Χατζημάρκου Νίκος ν. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 108

(2010) 1 ΑΑΔ 108

[*108]29 Ιανουαρίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΣ Χ"ΜΑΡΚΟΥ,

Εφεσείων,

v.

WIDEHORIZON (CAPITAL MARKET) LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 226/2007)

 

Aπόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε αγωγή για είσπραξη αξίας μετοχών οι οποίες αγοράσθηκαν επί πιστώσει από χρηματιστηριακή εταιρεία αποτέλεσαν απόρροια ολοκληρωμένης θεώρησης της μαρτυρίας και κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και δεν παρεχόταν πεδίο επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή τους ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου για ανατροπή ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί θεμάτων αξιοπιστίας μαρτύρων.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Καθορισμός επιδίκων θεμάτων ― Μαρτυρία η οποία εκφεύγει από το περιεχόμενο των εγγράφων προτάσεων δεν λαμβάνεται υπόψη, αφού η δίκη τροχιοδρομείται αυστηρά στη βάση των ισχυρισμών που περιέχονται στα δικόγραφα.

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του εφεσείοντος αξιώνοντας το ποσό των £29.835,97 ως οφειλόμενο προς αυτούς για χρηματιστηριακές συναλλαγές που έγιναν για λογαριασμό του και/ή δυνάμει συμφωνίας μεταξύ τους. Επιπρόσθετα, ζητούσαν την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ότι αριθμός μετοχών σε διάφορες εταιρείες που ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα του εφεσείοντος και κατέχονταν από τους εφεσίβλητους, ήσαν αντικείμενο νόμιμης επίσχεσης από τους δεύτερους και επιζητείτο προς τούτο η έκδοση διατάγματος πώλησης των μετοχών και είσπραξης του προϊόντος πώλησης έναντι του ποσού για το οποίο το Δικαστήριο ήθελε εκδώσει απόφαση υπέρ των εφεσίβλητων.

Ο εφεσείων με την έκθεση υπεράσπισής του απέρριπτε τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, υποστηρίζοντας ότι οι συναλλαγές αγορα[*109]πωλησίας των μετοχών στην πραγματικότητα είχαν γίνει εν αγνοία του και χωρίς την εξουσιοδότησή του. Με την ανταπαίτησή του διεκδικούσε αποζημιώσεις για την ζημιά που, καθώς ισχυρίζετο, είχε υποστεί από την τοποθέτηση του ονόματός του στον κατάλογο προσώπων με τα οποία απαγορεύετο η συναλλαγή στο Χρηματιστήριο, η οποία είχε προκληθεί από τους εφεσίβλητους, σε συνδυασμό με την κατακράτηση των μετοχών τις οποίες κατείχε από τους εφεσίβλητους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προβεί σε εύρημα ότι όλες οι αγοραπωλησίες μετοχών με τις οποίες οι εφεσίβλητοι είχαν χρεωπιστώσει το λογαριασμό του εφεσείοντος είχαν διενεργηθεί στη βάση πληρεξουσίου εγγράφου, Τεκμήριο 2, το οποίο ο Μ.Ε.3 ο οποίος εργαζόταν για την εφεσίβλητη – χρηματιστηριακή εταιρεία το είχε δώσει στον εφεσείοντα ο οποίος και το υπέγραψε. Το Δικαστήριο είχε κρίνει επίσης ότι όλοι οι όροι του πληρεξουσίου εγγράφου περιλαμβάνονταν στην πρώτη σελίδα του Τεκμηρίου 2 και ότι το επισυνημμένο σε αυτό έγγραφο ουσιαστικά αποτελούσε απλά μια ενημέρωση του πελάτη για την ακολουθούμενη διαδικασία στο Χ.Α.Κ.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αποδείξει ικανοποιητικά την απαίτησή τους με τη μαρτυρία που παρουσίασαν και εξέδωσε απόφαση για ολόκληρο το ποσό που διεκδικούσαν. Επιπρόσθετα, εξέδωσε αναγνωριστική απόφαση σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι νόμιμα κατείχαν κάποιες από τις μετοχές που ήσαν εγγεγραμμένες στο όνομα του εφεσείοντος και διέταξε την πώλησή τους και την αφαίρεση του προϊόντος πώλησης ως ληφθέντος έναντι του εξ αποφάσεως χρέους. Την ανταπαίτηση του εφεσείοντος, η οποία είχε συνεκδικαστεί με την απαίτηση, την απέρριψε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αβάσιμη.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση μη εγείροντας κανένα ζήτημα σε σχέση με το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά στην απόρριψη της ανταπαίτησής του. Σε σχέση με την απαίτηση των εφεσιβλήτων, ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση εγείροντας με τον 1ο λόγο έφεσης ζήτημα αξιοπιστίας των μαρτύρων και υποστηρίζοντας ότι ο τρόπος αξιολόγησης και η εξαγωγή συμπερασμάτων ήταν εσφαλμένα. Με τον 2ο λόγο έφεσης υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία και την υπόθεση των εφεσιβλήτων, σε καταφανή αντίθεση προς το Τεκμήριο 2 – πληρεξούσιο.

Σε σχέση με τον 1ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων υπέβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη και σημαίνουσα βαρύτητα σε ασήμαντες ή επουσιώδεις διαφοροποιήσεις μεταξύ της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου και της ένορκης δήλωσής του ημερομηνίας [*110]19.7.2001, την οποία κατάρτισε ο ίδιος στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης προσωρινού διατάγματος.

Σε σχέση με τον 2ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων υπέβαλε ότι η μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς εφεσίβλητων ως προς τον τρόπο διενέργειας των συναλλαγών, ερχόταν σε καταφανή αντίθεση με όρους του Τεκμηρίου 2. Επομένως, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, η μαρτυρία που δόθηκε από τους εφεσίβλητους θα έπρεπε να είχε απορριφθεί από το εκδικάσαν την απαίτησή τους Δικαστήριο για δύο βασικούς λόγους:

α. Επειδή η μαρτυρία των εφεσίβλητων έγινε δεκτή κατά παράβαση της αρχής περί μη αποδοχής προφορικής μαρτυρίας η οποία είναι αντίθετη ή αντικρούει το περιεχόμενο γραπτής μαρτυρίας.

β. Επειδή η δοθείσα από τους εφεσίβλητους μαρτυρία είχε στηριχθεί επί αντιφατικών ισχυρισμών και μαρτυρίας λόγω των διαφορών μεταξύ όρων του εγγράφου και δοθείσας προφορικής μαρτυρίας, γεγονός που καθιστούσε την προσφερθείσα από τους εφεσίβλητους μαρτυρία, απορριπτέα.

Στο Περίγραμμα Αγόρευσής του ο συνήγορος του εφεσείοντος υπέβαλε ότι βάσει του Τεκμηρίου 2 – πληρεξουσίου ήταν αδύνατο να διενεργηθούν αγορές επί πιστώσει, καθότι κάτι τέτοιο απαγορευόταν ρητά από τις οδηγίες του Χ.Α.Κ., οι οποίες και αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος του εγγράφου.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του εφεσείοντος ήσαν δικαιολογημένες και πλήρως αιτιολογημένες, αλλά και αναπόφευκτες.

2. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι οι ενημερωτικής φύσεως οδηγίες, αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος του πρώτου εγγράφου στο Τεκμήριο 2, δηλαδή του πληρεξουσίου εγγράφου, δεν ευσταθεί, αφού κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να προκύπτει ή να εξάγεται από τα δύο έγγραφα. Εν πάση δε περιπτώσει, τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήσαν διαφορετικά και σύμφωνα με αυτά, ο ίδιος ο εφεσείων έδιδε προφορικές οδηγίες για συναλλαγές μετοχών οι οποίες εκτελούνταν από τους εφεσίβλητους χωρίς μάλιστα απαίτηση για προκαταβολή ή ύπαρξη σε λογαριασμό του ανάλογου ποσού και ότι για κάθε πράξη αυτός ενημερωνόταν με ειδικά έντυπα τα οποία του αποστέλλονταν. Αυτά τα ευρήματα ήσαν επακόλουθα της αξιολόγησης της μαρτυρίας η οποία είχε δοθεί από τις δύο πλευρές ως αποτέλεσμα [*111]της οποίας η εκδοχή του εφεσείοντος κρίθηκε αναξιόπιστη για καλούς λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν έχουν προβληθεί κατ΄ έφεση οποιοιδήποτε πειστικοί λόγοι για ανατροπή τους.

Η έφεση απορρίφθηκε με €1.700 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, πλέον Φ.Π.Α..

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Courtis a.o. v. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180,

Αθηνοδώρου κ.ά. v. Κωνσταντίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 615,

Μελάς v. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 835,

Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,

Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,

Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Eφραίμ Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 11425/00), ημερομ. 9.7.2007.

Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Η. Καραβιώτου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με αγωγή την οποία καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας οι εφεσίβλητοι διεκδικούσαν εναντίον του εφεσείοντα το ποσό των £29.835,97 ως οφειλόμενο προς αυτούς για χρηματιστηριακές συναλλαγές που έγιναν για λογαριασμό του και/ή δυνάμει συμφωνίας μεταξύ τους. Επιπρόσθετα, ζητούσαν την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ότι αριθμός μετοχών σε διάφορες εταιρείες που ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα του εφεσείοντα και κατέχονταν από τους εφεσίβλητους, ήσαν αντικείμενο νόμιμης επίσχεσης από τους δεύτερους και επιζητείτο προς τούτο η έκδοση διατάγματος πώλησης των μετοχών και εί[*112]σπραξης του προϊόντος πώλησης έναντι του ποσού για το οποίο το Δικαστήριο ήθελε εκδώσει απόφαση υπέρ των εφεσίβλητων.

Ο εφεσείων με την έκθεση υπεράσπισής του απέρριπτε τις διεκδικήσεις των εφεσίβλητων αναφέροντας κυρίως ότι οι συναλλαγές αγοραπωλησίας μετοχών που φέρεται να είχαν γίνει για λογαριασμό του, στην πραγματικότητα είχαν γίνει χωρίς τη γνώση, εντολή και εξουσιοδότησή του. Λόγω δε του γεγονότος ότι οι εφεσίβλητοι προκάλεσαν την τοποθέτηση του ονόματός του στον κατάλογο των προσώπων στα οποία απαγορευόταν να συναλλάττονται στο Χρηματιστήριο, σε συνδυασμό με την κατακράτηση των μετοχών τις οποίες κατείχε από τους εφεσίβλητους, ο εφεσείων ισχυρίζετο ότι υπέστη απώλεια και ζημιά £10.000 και £2.000 αντίστοιχα και διεκδικούσε ανάλογες αποζημιώσεις με Ανταπαίτηση την οποία καταχώρησε. Ισχυρίζετο περαιτέρω ότι υπήρξε θύμα δυσφήμησης λόγω των ενεργειών των εφεσίβλητων και διεκδικούσε και σ’ αυτή τη βάση, πρόσθετη αποζημίωση ύψους £10.000.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη, αλλ’ αχρείαστα μακροσκελή απόφασή του κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αποδείξει ικανοποιητικά την απαίτησή τους με τη μαρτυρία που παρουσίασαν και εξέδωσε απόφαση για ολόκληρο το ποσό που διεκδικούσαν. Επιπρόσθετα, εξέδωσε αναγνωριστική απόφαση σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι νόμιμα κατείχαν κάποιες από τις μετοχές που ήσαν εγγεγραμμένες στο όνομα του εφεσείοντα και διέταξε την πώλησή τους και την αφαίρεση του προϊόντος πώλησης ως ληφθέντος έναντι του εξ αποφάσεως χρέους. Την ανταπαίτηση του εφεσείοντα, η οποία είχε συνεκδικαστεί με την απαίτηση, την απέρριψε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αβάσιμη.

Με την έφεση την οποία καταχώρησε ο εφεσείων, δεν εγείρει κανένα ζήτημα σε σχέση με το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά στην απόρριψη της Ανταπαίτησής του. Ως προς την Απαίτηση των εφεσίβλητων, ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση εγείροντας δύο Λόγους Έφεσης.

1ος Λόγος Έφεσης – Ζήτημα αξιοπιστίας των μαρτύρων και ιδιαίτερα του εφεσείοντα – Εσφαλμένος τρόπος αξιολόγησης και εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων.

Το ουσιαστικό παράπονο το οποίο προβάλλει ο εφεσείων κάτω από αυτό το Λόγο Έφεσης, το αιτιολογικό του οποίου έχει περιορισθεί με το Περίγραμμα Αγόρευσής του, έγκειται στη θέση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη και σημαίνουσα βα[*113]ρύτητα σε ασήμαντες ή επουσιώδεις διαφοροποιήσεις μεταξύ της επί Δικαστηρίω μαρτυρίας του εφεσείοντα και της ένορκης δήλωσής του ημερομηνίας 19.7.2001. Πιο συγκεκριμένα, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εμπιστευθείς τις παραστάσεις του Μ.Ε.3, ο οποίος ενεργούσε για τους εφεσίβλητους, υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο που περιέχεται στο Τεκμήριο 2, αναπόσπαστο μέρος του οποίου ήταν και η δεύτερή του σελίδα, το περιεχόμενο της οποίας εύλογα θεώρησε ότι τον προφύλασσε από αγορές μετοχών χωρίς την υπογραφή και/ή γραπτή εντολή του και χωρίς την καταβολή του απαιτούμενου ποσού προς τους εφεσίβλητους. Ότι δε οι όποιες διαφοροποιήσεις παρατηρήθηκαν μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσείοντα και ένορκης δήλωσης την οποία ο ίδιος κατήρτισε στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης προσωρινού διατάγματος, αφορούσαν περιφερειακά και επουσιώδη γεγονότα, τα οποία και θα έπρεπε έτσι να προσεγγισθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Στο σημείο τούτο παρεμβάλλουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του είχε προβεί σε εύρημα ότι όλες οι αγοραπωλησίες μετοχών με τις οποίες οι εφεσίβλητοι είχαν χρεωπιστώσει το λογαριασμό του εφεσείοντα, είχαν διενεργηθεί όπως ισχυρίζονταν οι πρώτοι. Είχε δηλαδή προς τούτο χρησιμοποιηθεί πληρεξούσιο έγγραφο, το Τεκμήριο 2, το οποίο ο Μ.Ε.3 ο οποίος εργαζόταν για την εφεσίβλητη – χρηματιστηριακή εταιρεία, το είχε δώσει στον εφεσείοντα ο οποίος και το υπόγραψε. Το υπόγραψε δε, σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, αφού κατέστησε γνωστό σ’ αυτό ο Μ.Ε.3 ποια ήταν η εταιρεία στην οποία εργαζόταν και αφού μάλιστα ο εφεσείων είχε διαβάσει το πληρεξούσιο προτού το υπογράψει. Το γεγονός ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι ο Μ.Ε.3 εργαζόταν στους εφεσίβλητους και ότι το πληρεξούσιο προς αυτούς ήταν που απευθυνόταν, το δέχθηκε και ο ίδιος ο εφεσείων στη μαρτυρία του, προσθέτοντας μάλιστα ότι επιπρόσθετα ο Μ.Ε.3 του επεξήγησε “όλο το πληρεξούσιο”. Όπως όμως είχε προσθέσει στη μαρτυρία του, όταν διάβασε το πληρεξούσιο, κάπου δεν του άρεσε επειδή “έγραφε ότι μπορούν να κάμνουν ό,τι θέλουν για λογαριασμό μου.” Ρώτησε τότε το Μ.Ε.3 σχετικά με κάποια στοιχεία στη δεύτερη σελίδα, αν δηλαδή αυτά ίσχυαν, και αυτός του είπε ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα, δεν μπορούσε να του αγοράσει καμιά μετοχή χωρίς να έχει λεφτά μέσα, ούτε και να του πωλήσει, αν δεν έχει τίτλους, οπότε και υπέγραψε το πληρεξούσιο.

Πέραν του ότι οι πιο πάνω ισχυρισμοί του εφεσείοντα δεν έγιναν δεκτοί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εκτενώς εξήγησε, ενώ αντίθετα αξιολογήθηκε ως αξιόπιστη και αποδεκτή η μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων, θα πρέπει [*114]να παρατηρηθεί ότι εν πάση περιπτώσει τέτοιοι ισχυρισμοί γεγονότων δεν καλύπτονταν από την Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του εφεσείοντα. Αντίθετα, στην Έκθεση Υπεράσπισής του ο εφεσείων ισχυριζόταν ότι:

α. Οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων στην παρα. 2 της Απαίτησης ήσαν απορριπτέοι αφού “... εξουσιοδότηση υπέγραψε μόνο προς τον αντιπρόσωπο των εναγόντων Πολύ Καπιτζή κατά του οποίου προβαίνει στη διαδικασία προσαγωγής του ως τριτοδιαδίκου διά την καλυτέραν απονομήν της δικαιοσύνης και αποφυγήν κακοδικίας” (παρα. 2 της Έκθεσης Υπεράσπισης).

β. Αντίθετα με όσα δέχθηκε στο Δικαστήριο ο εφεσείων, επίσης στην παρα. 2 της Υπεράσπισης, του έλεγε ότι “... ουδέποτε ήρθε σε κατευθείαν επαφή με τους ενάγοντες και/ή αγνοούσε με ποίο χρηματιστηριακό γραφείο συνεργαζόταν ο κ. Π. Καπιτζής ...”

Πέραν των ανωτέρω θετικών ισχυρισμών του εφεσείοντα, που ο ίδιος ανασκεύασε στην προφορική του μαρτυρία, πουθενά στην Έκθεση Υπεράσπισής του δεν εγείρει θέμα ότι υπέγραψε το πληρεξούσιο επειδή του υποβλήθηκαν κάποιες προφορικές παραστάσεις ή επειδή βασίστηκε σε κάποια στοιχεία σε έντυπο που επισυνάπτετο στο πληρεξούσιο. Ας σημειωθεί ότι εκεί όπου ο εφεσείων αναφέρεται σε δεύτερη σελίδα του πληρεξουσίου – Τεκμηρίου 2 στην Ειδοποίηση Έφεσης του και εκεί όπου αναφερόταν σε “... δυό τρεις πίσω” στη μαρτυρία του (σελίδα 144 των Πρακτικών), προφανώς επικαλείται ένα αυτοτελές μονοσέλιδο δεύτερο έγγραφο το οποίο επισυνάπτεται στο Πληρεξούσιο – Τεκμήριο 2 και έχει επικεφαλίδα “Στοιχεία Πελάτη και Γενικές Πληροφορίες”. Στο έντυπο εκείνο προσφέρονταν προς συμπλήρωση (και συμπληρώθηκαν από τον εφεσείοντα, όπως ο ίδιος δέχθηκε) διάφορα προσωπικά του στοιχεία. Στο τέλος δε του εγγράφου αναγράφονταν δακτυλογραφημένες διάφορες ενημερωτικής φύσεως πληροφορίες οι οποίες, όπως αναφερόταν, παρέθεταν διαδικασία βάσει οδηγιών του Χ.Α.Κ. για ομαλότερη λειτουργία του θεσμού. Μεταξύ αυτών αναφερόταν ότι σε περίπτωση αγοράς κινητών αξιών απαιτείται η καταβολή από τον επενδυτή του απαιτούμενου ποσού πριν την εκτέλεση της εντολής του και ότι για να εκτελεστεί εντολή αγοράς πρέπει πρώτα να έχει καταθέσει το ποσό που επιθυμεί να επενδύσει στο λογαριασμό πελατών των εφεσιβλήτων. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι ο εφεσείων καμιά αναφορά δεν είχε κάνει στην Έκθεση Υπεράσπισής του στην ύπαρξη τέτοιων προϋποθέσεων και ουδέποτε έθεσε προς υπεράσπισή του οποιοδήποτε θέμα παραβίασης των οδηγιών του Χ.Α.Κ. από τους εφεσίβλητους ή μη τήρησης κατ’ ισχυρισμό όρων [*115]που αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος του πληρεξουσίου. Ούτε και έθεσε οποιοδήποτε θέμα σύμφωνα με το οποίο είχε παραπλανηθεί από οποιεσδήποτε παραστάσεις στις οποίες είχε προβεί ο Μ.Ε.3 έτσι ώστε να υπέγραφε το πληρεξούσιο. Αντίθετα, δέχεται και ο ίδιος ότι σε δύο περιπτώσεις εκτέλεσης εντολής του, η μια για αγορά μετοχών της Louis Cruise Lines Ltd και η άλλη για πώλησή τους, νομότυπα ήταν που χρησιμοποιήθηκε το πληρεξούσιο που είχε υπογράψει, αφού δέχεται τη νομιμότητα της συναλλαγής εκείνης, την οποία και τίμησε (παρα. 3 της Έκθεσης Υπεράσπισης). Είναι δε καλά καθιερωμένη αρχή ότι μαρτυρία η οποία εκφεύγει από το περιεχόμενο των εγγράφων προτάσεων δεν λαμβάνεται υπόψη, αφού η δίκη τροχιοδρομείται αυστηρά στη βάση των ισχυρισμών που περιέχονται στα δικόγραφα. (Courtis and Others v. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, Αθηνοδώρου κ.ά. v. Κωνσταντίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 615, Μελάς v. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 835).

Εν πάση όμως περιπτώσει, η αξιολόγηση της εκατέρωθεν δοθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και η απόρριψη των ισχυρισμών του εφεσείοντα επί του θέματος τούτου και γενικότερα, δεν έγινε με οποιοδήποτε μεμπτό τρόπο έτσι ώστε να δικαιολογείται το Εφετείο όπως επέμβει. Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, ανάγονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο βρίσκεται σε προνομιακή θέση να εκτιμήσει τα θέματα τούτα. (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Το Εφετείο δικαιολογείται να επεμβαίνει στις διαπιστώσεις αξιοπιστίας, μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι εξ αντικειμένου αυτές είναι ανυπόστατες. (Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39). Περαιτέρω, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί επέμβαση του Εφετείου εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη δοθείσα μαρτυρία, ή όπου τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το Δικαστήριο. (Βλ. επίσης Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367).

Στην προκείμενη περίπτωση, αξιολογώντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε συμπεράνει ότι η όλη στάση και παράσταση του εφεσείοντα στο εδώλιο του μάρτυρα, είχε δημιουργήσει την εντύπωση ότι αυτός δεν κατέθεσε με ευθύτητα και ότι στην προσπάθειά του να αποποιηθεί την ευθύνη, παρουσίασε ασαφείς και αντιφατικές εκδοχές, ενώ η μαρτυρία του χαρακτηριζόταν από υπερβολή και δεν ανταποκρινόταν στη λογική. Το πρωτόδικο δε [*116]Δικαστήριο, δεν αρκέστηκε στις γενικές αυτές παρατηρήσεις επί της μαρτυρίας και της όλης παράστασης του εφεσείοντα. Προχώρησε και παρέθεσε συγκεκριμένα στοιχεία από τη μαρτυρία του τα οποία και ανέλυσε εκτενώς και τα οποία στοιχειοθετούσαν πειστικά τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου κατά τρόπο απτό, αναφορικά με την ύπαρξη διάστασης μεταξύ της μαρτυρίας του και ισχυρισμών στην Υπεράσπιση, αντιφάσεων μεταξύ συγκεκριμένων ουσιωδών μερών της μαρτυρίας του και αντιφάσεων μεταξύ της προφορικής του μαρτυρίας και του περιεχομένου ένορκης δήλωσης στην οποία είχε προβεί ως προς τα ίδια γεγονότα, στην προηγηθείσα διαδικασία εκδίκασης αίτησης έκδοσης προσωρινού διατάγματος. Δεν συμφωνούμε με τα αναφερόμενα στην αιτιολογία του Λόγου Έφεσης τούτου, ότι οι διαστάσεις στη μαρτυρία του εφεσείοντα αφορούσαν σε επουσιώδη και/ή περιφερειακά θέματα. Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του εφεσείοντα και δικαιολογημένες ήσαν και αιτιολογημένες πλήρως, αλλά και αναπόφευκτες.

Ενόψει των πιο πάνω, ο Λόγος Έφεσης αρ. 1 αποτυγχάνει.

2ος Λόγος Έφεσης – Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκανε δεκτή τη μαρτυρία και την υπόθεση των εφεσίβλητων, σε καταφανή αντίθεση προς το Τεκμήριο 2 – πληρεξούσιο.

Ο βασικός ισχυρισμός και η αιτιολογία η οποία προβάλλεται από τον εφεσείοντα προς υποστήριξη αυτού του Λόγου Έφεσης, συνοψίζεται ως ακολούθως: Το πληρεξούσιο – Τεκμήριο 2 με βάση το οποίο οι εφεσίβλητοι διενήργησαν τις συναλλαγές για λογαριασμό του εφεσείοντα, είχε κατατεθεί στο Δικαστήριο από τους ίδιους και ουσιαστικά στο έγγραφο τούτο ήταν που στήριζαν την υπόθεσή τους. Όμως, η μαρτυρία που δόθηκε από πλευράς εφεσίβλητων ως προς τον τρόπο διενέργειας των συναλλαγών, ερχόταν σε καταφανή αντίθεση με όρους του Τεκμηρίου 2. Επομένως, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, η μαρτυρία που δόθηκε από τους εφεσίβλητους θα έπρεπε να είχε απορριφθεί από το εκδικάσαν την απαίτησή τους Δικαστήριο για δύο βασικούς λόγους:

α. Επειδή η μαρτυρία των εφεσίβλητων έγινε δεκτή κατά παράβαση της αρχής περί μη αποδοχής προφορικής μαρτυρίας η οποία είναι αντίθετη ή αντικρούει το περιεχόμενο γραπτής μαρτυρίας.

β. Επειδή η δοθείσα από τους εφεσίβλητους μαρτυρία είχε στηριχθεί επί αντιφατικών ισχυρισμών και μαρτυρίας λόγω των διαφορών μεταξύ όρων του εγγράφου και δοθείσας προφορικής μαρτυρίας, γεγονός που καθιστούσε την προσφερθείσα από τους εφε[*117]σίβλητους μαρτυρία, απορριπτέα.

Προωθώντας αυτές τις θέσεις, ο συνήγορος του εφεσείοντα στο Περίγραμμα Αγόρευσής του υπέβαλε ότι με βάση το Τεκμήριο 2 – πληρεξούσιο, ήταν αδύνατο να διενεργηθούν αγορές επί πιστώσει, καθότι ρητά απαγορευόταν κάτι τέτοιο από τις οδηγίες του Χ.Α.Κ., οι οποίες οδηγίες αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος του εγγράφου.

Σε σχέση με αυτές τις θέσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι όλοι οι όροι του πληρεξουσίου εγγράφου περιλαμβάνονταν στην πρώτη σελίδα του Τεκμηρίου 2. Συγκεκριμένα, στη σελίδα 36 της πρωτόδικης απόφασης αναφέρονταν τα εξής:

“.... το επισυνημμένο έντυπο στο πληρεξούσιο έγγραφο, με αναφορά στις οδηγίες του Χ.Α.Κ. ουσιαστικά αποτελεί απλά μια ενημέρωση του πελάτη για τη διαδικασία που περέπει να ακολουθείται στο Χ.Α.Κ. και έστω και αν αυτές οι οδηγίες έπρεπε να τηρηθούν από πλευράς των εναγόντων, αυτές δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα και εγκυρότητα των πράξεων, εφόσον και ο ίδιος ο Εναγόμενος επέλεξε να μην τις τηρήσει και να δώσει προφορικές οδηγίες, εν γνώσει του ότι αυτή η συμπεριφορά του παρέβαινε τις οδηγίες του Χ.Α.Κ. και μάλιστα χωρίς να προκαταβάλει το τίμημα, και οι Ενάγοντες τις αποδέχθηκαν πλήρως ....”

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθές. Εν πρώτοις, το Τεκμήριο 2 αποτελείται πράγματι από δύο αυτοτελή έγγραφα, συνδεδεμένα μεταξύ τους, χωρίς οποιαδήποτε σελίδωση. Το πρώτο, είναι ένα εκτυπωμένο έντυπο σε ένα φύλλο χαρτιού το οποίο περιγράφεται “Πληρεξούσιο Έγγραφο” και είναι συμπληρωμένο και υπογεγραμμένο στο τέλος του κειμένου του από τον εφεσείοντα πάνω από τις λέξεις “Ο Εξουσιοδοτών” και από το Μ.Ε.3, πάνω από τη λέξη “Μάρτυρας”. Καμιά αναφορά δεν γίνεται στο αυτοτελές και αυθύπαρκτο αυτό έγγραφο, σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που τυχόν ακολουθεί ή επισυνάπτεται σ’ αυτό. Το δεύτερο έγγραφο που ακολουθεί, έχει τίτλο “Στοιχεία Πελάτη και Γενικές Πληροφορίες”. Όπως το ίδιο το έγγραφο αναφέρει, ο πελάτης των εφεσίβλητων παρακαλείται όπως συμπληρώσει στο έντυπο εκείνο ζητούμενα στοιχεία, όπως είναι όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο κλπ, για το άνοιγμα λογαριασμού με τους εφεσίβλητους. Μετά από το χώρο όπου ο πελάτης καλείται να συμπληρώσει τα ζητούμενα στοιχεία, στο έγγραφο αναφέρεται ενημερωτικά ότι:

“Βάσει οδηγιών του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, για ομαλότερη λειτουργία του θεσμού, έχουν προκύψει οι ακόλουθες [*118]διαδικασίες: ……………….”

Ακολουθούν πληροφορίες αναφορικά με οδηγίες του Χ.Α.Κ. ως προς την καταβολή από τον επενδυτή του απαιτούμενου ποσού για αγορά κινητών αξιών πριν την εκτέλεση εντολής του, ως προς την κατάθεση των τίτλων από τον επενδυτή πριν από την κάθε αγορά, ως προς το ότι τηλεφωνικές εντολές πρέπει να ηχογραφούνται κλπ. Αυτές ακριβώς τις ενημερωτικής φύσεως οδηγίες είναι που επικαλείται ο εφεσείων, ισχυριζόμενος ότι αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος και όρους του πρώτου εγγράφου στο Τεκμήριο 2, δηλαδή του Πληρεξουσίου Εγγράφου. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να προκύπτει ή να εξάγεται από τα δύο έγγραφα. Εν πάση δε περιπτώσει, τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήσαν διαφορετικά και σύμφωνα με αυτά, ο ίδιος ο εφεσείων έδιδε προφορικές οδηγίες για συναλλαγές μετοχών οι οποίες εκτελούνταν από τους εφεσίβλητους χωρίς μάλιστα απαίτηση για προκαταβολή ή ύπαρξη σε λογαριασμό του ανάλογου ποσού και ότι για κάθε πράξη αυτός ενημερωνόταν με ειδικά έντυπα τα οποία του αποστέλλονταν. Αυτά τα ευρήματα ήσαν επακόλουθα της αξιολόγησης της μαρτυρίας η οποία είχε δοθεί από τις δύο πλευρές ως αποτέλεσμα της οποίας η εκδοχή του εφεσείοντα κρίθηκε αναξιόπιστη για καλούς λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν έχουν προβληθεί κατ’ έφεση οποιοιδήποτε πειστικοί λόγοι που θα τους ανέτρεπαν.

Επομένως, το όλο θέμα δεν ανάγεται σε αποδοχή από το Δικαστήριο μαρτυρίας των εφεσίβλητων η οποία περιείχε αντιφατικά ή αντικρουόμενα μεταξύ τους στοιχεία. Οι εφεσίβλητοι είχαν καθαρά ενεργήσει με βάση τους όρους του Πληρεξουσίου Εγγράφου και οι συναλλαγές μεταξύ των διαδίκων, σε όποια μορφή γίνονταν, διενεργούνταν συναινετικά, ενώ για οποιανδήποτε παρέκκλιση από τις οδηγίες που είχε εκδώσει το Χ.Α.Κ., σύμφωνα με δοθείσα μαρτυρία, είχε επιβληθεί στους εφεσίβλητους διοικητικό πρόστιμο. Όπως δε ορθά είχε παρατηρήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, κάτι τέτοιο δεν επηρέαζε τη νομιμότητα και συμβατική δεσμευτικότητα των πράξεων που έγιναν στο Χρηματιστήριο μεταξύ εφεσείοντα και εφεσιβλήτων, το αποτέλεσμα των οποίων παρέμεινε πάντα νομικά ισχυρό.

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.700 έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων, πλέον Φ.Π.Α..

Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, πλέον Φ.Π.Α..

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο