Moυστάκας Παναγιώτης και Άλλη ν. Νεκταρίας Ιωάννου και Άλλου (2010) 1 ΑΑΔ 173

(2010) 1 ΑΑΔ 173

[*173]11 Φεβρουαρίου, 2010

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

(Έφεση Αρ. 3/2008)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΝΕΚΤΑΡΙΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσίβλητης.

 

(Έφεση Αρ. 5/2008)

ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΟΥΣΤΑΚΑ,

Εφεσιβλήτου.

(Εφέσεις Αρ. 3/2008, 5/2008)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Επιδίκαση από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας υπέρ του συζύγου ποσού το οποίο αποτελούσε μέρος της αύξησης της περιουσίας της πρώην συζύγου του προερχόμενο από τη συμβολή του ιδίου ― Μαχητό τεκμήριο του εδαφίου 2 του Άρθρου 14(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, όπως τροποποιήθηκε.

Τόκος ― Επιδίκαση νόμιμου τόκου επί ποσού δικαστικής απόφασης ― Άρθρο 33 (2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60 και τροποποιήσεων) ― Εφαρμοστέες αρχές ― Κατά πόσο η απόφαση του εκδικά[*174]σαντος Δικαστηρίου να μη διατάξει την επιδίκαση νόμιμου τόκου επί του ποσού της απόφασης από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης για επίλυση περιουσιακών διαφορών μεταξύ πρώην συζύγων, ήταν δικαιολογημένη.

Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών, επιδίκασε υπέρ του εφεσείοντος Παναγιώτη Μουστάκα το ποσό των €20.844, ισάξιο Λ.Κ.12.200, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της απόφασης (1.2.2008), πλέον έξοδα. Το επιδικασθέν ποσό, αποτελούσε, σύμφωνα με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου, μέρος της αύξησης της περιουσίας της πρώην συζύγου του εφεσείοντος, προερχόμενο από τη συμβολή του ιδίου, όπως προνοείται στο Άρθρο 14(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991.

Με τις αντίστοιχες εφέσεις τους, ο εφεσείων υποβάλλει ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο (α) δεν επιδίκασε νόμιμο τόκο επί του ποσού της απόφασης από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης και (β) δεν διέταξε την επιστροφή  ποσού εκ Λ.Κ.6.820 το οποίο εισέπραξε (ο εφεσείων) ως βοήθημα από την Υπηρεσία Μέριμνας και διέθεσε για την ανέγερση της επίδικης οικίας σε οικόπεδο της συζύγου του. Η εφεσείουσα παραπονείται ότι ο συνυπολογισμός των κονδυλίων εκ Λ.Κ.4.998 και Λ.Κ.4.202 στο επιδικασθέν ποσό των Λ.Κ.12.200 έγινε λόγω λανθασμένης εκτίμησης η οποία δεν συνάδει με τη μαρτυρία, τα παραδεκτά γεγονότα και τα αποδεκτά συμπεράσματα που προκύπτουν.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις νομοθετικές πρόνοιες που ρύθμιζαν το θέμα του τόκου, καταλήγοντας ότι, κατόπιν τροποποίησης του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60) η οποία έγινε το 1996 (Ν. 102(I)/96) η επιδίκαση τόκου καλύπτει πλέον όλα τα αγώγιμα δικαιώματα, αποφάνθηκε ότι:

1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξηγεί γιατί στην προκείμενη περίπτωση δεν εφάρμοσε τον κανόνα του Άρθρου 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου στη βάση του οποίου ο εφεσείων θα δικαιούτο τόκο προς 8% ετησίως από την καταχώρηση της αίτησης. Εν πάση περιπτώσει όμως, δεν έχει εντοπιστεί οτιδήποτε το οποίο βάσιμα θα δικαιολογούσε τη μη εφαρμογή του κανόνα. Αυτό συνιστά σφάλμα  για τη διόρθωση του οποίου παρέχεται η δυνατότητα τροποποίησης του σχετικού μέρους της απόφασης.

2. Η βοήθεια από την Υπηρεσία Μέριμνας «χρεώθηκε» στην εφεσίβλητη σύζυγο του εφεσείοντος επειδή αυτή είναι μητέρα παιδιού το οποίο απέκτησε με τον εφεσείοντα (εκτοπισθέντα πρόσφυγα). Ο εφεσείων [*175]έπαυσε να είναι δικαιούχος αφού αποποιήθηκε την πρώτη βοήθεια που του παραχώρησε η Υπηρεσία Μέριμνας, με αποτέλεσμα αυτή να ακυρωθεί μέχρι να ανοίξει ο δρόμος για τη χορήγηση νέας βοήθειας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι ο εφεσείων δεν δικαιούτο ανάκτησης του ποσού των Λ.Κ.6.280.

3. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση τόσο με το πρώτο κονδύλι των Λ.Κ.4.998 όσο και με το δεύτερο κονδύλι των Λ.Κ.4.402 στη βάση των οποίων αυτά καταβλήθηκαν από χρήματα του συζύγου - εφεσίβλητου, βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εφεσίβλητης ήσαν γενικοί και αόριστοι χωρίς τίποτε το ουσιαστικό που θα μπορούσε να ανατρέψει την πραγματική εικόνα έτσι ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.

4. Για την αδράνεια που σημειώθηκε κατά τη χρονική περίοδο από 6.4.1999 μέχρι 15.5.2003 (ημερομηνία καταχώρησης νέας τροποποιημένης αίτησης), δεν φαίνεται να ευθύνεται η εφεσίβλητη. Γι’ αυτό δεν επιδικάζεται τόκος επί του ποσού της απόφασης από την καταχώρηση της αρχικής αίτησης. Το εξ αποφάσεως χρέος, είναι ορθό, όπως φέρει νόμιμο τόκο από 15.5.2003 που καταχωρήθηκε η τροποποιημένη αίτηση η οποία έδωσε ώθηση στη διαδικασία.

Η έφεση αρ. 3/2008 επιτράπηκε στην έκταση που αφορά το θέμα του τόκου επί του επιδικασθέντος ποσού. Η έφεση αρ. 5/2008 απορρίφθηκε. Επιδικάσθηκαν έξοδα €2.000 και για τις δύο εφέσεις υπέρ του συζύγου και εις βάρος της πρώην συζύγου του.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Conqueror Devel. Ltd v. Dreamland Devel. Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 170.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιασίδης, Δ.), (Aίτηση Περ. 60/99), ημερομ. 1.2.2008.

Θ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Aρ. 3/2008 και για τον Εφεσίβλητο στην Έφεση Aρ. 5/2008.

Μ. Ιακώβου, για την Εφεσίβλητη στην Έφεση Aρ. 3/2008 και [*176]για την Εφεσείουσα στην Έφεση Aρ. 5/2008.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι με τις αντίστοιχες εφέσεις τους 3/08 και 5/08, αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών, δυνάμει της οποίας επιδικάστηκε υπέρ του εφεσείοντα Παναγιώτη Μουστάκα το ποσό των €20.844 ισάξιο Λ.Κ.12.200 με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης (1.2.2008) πλέον έξοδα.

Διαπιστώθηκε πρωτοδίκως ότι το επιδικασθέν ποσό αποτελούσε μέρος της αύξησης της περιουσίας της πρώην συζύγου του εφεσείοντα Νεκταρίας, προερχόμενο από συμβολή του ιδίου. Βλ. Άρθρο 14(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 («ο νόμος»).

Ο εφεσείων υποβάλλει ότι,

(α)   το πρωτόδικο δικαστήριο, κατ’ αντίθεση προς το νόμο, αδικαιολόγητα και χωρίς να συντρέχουν ειδικοί λόγοι, επιδίκασε νόμιμο τόκο επί του ποσού της απόφασης από την ημερομηνία της έκδοσης της απόφασης αντί από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης.

(β)   το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν διέταξε την επιστροφή ποσού εκ Λ.Κ.6.820 το οποίο εισέπραξε (ο εφεσείων) ως βοήθημα από την Υπηρεσία Μέριμνας και διέθεσε για την ανέγερση της επίδικης οικίας σε οικόπεδο της συζύγου του.

Ο λόγος έφεσης που προώθησε η εφεσείουσα, αναφέρεται σε δύο κονδύλια εκ Λ.Κ.4.998 και Λ.Κ.4.202, σύνολο Λ.Κ.9.200, τα οποία έχουν συμπεριληφθεί στο επιδικασθέν ποσό των Λ.Κ.12.200. Υποβάλλει ότι ο συνυπολογισμός και συμπερίληψη των πιο πάνω κονδυλίων έγινε λόγω λανθασμένης εκτίμησης η οποία δεν συνάδει με την προσαχθείσα μαρτυρία, τα παραδεκτά γεγονότα και τα αυταπόδεικτα συμπεράσματα που προκύπτουν.

Πρόκειται για περιουσιακή διαφορά η οποία προέκυψε μετά τη [*177]λύση του γάμου των διαδίκων και αφορά στον καθορισμό της συμβολής του καθενός στην αύξηση της περιουσίας της συζύγου  (εφεσείουσας) και στην απόδοση εκείνου του μέρους της αύξησης που ενδεχομένως προήλθε από τη συμβολή του συζύγου. Πρώτα όμως θα εξετάσουμε το θέμα της επιδίκασης νόμιμου τόκου από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης αντί από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης. Έχουμε ήδη αναφέρει ότι θέση του εφεσείοντα είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν επιδίκασε νόμιμο τόκο από της καταχώρησης της αίτησης εφόσον δεν συνέτρεχε οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε την επιδίκαση του τόκου από την ημερομηνία της απόφασης.

Αρχικά η επιδίκαση τόκου ρυθμιζόταν από το Αρθρο 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) και ήταν 4% ετησίως από της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης μέχρι την τελική αποπληρωμή του χρέους.

Σε αγωγές για αποζημιώσεις που αφορούσαν σωματικές βλάβες ή πρόκληση θανάτου, η επιδίκαση τόκου ρυθμιζόταν από τις σχετικές πρόνοιες του Αρθρου 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και των σχετικών τροποποιήσεων.

Κατόπιν τροποποίησης του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) η οποία έγινε το 1996 (Ν. 102(I)/96) η επιδίκαση τόκου καλύπτει πλέον όλα τα αγώγιμα δικαιώματα. Το Αρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου προβλέπει:

«(2) Εκάστη απόφασις περιλαμβανομένου του μέρους αυτής το οποίον αφορά τα δικηγορικά έξοδα, εκτός εάν άλλη πρόβλεψις εγένετο εν τη αποφάσει δυνάμει του εδαφίου (1), θα φέρη τόκον προς οχτώ επί τοις εκατόν ετησίως από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής ή εν σχέσει με εκκρεμούσες αγωγές, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, μέχρι τελικής αποπληρωμής, του χρέους:

Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται, όταν συντρέχουν λόγοι, να επιδικάσει τόκο-

(α) Σε ολόκληρο το επιδικαζόμενο με την απόφαση ποσό, για μέρος μόνο της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης ή

(β) σε μέρος μόνο του επιδικαζόμενου με την απόφαση ποσού, για ολόκληρη ή μέρος μόνο της περιόδου μεταξύ της ημερομη[*178]νίας καταχώρησης της αγωγής και της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης.»

Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξηγεί γιατί δεν εφάρμοσε τον κανόνα της πιο πάνω διάταξης. Εξετάσαμε κατά πόσο υπήρχαν λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν την επί του προκειμένου απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου πλην όμως δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το οποίο βάσιμα θα δικαιολογούσε τη μη εφαρμογή του κανόνα. Αυτό συνιστά σφάλμα  για τη διόρθωση του οποίου παρέχεται η δυνατότητα τροποποίησης του σχετικού μέρους της απόφασης. Βλ. Conqueror Devel. Ltd v. Dreamland Devel. Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 170.

Το παράπονο του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν επιδίκασε προς όφελος του το ποσό των Λ.Κ.6.280 που πήρε ως βοήθεια από την Υπηρεσία Μέριμνας, είναι αβάσιμο. Ο εφεσείων μετά τη λύση του γάμου ζήτησε νέα βοήθεια από την Υπηρεσία Μέριμνας. Προκειμένου να ικανοποιηθεί το αίτημά του, ο εφεσείων αποποιήθηκε την πρώτη βοήθεια με αποτέλεσμα αυτή να ακυρωθεί και να ανοίξει ο δρόμος για τη χορήγηση νέας βοήθειας. Η διαδικασία αυτή έγινε με διαβήματα του εφεσείοντα και συμπληρώθηκε με τη συμφωνία που ο ίδιος συνήψε με την Υπηρεσία Μέριμνας. Μετά την ακύρωση της πρώτης βοήθειας ο εφεσείων έπαυσε να είναι δικαιούχος και η βοήθεια «χρεώθηκε» στην εφεσίβλητη σύζυγό του επειδή αυτή είναι μητέρα παιδιού το οποίο απέκτησε με εκτοπισθέντα πατέρα (τον εφεσείοντα). Κάτω από αυτές τις περιστάσεις ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι ο εφεσείων δεν είχε δικαίωμα ανάκτησης του ποσού των Λ.Κ.6.280.

Ερχόμενοι στην έφεση της εφεσείουσας υπενθυμίζουμε ότι η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα επιδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου Λ.Κ.4.998 και Λ.Κ.4.202 ποσά τα οποία θεώρησε ότι αποτελούσαν συνεισφορά του εφεσίβλητου στη δαπάνη ανέγερσης της οικίας επί του οικοπέδου της εφεσείουσας στο Καϊμακλί.

Δηλώθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο ως κοινώς παραδεκτό γεγονός «ότι το σύνολο της ακίνητης και κινητής περιουσίας που οι διάδικοι έχουν δημιουργήσει με την προοπτική του γάμου τους μέχρι και τη διάστασή τους, ανέρχεται στο ποσό των £63.036 και παραμένει να καθοριστεί η συνεισφορά ενός εκάστου ………….. ».

Δηλώθηκαν επίσης ως κοινώς παραδεκτά γεγονότα τα ποσά που δαπανήθηκαν για την ανέγερση της οικίας τα οποία συ[*179]μποσούνται στις Λ.Κ.55.801,87. Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι τα χρηματικά ποσά που χρησιμοποιήθηκαν για τον ίδιο σκοπό προήλθαν από,

(α) δυο δάνεια στη ΣΠΕ Στροβόλου            Λ.Κ. 25.000

(β) την εφεσείουσα                                         Λ.Κ. 19.000

(γ) την Υπηρεσία Μέριμνας,                         Λ.Κ. 6.280

(δ) δώρα του γάμου.                                      Λ.Κ. 6.000

                                                                          ________

Σύνολο                                                            Λ.Κ. 56.280

Το πιο πάνω δάνειο από την Σ.Π.Ε. Στροβόλου εκ Λ.Κ.25.000 είναι το σύνολο δύο δανείων, το ένα εκ Λ.Κ.10.000 στο όνομα του εφεσίβλητου και το άλλο εκ Λ.Κ.15.000 στο όνομα της εφεσείουσας. Το ποσό των Λ.Κ.4.998 το οποίο το Δικαστήριο συνυπολόγισε ως συνεισφορά του εφεσίβλητου πληρώθηκε από τον εφεσίβλητο έναντι του δανείου των Λ.Κ.10.000 που συνήψε από τη Σ.Π.Ε. Στροβόλου και αποτελούσε μέρος του δανείου των Λ.Κ.25.000 που συνήψαν οι διάδικοι από τη Σ.Π.Ε. Καϊμακλίου. Επομένως, το ποσό των Λ.Κ.4.998 δεν μπορούσε να προστεθεί επί του ποσού που πραγματικά χρησιμοποιήθηκε για την οικία, όπως η εφεσείουσα ουσιαστικά εισηγείται. Ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι κατέβαλε από δικά του χρήματα το πιο πάνω ποσό έναντι του δανείου υποστηρίζεται από τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και ορθά το δικαστήριο συνυπολόγισε το εν λόγω ποσό στην εισφορά του. Ορθή επίσης είναι και η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος κατέβαλε από δικά του χρήματα και το δεύτερο κονδύλι των Λ.Κ.4.402 προερχόμενα από το εισόδημα της εργασίας του το οποίο με βάση τα στοιχεία της μαρτυρίας που είχαν προσκομισθεί ήταν μεγαλύτερο από το εισόδημα (μισθό) της πρώην συζύγου του. Τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σχετικά με αυτό το θέμα βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει το αντίθετο. Περιορίστηκε σε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς χωρίς τίποτε το ουσιαστικό που θα μπορούσε να ανατρέψει την πραγματική εικόνα έτσι ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου.

Επανερχόμενοι στο θέμα της επιδίκασης τόκου επί του εξ αποφάσεως χρέους και στην ήδη διαπιστωθείσα ανάγκη για τη διόρθωση του σφάλματος του πρωτόδικου δικαστηρίου που εντοπίσαμε, ερευνήσαμε το φάκελο της υπόθεσης για να δούμε την πορεία της διαδικασίας. Έχουμε τη γνώμη ότι η πορεία της διαδικασίας είναι παράγων ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου για σκοπούς [*180]καθορισμού της χρονικής περιόδου κατά την οποία επιδικάζεται νόμιμος τόκος επί του εξ αποφάσεως χρέους. Διαπιστώσαμε πως μετά την καταχώρηση της αρχικής αίτησης στις 6.4.1999 υπήρξε αδράνεια στη διαδικασία η οποία, άρχισε να προχωρεί με την καταχώρηση νέας τροποποιημένης αίτησης στις 15.5.2003. Για τη χρονική περίοδο από 6.4.1999 μέχρι 15.5.2003 δεν φαίνεται ότι ευθύνεται η εφεσίβλητη. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο δεν επιδικάζουμε τόκο επί του ποσού της απόφασης από της καταχωρήσεως της αρχικής αίτησης. Κατά την κρίση μας είναι ορθό όπως το εξ αποφάσεως χρέος φέρει νόμιμο τόκο από 15.5.2003 που καταχωρήθηκε η τροποποιημένη αίτηση η οποία έδωσε ώθηση στη διαδικασία.

Ενόψει των πιο πάνω, η Έφεση Αρ. 3/2008 επιτυγχάνει στην έκταση που αυτή αφορά στο θέμα του τόκου επί του επιδικασθέντος ποσού. Το εξ αποφάσεως χρέος θα φέρει νόμιμο τόκο από 15.5.2003 που καταχωρήθηκε η τροποποιημένη αίτηση.

Η Έφεση Aρ. 5/2008 αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Επιδικάζονται και για τις δύο εφέσεις έξοδα €2.000 υπέρ του Παναγιώτη Μουστάκα και σε βάρος της πρώην συζύγου του Νεκταρίας Ιωάννου.

Η Εφεση Αρ. 3/2008 επιτρέπεται στην έκταση που αφορά το θέμα του τόκου επί του επιδικασθέντος ποσού. Η Εφεση Αρ. 5/2008 απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα €2.000 και για τις δύο εφέσεις υπέρ του συζύγου και εις βάρος της πρώην συζύγου του.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο