδιοκτησία. Επίσης, ότι άλλος ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης κατά την ημερομηνία του πλειστηριασμού, που είχε βέβαια διενεργηθεί προς όφελος της τράπεζας, εξ ου και το προϊόν της πώλησης αποδόθηκε σε αυτή, το δε υπόλοιπο επεστράφη στον εξ αποφάσεως οφειλέτη στην αγωγή αρ. 2575/94. (δέστε Τεκμ. 21, όσον αφορά την κατανομή του ποσού και Τεκμ. 24, όσον αφορά τις προσφορές των διαφόρων πλειοδοτών από τις οποίες και φαίνεται ότι η προσφορά άνοιξε με £7.500 για να φθάσει στις £14.500). Η τράπεζα επομένως όφειλε, έχουσα αντιληφθεί ότι υπήρχε πλαστογραφία που αλλοίωνε την πραγματική ιδιοκτησία και επηρέαζε το σχετικό τίτλο, να μην άφηνε το όχημα να τεθεί σε [*1410]πλειστηριασμό ώστε να πωληθεί σε ένα καλόπιστο τρίτο άτομο εισπράττοντας και το ποσό της πώλησης. Προχωρώντας στη διαδικασία της κατάσχεσης που, όπως δείχνουν τα Τεκμ. 22 και 25, έγιναν μεταγενέστερα της γνώσης της τράπεζας, αυτή καταστρατήγησε το Αρθρο 14(α) του Νόμου αρ. 10(Ι)/94, που προνοεί για την ύπαρξη σιωπηρού ουσιώδους όρου εκ μέρους πωλητή, ότι έχει δικαίωμα να πωλήσει το αγαθό και ότι κατά τη συμφωνία πώλησης διατηρεί το δικαίωμα να πωλήσει και να μεταβιβάσει το αγαθό. Αυτός ο σιωπηρός ουσιώδης όρος αναφορικά με τον τίτλο δεν μπορεί να αποκλειστεί, όρος δε που περιέχεται σε σύμβαση που αποκλείει τέτοιο όρο, είναι άκυρος, σύμφωνα με το Άρθρο 63(3), του ιδίου Νόμου.

Με δεδομένα τα πιο πάνω και την παράβαση εκ μέρους της τράπεζας, παραμένει να εξεταστεί το θέμα των αποζημιώσεων. Σημειώνεται ότι η απόσυρση και απόρριψη της αγωγής εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα έθεσε τέρμα στην αναζήτηση των όποιων ευθυνών του κράτους, όταν αφέθηκε ο πλειστηριασμός να λάβει χώραν χωρίς να ήταν διαθέσιμος ο τίτλος ιδιοκτησίας όπως αποκαλύπτει το Τεκμ. 1, που σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία, δόθηκε από τον Πρωτοκολλητή στη Λοφίτου στις 2.9.94, όταν αυτή πλήρωσε το ποσό των £14.500. Το Τεκμ. 1, είναι έγγραφο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, υπογραμμένο από τον Πρωτοκολλητή, απευθύνεται δε στον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων, ενημερώνοντας τον για την κατάσχεση και πώληση του οχήματος σε δημόσιο πλειστηριασμό την 1.9.94. Αναφέρονται ρητά ως ιδιοκτήτης και ενοικιαγοραστής, οι Lombard Natwest Ltd και Χρύσανθος Χαραλάμπους, με σημείωση στο τέλος ότι «The Certificate of Registration is not available».

Όπως προαναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή θεωρώντας, λανθασμένα όπως αποφασίστηκε κατά την προηγηθείσα ανάλυση, ότι ο επίδικος πλειστηριασμός δεν συνιστούσε πώληση του οχήματος διά αντιπροσώπου και ότι το πρόσωπο που διενήργησε τον πλειστηριασμό «ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του Δικαστηρίου και κανενός άλλου», (σελ. 34 της απόφασης), κρίση επίσης λανθασμένη. Δεν είχε κανένα νόημα να αντιπροσωπεύεται το Δικαστήριο, το οποίο διά του Πρωτοκολλητή, απλώς εκτελούσε καθηκόντως το ένταλμα, χωρίς άλλο συμφέρον υπό την ευθύνη μάλιστα του Κοινοτάρχη, ως προνοούσαν, οι τότε Κανονισμοί. Η δε συζήτηση από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις σελ. 36-37, της απόφασης του, ως προς τη δυνατότητα της εταιρείας να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία του Καν. 14(5), ήταν αχρείαστη ενόψει του ότι θεώρησε ότι διά του πλειστηριασμού δεν υπήρξε καν σύμβαση πώλησης.

[*1411]Ο κ. Κυπριανού εισηγείται ότι οι αποζημιώσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερες από την επιστροφή ολόκληρου του ποσού δεδομένης της πλήρης αποτυχίας της αντιπαροχής. Πράγματι, οι αυθεντίες αποκαλύπτουν ότι η ανυπαρξία τίτλου ιδιοκτησίας και το μη μεταβιβάσιμο της κυριότητας του οχήματος, αφήνουν τον αγοραστή έκθετο στην κατοχή ενός αντικειμένου, το οποίο ως εκ της φύσης του θα έπρεπε να είχε τίτλο ιδιοκτησίας για να είναι χρήσιμο και να μπορεί νόμιμα να κυκλοφορεί. Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα των Atiyah, Adams και Macqueen: The Sale of Goods - πιο πάνω - σελ. 105-110, η συνήθης θεραπεία για παραβίαση του σιωπηρού όρου για τιτλοποίηση είναι η αποκήρυξη της σύμβασης και/ή η αξίωση για αποζημιώσεις. Στην αποκήρυξη, όμως, ειδικά όπου ο ενάγων στοιχειοθετεί το δικαίωμα σε αποζημιώσεις στην πλήρη έλλειψη αντιπαροχής, αυτός δεν δικαιούται να κατακρατήσει οποιαδήποτε οφέλη έλαβε από τη σύμβαση.

Ο κ. Κυπριανού εισηγήθηκε ότι η υπόθεση Rowland v. Divall [1923] 2 K.B. 500, αποτελεί αυθεντία για την απόδοση στον αγοραστή ολοκλήρου του ποσού της αγοράς, χωρίς τη δυνατότητα του πωλητή να αφαιρέσει οποιοδήποτε ποσό λόγω της τετράμηνης, εκεί χρήσης του οχήματος που είχε αγοραστεί. Η θέση αυτή συνδέεται και με την άποψη της εταιρείας ότι στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δεν νοείτο να γίνει οποιοσδήποτε μετριασμός της ζημιάς από πλευράς της, διότι αυτή δεν έλαβε αυτό που αγόρασε, η δε χρήση του οχήματος ως έδειξε η μαρτυρία υπήρξε μηδαμινή για να ληφθεί υπόψη. Το όχημα χρησιμοποιήθηκε, ως ανέφερε η Λοφίτου στη μαρτυρία της (σελ. 20 των πρακτικών), ελάχιστες φορές και μόνο εκτάκτως, ενώ καταγγέλθηκε και από την αστυνομία ότι το οδηγούσε χωρίς να ήταν νόμιμα εγγεγραμμένο.

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η υπόθεση Rowland v. Divall, έχει υποστεί κριτική διότι επέφερε στην ουσία όφελος στον αγοραστή ο οποίος είχε αγοράσει το όχημα για 334 Στερλίνες, για να το μεταπωλήσει για 400 Στερλίνες, ο δε νέος αγοραστής κατακράτησε το όχημα για τέσσερεις μήνες. Όταν ανακάλυψε ότι το όχημα ουδέποτε ανήκε στον εναγόμενο, ο οποίος και το είχε αγοράσει καλή τη πίστη από κάποιο που δεν είχε τίτλο, ο ενάγων επέστρεψε στο νέο αγοραστή τις 400 Στερλίνες αξιώνοντας από τον εναγόμενο ολόκληρο το ποσό των 334 Στερλινών που είχε ο ίδιος πληρώσει. Το ποσό αποδόθηκε χωρίς ο πωλητής-εναγόμενος να δικαιούτο να αφαιρέσει οποιοδήποτε ποσό για την τετράμηνη χρήση του οχήματος όταν το είχε στην κατοχή του ο νέος αγοραστής. Συναφής είναι και η υπόθεση Niblett v. Confectioners’ Materials Co [1921] 3 K.B. 387, στην οποία επίσης αναφέρθηκε ο συνήγορος, όπου ο [*1412]πωλητής είχε μεν το δικαίωμα να μεταβιβάσει τα αγαθά, δεν μπορούσε όμως να ικανοποιήσει τον όρο για ανενόχλητη κατοχή των αγαθών εφόσον δεν είχε δικαίωμα να τα πωλήσει.

Το δικαίωμα εδώ της εταιρείας να αποζημιωθεί πρέπει όμως να ιδωθεί υπό το πρίσμα των εξής δεδομένων που ακολούθησαν την παράβαση από πλευράς της τράπεζας. Παρατηρείται, πρώτιστα, ότι η εταιρεία δεν επέλεξε ούτε σε εύλογο ούτε σε οποιοδήποτε χρόνο να αποκηρύξει τη σύμβαση μετά που απέκτησε τη γνώση ότι το όχημα ήταν προβληματικό και δεν μπορούσε να μεταβιβαστεί.  Τη γνώση αυτή σύμφωνα με τη μαρτυρία απέκτησε λίγο μετά την επικοινωνία της Λοφίτου με την τράπεζα όταν διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε τίτλος ιδιοκτησίας και ότι δεν ήταν, επομένως, δυνατή η προς αυτή μεταβίβαση του οχήματος. Η εταιρεία απέστειλε στις 28.2.95, λίγους δηλαδή μήνες μετά την αγορά του οχήματος, επιστολή στην τράπεζα, Τεκμ. 2, με την οποία, αφού της γνωστοποιούσε ότι δεν ήταν δυνατό να εγγραφεί το όχημα επ’ ονόματι της διότι τα έγγραφα τα είχε η αστυνομία Λάρνακας και ως αποτέλεσμα δεν μπορούσε να εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας, ζήτησε από αυτή να ερευνήσει το όλο θέμα εντός μιας εβδομάδας «…. διότι σε αντίθετη περίπτωση θα απαιτήσουμε την επιστροφή των χρημάτων μας μαζί με τα έξοδα μας». Από τα κατατεθέντα ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου τεκμήρια φανερώνεται ότι ουδέποτε η τράπεζα απάντησε, τουλάχιστον, γραπτώς. Η εταιρεία, από την άλλη, ουδέποτε προχώρησε να τερματίσει τη συμφωνία.

Εάν η εταιρεία επέλεγε να αποκηρύξει τη σύμβαση αμέσως μετά τη διαπίστωση του προβλήματος, τότε θα μπορούσε ενδεχομένως να ζητούσε την επιστροφή ολόκληρου του ποσού των £14.500 που κατέβαλε οφείλοντας ταυτόχρονα να επιστρέψει το όχημα στην τράπεζα, βασιζόμενη στην πλήρη αποτυχία της αντιπαροχής, εφόσον ο σιωπηρός ουσιώδης όρος για το δικαίωμα της τράπεζας να πωλήσει το όχημα παραβιάστηκε. Δεν το έπραξε, όμως, επιδιώκοντας μετά από πολλά χρόνια και μόνο στις 26.6.2000, όταν ήγειρε την αγωγή, την επιστροφή του ποσού, διατηρώντας έτσι σ’ όλη την προηγηθείσα περίοδο τη σύμβαση σε ισχύ. Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα Atiyah, Adams και Macqueen - πιο πάνω - η δυνατότητα των αποζημιώσεων προσφέρεται από το s. 54 του Αγγλικού  νομοθετήματος, ίδιο με την Κυπριακή πρόνοια στο Αρθρο 62(1)(β), που διατηρεί τα δικαιώματα κάτω από το κοινοδίκαιο για ανάκτηση των χρημάτων που καταβλήθηκαν όταν η αντιπαροχή δεν «πληρώθηκε». Η διαφορά, όμως, με την υπόθεση Rowland v. Divall - πιο πάνω - και τις άλλες που την ακολούθησαν, όπως την Karflex Ltd v. Poole [1933] 2 K.B. 251 και Batterworth v. Kingsway Motors Ltd [1954] [*1413]1 W.L.R. 1286, είναι ότι η κατακράτηση του οχήματος από την εταιρεία παρατάθηκε για πολλά χρόνια, οπότε εύλογα τίθεται πλέον ζήτημα κατά πόσο ήταν δυνατή και σε ποιο βαθμό η μείωση της ζημιάς, από την εταιρεία όπως οφείλει νομολογιακά να πράξει οποιοσδήποτε υφίσταται ζημιά από δικαιοπραξία.

Υπεισέρχεται έτσι η εξέταση των δύο βασικών δυνατοτήτων που, κατά τη μαρτυρία, είχε στη διάθεση της η εταιρεία, ακολουθώντας είτε τον Καν. 14(5)(α), είτε το Αρθρο 17. Όσον αφορά τον Κανονισμό, κρίνεται ορθή η θέση του κ. Κυπριανού ότι δεν θα ήταν ιδιαίτερα βοηθητικός προς την εταιρεία, εφόσον ο Κανονισμός προνοεί για την υποβολή αίτησης στον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ώστε να εκδοθεί διάταγμα μεταβίβασης του οχήματος επ’ ονόματι του ατόμου που «….. αξιοί ότι είναι ιδιοκτήτης μηχανοκινήτου οχήματος μη εγγεγραμμένου επ’ ονόματι αυτού …..». Αναμφίβολα, η εταιρεία δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο αφού το αγόρασε από την τράπεζα, η οποία δεν είχε με τη σειρά της τίτλο να της μεταβιβάσει. Η θέση άλλωστε ότι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ο Κανονισμός, έρχεται σε αντίθεση και με τον ισχυρισμό ότι είχε εφαρμογή το Αρθρο 17 του Νόμου αρ. 14/60, ως προς το  ότι ο νόμιμος τίτλος αποκτήθηκε διά της αγοράς του οχήματος από το δημόσιο πλειστηριασμό. Η τράπεζα, στην ουσία, με την επίκληση του Αρθρου 17, δέχεται ότι δεν είχε τίτλο επ’ ονόματι της. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η επίκληση της χρήσης του Καν. 14, βασίστηκε στη μαρτυρία του Σωτήρη Κολέττα, Μ.Υ. 1 εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος ήταν τότε Ανώτερος Λειτουργός Οδικών Μεταφορών, Προϊστάμενος του Τομέα Τεχνικών Υπηρεσιών. Ο μάρτυρας αυτός, ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος ως ανεξάρτητος στην ουσία από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκε στη χρήση του Κανονισμού προς εξασφάλιση πιστοποιητικού εγγραφής δεχόμενος, όμως, ότι με το Τεκμ. 7, που είναι η επιστολή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών προς τον τότε δικηγόρο της εταιρείας ημερ. 15.11.95, δεν είχε γίνει αναφορά στον Καν. 14, διότι οι επιστολές του δικηγόρου προς το Τμήμα αφορούσαν τη δυνατότητα ανανέωσης της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος και όχι την έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής.

Όσον αφορά το Αρθρο 17, ο μάρτυρας κατά το τέλος της αντεξέτασης του, από την κα Πολυβίου χωρίς μάλιστα αναφορά στο συγκεκριμένο άρθρο, απάντησε καταφατικά σε ερώτηση κατά πόσο θα ήταν επαρκές στοιχείο αξίωσης στην ιδιοκτησία οχήματος, η παρουσίαση από τον ιδιοκτήτη εγγράφου πλειστηριασμού και απόδειξης πληρωμής. Η ερώτηση που τέθηκε ήταν βεβαίως καθοδηγητική, χωρίς καμιά απολύτως αναφορά στις λεπτομέρειες της υπόθεσης και τα γεγονότα και χωρίς να δοθεί στο μάρτυρα η πλη[*1414]ροφόρηση ότι υπήρχε ζήτημα πλαστογραφίας του τίτλου ιδιοκτησίας του συγκεκριμένου οχήματος και ότι το όλο θέμα βρισκόταν υπό αστυνομική διερεύνηση.

Ανεξάρτητα από το κατά πόσο η επίκληση του Αρθρου 17 από την εταιρεία θα είχε ή όχι αίσια κατάληξη στις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, η νομολογία είναι σαφής ότι αναμένονται εύλογα διαβήματα προς μετριασμό της ζημιάς. Όπως αναφέρεται  στο  σύγγραμμα του Treitel: The Law of Contract 8η έκδ. σελ. 886-869, η αποτυχία ενός ενάγοντα να λάβει εκείνα τα εύλογα μέτρα που αναμένονται προς μετριασμό της ζημιάς του, τον εμποδίζει από του να ανακτήσει οτιδήποτε θα θεωρείτο ως επιπρόσθετη ζημιά. Εάν όμως τα διαβήματα αυτά που αναμένονται από το υπαίτιο μέρος, δεν κρίνονται εύλογα από το Δικαστήριο, τότε δεν υπάρχει παράλειψη ή αποτυχία λήψης μετριαστικών ενεργειών, όπως στην υπόθεση Pilkington v. Wood [1953] Ch. 750, όπου κρίθηκε ότι δεν υπήρχε παράλειψη μετριασμού όταν τα διαβήματα τα οποία εισηγήθηκε το υπαίτιο μέρος ότι έπρεπε να είχαν ληφθεί από το αναίτιο μέρος, δεν ήταν εύλογα, εφόσον θα το ενέπλεκαν σε μια δύσκολη και περίπλοκη δικαστική αναμέτρηση («a complicated and difficult piece of litigation»). Όπως εξηγήθηκε και στην London and South of England Building Society v. Stone [1983] 3 All E.R. 105, η συμπεριφορά του αναίτιου μέρους στην προσπάθεια του να μετριάσει τη ζημιά του, δεν θα τεθεί σε λεπτή ζυγαριά προς όφελος του υπαίτιου μέρους. («….. the lender’s conduct in not taking steps to reduce the loss will not be weighed in nice scales at the instance of the party who has occasioned the loss.»).

Όσα ο κ. Κυπριανού υπέδειξε κατά τη διαδικασία της έφεσης ότι η τράπεζα μετακύλησε το δικό της πρόβλημα σε ένα ανυποψίαστο καλόπιστο τρίτο αγοραστή, εφόσον δεν θα αναμενόταν εύλογα από οποιονδήποτε αγοράζει αντικείμενο από δημόσιο πλειστηριασμό, και δη όχημα, να εμπλακεί σε περαιτέρω ενδεχόμενες διαδικασίες είναι ορθά και οι διάφορες προσπάθειες που έκαμε η εταιρεία προς μετριασμό της ζημιάς της με την εμπλοκή δικηγόρου και αναζήτησης νομικής συμβουλής, επιστολής προς την Αστυνομία, προς την Επίτροπο Διοικήσεως, και τις αρμόδιες αρχές, εντάσσονται στα πλαίσια αυτά.

Όλα αυτά, όμως, έποντο λογικά του πιο απλού και άμεσου μετριαστικού μέτρου, που η εταιρεία όφειλε να λάμβανε ιδιαίτερα μετά την επιλογή να μην αποκηρύξει στη σύμβαση. Αυτό της προσπάθειας απόκτησης τίτλου και εγγραφής του οχήματος επ’ ονόματι της χρησιμοποιώντας το μηχανισμό του Αρθρου 17. Η αναμενόμενη αυ[*1415]τή και ενδεδειγμένη ενέργεια θα δικαίωνε πλήρως την εταιρεία στο να ηδύνατο εκ των υστέρων να εισηγηθεί ότι έπραξε ό,τι ήταν λογικά, πρακτικά, αλλά και νομικά δυνατόν να πράξει για να λύσει το πρόβλημα το οποίο όντως μετακύλησε η τράπεζα σ’ αυτήν. Ήταν, με άλλα λόγια, εύλογο για την εταιρεία να αποταθεί στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών για εγγραφή του οχήματος, επικαλούμενη την αγορά του σε δημόσιο πλειστηριασμό. Αν το εγχείρημα επιτύγχανε, τότε δεν θα δικαιούτο να αναζητήσει οτιδήποτε από οποιονδήποτε από την άποψη αποζημιώσεων, εφόσον παρά την παράβαση του σιωπηρού όρου της ιδιοκτησίας και του τίτλου, η εγγραφή θα απέσβαινε και θα απορροφούσε, τρόπον τινά, το όποιο πρόβλημα. Αν δεν επιτύγχανε τότε, βέβαια, πέραν της δικαστικής αναμέτρησης εναντίον της άρνησης εγγραφής, η εταιρεία θα επιβεβαιωνόταν στη θέση της να αποκηρύξει τη σύμβαση πώλησης για πλήρη αποτυχία της αντιπαροχής, με δεδομένο ότι η ενέργεια αυτή θα ήταν ακόμη δυνατό να λάβει χώραν εντός ευλόγου χρόνου.

Όπως όμως λέχθηκε, η εταιρεία δεν αποκήρυξε τη σύμβαση ούτε όταν αντιλήφθηκε το πρόβλημα στη μεταβίβαση, ούτε χρησιμοποίησε το Αρθρο 17, για να δοκιμάσει έστω, να μετριάσει ουσιαστικά τη ζημιά της, με ενδεχόμενο μάλιστα να την εξαλείψει εντελώς. Η αποτυχία αυτή, συνδυασμένη με την παρέλευση πολλού χρόνου, αφήνει την εταιρεία έκθετη στο ότι δεν μπορεί με βεβαιότητα να πιστοποιηθεί η ύπαρξη οποιασδήποτε ζημιάς προς βλάβη της. Σημειώνεται ότι στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, καμιά μαρτυρία δεν δόθηκε για την αξία του οχήματος σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο εκτός από την ημερομηνία του πλειστηριασμού και ιδιαίτερα κατά την ημερομηνία έγερσης της αγωγής.

Η εταιρεία κατ’ επέκταση δικαιούται μόνο σε ονομαστικές αποζημιώσεις ενόψει του ότι απέδειξε μεν την εκ μέρους της τράπεζας παράβαση, αλλά όχι την ύπαρξη συγκεκριμένης ζημιάς. Οι ονομαστικές αποζημιώσεις καθορίζονται στα €300.-.

Όσον αφορά τα έξοδα αυτά όπως είναι γνωστό ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα και βρίσκονται εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Παλαιότερα θεωρείτο ότι η επιδίκαση ονομαστικών και μόνο αποζημιώσεων αποτελούσε δικαιολογία για την επιδίκαση εξόδων, ή ήταν, όπως τέθηκε στην υπόθεση Beaumont v. Greathead [1846] 2 C.B. 494, «a mere peg on which to hang costs». Η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων εδώ δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει οποιαδήποτε διαταγή εξόδων υπέρ της εταιρείας ενόψει των όλων συνθηκών στην ιδιάζουσα αυτή υπόθεση.

[*1416]Όπως ορθά εντοπίστηκε στην Anglo-Cyprian Agencies v. Paphos Industries [1951] 1 All E.R. 873, ο ενάγων που ανακτά ονομαστικές και μόνο αποζημιώσεις, δεν δύναται να θεωρηθεί στη συνήθη ορολογία ως «επιτυχών» ενάγων.

Κατά συνέπεια η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, εκδίδεται δε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης στο ποσό των €300.- χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με βρίσκει σύμφωνο το σκεπτικό της απόφασης του αδελφού μου δικαστή Ναθαναήλ ως προς το ότι η διαδικασία της πώλησης με δημόσιο πλειστηριασμό προς ικανοποίηση εξ αποφάσεως χρέους δεν καταργεί την εφαρμογή των αρχών που διέπουν τη συμβατική σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή, ώστε να ισχύουν οποιοιδήποτε ρητοί ή εξυπακουόμενοι όροι στο πλαίσιο εκείνο. Φρονώ όμως ότι, συγχρόνως το Αρθρο 17 ισχύει ώστε να εμποδίζει την ύπαρξη ζημιάς στον αγοραστή ως εκ της παράβασης οποιουδήποτε εξυπακουόμενου όρου που αφορούσε στο ότι η Εφεσίβλητη Τράπεζα ήταν εγγεγραμμένη ως ιδιοκτήτρια του οχήματος ώστε και ο αγοραστής να μπορούσε να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης. Δεν τίθεται λοιπόν, κατά την άποψή μου, ούτε θέμα υπολογισμού της ζημιάς ούτε και συναφές θέμα μετριασμού της.  Η ρητή πρόνοια του Αρθρου 17(α) ότι ο αγοραστής αποκτά νόμιμο τίτλο αποκλείει οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση.

Συμφωνώ, λοιπόν, με τον αδελφό δικαστή Ναθαναήλ, Δ., ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει ως προς το θέμα της παράβασης και μόνο, και επιδικάζω και εγώ ονομαστικές αποζημιώσεις για την παράβαση όρου της σύμβασης έστω και αν δεν προεκλήθη ζημιά, καθοριζόμενες στο ποσό των €300, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η θέση μου στην υπόθεση αυτή είναι διαφορετική από των δύο συναδέλφων μου. Υϊοθετώντας τα γεγονότα όπως εκτίθενται στην απόφαση του Ναθαναήλ, Δ., καταλήγω ότι είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο πλειστηριασμός που διεξάχθηκε κατόπιν έκδοσης εντάλματος κατάσχεσης και πώλησης κινητής περιουσίας, καλύπτεται αποκλειστικά και μόνο από το Άρθρο 17 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/60), και κατά συνέπεια δεν διατηρούνται, ούτε και ισχύουν οι σιωπηροί όροι του Περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου του 1994, ούτε και το σχετικό δίκαιο των συμβάσεων που αφορά αγοραπωλησίες αγαθών.

Η πρόνοια του Άρθρου 17(α), ότι «ο αγοραστής της ούτω πω[*1417]ληθείσας κινητής περιουσίας αποκτά νόμιμον τίτλον επί της περιουσίας ταύτης» διέγραφε οποιαδήποτε άλλα προβλήματα υπήρχαν στην μεταβίβαση της περιουσίας, αφού ο αγοραστής θα μπορούσε και όφειλε να αποταθεί στον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων και να απαιτήσει την εγγραφή του οχήματος. Η Εφεσείουσα, στην παρούσα περίπτωση, αντί να πράξει τούτο, αιτήθηκε την έκδοση άδειας κυκλοφορίας, που λογικά απορρίφθηκε, αφού το αυτοκίνητο δεν ήταν εγγεγραμμένο επ’ ονόματί της.

Κατά συνέπεια, η Εφεσίβλητη ουδεμία υποχρέωση είχε απέναντι στην Εφεσείουσα και, περαιτέρω, δεν ετίθετο θέμα ζημίας προκληθείσας από την Εφεσίβλητη, αφού εάν υπήρχε οποιαδήποτε ζημιά αυτή θα ήταν αποτέλεσμα της παράλειψης της Εφεσείουσας να ζητήσει εγγραφή του οχήματος.

Κατά συνέπεια, θα απέρριπτα την έφεση με έξοδα σε βάρος της Εφεσείουσας.

Η έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο