(2010) 1 ΑΑΔ 82
[*82]29 Ιανουαρίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 130/2009)
DMITRY RYBOLOVLEV,
Εφεσείων-Εναγόμενος Αρ. 1,
v.
ΕLENA RYBOLOVLEVA,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 131/2009)
1. MADURA HOLDINGS LTD,
2. JAMARI HOLDINGS LTD,
3. MONTRAGO TRUSTEES LTD,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι Αρ. 2, 3 και 5,
v.
ELENA RYBOLOVLEVA,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτικές Eφέσεις Aρ. 130/2009, 131/2009)
Αποφάσεις και διατάγματα ― Ενδιάμεσα διατάγματα ― Απαγορευτικά διατάγματα αποξένωσης συζυγικής περιουσίας τα οποία εκδόθηκαν μονομερώς και στη συνέχεια οριστικοποιήθηκαν ― Έφεση εναντίον απόφασης για οριστικοποίησή τους λόγω ισχυριζόμενης (α) αντικανονικότητας της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης και (β) απόκρυψης και/ή παραποίησης ουσιωδών γεγονότων ― Ακύρωση διαταγμάτων, τεκμηριώθηκε ο λόγος περί μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Ενδιάμεσα διατάγματα ― Απαγορευτικά [*83]διατάγματα τα οποία εκδίδονται με μονομερή αίτηση ― Υποχρέωση για πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων ― Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση εκδοθέντος διατάγματος, λόγω παράλειψης πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων ― Τα γεγονότα τα οποία πρέπει να αποκαλύπτονται από τον αιτητή, σχετίζονται με: (α) το βάσιμο του δικαιώματός του όπως διαγράφεται στο δικόγραφό του, (β) τη σοβαρότητα του ζητήματος το οποίο εγείρεται και (γ) την πιθανότητα επιτυχίας.
Δικηγόροι ― Ένορκες δηλώσεις ― Ένορκη δήλωση δικηγόρου εκ μέρους πελάτη του ― Δεν θεωρείται άκυρη εάν ο δικηγόρος δηλώσει σαφώς τις πηγές πληροφόρησής του και την εξουσιοδότησή του ― Όμως οι δικηγόροι θα πρέπει να αποστασιοποιούνται από τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα θέματα ― Αφ’ ης δε στιγμής δικηγόρος καταστεί μάρτυρας γεγονότων, κωλύεται, λόγω ασυμβιβάστου να συνεχίσει να εμφανίζεται χειριζόμενος την υπόθεση του πελάτη του ως δικηγόρος ― Κατά πόσο ο ομνύων δικηγόρος θα πρέπει να παράσχει κάποια εξήγηση γιατί προέβη ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο πελάτης του.
Η εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις και ο εφεσείων στην Πολ. Έφ. Aρ. 130/2009 είναι σύζυγοι, με υπηκοότητα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και διαμένουν μόνιμα στην Ελβετία.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση διαζυγίου και ρύθμισης οικονομικών διαφορών στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του Καντονίου της Γενεύης στην Ελβετία εναντίον του εφεσείοντος, ο οποίος από διάφορες επιχειρηματικές του δραστηριότητες διεθνώς, απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου τους σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία σε διάφορα σημεία του κόσμου. Η εφεσίβλητη υπολογίζει την περιουσία αυτή σε 6-12 δισεκατομύρια δολάρια. Επικαλούμενη πρόνοιες του Ελβετικού δικαίου, ισχυρίζεται ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν μετά τη σύναψη του γάμου, αποτελούν κοινόκτητη περιουσία και των δύο συζύγων και κατέχονται ως καταπίστευμα προς κοινό όφελος και των δύο εξ ημίσεως. Η εφεσίβλητη προχώρησε και έλαβε δικαστικά μέτρα σε διάφορες χώρες, ώστε να επιτύχει την παγοποίηση υπαρχόντων περιουσιακών στοιχείων και τελικά την απόκτησή τους, με βάση τα δικαιώματα τα οποία προβάλλει. Μεταξύ των χωρών αυτών ήταν και η Κύπρος. Η εμπλοκή της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων στο όλο πλέγμα των περιουσιακών διαφορών των συζύγων, προέκυψε ως ακολούθως:
Ο εφεσείων κατά τις αρχές της δεκαετίας του 90 ίδρυσε εταιρεία επενδύσεων και κατά ή περί το 2000 αγόρασε μετοχές που του επέ[*84]τρεπαν τον έλεγχο της μεγαλύτερης στο είδος της Ρωσικής εταιρείας παραγωγής λιπασμάτων, της Uralkali. Ο εφεσείων ασκεί τον έλεγχο της εν λόγω εταιρείας μέσω της Madura Holdings Ltd, η οποία είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο (εφεσείουσα 1 στην Εφεση Αρ. 131/2009). Παρουσιάζεται δε ως ο μοναδικός διευθυντής και δικαιούχος του μετοχικού κεφαλαίου της Madura Holdings Ltd, κατέχοντας το μετοχικό της κεφάλαιο μέσω της επίσης εγγεγραμμένης στην Κύπρο εταιρείας Montrago Trustees Ltd, η οποία παρέχει υπηρεσίες εμπιστευματοδόχων (εφεσείουσα 3 στην Εφεση Αρ. 131/2009). Άλλη εταιρεία η οποία φέρεται να ανήκει στον εφεσείοντα-σύζυγο και είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο είναι η Jamari Holdings Ltd.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε την υπ’ αρ. 4985/2008 Αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του εφεσείοντος, της Madura Holdings Ltd (η Madura), της Jamari Holdings Ltd (η Jamari) και της Montrago Trustees Ltd (η Montrago). Η εν λόγω αγωγή αφορούσε στα προαναφερθέντα περιουσιακά στοιχεία υπό τη μορφή κινητών αξιών που βρίσκονται εγγεγραμμένες στο όνομα του εφεσείοντος και αναφέρονται σε Κυπριακές εταιρείες.
Η εφεσίβλητη εξασφάλισε, κατόπιν μονομερούς αιτήσεως, παρεμπίπτοντα απαγορευτικά διατάγματα, τα οποία και οριστικοποιήθηκαν ώστε αυτά να ισχύουν μέχρι την πλήρη εκδίκαση και αποπεράτωση της αγωγής με απώτερο στόχο την απαγόρευση της αποξένωσης οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης περιουσίας.
Τα εν λόγω διατάγματα αποτελούν αντικείμενο εξέτασης των εφέσεων. Προβλήθηκαν πολυάριθμοι λόγοι έφεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο ασχολήθηκε κατά προτεραιότητα με δύο λόγους έφεσης, εκ των οποίων ο πρώτος εγέρθηκε από τον εφεσείοντα στην Εφεση Αρ. 130/2009 και ο δεύτερος από τους εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις, δεδομένου ότι τυχόν επιτυχία του ενός ή του άλλου λόγου έφεσης θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για την τύχη της πρωτόδικης απόφασης.
1ος Λόγος Έφεσης
Αφορούσε στην κατ’ ισχυρισμόν αντικανονικότητα της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης, η οποία είχε καταρτισθεί από το δικηγόρο κ. Νεόφυτο Χ"Λοΐζου, ο οποίος εργοδοτείτο από τους δικηγόρους της αιτήτριας.
2ος Λόγος Έφεσης
Αφορούσε στην κατ’ ισχυρισμόν εσφαλμένη προσέγγιση του Δικα[*85]στηρίου στο θέμα της παράλειψης πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων και των ενδεχόμενων επιπτώσεών της.
Σε σχέση με τον 1ο λόγο έφεσης υποστηρίχθηκε ότι:
Ο δικηγόρος κ. Ν. Χ"Λοΐζου, θα έπρεπε απαραίτητα στην ένορκη δηλωσή του να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις ως προς τον λόγο για τον οποίο αδυνατούσε να ορκιστεί η εφεσίβλητη – αιτήτρια.
Σε σχέση με τον 2ο λόγο έφεσης υποστηρίχθηκε ότι:
Στην ένορκη δήλωση του δικηγόρου κ. X"Λοΐζου, στην οποία στηριζόταν η αίτηση της εφεσίβλητης-αιτήτριας που οδήγησε στην έκδοση των απαγορευτικών διαταγμάτων, παραλήφθηκαν ουσιώδη γεγονότα, ενώ άλλα παρουσιάστηκαν προς το Δικαστήριο κατά τρόπο ελλιπή ή παραπλανητικό. Αυτή δε η διαπίστωση, η οποία αποκαλύφθηκε με τα στοιχεία των εφεσειόντων – καθ’ ων η αίτηση στις καταχωρηθείσες ενστάσεις τους, θα έπρεπε να είχε ως αποτέλεσμα την άμεση άρση της ισχύος των διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί στη βάση των ελαττωματικών στοιχείων της αιτήτριας-εφεσίβλητης, χωρίς άλλη περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.
Τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία δεν είχαν αποκαλυφθεί ή αποκαλύφθηκαν με τρόπο εσφαλμένο ή παραπλανητικό είναι, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
1. Ότι τα Ελβετικά Δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας να εκδίδουν διατάγματα παγοποίησης περιουσίας εκτός της δικαιοδοσίας τους, γι’ αυτό και η εφεσίβλητη υπέβαλε το σχετικό αίτημά της στην Κύπρο.
2. Ότι μια μέρα πριν την έκδοση των Κυπριακών διαταγμάτων η εφεσίβλητη – αιτήτρια είχε καταχωρήσει αίτηση ενώπιον των Ελβετικών Δικαστηρίων με την οποία επιζητούσε την παγοποίηση όλων των περιουσιακών στοιχείων του καθ’ ου η αίτηση, περιλαμβανομένων και των μετοχών που αναφέρονταν στην Κυπριακή διαδικασία.
3. Ότι η εφεσίβλητη – αιτήτρια με βάση τις σχετικές πρόνοιες του Ελβετικού δικαίου, δικαιούται μόνο σε χρηματική αποζημίωση υπολογιζόμενη επί του ημίσεως της αξίας επαύξησης της περιουσίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου και όχι στο ήμισυ της ίδιας της περιουσίας, κινητής ή ακίνητης. Επομένως, η εφεσίβλητη-αιτήτρια δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει την αξίωσή της ενώπιον των Ελβετικών Δικαστηρίων αφού δεν είναι χρηματικές [*86]αποζημιώσεις που διεκδικεί, αλλά να αναγνωρισθεί ως δικαιούχος του ημίσεως της όλης περιουσίας. Σύμφωνα με το Ελβετικό δίκαιο, δεν τίθεται θέμα κατανομής περιουσιακών στοιχείων, εκτός αν κάτι τέτοιο συμφωνηθεί μεταξύ των συζύγων. Στους δε νομικούς ισχυρισμούς ως προς τη θέση του εφαρμοζόμενου αλλοδαπού δικαίου, δεν υπήρξε καμιά αντίδραση εκ μέρους της πλευράς της εφεσίβλητης-αιτήτριας.
4. Ότι μια ημέρα πριν τη λήψη των δικαστικών μέτρων στην Κύπρο η εφεσίβλητη - αιτήτρια, είχε εγείρει διαδικασίες στις Η.Π.Α. επιδιώκοντας την παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων αξίας πέραν των $95.000.000.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σύμφωνα με τις καθιερωμένες από τη νομολογία αρχές, γενικά ομιλούντες, μια ένορκη δήλωση δεν αποκλείεται απλά επειδή ο ομνύων είναι δικηγόρος. Οι δικηγόροι όμως θα πρέπει να αποστασιοποιούνται από τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα θέματα και τυγχάνει γενικά ανεπιθύμητο να εμφανίζονται ως μάρτυρες ή ενόρκως δηλούντες σε δικαστική διαδικασία στην οποία εκπροσωπούν διάδικο, εκτός εάν αυτό είναι αναγκαίο. Αφ’ ης όμως στιγμής δικηγόρος έχει με τον ένα ή άλλο τρόπο καταστεί μάρτυρας γεγονότων, τότε κωλύεται, λόγω ασυμβιβάστου, να συνεχίζει να εμφανίζεται χειριζόμενος την υπόθεση του πελάτη του ως δικηγόρος.
Η θέση του εφεσείοντος ότι, εάν ο ομνύων είναι δικηγόρος, θα πρέπει απαραίτητα στην ένορκη δήλωσή του να παρέχει ικανοποιητικές εξηγήσεις ως προς το γιατί ο ίδιος ο διάδικος αδυνατούσε να ορκιστεί και εάν δεν το πράξει τότε η ένορκη δήλωση πάσχει και πρέπει να απορριφθεί ή να αγνοηθεί, δεν αποτελεί προϊόν αναγνωρισμένης αρχής, ούτε και εξάγεται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Dulal Dulal v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Αρ. 1045/2005, ημερ. 27.10.2005, την οποία επικαλέσθηκε.
Όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο τον διάδικο να είναι ενόρκως δηλών, απαιτείται όπως δοθεί προς τούτο κάποια εξήγηση. Όμως, στην εξεταζόμενη υπόθεση, οι προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης η οποία διαμένει μόνιμα εκτός Κύπρου και έχει τη φροντίδα του ανήλικου τέκνου της, μαζί με το στοιχείο του κατεπείγοντος, δεν καθιστούν απαραίτητη την παροχή οποιωνδήποτε άλλων εξηγήσεων ως προς το γιατί τα αναγκαία γε[*87]γονότα τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου μέσω δικηγόρου ο οποίος αποκάλυψε ικανοποιητικά τις πηγές πληροφόρησής του.
2. Το Δικαστήριο ή αργότερα το Εφετείο, πολύ πιθανόν να θέσει τέρμα στην ισχύ εκδοθέντος διατάγματος, χωρίς να εξετάσει άλλα θέματα ουσίας, εάν διαπιστωθεί ότι ο αιτητής δεν προέβη σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων στο στάδιο της μονομερούς αιτήσεως.
Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν συνιστά προϋπόθεση για την ακύρωση εκδοθέντος διατάγματος, λόγω παράλειψης πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Αρκεί η διαπίστωση ότι η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων, συνιστούσε εξ αντικειμένου ουσιώδες στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
Η εφεσίβλητη – αιτήτρια είχε επικαλεστεί μονομερώς το Ελβετικό δίκαιο ώστε να αρύεται δικαιώματα στο ήμισυ της περιουσίας που κτήθηκε κατά το γάμο, ενώ στοιχεία αλλοδαπού δικαίου από εμπειρογνώμονα, που αποκάλυψε η πλευρά του εφεσείοντος, δείχνουν μια διαφορετική κατάσταση πραγμάτων, η οποία δεν έχει αμφισβητηθεί. Το θέμα βέβαια δεν ήταν, όπως τέθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, κατά πόσο τα αποκαλυφθέντα από τον εφεσείοντα στοιχεία Ελβετικού δικαίου είχαν τέτοια βαρύτητα ώστε ουσιαστικά να κρίνεται το βάσιμο της αξίωσης της ενάγουσας στην Κύπρο. Το καίριο ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολήσει ήταν κατά πόσο εκείνα τα στοιχεία αλλοδαπού δικαίου σχετίζονται με το βάσιμο του δικαιώματος της αιτήτριας, όπως αυτό διαγραφόταν στο δικόγραφό της, με τη σοβαρότητα του ζητήματος που εγειρόταν και με την πιθανότητα επιτυχίας της στην αγωγή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα εκλαμβάνοντας ως δεδομένο ότι τα δικαιώματα της εφεσίβλητης – αιτήτριας αφορούσαν σε περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή σε μετοχές που εδικαιούτο και όχι σε χρηματική διεκδίκηση.
Τα στοιχεία τα οποία αποκάλυψε η πλευρά του εφεσείοντος έδειχναν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπλανήθηκε ως προς καίριας σημασίας θέματα όπως είναι η σωστή βάση των διεκδικήσεων της εφεσίβλητης, η διασύνδεση της δέσμευσης συγκεκριμένων μετοχών σε σχέση με πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή και κυρίως σε σχέση με το ενδεχόμενο δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που δεν φαίνεται να μπορούσαν να είναι αντικείμενο διεκδίκησης οι ίδιες. Όπως βέβαια και με την τρίτη προϋπόθεση, του εάν θα απέβαινε δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέ[*88]στερο στάδιο χωρίς τη δέσμευση των μετοχών. Αυτές μπορούσαν να είναι κάλλιστα οι επιπτώσεις από τη μη πλήρη αποκάλυψη των στοιχείων αλλοδαπού δικαίου, και στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται σίγουρα για αποφασιστικής σημασίας θέμα.
Συνοπτικά, με τα στοιχεία που παρουσίασε η εφεσίβλητη – αιτήτρια, δόθηκε η εικόνα ότι στη χώρα διαμονής των συζύγων και με βάση το εφαρμοζόμενο στην περίπτωση δίκαιο, η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να αποταθεί για ασφαλιστικά μέτρα, ενώ το είχε ήδη πράξει και ανέμενε το αποτέλεσμα, ότι τα δικαιώματα τα οποία είχε επί εν Κύπρω ευρισκομένων περιουσιακών στοιχείων ήσαν ιδιοκτησιακά in rem και ότι ως τέτοια, ήσαν αντικείμενο της αντιδικίας και όχι υποκείμενα σε υπολογισμό χρηματικής αποζημίωσης. Ότι ακόμα, ενέργειες του εφεσείοντα - συζύγου της καταδείκνυαν ανακριβώς έναρξη αποξένωσης συζυγικής περιουσίας χωρίς τη συγκατάθεσή της και, επομένως, ισχυροποιείτο η ύπαρξη κινδύνου πλήρους ή έστω ουσιαστικής αποξένωσης.
Οι λόγοι έφεσης που αφορούν στη μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων επιτυγχάνουν.
Η ισχύς των εκδοθέντων προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων, τερματίζεται. Η αίτηση απορρίπτεται.
Οι εφέσεις επιτράπηκαν με €2.000 έξοδα για κάθε μια έφεση υπέρ των εφεσειόντων. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάσθηκαν υπέρ των εφεσειόντων όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Dulal v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Αρ. 1045/2005, ημερ. 27.10.2005,
Ahapittas v. Roc-Chic Ltd (1968) 1 C.L.R. 1,
In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 319,
Thanos Hotels Ltd v. Ιωάννου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1036,
Shalaeva v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Αρ. 869/2005, ημερ. 24.3.2006,
[*89]The Timberland Co of U.S.A. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1179,
Resola (Cyprus) Ltd v. Χρήστου (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 598.
Eφέσεις.
Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ψαρά-Mιλτιάδους, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4985/08), ημερομ. 10.4.2009.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου, για τον Εφεσείοντα στην Πολ. Έφ. Aρ. 130/2009.
Π. Πολυβίου με Α. Ανδρέου και Π. Νεοκλέους, για τους Εφεσείοντες στην Πολ. Έφ. Aρ. 131/2009.
Μ. Ηλιάδης, για την Εφεσίβλητη και στις δύο Πολ. Εφέσεις.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων στην Πολ. Έφ. 130/2009 και η εφεσίβλητη και στις δύο συνεκδικασθείσες αυτές εφέσεις, είναι σύζυγοι, με υπηκοότητα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και διαμένουν μόνιμα στην Ελβετία. Από διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες του εφεσείοντα-συζύγου διεθνώς, φαίνεται να έχει αποκτηθεί κατά τη διάρκεια του γάμου τους σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία, η οποία βρίσκεται σε διάφορα σημεία του κόσμου, την αξία της οποίας η εφεσίβλητη-σύζυγος υπολογίζει σε 6-12 δισεκατομμύρια δολάρια. Στις 22.12.2008 η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση διαζυγίου και ρύθμισης οικονομικών διαφορών στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του Καντονίου της Γενεύης στην Ελβετία. Οι σύζυγοι δεν είχαν υπογράψει οποιανδήποτε συμφωνία για τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων είτε πριν είτε μετά το γάμο τους. Επικαλούμενη πρόνοιες του Ελβετικού δικαίου, η σύζυγος ισχυρίζεται ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν μετά τη σύναψη του γάμου, έστω και αν είναι εγγεγραμμένα στο όνομα του συζύγου, αποτελούν κοινόκτητη περιουσία των συζύγων και κατέχονται ως καταπίστευμα προς κοινό όφελος και των δύο εξ’ ημίσεως. Με αφετηρία αυτά τα δικαιώματα επί της οικογενειακής περιουσίας τα οποία επικαλείται, η [*90]εφεσίβλητη-σύζυγος προχώρησε στη λήψη δικαστικών μέτρων σε διάφορες χώρες, σε μια προσπάθεια παγοποίησης υπαρχόντων περιουσιακών στοιχείων και απόκτησής τους τελικά, με βάση τα δικαιώματα τα οποία προβάλλει.
Η εμπλοκή της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων στο όλο πλέγμα των περιουσιακών διαφορών των συζύγων, παρουσιάζεται να έχει προκύψει ως ακολούθως:
Ο εφεσείων-σύζυγος κατά τις αρχές της δεκαετίας του 90 είχε ιδρύσει εταιρεία επενδύσεων και κατά ή περί το 2000 κατάφερε να αγοράσει μετοχές που του επέτρεπαν τον έλεγχο της μεγαλύτερης στο είδος της Pωσικής εταιρείας παραγωγής λιπασμάτων, της Uralkali. Ο εφεσείων-σύζυγος ασκεί τον έλεγχο της εν λόγω εταιρείας μέσω της Madura Holdings Ltd, η οποία είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο (εφεσείουσα 1 στην Έφεση Αρ. 131/2009). Μοναδικός διευθυντής και δικαιούχος του μετοχικού κεφαλαίου της Madura Holdings Ltd παρουσιάζεται να είναι ο εφεσείων-σύζυγος, κατέχοντας το μετοχικό της κεφάλαιο μέσω της επίσης εγγεγραμμένης στην Κύπρο εταιρείας Montrago Trustees Ltd, η οποία παρέχει υπηρεσίες εμπιστευματοδόχων (εφεσείουσα αρ. 3 στην έφεση αρ. 131/2009). Άλλη εταιρεία η οποία φέρεται να ανήκει στον εφεσείοντα-σύζυγο και είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο είναι η Jamari Holdings Ltd.
Σε σχέση με τα προαναφερθέντα περιουσιακά στοιχεία υπό τη μορφή κινητών αξιών που βρίσκονται εγγεγραμμένες στο όνομα του εφεσείοντα-συζύγου και αναφέρονται σε Κυπριακές εταιρείες, η σύζυγος ως ενάγουσα καταχώρησε την υπ’ αρ. 4985/2008 Αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Εναγόμενοι στην αγωγή είναι ο εφεσείων-σύζυγος (εναγόμενος 1), εναγομένη 2 είναι η προαναφερθείσα εταιρεία Madura Holdings Ltd (η “Madura”), εναγομένη 3 είναι η Jamari Holdings Ltd (η “Jamari”) και εναγομένη 5 είναι η Montrago Trustees Ltd (η “Montrago”). Εναγομένη 4 είναι άλλη Κυπριακή εταιρεία, η Epona Commercial Ltd, την οποία τα επίδικα θέματα στις παρούσες εφέσεις δεν την αφορούν.
Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της αγωγής της στην Κύπρο, η εφεσίβλητη-σύζυγος καταχώρησε και μονομερή αίτηση με την οποία επιζητούσε την έκδοση προσωρινών απαγορευτικής φύσεως διαταγμάτων που παρουσιάζονται να στόχευαν στη διατήρηση της υφιστάμενης διευθυντικής και μετοχικής δομής των εταιρειών Madura και Jamari και στην απαγόρευση αποξένωσης κινητών αξιών και άλλων περιουσιακών στοιχείων στα οποία τελικός [*91]δικαιούχος είναι ο εφεσείων-σύζυγος. Της αίτησης επιλήφθηκε Πρόεδρος του Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία και ενέκρινε μερικώς την αίτηση και εξέδωσε παρεμπίπτοντα απαγορευτικά διατάγματα με το ακόλουθο λεκτικό:
1. Διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στους Εναγόμενους 1 και/ή 5 από του να τροποποιήσουν με οποιονδήποτε τρόπο την διευθυντική και μετοχική δομή των Εναγομένων 2 και/ή 3 από του να μεταβιβάσουν, επιβαρύνουν και/ή αποξενώσουν με οποιονδήποτε τρόπο τις μετοχές και/ή το συμφέρον που κατέχουν ως δικαιούχοι (beneficial) και/ή εγγεγραμμένοι (registered) ιδιοκτήτες των Εναγομένων 2 και/ή 3 μέχρι την τελεία αποπεράτωση της αγωγής και/ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.
2. Διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στους Εναγόμενους 1 και/ή 5 από του να ενεργήσουν με οποιονδήποτε τρόπο που να τροποποιηθεί και/ή μεταβιβάσει και/ή επιβαρύνει και/ή αποξενώσει τη μετοχική συμμετοχή της Εναγομένης 2 στη Ρωσική Εταιρεία Uralkali.
3. Διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στους Εναγόμενους 2 και/ή 3 και στους μετόχους, υπαλλήλους, αξιωματούχους και/ή αντιπροσώπους τους από του να μεταβιβάσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή αποξενώσουν οποιαδήποτε κινητή και/ή ακίνητη περιουσία που ανήκει στους Εναγόμενους 2 και/ή 3.
Ο εφεσείων-σύζυγος και οι εφεσείουσες εταιρείες Madura, Jamari και Montrago ενέστησαν στη συνέχιση της ισχύος των εκδοθέντων προσωρινών διαταγμάτων. Κατόπιν όμως διεξαχθείσας ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση με την οποία και οριστικοποίησε τα διατάγματα έτσι ώστε αυτά να ισχύουν μέχρι την πλήρη εκδίκαση και αποπεράτωση της αγωγής. Την ορθότητα αυτής της απόφασης προσβάλλουν με τις δύο αυτές εφέσεις οι επηρεαζόμενοι από τα διατάγματα διάδικοι. Εφεσείων στην πρώτη έφεση αρ. 130/2009 είναι ο εναγόμενος 1 στην αγωγή, σύζυγος της εφεσίβλητης, και εφεσείουσες 1, 2 και 3 στην έφεση αρ. 131/2009 είναι οι εναγόμενες 2, 3 και 5 στην αγωγή, εταιρείες Madura και Jamari και το εμπίστευμα Montrago αντίστοιχα. Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις είναι η ενάγουσα-σύζυγος.
Με τις Ειδοποιήσεις Έφεσης εγείρονται πολυάριθμοι Λόγοι Έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
[*92]Θα ασχοληθούμε κατά προτεραιότητα με δύο λόγους έφεσης, οι οποίοι παρουσιάζονται να είναι αποφασιστικής σημασίας ως εκ της φύσεώς τους, δεδομένου ότι τυχόν επιτυχία του ενός ή του άλλου Λόγου Έφεσης θα μπορούσε ν’ αποβεί μοιραία για την τύχη της πρωτόδικης απόφασης, οπότε και η ενασχόληση με άλλους Λόγους Έφεσης θα ήταν αχρείαστη.
Ο πρώτος από αυτούς τους λόγους έφεσης εγείρεται μόνο από τον εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 130/2009 ενώ ο δεύτερος εγείρεται από τους εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.
1ος Λόγος Έφεσης στην Έφεση αρ. 130/2009 – Εισήγηση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης δεν ήταν αντικανονική και ότι δεν έπρεπε ν’ αγνοηθεί.
Ως βάση και αιτιολογία υποβολής αυτού του λόγου έφεσης προβάλλεται από τον εφεσείοντα το γεγονός ότι η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης με την οποία εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα διατάγματα, είχε καταρτισθεί από το δικηγόρο κ. Νεόφυτο Χ"Λοΐζου. Ο κ. Χ"Λοΐζου εργάζεται στο γραφείο των δικηγόρων που εκπροσωπούν την αιτήτρια, χωρίς όμως ο ίδιος να χειρίζεται την υπόθεσή της. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, αν και σύμφωνα με τις καθιερωθείσες από τη νομολογία αρχές, τυγχάνει ανεπιθύμητο, πλην όμως όχι ανεπίτρεπτο να ορκίζεται ως προς γεγονότα δικηγόρος και όχι ο ίδιος ο διάδικος, στην περίπτωση κατά την οποία ο ομνύων είναι δικηγόρος, θα πρέπει απαραίτητα στην ένορκη δήλωσή του να παρέχει ικανοποιητικές εξηγήσεις ως προς το γιατί ο ίδιος ο διάδικος αδυνατούσε να ορκισθεί ο ίδιος. Αυτή η αρχή, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, εκπηγάζει από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Dulal Dulal v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Αρ. 1045/2005, ημερ. 27.10.2005, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα, προβαίνοντας σε διαφοροποίηση μεταξύ ενδιάμεσης και πρωτογενούς διαδικασίας και αρνούμενο να αγνοήσει την ένορκη δήλωση.
Σε σχέση με τον πρώτο τούτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επιλήφθηκε του σχετιζόμενου με το θέμα λόγου Ένστασης που είχε προβληθεί κατά της συνέχισης ισχύος των προσωρινών διαταγμάτων, αποφάνθηκε ως εξής:
“Στην κρινόμενη περίπτωση με βάση τη φύση της αίτησης ως ενδιάμεσης και ορώμενη κάτω από το πλαίσιο της Διαταγής [*93]48 και 39 επιτρέπουσα εξ ακοής μαρτυρία, εφ’ όσον αποκαλύπτονται οι πηγές πληροφόρησης, κρίνω ότι δεν μπορώ να θεωρήσω άκυρη την ένορκη δήλωση του Ν. Χ"Λοΐζου αφού ο τελευταίος δηλώνει σαφώς τις πηγές πληροφόρησης του, την εξουσιοδότηση του καθώς και την κατοχή εγγράφων που επίσης του δίνουν δυνατότητα γνώσης. (Η υπόθεση Dulal Dulal v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. Aρ. 1045/05, ημερ. 27.10.05 στην οποία με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ’ ων η αίτηση δεν αφορά ενδιάμεση αίτηση αλλά ένορκη δήλωση που συνοδεύει πρωτογενή αίτηση άλλης υφής. Βλ. In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 28, Zeeland Navigation Co. Ltd v. Banque Worms κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 964, Thanos Hotels Ltd v. Ιωάννου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1036).”
Το θέμα της κατάρτισης και υποβολής σε δικαστική διαδικασία ένορκης δήλωσης από δικηγόρο, διέπεται από καλά καθιερωμένες αρχές που εκπηγάζουν από τη νομολογία. Αν χρειάζεται να τις συνοψίσουμε ξανά, θα λέγαμε ότι γενικά ομιλούντες, μια ένορκη δήλωση δεν αποκλείεται απλά επειδή ο ομνύων είναι δικηγόρος. Οι δικηγόροι όμως θα πρέπει να αποστασιοποιούνται από τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα θέματα και τυγχάνει γενικά ανεπιθύμητο να εμφανίζονται ως μάρτυρες ή ενόρκως δηλούντες σε δικαστική διαδικασία στην οποία εκπροσωπούν διάδικο, εκτός εάν αυτό είναι αναγκαίο. Αφ’ ης όμως στιγμής δικηγόρος έχει με τον ένα ή άλλο τρόπο καταστεί μάρτυρας γεγονότων, τότε κωλύεται, λόγω ασυμβιβάστου, να συνεχίζει να εμφανίζεται χειριζόμενος την υπόθεσή του πελάτη του ως δικηγόρος. (Ahapittas v. Roc-Chic Ltd (1968) 1 C.L.R. 1, In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 319, Thanos Hotels Ltd v. Ιωάννου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1036).
Στις πιο πάνω καλά καθιερωμένες αρχές δεν κρίνουμε ορθό να προσθέσουμε ή να αναγνωρίσουμε και άλλη αρχή σύμφωνα με την οποία εάν ο ομνύων είναι δικηγόρος και δεν επεξηγεί με επάρκεια γιατί προβαίνει ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο πελάτης του, τότε η ένορκη δήλωση πάσχει και θα πρέπει ν’ αγνοηθεί ή απορριφθεί. Ούτε και συμφωνούμε ότι μια τέτοια απόλυτη αρχή εξάγεται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Dulal Dulal (ανωτέρω). Απλά, στη προσφυγή εκείνη το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση, το οποίο επιλαμβανόταν ενδιάμεσης αίτησης στο πλαίσιο προσφυγής για αναστολή εκτέλεσης διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, έκρινε ότι θα έπρεπε ο ομνύων δικηγόρος να παράσχει κάποια εξήγηση γιατί προέβηκε ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι [*94]ο ίδιος ο αιτητής. Ενώ δε το Δικαστήριο εξέφρασε την άποψη ότι αυτός θα ήταν αρκετός λόγος γι’ απόρριψη της αίτησης, εν τούτοις, προχώρησε και εξέτασε την ουσία της και την απέρριψε για άλλους λόγους, βασιζόμενο στα στοιχεία που παρατέθηκαν στην ένορκη δήλωση. Σημειώνεται ότι στην υπόθεση Dulal Dulal ο αιτητής, αν και ήταν υπήκοος της Μπαγκλαντές, κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν στην Κύπρο αναμένοντας την έκβαση της αίτησής του. Υπ’ εκείνες τις περιστάσεις κρίθηκε ότι χρειαζόταν μια εξήγηση ως προς το γιατί δεν κατάρτισε ο ίδιος την ένορκη δήλωση. Θα σημειώναμε εδώ, σε αντιδιαστολή, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο με την ίδια μονομελή σύνθεση αποδέχτηκε ως κανονική ένορκη δήλωση δικηγόρου εκ μέρους αλλοδαπής αιτήτριας, εφόσον αυτή βρισκόταν στο εξωτερικό, χωρίς άλλη εξήγηση. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Svetlana Shalaeva v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Αρ. 869/2005, ημερ. 24.3.2006, επιλαμβανόμενο αίτησης της Δημοκρατίας για παροχή ασφάλειας εξόδων από την αλλοδαπή προσφεύγουσα, το ίδιο Δικαστήριο, και ορθά βέβαια, αποδέχθηκε και ενήργησε στη βάση Ένστασης που στηριζόταν σε ένορκη δήλωση δικηγόρου εκ μέρους της προσφεύγουσας-καθ’ ης η αίτηση, η οποία είχε ήδη απελαθεί και βρισκόταν στο εξωτερικό.
Με αυτά ως δεδομένα, μπορούμε να δεχθούμε ως αρχή της νομολογίας αναφορικά με το θέμα παροχής εξήγησης ως προς το γιατί ομνύων είναι δικηγόρος και όχι διάδικος ή άλλο πρόσωπο, ότι κάποια εξήγηση προς τούτο απαιτείται, εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών. Στην υπό εξέταση δε περίπτωση, σύμφωνα με τον ομνύοντα δικηγόρο, η αιτήτρια-εφεσείουσα είναι μόνιμη κάτοικος Ελβετίας η οποία έχει την φροντίδα ανήλικου τέκνου του ζεύγους και η οποία επιλαμβανόταν λήψης δικαστικών μέτρων στην Ελβετία και σε άλλες χώρες κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αυτά τα στοιχεία, λαμβανόμενα υπόψη, μαζί με το στοιχείο του επικαλούμενου κατεπείγοντος του θέματος, δεν θα απαιτούσαν, κατά την άποψή μας την παροχή οποιωνδήποτε άλλων εξηγήσεων ως προς το γιατί τα αναγκαία γεγονότα τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου μέσω δικηγόρου ο οποίος αποκάλυψε ικανοποιητικά τις πηγές πληροφόρησής του.
Ο πρώτος τούτος Λόγος Έφεσης επομένως δεν μπορεί να ευσταθήσει.
[*95]2ος Λόγος Έφεσης στην Έφεση αρ. 130/2009 (1ος Λόγος Έφεσης στην Έφεση αρ. 131/2009) – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα της παράλειψης πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων εκ μέρους της εφεσίβλητης-αιτήτριας και οι ενδεχόμενες επιπτώσεις της.
Αυτός ο Λόγος Έφεσης εγείρεται από τους εφεσείοντες και στις δύο Εφέσεις. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του δικηγόρου κ. Χ"Λοΐζου, στην οποία στηριζόταν η αίτηση της εφεσίβλητης-αιτήτριας που οδήγησε στην έκδοση των απαγορευτικών διαταγμάτων, παραλήφθηκαν ουσιώδη γεγονότα, ενώ άλλα παρουσιάστηκαν προς το Δικαστήριο κατά τρόπο ελλιπή ή παραπλανητικό. Αυτή δε η διαπίστωση, η οποία αποκαλύφθηκε με τα στοιχεία που παρέσχαν οι εφεσείοντες – καθ΄ων η αίτηση στις καταχωρηθείσες Ενστάσεις τους, θα έπρεπε να είχαν ως αποτέλεσμα την άμεση άρση της ισχύος των διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί στη βάση των ελαττωματικών στοιχείων που είχε παράσχει η αιτήτρια-εφεσίβλητη, χωρίς άλλη περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.
Είναι πράγματι καλά καθιερωμένη η αρχή σύμφωνα με την οποία, εάν διαπιστωθεί ότι εισήγηση για μη πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη στο στάδιο της μονομερούς προσφυγής στο Δικαστήριο ευσταθεί, τότε το Δικαστήριο, ή αργότερα το Εφετείο, πολύ πιθανόν να θέσει τέρμα στην ισχύ εκδοθέντος διατάγματος, χωρίς να εξετάσει άλλα θέματα ουσίας.
Όπως εύστοχα τονίστηκε από το Εφετείο στην απόφασή του στην υπόθεση The Timberland Co of U.S.A. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1179, η απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων ανατρέπει τη βάση του διατάγματος το οποίο έχει εκδοθεί μετά από μονομερή αίτηση και το καθιστά ακυρωτέο. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της απόφασης, η οποία είχε δοθεί από τον Γ. Πική, Πρόεδρο, από τη σελίδα 1186 του τόμου Αποφάσεων:
“… Στην απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κάμνει εκτεταμένη αναφορά στην απόφασή μας της Ολομέλειας στην Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Limited κ.ά. (1996) 1(A) A.A.Δ. 597, στην οποία εξηγείται ότι η αποκάλυψη συναρτάται με την καλή πίστη, η οποία πρέπει να επιδεικνύεται σε κάθε εξαιρετική περίπτωση που επιζητείται θεραπεία στην απουσία αντιδίκου. Η απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος επενεργεί καταλυτικά· διασαλεύει τη βάση του διατάγματος, ανεξάρτητα [*96]από την ύπαρξη πρόθεσης για εξαπάτηση του δικαστηρίου. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Συναρτάται (η μη αποκάλυψη) με τις, εξ αντικειμένου, συνέπειες στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, όπως επισημαίνεται στην Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Limited κ.ά. (ανωτέρω) (σελ. 601-602)
‘Ό,τι ανατρέπει τη βάση του διατάγματος είναι η μη αποκάλυψη γεγονότων εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην απουσία τους, η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής.’
Στη M. & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.ά. v. The Timberland Co Of U.S.A. (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι το ουσιώδες ενός ζητήματος προσδιορίζεται στο πλαίσιο της αντιδικίας των μερών. Δεν αποτελεί υποχρέωση του αιτούντος η προβολή αντεκδικήσεων τρίτων προς τα δικαιώματα του, τις οποίες αμφισβητεί. Ό,τι πρέπει να αποκαλυφθεί, τονίζεται, σε κάθε περίπτωση, είναι:- (σελ. 1798)
‘… γεγονότα γνωστά στον αιτητή ή γεγονότα τα οποία θα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογες προσπάθειες, τα οποία σχετίζονται με:
(α) το βάσιμο του δικαιώματος του όπως διαγράφεται στο δικόγραφο του, και
(β) τη σοβαρότητα του ζητήματος το οποίο εγείρεται, καθ’ ως και
(γ) την πιθανότητα επιτυχίας.’»
Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση εκδοθέντος διατάγματος, λόγω παράλειψης πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Αρκεί η διαπίστωση ότι η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων, συνιστούσε εξ αντικειμένου ουσιώδες στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. (Resola (Cyprus) Ltd v. Χρήστου (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 598).
Τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία, σύμφωνα με τον εφεσείοντα στην Έφεση Aρ. 130/2009, δεν είχαν αποκαλυφθεί στο στάδιο της μονομερούς διαδικασίας, ή αποκαλύφθηκαν κατά τρόπο εσφαλμένο [*97]ή παραπλανητικό, είναι τα εξής:
1. Ο λόγος τον οποίο η εφεσίβλητη είχε επικαλεσθεί στην αίτησή της ως λόγο για τον οποίο αποτεινόταν στην Κύπρο για τα επίδικα διατάγματα ήταν, όπως εκτέθηκε στην παρα. 16 της ένορκης δήλωσης Χ"Λοΐζου, ημερομηνίας 30.12.2008, ότι “τα Ελβετικά Δικαστήρια εξ’ όσων τυγχάνω νομικής συμβουλής στερούνται δικαιοδοσίας να εκδίδουν διατάγματα παγοποίησης περιουσίας εκτός της δικαιοδοσίας τους (γνωστά ως worldwide mareva injunctions) ...”
Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η πιο πάνω δήλωση είναι εντελώς εσφαλμένη και παραπλανητική, επειδή η εφεσίβλητη ενώ αποκάλυψε την καταχώρηση στην Ελβετία στις 22.12.2008 αίτησης διαζυγίου και ρύθμισης περιουσιακών διαφορών και επεσύναψε αντίγραφο της αίτησης εκείνης, εν τούτοις απέκρυψε από το Δικαστήριο το γεγονός ότι μία μέρα πριν την έκδοση των Κυπριακών διαταγμάτων, δηλαδή στις 29.12.2008, είχε καταχωρήσει αίτηση ενώπιον των Ελβετικών Δικαστηρίων με την οποία επιζητούσε την παγοποίηση όλων των περιουσιακών στοιχείων του καθ’ ου η αίτηση, περιλαμβανομένων και των μετοχών που αναφέρονταν στην Κυπριακή διαδικασία. Το γεγονός της προηγηθείσας διαδικασίας στο Ελβετικό Δικαστήριο αποκαλύφθηκε από τον εφεσείοντα με αντίγραφο της απόφασης του Δικαστηρίου που επισυνάφθηκε ως τεκμήριο στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της Ένστασής του. Εάν το Κυπριακό Δικαστήριο γνώριζε για την ύπαρξη της αίτησης ενώπιον του Ελβετικού Δικαστηρίου, είναι πιθανόν, αν όχι βέβαιο, επιχειρηματολόγησε ο εφεσείων, ότι δεν θα εξέδιδε τα επίδικα διατάγματα, αλλά θα ανέμενε την ετυμηγορία του Ελβετικού Δικαστηρίου το οποίο είναι και το πλέον αρμόδιο να κρίνει, εφόσον τα περιουσιακά δικαιώματα των διαδίκων διέπονται από τον Ελβετικό νόμο.
Πραγματευόμενο αυτό το ζήτημα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αποκάλυψη της έγερσης της διαδικασίας διαζυγίου και ρύθμισης περιουσιακών σχέσεων στην Ελβετία, η οποία γινόταν στην παρα. 4 της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της Ένστασης, ήταν επαρκής. Όπως παρατήρησε, η παρούσα διαδικασία στην Κύπρο, αν και σε μέρος της μπορεί να συνδέεται με τη διαδικασία στην Ελβετία, σίγουρα διατηρεί την αυτοτέλειά της, ενόψει και της διαφορετικότητάς τους με την εμπλοκή εδώ και των εναγομένων εταιρειών. Με αναφορά δε στην υπόθεση Timberland v. Evans (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1170 (σημ.: η σωστή παραπομπή είναι “(1998) 1(B) A.A.Δ. 1179)”, το πρωτόδικο Δικαστή[*98]ριο έκρινε ότι η παράλειψη αναφοράς σε άλλες υφιστάμενες διαδικασίες σε σχέση με το ίδιο θέμα και σε παραπλήσιες διαφορές διαδίκων με άλλους, δεν συνιστούσαν ουσιώδη απόκρυψη.
Η πιο πάνω προσέγγιση του ζητήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εσφαλμένη σε διάφορα σημεία της. Κατ’ αρχάς, το υπό εξέταση εδώ θέμα δεν ήταν κατά πόσο η αρξάμενη δικαστική διαδικασία στην Ελβετία συνιστούσε νομικό εμπόδιο στη λήψη δικαστικών μέτρων στην Κύπρο ή δέσμευε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αυτοτελή Κυπριακή διαδικασία. Το ερώτημα που έπρεπε να απασχολήσει ήταν κατά πόσο το Κυπριακό Δικαστήριο στο οποίο η εφεσίβλητη αποτεινόταν μονομερώς, είχε το δικαίωμα να γνωρίζει, και η εφεσίβλητη είχε την υποχρέωση να το γνωστοποιήσει, ότι σχετικά με το ίδιο αίτημα είχε ήδη αποταθεί για θεραπεία στο αρμόδιο δικαστήριο της χώρας διαμονής των διαδίκων. Πέραν του ότι, αν γνώριζε κάτι τέτοιο το Κυπριακό Δικαστήριο, πιθανόν να ήθελε να πληροφορηθεί ή να αναμένει την έκβαση της διαδικασίας στην Ελβετία, εύλογα θα μπορούσε επίσης να προβληματισθεί ως προς την διπλότητα λήψης δικαστικών μέτρων για το ίδιο θέμα και ως προς τη σκοπιμότητα όπως επιληφθεί διαφοράς της οποίας ήδη επιλαμβανόταν αλλοδαπό δικαστήριο. Περαιτέρω, η παραπομπή στην απόφαση του Εφετείου στην Timberland Co. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (ανωτέρω), δεν ήταν υποβοηθητική ως προς την κρίση κατά πόσο τα μη αποκαλυφθέντα στοιχεία ήσαν ή όχι ουσιώδους σημασίας στην υπό εξέταση περίπτωση. Όπως άλλωστε ορθά είχε εντοπίσει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκείνα τα στοιχεία τα οποία κρίθηκε από το Εφετείο στην Timberland ότι η μη αποκάλυψή τους δεν μπορούσε να είχε καταλυτική σημασία, αναφέρονταν σε υφιστάμενες διαφορές των αιτητών με τρίτα πρόσωπα τα οποία επικαλούντο δικαιώματα επί εμβλήματος παρόμοιου με εκείνου των αιτητών. Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση η αρξάμενη δικαστική διαδικασία ήταν μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ή έστω των ίδιων βασικών διαδίκων-συζύγων και αφορούσε, μεταξύ άλλων και το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή την κυριότητα των κινητών κλπ.
Για τους λόγους δε που έχουμε εξηγήσει προηγουμένως, επρόκειτο για στοιχεία που είχαν τη σημασία τους και θα έπρεπε να είχαν αποκαλυφθεί. Ως προς τις ενδεχόμενες επιπτώσεις από τη μη αποκάλυψή τους, θα επανέλθουμε, αφού εξετάσουμε και τους ισχυρισμούς για την ύπαρξη και άλλων στοιχείων που έπρεπε επίσης να είχαν αποκαλυφθεί.
2. Το δεύτερο στοιχείο, το οποίο ο εφεσείων στην Έφεση Αρ. [*99]130/2009 ισχυρίζεται ότι δεν έγινε αντικείμενο πλήρους και δίκαιης αποκάλυψης, αναφέρεται σε παράλειψη αποκάλυψης σχετικών προνοιών του Ελβετικού δικαίου. Σύμφωνα με τις πρόνοιες αυτές, τις οποίες ο εφεσείων εγείρει με γνωμάτευση Ελβετού εμπειρογνώμονα, η σύζυγος στις υποθέσεις ρύθμισης περιουσιακών διαφορών, δικαιούται μόνο σε χρηματική αποζημίωση υπολογιζόμενη επί του ημίσεως της αξίας επαύξησης της περιουσίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου και όχι στο ήμισυ της ίδιας της περιουσίας, κινητής ή ακίνητης. Επομένως, η εφεσίβλητη-αιτήτρια παραπλάνησε αφενός το Δικαστήριο προβάλλοντας ότι είχε ένα τέτοιο δικαίωμα και αφετέρου καθίσταται φανερό ότι η εφεσίβλητη δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει αφού δεν είναι χρηματικές αποζημιώσεις που διεκδικεί, αλλά να αναγνωρισθεί ως δικαιούχος του ημίσεως της όλης περιουσίας. Σύμφωνα με τη νομική γνωμάτευση που είχε επισυνάψει η πλευρά του εφεσείοντα στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της Ένστασής της, διαφωνώντας με τα όσα είχε παραθέσει ο δικηγόρος Χ"Λοΐζου στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία έχουν κτηθεί μετά τη σύναψη του γάμου δεν κατανέμονται σε ίσα μερίδια, ή διαχωρίζονται εξ ίσου. Μετά την αφαίρεση τυχόν χρεών, τα περιουσιακά στοιχεία αποτελούν αυτό που ονομάζεται ως συζυγικό κέρδος ενός συζύγου, που είναι απλά χρηματική αξία στην οποία ο έτερος των συζύγων θα συνδράμει οικονομικά. Δεν τίθεται θέμα κατανομής περιουσιακών στοιχείων, εκτός αν κάτι τέτοιο συμφωνηθεί μεταξύ των συζύγων. Σημειώνεται ότι σ’ αυτούς τους νομικούς ισχυρισμούς ως προς τη θέση του εφαρμοζόμενου αλλοδαπού δικαίου, δεν υπήρξε αντίδραση εκ μέρους της πλευράς της εφεσίβλητης-αιτήτριας είτε με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, είτε με προσπάθεια αντεξέτασης ομνύοντος. Σε σχέση με αυτά τα θέματα μη αποκάλυψης, τα οποία ήγειρε ο εφεσείων-καθ’ου η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία, το Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφασή του, αφού ανέφερε τα όσα έχουμε παραθέσει προηγουμένως ως προς τα άλλα στοιχεία που δεν είχαν αποκαλυφθεί, πρόσθεσε και τα εξής:
“Το ίδιο ισχύει και για την εμπλοκή του ελβετικού δικαίου, του οποίου ούτε οι πρόνοιες μπορούν να με απασχολήσουν περαιτέρω, ούτε και θα είχαν ιδιαίτερη βαρύτητα ώστε ουσιαστικά να κρίνεται το βάσιμο της αξίωσης της ενάγουσας στην Κύπρο μέσω αποσπασματικών αναφορών σε ελβετικό δίκαιο και αποσπασματικές αναφορές σε απόφαση ελβετικού δικαστηρίου που εν πάση περιπτώσει έχει εκδοθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης του παρόντος διατάγματος …”
[*100]Η πιο πάνω περικοπή με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο διεκπεραίωσε το εγερθέν θέμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική. Εδώ, στη βάση των στοιχείων που είχε παράσχει μονομερώς η εφεσίβλητη-αιτήτρια, είχαν εκδοθεί απαγορευτικά διατάγματα που στόχευαν κατά κύριο λόγο στην παγοποίηση συγκεκριμένων μετοχών, στις οποίες οι ίδια προβάλλει ότι είναι δικαιούχος του ημίσεως αριθμού των με βάση πρόνοιες του Ελβετικού δικαίου. Ισχυρίζεται ότι ο εφεσείων, στο όνομα του οποίου είναι εγγεγραμμένες οι μετοχές, τις κατέχει ως καταπιστευματοδόχος, όχι της αξίας τους, αλλά των ίδιων των μετοχών κατά το ήμισυ. Παρεμβάλλουμε εδώ ότι κατά την ακρόαση των Εφέσεων εκφράστηκε κάποια διαφωνία μεταξύ των συνηγόρων ως προς το εάν και κατά πόσο και η πλευρά της εφεσίβλητης δέχεται ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στα επίδικα θέματα είναι το Ελβετικό. Όμως, στο στάδιο τούτο, δεν είναι αυτό που ενέχει σημασία. Σημασία έχει ότι η ίδια η εφεσίβλητη-αιτήτρια είχε μονομερώς επικαλεστεί το Ελβετικό δίκαιο ώστε να αρύεται δικαιώματα στο ήμισυ της περιουσίας που κτήθηκε κατά το γάμο, ενώ στοιχεία αλλοδαπού δικαίου από εμπειρογνώμονα, που αποκάλυψε η πλευρά του εφεσείοντα, δείχνουν μια διαφορετική κατάσταση πραγμάτων, η οποία δεν έχει αμφισβητηθεί. Το θέμα βέβαια δεν ήταν, όπως τέθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, κατά πόσο τα αποκαλυφθέντα από τον εφεσείοντα στοιχεία Ελβετικού δικαίου είχαν τέτοια βαρύτητα ώστε ουσιαστικά να κρίνεται το βάσιμο της αξίωσης της ενάγουσας στην Κύπρο. Το καίριο ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολήσει ήταν κατά πόσο εκείνα τα στοιχεία αλλοδαπού δικαίου σχετίζονται με το βάσιμο του δικαιώματος της αιτήτριας, όπως αυτό διαγραφόταν στο δικόγραφό της, με τη σοβαρότητα του ζητήματος που εγειρόταν και με την πιθανότητα επιτυχίας της στην αγωγή. (Βλ. Mitsingas Trading Ltd, ανωτέρω). Όπως είναι φανερό από το κείμενο της ενδιάμεσης απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση και ακολούθως στην οριστικοποίηση των απαγορευτικών διαταγμάτων, εκλαμβάνοντας ως δεδομένο ότι τα δικαιώματα της εφεσίβλητης-αιτήτριας αφορούσαν σε περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή σε μετοχές που εδικαιούτο και όχι σε χρηματική διεκδίκηση. Αυτό είναι προφανές για παράδειγμα από τη σελίδα 14 της προσβαλλόμενης απόφασης όπου αναφερόταν και το εξής:
“... Εκείνο που έχει σημασία στο στάδιο αυτό είναι ότι υπάρχουν στοιχεία για εκ πρώτης όψεως εξουσία του εναγόμενου 1 και δικαιώματα αυτού ως sole beneficiary ή άλλως πως, στις λοιπές εναγόμενες και σε περιουσία που μπορεί εύλογα να κριθεί ως μέρος της επίδικης την οποία αναζητεί ή διεκδι[*101]κεί η ενάγουσα…”
Και παρακάτω στην ίδια σελίδα της απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι:
“Είναι ακόμα αρκετό στο παρόν στάδιο, ότι υπάρχουν στοιχεία αποτελούντα βάση για σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας που παρουσιάζει η πλευρά της αιτήτριας ότι περιουσία των διαδίκων που αποκτήθηκε μετά τον γάμο, άσχετα σε ποιού το όνομα είναι εγγεγραμμένη, δημιουργεί εξυπακουόμενο (implied) και/ή εξ επαγωγής καταπίστευμα. (Βλ. Keeton Sherdan’s The Law of Trust 12th Edn. Sel. 209-215).
Η τρίτη προϋπόθεση συμπλέκεται και με τη διαπίστωση ότι η αγωγή έχει ως αντικείμενο τα ίδια περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεσμεύτηκαν. Είναι ορατός ο κίνδυνος, αν αρθεί το διάταγμα, περιουσία που αποτελεί αντικείμενο της αγωγής να μεταβιβασθεί …”
(Σημ.: H υπογράμμιση των λέξεων είναι του Εφετείου).
Από τα πιο πάνω δεδομένα, εξάγεται ξεκάθαρα το συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, τόσο στη βάση της μονομερούς αίτησης όσο και αργότερα στη διαδικασία αντιμωλίας, εξέλαβε ως δεδομένο ότι οι επίδικες μετοχές – αντικείμενο κατά κύριο λόγο των διαταγμάτων, ήσαν και αντικείμενο της αγωγής, έστω κατά το ήμισύ τους και ενήργησε εφαρμόζοντας τα καθιερωμένα νομοθετικά και νομολογιακά κριτήρια στη βάση ότι η εφεσίβλητη-αιτήτρια είχε αυτό το δικαίωμα επί των περιουσιακών εκείνων στοιχείων, όπως είχε παραστήσει η πλευρά της, ως καθαρή νομική θέση. Όμως, τα στοιχεία τα οποία αποκάλυψε η πλευρά του εφεσείοντα έδειχναν μια σημαντικά διαφορετική εικόνα της νομικής κατάστασης, γεγονός που σίγουρα θα έπρεπε, αν είχαν αρχικά γνωστοποιηθεί στο Δικαστήριο, αλλά και αργότερα, να είχαν προβληματίσει το Δικαστήριο ως προς καίριας σημασίας θέματα όπως είναι η σωστή βάση των διεκδικήσεων της εφεσίβλητης, η διασύνδεση της δέσμευσης συγκεκριμένων μετοχών σε σχέση με πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή και κυρίως σε σχέση με το ενδεχόμενο δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που δεν φαίνεται να μπορούσαν να είναι αντικείμενο διεκδίκησης οι ίδιες. Όπως βέβαια και με την τρίτη προϋπόθεση, του εάν θα απέβαινε δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε υστερότερο στάδιο χωρίς τη δέσμευση των μετοχών. Αυτές μπορούσαν να είναι κάλλιστα οι επιπτώσεις από τη μη πλήρη αποκάλυψη των στοιχείων αλλοδαπού [*102]δικαίου, και στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται σίγουρα για αποφασιστικής σημασίας θέμα.
Τα στοιχεία τα οποία ισχυρίζονται οι εφεσείοντες 1, 2 και 3 στην Έφεση Αρ. 131/2009 ότι δεν έτυχαν πλήρους και δίκαιης αποκάλυψης από την εφεσίβλητη και ότι το γεγονός τούτο δεν λήφθηκε ορθά υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατίθενται στον 1ο Λόγο Έφεσής τους και είναι τα ακόλουθα:
1. Ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να αποκαλύψει ότι γνώριζε περί της μεταφοράς πολύτιμων έργων τέχνης από τον εφεσείοντα-σύζυγό της εκτός Ελβετίας εις Σιγκαπούρη και Λονδίνο.
Σε σχέση με αυτό το στοιχείο, η εφεσίβλητη-αιτήτρια στην πρωτόδικη διαδικασία είχε αναφέρει μέσω του ομνύοντος δικηγόρου κ. Χ"Λοΐζου, ότι μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2008, ο σύζυγος της μετέφερε εκτός χώρας τη συλλογή έργων τέχνης και επίπλων της οικογένειας η αξία της οποίας εκτιμάται σε περίπου 720.000.000 Ελβετικά φράγκα, χωρίς τη συγκατάθεσή της. Όμως, οι εφεσείοντες είχαν επισυνάψει στην Ένστασή τους, ένορκη δήλωση του υπεύθυνου για τη μεταφορά των αντικειμένων προσώπου, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι όλες οι συζητήσεις λάμβαναν χώρα στην παρουσία της εφεσίβλητης, η οποία μάλιστα μετάφραζε τα διαμειβόμενα στο σύζυγό της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματευόμενο αυτό το θέμα, ανέφερε στην απόφασή του ότι, όντως η παρουσία στη συζήτηση της εφεσίβλητης δημιουργεί ερωτηματικά για την έλλειψη συγκατάθεσής της στη μετακίνηση των έργων τέχνης όπως είναι η θέση της. Ωστόσο, σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο χρόνος της συζήτησης για την οποία γίνεται αναφορά, ετοποθετείτο μεταξύ Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 2008 και δεν συνέπιπτε πλήρως με την προβληματική εξέλιξη των σχέσεων τους, που εστιαζόταν στο Δεκέμβριο. Λόγω τούτου και επειδή το Αγγλικό Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα παγοποίησης της περιουσίας του συζύγου και εκκρεμούσε διαδικασία στη Σιγκαπούρη για τη συλλογή έργων τέχνης, αυτά τα στοιχεία καταδείκνυαν κίνδυνο αποξένωσης κοινής περιουσίας, άλλης φυσικά από την επίδικη και για τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε stricto senso παραπλάνηση του Δικαστηρίου ως προς γεγονός, το οποίο θα είχε τη δυναμική ακύρωση των διαταγμάτων.
Και εδώ θα διαφωνήσουμε με την ανωτέρω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ακόμα και αν μπορεί ν’ αποδοθεί κάποια σημασία στο ότι η προβληματική εξέλιξη των σχέσεων του ζεύγους εστιάζεται στο Δεκέμβριο 2008, ενώ οι συζητήσεις για τη [*103]μεταφορά των έργων τέχνης είχαν γίνει νωρίτερα, αυτό σημαίνει ότι η μεταφορά είχε γίνει σε ανύποπτο χρόνο σε σχέση με την επιδείνωση των σχέσεών τους, οπότε και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως μαρτυρία που καταδείκνυε ενέργειες αποξένωσης κοινής περιουσίας από τον εφεσείοντα-σύζυγο, ή έστω θα ήταν πολύ πιο αδύνατη.
Όμως, η ίδια η εφεσίβλητη-αιτήτρια είχε ακριβώς παρουσιάσει εκείνο το γεγονός ως στοιχείο ύπαρξης άμεσου κινδύνου αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων από τον εφεσείοντα σύζυγό της. Συγκεκριμένα, στην ένορκη δήλωση του κ. Χ"Λοΐζου, αμέσως μετά την παράθεση των ισχυρισμών περί μεταφοράς της συλλογής έργων τέχνης χωρίς τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης (παρα. 12), παραθέτει την παρα. 13 συνδέοντας άμεσα εκείνους τους ισχυρισμούς με επικείμενες προθέσεις του εφεσείοντα συζύγου ως εξής:
“13. Είναι προφανές ότι ο εναγόμενος 1 άρχισε να επιχειρεί και/ή είναι πρόδηλο και/ή υπάρχει προφανής κίνδυνος να επιχειρήσει να αποξενώσει την οικογενειακή περιουσία ….”
Συνοψίζοντας, προκύπτει ότι ο τρόπος με τον οποίο η εφεσίβλητη παρουσίασε τα της μεταφοράς της συλλογής έργων τέχνης ήταν σαφώς παραπλανητικός καθότι:
α. Παρουσίασε το γεγονός εκείνο εγγύτερα προς την επιδείνωση των σχέσεων του ζεύγους και έμμεσα το συνέδεσε με αυτήν.
β. Δεν αποκάλυψε τη γνώση και όποια εμπλοκή της στα της μεταφοράς της συλλογής όταν αυτή λάμβανε χώρα, ενώ έδωσε την εντύπωση ότι πληροφορήθηκε περί τούτου εκ των υστέρων.
γ. Παρουσίασε το γεγονός της μεταφοράς της μεγάλης αξίας συλλογής που φαίνεται να είχε γίνει όχι σε κρίσιμο χρόνο και με τη γνώση της, ως στοιχείο που δεικνύει την πρόθεση αποξένωσης κοινών περιουσιακών στοιχείων από τον εφεσείοντα-σύζυγό της, έτσι ώστε να επιτύχει τη συνδρομή του Δικαστηρίου στη δέσμευση των επίδικων περιουσιακών στοιχείων.
Αναμφίβολα επομένως πρόκειται για ένα ουσιώδες στοιχείο το οποίο επίσης δεν έτυχε πλήρους και δίκαιης αποκάλυψης προς το Δικαστήριο και θα έπρεπε να είχε προσεγγιστεί πρωτόδικα ως τέτοιο.
[*104]2. Ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να αποκαλύψει στη μονομερή αίτησή της το ότι μια ημέρα προηγουμένως είχε λάβει δικαστικά μέτρα στην Ελβετία διεκδικώντας τη δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων του συζύγου της, οπουδήποτε ευρισκομένων.
Αυτό το στοιχείο μη επαρκούς αποκάλυψης το έχουμε ήδη πραγματευθεί ενωρίτερα στην παρούσα Απόφαση ως εγερθέν στην Έφεση Αρ. 130/2009.
3. Ότι η εφεσίβλητη παραπλάνησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ισχυριζόμενη ότι εδικαιούτο στο ήμισυ των περιουσιακών στοιχείων που κτήθηκαν μετά το γάμο, σύμφωνα με το Ελβετικό δίκαιο.
Και αυτό το στοιχείο μη επαρκούς ή παραπλανητικής παρουσίασης το έχουμε πραγματευθεί ενωρίτερα.
4. Ότι η εφεσίβλητη δεν αποκάλυψε το γεγονός ότι μια ημέρα πριν τη λήψη των δικαστικών μέτρων στην Κύπρο, είχε εγείρει διαδικασίες στις Η.Π.Α. επιδιώκοντας την παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων αξίας πέραν των $95.000.000 και ενώ οι εφεσείοντες έφεραν αυτό το γεγονός σε γνώση του, εν τούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο το αγνόησε παντελώς.
Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη δεν είχε αποκαλύψει στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησής της ένα τέτοιο στοιχείο, είναι γεγονός το οποίο διαφαίνεται από το ίδιο το περιεχόμενο της δήλωσης. Περαιτέρω, το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε καθόλου σ’ αυτή την παράλειψη, είναι επίσης γεγονός, αυταπόδεικτο από το κείμενο της απόφασης. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες στην Εφεση Αρ. 131/2009, η σημασία αυτής της παράλειψης άπτεται της απαίτησης για επίδειξη καλής πίστης σε μονομερείς αιτήσεις για έκδοση ενδιάμεσων συντηρητικών διαταγμάτων και δεικνύει ότι η εφεσίβλητη, ψάχνοντας για ευνοϊκές διαδικασίες προς εξασφάλιση μονομερών διαταγμάτων (forum shopping), ήγειρε παράλληλες διαδικασίες σε όλο τον κόσμο.
Συμφωνούμε ότι στο πλαίσιο άσκησης του καθήκοντος για πλήρη, ειλικρινή και δίκαιη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, καθώς επίσης και στο πλέγμα της επίδειξης καλής πίστης, θα έπρεπε και αυτό το στοιχείο να είχε αποκαλυφθεί από την εφεσίβλητη-αιτήτρια. Όμως, αδυνατούμε να προσδώσουμε στην παράλειψη αποκάλυψής του την κακή πίστη ή τα κίνητρα ή τη σημασία την οποία του έχει αποδώσει η πλευρά των εφεσειόντων, έχοντας μάλιστα υπόψη όλα τα άλλα στοιχεία που αφορούν σε λήψη [*105]δικαστικών μέτρων σε άλλες δικαιοδοσίες, όπως πρώτιστα στην Ελβετία, στην Αγγλία και στη Σιγκαπούρη, τα οποία είχαν αποκαλυφθεί, έστω με τον τρόπο που αποκαλύφθηκαν.
5. Ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να αποκαλύψει και να παρουσιάσει στο Δικαστήριο το Ιδρυτικό Έγγραφο και το Καταστατικό των εφεσειουσών 2 και 3 εταιρειών και ειδικότερα τον όρο 12 του Καταστατικού, ο οποίος ξεκάθαρα απαγορεύει σ’ αυτές τις εταιρείες από του να αναγνωρίζουν οποιοδήποτε πρόσωπο που κατέχει οποιεσδήποτε μετοχές στις εταιρείες, δυνάμει του δικαίου της Επιείκειας.
Σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο, του οποίου την προσοχή σ’ αυτά τα στοιχεία είχαν οι ίδιοι επισύρει κατ’ Ένσταση, λανθασμένα αποφάσισε ότι επρόκειτο για στοιχεία που αφορούσαν τις υποθέσεις των εφεσειουσών εταιρειών και ότι, προφανώς η εφεσίβλητη δεν γνώριζε γι’ αυτά, αφού θα μπορούσε να τα πληροφορηθεί με απλή έρευνα.
Σε σχέση με αυτό το θέμα, θα συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο τελικά έκρινε ότι τα πιο πάνω στοιχεία άπτονται της ουσιαστικής αμφισβήτησης του αγώγιμου δικαιώματος της εφεσίβλητης και θα μπορούσαν να εξετασθούν στο πλαίσιο διερεύνησης των προϋποθέσεων του Αρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και δεν αναμενόταν από την ίδια την εφεσίβλητη να ερευνούσε, ν’ ανακάλυπτε και ν’ αποκάλυπτε τέτοιου είδους στοιχεία σε μια επείγουσας φύσεως διαδικασία όπου εμπλέκοντο και νομικά θέματα εταιρικού δικαίου.
Συνοψίζοντας τα θέματα που ηγέρθηκαν και εξετάσθηκαν στο πλαίσιο των προαναφερθέντων Λόγων Έφεσης και αφορούσαν στον τρόπο προσέγγισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο των θεμάτων μη αποκάλυψης στοιχείων, παρατηρούμε τα εξής:
Τα μη αποκαλυφθέντα ή μη παρουσιασθέντα κατά τρόπο πλήρη, ειλικρινή και δίκαιο στοιχεία από πλευράς της εφεσίβλητης, αφορούσαν σε ουσιώδη θέματα της αντιδικίας και άπτονταν του βάσιμου των δικαιωμάτων που διεκδικεί η εφεσίβλητη, της πιθανότητας επιτυχίας της στην αγωγή με βάση το δικόγραφό της, καθώς επίσης και της διερεύνησης της προϋπόθεσης κατά πόσο θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την παροχή της αιτουμένης παρεμπίπτουσας θεραπείας. Τα στοιχεία εκείνα τα έχουμε παραθέσει προηγουμένως. Χωρίς να τα επαναλάβουμε, θα αρκεστούμε να παρατηρή[*106]σουμε ότι, πέραν της αυτοτελούς σημασίας την οποία ένα έκαστο υπέχει, όλα μαζί σωρευτικά αντικριζόμενα, με τον τρόπο που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο ή που δεν παρουσιάστηκαν κατά τη μονομερή διαδικασία έκδοσης των διαταγμάτων, έτειναν να δώσουν μια εικόνα των πραγμάτων τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής άποψης, πολύ διαφορετική από την τελικά διαμορφωθείσα στο τέλος της ενδιάμεσης διαδικασίας. Συνοπτικά, δόθηκε η εικόνα ότι στη χώρα διαμονής των συζύγων και με βάση το εφαρμοζόμενο στην περίπτωση δίκαιο, η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να αποταθεί για ασφαλιστικά μέτρα, ενώ το είχε ήδη πράξει και ανέμενε το αποτέλεσμα, ότι τα δικαιώματα τα οποία είχε επί εν Κύπρω ευρισκομένων περιουσιακών στοιχείων ήσαν ιδιοκτησιακά in rem και ότι ως τέτοια, ήσαν αντικείμενο της αντιδικίας και όχι υποκείμενα σε υπολογισμό χρηματικής αποζημίωσης. Ότι ακόμα, ενέργειες του εφεσείοντα-συζύγου της καταδείκνυαν ανακριβώς έναρξη αποξένωσης συζυγικής περιουσίας χωρίς τη συγκατάθεσή της και, επομένως, ισχυροποιείτο η ύπαρξη κινδύνου πλήρους ή έστω ουσιαστικής αποξένωσης.
Η διαφορετική και ανακριβής αυτή εικόνα, η οποία δόθηκε κατά το στάδιο που η εφεσίβλητη αποτεινόταν μονομερώς στο Δικαστήριο για επείγουσα θεραπεία και στη βάση της οποίας εκδόθηκαν αρχικά και οριστικοποιήθηκαν αργότερα τα προσωρινά διατάγματα, κατέστησε το αποτέλεσμα του εγχειρήματος ακροσφαλές. Δεν θα μπορούσε δε να θεωρηθεί, ούτε με ιδιαίτερη επιείκεια, ότι καταδείκνυε καλή πίστη και ορθή άσκηση της υποχρέωσης για πλήρη, ειλικρινή και δίκαιη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων που θα έπρεπε και εδικαιούτο να έχει ενώπιόν του το Δικαστήριο, στη βάση των νομικών αρχών που έχουμε παραθέσει προηγουμένως.
Επομένως, ήταν εσφαλμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα θέματα τούτα.
Ο Λόγος Έφεσης Αρ. 2 στην Έφεση Αρ. 130/2009 επιτυγχάνει, όπως επίσης και ο αντίστοιχος Λόγος Έφεσης Αρ. 1 στην Έφεση Αρ. 131/2009. Ως εκ της φύσεως των Λόγων τούτων Έφεσης και της έκβασής τους, παρέλκει η ενασχόληση με οποιουσδήποτε άλλους Λόγους Έφεσης, αφού η επιτυχία επ’ αυτών των Λόγων κρίνουμε ότι θα πρέπει να επιφέρει και τον τερματισμό της ισχύος των εκδοθέντων διαταγμάτων.
Η ισχύς των προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί στη βάση της αίτησης, ημερομηνίας 30.12.2008, και εί[*107]χαν καταστεί οριστικά, τερματίζεται. Η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας όπως θα υπολογισθούν από τον οικείο Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Επαρχιακό Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων στις δύο Εφέσεις και εναντίον της εφεσίβλητης, όπως επίσης και τα έξοδα των Εφέσεων, τα οποία υπολογίζουμε σε €2.000 για κάθε μια Έφεση, και τα επιδικάζουμε υπέρ των εφεσειόντων.
Οι εφέσεις επιτρέπονται με €2.000 έξοδα για κάθε μια έφεση υπέρ των εφεσειόντων. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Επαρχιακό Δικαστήριο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο