Nτάγκλας Ντέρεκ και Άλλη ν. Νότας Ντάγκλας και Άλλου (2010) 1 ΑΑΔ 128

(2010) 1 ΑΑΔ 128

[*128]11 Φεβρουαρίου, 2010

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

(Έφεση Αρ. 6/2008)

ΝΤΕΡΕΚ ΝΤΑΓΚΛΑΣ,

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

v.

ΝΟΤΑΣ ΝΤΑΓΚΛΑΣ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

 

(Έφεση Αρ. 8/2008)

ΝΟΤΑ ΚΑΡΤΑΛΛΗ (ΝΤΑΓΚΛΑΣ),

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΝΤΕΡΕΚ ΝΤΑΓΚΛΑΣ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Εφέσεις Αρ. 6/2008, 8/2008)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Διεκδίκηση μεριδίου από τη σύζυγο επί της επαύξησης της περιουσίας του συζύγου της που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου, ως αποτέλεσμα της κατ’ ισχυρισμό συνεισφοράς της ― Καθορισμός ποσοστού στη βάση του μαχητού τεκμηρίου του εδαφίου 2 του Άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91), δηλαδή του 1/3 της περιουσίας του συζύγου ― Κατά πόσο δικαιολογείτο η απόδοση του μεριδίου 1/3 συγκεκριμένου κτήματος του συζύγου, στη σύζυγο.

[*129]Απόδειξη ― Αντεξέταση ― Παράλειψη αντεξέτασης σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας ― Ισοδυναμεί, κατά κανόνα, με παραδοχή εφόσον από την αντεξέταση αναμένεται να προκύψουν στοιχεία βοηθητικά προς έλεγχο της αντίθετης μαρτυρίας.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση κατά των διαπιστώσεων και ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε υπόθεση που αφορούσε σε περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.

Δικαιώματα διαδίκου ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη και εκδίκαση υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου ― Κατά πόσο παραβιάσθηκαν στην παρούσα υπόθεση.

Το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο, μετά από επανεκδίκαση, εξέδωσε απόφαση με την οποία η εφεσίβλητη (αιτήτρια στην πρωτόδικη διαδικασία), δικαιούται στο ποσοστό του δια νόμου μαχητού τεκμηρίου, δηλαδή του 1/3 της αξίας κτήματος στο χωριό Αγία Βαρβάρα το οποίο ενεγράφη στο όνομα του τέως συζύγου της, εφεσείοντος, στις 17.1.1994. Ο γάμος της εφεσίβλητης με τον εφεσείοντα είχε διαλυθεί στις 16.3.1998. Το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση της εφεσίβλητης για συνεισφορά στην ανέγερση δύο αποθηκών που υπήρχαν στο κτήμα. Η απόφαση η οποία εκδόθηκε υπέρ της εφεσίβλητης ήταν για ποσό £16.666,66 ισάξιο σε €28.475,55 πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αίτησης πλέον έξοδα και βασιζόταν στην αξία της γης κατά τον ουσιώδη χρόνο, την οποία το Δικαστήριο βρήκε ότι ανερχόταν στις £50.000.

Ταυτόχρονα το Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση του καθ΄ ου η αίτηση-εφεσείοντος στην Έφεση Aρ. 6/08 ως εκφεύγουσα των οδηγιών προς επανεκδίκαση.

Ο καθ’ ου η αίτηση - εφεσείων καταχώρησε την Έφεση Aρ. 6/08 ενώ η αιτήτρια - εφεσίβλητη, την Έφεση Aρ. 8/08. Και με τις δύο εφέσεις αμφισβητείται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη συνεισφορά του 1/3. Πέραν τούτου, με τις αντίστοιχες εφέσεις τους, ο μεν εφεσείων εγείρει και θέμα παραβίασης του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη, η δε εφεσίβλητη παραπονείται ότι το Δικαστήριο ενώ αποδέχθηκε την συνεισφορά της στην απόκτηση του κτήματος, απέρριψε την αξίωσή της για συνεισφορά στην ανέγερση των δύο αποθηκών.

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι: (α) δεν έτυχε δίκαιης δίκης επειδή, όπως ισχυρίστηκε, ο προεδρεύων Δικαστής επέμενε να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσής του παρόλο που δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο και επίσης λόγω του ότι  το Δικαστήριο έλαβε θέση ευθύς εξ αρ[*130]χής στην υπόθεση και επομένως θα έπρεπε να αυτοεξαιρεθεί, (β) υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να παραβιαστούν τα δικαιώματά του ενόψει του Άρθρου 30 του Συντάγματος και (γ) το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δικαιούτο στο 1/3 μερίδιο του κτήματος στην Αγία Βαρβάρα, είναι εσφαλμένο και αυθαίρετο.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Τα πρακτικά της υπόθεσης δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος υπό το α) ανωτέρω. Το γεγονός δε της μη εκπροσώπησής του από δικηγόρο οφείλετο σε δική του αυτόβουλη ενέργεια. Ακόμα και μετά που εγκρίθηκε αίτημά του για νομική αρωγή και πάλι δεν έθεσε θέμα νομικής εκπροσώπησής του στην επόμενη δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για αγορεύσεις.

2. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δικαστηρίου, η επανεκδίκαση της υπόθεσης δεν καθυστέρησε αφού διεκπεραιώθηκε σε λιγότερο από ένα χρόνο από την έκδοση του διατάγματος επανεκδίκασης. Η μόνη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, ήταν ως αποτέλεσμα της μη εμφάνισης του εφεσείοντος σε δύο περιπτώσεις και των αιτημάτων αναβολής εκ μέρους του. Ο εφεσείων έτυχε ακριβοδίκαιης δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο και κανένα δικαίωμά του δεν παραβιάστηκε.

3. Ο λόγος έφεσης του εφεσείοντος σε σχέση με το ποσοστό του 1/3 του κτήματος το οποίο το Δικαστήριο έκρινε ότι δικαιούται η εφεσίβλητη, δεν ευσταθεί. Κατ’ αρχάς η εφεσίβλητη δεν αντεξετάστηκε και δεν αμφισβητήθηκαν τα κατατεθέντα τεκμήρια.

    Παράλειψη αντεξέτασης σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας, ισοδυναμεί, κατά κανόνα, με παραδοχή εφόσον από την αντεξέταση αναμένεται να προκύψουν στοιχεία βοηθητικά προς έλεγχο της αντίθετης μαρτυρίας. Το Δικαστήριο, βέβαια, έχει τη δυνατότητα, για καλό λόγο, να μην αποδεχθεί κατά απόλυτο τρόπο μαρτυρία που δεν τέθηκε στη βάσανο της αντεξέτασης, εφόσον κρίνει στην ολότητα των γεγονότων ότι κάτι τέτοιο ενδείκνυται υπό το φως άλλης αντίθετης και αποδεκτής μαρτυρίας.

    Το Δικαστήριο ανέλυσε την αποδεκτή μαρτυρία και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα. Δεν πείσθηκε από τα στοιχεία που έθεσε ενώπιόν του η εφεσίβλητη, ότι η συνεισφορά της ξεπερνά την διά του Άρθρου 14(2) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91), καθοριζόμενη συνεισφορά κατά 1/3. Ούτε βέβαια ο εφεσείων έπεισε ότι θα πρέπει να αποδοθεί [*131]στην εφεσίβλητη μικρότερο ποσοστό συνεισφοράς.

4. Εύλογη είναι υπό τις περιστάσεις και η κατάληξη του Δικαστηρίου αναφορικά με την έλλειψη επαρκούς μαρτυρίας για τη συνεισφορά της εφεσίβλητης στην ανέγερση των αποθηκών εντός του επίδικου κτήματος. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν έρχονται σε αντίθεση με παραδεκτά γεγονότα ή αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. Από την στιγμή που τα ευρήματα ήταν ευλόγως ανοιχτά στο πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορεί να θεωρηθούν ανατρέψιμα.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν. Εκδόθηκε διαταγή όπως η κάθε πλευρά καταβάλει τα δικά της έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κούρρης v. Παπαδοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1147,

Yiannis Erimoudis Estates Ltd κ.ά. v. Χριστοδουλίδου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 926.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τον εφεσείοντα - καθ’ ου η αίτηση (Έφεση Aρ. 6/08) και από την εφεσίβλητη - αιτήτρια (Έφεση Aρ. 8/08) εναντίον  της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιασίδης, Δ.), (Aίτ. Aρ. 143/09), ημερ. 29.2.2008.

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Aρ. 6/08 και για τον Εφεσίβλητο στην Έφεση Aρ. 8/08.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για την Εφεσίβλητη στην Έφεση Aρ. 6/08 και για την Εφεσείουσα στην Έφεση Aρ. 8/08.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με τις δύο εφέσεις αμφισβητείται και από τις δύο πλευρές η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης μετά από επανεκδίκαση, αναφορικά με περιουσιακή διαφορά ενός μόνο περιουσιακού στοιχείου. Θα αναφερόμαστε στους διαδίκους όπως αυτοί περιγράφονται στο τίτλο της Εφεσης Aρ. 6/08.

[*132]Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι διάδικοι τέλεσαν το γάμο τους στις 2.6.1974, ο οποίος όμως λύθηκε 24 χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 16.3.1998. Από το γάμο τους απέκτησαν μια κόρη η οποία γεννήθηκε το 1976. Μετά τη διάλυση του γάμου τους προέκυψαν περιουσιακές αξιώσεις εκ μέρους της Εφεσίβλητης η οποία διεκδικούσε μερίδιο επί της επαύξησης της περιουσίας του Εφεσείοντος, ως αποτέλεσμα της κατ’ ισχυρισμό συνεισφοράς της.  Με την αρχική αίτησή της στο πρωτόδικο δικαστήριο, η Εφεσίβλητη διεκδικούσε μερίδιο σε διάφορα περιουσιακά στοιχεία συμπεριλαμβανομένου και ενός κτήματος στο χωριό Αγία Βαρβάρα και δύο αποθηκών που υπήρχαν σ’ αυτό και το οποίο ενεγράφη στο όνομα του Εφεσείοντος στις 17.1.1994. Το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο αποτελεί και τη μόνη διαφορά που παρέμεινε μεταξύ των διαδίκων. Όλες οι υπόλοιπες διαφορές τους, διευθετήθηκαν με την αρχική απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου και με τις δύο εφέσεις που ακολούθησαν (αρ. 3/2005 και 9/2005) μεταξύ των ιδίων διαδίκων. Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο δεχόμενο την Έφεση Aρ. 3/2005 διέταξε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή, σε σχέση μόνο με την αξίωση της Εφεσίβλητης για τα ακίνητα στην Αγία Βαρβάρα.

Μετά την επανεκδίκαση, το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο κατέληξε ότι η Εφεσίβλητη (Αιτήτρια στην πρωτόδικη διαδικασία), δικαιούται στο ποσοστό του δια νόμου μαχητού τεκμηρίου, δηλαδή του 1/3 της αξίας του επίδικου κτήματος στην Αγία Βαρβάρα. Καθορίζοντας την αξία της περιουσίας, το Δικαστήριο βρήκε ότι η αξία της γης κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν £50.000 και των αποθηκών που υπήρχαν σ’ αυτό £35.000. Όμως το Δικαστήριο ενώ δέχθηκε ότι η εφεσίβλητη συνεισέφερε στην απόκτηση της γης, απέρριψε την αξίωση της για συνεισφορά στην ανέγερση των δύο αποθηκών. Ως αποτέλεσμα εξέδωσε απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης για ποσό £16.666,66 ισάξιο σε €28.475,55 πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της Αίτησης, πλέον έξοδα. Ταυτόχρονα απέρριψε την ανταπαίτηση του Kαθ’ ου η αίτηση-Εφεσείοντος στην Έφεση Aρ. 6/08 ως εκφεύγουσα των οδηγιών προς επανεκδίκαση.

Αμφότερες οι πλευρές νιώθουν αδικημένες από την πρωτόδικη απόφαση, με αποτέλεσμα ο Καθ’ ου η αίτηση – Εφεσείων να καταχωρήσει την Εφεση Aρ. 6/08 ενώ η Αιτήτρια – Εφεσίβλητη, την Έφεση Aρ. 8/08. Και ο δύο εφέσεις έχουν ως κοινό σημείο αμφισβήτησης, την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για την συνεισφορά του 1/3. Πέραν τούτου με την Εφεση Aρ. 6/08, ο Εφεσείων εγείρει δύο άλλους λόγους έφεσης για παραβίαση του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη. Ο 2ος λόγος έφεσης που αφορού[*133]σε στην έλλειψη δικαιοδοσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, εγκαταλείφθηκε.

Πρώτα, θα ασχοληθούμε με την Έφεση Αρ. 6/08. Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 1 και 3 μαζί. Με τον πρώτο λόγο ο Εφεσείων εγείρει θέμα παραβίασης του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη. Σύμφωνα με την αιτιολογία του λόγου έφεσης:

«Το Δικαστήριο έλαβε θέση ευθύς εξαρχής στην υπόθεση και επομένως θα έπρεπε να αυτοεξαιρεθεί.

Ο Προεδρεύων Πρόεδρος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κ. Σωτήρης Α. Λιασίδης, με ενημέρωσε στις πρώτες συναντήσεις που είχα στο γραφείο του, ότι αυτός βγάζει αποφάσεις βάσει της συνείδησής του και όπως φαίνεται από την απόφασή του, ουδόλως έλαβε υπόψη τις μαρτυρίες και τα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί στην υπόθεση.

Ο προεδρεύων Δικαστής επέμενε να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης και ας μην είχα δικηγόρο και για το λόγο αυτό εγώ δεν παρουσιάστηκα στην ακρόαση, ημερομηνίας 12/10/07, της αίτησης μου διά κλήσεως για προδίκαση νομικών σημείων. Στην ακρόαση της κύριας αίτησης στις 19/11/07 και εφόσον μέχρι τότε δεν είχε εγκριθεί η αίτησή μου για νομική αρωγή, αναγκάστηκα υπό τις περιστάσεις να προχωρήσω στην υπεράσπιση μου αυτοπροσώπως.

Σημειωτέο δε ότι υπέβαλα αίτηση για νομική αρωγή στις 6/7/07 και εγκρίθηκε στις 15/2/08 όταν πλέον ήταν πολύ αργά.»

Έχουμε εξετάσει την πορεία της υπόθεσης κατά την επανεκδίκαση, όπως αυτή προκύπτει από τα ενώπιόν μας πρακτικά. Δεν συμφωνούμε ότι ο Εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης.

Κατ’ αρχάς τα πρακτικά δεν επιβεβαιώνουν τις φερόμενες δηλώσεις του πρωτόδικου δικαστή στο γραφείο του. Ούτε για το επεισόδιο στις 12.10.07, τα πρακτικά υποστηρίζουν τα όσα ισχυρίζεται ο Εφεσείων, ο οποίος ας σημειωθεί εμφανιζόταν χωρίς δικηγόρο. Όπως αναφέρεται στα πρακτικά, εκείνη την ημέρα ήταν ορισμένη η ενδιάμεση αίτηση για να προδικαστεί νομικό σημείο του Εφεσείοντος στις 11 π.μ.. Ο Εφεσείων εμφανίστηκε μόνος του στις 9 π.μ. και είδε το δικαστή στο γραφείο του. Ο δικαστής σύμφωνα με το πρακτικό, του εξήγησε ότι η αίτηση ήταν ορισμένη στις 11 π.μ. και ότι δεν μπορούσε να της επιληφθεί στην απουσία της άλλης πλευράς. Ο Εφεσείων δήλωσε ότι δεν πρόκειται να προσέλθει στο δικαστήριο στις 11 π.μ.. Την ώρα που ήταν προγραμματισμένη για ακρόαση η [*134]ενδιάμεση αίτηση, ο Εφεσείων πράγματι δεν εμφανίστηκε για να την προωθήσει. Η δικηγόρος της Εφεσίβλητης ζήτησε απόρριψη της αίτησης, αίτημα που έγινε δεκτό. Στη συνέχεια ο Εφεσείων εμφανίστηκε άλλες δύο φορές μόνος του χωρίς να διορίσει δικηγόρο. Στις 19.11.07 που ξεκίνησε η επανεκδίκαση της υπόθεσης, ο Εφεσείων δήλωσε ότι θα χειριστεί μόνος του την υπόθεση, χωρίς να εγείρει θέμα νομικής εκπροσώπησης. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ο Εφεσείων πληροφόρησε το δικαστήριο ότι εκκρεμούσε αίτησή του για νομική αρωγή που είχε οριστεί στις 14.12.07 και ζήτησε αναβολή της συνέχισης, ενόψει της προοπτικής διορισμού δικηγόρου. Το δικαστήριο με κάποιο δισταγμό, λόγω της κωλυσιεργούς συμπεριφοράς του Εφεσείοντος, αποδέχθηκε το αίτημα και όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 17.12.07. Εκείνη την ημέρα ο Εφεσείων εμφανίστηκε και πάλιν χωρίς δικηγόρο και δήλωσε για άλλη μια φορά ότι θα χειριστεί μόνος του την υπόθεση. Ακόμα και μετά που του εγκρίθηκε νομική αρωγή στις 15.2.08 και πάλιν δεν έθεσε θέμα νομικής εκπροσώπησης στην επόμενη δικάσιμο 22.2.08, που η υπόθεση ήταν ορισμένη για αγορεύσεις.

Με τον τρίτο και συναφή λόγο έφεσης παραπονείται ότι  υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να παραβιαστούν τα δικαιώματά του ενόψει του Άρθρου 30 του Συντάγματος. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Από τα πρακτικά του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι φανερό ότι η επανεκδίκαση της υπόθεσης έγινε μέσα σε πολύ σύντομο χρόνο, παρά τα προσκόμματα που παρενέβαλλε ο Εφεσείων, αφού αυτή διεκπεραιώθηκε με την έκδοση απόφασης σε λιγότερο από ένα χρόνο από την ημέρα που εκδόθηκε το διάταγμα από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο για επανεκδίκαση. Η μόνη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, ήταν ως αποτέλεσμα της μη εμφάνισης του Εφεσείοντος σε δύο περιπτώσεις και των αιτημάτων αναβολής εκ μέρους του. Ακόμα και όταν το πρωτόδικο δικαστήριο προσπαθούσε να ορίσει την υπόθεση σε σύντομη ημερομηνία, ο ίδιος ζητούσε για διάφορους λόγους, πιο μακρινή ημερομηνία. Ο Εφεσείων κατά την άποψή μας έτυχε ακριβοδίκαιης δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο και κανένα δικαίωμά του δεν παραβιάστηκε.

Επομένως οι λόγοι έφεσης 1 και 3 κρίνονται εντελώς ανεδαφικοί.

Με τον 4ο και τελευταίο λόγο έφεσης, προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη δικαιούται στο 1/3 μερίδιο του κτήματος στην Αγία Βαρβάρα. Όπως ισχυρίζεται ο Εφεσείων, το επίδικο ακίνητο αποκτήθηκε με χρήματα που πήρε από την πώληση κληρονομικού μεριδίου του σε ακίνητο στον Άγιο [*135]Αντώνιο, από την οποία έλαβε το ποσό των £21.600. Ως εκ τούτου το κτήμα, κατά την άποψή του, δεν θα έπρεπε να υπολογιστεί στην αύξηση της περιουσίας. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα στην γραπτή αγόρευσή του, στα πλαίσια του ίδιου λόγου έφεσης, εγείρει και θέμα αιτιολόγησης της εκκαλούμενης απόφασης.  Όμως τέτοιο νομικό ζήτημα δεν εγείρεται με τον τέταρτο λόγο έφεσης και επομένως δεν μπορεί να εξεταστεί. Το μόνο θέμα που θεωρούμε ότι εγείρεται, είναι κατά πόσο δικαιολογείται από την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία, η κατάληξη ότι η Εφεσίβλητη δικαιούται σε 1/3 μερίδιο.

Θα ασχοληθούμε πρώτα με το κατά πόσο το εύρημα του δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη δικαιούται σε 1/3 μερίδιο της περιουσίας στην Αγία Βαρβάρα, είναι αυθαίρετο και λανθασμένο, ενόψει του  ισχυρισμού περί αγοράς της περιουσίας από τον Εφεσείοντα με χρήματα από κληρονομικό μερίδιο και των αντίστοιχων ισχυρισμών της Εφεσίβλητης στην Έφεση Aρ. 8/08.

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Κατ’ αρχάς είναι ορθή η παρατήρηση του ευπαίδευτου συνήγορου για την Εφεσίβλητη, ότι ελλείψει αντεξέτασης της πελάτιδός του και της μη αμφισβήτησης των τεκμηρίων που κατατέθηκαν, τα περιθώρια για αμφισβήτηση της προσαχθείσας μαρτυρίας από τον Εφεσείοντα, είναι πολύ περιορισμένα.

Παράλειψη αντεξέτασης σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας, ισοδυναμεί, κατά κανόνα, με παραδοχή εφόσον από την αντεξέταση αναμένεται να προκύψουν στοιχεία βοηθητικά προς έλεγχο της αντίθετης μαρτυρίας. (Κούρρης v. Παπαδοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1147, σελ. 1154). Παρέχεται βέβαια δυνατότητα στο Δικαστήριο, για καλό λόγο, να μην αποδεχθεί κατά απόλυτο τρόπο μαρτυρία που δεν τέθηκε στη βάσανο της αντεξέτασης, εφόσον κρίνει στην ολότητα των γεγονότων ότι κάτι τέτοιο ενδείκνυται υπό το φως άλλης αντίθετης και αποδεκτής μαρτυρίας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έκρινε την Εφεσίβλητη αξιόπιστη και αφού εξέτασε το περιεχόμενο της μαρτυρίας της, έστω και αν αυτή δεν πέρασε από τη βάσανο της αντεξέτασης, κατέληξε στο να αποδεχθεί τη μαρτυρία της. Παράλληλα απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντος. Τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν έχουν αμφισβητηθεί από τον Εφεσείοντα και επομένως το μόνο που απομένει για εξέταση, είναι κατά πόσο από τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης δικαιολογείται η απόδοση μεριδίου 1/3 στην Εφεσίβλητη. Ταυτόχρονα βέβαια θα πρέπει να εξεταστούν και οι δύο λόγοι έφεσης που εγείρει η Εφεσίβλητη στην Εφεση Aρ. 8/08, για την [*136]απόδοση σ’ αυτή μεγαλύτερου μεριδίου στην κατ’ ισχυρισμό συνεισφορά της στην επαύξηση της αξίας των δύο αποθηκών.

Έχουμε εξετάσει τα ευρήματα του δικαστηρίου που προκύπτουν από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη. Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα των ευρημάτων. Δεν εντοπίσαμε μαρτυρικό υλικό και ούτε μας υποδείχθηκε τέτοιο, που να καθιστά αυθαίρετα ή λανθασμένα τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Αντίθετα, αν και η Εφεσίβλητη δεν αντεξετάστηκε, εντούτοις το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό της για συνεισφορά κατά το ήμισυ της αξίας του ακινήτου. Το δικαστήριο προέβηκε σε ανάλυση της αποδεκτής μαρτυρίας και κατέληξε σε συμπεράσματα που δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως αυθαίρετα. Το δικαστήριο δεν πείστηκε από τα στοιχεία που έθεσε ενώπιόν του η ίδια η Εφεσίβλητη, ότι η συνεισφορά της ξεπερνά την διά του Αρθρου 14(2) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91), καθοριζόμενη συνεισφορά κατά 1/3. Ούτε βέβαια ο Εφεσείων έπεισε ότι θα πρέπει να αποδοθεί στην Εφεσίβλητη μικρότερο ποσοστό συνεισφοράς.

Ο Εφεσείων παραπονείται επίσης ότι το Δικαστήριο ουδόλως έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του Μάκη Κετώνη, του λογιστή Ανδρέα Κτίστη και τη σχετική δήλωση της Τράπεζας Κύπρου. Δεν ευσταθεί ούτε αυτό το παράπονο του Εφεσείοντος, αφού κατά την επανεκδίκαση μόνο οι διάδικοι μαρτύρησαν, ενώ από τα παραδεκτά έγγραφα που κατατέθηκαν, δεν τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου η μαρτυρία των πιο πάνω προσώπων. Φαίνεται ότι ο Εφεσείων αναφέρεται σε μαρτυρία, που ενδεχομένως να τέθηκε ενώπιον του οικογενειακού δικαστηρίου στην πρώτη δίκη. Όμως, όπως ορθά έχει επισημάνει ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, εκείνη η μαρτυρία δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, εφόσον διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης μόνο για το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο στην Αγία Βαρβάρα. Ο Εφεσείων που επέλεξε να μην καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα ή να καταθέσει οποιοδήποτε άλλο μαρτυρικό υλικό, θα πρέπει να περιοριστεί στη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

Κατά την άποψή μας είναι ορθό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε συνεισφορά της Εφεσίβλητης στην αύξηση της περιουσίας σύμφωνα με το Αρθρο 14(1) του Νόμου. Εύλογο είναι επίσης το εύρημα του δικαστηρίου, ότι η Εφεσίβλητη δεν απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό ότι η συνεισφορά της σύμφωνα με το Αρθρο 14(2) του Νόμου, ανερχόταν στο ήμισυ  της αξίας του επίδι[*137]κου περιουσιακού στοιχείου. Εύλογη είναι υπό τις περιστάσεις και η κατάληξη του δικαστηρίου, αναφορικά με την έλλειψη  επαρκούς μαρτυρίας για τη συνεισφορά της Εφεσίβλητης στην ανέγερση των υποστατικών. Το δικαστήριο, αφού σημείωσε ότι η μεγάλη αποθήκη, της οποίας μόνο ο σκελετός είχε ανεγερθεί όταν δόθηκε χαριστικά στον Εφεσείοντα, έκρινε, ελλείψει επαρκούς μαρτυρικού υλικού, αδυναμία στο να καταλήξει σε ακριβές συμπέρασμα για την αξία του σκελετού της αποθήκης, του κόστους αποπεράτωσης και της τελικής αξίας, ώστε να διαφανεί αφ’ ενός κατά πόσο υπήρξε επαύξηση της περιουσίας και αφ’ ετέρου τη συμβολή της Εφεσίβλητης στην επαύξηση. Το Δικαστήριο επισημαίνει την επιπρόσθετη δυσκολία, ότι η μεγάλη αποθήκη καταστράφηκε από φωτιά, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρές ζημιές γεγονός που καθιστούσε τον υπολογισμό ακόμα δυσκολότερο. Τα ευρήματα και οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου είναι καθόλα εύλογα και δικαιολογούνται απόλυτα ενόψει του περιορισμένου μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου. Κανένα από τα ευρήματα του δικαστηρίου δεν έρχεται σε αντίθεση με παραδεκτά γεγονότα ή αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. Από την στιγμή που τα ευρήματα ήταν ευλόγως ανοιχτά στο πρωτόδικο δικαστήριο, δεν μπορεί να θεωρηθούν ανατρέψιμα (βλ. Yiannis Erimoudis Estates Ltd κ.ά. v. Χριστοδουλίδου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 926, στη σελ. 930).

Οι δύο εφέσεις δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. Ενόψει της αποτυχίας και των δύο εφέσεων, κρίνεται ορθό όπως η κάθε πλευρά καταβάλει τα δικά της έξοδα.

Οι εφέσεις απορρίπτονται. Εκδίδεται διαταγή όπως η κάθε πλευρά καταβάλει τα δικά της έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο