Γιάλλουρος Kυριάκος και Άλλοι ν. Σταύρου Ψύλλου, διά του πατέρα αυτού Kωνσταντίνου Ψύλλου ασκώντας αποκλειστικά τη γονική μέριμνα και Άλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552

(2009) 1 ΑΑΔ 1552

[*1552]16 Δεκεμβρίου, 2009

(ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές)

(Πολιτική Έφεση Αρ. 159/2006)

1. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος 1,

v.

1.     ΣΤΑΥΡΟΥ ΨΥΛΛΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

   ΑΥΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΨΥΛΛΟΥ ΑΣΚΩΝΤΑΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΤΗ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ,

2.     ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΨΥΛΛΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 160/2006)

ΑΠΟΛΛΩΝΕΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΛΤΔ,

Εφεσείων-Εναγόμενος 3,

v.

1.     ΣΤΑΥΡΟΥ ΨΥΛΛΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

   ΑΥΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΨΥΛΛΟΥ ΑΣΚΩΝΤΑΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΤΗ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ,

2.     ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΨΥΛΛΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτικές Eφέσεις Aρ. 159/2006, 160/2006)

 

Αμέλεια ― Ιατρική αμέλεια ― Αιτιώδης συνάφεια ― Κατά πόσο υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ τραύματος το οποίο προκλήθηκε σε ανήλικο με κομμάτι ξύλο σε σημείο του προσώπου κοντά στο μάτι κατά τη διάρκεια παιχνιδιού με συνομήλικούς του και αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα του ιδίου ματιού του, η οποία επεσυνέβη τέσσερις περίπου μήνες αργότερα με αποτέλεσμα η όρασή του σε εκείνο το μάτι να περιορισθεί σε μηδαμινά επίπεδα ― Κατά πόσο ο επί καθήκοντι ιατρός των Πρώτων Βοηθειών Ιδιωτικού Νοσοκομείου ο οποίος εξέτασε [*1553]τον ανήλικο αμέσως μετά το ατύχημα, υπήρξε ή όχι αμελής κατά την εξέταση που αυτός διενήργησε.

Αμέλεια ― Ιατρική αμέλεια ― Ποίο το αναμενόμενο επίπεδο δεξιότητας από επαγγελματία ιατρό προς πρόσωπο το οποίο βασιζόμενο στη δεξιότητά του, περιέρχεται υπό τη φροντίδα του ― Άρθρο 51 (2) (ε) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Τρόπος εξέτασης θέματος ιατρικής αμέλειας από το Δικαστήριο ― Το Δικαστήριο παραμένει και ο τελικός κριτής.

Συμπεράσματα Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου ― Εφετείο, τότε μόνο επεμβαίνει αν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται και δεν υποστηρίζονται από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία και τα γεγονότα ― Το Εφετείο έχει εξουσία να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα.

Αποζημιώσεις ― Καθορισμός αποζημιώσεων από το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς την καταγραφή του συλλογισμού πίσω από τον καθορισμό αυτό ― Αντενδείκνυται και πρέπει να αποφεύγεται.

Δικαστική απόφαση ― Δομή δικαστικής απόφασης ― Ανάγκη για ταξινόμηση των διαφόρων επιδίκων θεμάτων ακολουθούμενη από τη σταδιακή επίλυσή τους.

Στις 20.4.97, ο εφεσίβλητος 1, ηλικίας τότε οκτώ ετών, κτυπήθηκε από κομμάτι ξύλου σε σημείο του προσώπου του κοντά στο μάτι, ενώ έπαιζε με συνομήλικούς του. Μεταφέρθηκε την ίδια ημέρα στο Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο (εφεξής το Απολλώνειο) λόγω του ότι έτρεχε αίμα στην περιοχή, όπου έτυχε εξέτασης και περίθαλψης στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών από τον επί καθήκοντι ιατρό, εφεσείοντα στην Πολιτική Έφεση Αρ. 159/06, (εφεξής ο εφεσείων). Ο εφεσείων ο οποίος υπηρετούσε ως ειδικός παθολόγος στο εν λόγω Τμήμα του Απολλώνειου, προέβηκε σε κλινική εξέταση καθαρίζοντας το τραύμα με αντισηπτικό και αποστειρωμένες γάζες. Ήλεγξε την γύρω περιοχή χωρίς να διαπιστώσει άλλες κακώσεις. Εξέτασε και τα μάτια του ανήλικου και δεν διαπίστωσε οποιοδήποτε πρόβλημα. Παρέπεμψε τον ανήλικο σε πλαστικό χειρούργο του Απολλώνειου (εναγόμενος 2 πρωτοδίκως) ο οποίος και συγκόλλησε με ειδικό συγκολλητικό υγρό το τραύμα, συνταγογραφώντας ειδική αλοιφή και οδηγίες για επάνοδο του ασθενούς μετά από τέσσερις ημέρες. Κατά την εξέταση και συγκόλληση του τραύματος, δεν εξέτασε την όραση του ανηλίκου εφόσον είχε τη διαβεβαίωση από τον εφεσείοντα ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα.

[*1554]Στις 29.8.97 ο ανήλικος παρουσίασε πρόβλημα αλληθωρίας στο αριστερό μάτι. Εξετάσθηκε την επόμενη μέρα από ιδιώτη οφθαλμίατρο ο οποίος διαπίστωσε ολική αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς χιτώνα με αποτέλεσμα η όρασή του να περιορισθεί σε μηδαμινά επίπεδα σε εκείνο το μάτι. Η διάγνωση του οφθαλμίατρου επιβεβαιώθηκε και από τις εξετάσεις στις οποίες αυτός υποβλήθηκε στο Μακάρειο Νοσοκομείο. Μεταφέρθηκε στην Αγγλία όπου ο θεράπων ιατρός Dr. R. J. Cooling, κατάφερε να συγκολλήσει τον αμφιβληστροειδή στη σωστή του θέση, χωρίς όμως, να σημειωθεί αισθητή βελτίωση της όρασης λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου και της ανάπτυξης προοδευτικής αμφιβληστροπάθειας («progressive viteroretinopathy ή PVR»).

Αποτέλεσμα των πιο πάνω, ήταν η έγερση αγωγής για αμέλεια εναντίον του εφεσείοντος και του πλαστικού χειρούργου στη διάγνωση και θεραπεία του ανηλίκου για τους οποίους εκ προστήσεως υπεύθυνο θεωρείτο το Απολλώνειο, αξιώνοντας γενικές, ειδικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ήταν όντως αμελής και ότι το Απολλώνειο ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνο. Το Δικαστήριο επιδίκασε £75.000, ως γενικές αποζημιώσεις πλέον νόμιμο τόκο από 20.4.97 και £10.000, ως απώλεια μελλοντικής εισοδηματικής ικανότητας με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, πλέον έξοδα. Απέρριψε την αγωγή εναντίον του πλαστικού χειρούργου με έξοδα υπέρ του, κρίνοντας στην ολότητα των γεγονότων ότι δεν υπείχε ευθύνη για αμέλεια.

 

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση λόγω κυρίως της ισχυριζόμενης πλημμελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας αφενός αλλά και της εσφαλμένης εξαγωγής συμπερασμάτων, καταλογίζοντας στο πρωτόδικο Δικαστήριο την παράλειψη εφαρμογής κατά ορθολογιστικό τρόπο των ευρημάτων στα οποία το ίδιο προέβηκε και με τα οποία δικαίωνε ουσιαστικά τη γραμμή της υπεράσπισης ότι απουσίαζε η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του τραύματος του ανηλίκου κατά το παιχνίδι και της αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα.

Οι εφεσίβλητοι στήριξαν ως απόλυτα ορθή την απόφαση, υποστηρίζοντας ότι η αιτιώδης συνάφεια προέκυπτε ως ζήτημα λογικής ενόψει της αποκρυσταλλωθείσας μαρτυρίας ότι ουδέν άλλο μεσολάβησε μεταξύ του κτυπήματος και του προβλήματος της αποκόλλησης, παρά την πάροδο των πέντε μηνών.

Αποφασίστηκε ότι:

[*1555]1.    Το σκεπτικό της απόφασης αποκαλύπτει όντως δυσαναπλήρωτα κενά, με εμφανή προβλήματα τόσο στην καταγραφή των ευρημάτων, όσο και στη νομική πληρότητα των λαμβανομένων αρχών. Σε αυτό συνέβαλε και ο τρόπος συγγραφής της απόφασης, όπου διαπιστώνεται μια γενικευμένη προσέγγιση στην ανάπλαση της νομικής θεώρησης και μια ταυτόχρονη ασαφής περιγραφή του τραύματος. Κυρίως, όμως, προκύπτει λανθασμένος καταλογισμός ευθύνης στον εφεσείοντα τη στιγμή που η ιατρική μαρτυρία που παρουσιάστηκε από την υπεράσπιση και έγινε αποδεκτή πρωτοδίκως, όντως συνηγορούσε στην τεκμηρίωση του ισχυρισμού που πρόβαλε ο εφεσείων ότι έπραξε ό,τι ήταν ιατρικώς αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα σε τέτοιες ή παρόμοιες συνθήκες.

2.    Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το σημείο του τραύματος, στο οποίο το Δικαστήριο κατέληξε αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Dr. Cooling ότι αυτό ήταν 1,5 – 2 εκατοστά από το κέντρο του ματιού, δεν είναι ορθό, ενόψει της ύπαρξης αντίθετης άμεσης και σαφούς μαρτυρίας από τον ίδιο τον εφεσείοντα, ο οποίος εξέτασε και θεράπευσε κατά πρώτον λόγο τον ανήλικο, ότι το τραύμα «...... ευρισκόταν μακριά στα 3.5 με 4 εκατοστά κάτω από το αριστερό μάτι στην περιοχή του ζυγωματικού οστού.»

3.    Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και στο έτερο σημαντικό για την τελική του κατάληξη εύρημα, αυτό του τρόπου κτυπήματος και του είδους του κτυπήματος. Το εύρημα του Δικαστηρίου επί αυτού του θέματος δεν ήταν καθαρό με αποτέλεσμα να μην κατευθυνθεί ορθά η προσοχή του και ως προς το μείζον ζητούμενο, που ήταν η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ κτυπήματος και αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς.

4.    Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντος και του πλαστικού χειρούργου, προτίμησε τη μαρτυρία του Dr. Cooling, τόσο ως προς την εστία του κτυπήματος και την απόστασή του από το κέντρο του ματιού, όσο και για το είδος του κτυπήματος, παρόλο που δεν έκαμε σαφές εύρημα επί  τούτου. Και  αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Dr. Cooling χωρίς ταυτόχρονα, πέραν από την καταγραφή της προτίμησης του, να εξηγήσει με λογική επάρκεια τους λόγους που απέρριψε στην ουσία τη μαρτυρία των δύο θεραπόντων ιατρών στα συγκεκριμένα σημεία.

5.    Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε το ίδιο ακριβώς λάθος και ως προς την αποδοχή της θέσης του Dr. Cooling ότι η αποκόλληση προήλθε από το κτύπημα προ τεσσάρων μηνών και ότι η εξέταση του οφθαλμού με οφθαλμοσκόπιο ήταν αναγκαία και θα αποκάλυ[*1556]πτε το πρόβλημα.

6. Η υπόλοιπη μαρτυρία ως προς το επίπεδο ιατρικής στο ζητούμενο, ήταν προφανώς υπέρ του εφεσείοντος, του τρόπου και της εξέτασης που αυτός διενήργησε. Το δε εύρημα του Δικαστηρίου ότι στην απουσία εμφανών κακώσεων του ιδίου του οφθαλμού ή των βλεφάρων δεν θα ήταν αναγκαία η παραπομπή για οφθαλμολογική εξέταση ούτε και η εξέταση του εσωτερικού του ματιού με οφθαλμοσκόπιο, θα έπρεπε να λειτουργήσει καταλυτικά στη σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ο εφεσείων υπήρξε ή όχι αμελής κατά την εξέταση του ανηλίκου. Το καθήκον που εμπεριέχεται, αλλά και επιβάλλεται από το Άρθρο 51(2)(ε) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, κωδικοποιεί το κοινοδίκαιο και τυγχάνει εφαρμογής έχοντας υπόψη και τη σχετική νομολογία.

7. Η συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος αμέλειας επειδή δεν ήταν λογικός ο περιορισμός της εξέτασης με οφθλαμοσκόπιο στις περιπτώσεις εκείνες όπου «…. υπάρχει εξωτερική κάκωση των βλεφάρων, ορατή  κάκωση του οφθαλμού ή ορατή δυσλειτουργία της όρασης ….» επειδή αφήνει τον ασθενή «.... εκτεθειμένο στο ενδεχόμενο να υπάρχει τραυματισμός των εσωτερικών δομών του οφθαλμού που πιθανόν να μην είναι ορατός με μια επιφανειακή εξέταση», διαφοροποίησε στην ουσία την ίδια την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία των άλλων εμπειρογνωμόνων. Κατά πρώτο λόγο διότι ανέβασε αιφνίδια το αναμενόμενο επίπεδο του επαγγελματία παθολόγου ιατρού σ’ ένα Τμήμα Πρώτων Βοηθειών, που είναι να επιδείξει τη συνήθη δεξιότητα ατόμου που επαγγέλλεται τη συγκεκριμένη ειδικότητα. Σ’ αντίθεση με τη σχετική νομολογία, το επίπεδο δεξιότητας που καθόρισε το Δικαστήριο εξισώθηκε στην ουσία με το ύψιστο επίπεδο, ενώ δεν είναι ανάγκη ο ιατρός ή οποιοσδήποτε άλλος επαγγελματίας να διαθέτει «…. highest expert skill». Κατά δεύτερο λόγο, στη σκέψη του Δικαστηρίου παρείσφρυσε το εξωγενές στοιχείο, της απλής πιθανότητας να υπάρχει τραυματισμός του οφθαλμού, έστω και αν δεν υπήρξε άμεσο κτύπημα σ’ αυτόν ή άλλες εξωτερικές εμφανείς κακώσεις.

8. Το ζήτημα της ιατρικής αμέλειας εξετάζεται στη βάση του επιπέδου του λογικού επαγγελματία.

9. Για τον καθορισμό του επιπέδου που απαιτείται από το συγκεκριμένο επαγγελματία εμπειρογνώμονα, πρέπει να δοθεί εμπειρογνώμονη μαρτυρία για την ορθή πρακτική που ακολουθείται στον κλάδο («proper practice»). Τελικός κριτής του τι αποτελεί «reasonable [*1557]and responsible professional practice» παραμένει βέβαια ο Δικαστής. Για να τεκμηριωθεί δε η μαρτυρία περί της ορθής μη αμελούς πρακτικής, η μαρτυρία που δίνεται ως προς αυτή, πρέπει να είναι εύλογη και υπεύθυνη.

10.    Στην πραγματικότητα το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στη βάση πιθανοτήτων ως προς τη δυσλειτουργία της όρασης, παρά την απουσία εμφανών κακώσεων και στη βάση του ότι η εξέταση με οφθαλμοσκόπιο ήταν και ανώδυνη και ουσιαστικά ανέξοδη και θα αποκάλυπτε το πρόβλημα. Παραγνώρισε επίσης και δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή στο ότι ο εφεσείων ενεργούσε ως παθολόγος των Πρώτων Βοηθειών προς τον οποίο και παραπέμφθηκε ο ανήλικος κατά την άφιξη του στο Απολλώνειο, ενώ ο Dr. Cooling και ο Δρ. Χριστοφίδης, που κατέθεσε επίσης εκ μέρους του ανηλίκου, ήταν ειδικοί οφθαλμίατροι. Από την υπεράσπιση, όμως, οι κληθέντες ιατροί περιελάμβαναν όλες τις συναφείς για την περίπτωση ειδικότητες, δηλαδή της πλαστικής χειρουργικής, του ειδικού οφθαλμίατρου και του ειδικού παθολόγου στις Πρώτες Βοήθειες.

11.    Ενόψει των ανωτέρω, η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αμέλεια του εφεσείοντος και κατ’ επέκταση του Απολλώνειου, καταρρέει. Συνακόλουθα και οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις (£75.000 ως γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία και £10.000 ως αποζημιώσεις για μελλοντικές απώλειες) πρέπει να παραμεριστούν.

Παρατηρήσεις Εφετείου:

1. Η γενικευμένη προσέγγιση του καθορισμού των αποζημιώσεων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, άνευ ετέρου, χωρίς να καταγράφεται ο συλλογισμός ο οποίος οδηγεί στον καθορισμό αυτό, αντενδείκνυται και πρέπει να αποφεύγεται.

2. Η σταχυολογική επίλυση θεμάτων, όπως εν προκειμένω έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αρχίζοντας μάλιστα από την απόδοση των αποζημιώσεων, πριν καν αξιολογηθεί η μαρτυρία και καταγραφούν τα ευρήματα, περιπλέκει παρά απλοποιεί την απόφαση. Με κίνδυνο να χαθεί ο απαιτούμενος ειρμός στη σκέψη του           Δικαστηρίου.

Οι εφέσεις επιτράπηκαν με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση (€3.000 σε κάθε έφεση) εναντίον των εφεσιβλήτων.

[*1558]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Christodoulou v. Hjilavithi (1985) 1 C.L.R. 228,

Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 A.A.Δ. 1275,

Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,

Χατζηπαύλου v. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236,

Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας v. Κώστας Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705,

Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

Μακρή v. Έλληνα, Αγωγή Αρ. 2681/86, Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ημερ. 16.1.1991,

Bolitho v. City and Hackney Health Authority [1998] A.C. 232,

Maynard v. West Midland RHA [1984] 1 W.L.R. 634,

Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 A.A.Δ. 288,

Στυλιανού v. Αστυνομίας (2008) 2 A.A.Δ. 646.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Zωμενής, A.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3364/00), ημερομ. 30.3.2006.

Α. Παπαντωνίου με Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα στην Πολιτική Έφεση Αρ. 159/2006.

Γ. Κορφιώτης με Μ. Πανταζή, για τον Εφεσείοντα στην Πολιτική Έφεση Αρ. 160/2006.

Σ. Αγγελίδης με Α. Δαμιανού, για τους Εφεσίβλητους και στις δύο Πολιτικές Εφέσεις.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

[*1559]ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο τότε ηλικίας οκτώ ετών ανήλικος εφεσίβλητος 1, κτυπήθηκε στις 20.4.97, κατά τη διάρκεια παιχνιδιού με συνομίληκους του, από ένα κομμάτι ξύλο σε σημείο του προσώπου του κοντά στο μάτι. Μεταφέρθηκε την ίδια ημέρα στο Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο, (εφεξής «το Απολλώνειο»), λόγω του ότι έτρεχε αίμα από την περιοχή, έτυχε δε εξέτασης και περίθαλψης από τον επί καθήκοντι ιατρό, εφεσείοντα στην Πολιτική Έφεση Αρ. 159/06, (εφεξής «ο εφεσείων»), ο οποίος υπηρετούσε ως ειδικός παθολόγος στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Απολλώνειου. Κατά τη μεταφορά του ανηλίκου στο Απολλώνειο μαζί του ήταν ο πατέρας του, εφεσίβλητος 2, (ο οποίος και ήγειρε στην εξέλιξη των περιστατικών την αγωγή εκ μέρους του ως πατέρας, ασκών γονική μέριμνα), καθώς και η θεία του, αδελφή του εφεσίβλητου 1.

Ο εφεσείων, αφού έλαβε το ιστορικό του τραύματος, προέβηκε σε κλινική εξέταση, καθαρίζοντας το τραύμα με αντισηπτικό και αποστειρωμένες γάζες. Ήλεγξε τη γύρω περιοχή χωρίς να διαπιστώσει άλλες κακώσεις, εξετάζοντας και τα μάτια του ανηλίκου βρίσκοντας τις κόρες των ματιών να ήταν ίσου μεγέθους με φυσιολογική αντίδραση στο φως, με το άσπρο του ματιού καθαρό. Ήλεγξε επίσης τα οπτικά πεδία τα οποία και βρήκε φυσιολογικά, διενεργώντας επίσης έλεγχο της οπτικής οξύτητας χωρίς να διαπιστώσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Παρέπεμψε τον ανήλικο σε πλαστικό χειρούργο του Απολλώνειου (εναγόμενος 2 πρωτοδίκως), ο οποίος ανέλαβε να συγκολλήσει το τραύμα, η οποία συγκόλληση έγινε στην παρουσία της θείας του ανηλίκου καθ’ ον χρόνο ο πατέρας του ανέμενε έξω από το ιατρείο. Η συγκόλληση έγινε με ειδικό συγκολλητικό υγρό διότι το τραύμα ήταν καθαρό και δεν χρειαζόταν συρραφή, συνταγογραφώντας ειδική αλοιφή και οδηγίες για επάνοδο του ασθενούς μετά από τέσσερεις ημέρες. Ο ανήλικος δεν επανήλθε και ο πλαστικός χειρούργος δεν τον ξαναείδε. Κατά την εξέταση και συγκόλληση του τραύματος, δεν εξέτασε την όραση του ανηλίκου εφόσον είχε διαβεβαίωση από τον παραπέμψαντα ιατρό, εφεσείοντα, ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα. Εάν υποψιαζόταν οτιδήποτε ή υπήρχε έστω οποιαδήποτε ένδειξη προβλήματος, σίγουρα θα παρέπεμπε τον ανήλικο πίσω στον εφεσείοντα ή σε ιατρό ανάλογης ειδικότητας.

Τέσσερεις και πλέον μήνες μετέπειτα, στις 29.8.97, ενώ ο ανήλικος βρισκόταν κατά τις θερινές διακοπές με συγγενείς του σε ορεινό χωριό, παρουσίασε πρόβλημα αλληθωρίας στο αριστερό μάτι.  Η οικογένεια ανησύχησε και την επομένη μεταφέρθηκε σε ιδιώτη οφθαλμίατρο όπου διαπιστώθηκε ολική αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς χιτώνα με αποτέλεσμα τον περιορισμό της όρασης [*1560]σε εκείνο το μάτι σε μηδαμινά επίπεδα. Οι μετέπειτα εξετάσεις κατά την εισαγωγή του ανηλίκου στο Μακάρειο Νοσοκομείο, επιβεβαίωσαν τη διάγνωση του οφθαλμίατρου, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Αγγλία, όπου έτυχε θεραπείας από τον Dr. R. J. Cooling, ο οποίος κατάφερε μεν να συγκολλήσει τον αμφιβληστροειδή στη σωστή του θέση, χωρίς όμως, δυστυχώς, να βελτιωθεί αισθητά η όραση λόγω του χρόνου που είχε στο μεταξύ διαρρεύσει και της  ανάπτυξης προοδευτικής αμφιβληστροπάθειας («progressive viteroretinopathy ή PVR»).

Το αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, ήταν η έγερση αγωγής εναντίον του εφεσείοντα, του πλαστικού χειρούργου και του Απολλώνειου, με την οποία καταλογιζόταν αμέλεια στη διάγνωση και  θεραπεία του ανηλίκου και από τους δύο ιατρούς, για τους οποίους εκ προστήσεως υπεύθυνο θεωρείτο το Απολλώνειο, με αξίωση για γενικές, ειδικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις. Στην έκθεση απαίτησης καταλογιζόταν στον εφεσείοντα ότι απέτυχε να διαγνώσει την αποκόλληση κατά την εξέταση του ανηλίκου, η οποία ήταν η άμεση συνέπεια του τραυματισμού του κατά το παιχνίδι, αποτυγχάνοντας ειδικά να χρησιμοποιήσει, ως εύλογα αναμενόταν, οφθαλμοσκόπιο κατά την εξέταση των ματιών, κάτι που θα αποκάλυπτε αμέσως το πρόβλημα. Παρόμοια, και ο πλαστικός χειρούργος αντιμετώπισε αμελώς τον ανήλικο, ο οποίος, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, είχε απώλεια όρασης στο αριστερό μάτι κατά 90% ως μόνιμο κατάλοιπο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία που προσήχθηκε ενώπιον του, αξιολόγησε ότι ο εφεσείων ήταν όντως αμελής και προς τούτο εκ προστήσεως υπεύθυνο θεωρήθηκε και το Απολλώνειο, επιδικάζοντας £75.000, ως γενικές αποζημιώσεις  πλέον νόμιμο τόκο από 20.4.97 και £10.000, ως απώλεια μελλοντικής εισοδηματικής ικανότητας με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, πλέον έξοδα. Απέρριψε την αγωγή εναντίον του πλαστικού χειρούργου με έξοδα υπέρ του, κρίνοντας στην ολότητα των γεγονότων ότι δεν υπείχε ευθύνη για αμέλεια.

Με εκτεταμένα περιγράμματα αγορεύσεων οι εφεσείοντες επιδιώκουν την καθολική ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης, τόσο επί της ευθύνης, όσο και επί των αποζημιώσεων. Οι βολές τόσο του εφεσείοντα, όσο και του Απολλώνειου, στρέφονται κατά κύριο λόγο εναντίον της πλημμελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας αφενός, αλλά και εναντίον της λανθασμένης εξαγωγής συμπερασμάτων παρά την ορθή αναφορά στο σχετικό δίκαιο. Καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παρέλειψε να εφαρμόσει κατά ορθολογιστικό τρόπο [*1561]τα ευρήματα στα οποία το ίδιο προέβηκε και με τα οποία δικαίωνε ουσιαστικά τη γραμμή υπεράσπισης ως προς την απουσία αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του τραύματος του ανηλίκου κατά το παιγνίδι και την αποκόλληση του αμφισβληστροειδούς χιτώνα.

Περαιτέρω, ότι αναιτιολόγητα και εκτός του ορθού αναμενόμενου μέτρου μέτρου κρίσης επέρριψε ευθύνη για αμέλεια στον εφεσείοντα ο οποίος, ως έδειξε η μαρτυρία, ενήργησε ορθά και εύλογα στην αντιμετώπιση ενός τραύματος που μόνο εξωτερικά και μάλιστα στην περιοχή του ζυγωματικού παρουσιαζόταν ως πρόβλημα προς ιατρική αντιμετώπιση, χωρίς εμφανή σημάδια οποιασδήποτε οφθαλμολογικής ζημιάς ή ανεπάρκειας όρασης σ’ εκείνο το χρονικό σημείο. Το επίπεδο, σύμφωνα με την εισήγηση, της ιατρικής επάρκειας, θα έπρεπε να εξεταστεί στη βάση ενός θεράποντα ιατρού που καλείται να αντιμετωπίσει ένα περιστατικό στις πρώτες βοήθειες ενός νοσοκομείου, εδώ του Απολλώνειου, σε σύγκριση με το γενικώς αποδεκτό επίπεδο ιατρικής στον τομέα αυτό.

Τέθηκαν επίσης θέματα ότι το Απολλώνειο δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να διαγνωσθεί εκ προστήσεως υπεύθυνο, ενόψει του ότι από την περιγραφή του τραύματος από τον ίδιο τον ανήλικο, αλλά και την κλινική εικόνα που είχε ενώπιον του ο εφεσείων, δεν προέκυπταν στοιχεία αμέλειας ιδιαίτερα ενόψει του ότι η περιγραφή του τραύματος ήταν συμβατή με τραυματισμό από αιχμηρό αντικείμενο και όχι με τραυματισμό προερχόμενο από πρόσκρουση που θα είχε ως αποτέλεσμα τον επηρεασμό του οφθαλμού σε βάθος ώστε να προκύψει εκ των υστέρων και μετά από πέντε μήνες πρόβλημα αποκόλλησης. Τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι στο θέμα, κατά την εισήγηση, μη ευκρινή υπήρξε δε παράλειψη σαφούς καταστάλαξης  επί γεγονότων, αναγκαίων, ως προς τη θεμελίωση της ευθύνης.

Από πλευράς τους οι εφεσίβλητοι στηρίζουν ως απόλυτα ορθή, από νομικής και λογικής άποψης, την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατ’ εφαρμογή των καθιερωμένων νομικών αρχών που λαμβάνονται στο ζήτημα, σε συνδυασμό με σαφή ευρήματα στη βάση της μαρτυρίας που είχε δοθεί. Η αιτιώδης συνάφεια προέκυπτε ως ζήτημα λογικής ενόψει της αποκρυσταλλωθείσας μαρτυρίας ότι ουδέν άλλο μεσολάβησε μεταξύ του κτυπήματος και του προβλήματος της αποκόλλησης, παρά την πάροδο των πέντε μηνών.

Προσεκτική εξέταση του σκεπτικού της απόφασης και του τρόπου συγγραφής της, αποκαλύπτει όντως δυσαναπλήρωτα κενά, με εμφανή προβλήματα τόσο στην καταγραφή των ευρημάτων, όσο [*1562]και στη νομική πληρότητα των λαμβανομένων αρχών. Διαπιστώνεται μια γενικευμένη προσέγγιση στην ανάπλαση της νομικής θεώρησης και μια ταυτόχρονη ασαφής περιγραφή του τραυματισμού. Κυρίως, όμως, προκύπτει λανθασμένος καταλογισμός ευθύνης στον εφεσείοντα τη στιγμή που η ιατρική μαρτυρία που παρουσιάστηκε από την υπεράσπιση και έγινε αποδεκτή πρωτοδίκως, όντως συνηγορούσε στην τεκμηρίωση του ισχυρισμού που πρόβαλε ο εφεσείων ότι έπραξε ό,τι ήταν ιατρικώς αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα σε τέτοιες ή παρόμοιες συνθήκες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι δεν είχε κτυπήσει αυτός καθαυτός ο οφθαλμός, παρά τη χαλαρή περιγραφή του, ως ήταν αναμενόμενο, τόσο από τον ανήλικο, όσο και από τον πατέρα και τη θεία του, ότι είχε κτυπήσει «στο μάτι» (σελ. 3 πρακτικών, μαρτυρία ανηλίκου), ότι αυτό ήταν «κόκκινο και φουσκωμένο» (σελ. 19 - μαρτυρία θείας) και «…. με αρκετό αίμα να τρέχει από το κάτω μέρος του ματιού» (σελ. 33 – μαρτυρία πατέρα).  Οι πιο πάνω μάρτυρες είχαν διευκρινίσει στην πορεία ότι το τραύμα από το οποίο έτρεχε αίμα βρισκόταν κάτω από το αριστερό μάτι σε σημείο του ζυγωματικού οστού. Την ίδια διαπίστωση έκαμε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, όταν, ιδίοις όμμασι, παρατήρησε το σημείο το οποίο ο ανήλικος υπέδειξε κατά τη μαρτυρία του ότι είχε κτυπήσει. Έχοντας καθορίσει τη γενικότερη περιοχή τραυματισμού, το πρωτόδικο Δικαστήριο προσπάθησε να το εντοπίσει με ακρίβεια ώστε να βοηθηθεί στο μετέπειτα συλλογισμό του, στην κρίση του ως προς την αιτιώδη συνάφεια. Το έπραξε τούτο με ανάλογο εύρημα ότι το τραύμα «…. βρισκόταν κάτω από το αριστερό μάτι, επί του ζυγωματικού περίπου 1,5 ή 2 εκατοστά από το κέντρο του ματιού. Η θέση αυτή συμπίπτει με αυτή που υπέδειξε και ο ίδιος ο Σταύρος.».

Η προσέγγιση αυτή κρίνεται λανθασμένη. Το Δικαστήριο δικαιολόγησε το πιο πάνω εύρημα του στη σελ. 10 της απόφασης, λέγοντας ότι προτίμησε ως προς την ακριβή θέση του τραύματος τη μαρτυρία του Dr. Cooling «…. επειδή όταν εξέτασε τον Σταύρο το σοβαρό πρόβλημα στην όραση του είχε ήδη εκδηλωθεί και συνεπώς ο συγκεκριμένος μάρτυρας είχε κάθε λόγο να δώσει ιδιαίτερη σημασία στον εντοπισμό του ακριβούς σημείου του τραύματος.». Κατ’ αρχάς, το ζήτημα δεν θα ήταν δυνατόν να αποφασιστεί στη βάση «προτίμησης», αλλά ήταν βέβαια θέμα αποδοχής ή μη της σχετικής μαρτυρίας, δίδοντας πειστικούς λόγους για την αποδοχή ή απόρριψη της μιας ή της άλλης εκδοχής. Και δεν ήταν λογική η αποδοχή της εκδοχής του Δρ. Cooling, ο οποίος εξέτασε τέσσερεις και πλέον μήνες μετά, τον ανήλικο (Σεπτέμβριο 1997), συμπερασματικά δε και μόνο είναι που εντόπισε τον τραυματισμό να είχε [*1563]επισυμβεί 1,5-2 εκ. κάτω από το κέντρο του ματιού επειδή εντόπισε ρήξεις στον αμφισβληστροειδή, έχοντας ο ανήλικος υποστεί τον τραυματισμό στο «κατώτερο εξωτερικό τεταρτημόριο στην πλευρά του ζυγωματικού.» (σελ. 63 πρακτικών).

Προστίθεται εδώ και το εξής το οποίο πιθανότατα επηρέασε το τελικό εύρημα του Δικαστηρίου στο υπό συζήτηση σημείο. Το Δικαστήριο στη σελ. 9 της απόφασης του κατέγραψε επί λέξει και τα εξής, αναφερόμενο στη μαρτυρία του Dr. Cooling:

«Υπέδειξε και αυτός ότι το τραύμα το οποίο είδε περίπου 5 μήνες αργότερα, αλλά φαινόταν που βρισκόταν, ήταν κάτω από το αριστερό μάτι στο ζυγωματικό οστό. Έδειξε ένα σημείο περίπου 1,5 έως 2 εκατοστά από το κέντρο του ματιού.»

Τα πιο πάνω όμως δεν ανταποκρίνονται ποσώς στην καταγραμμένη μαρτυρία του Dr. Cooling. Προσεκτική ανάγνωση της ολότητας της μαρτυρίας του (σελ. 56-95 των πρακτικών), αποκαλύπτουν  ότι σε καμιά περίπτωση δεν ανέφερε ο μάρτυρας ότι το σημείο του τραύματος φαινόταν όταν εξέτασε τον ανήλικο ούτε και υπέδειξε εντός του Δικαστηρίου ότι αυτό ήταν 1,5-2 εκ. από το κέντρο του ματιού. Εκείνο το οποίο υπέδειξε ήταν αντίθετα το σημείο στο οποίο εντόπισε το ρήγμα του αμφιβληστροειδούς, εντός του οφθαλμού, το οποίο και σημείωσε με στυλό ως «Χ» στο Τεκμ. «3» (σχεδιάγραμμα των δομών του οφθαλμού) (σελ. 63 και 74 των πρακτικών).

Υπήρχε, όμως, αντίθετη άμεση και σαφής μαρτυρία από τον ίδιο τον εφεσείοντα, ο οποίος εξέτασε και θεράπευσε κατά πρώτον λόγο τον ανήλικο, ότι το τραύμα «…. ευρισκόταν μακριά στα 3.5 με 4 εκατοστά κάτω από το αριστερό μάτι στην περιοχή του ζυγωματικού οστού.» (σελ. 182 πρακτικών), παρέμεινε σταθερός στη θέση αυτή κατά την αντεξέταση (σελ. 192 και 195), το ίδιο δε ανέφερε και ο πλαστικός χειρούργος που καθόρισε την απόσταση, με μικρές μόνο αποκλίσεις, στα 3.5-4 εκ. από το κέντρο του ματιού και γύρω στο 1-1.5 εκ. από το χείλος του κόγχου (σελ. 209), επανέλαβε δε τη θέση αυτή σταθερά και στην αντεξέταση (σελ. 232). Προκύπτει ότι δεν ήταν εύλογη η απλή «προτίμηση» της μαρτυρίας του Dr. Cooling ως προς τη θέση του τραύματος, έναντι της έστω και από μνήμης μαρτυρίας των δύο ιατρών που το εξέτασαν άμεσα και πρόσφεραν θεραπεία στον ανήλικο. Να προστεθεί δε, εδώ, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στη σελ. 8 της απόφασης του, ότι ο ανήλικος «υπέδειξε το σημείο στο πρόσωπο του, το οποίο όπως διαπιστώνω δεν ήταν σε αυτό καθαυτό το μάτι αλλά στο ζυγωματικό οστό, περίπου 2 εκατοστά από το κέντρο του ματιού.». Δεν θα ήταν όμως δυνατό για το [*1564]ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταστεί μάρτυρας, (Christodoulou v. Hjilavithi (1985) 1 C.L.R. 228, σελ. 242), ούτε βέβαια προέβη στη «διαπίστωση» αυτή μετρώντας την απόσταση που έδειχνε ο ανήλικος, και σε καμιά περίπτωση ο ανήλικος σ’ όλη τη μαρτυρία του δεν καθόρισε συγκεκριμένη ή έστω κατά προσέγγιση, μετρήσιμη απόσταση. Ούτε εν τέλει το Δικαστήριο βασίστηκε στην παρατήρηση ή «διαπίστωση» αυτή για να εξαγάγει το εύρημα του. Άλλη ήταν η βάση, όπως προαναφέρθηκε, της κατάληξης του και επομένως μόνο σύγχιση μπορούσε να προκαλέσει αυτή η «διαπίστωση» του ίδιου του Δικαστηρίου, για την οποία ο συνήγορος των εφεσίβλητων εισηγείται στο περίγραμμα του ότι δεν αμφισβητήθηκε (σελ. 13-14, σχετικού περιγράμματος).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε, κρίνεται και στο έτερο σημαντικό για την τελική του κατάληξη εύρημα, αυτό του τρόπου κτυπήματος και το είδος του τραύματος.

Το Δικαστήριο στο σημείο αυτό δεν προέβηκε σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο εύρημα ως προς τον τρόπο του κτυπήματος και κατά πόσο το τραύμα ήταν καθαρό τραύμα με ουσιαστικό σχίσιμο και όχι τραύμα πρόσκρουσης. Το πρώτο υποδείκνυε ότι το ξύλο με το οποίο κτυπήθηκε ο ανήλικος είχε οξεία επιφάνεια, ενώ το δεύτερο υποδείκνυε ότι κτυπήθηκε με αμβλεία επιφάνεια. Και πάλι όμως η μαρτυρία του εφεσίβλητου και του πλαστικού χειρούργου που είχαν την ευκαιρία να παρατηρήσουν άμεσα και κατ’ ευθείαν τον τραυματισμό, ελάχιστο χρόνο μετά την πρόκληση του, είχαν διαπιστώσει ότι το τραύμα ήταν ένα καθαρό κόψιμο, τέμνον, με ομαλά χείλη, με οριζόντια φορά και μήκος 1½ με 2 εκ. και βάθος περίπου δύο χιλιοστά (μαρτυρία εφεσείοντα - σελ. 182 των πρακτικών) και ότι ήταν ένα θλαστικό τραύμα στην αριστερά ζυγωματική χώρα επίμηκες, μικρού βάθους και με καθαρά τραυματικά χείλη (μαρτυρία πλαστικού χειρούργου - σελ. 208 των πρακτικών). Η τελευταία αυτή μαρτυρία του πλαστικού χειρούργου, επιβεβαιωνόταν και από την καταγραφή των σύγχρονων με την κλινική του εξέταση και θεραπεία του ανηλίκου, των σχετικών στοιχείων στην κάρτα προσωπικών στοιχείων ασθενούς, Τεκμ. «12», την οποία και επανετύπωσε για σκοπούς κατάθεσης. Εκεί αναγραφόταν ότι η «φυσική εξέταση-ευρήματα» έδειχναν «Τραύμα προσώπου από αιχμηρό ξύλο, επίμηκες τραύμα 2 εκ. χωρίς συνοδές κακώσεις», με διάγνωση ότι, ως του αναφέρθηκε, το τραύμα είχε γίνει πριν μια ώρα και συνίστατο σε «επιπολές τραύμα παρειάς, στην ζυγωματική χώρα αριστερά».

Το γεγονός επίσης ότι το τραύμα επιδέχετο συγκόλλησης και όχι συρραφής, όπως κατέθεσε ο πλαστικός χειρούργος, έπρεπε να υπο[*1565]δείξει στο Δικαστήριο ότι όντως ο τραυματισμός είχε γίνει με οξεία επιφάνεια και όχι με πρόσκρουση της αμβλείας επιφάνειας του ξύλου στο ζυγωματικό, που ήταν η βασική θέση του Dr. Cooling. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέφυγε στην ουσία παρά τις πιο πάνω μαρτυρίες  του εφεσείοντα και του πλαστικού χειρούργου, τις  οποίες και αποδέχθηκε, να προβεί σε εύρημα σχετικά με το είδος του κτυπήματος και το είδος του τραύματος. Αυτά, παρά το γεγονός ότι προέβηκε σε ένα ευρύτερο εύρημα ότι υπήρξε κάποιο κοκκίνισμα στην περιοχή γύρω από το μάτι, καθώς και φούσκωμα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπήρχε, όπως επίσης δέχθηκε, οποιοδήποτε κοκκίνισμα στον καθαυτό οφθαλμό ή φούσκωμα που να εκτείνεται πέραν από το ζυγωματικό. Αν το Δικαστήριο προέβαινε σε ένα καθαρό εύρημα για το συγκεκριμένο θέμα, αυτό θα ήταν εξίσου βοηθητικό ώστε να κατευθυνθεί ορθά η προσοχή του και ως προς το μείζον ζητούμενο, που ήταν η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του κτυπήματος και της αποκόλλησης, για το οποίο θα γίνει λόγος κατωτέρω.

Σε αντίθεση, όπως προαναφέρθηκε, με τη μαρτυρία των  θεραπόντων ιατρών στο Απολλώνειο ότι το τραύμα ήταν καθαρό,  αποτελείτο από κόψιμο και είχε ομαλά χείλη, ο Dr. Cooling στην έκθεση του Τεκμ. «6», κατέγραψε ότι «Stavros sustained a blunt injury to the left cheekbone in April 1997 when he was struck by a block of wood.». Αυτά καταγράφηκαν παρά τη θέση του κατά την αντεξέταση (σελ. 81 των πρακτικών), ότι δεν είχε κατά τη μαρτυρία του τις σημειώσεις ως προς το τι του ανέφεραν οι γονείς του ανήλικου όταν τον εξέτασε. Κατ’ αρχάς, δεν υπήρξε ποτέ κατά τη μαρτυρία του ίδιου του ανήλικου, η θέση ή η ένδειξη, έστω, ότι  πρόκειτο για κορμό ξύλου, αλλά ότι πρόκειτο απλώς για ένα ξύλο. Μετέπειτα το «blunt injury» παραπέμπει σε κτύπημα από αμβλύ όργανο, (χωρίς δηλαδή μυτερή άκρη ή αιχμή), ενώ το τραύμα που είχαν παρατηρήσει οι θεράποντες ιατροί, έδειχνε ακριβώς το αντίθετο. Το πιο πάνω, μαζί με το γεγονός ότι στη βάση της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρίας δεν θα μπορούσε να γίνει συγκόλληση του τραύματος, αν αυτό δεν ήταν καθαρό, ενώ εάν αντίθετα υπήρχε κτύπημα με αμβλύ όργανο, θα αναμενόταν να παρατηρηθεί σύνθλιψη των ιστών στην περιοχή καθώς και ανώμαλα χείλη στο τραύμα, έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο σε διαφορετική αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιόν του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα. Το [*1566]Δικαστήριο πρωτοδίκως είναι κατά κανόνα σε καλύτερη θέση να κρίνει και να αξιολογήσει τους μάρτυρες αποκομίζοντας την ανάλογη εντύπωση παρακολουθώντας τη δίκη και τις αντιπαραβαλλόμενες θέσεις, ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας. (δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 A.A.Δ. 1275). Επεμβαίνει, όμως, όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων. (Δέστε Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου v. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας v. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705). Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εδώ, ενώ αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του πλαστικού χειρούργου, προτίμησε τη μαρτυρία του Dr. Cooling, τόσο ως προς την εστία του κτυπήματος και την απόσταση του από το κέντρο του ματιού, όσο και για το είδος του κτυπήματος, παρόλο που δεν έκαμε σαφές εύρημα επί τούτου. Και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Dr. Cooling χωρίς ταυτόχρονα, πέραν από την καταγραφή της προτίμησης του, να εξηγήσει με λογική επάρκεια τους λόγους που απέρριψε στην ουσία τη μαρτυρία των δύο θεραπόντων ιατρών στα συγκεκριμένα σημεία.

Το ίδιο ακριβώς λάθος διέπραξε και ως προς την αποδοχή της θέσης του Dr. Cooling ότι η αποκόλληση προήλθε από το κτύπημα προ τετράμηνου και πλέον και ότι η εξέταση του οφθαλμού με οφθαλμοσκόπιο ήταν αναγκαία και θα αποκάλυπτε το πρόβλημα. Πέραν των ζητημάτων που αναλύθηκαν προηγουμένως ως προς το είδος του κτυπήματος και την απόσταση του από τον οφθαλμό, που συναρτώνται με το ερώτημα κατά πόσο υπήρχε ή όχι αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του κτυπήματος και της αποκόλλησης, σχετικά είναι και τα ακόλουθα. Ο Dr. Cooling στην αντεξέταση του (σελ. 85 των πρακτικών), δέχθηκε ότι αν μεταφερόταν στο μάτι δύναμη από κτύπημα, τότε θα ήταν αναμενόμενο να παρατηρηθεί κοκκίνισμα στο βολβό, θα ήταν δε απίθανο να παραμείνει ο οφθαλμός λευκός για μακρό χρονικό διάστημα όταν τραυματιστεί ο οφθαλμός. Και αντίστροφα, ότι ένας λευκός οφθαλμός (όπως της επίδικης περίπτωσης), εισηγείται ότι ο οφθαλμός δεν έχει υποστεί τραύμα ή ταλαιπωρία. Περαιτέρω, στη σελ. 64 των πρακτικών ανέφερε ότι θα ήταν δυνατόν να διαπιστωθούν «…. συμπτώματα ή κάποιες ενδείξεις αποκόλλησης του αμφισβληστροειδούς μέσα στον πρώτο μήνα από τη στιγμή του τραύματος ....». Στη σελ. 82, δέχθηκε σ’ ερώτηση κατά την αντεξέταση ότι αν υπήρχε καθαρό κόψιμο και αυτό ήταν 3-4 εκ. κάτω από το μάτι, θα υπήρχε λιγότερο λιώσιμο του δέρματος και [*1567]μωλωπισμός. Ενώ, τα όσα στη συνέχεια εξήγησε, ότι δηλαδή πιθανόν και να υπάρχει και κόψιμο από τη μυτερή πλευρά ενός ξύλου και ταυτόχρονα κτύπημα από την αμβλεία επιφάνεια του ιδίου ξύλου, παρέμειναν απλές υποθέσεις στην απουσία οποιασδήποτε σχετικής υποστηρικτικής μαρτυρίας ως προς το είδος του ξύλου και του τρόπου του κτυπήματος.

Η άποψη, άλλωστε, των ιατρών που κατέθεσαν για την υπεράσπιση ήταν ότι το ίδιο το τραύμα είναι οδηγός και για τις δυνάμεις που ασκήθηκαν από το αντικείμενο που το προκάλεσε, σε τραύμα δε 1,5-2 εκ. είναι δύσκολο να έχουν ασκηθεί δυνάμεις αμβλέος αντικειμένου, ενώ το τραύμα περιγράφεται ως ευθύ χωρίς σύνθλιψη, το δε βάθος 2 χιλιοστών παραπέμπει σε περιορισμό του στα μαλακά μόρια του ζυγωματικού που φθάνει μέχρι την υποδόριον στιβάδα, έχοντας πάντοτε υπόψη την τότε ηλικία του ανήλικου. Η εμφάνιση επομένως σε κάποιο αδιευκρίνιστο βαθμό κοκκινίσματος και φουσκώματος της περιτραυματικής περιοχής, δεν ήταν από μόνη της επαρκής για να υπάρχει σύνδεση του κτυπήματος με το τραύμα.

Ενόψει όλων των ανωτέρω, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του κτυπήματος και της αποκόλλησης δεν είχε θεμελιωθεί στον απαιτούμενο βαθμό έστω και αν υπήρχε μαρτυρία από τον ανήλικο και τους οικείους του, ότι δεν είχε μεσολαβήσει οτιδήποτε άλλο στη διάρκεια των τεσσάρων και πλέον μηνών από το κτύπημα μέχρι τη διαπίστωση του προβλήματος.

Τα πιο πάνω δεδομένα ενώ δεν θεμελίωναν την αιτιώδη συνάφεια, ήταν και σχετικά με το ζήτημα της αμέλειας που κατ’ ισχυρισμόν επέδειξε ο εφεσείων, ενώ, πρέπει πρόσθετα να λεχθούν και τα ακόλουθα. Η επίδικη περίπτωση δεν είναι εκείνη στην οποία εξέλιπε παντελώς η οποιαδήποτε αναμενόμενη από τον εφεσείοντα εξέταση του οφθαλμού, αλλά αντίθετα σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, αυτός εξέτασε τα μάτια, διαπίστωσε ότι οι κόρες των ματιών ήταν ισομεγέθεις με φυσιολογική αντίδραση στο φως, το άσπρο του ματιού ήταν καθαρό, τα οπτικά πεδία ήταν φυσιολογικά και η οπτική οξύτητα χωρίς πρόβλημα. Αυτά έπρεπε να ιδωθούν και να ταξινομηθούν μέσα στην ευρύτερη κατάσταση του οφθαλμού εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή, ο οποίος και πάλι σύμφωνα με τα αποδεκτά ευρήματα του Δικαστηρίου, δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε κοκκίνισμα, ή οποιοδήποτε εμφανή τραυματισμό, το τραύμα βρισκόταν 3,5-4 εκ. κάτω από το κέντρο του ματιού, ήταν σχετικά αβαθές, καθαρό και με ομαλά χείλη. Ο εφεσείων καθάρισε το τραύμα με αντισηπτικό και αποστειρωμένες γάζες, δεν διαπίστωσε δε οποιεσδήποτε άλλες κακώσεις στην περιοχή. Το πρω[*1568]τόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε, απορρίπτοντας στην ουσία την αντίθετη μαρτυρία από τον ανήλικο, τον πατέρα και τη θεία του, ότι ο εφεσείων όντως εξέτασε τα μάτια του ανήλικου όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, μη αποδεχόμενο επίσης την προς το αντίθετο μαρτυρία ότι ήταν ο πλαστικός χειρούργος που έκαμε εξέταση της όρασης και όχι ο εφεσείων ή ότι αυτός είχε διαβεβαιώσει ότι δεν υπήρχε πρόβλημα ή ανάγκη εξέτασης από οφθαλμίατρο.

Η υπόλοιπη μαρτυρία ως προς το επίπεδο ιατρικής στο ζητούμενο, ήταν καταφανώς υπέρ του εφεσείοντα, του τρόπου και της εξέτασης που αυτός διενήργησε. Τα σχετικά ευρήματα του Δικαστηρίου, αξιολογώντας τη μαρτυρία που δόθηκε από την πλαστική χειρούργο Γεωργία Κουλέρμου, Μ.Υ.1, υπεύθυνη του Τμήματος Πλαστικής Χειρουργικής και Εγκαυμάτων του Μακάρειου Νοσοκομείου, του χειρούργου οφθαλμίατρου Ανδρέα Δημοσθένους, Μ.Υ.2, του ειδικού παθολόγου Δρ. Νεόφυτου Νεοφύτου, Μ.Υ.3, του Τμήματος Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, αλλά και του Δρ. Τίτου Χριστοφίδη, Μ.Ε.6, ειδικού οφθαλμίατρου, Διευθυντή της Οφθαλμολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Λάρνακας, καταγράφησαν στη σελ. 18 της απόφασης ως εξής:

«Επανερχόμενος στη μαρτυρία σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης περιστατικών όπως αυτών του Σταύρου, υποστηρίζεται από κάποιους από τους μάρτυρες, και δέχομαι ότι αυτή θα ήταν η προσέγγιση τους, ότι στην απουσία εμφανών κακώσεων του ιδίου του οφθαλμού ή των βλεφάρων δεν θα παρέπεμπαν για οφθαλμολογική εξέταση και δεν θα έκαναν εξέταση του εσωτερικού του ματιού με οφθαλμοσκόπιο.»

Το εύρημα αυτό, θα έπρεπε να λειτουργήσει καταλυτικά στη σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ο εφεσείων υπήρξε ή όχι αμελής κατά την εξέταση του ανήλικου. Το καθήκον που εμπεριέχεται, αλλά και επιβάλλεται από το Αρθρο 51(2)(ε) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, κωδικοποιεί το κοινοδίκαιο και τυγχάνει εφαρμογής έχοντας υπόψη και τη σχετική στο θέμα νομολογία. Έχει καθοριστεί στην Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, ότι:

«Το καθήκον ιατρού, όπως και κάθε ειδικευμένου επαγγελματία (πρακτήρα), προς πρόσωπο, το οποίο βασιζόμενο στη διεξιότητά του περιέρχεται υπό τη φροντίδα του, προσδιορίζεται περιεκτικά στην απόφαση Ashcroft v. Mersey Regional Health Authority [1983] 2 All E.R. 245. Συνίσταται, στη στρά[*1569]τευση της γνώσης και την επίδειξη της επιμέλειας που αναμένεται από πρόσωπο το οποίο κατέχει και διακηρύττει ότι κατέχει τη συγκεκριμένη δεξιότητα, ……

Το επίπεδο δεξιότητας, το οποίο αναμένεται από επαγγελματία ιατρό (medical practitioner), τέθηκε με την ίδια σαφήνεια από τον McNair, J. στην Bolam v. Friern Hospital Management Committee [1957] 1 W.L.R. 582. Είναι εκείνο, της συνήθους δεξιότητας την οποία αναμένεται να έχει πρόσωπο το οποίο επαγγέλλεται και ασκεί τη συγκεκριμένη ειδικότητα. Η ορθότητα της προσέγγισης αυτής επιβεβαιώθηκε σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων, που επίσης επεξηγούν το πρακτικό πεδίο εφαρμογής της. (Βλ. μεταξύ άλλων, Sideway v. Gov. οf Bethlem Royal Hospital [1985] A.C. 871, 893-894; Wilsher v. Essex A.H.A. [1987] Q.B. 730.

Στην απόφαση του τότε πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Π. Αρτέμης, Π.Ε.Δ. και Στ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.) Βασιλική Μακρή v. Σίμου Έλληνα, Αγωγή Αρ. 2681/86, ημερ. 16.1.1991, ο Π. Αρτέμης, Π.Ε.Δ., (όπως ήταν τότε), έθεσε το θέμα ως εξής σε υπόθεση που αφορούσε τον καταλογισμό ιατρικής αμέλειας σε γυναικολόγο που υπέβαλε την ενάγουσα σε χειρουργική επέμβαση ολικής υστεροκτομής:

«Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Bolam v. Friern H.M.C. [1957] 1 W.L.R. 582 “The test is the standard of the ordinary skilled man exercising and professing to have that special skill. A man need not possess the highest expert skill; it is well-established law that it is sufficient if he exercises the ordinay skill of an ordinary competent man exercising that particular art.” Περαιτέρω, όπως ανέφερε και ο Mustill L.J. στην υπόθεση Wilsher v. Essex Area Health Authority [1986] 3 All E.R. 801, “The notion of a duty tailored to the actor rather than the act which he elected to perform had no place in the law of tort ..... The duty of care related not to the individual but to the post which he occupied.»

Στην προκείμενη περίπτωση, όλοι οι ιατροί για την υπεράσπιση, είχαν τη συγκλίνουσα επιστημονική άποψη ότι σ’ ένα κτύπημα στο ζυγωματικό χωρίς κοκκίνισμα στο άσπρο του οφθαλμού ή μεγάλο οίδημα και εκχύμωση στην περιοχή του βλεφάρου με ενδεχόμενο υπόσφαγμα στον οφθαλμό, ορατό στο γυμνό μάτι, δεν θα ήταν αναμενόμενη ή απαραίτητη η παραπομπή σε οφθαλμίατρο ή η χρήση οφθαλμοσκοπίου, θα ήταν δε αρκετή μια γενική εξέταση της όρασης και όπου δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε ενδείξεις τότε δεν θα χρειαζόταν περαιτέρω εξέταση. Υπήρχαν βέβαια διαφοροποιήσεις και απο[*1570]κλίσεις στη μαρτυρία αυτή, ανάλογα με τις ερωτήσεις και τα πιθανά σενάρια που τίθεντο στους εμπειρογνώμονες, για να εκφέρουν τη γνώμη τους, αλλά αυτή ήταν η βασική τους τοποθέτηση.

Επίσης η μαρτυρία έδειξε ότι το Τμήμα Πρώτων Βοηθειών ενός Νοσοκομείου λειτουργεί ως φίλτρο όλων των περιστατικών που εμφανίζονται εκεί, όπου αναμένεται να γίνει επισκόπηση του οφθαλμού, αδρή οφθαλμολογική εξέταση, με μέτρηση της οπτικής οξύτητας κτλ., αλλά όχι παραπομπή σε οφθαλμίατρο αν δεν διαπιστώνεται διαταραχή στην όραση ή δεν υπάρχουν άλλα συμπτώματα ή ενδείξεις κάκωσης του βολβού του οφθαλμού ή οίδημα στο βλέφαρο.  Ούτε χρησιμοποιείται οφθαλμοσκόπιο στην απουσία τέτοιων προβλημάτων. Ο δε Δρ. Χριστοφίδης, που κατέθεσε επίσης εκ μέρους του ανήλικου, ως ειδικός οφθαλμίατρος, έδωσε τη βασική θέση του ως οφθαλμίατρος, αλλά ερωτηθείς (σελ. 108 των πρακτικών), τι θα έπραττε αν παραπεμπόταν σ’ αυτόν ασθενής με τραύμα στο ζυγωματικό, ως ιατρός Πρώτων Βοηθειών, μη οφθαλμίατρος, ρητά ανέφερε ότι θα έκανε οφθαλμολογική εξέταση, μέτρηση της οπτικής οξύτητας, εξωτερική επισκόπηση του βολβού και έρευνα για διακρίβωση ή όχι αίματος στα οπτικά μέσα του ματιού, ότι δηλαδή έπραξε και ο εφεσείων.

Παρά την πιο πάνω μαρτυρία, και το προαναφερθέν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αυτό προχώρησε στη βάση του ότι επειδή υπάρχει, όπως ήταν κάποια από τη μαρτυρία, η πιθανότητα τραυματισμού του οφθαλμού χωρίς άμεσο κτύπημα σ’ αυτόν, ο εφεσείων ήταν αμελής επειδή δεν ήταν λογικός ο περιορισμός της εξέτασης με οφθλαμοσκόπιο στις περιπτώσεις εκείνες όπου «…. υπάρχει εξωτερική κάκωση των βλεφάρων, ορατή κάκωση του οφθαλμού ή ορατή δυσλειτουργία της όρασης ….» επειδή αφήνει τον ασθενή «.... εκτεθειμένο στο ενδεχόμενο να υπάρχει τραυματισμός των εσωτερικών δομών του οφθαλμού που πιθανόν να μην είναι ορατός με μια επιφανειακή εξέταση».

Η πιο πάνω συλλογιστική, όμως, διαφοροποίησε στην ουσία την ίδια την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία των άλλων εμπειρογνωμόνων. Κατά πρώτο λόγο διότι ανέβασε αιφνίδια το αναμενόμενο επίπεδο του επαγγελματία παθολόγου ιατρού σ’ ένα Τμήμα Πρώτων Βοηθειών, που είναι να επιδείξει τη συνήθη δεξιότητα ατόμου που επαγγέλλεται τη συγκεκριμένη ειδικότητα. Σ’ αντίθεση με τη λαμβανόμενη νομολογία στο θέμα, το επίπεδο δεξιότητας που καθόρισε το Δικαστήριο εξισώθηκε στην ουσία με το ύψιστο επίπεδο, ενώ δεν είναι ανάγκη ο ιατρός ή οποιοσδήποτε άλλος επαγγελματίας να διαθέτει «… highest expert skill». (Bolam v. Friern H.M.C. - ανωτέ[*1571]ρω). Κατά δεύτερο λόγο, στη σκέψη του Δικαστηρίου παρείσφρυσε εξωγενές στοιχείο, αυτό της απλής πιθανότητας να υπάρχει τραυματισμός του οφθαλμού, έστω και αν δεν υπήρξε άμεσο κτύπημα σ’ αυτόν ή άλλες εξωτερικές εμφανείς κακώσεις.

Το ζήτημα της ιατρικής αμέλειας εξετάζεται, όπως προαναφέρθηκε, στη βάση του επιπέδου του λογικού επαγγελματία. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Street on Torts 11η Έκδ. (2003) σελ. 265:

«The defendant must exhibit the degree of skill which a member of the public would expect from a person in his or her position.  Pressures on him – even pressures for which he is in no way responsible – will not excuse an error on his part.  Negligence is not to be equated with moral culpability or general incompetence.»

Και στην επόμενη σελ. 266 αναφέρονται τα εξής:

«Errors of judgment are often the essence of professional negligence. An error of itself is not negligence. The issue in all cases is whether the error in question evidenced a failure of professional competence. The virtual immunity offered to doctors for errors of clinical judgment was firmly condemned by the House of Lords in Whitehouse v. Jordan.»

Αναγνωρίζεται ότι για τον καθορισμό του επιπέδου που απαιτείται από το συγκεκριμένο επαγγελματία εμπειρογνώμονα, πρέπει να δοθεί εμπειρογνώμονη μαρτυρία για την ορθή πρακτική που ακολουθείται στον κλάδο («proper practice»). Όταν η πρακτική αμφισβητείται τότε, όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Street on Torts - πιο πάνω - σελ. 265 «….. conformity with a responsible body of opinion within the profession will generally suffice». Ο Δικαστής βέβαια παραμένει ο τελικός κριτής του τι αποτελεί «reasonable and responsible professional practice». Και όπως εξηγείται στο πιο πάνω σύγγραμμα, παρά τη μέχρι πρόσφατα απροθυμία των Δικαστηρίων να αμφισβητήσουν την επιστημονική άποψη εμπειρογνωμόνων, στην Bolitho v. City and Hackney Health Authority [1998] A.C. 232, o Lord Browne-Wilkinson τόνισε ότι για να τεκμηριωθεί η μαρτυρία περί της ορθής μη αμελούς πρακτικής, η μαρτυρία που δίνεται ως προς αυτή, πρέπει να είναι εύλογη και υπεύθυνη. Όπως ανέφερε: «….. The court has to be satisfied that the exponents of the body of opinion relied on can demonstrate that such opinion has a logical basis.».

Όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την [*1572]αποδοχή της ιατρικής μαρτυρίας ότι η θεραπεία και η αντιμετώπιση του τραύματος από τον εφεσείοντα ήταν εντός των ορθών παραμέτρων και ότι στην απουσία εμφανών κακώσεων του οφθαλμού οι ιατροί αυτοί δεν θα παρέπεμπαν για οφθαλμολογική εξέταση τον ανήλικο, ούτε θα χρησιμοποιούσαν οφθαλμοσκόπιο, αποφάσισε προς το αντίθετο, χωρίς να προβεί σε ταυτόχρονο εύρημα, ότι αυτή η κατά τα άλλα αποδεκτή εκ μέρους του μαρτυρία, δεν ήταν είτε εύλογη είτε υπεύθυνη. Στην πραγματικότητα το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στη βάση πιθανοτήτων ως προς τη δυσλειτουργία της όρασης, παρά την απουσία εμφανών κακώσεων και στη βάση του ότι η εξέταση με οφθαλμοσκόπιο ήταν και ανώδυνη και ουσιαστικά ανέξοδη και θα αποκάλυπτε το πρόβλημα. Παραγνώρισε επίσης και δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή στο ότι ο εφεσείων ενεργούσε ως παθολόγος των Πρώτων Βοηθειών προς τον οποίο και παραπέμφθηκε ο ανήλικος κατά την άφιξη του στο Απολλώνειο, ενώ ο Dr. Cooling και ο Δρ. Χριστοφίδης ήταν ειδικοί οφθαλμίατροι. Από την υπεράσπιση, όμως, οι κληθέντες ιατροί περιελάμβαναν όλες τις συναφείς για την περίπτωση ειδικότητες, δηλαδή της πλαστικής χειρουργικής, του ειδικού οφθαλμίατρου και του ειδικού παθολόγου στις Πρώτες Βοήθειες.

Όπως αναφέρθηκε και στην Maynard v. West Midland RHA [1984] 1 W.L.R. 634:

«A judge’s “preference” for one body of distinguished professional opinion to another also professionally distinguished is not sufficient to establish negligence in a practitioner whose actions have received the seal of approval of those whose opinion professionally expressed and honestly held were not preferred.»

Είναι σε μια σπάνια περίπτωση, όπως αναφέρεται στο Street on Torts – πιο πάνω – σελ. 266, που θα αποδειχθεί ότι η επαγγελματική γνώμη των ατόμων που ασκούν το ίδιο επάγγελμα με αυτό ενός εναγομένου, δεν αντέχει τη βάσανο της λογικής ανάλυσης, οπότε και το Δικαστήριο δικαιούται να προβεί σε εύρημα ότι η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων δεν είναι ούτε λογική, ούτε υπεύθυνη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε εδώ σε τέτοιο εύρημα. Αντίθετα είχε προβεί σε εύρημα ότι μια μερίδα επαγγελματιών ιατρών θα έπραττε ως έπραξε και ο εφεσείων, με αποτέλεσμα η κρίση του προς το αντίθετο να είναι εσφαλμένη.

Με βάση τα πιο πάνω, η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αμέλεια του εφεσείοντα και κατ’ επέκταση του Απολλώνειου, καταρρέει. Συνακόλουθα και οι αποζημιώσεις που [*1573]δόθηκαν πρωτόδικα πρέπει να παραμεριστούν. Θα ήταν ορθό να σημειωθεί, όμως, ότι η απόδοση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των £75.000, ως γενικές αποζημιώσεις για τον πόνο και την ταλαιπωρία του ανήλικου, αλλά και οι £10.000, ως αποζημιώσεις για μελλοντικές απώλειες, έγινε χωρίς καμιά απολύτως αναφορά σε νομολογία, γεγονός που θα αποστερούσε από το Εφετείο, αν η κατάληξη του ήταν διαφορετική, τη δυνατότητα να ελέγξει τις παραμέτρους που έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς τον καθορισμό των πιο πάνω ποσών ως το ορθό μέτρο αποζημίωσης. Η γενικευμένη αυτή προσέγγιση του καθορισμού, δηλαδή, πρωτοδίκως ενός ποσού αποζημιώσεων άνευ ετέρου, χωρίς να καταγράφεται ο συλλογισμός πίσω από τον καθορισμό αυτό, αντεδείκνυται και πρέπει να αποφεύγεται.

Πριν την κατάληξη, θα ήταν επίσης ορθό να επισημανθεί ότι, σε συμφωνία με τη θέση του συνηγόρου του Απολλώνειου κατά την παρουσίαση της έφεσης, η δομή της πρωτόδικης απόφασης δεν βοήθησε στην καταγραφή κατά ένα συστηματικό τρόπο της σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και της αναδίπλωσης με λογική αλληλουχία των διαφόρων θεμάτων που έπρεπε να αντιμετωπίσει.  Θα αναμενόταν μια πλέον ορθολογιστική προσέγγιση ώστε να υπάρχει ταξινόμηση των διαφόρων επιδίκων θεμάτων ακολουθούμενη από τη σταδιακή επίλυσή τους. Η σταχυολογική επίλυση θεμάτων αρχίζοντας μάλιστα από την απόδοση των αποζημιώσεων, πριν καν αξιολογηθεί η μαρτυρία και καταγραφούν τα ευρήματα, περιπλέκει παρά να απλοποιεί την απόφαση. Με κίνδυνο να χαθεί ο απαιτούμενος ειρμός στη σκέψη του Δικαστηρίου. (δέστε Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 A.A.Δ. 288 και Στυλιανού v. Αστυνομίας (2008) 2 A.A.Δ. 646).

Ενόψει όλων των πιο πάνω οι εφέσεις επιτρέπονται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται τόσο επί του καταλογισμού της ευθύνης, όσο και επί της απόδοσης αποζημιώσεων, με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, καθοριζόμενα στις €3.000.- σε κάθε έφεση.

Οι εφέσεις επιτρέπονται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση (€3.000 σε κάθε έφεση) εναντίον των εφεσιβλήτων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο