(2010) 1 ΑΑΔ 25
[*25]22 Ιανουαρίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
1. ΠΑΝΙΚΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
2. ΕΛΕΝΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΡΑΚΙΩΤΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 79/2008)
Συμβάσεις ― Συνεγγύηση ― Συνεισφορά λόγω συνεγγυήσεως ― Άρθρο 146 του Ινδικού Κώδικα, πανομοιότυπο με το Άρθρο 104 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Προϋπόθεση απόκτησης δικαιώματος σε συνεισφορά ― Το δικαίωμα ενός συνεισφορέα να απαιτήσει την αναλογία του χρέους από τον άλλο συνεισφορέα, βασίζεται στο δίκαιο της επιείκειας και στην αρχή ότι η ισότητα ισοδυναμεί με επιείκεια («equality is equity»).
Δίκαιο επιείκειας ― Αρχή ότι ο διάδικος οφείλει να έρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια ― Σε ποίον τομέα τυγχάνει εφαρμογής, κατά κύριο λόγο.
Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Καθορισμός επιδίκων θεμάτων ― Το Δικαστήριο δεν εξετάζει θέματα τα οποία δεν προσδιορίζονται από τη δικογραφία.
Απόδειξη ― Έγγραφα ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με την έγερση ενστάσεων ως προς το παραδεκτό εγγράφου ― Δ.38, θθ.4 και 5 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
Απόδειξη ― Έγγραφα ― Κατάθεση αντιγράφων τεκμηρίων αντί των πρωτοτύπων ― Το θέμα αυτό δεν μπορεί να εξεταστεί κατ’ έφεση στην απουσία ένστασης κατά την κατάθεσή τους ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο διαθέτει το ουσιαστικό πλεονέκτημα της αποστασιοποιημένης παρακολούθησης της ενώπιόν του [*26]διεξαγόμενης διελκυνστίδας των αντιδίκων πλευρών.
Ο εφεσίβλητος – ενάγων (ο εφεσίβλητος) και ο εφεσείων 1 – εναγόμενος 3 (ο εφεσείων), ίδρυσαν τον Αύγουστο του 1996 από κοινού την εταιρεία Polywater Limited, εναγόμενη 1, ανά 50% μερίδιο έκαστος με σκοπό την εμπορία και πώληση αρδευτικών και υδρευτικών προϊόντων. Η Polywater δημιούργησε οφειλές προς την Ελληνική Τράπεζα Λτδ, τις οποίες εγγυήθηκαν οι πιο πάνω, η σύζυγος του εφεσείοντος εφεσείουσα 2 – εναγόμενη αρ. 4 πρωτοδίκως και η σύζυγος του εφεσίβλητου – εναγόμενη αρ. 2.
Στις 26.6.05 η Ελληνική Τράπεζα εξασφάλισε δικαστική απόφαση για το ποσό των £50.000 το οποίο κατέβαλε εξ ολοκλήρου ο εφεσίβλητος, με αποτέλεσμα να καταθέσει στις 9.2.06, αξίωση εναντίον των Polywater και των υπόλοιπων συνεγγυητών του, αξιώνοντας από £12.500 από τον εφεσείοντα και τη σύζυγο αυτού.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προβλήθηκαν δύο εκδοχές, εκ διαμέτρου αντίθετες, σε σχέση με τις δραστηριότητες και τη διαχείριση του εφεσίβλητου και του εφεσείοντος στην Polywater. Ο εφεσίβλητος κατέθεσε απλά και παρουσίασε εγγυητικά έγγραφα και την απόφαση που εκδόθηκε από την Ελληνική Τράπεζα. Δυνάμει των εγγράφων αυτών, ο εφεσείων και η σύζυγός του ήσαν συνεγγυητές και επομένως όφειλαν να του καταβάλουν το ανάλογο μερίδιο στην οφειλή που η Polywater δημιούργησε υπό μορφή δανειοδότησης. Αναγκάστηκε να καταβάλει εξ ολοκλήρου ο ίδιος την οφειλή, ενόψει κινδύνου να εκποιηθεί η κατοικία του, την οποία είχε υποθηκεύσει η σύζυγος του, πρώην εναγομένη αρ. 2 και αφού προηγουμένως ο εφεσείων είχε αρνηθεί σε επικοινωνία τους να καταβάλει το δικό του μερίδιο. Αντίθετα, ο εφεσείων, αναφέρθηκε σε θέματα ατασθαλιών στη διαχείριση της Polywater από τον εφεσίβλητο ο οποίος, κατ’ ισχυρισμόν, τη διηύθυνε κατά τρόπο αντιπαραγωγικό και χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, και σε διάφορα άλλα προβλήματα, όπως αποξένωση περιουσιακών στοιχείων προς την Edem (η οποία ήταν εταιρεία ασχολούμενη με συναφείς εργασίες και ανήκουσα αποκλειστικά στον εφεσίβλητο), τα οποία τον οδήγησαν να ζητήσει από τον εφεσίβλητο τη διακοπή της περαιτέρω συνεργασίας τους. Εν τέλει, προς τα τέλη Σεπτεμβρίου 2000 συμφωνήθηκε όπως έκαστος αποπληρώσει από δικά του χρήματα, χρέη της Polywater σε τράπεζες και άλλους πιστωτές, όπως το αποθεματικό της Polywater διαμοιραστεί εξ ίσου και όπως τα χρέη της Edem προς την Polywater αποπληρώνονταν από τον εφεσίβλητο, από την άποψη ότι θα αναλάμβανε τη διευθέτηση των χρεών της Polywater προς την Ελληνική Τράπεζα και την Τράπεζα Κύπρου. Κατά τη χρονική περίοδο της συμφωνίας διαχωρισμού, τα χρέη της Edem προς την Polywater ανέρχονταν στις £25.264,29.
[*27]Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε πλήρως τον εφεσίβλητο, δεχόμενο ως αληθή και ειλικρινή τη μαρτυρία του, ενώ απέρριψε «χωρίς ενδοιασμό» τη μαρτυρία του εφεσείοντος ο οποίος απέφευγε να απαντήσει με σαφήνεια καίριες ερωτήσεις, αρνούμενος σε κάποια φάση ακόμη και να αναγνωρίσει ευθέως την υπογραφή του στον ισολογισμό της Polywater για το 1999, ενώ ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για τις κατ’ ισχυρισμόν διαπιστωθείσες εκ μέρους του ατασθαλίες από τον εφεσίβλητο, ούτε τις κατήγγειλε, παρά το ότι ήταν ισότιμος μέτοχος και διευθυντής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος ως προς τη συμφωνία διαχωρισμού, ήταν πλήρως συγκρουόμενη με τη δικογραφημένη του θέση ότι κατά το χρόνο της εν λόγω συμφωνίας ο εφεσίβλητος είχε αποδεχθεί ο ίδιος να καταβάλει τα χρήματα προς την Ελληνική Τράπεζα, προς αποπληρωμή των χρεών που εκείνος δημιούργησε χωρίς να έχει απαίτηση από τον εφεσείοντα, ή ότι ο εφεσίβλητος, αναγνωρίζοντας την οικονομική καταστροφή της Polywater, για την οποία έφερε ο ίδιος ευθύνη, θα εξοφλούσε το δάνειο ο ίδιος.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, επικαλούμενοι λόγους οι οποίοι αφορούν στην ισχυριζόμενη πλημμελή αξιολόγηση της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου και του εφεσείοντος και στην λανθασμένη κατάληξη ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμφωνία περί καταβολής του χρέους στην Ελληνική Τράπεζα χωρίς αξίωση για συνεισφορά από τον εφεσείοντα. Τέθηκαν επίσης προς εξέταση δικονομικά και αποδεικτικά ζητήματα στα οποία το Δικαστήριο, κατ’ ισχυρισμόν, έσφαλε.
Το Εφετείο αφού αναφέρθηκε στη διαχρονικά επιβεβαιωμένη αρχή περί μη επεμβάσεώς του, κατά κανόνα, στην καθαυτή αξιολόγηση της μαρτυρίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο διαθέτει το ουσιαστικό πλεονέκτημα της αποστασιοποιημένης παρακολούθησης της ενώπιον του διεξαγόμενης διελκυνστίδας των αναδιπλούμενων συγκρουόμενων διαδοχικών θέσεων, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Υπήρξαν δύο παραδείγματα τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε ως αποκαλυπτικά της εν γένει ασάφειας και προσπάθειας του εφεσείοντος να διαφοροποιηθεί από τα πραγματικά γεγονότα. Το πρώτο αφορούσε την αμφισβήτηση της υπογραφής του στο σχετικό ισολογισμό της Polywater του 1999 που έδειχνε την εκ μέρους του προσπάθεια να αμφισβητήσει ότι ενημερώνετο σε ότι αφορούσε τα οικονομικά της στοιχεία, παρά το γεγονός ότι υπέγραφε ως διοικητικός σύμβουλος τους ισολογισμούς της. Το δεύτερο αφορούσε την μη καταγγελία ή διαμαρτυρία των ατασθαλιών από πλευράς του εφεσίβλητου παρά και πάλι την ενημέρωση που τύγχανε ως [*28]προς την οικονομική κατάσταση και τα αποθέματα της Polywater στη βάση της εκ μέρους του υπογραφής των λογιστικών στοιχείων.
2. Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή, και η κρίση του αντικατοπτρίζει αυτή του μέσου λογικού αντικειμενικού παρατηρητή.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι υπήρχε ανακολουθία μεταξύ των δικογραφημένων ισχυρισμών της υπεράσπισης και ανταπαίτησης και της μαρτυρίας που δόθηκε ενόρκως.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έπραξε μη εξετάζοντας τη συμφωνία διευθέτησης των οφειλών με την οποία ο εφεσείων θα αναλάμβανε τους πιστωτές της Polywater, Ελληνική Τράπεζα Factors Λτδ και Σ.Π.Ε. Στροβόλου, ενώ ο εφεσίβλητος θα αναλάμβανε τις οφειλές στην Ελληνική Τράπεζα και Τράπεζα Κύπρου αφού τέτοια συμφωνία δεν είχε σαφώς και περιεκτικώς δικογραφηθεί κατ’ επιταγή της Δ.19, θ.4, αλλά και της Δ.19, θ.22 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
5. Η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι η αξίωση συνεισφοράς βασιζόμενη στο Άρθρο 104 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, έπρεπε να απορριφθεί λόγω του ότι η αρχή της συνεισφοράς μεταξύ συνεγγυητών, συνιστά θεραπεία του δικαίου της επιείκειας και επομένως ο εφεσίβλητος εφόσον δεν είπε την αλήθεια δεν δικαιούτο σε αυτή είναι λανθασμένη διότι (α) το Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστο τον εφεσίβλητο και (β) ο λόγος της υπόθεσης Scholefield Goodman & Sons v. Zyngier [1985] 3 All E.R. 105, την οποία επικαλέσθηκε ο συνήγορος, συμμίχθηκε ανεπίτρεπτα με το ευρύτερο δόγμα της επιείκειας ότι ένας διάδικος οφείλει να έρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, αρχή που κατά κύριο λόγο έχει εφαρμογή σε μονομερείς αιτήσεις που επιδιώκουν την έκδοση προσωρινού μέτρου κατά του αντιδίκου.
6. Η όλη θεωρία της συνεισφοράς λόγω συνεγγυήσεως καλύπτεται στο Κυπριακό Δίκαιο με το Άρθρο 104 του Κεφ.149, όπου αναφέρεται ότι ένας εγγυητής δεν αποκτά δικαίωμα σε συνεισφορά μέχρις ότου πληρώσει πέραν του μεριδίου που του αναλογεί στον πιστωτή. Το δε δικαίωμα σε συνεισφορά βασίζεται στους κανόνες επιείκειας.
7. Ο συνήγορος του εφεσείοντος δεν μπορεί κατ’ έφεση να εγείρει θέμα εξέτασης της πτυχής της υπόθεσης που αφορά στην κατάθεση αντιγράφων τεκμηρίων από πλευράς του εφεσίβλητου κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, αντί κατάθεσης των πρωτοτύπων, εφόσον δεν είχε φέρει ένσταση στην προσαγωγή και κατάθε[*29]σή τους. Διαφορετική προσέγγιση θα σήμαινε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάζει στο τέλος της ημέρας τη δεκτότητα ή μη των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων που προσφέρονται κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, σε αντίθεση με τη νομολογιακή επιταγή ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίζει επί ενστάσεων τη στιγμή που αυτές εγείρονται ώστε η δίκη να περιορίζεται επί συγκεκριμένων και σαφών δεδομένων. Και αυτό είναι διάφορο βεβαίως από τη βαρύτητα που το Δικαστήριο θα αποδώσει σε συγκεκριμένο έγγραφο το οποίο είναι ενώπιον του κατατεθειμένο ως τεκμήριο, ως αποτέλεσμα αποδεκτής μαρτυρίας που προσάγεται είτε κατόπιν ενστάσεως, είτε όχι.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.500 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273,
Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506,
Βραχίμη v. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836,
Awake Security Services Ltd v. Μαυρομμάτη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1257,
A.M. Stasis Estates Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 860,
Exalco S.A. v. Αλουμινέξ Λτδ (2007) 1 Α.Α.Δ. 991,
Iordanous v. Aniftos (1959-1960) 24 C.L.R. 97,
Hjipavlou v. Jinaro Terra Co Ltd (1982) 1 C.L.R. 433,
Γεωργίου v. Ακίνητα Χρίστου Μ. Ψάλτη Λτδ (2008) 1 A.A.Δ. 1067,
Μαυρομιχάλη v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530,
Scholefield Goodman & Sons v. Zyngier [1985] 3 All E.R. 105,
Ελληνική Τράπεζα Λτδ v. Πολυδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 68,
Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,
Κυριάκου v. Γρίβα (2002) 1 Α.Α.Δ. 826,
[*30]Teklima Ltd v. Salamis Tours Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 317.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Iωαννίδης, A.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1223/06), ημερομ. 31.1.2008.
Χρ. Χριστοφή, για τους Εφεσείοντες.
Αγ. Κορέλλης για Ε. Ευσταθίου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η εταιρεία Polywater Limited (εναγόμενη αρ. 1 στην ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αγωγή υπ’ αρ. 1223/06), είχε συνιδρυθεί από τον εφεσείοντα 1 (εναγόμενο αρ. 3 πρωτοδίκως) και τον εφεσίβλητο (ενάγων πρωτοδίκως), ανά 50% μερίδιο έκαστος με σκοπό την εμπορία και πώληση αρδευτικών και υδρευτικών προϊόντων. Στα πλαίσια της δραστηριότητας τους η Polywater δημιούργησε οφειλές προς την Ελληνική Τράπεζα Λτδ. Τις πρωτοφειλές της εγγυήθηκαν οι πιο πάνω, η σύζυγος του εφεσείοντα και εφεσείουσα 2 (εναγόμενη αρ. 4 πρωτοδίκως) και η σύζυγος του εφεσίβλητου.
Η Ελληνική Τράπεζα ήγειρε σε κάποιο στάδιο την αγωγή υπ’ αρ. 2588/05 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 26.6.05 για το ποσό των Λ.Κ.50.000, το οποίο και κατέβαλε εξ ολοκλήρου ο εφεσίβλητος με αποτέλεσμα να καταθέσει στη συνέχεια στις 9.2.06, την υπό κρίση πρωτόδικη αξίωση εναντίον της Polywater και των υπόλοιπων συνεγγυητών του. Αξίωνε στην ουσία από £12.500 από τον εφεσείοντα και τη σύζυγο αυτού.
Η μαρτυρία που προσήχθηκε πρωτοδίκως από πλευράς του εφεσίβλητου ήταν απλή και συνίστατο στην παρουσίαση των εγγυητικών εγγράφων και στην απόφαση που εκδόθηκε από την Ελληνική Τράπεζα. Δυνάμει των εγγράφων αυτών, ο εφεσείων και η σύζυγος του ήταν συνεγγυητές και επομένως όφειλαν να του καταβάλουν το ανάλογο μερίδιο στην οφειλή που η Polywater δημιούργησε υπό μορφή δανειοδότησης. Η Polywater είχε ιδρυθεί τον Αύγουστο του [*31]1996, δραστηριοποιήθηκε δε κατά τον τρόπο που είχε από κοινού με τον εφεσείοντα συμφωνηθεί και που επέτρεπε στον ίδιον να αφιερώνει περισσότερο χρόνο σε μια άλλη αποκλειστικά δική του εταιρεία την Edem (Gardens) Ltd, (εφεξής «η Edem»), η οποία ασχολείτο με συναφείς εργασίες, ενώ ο εφεσείων ασχολείτο περισσότερο με την Polywater. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν από κοινού, έστω και αν οι δραστηριότητες τους ήταν κάπως διαφορετικές. Στα πλαίσια της εγερθείσας από την Ελληνική Τράπεζα αγωγής, αφού συμβουλεύθηκε δικηγόρο, πλήρωσε ο ίδιος εξ ολοκλήρου την οφειλή (επιβεβαιωμένη πρωτοδίκως και από τον αρμόδιο λειτουργό της Τράπεζας), ενόψει κινδύνου να εκποιηθεί η κατοικία του, την οποία είχε υποθηκεύσει η σύζυγός του, πρώην εναγομένη αρ. 2 και αφού προηγουμένως ο εφεσείων είχε αρνηθεί σε επικοινωνία τους να καταβάλει το δικό του μερίδιο.
Η αντίθετη θέση του εφεσείοντα σύμμειξε θέματα ατασθαλιών στη διαχείριση της Polywater από τον εφεσίβλητο, ο οποίος την διηύθυνε κατά τρόπο αντιπαραγωγικό και άνευ ουσιαστικού από τον ίδιο ελέγχου, εφόσον απουσίαζε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα γραφεία της Polywater, ασχολούμενος κατά κύριο λόγο με τις πωλήσεις και την εξυπηρέτηση πελατών εκτός γραφείου. Παρόλο που γνώριζε για τις διάφορες συναλλαγές, εν τούτοις, ούτε άμεση ενημέρωση, ούτε εμπλοκή είχε στην όλη διαχείριση, ούτε ήταν δυνατό να ελέγχει την όλη κατάσταση τόσο διότι εμπιστευόταν απόλυτα τον εφεσίβλητο, όσο και διότι ο λογιστής της εταιρείας ήταν φίλος του πρώτου. Ο λόγος που εμπιστευόταν τον εφεσίβλητο ήταν οι στενοί οικογενειακοί δεσμοί που είχαν αναπτύξει, σε βαθμό που ο εφεσίβλητος έγινε ανάδοχος της θυγατέρας του. Διαπίστωσε λοιπόν διάφορα προβλήματα όπως αποξένωση περιουσιακών στοιχείων προς την Edem, χωρίς να ήταν καταγραμμένα οπουδήποτε, ενώ σε κάποιο στάδιο ο εφεσίβλητος απαιτούσε να διορίσει και τη σύζυγο του υπεύθυνη ενός νέου καταστήματος που θα ενοικίαζε η Polywater.
Μη έχοντας πλέον επιλογή ζήτησε από τον εφεσίβλητο τη διακοπή της περαιτέρω συνεργασίας τους και έτσι, εν τέλει, προς τα τέλη Σεπτεμβρίου 2000, συμφωνήθηκε όπως έκαστος αποπληρώσει από δικά του χρήματα, χρέη της Polywater σε τράπεζες και άλλους πιστωτές, όπως το αποθεματικό της Polywater διαμοιραστεί εξ ίσου και όπως τα χρέη της Edem προς την Polywater αποπληρώνονταν από τον εφεσίβλητο, από την άποψη ότι θα αναλάμβανε τη διευθέτηση των χρεών της Polywater προς την Ελληνική Τράπεζα και την Τράπεζα Κύπρου. Κατά τη χρονική περίοδο της συμφωνίας διαχωρισμού, τα χρέη της Edem προς την Polywater ανέρχονταν στις £25.264,29.
[*32]Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία στη βάση και των διαφόρων τεκμηρίων που καταχωρήθηκαν, δικαίωσε τον εφεσίβλητο πλήρως, δεχόμενο ως αληθή και ειλικρινή τη μαρτυρία του, σ’ αντίθεση με τον εφεσείοντα, τη μαρτυρία του οποίου απέρριψε «χωρίς ενδοιασμό», ενόψει του ότι δεν του προξένησε καλή εντύπωση, απέφευγε να απαντήσει με σαφήνεια καίριες ερωτήσεις, αρνούμενος σε κάποια φάση ακόμη και να αναγνωρίσει ευθέως την υπογραφή του στον ισολογισμό της Polywater για το 1999, ενώ ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για τις κατ’ ισχυρισμόν διαπιστωθείσες εκ μέρους του ατασθαλίες από τον εφεσίβλητο, ούτε τις κατήγγειλε, παρά το ότι ήταν ισότιμος μέτοχος και διευθυντής. Η θέση του εφεσείοντα ότι στην ουσία δεν είχε δύναμη στην Polywater γιατί εκεί εργαζόταν όλη η οικογένεια του εφεσίβλητου, ενώ υφίστατο και πιέσεις από το λογιστή, απορρίφθηκε ως στερούμενη πειστικότητας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος ως προς τη συμφωνία διαχωρισμού, ως αυτή ανωτέρω καταγράφηκε, ήταν πλήρως συγκρουόμενη με τη δικογραφημένη του θέση ότι κατά το χρόνο της προφορικής μεταξύ τους συμφωνίας ο εφεσίβλητος είχε αποδεχθεί να καταβάλει ο ίδιος τα χρήματα προς την Ελληνική Τράπεζα, προς αποπληρωμή χρεών που εκείνος δημιούργησε, χωρίς να έχει απαίτηση από τον εφεσείοντα (παρ. 6 της Υπεράσπισης), ή, ότι το δάνειο από την Ελληνική Τράπεζα θα εξοφλείτο από τον εφεσίβλητο, έχοντας αναγνωρίσει ότι εκείνος ευθυνόταν για την οικονομική καταστροφή της Polywater, λόγω παρανόμων, δολίων και αμελών ενεργειών του (παρ. 19 της ανταπαίτησης).
Η έφεση οικοδομείται επί πέντε διαφορετικών λόγων, αφορόντων στην πλημμελή αξιολόγηση της αξιοπιστίας των δύο πρωταγωνιστών της όλης διαφοράς, στη λανθασμένη κατάληξη ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμφωνία περί καταβολής του χρέους στην Ελληνική Τράπεζα χωρίς αξίωση για συνεισφορά από τον εφεσείοντα, ενώ τίθενται προς εξέταση δικονομικά και αποδεικτικά ζητήματα, στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης, κατ’ ισχυρισμόν, έσφαλλε. Δεν ηγέρθηκε λόγος έφεσης ως προς την απόρριψη της ανταπαίτησης.
Προσεκτική ανάγνωση της απόφασης και αντιπαραβολή του σκεπτικού της με τη δοθείσα μαρτυρία και τα τεκμήρια, δείχνει, αντίθετα με τις προβληθείσες αιτιάσεις κατ’ έφεση, επάρκεια καταγραφής της διαφοράς, και ικανή και πειστική αξιολόγηση της διιστάμενης μαρτυρίας. Η διαχρονικά επιβεβαιωμένη αρχή ότι το [*33]Εφετείο δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην καθαυτή αξιολόγηση της μαρτυρίας από ένα πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο διαθέτει το ουσιαστικό πλεονέκτημα της αποστασιοποιημένης παρακολούθησης της ενώπιον του διεξαγόμενης διελκυνστίδας των αναδιπλούμενων συγκρουόμενων διαδοχικών θέσεων, εφαρμόζεται και στην υπό κρίση περίπτωση κατά ουσιαστική και όχι απλώς λεκτική έκφραση. Η θέση του εφεσείοντος περί τουλάχιστον πλημμελούς αξιολόγησης στην απόρριψη της εκδοχής του ως αξιόπιστης, δεν βρίσκει το Εφετείο σύμφωνο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πράγματι καταγράφει δύο συγκεκριμένα παραδείγματα που κρίθηκαν ως βλαπτικά της αξιοπιστίας του εφεσείοντα. Θα μπορούσε να ήταν ακόμη πιο ενδελεχές στην αναλυτική του προσέγγιση. Αλλά, είναι προφανές ότι τα δύο παραδείγματα ήταν σταχυολογικά της ευρύτερης ανεπάρκειας της όλης εικόνας που ο εφεσείων μετέδωσε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο προλογίζει την αναφορά στα παραδείγματα αυτά, με τη γενικότερη τοποθέτηση ότι ο εφεσείων δεν εντυπωσίασε ως μάρτυρας. Για να προχωρήσει να αναφέρει ότι σε «καίριες ερωτήσεις απέφευγε να απαντήσει με σαφήνεια», προχωρώντας στα δύο εκείνα παραδείγματα, τα οποία το Δικαστήριο όχι μόνο καταγράφει, αλλά και αναλύει ως ενδεικτικά της αναλήθειας των λόγων του εφεσείοντα. Εύλογα, προστίθεται, θεωρήθηκαν οι συγκεκριμένες απαντήσεις ως αποκαλυπτικές της εν γένει ασάφειας και προσπάθειας διαφοροποίησης του εφεσείοντα από τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Το πρώτο παράδειγμα που κατέγραψε το Δικαστήριο αφορούσε την αμφισβήτηση της υπογραφής του εφεσείοντα στο σχετικό ισολογισμό της Polywater του 1999 (Τεκμ. 14), που έδειχνε την εκ μέρους του προσπάθεια να αμφισβητήσει την εν γένει ενημέρωσή του σε ό,τι αφορούσε τα οικονομικά της στοιχεία, παρά το γεγονός ότι υπέγραφε ως διοικητικός σύμβουλος τους ισολογισμούς της. Το δεύτερο παράδειγμα αφορούσε την μη καταγγελία ή διαμαρτυρία των ατασθαλιών από πλευράς του εφεσίβλητου παρά και πάλι την ενημέρωση που τύγχανε ως προς την οικονομική κατάσταση και τα αποθέματα της Polywater στη βάση της εκ μέρους του υπογραφής των λογιστικών στοιχείων. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επ’ αυτού είχε δύο άξονες. Ο ένας ήταν ότι αμφισβήτησε τον λογιστή της Polywater για τον οποίο δεν είχε υποβάλει προηγουμένως οποιοδήποτε παράπονο και ο δεύτερος ήταν ότι δεν είχε τη δύναμη να πράξει οτιδήποτε προς αυτή την κατεύθυνση παρά το γεγονός ότι ήταν και ισότιμος μέτοχος και διοικητικός σύμβουλος της Polywater. Οι θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου επ’ αυτών σφραγίστηκαν από την κρίση του ότι ο εφεσείων κατέφευγε σε υπερβολές για να γίνει πιστευτός, αλλά και σε εκ των υστέρων σκέψεις για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του έναντι [*34]του εφεσίβλητου.
Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση αυτή και οι θέσεις του κ. Χριστοφή κατά την έφεση ότι η αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραγνώρισε τον ανθρώπινο παράγοντα υποκαθιστώντας τη δική του άποψη ως προς το τι θα έπρεπε να πράξει ο εφεσείων, δεν έχει έρεισμα. Αυτό, διότι ενώ αναμφίβολα οι αντιδράσεις του κάθε ανθρώπου είναι και παραμένουν πάντοντε ατομικές, ορμώμενες και εκδηλωνόμενες από τη δική του ψυχοσύνθεση, εν τούτοις η κρίση της αξιολόγησης δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπόψη και τις ευρύτερες αντικειμενικές διαστάσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, το δε Δικαστήριο όταν αξιολογεί την ενώπιον του μαρτυρία, κρίνει και υπαγάγει την ατομική συμπεριφορά στο πλαίσιο μιας κοινά αποδεκτής αντικειμενικής υπόστασης που υπαγορεύει η όψη των πραγμάτων και τα δεδομένα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς. Η κρίση, λοιπόν, του Δικαστηρίου αντικατοπτρίζει αυτή του μέσου λογικού αντικειμενικού παρατηρητή.
Αυτή ακριβώς την ατομική-υποκειμενική συμπεριφορά των πρωταγωνιστών της υπό κρίση υπόθεσης, έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η αναφορά του κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας στη σελ. 10 του σκεπτικού, στη γενικότερη θέση ότι είχε παρακολουθήσει με προσοχή όλους τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν, έχοντας την ευκαιρία να αντιληφθεί και να εξετάσει τον τρόπο που απαντούσαν τις ερωτήσεις, το καλό ή κακό μνημονικό τους και τη γενικότερη συμπεριφορά τους στο εδώλιο, αντανακλάται στην εξήγηση και ουσιαστική αιτιολόγηση που έδωσε για την ευρύτερη κρίση του. Αυτά, με εύστοχη παραπομπή στις υποθέσεις C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, ως προς τα γνωρίσματα που λαμβάνει υπόψη ένα Δικαστήριο όταν προβαίνει στο λεπτό εκείνο έργο της ενασχόλησης με την αξιολόγηση της αλήθειας μιας προβαλλόμενης εκδοχής.
Τα πιο πάνω συνδέονται και με την ευρύτερη διαπιστωθείσα αναξιοπιστία του εφεσείοντα ενόψει και της διάστασης της ζώσας μαρτυρίας του, έναντι των δικογραφημένων ισχυρισμών του. Αδίκως ο εφεσείων βάλλει κατά της απόφασης για αυτό το ζήτημα εφόσον ορθά, κρίνεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε ανακολουθία μεταξύ των δικογραφημένων ισχυρισμών της υπεράσπισης και ανταπαίτησης και της μαρτυρίας που δόθηκε ενόρκως. Και δεν έχει δίκαιο ο κ. Χριστοφή εισηγούμενος στο περίγραμμά του, ότι η ουσία των δικογραφημένων ισχυρισμών του εφεσείοντα ήταν η ύπαρξη συμφωνίας με τον εφεσίβλητο για διαχωρισμό των χρεών της Polywater, διότι τέτοιος ισχυρισμός, απλώς δεν ήταν δικογραφημέ[*35]νος. Η νομολογία, πασίγνωστη και κατ’ εξακολούθηση επιβεβαιωμένη, επιτάσσει την καταγραφή των ισχυρισμών ενός διαδίκου με απλό και σαφή τρόπο. Ισχυρισμός περί διαχωρισμού των χρεών όπως ο εφεσείων ανέφερε στη διάρκεια της μαρτυρίας του και αναπαράχθηκε επί λέξει από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 14 του σκεπτικού του, δεν υπάρχει πουθενά στις 24 παραγράφους της υπεράσπισης και ανταπαίτησής του. Είναι πολύ διαφορετική η καταγραφή ισχυρισμού στην παρ. 6 της υπεράσπισης ότι ο εφεσίβλητος δεν δικαιούται σε οποιαδήποτε συνεισφορά λόγω συμφωνίας μεταξύ τους ότι θα κατέβαλλε εκείνος τα χρήματα στην Ελληνική Τράπεζα εφόσον ο ίδιος τα είχε δημιουργήσει, ή, ο συγκρουόμενος με αυτόν ισχυρισμός, στην παρ. 19 της ανταπαίτησης, ότι ο εφεσίβλητος θα εξοφλούσε το δάνειο χωρίς απαίτηση από τον εφεσείοντα ενόψει του ότι και αυτό το χρέος ήταν αποτέλεσμα των δολίων και άλλων αμελών ενεργειών του εφεσίβλητου. Σε αντίθεση, στη μαρτυρία του ο εφεσείων αναφέρθηκε σε συγκεκριμένη συμφωνία διευθέτησης των οφειλών με την οποία συμφωνία ο ίδιος θα αναλάμβανε τους πιστωτές της Polywater, Ελληνική Τράπεζα Factors Λτδ και Σ.Π.Ε. Στροβόλου, ενώ ο εφεσίβλητος θα αναλάμβανε τις οφειλές στην Ελληνική Τράπεζα και Τράπεζα Κύπρου.
Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην υπόθεση Βραχίμη v. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836, ως αυθεντία για την αρχή ότι ένα Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκτείνεται στην εξέταση άλλων θεμάτων έξω από και σε διάσταση με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς. Η απόφαση αυτή, επιβεβαιωτική της θέσης ότι «Η δικογραφία αποτελεί το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων», (σελ. 839), έχει ακολουθηθεί πλειστάκις και μπορούν απλώς να αναφερθούν οι υποθέσεις Awake Security Services Ltd v. Μαυρομμάτη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1257, A.M. Stasis Estates Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 860 και Exalco S.A. v. Αλουμινέξ Λτδ (2007) 1 Α.Α.Δ. 991. Παλαιότερες αυθεντίες είχαν την αυτή νομολογιακή κατεύθυνση (δέστε Eleni Panayiotou Iordanous v. Polycarpos Neophytou Aniftos (1959-1960) 24 C.L.R. 97 και Hjipavlou v. Jinaro Terra Co Ltd (1982) 1 C.L.R. 433). Η απόφαση Νεόφυτος Γεωργίου v. Ακίνητα Χρίστου Μ. Ψάλτη Λτδ (2008) 1 A.A.Δ. 1067, στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Χριστοφή, ως κατά την άποψη του βοηθητική στην υπόθεση του εφεσείοντα, ότι το περιεχόμενο της συμφωνίας αποτελεί θέμα μαρτυρίας και όχι δικογράφου, δεν έχει καθορίσει οποιοδήποτε διαφορετικό κανόνα, αλλά απλώς υπέδειξε το διαχρονικά αυτονόητο, σε επίρρωση των δικογραφικών κανόνων, ότι εφόσον υπάρχει ισχυρισμός ενός γεγονότος σε ένα δικόγραφο, γίνεται δεκτή μαρτυρία προς απόδειξή του. Στο βαθμό που [*36]ο συνήγορος προσπάθησε να εισηγηθεί ότι το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν ήταν ανάγκη να καταγραφεί στο δικόγραφο και επομένως δεν υπήρχε αναντιστοιχία μεταξύ δικογράφου και μαρτυρίας, η απόφαση Νεόφυτος Γεωργίου – ανωτέρω – έχει παρερμηνευθεί. Ως ο ίδιος ο συνήγορος αναφέρει στο περίγραμμα του, η ύπαρξη της συμφωνίας και το περιεχόμενο της ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της υπεράσπισης του εφεσείοντα, αλλά για να καθίστατο εξεταστέα τέτοια συμφωνία έπρεπε να είχε σαφώς και περιεκτικώς δικογραφηθεί κατ’ επιταγή της Δ.19, θ.4, αλλά και της Δ.19, θ.22 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Όπως λέχθηκε και στη Μαυρομιχάλη v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530, «Η Υπεράσπιση συνιστά δικόγραφο, στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου έναντι των διεκδικήσεων του ενάγοντα. Η δικογραφία επενεργεί στον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων. Δεν συνιστά μαρτυρία ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών.».
Η αναξιοπιστία επομένως του εφεσείοντα μαζί με τη διάσταση προφορικής μαρτυρίας και δικογραφημένων ισχυρισμών, καθιστά απορριπτέο και τον επόμενο λόγο έφεσης που σχετίζεται με την πληρωμή του συγκεκριμένου ποσού των £10.123 που αφορούσε χρέος της Edem προς την Polywater που, κατ’ ισχυρισμόν, δεν ήταν αποτέλεσμα συναλλαγής μεταξύ των δύο εταιρειών, αλλά είχε γίνει κρυφίως από τον εφεσίβλητο με σκοπό να μειωθεί το χρέος της Edem προς την Polywater. Κατά τη θέση του κ. Χριστοφή, ο εφεσίβλητος είχε ψευδώς αναφέρει ότι η συναλλαγή αυτή εγγράφηκε στο λογιστικό σύστημα μετά την αποχώρηση του εφεσείοντα και χωρίς τη γνώση του. Ο συνήγορος προώθησε τη θέση ότι αυτή η χρονικά ψευδής καταχώρηση έγινε για να αλλοιωθεί και να καταρρεύσει η λογική των αριθμών επί της οποίας εδραζόταν η συμφωνία των διαδίκων και που απλά ήταν ότι εφόσον η Polywater όφειλε στην Ελληνική Τράπεζα £50.000, ο δε εφεσίβλητος λόγω χρέους προς την Edem όφειλε στην Polywater £25.000, αντί να πλήρωνε στην τελευταία το ποσό των £25.000 θα πλήρωνε απευθείας £50.000 στην Ελληνική Τράπεζα, προς απαλλαγή όλων.
Αυτά τα ζητήματα όντως δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως, αναμφίβολα, διότι αφενός το Δικαστήριο δεν πίστεψε τον εφεσείοντα και αφετέρου διότι τα προαναφερθέντα ήταν απόρροια μιας συμφωνίας που τέθηκε για πρώτη φορά από τον εφεσείοντα κατά τη μαρτυρία του, σε διάσταση με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του. Η δε θέση του κ. Χριστοφή ότι η αξίωση της συνεισφοράς βασιζόμενη στο Αρθρο 104 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, έπρεπε να απορριφθεί λόγω του ότι η αρχή της συνεισφοράς με[*37]ταξύ συνεγγυητών εκπηγάζει από το δίκαιο της επιείκειας και επομένως ο εφεσίβλητος εφόσον δεν είπε την αλήθεια δεν δικαιούτο σε συνεισφορά είναι λανθασμένη, όχι μόνο διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστο τον εφεσίβλητο, αλλά και διότι ο λόγος της υπόθεσης Scholefield Goodman & Sons v. Zyngier [1985] 3 All E.R. 105, την οποία επικαλέσθηκε ο συνήγορος, συμμίχθηκε ανεπίτρεπτα με το ευρύτερο δόγμα της επιείκειας ότι ένας διάδικος οφείλει να έρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, αρχή που κατά κύριο λόγο έχει εφαρμογή σε μονομερείς αιτήσεις που επιδιώκουν την έκδοση προσωρινού μέτρου κατά του αντιδίκου.
Η πιο πάνω υπόθεση που αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα Λτδ v. Πολυδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 68, αφορούσε ερμηνεία εγγράφου υποθήκευσης αποφασίζοντας ότι ένας συνεισφορέας δεν είναι υπεύθυνος σε συνεισφορά όπου, δυνάμει συμφωνίας, καθίσταται υπόλογος μόνο αν δεν πληρωθεί η οφειλή από το χρεώστη ή άλλο συνεγγυητή, ένας δε εξ αυτών όντως αποπληρώνει το χρέος (δέστε και Treitel: «The Law of Contract» 8η έκδ. σελ. 518). Ο Lord Brightman δίδοντας την απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου, αναφέρθηκε πράγματι στον κανόνα ότι το δικαίωμα ενός συνεισφορέα να απαιτήσει την αναλογία του χρέους από τον άλλο συνεισφορέα, βασίζεται στο δίκαιο της επιείκειας και στην αρχή ότι η ισότητα ισοδυναμεί με επιείκεια («equality is equity»). Αυτό, όμως, από την άποψη ότι δεν εναπόκειται σε ένα πιστωτή να επιβαρύνει ένα και μόνο εγγυητή κατ’ αποκλειστικότητα, αν δε το πράξει, τότε το Δικαστήριο θα βεβαιωθεί ότι το βάρος κατανέμεται εξίσου σε όλους τους συνεγγυητές. Η όλη θεωρία της συνεισφοράς λόγω συνεγγυήσεως, εξηγείται και στο σύγγραμμα των Pollock & Mulla: «Indian Contract and Specific Relief Acts 11η έκδ. Τόμος ΙΙ, σελ. 997-998, όπου αναλύεται το αντίστοιχο Αρθρο 146 του Ινδικού Κώδικα, πανομοιότυπο με το Αρθρο 104 του Κεφ. 149, όπου αναφέρεται ότι ένας εγγυητής δεν αποκτά δικαίωμα σε συνεισφορά μέχρις ότου πληρώσει πέραν του μεριδίου που του αναλογεί στον πιστωτή. Το δε δικαίωμα σε συνεισφορά βασίζεται στους κανόνες επιείκειας.
Τέλος, ως προς την πτυχή της έφεσης που αφορά την κατάθεση αντιγράφων τεκμηρίων από πλευράς του εφεσίβλητου κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, χωρίς να είχε δοθεί εξήγηση ή επαρκής αιτιολογία για τη μη προσαγωγή του πρωτοτύπου, πρέπει να λεχθεί ότι λανθασμένα εγείρεται τέτοιο ζήτημα εφόσον ουδέποτε είχε εγερθεί τελικώς ένσταση από πλευράς του εφεσείοντα στην κατάθεση τέτοιων αντιγράφων. Το Αρθρο 34(1)(β) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, το οποίο ο κ. Χριστοφή επικαλεί[*38]ται ως επιτακτικό της ανάγκης να δίνεται επαρκής δικαιολογία για την μη προσαγωγή του πρωτοτύπου, όταν κατατίθεται αντίγραφο, δεν αλλοιώνει τον ευρύτερο κανόνα ότι μια δίκη μπορεί να διεξάγεται και στη βάση παραδεκτών ή συναινετικών γεγονότων ή επιμέρους ζητημάτων τα οποία δεν αποτελούν το προϊόν ένστασης από πλευράς οποιουδήποτε διαδίκου. Διαφορετική προσέγγιση θα σήμαινε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάζει στο τέλος της ημέρας τη δεκτότητα ή μη των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων που προσφέρονται κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, σε αντίθεση με τη νομολογιακή επιταγή ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίζει επί ενστάσεων τη στιγμή που αυτές εγείρονται ώστε να μην αφήνεται η δίκη να παραπαίει επί ασαφών και απροσδιόριστων δεδομένων. Και αυτό είναι διάφορο βεβαίως από τη βαρύτητα που το Δικαστήριο θα αποδώσει σε συγκεκριμένο έγγραφο το οποίο είναι ενώπιον του κατατεθειμένο ως τεκμήριο, ως αποτέλεσμα αποδεκτής μαρτυρίας που προσάγεται είτε κατόπιν ενστάσεως, είτε όχι.
Στη Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, αποφασίστηκε ότι δεν είναι παραδεκτό να αφήνονται ζητήματα δεκτότητας μαρτυρίας κατά την τελική απόφαση, εφόσον εγείρονται κατά την προσπάθεια κατάθεσης μαρτυρικού υλικού, ενστάσεις. Λέχθηκε δε ότι η Δ.38, θ.4 «ρυθμίζει τη διαδικασία αποδοχής αμφισβητούμενης μαρτυρίας και ορίζει ότι το θέμα πρέπει να αποφασίζεται κατά το στάδιο που υποβάλλεται η ένσταση. Και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ένσταση, το παραδεκτό προηγούμενης μαρτυρίας αποφασίζεται, κατά κανόνα, κατά το χρόνο προσαγωγής της.». Η ίδια θεώρηση ως προς την ορθή δικονομική πορεία, που ενσωματώθηκε στη Δ.38, θ.θ. 4 και 5, επιδοκιμάσθηκε και στη Χλόη Κυριάκου v. Άννας Γρίβα (2002) 1 Α.Α.Δ. 826, 831-832, όπου ο συνήγορος του εφεσείοντα επίσης δεν είχε φέρει ένσταση στην προσαγωγή και κατάθεση εγγράφου και ήταν επομένως ανεπίτρεπτο να τίθετο θέμα εξέτασης της πτυχής αυτής κατ’ έφεση. Στην υπόθεση Teklima Ltd v. Salamis Tours Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 317, το Εφετείο έκρινε ότι λανθασμένα παραγνωρίστηκε ως μηδαμινής αξίας, κατάθεση αποβιώσαντος μάρτυρα επειδή δεν είχε τεθεί σε αντεξέταση, εφόσον το περιεχόμενο της είχε κατατεθεί εκ συμφώνου κατά τη διάρκεια της δίκης.
Εδώ, κατά την έναρξη της προσαγωγής της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, ηγέρθηκε αρχικά ένσταση από τον κ. Χριστοφή ως προς την κατάθεση αντιγράφου της συμφωνίας εγγύησης, την οποία στη συνέχεια απέσυρε (σε. 2-3 των πρακτικών), όταν ο εφεσίβλητος εξήγησε ότι είχε στην κατοχή του μόνο φωτοαντίγραφο. Ο εφεσί[*39]βλητος δε αναφέροντας ότι όλα τα έγγραφα που προτίθετο να παρουσιάσει ήταν αντίγραφα, προχώρησε, χωρίς οποιαδήποτε άλλη ένσταση από τον εφεσείοντα, να τα καταθέσει, το δε Δικαστήριο ευλόγως τα κατέστησε τεκμήρια. Το ζήτημα της προσαγωγής και κατάθεσης αντιγράφων δεν επανήλθε σ’ όλη τη διάρκεια της ακρόασης και δεν είναι νοητό τώρα, κατ’ έφεση, να προβάλλεται αυτός ο ισχυρισμός εκ μέρους του συνηγόρου.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η έφεση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο