Tράπεζα Kύπρου Δημόσια Eταιρεία Λτδ και Άλλος (Aρ. 2) (2009) 1 ΑΑΔ 1642

(2009) 1 ΑΑΔ 1642

[*1642]21 Δεκεμβρίου, 2009

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3

ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ

ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ (AP. 2),

ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΔΗ

ΣΤΙΣ 19.12.08 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 480/07.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 63/2009)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Mandamus Αίτηση για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamus για παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών για εξέταση δικαιοδοτικού ζητήματος αναφορικά με αξίωση που καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών πέραν των δώδεκα μηνών. Η προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ακυρώθηκε με Certiorari.

Προνομιακά εντάλματα ― Έφεση ― Κατά πόσο παρέχεται δικαίωμα έφεσης εναντίον πρωτόδικης απόφασης για έκδοση ή μη προνομιακού εντάλματος.

Ανώτατο Δικαστήριο ― Δικαστικές αποφάσεις ― Δεσμευτικότητα δικαστικών αποφάσεων της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Οποιαδήποτε απόκλιση από αυτές θα είχε αρνητικές και ανεπιθύμητες επιπτώσεις στη δομή και ιεραρχία του συστήματος δικαίου και της βεβαιότητάς του.

[*1643]Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ― Δικαιοδοσία ― Κατά πόσο αξίωση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ενέπιπτε, ως είχαν τα γεγονότα, στην έννοια της «εργατικής διαφοράς», ώστε αυτό να μπορεί να επιληφθεί της υπόθεσης.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (ΔΕΔ), με απόφασή του ημερ.19.12.08 έκρινε ότι η δωδεκάμηνος προθεσμία προς έγερση αξίωσης που καθορίζεται στο Άρθρο 12 (10 Α) του περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου αρ. 8/67, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 169(Ι)/02, παρέχει μεν αποσβεστική προθεσμία, πλην όμως ο ισχυρισμός περί δόλου ή απάτης τον οποίο είχε εγείρει η πρώην εργοδοτούμενη (καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα διαδικασία η οποία αφυπηρέτησε μετά από σειρά ετών υπηρεσίας στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ λαμβάνοντας £170.000 για συνολική υπηρεσία 32 ετών), είναι δυνατό να ενεργοποιήσει το δόγμα της επιείκειας, ώστε να ανασταλεί ο χρόνος παραγραφής. Επιπλέον, το ΔΕΔ θεώρησε ότι (α) παρά την καταχώρηση της αίτησης επτά και πλέον έτη μετά την αφυπηρέτηση της καθ’ ης η αίτηση από την Τράπεζα, η προβολή της απάτης στους λόγους που στήριζαν την αίτηση, θα ήταν πιθανό να αποτελέσει λόγο αναστολής του χρονικού ορίου της παραγραφής των 12 μηνών και (β) μπορούσε να επιληφθεί της υπόθεσης, έστω και αν αυτή βασιζόταν, μεταξύ άλλων, και σε δόλο ή αμέλεια ενόψει της διατύπωσης του Άρθρου 12(1)(γ) του Νόμου αρ. 8/67, αλλά και του Άρθρου 23(3) και (4) του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου αρ. 44/81.

Το αποτέλεσμα ήταν η καταχώρηση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της υπ’ αρ.100/08 Αιτήσεως, η οποία απορρίφθηκε στις 13.12.08 από το παρόν Δικαστήριο, με το εξής σκεπτικό: υπήρχε το εναλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων που θα δικαιολογούσαν τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων όταν προσφέρονται άλλα ένδικα μέσα και επίσης η επίκληση δόλου ή ψευδών παραστάσεων ενώπιον του ΔΕΔ δεν το απέκλειε από την ανάληψη δικαιοδοσίας. Εάν δε αποφάσιζε ότι τα γεγονότα δικαίωναν την αιτήτρια τότε η περίοδος παραγραφής των δώδεκα μηνών θα ήταν δυνατόν να μην αποτελεί ανυπέρβλητο σκόπελο για την έγερση της αξίωσης.

Η πιο πάνω απόφαση εφεσιβλήθηκε ενώπιον της Ολομέλειας η οποία αποφάσισε να παραχωρήσει στους αιτητές την αιτηθείσα άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση Certiorari.

Οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση για Certiorari και Mandamus με το ίδιο σκεπτικό και τους ίδιους υποστηρικτικούς λό[*1644]γους όπως η αρχική Αίτηση υπ’ αρ.100/08. Η καθ’ ης η αίτηση, στην ένστασή της, ισχυρίσθηκε βασικά ότι, οτιδήποτε λέχθηκε από την Ολομέλεια θα πρέπει να αγνοηθεί εφόσον το σκεπτικό της άγγιξε θέμα το οποίο δεν ήταν ενώπιόν της προς συζήτηση, αποφασίζοντας μάλιστα το ζήτημα στην απουσία της καθ’ ης η αίτηση.

Ο συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση εισηγήθηκε ότι στην απουσία κανονισμών που διέπουν τη διαδικασία καταχώρησης αιτήσεων προνομιακών ενταλμάτων στην Κύπρο, ακολουθούνται οι Αγγλικοί Κανόνες, στους οποίους δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης από απορριπτική απόφαση για την χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari.

Αντίθετα, ο συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι είναι νομικά επιτρεπτή η καταχώρηση έφεσης από άρνηση ή χορήγηση άδειας, και ότι η κρίση της Ολομέλειας ως προς την ευρύτερη δικαιοδοσία που διέπει την ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών αξίωση στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο. Στα πλαίσια δε της ανάγκης να υπάρχει βεβαιότητα δικαίου, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να παρακάμψει στην ουσία το  αποτέλεσμα στο οποίο ήχθη η Ολομέλεια.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η απόφαση της Ολομέλειας είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, έστω και αν η Ολομέλεια εξέτασε ζήτημα που, αυστηρώς ομιλούντες, δεν είχε τεθεί ενώπιόν της με την έφεση από την απορριπτική απόφαση στην Αίτηση υπ’ αρ. 100/08. Το δικαίωμα έφεσης από πρωτόδικη κρίση σε θέματα προνομιακών ενταλμάτων είναι υπαρκτό και δεδομένο με βάση το συνδυασμό των Άρθρων 155.2 και 155.4 του Συντάγματος και την ανάλυση στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 8-9, παρ. 1.07. Δεν είναι επομένως νοητό για το Δικαστήριο αυτό να αποστεί από την κρίση της Ολομέλειας ως προς το ότι η αξίωση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ως είχαν τα γεγονότα, δεν ήταν και δεν ενέπιπτε στην έννοια της «εργατικής διαφοράς».

2. Ο αποκλεισμός της ευρύτερης δικαιοδοσίας του ΔΕΔ, ως απόρροια της απόφασης της Ολομέλειας, θέτει τέρμα στη συζήτηση για την ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας ενόψει παραγραφής. Οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση με το θέμα δεν θα ήταν παρά αλυσιτελής.

3. Ενόψει των ανωτέρω η αίτηση, στη βάση της δεσμευτικής πλέον απόφασης της Ολομέλειας, εγκρίνεται και εκδίδεται ένταλμα Certiorari [*1645]με το οποίο ακυρώνεται η απόφαση του ΔΕΔ ημερ. 19.12.08 στην υπόθεση υπ’ αρ. 480/07.

Η αίτηση έγινε δεκτή χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,

Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552,

Κίττος (2005) 1 Α.Α.Δ. 1376.

Aίτηση.

Π. Πολυβίου, για τους Αιτητές.

Χ. Σταυράκης, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv vult.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η πιο πάνω αίτηση διά κλήσεως για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari και mandamus φέρει μαζί της το εξής ιστορικό: Οι αιτητές είχαν υποβάλει την Αίτηση υπ’ αρ. 100/08 στις 30.12.08, με την οποία ζήτησαν άδεια για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση ενταλμάτων certiorari και mandamus προς παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ημερ. 19.12.08, στην υπόθεση υπ’ αρ. 480/07, που είχε καταχωρήσει ενώπιον του η παρούσα καθ’ ης η αίτηση.

Η αιτήτρια στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (εδώ καθ’ ης), μετά από σειρά ετών υπηρεσίας στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, (υπό την ιδιότητα της εργοδοτούμενης δε ήταν και μέλος του Ταμείου Προνοίας του Προσωπικού της Τράπεζας), αφυπηρέτησε στις 31.12.99, λαμβάνοντας £170.000 για συνολική υπηρεσία 32 ετών. Πολύ αργότερα στις 15.12.07 διαπίστωσε ότι το ποσό που θα έπρεπε να είχε λάβει κατά την αφυπηρέτηση θα έπρεπε να ήταν της τάξης των £298.518, αφαιρουμένων δε διαφόρων ποσών, θεώρησε ότι η Τράπεζα, η οποία είχε εγγυηθεί τα δικαιώματα των μελών του Ταμείου, δεν της είχε αποκαλύψει κατά την αφυπηρέτηση της τα ορθά γεγονότα και τα πλήρη δικαιώματα της, με αποτέλεσμα να εγείρει την ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών αίτηση στην οποία ζήτησε τα επιπλέον ποσά, καταλογίζοντας δόλο και συνομωσία στην Τράπεζα και στο Ταμείο, αιτούμενη ταυτόχρονα την ακύρωση των εγγράφων που υπέγραψε κατά την αφυπηρέτηση της [*1646]τα οποία ήταν, κατ’ ισχυρισμόν, προϊόν ψευδών και παραπλανητικών παραστάσεων.

Η Τράπεζα και το Ταμείο, παρόντες αιτητές, ήγειραν προδικαστικές ενστάσεις ως προς το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, με συγκεκριμένη όμως στόχευση.  Αφορούσαν την εκπρόθεσμη καταχώρηση της αξίωσης πέραν δηλαδή των δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία είχε ανακύψει το κατ’ ισχυρισμόν δικαίωμα της, αλλά και την υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αξίωσης. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, με τη συγκατάθεση των διαδίκων, εκδίκασε κατά προτεραιότητα τις ενστάσεις αυτές και στην υπό ημερ. 19.12.08 απόφασή του, έκρινε ότι η δωδεκάμηνος προθεσμία προς έγερση αξίωσης που καθορίζεται στο Αρθρο 12(10Α) του περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου αρ. 8/67, όπως ιδιαιτέρως τροποποιήθηκε στο ζήτημα, με το Νόμο αρ. 169(Ι)/02, παρέχει μεν αποσβεστική προθεσμία, πλην όμως ο ισχυρισμός περί δόλου και απάτης είναι δυνατό να θέσει σε ισχύ το δόγμα της επιείκειας ώστε να αναστάλλεται ο χρόνος παραγραφής, μη προκαλώντας έτσι αδικία σε ένα αιτητή που λόγω της κατ’ ισχυρισμόν δολίας συμπεριφοράς του εργοδότη, καθυστέρησε στην έγερση της αξίωσης του.  Θεώρησε επίσης ότι παρά την καταχώρηση της αίτησης επτά και πλέον έτη μετά την αφυπηρέτηση της αιτήτριας από την Τράπεζα, η προβολή της απάτης στους λόγους που στήριζαν την αίτηση, θα ήταν πιθανό να αποτελέσει λόγο αναστολής του χρονικού ορίου της παραγραφής των 12 μηνών. Θεώρησε επίσης ότι μπορούσε να επιληφθεί της υπόθεσης, έστω και αν αυτή βασιζόταν, μεταξύ άλλων, και σε δόλο ή αμέλεια ενόψει της διατύπωσης του Αρθρου 12(1)(γ) του Νόμου αρ. 8/67, αλλά και του Αρθρου 23(3) και (4) του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου αρ. 44/81.

Το αποτέλεσμα ήταν η καταχώρηση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της υπ’ αρ. 100/08 Αιτήσεως, ως ανωτέρω, η οποία απορρίφθηκε την επομένη στις 31.12.08, από το παρόν Δικαστήριο, με το βασικό σκεπτικό ότι υπήρχε αφενός υπαλλακτικό μέτρο αναθεώρησης της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, αυτό της έφεσης, ενώ απουσίαζαν αφετέρου οι οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις προς χορήγηση άδειας για καταχώρηση προνομιακών ενταλμάτων. Αυτά, στη βάση νομολογίας ότι ακόμη και ζητήματα κατ’ ισχυρισμόν υπέρβασης ή έλλειψης δικαιοδοσίας, δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη αιτιολογία για τη χορήγηση άδειας. (δέστε Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552 και Αναφορικά με την αίτηση του Κίττου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1376). Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η επίκληση δόλου ή ψευδών παραστάσεων ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών δεν [*1647]το απέκλειε από του να αναλάβει δικαιοδοσία, εάν δε μετά την ακρόαση της καθ’ αυτής διαφοράς ενώπιον του, αποφάσιζε ότι τα γεγονότα δικαίωναν την αιτήτρια τότε η περίοδος παραγραφής των δώδεκα μηνών  θα ήταν δυνατόν να μην αποτελεί ανυπέρβλητο σκόπελο για την έγερση της αξίωσης.

Η πιο πάνω απόφαση εφεσιβλήθηκε ενώπιον της Ολομέλειας, η οποία στην Πολ. Έφ. Αρ. 2/09, ημερ. 15.9.09, αποφάσισε την παροχή στους αιτητές της αιτηθείσας άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari. Το σκεπτικό όμως της Ολομέλειας, όπως συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης, δεν είχε άμεση αναφορά με τα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εξετασθέντα και απορριφθέντα θέματα στην Αίτηση υπ’ αρ. 100/08. Η Ολομέλεια, χωρίς στην ουσία να ανατρέπει τη σκέψη του παρόντος Δικαστηρίου, εξέτασε, ως το κατά την άποψη της ζητούμενο στην υπόθεση, κατά πόσο υπήρχε όντως εργατική διαφορά ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, εντός της εννοίας του Αρθρου 2 του περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου αρ. 8/67. Θεωρώντας ότι η οποιαδήποτε εργατική σχέση μεταξύ της αιτήτριας και της Τράπεζας, και, κατ’ επέκταση του Ταμείου, είχε τερματιστεί με την αφυπηρέτηση της και την υπογραφή γραπτής συμφωνίας απαλλαγής του Ταμείου με την είσπραξη του τότε συμφωνηθέντος ποσού των £170.000, εκείνο που παρέμενε μεταξύ τους ήταν μια συμβατική σχέση, ο παραμερισμός της οποίας αποτελούσε εκ προοιμίου αναγκαιότητα για την κατ’ ουσία διεκδίκηση της αξίωσης της αιτήτριας, γεγονός που έθετε τις παραμέτρους της αξίωσης της εκτός του πλαισίου της κατά νόμο ορισθείσας εργατικής διαφοράς. Τα πιο πάνω αποφασίστηκαν από την Ολομέλεια ερήμην της εργοδοτούμενης, καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα.

Αποτέλεσμα της πιο πάνω κρίσης της Ολομέλειας, ήταν η καταχώρηση της υπό εξέταση Αίτησης για certiorari και mandamus, με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό και τους ίδιους ακριβώς υποστηρικτικούς λόγους όπως και η αρχική Αίτηση υπ’ αρ. 100/08. Η αίτηση επιδόθηκε, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί ένσταση στην οποία ο ισχυρισμός που προβάλλεται είναι βασικά ότι οτιδήποτε λέχθηκε από την Ολομέλεια θα πρέπει να αγνοηθεί εφόσον το σκεπτικό της άγγιξε θέμα το οποίο δεν ήταν ενώπιον της προς συζήτηση, αποφασίζοντας μάλιστα το ζήτημα στην απουσία της καθ’ ης η αίτηση.

Κατά τη διαδικασία της επί ακροατηρίω συζήτησης της υπό κρίση αίτησης, ο κ. Σταυράκης εισηγήθηκε ότι το παρόν Δικαστήριο δεν πρέπει να θεωρήσει τον εαυτό του δεσμευμένο από την απόφαση της Ολομέλειας, διότι υπήρξε εμφανής παράβαση της φυσικής δικαιο[*1648]σύνης, εφόσον δεν δόθηκε η ευκαιρία στην πλευρά του να παρουσιαστεί και να θέσει τα δικά του επιχειρήματα. Η ενέργεια της Ολομέλειας, πάντα κατά τη θέση του συνηγόρου της καθ’ ης, ήταν σαφώς εκτός της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όσον αφορά τα λαμβανόμενα σε αιτήσεις προνομιακών ενταλμάτων, τα όσα δε λέχθηκαν πέραν των αναγκαίων για την  εξέταση της έφεσης, δεν αποτελούσαν το ratio decidendi, ήταν σαφώς obiter και ξέφευγαν της ορθής δικαιοδοσίας της. Ο κ. Σταυράκης προχώρησε να εισηγηθεί ότι στην απουσία κανονισμών που διέπουν τη διαδικασία καταχώρησης αιτήσεων προνομιακών ενταλμάτων στην Κύπρο, ακολουθούνται οι Αγγλικοί Κανόνες, στους οποίους δεν υπάρχει δικαίωμα έφεσης από απορριπτική απόφαση για την χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari.

Ο κ. Πολυβίου, αντίθετα, εισηγήθηκε ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι πλούσια στο θέμα των εφέσεων από άρνηση ή χορήγηση άδειας, οι οποίες και επιτρέπονται, και ασχέτως του σκεπτικού της Ολομέλειας, και κατά πόσον ένας συμφωνεί ή διαφωνεί μ’ αυτό, υπάρχει πλέον δεδομένη η κρίση της, ως προς την ευρύτερη δικαιοδοσία που διέπει την ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών αξίωση στη συγκεκριμένη περίπτωση, η οποία και είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο. Στα πλαίσια δε της ανάγκης να υπάρχει βεβαιότητα δικαίου, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να παρακάμψει στην ουσία το αποτέλεσμα στο οποίο ήχθη η Ολομέλεια.

Δεν τίθεται εν αμφιβολία ότι η απόφαση της Ολομέλειας είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, έστω και αν η Ολομέλεια εξέτασε ζήτημα που, αυστηρώς ομιλούντες, δεν είχε τεθεί ενώπιον της με την έφεση από την απορριπτική απόφαση στην Αίτηση υπ’ αρ. 100/08. Tο δικαίωμα έφεσης από πρωτόδικη κρίση σε θέματα προνομιακών ενταλμάτων είναι υπαρκτό και δεδομένο με βάση το συνδυασμό των Άρθρων 155.2 και 155.4 του Συντάγματος και την ανάλυση στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 8-9, παρ. 1.07. Δεν είναι επομένως νοητό για το Δικαστήριο αυτό να αποστεί από την κρίση της Ολομέλειας ως προς το ότι η αξίωση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ως είχαν τα γεγονότα, δεν ήταν και δεν ενέπιπτε στην έννοια της «εργατικής διαφοράς». Η βεβαιότητα του δικαίου και το δόγμα του stare decisis είναι επιτακτικές αρχές, καλά καθιερωμένες στο σύστημα δικαίου που λαμβάνεται στην Κύπρο, ως σύστημα που ουσιαστικά ακολουθεί και εφαρμόζει το κοινοδίκαιο, οποιαδήποτε δε απόκλιση από αυτές θα είχε αρνητικές και ανεπιθύμητες επιπτώσεις στη δομή και την ιεραρχία του ακολουθητέου συστήματος δικαίου και τη βεβαιότητα του.

[*1649]Η απόφαση της Ολομέλειας αποφάσισε στην ουσία την ίδια την αχθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών αξίωση, από την άποψη ότι αυτή θεωρήθηκε ότι δεν ενέπιπτε καν στη δικαιοδοσία του τελευταίου. Το δικαιοδοτικό ζήτημα που είχε εγερθεί με την Αίτηση υπ’ αρ. 100/08, όπως και με την παρούσα, ήταν σε συνάρτηση με τα δεδομένα της συγκεκριμένης αξίωσης που καταχωρήθηκε πέραν των δώδεκα μηνών, η οποία  επομένως θα έπρεπε να θεωρείτο ως ήδη παραγραφείσα.

Όπως και να έχει το ζήτημα, ο αποκλεισμός της ευρύτερης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ως απόρροια της απόφασης της Ολομέλειας, θέτει τέρμα στη συζήτηση για την ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας ενόψει παραγραφής. Οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση με το θέμα δεν θα ήταν παρά αλυσιτελής.

Ενόψει όλων των ανωτέρω η αίτηση, στη βάση της δεσμευτικής πλέον απόφασης της Ολομέλειας, εγκρίνεται και εκδίδεται ένταλμα certiorari με το οποίο ακυρώνεται η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ημερ. 19.12.08 στην υπόθεση υπ’ αρ. 480/07.

Ενόψει των ιδιαζουσών συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί, θεωρείται ορθό όπως μη εκδοθεί και δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

Η αίτηση γίνεται δεκτή χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο