Πιτσιλλίδης Ανδρέας και Άλλη ν. Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (2010) 1 ΑΑΔ 40

(2010) 1 ΑΑΔ 40

[*40]22 Ιανουαρίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗΣ,

2. ΜΑΡΙΑ ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΟΥ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 228/2007)

 

Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Εξουσία του Διευθυντή Κτηματολογίου να προβαίνει στη διόρθωση λαθών και παραλείψεων δυνάμει του Άρθρου 61 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 ― Δεν εκτείνεται στην επίλυση διαφορών αναγόμενων στην ιδιοκτησία ακινήτου οι οποίες αποτελούν αρμοδιότητα των Δικαστηρίων και υπάγονται στη δικαιοδοσία πολιτικού δικαστηρίου.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε αίτηση ― Εφεση εναντίον της απόφασης του Διευθυντή Κτηματολογίου σε σχέση με ιδιοκτησιακά δικαιώματα ιδιοκτητών διαμερισμάτων ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.

Τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής αφορούν ιδιοκτησιακά δικαιώματα διαμερισμάτων της πολυκατοικίας Μελίσσα Κωρτ, στην οδό Πάρνηθας στο Στρόβολο. Για τα διαμερίσματα της προαναφερθείσας πολυκατοικίας εκδόθηκαν ξεχωριστοί τίτλοι στις 18.9.1990. Είχε προηγηθεί κάποιου είδους διαμάχη ή διαφωνία μεταξύ των τότε συνιδιοκτητών σε σχέση με το καθεστώς της ταράτσας του τρίτου ορόφου, η οποία βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου. Στην αρχική άδεια διαχωρισμού η ταράτσα χαρακτηρίστηκε ως κοινόχρηστη και στη συνέχεια η άδεια διαχωρισμού τροποποιήθηκε και περιλήφθηκε ως αναπόσπαστο μέρος του τετάρτου ορόφου. Αυτό θεωρήθηκε από το Κτηματολόγιο ως παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 6 του Κεφ. 224 με αποτέλεσμα να γίνουν οι σχετικές υποδείξεις προς τους ιδιοκτήτες και τελικώς με την υπογραφή και [*41]συναίνεση όλων να απαλειφθεί αυτή η προσθήκη και να επαναφερθούν τα πράγματα ως είχαν αρχικά. Οι αιτητές, στους οποίους μεταβιβάστηκε αργότερα το διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου, με επιστολή ημερ. 27.5.1999 ζήτησαν να ενημερωθούν σε σχέση με το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου, ζητώντας ταυτόχρονα να γίνει διόρθωση ώστε η εν λόγω ταράτσα να περιληφθεί ως βεράντα στον τίτλο τους. Τους εστάλη η απαντητική επιστολή ημερ. 24.6.1999 με την οποία το Κτηματολόγιο τους πληροφόρησε πως δεν στοιχειοθετείται λάθος και επομένως δεν τίθεται ζήτημα διόρθωσης. Οι αιτητές επανήλθαν με επιστολή του δικηγόρου τους προς το Κτηματολόγιο ημερ. 17.3.2000. Με την εν λόγω επιστολή ο δικηγόρος επανέφερε το αίτημα των αιτητών για διόρθωση του κατ’ ισχυρισμό λάθους. Το Κτηματολόγιο απάντησε με επιστολή ημερ. 24.4.2000 με την οποία επιβεβαίωνε το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 24.6.1999, επαναλαμβάνοντας πως δεν στοιχειοθετείται λάθος και επομένως δεν τίθεται θέμα διόρθωσης με βάση το Άρθρο 61 του Κεφ. 224.

Με την παρούσα έφεσή τους, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιστολή του εφεσίβλητου ημερ. 24.4.2000, με την οποία επιβεβαιωνόταν το περιεχόμενο προηγούμενης επιστολής του Κτηματολογίου ημερ. 24.6.1999, δεν υπόκειτο σε έφεση δυνάμει του Άρθρου 80 του Κεφ. 224. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση/έφεση των εφεσειόντων εναντίον της απόφασης του εφεσίβλητου, ως αποτέλεσμα της πιο πάνω διαπίστωσής του.

Με τους λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι τα ακόλουθα ευρήματα και/ή διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα:

1. Το εύρημα ότι η επιστολή ημερομηνίας 24.4.2000 δεν συνιστά απόφαση και ότι πρόκειται για έγγραφη ενημέρωση από πλευράς Κτηματολογίου, ότι δεν υφίσταται κανένα λάθος.

2. Το εύρημα ότι ο Διευθυντής δεν είχε κανένα απολύτως δικαίωμα να παρέμβει και να λάβει απόφαση γιατί επρόκειτο για διεκδίκηση ιδιοκτησιακού δικαιώματος, για το οποίο αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το αρμόδιο δικαστήριο και όχι ο Διευθυντής.

3. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο Διευθυντής δεν αξιολόγησε κανένα στοιχείο και ούτε διέπραξε οποιοδήποτε σφάλμα, ώστε να γίνει επίκληση του Άρθρου 80 του Κεφ. 224.

Αποφασίστηκε ότι:

[*42]1.         Η επιστολή του Διευθυντή Κτηματολογίου ημερομηνίας 24.4.2000 επιβεβαιώνει το περιεχόμενο προηγούμενης επιστολής του ημερομηνίας 24.6.1999, επαναλαμβάνοντας πως δεν στοιχειοθετείται λάθος ώστε να τίθεται θέμα διόρθωσης, δυνάμει του Άρθρου 61 του Κεφ. 224. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν πρόκειται περί αποφάσεως είναι ορθή, όπως ορθή είναι και η κατάληξή του ότι ο Διευθυντής δεν είχε δικαίωμα παρεμβάσεως εφόσον η ουσία του επίδικου θέματος επηρέαζε τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των υπολοίπων ιδιοκτητών διαμερισμάτων, η επίλυση του οποίου μόνο με αγωγή μπορούσε να επιδιωχθεί.

2. Η εισήγηση του συνηγόρου των εφεσειόντων ότι υπήρξε νέα έρευνα και ότι ο Διευθυντής έλαβε υπόψη νέα στοιχεία δεν υποστηρίζεται από τις σχετικές, με την παρούσα υπόθεση, περιστάσεις.

3. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Διευθυντής δεν έλαβε υπόψη οποιοδήποτε νέο στοιχείο είναι απόλυτα ορθή. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε, αφού όλα τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα είχαν καθοριστεί από το 1990. Κανένα λάθος δεν διαπιστώνεται που θα μπορούσε να διορθωθεί δυνάμει του Άρθρου 61 του Κεφ. 224. Ακόμα και αν υπήρχε οποιοδήποτε ζήτημα για συζήτηση, όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, μόνο με αγωγή μεταξύ των συνιδιοκτητών θα μπορούσε να εξεταστεί.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου 1 και €1.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των    ενδιαφερομένων ιδιοκτητών.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σταύρου, Ε.Δ.), (Aίτηση/Έφεση Aρ.  447/00), ημερομ. 20.7.2007.

Α. Ευτυχίου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Μαππουρίδης, για τον Εφεσίβλητο 1.

Παπαφώτη, για τους Ενδιαφερόμενους Ιδιοκτήτες.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

[*43]ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Τα γεγονότα ήταν σε μεγάλο βαθμό παραδεχτά, γι’ αυτό και τα παραθέτουμε αυτούσια, όπως τα συνόψισε το πρωτόδικο δικαστήριο, στην απόφαση του:-

«Οι Αιτητές (Εφεσείοντες) είναι ανδρόγυνο και συνιδιοκτήτες διαμερίσματος (ρετιρέ) που βρίσκεται στον 4ον όροφο της πολυκατοικίας Μελίσσα Κωρτ στην οδό Πάρνηθας στο Στρόβολο. Το εν λόγω διαμέρισμα το απέκτησαν δυνάμει αγοράς από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη και διαμένουν σ’ αυτό από το 1993. Επ’ ονόματι τους όμως μεταβιβάστηκε και γράφτηκε στις 18.11.1997.

Ξεχωριστοί τίτλοι ιδιοκτησίας για τα διαμερίσματα της προαναφερθείσας πολυκατοικίας εκδόθηκαν στις 18.9.1990. Πριν την έκδοση των εν λόγω τίτλων φαίνεται πως υπήρξε κάποιου είδους διαμάχη ή διαφωνία μεταξύ των τότε συνιδιοκτητών σε σχέση με το καθεστώς της ταράτσας του 3ου ορόφου, η οποία βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το διαμέρισμα του 4ου ορόφου. Στην αρχική άδεια διαχωρισμού χαρακτηρίστηκε ως κοινόχρηστη και κοινόκτητη όλων των κυρίων των μονάδων της πολυκατοικίας. Στη συνέχεια τροποποιήθηκε η άδεια διαχωρισμού και περιλήφθηκε ως αναπόσπαστο μέρος (βεράντα) του διαμερίσματος του 4ου ορόφου. Ωστόσο τούτο θεωρήθηκε από το κτηματολόγιο ως παράβαση των διατάξεων του Αρθρου 6 του Κεφ. 224 με αποτέλεσμα να γίνουν οι σχετικές υποδείξεις προς τους ιδιοκτήτες και τελικώς με την υπογραφή και συναίνεση όλων να απαλειφθεί αυτή η προσθήκη και να επαναφερθούν τα πράγματα ως είχαν αρχικά. Τούτο αντικατοπτρίζεται στην τροποποιημένη και τελική μορφή της άδειας διαχωρισμού που υποβλήθηκε για την έκδοση τίτλων.

Ως εκ των ανωτέρω η ταράτσα του 3ου ορόφου ενεγράφη ως κοινόχρηστη και κοινόκτητη όλων των κυρίων των μονάδων της πολυκατοικίας. Κατ’ επέκταση δεν περιλήφθηκε στον τίτλο ιδιοκτησίας του διαμερίσματος του 4ου ορόφου, βάσει του οποίου μεταβιβάστηκε αργότερα το διαμέρισμα στους αιτητές.

Μερικά χρόνια αργότερα ανακινήθηκε εκ νέου το θέμα με αποτέλεσμα να ανοιχθεί ο φάκελος του κτηματολογίου Α2204/98 και να γίνουν σχετικές έρευνες. Με επιστολή τους ημερ. 27.5.1999 οι αιτητές ζήτησαν να ενημερωθούν σε σχέση με το περιεχόμενο του προαναφερθέντος φακέλου, ζητώντας συνάμα να γίνει διόρθωση ώστε η εν λόγω ταράτσα να περιληφθεί ως βεράντα στον τίτλο τους. Τους εστάλη η απαντητική επιστολή ημερ. 24.6.1999 με την οποία το κτηματολόγιο τους πληροφορεί [*44]πως δεν στοιχειοθετείται λάθος και επομένως δεν τίθεται ζήτημα διόρθωσης. Τους εξηγείται συνάμα πως ο τίτλος ιδιοκτησίας εκδόθηκε σύμφωνα με τα έγγραφα που υποβλήθηκαν από τους τότε συνιδιοκτήτες και τους υποδεικνύεται ότι βάσει ακριβώς αυτού του τίτλου αγόρασαν αργότερα οι ίδιοι το διαμέρισμα, με αποτέλεσμα να μην νομιμοποιούνται, κατά τον χαρακτηρισμό του συντάκτη της επιστολής, να ζητούν τροποποίηση της αρχικής εγγραφής.

Οι αιτητές επανήλθαν με επιστολή του δικηγόρου τους προς το κτηματολόγιο ημερ. 17.3.2000. Με την εν λόγω επιστολή ο δικηγόρος επαναφέρει το αίτημα των αιτητών για διόρθωση του κατ’ ισχυρισμό λάθους. Το κτηματολόγιο απάντησε με επιστολή ημερ. 24.4.2000 (η προσβαλλόμενη) με την οποία επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 24.6.1999, επαναλαμβάνοντας πως δεν στοιχειοθετείται λάθος και επομένως δεν τίθεται θέμα διόρθωσης με βάση το Αρθρο 61 του Κεφ. 224».

Οι Εφεσείοντες θεωρώντας την τελευταία αυτή επιστολή σαν  «απόφαση του Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας» αποτάθηκαν στο πρωτόδικο δικαστήριο με Αίτηση-Έφεση, ζητώντας δήλωση ότι αυτή είναι άκυρη.

Ο καθ’ ου η αίτηση έφερε ένσταση. Ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη επιστολή δεν αποτελεί «απόφαση» μέσα στην έννοια του Αρθρου 80 του Κεφ. 224, αλλά απλώς επιβεβαίωση της επιστολής ημερομηνίας 24.6.99. Πρόβαλε επίσης ότι και αν ακόμα βρεθεί ότι αποτελεί «απόφαση», αυτή λήφθηκε νόμιμα και με βάση την έγκριση διαχωρισμού και των πράξεων και εγγραφών που επακολούθησαν. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι στην αίτηση δεν ζητείται ρητά η διόρθωση λάθους, ούτε και γίνεται επίκληση του Αρθρου 61 του Κεφ. 224.

Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στην πρωτόδικη διαδικασία παρενέβησαν και δύο ένοικοι-ιδιοκτήτες διαμερισμάτων στην πολυκατοικία, οι οποίοι αφού προστέθηκαν ως διάδικοι, υιοθέτησαν τα όσα έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ο Εφεσίβλητος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η επιστολή ημερομηνίας 24.4.2000 δεν συνιστά «απόφαση» μέσα στην έννοια του Αρθρου 80 του Κεφ. 224, με το σκεπτικό ότι σ’ αυτήν ο Διευθυντής δεν λαμβάνει καμία απόφαση και ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε διορθωτική πράξη. Απλώς ενημέρωσε εγγράφως για γεγονότα που είχαν επισυμβεί κατά την αρχική έκδοση των τίτλων, πολλά χρό[*45]νια προηγουμένως. Ως αποτέλεσμα, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η επιστολή του Εφεσίβλητου ημερομηνίας 24.4.2000, δεν υπόκειτο σε έφεση δυνάμει του Αρθρου 80 του Κεφ. 224 και απέρριψε την αίτηση/έφεση.

Οι Εφεσείοντες με τρεις λόγους έφεσης αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πρώτο λόγο προσβάλλουν το εύρημα ότι η επιστολή ημερομηνίας 24.4.2000 δεν συνιστά απόφαση και ότι πρόκειται για έγγραφη ενημέρωση από πλευράς Κτηματολογίου, ότι δεν υφίσταται κανένα λάθος. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Εφεσείοντες μας κάλεσε να ακολουθήσουμε τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου για να κρίνουμε την έφεση. Στα πλαίσια αυτά εισηγήθηκε ότι ο Διευθυντής, μετά που τέθηκαν ενώπιον του νέα στοιχεία αναφορικά με λάθη που προέκυψαν κατά την έκδοση του τίτλου ιδιοκτησίας για το ρετιρέ διαμέρισμα των Εφεσειόντων, ερμηνεύοντας λανθασμένα το Αρθρο 6(2) του Κεφ. 224, προέβη σε νέα έρευνα. Γι’ αυτό θα πρέπει το αποτέλεσμα όπως διαπιστώνεται στην επιστολή ημερομηνίας 24.4.2000, να θεωρηθεί ως νέα απόφαση και να εξεταστεί σύμφωνα με το Αρθρο 80 του Κεφ. 224.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο Διευθυντής δεν είχε κανένα απολύτως δικαίωμα να παρέμβει και να λάβει απόφαση γιατί επρόκειτο για διεκδίκηση ιδιοκτησιακού δικαιώματος, για το οποίο αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το αρμόδιο δικαστήριο και όχι ο Διευθυντής.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης και συναφή με τους άλλους δύο, αμφισβητείται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Διευθυντής δεν αξιολόγησε κανένα στοιχείο και ούτε διέπραξε οποιοδήποτε σφάλμα, ώστε να γίνει επίκληση του Αρθρου 80.

Κανένας από τους λόγους έφεσης δεν ευσταθεί. Δεν έχουμε πειστεί από τα επιχειρήματα των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε. Κατ’ αρχάς είναι ορθή η πρωτόδικη κατάληξη ότι με την επιστολή ημερομηνίας 24.4.2000, ο Διευθυντής δεν λαμβάνει καμία απόφαση ούτε και προβαίνει σε οποιαδήποτε διορθωτική πράξη ή ενέργεια. Απλώς επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της προηγούμενης επιστολής του ημερομηνίας 24.6.1999, επαναλαμβάνοντας πως δεν στοιχειοθετείται λάθος ώστε να τίθεται θέμα διόρθωσης, δυνάμει του Αρθρου 61 του Κεφ. 224. Ορθή είναι και η κατάληξη ότι ο Διευθυντής ούτως ή άλλως δεν είχε δικαίωμα να παρέμβει, εφόσον η ουσία του επίδικου θέματος της αφαίρεσης της κοινοκτημοσύνης της ταράτσας και της εγγραφής της ιδιοκτησίας [*46]στους Εφεσείοντες, επηρέαζε τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των υπολοίπων ιδιοκτητών διαμερισμάτων, με αποτέλεσμα η μεταξύ τους διαφορά να μπορεί να επιλυθεί μόνο με αγωγή.

Είναι επίσης ορθή η διαπίστωση ότι η κρίσιμη περίοδος είναι αυτή που προηγήθηκε της εγγραφής του διαμερίσματος των Εφεσειόντων στον προηγούμενο ιδιοκτήτη, από τον οποίο και αγόρασαν το διαμέρισμα. Όπως φαίνεται από τα γεγονότα που δεν αμφισβητούνται, το 1989 το Κτηματολόγιο γνωμάτευσε προς το Δήμο Στροβόλου πως δεν θα μπορούσε να εγγραφεί η ταράτσα του τρίτου ορόφου ως μέρος του ρετιρέ-διαμερίσματος του τέταρτου ορόφου.  Ανεξάρτητα από την ορθότητα της γνωμάτευσης, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο τότε ιδιοκτήτης του διαμερίσματος του τέταρτου ορόφου, που είναι αυτό που αγόρασαν οι Εφεσείοντες, όχι μόνο δεν πρόσβαλε την ορθότητα της γνωμάτευσης, αλλά υπέβαλε αίτηση για τροποποίηση της αρχικής άδειας διαχωρισμού που δόθηκε στις 28.12.1988 με την κατάργηση συγκεκριμένου όρου, ώστε η ταράτσα της οροφής του τρίτου ορόφου να είναι κοινόκτητη και να μην περιλαμβάνεται ως αναπόσπαστο μέρος του ρετιρέ-διαμερίσματος του τέταρτου ορόφου.  Αφού εξασφαλίστηκε και η σύμφωνη γνώμη όλων των ιδιοκτητών, έγινε κατορθωτή η εγγραφή από το Δήμο Στροβόλου στις 18.9.1990 των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας.  Οι Αιτητές, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, πήραν κατοχή του διαμερίσματος που αγόρασαν το 1993, ενώ η μεταβίβαση στο όνομα τους, επιτεύχθηκε στις 18.11.1997, δηλαδή 7 χρόνια μετά την αρχική εγγραφή του διαμερίσματος στο όνομα του πρώτου ιδιοκτήτη. Αμέσως μετά την εγγραφή, αποτάθηκαν στο Κτηματολόγιο με επιστολή τους ημερομηνίας 27.5.1998, ζητώντας διόρθωση του υποτιθέμενου λάθους στην εγγραφή της ταράτσας. Το Κτηματολόγιο απάντησε στις 4.6.1999 πληροφορώντας τους ότι οι τίτλοι εκδόθηκαν νόμιμα και δεν ετίθετο θέμα λάθους.  Οι Εφεσείοντες επανήλθαν στα ίδια με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 17.3.2000, για να πάρουν την απάντηση του Κτηματολογίου ημερομηνίας 24.4.2000 με την οποία επιβεβαιωνόταν το περιεχόμενο της προηγούμενης επιστολής τους ημερομηνίας 24.6.1999. Δεν βλέπουμε πως, υπό τις περιστάσεις, μπορεί να ευσταθήσει η εισήγηση του κ. Ευτυχίου, ότι υπήρξε νέα έρευνα και ότι ο Εφεσίβλητος έλαβε υπόψη καινούργια στοιχεία.

Είναι φανερό ότι ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης ευσταθεί. Είναι απόλυτα ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος δεν έλαβε υπόψη οποιοδήποτε καινούργιο στοιχείο.  Εξάλλου, δεν θα μπορούσε, αφού όλα τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα είχαν καθοριστεί από το 1990. Κανένα λάθος δεν διαπιστώνεται που θα μπορούσε να διορθωθεί δυνάμει του Αρθρου 61 του [*47]Κεφ. 224. Ακόμα και αν υπήρχε οποιοδήποτε ζήτημα για συζήτηση, όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, μόνο με αγωγή μεταξύ των συνιδιοκτητών θα μπορούσε να εξεταστεί.

Η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του Εφεσίβλητου 1 και €1.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των Ενδιαφερομένων Ιδιοκτητών.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου 1 και €1.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των ενδιαφερομένων ιδιοκτητών.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο