ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. Λτδ ν. Lakis Georgiou Construction Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 223

(2010) 1 ΑΑΔ 223

[*223]19 Φεβρουαρίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ

ΗΜΕΡ. 14/12/2005 ΤΟΥ ΔΙΑΙΤΗΤΟΥ Κ. ΑΝΤΗ ΣΦΗΚΑ

ΣΤΗΝ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ LAKIS GEORGIOU

CONSTRUCTION LTD ΚΑΙ ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ ΛΤΔ.

ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. ΛΤΔ,

Καθ’ ων η αίτηση-Εφεσείοντες,

v.

LAKIS GEORGIOU CONSTRUCTION LTD,

Αιτητών-Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 240/2007)

 

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Αίτηση για ακύρωση διαιτητικής απόφασης από το Δικαστήριο ― Δυνατότητα διαχωρισμού μέρους της απόφασης το οποίο κρίνεται εσφαλμένο, από την υπόλοιπη απόφαση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να παραμεριστεί ολόκληρη η απόφαση.

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Λανθασμένη αποδοχή μαρτυρίας ― Δυνατόν να συνιστά νομικά πλημμελή εκτέλεση του καθήκοντος του διαιτητή ― Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού πορίσματος της διαιτησίας.

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Τόκος ― Επί ποσού διαιτητικής απόφασης επιβάλλεται τόκος με το ίδιο επιτόκιο που φέρει χρέος από δικαστική απόφαση.

Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αρχές που διέπουν τα της αποδοχής ή μη μαρτυρίας από διαιτητή ― Εάν μαρτυρία που κακώς έγινε δεκτή πηγαίνει στη ρίζα του ζητήματος που παραπέμφθηκε στον διαιτητή, τότε δεν αφήνει περιθώρια διάσωσης της απόφασης, έστω και μέρους της.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας  μάρτυρος ― Eίναι επιτρεπτή.

[*224]Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Aνήκει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Οι εφεσείοντες, με εναρκτήρια κλήση, προσέφυγαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου αιτούμενοι τον παραμερισμό της διαιτητικής απόφασης σύμφωνα με την οποία υποχρεούντο να καταβάλουν προς τους εφεσίβλητους, εργοληπτική εταιρεία, το ποσό των £23.692,65, πλέον £2.369,27 Φ.Π.Α., ως υπόλοιπο ποσό προς πληρωμή για το κόστος ανέγερσης των διαμερισμάτων τους στην Πάφο, και το ποσό των £7.977,78, ως χρηματοδοτικά έξοδα. Τα υπολογισθέντα ως ανωτέρω ποσά καθίσταντο πληρωτέα εντός 7 ημερών, ενώ καθυστέρηση στην πληρωμή των πιο πάνω ποσών θα επιβάρυνε την οφειλή με τόκο προς 11,25% ετήσια.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου έκρινε ότι μπορούσε να παραμερίσει μόνο τον επιδικασμό τόκου προς 11,25%, στη βάση της σχετικής πρόνοιας του Άρθρου 22 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, η οποία προνοεί ότι επί ποσού διαιτητικής απόφασης επιβάλλεται τόκος με το ίδιο επιτόκιο που φέρει χρέος από δικαστική απόφαση. Το Δικαστήριο παραμέρισε μόνο τον λανθασμένο επιδικασμό τόκου, διαχωρίζοντας το επί μέρους θέμα αυτό από την υπόλοιπη απόφαση, το ποσό της οποίας έφερε αυτόματα τόκο προς 8% κατ’ εφαρμογήν της προαναφερθείσας νομοθετικής πρόνοιας.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, αμφισβητώντας την ορθότητα της για 6 συνολικά λόγους.

Οι εφεσίβλητοι με ειδοποίηση Αντέφεσης προσέβαλαν μόνο το μέρος της απόφασης με το οποίο δεν εκδόθηκε καμιά διαταγή εξόδων στην εκδικασθείσα αίτηση.

EΦEΣH

Λόγοι έφεσης.

1. Δεν παρεχόταν στο πρωτόδικο Δικαστήριο η δυνατότητα διόρθωσης ή μερικού παραμερισμού της διαιτητικής απόφασης. Αφ’ ης δε στιγμής το Δικαστήριο διαπίστωσε το σφάλμα του διαιτητή ως προς το επιτόκιο, θα έπρεπε να παραμερίσει ολόκληρη την απόφασή του, όπως εζητείτο με την εναρκτήρια κλήση. Ο συνήγορος των εφεσειόντων επικαλέστηκε τις πρόνοιες του Άρθρου 20 (2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4.

[*225]2.       Σημειώθηκε εσφαλμένη ερμηνεία της απόφασης στην Α.Ν. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 2006.

3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη προσέγγιση ως προς επιλεκτική αποδοχή μαρτυρίας μαρτύρων.

4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσείουσας.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το εσφαλμένο μέρος της διαιτητικής απόφασης που αφορούσε μόνο στο ύψος του επιτοκίου, μπορούσε και έπρεπε να διαχωριστεί από την υπόλοιπη απόφαση ως προς τα οφειλόμενα ποσά. Η αρχή αυτή έχει διαμορφωθεί στις αποφάσεις Α.Ν. Stasis Estates Co. Ltd (ανωτέρω) και Charalambos Galatis v. Sofronis Savvides a.ο. (1965) 1 C.L.R. 87, αλλά και σε άλλη σχετική αγγλική νομολογία.

2. Η νομική διατύπωση των αρχών που διέπουν τα της αποδοχής ή μη μαρτυρίας από διαιτητή, στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι απόλυτα ορθή.

3. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρος, δεν είναι επιλήψιμη, βρίσκει έρεισμα στη νομολογία και τυγχάνει πλήρους εφαρμογής στα περιστατικά της υπόθεσης και ιδιαίτερα στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το διαιτητή.

4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο τρόπος αξιολόγησης των μαρτύρων από το διαιτητή δεν ήταν νομικά επιλήψιμος και άρα δεν συνιστούσε κακό χειρισμό ή πλημμελή συμπεριφορά εκ μέρους του ή παράτυπο αποκλεισμό μαρτυρίας. Μόνο αυτό είχε δικαίωμα να κρίνει το Δικαστήριο και αυτό έκρινε. Δεν συνέτρεχε επομένως κανένας λόγος να ακυρώσει την απόφαση του διαιτητή λόγω του τρόπου ή του αποτελέσματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας.

Αντέφεση

Αν και το θέμα των εξόδων επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, εν τούτοις, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι εφεσείοντες είχαν εγείρει στο πλαίσιο της αίτησης παραμερισμού μεγάλο αριθμό θεμάτων που απέβηκαν αβάσιμα, ενώ τελικά επέτυχαν σ’ ένα μόνο σημείο που [*226]αφορούσε στη διαφορά του επιτοκίου, η διαταγή για τη μη επιδίκαση εξόδων, παρά τη μερική επιτυχία της αίτησης, ήταν ορθή, ενώ δεν εδικαιολογείτο και η επιδίκαση εξόδων υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.500 έξοδα, συν Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων.           Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2006,

Galatis v. Savvides a.ο. (1965) 1 C.L.R. 87,

Prestige & Co. v. Brettell [1938] 4 All E.R. 346,

Kades v. Nicolaou a.ο. (1986) 1 C.L.R. 212,

Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257,

Ιωάννου v. Κουννίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1215.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Kουνίδου, E.Δ.), (Aίτηση Aρ. 103/06), ημερομ. 17.9.2007.

Α. Μάγος με Χρ. Μάγο, για τους Εφεσείοντες.

Α. Γεωργιάδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι είχαν συμβληθεί με συμβόλαιο για οικοδομικά έργα, ημερομηνίας 26.3.2000, με το οποίο οι εφεσίβλητοι ανάλαβαν την ανέγερση για λογαριασμό των εφεσειόντων 13 διαμερισμάτων στον Κάθηκα Πάφου. Το συμβόλαιο περιλάμβανε και ρήτρα για παραπομπή οποιασδήποτε διαφοράς τυχόν αναφυόταν, κάτω από ή σε σχέση με το συμβόλαιο, σε διαιτησία, με βάση τις πρόνοιες του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4. Πράγματι δε, με την αποπεράτωση του έργου, αναφύηκε διαφορά μεταξύ των διαδίκων [*227]αναφορικά με την τελική ρύθμιση του ποσού του συμβολαίου και την έκδοση του τελικού πιστοποιητικού πληρωμής. Η διαφορά παραπέμφθηκε σε διαιτησία ενώπιον ενός διαιτητή ο οποίος, κατόπιν μακράς ακροαματικής διαδικασίας στην οποία κατέθεσαν 15 συνολικά μάρτυρες, εξέδωσε το πόρισμά του, σύμφωνα με το οποίο οι εφεσείοντες υποχρεούντο να καταβάλουν προς τους εφεσίβλητους το ποσό των £23.692,65, πλέον £2.369,27 Φ.Π.Α., ως υπόλοιπο ποσό προς πληρωμή και το ποσό των £7.977,78, ως χρηματοδοτικά έξοδα. Τα υπολογισθέντα ως ανωτέρω ποσά καθίσταντο πληρωτέα εντός 7 ημερών, ενώ καθυστέρηση στην πληρωμή των πιο πάνω ποσών θα επιβάρυνε την οφειλή με τόκο προς 11,25% ετήσια.

Οι εφεσείοντες διαφώνησαν με την απόφαση του διαιτητή και προσέφυγαν με εναρκτήρια κλήση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, αιτούμενοι τον παραμερισμό της ως προϊόντος κακού χειρισμού και/ή ως εκδοθείσας παράτυπα και μεροληπτικά και/ή κατόπιν πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του διαιτητή.

Κατόπιν διεξαχθείσας ακρόασης, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου έκρινε πως δεν υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό στην ακολουθηθείσα διαδικασία ή στην απόφαση του διαιτητή, πλην ενός σημείου, εκείνου δηλαδή που αφορούσε τον επιδικασμό τόκου προς 11,25% ετήσια μέχρι την πληρωμή των οφειλομένων ποσών. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ο διαιτητής δεν έδωσε καμιά εξήγηση ή δικαιολογία γιατί να μην ακολουθείτο η σχετική πρόνοια του Αρθρου 22 του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, η οποία προνοεί ότι επί ποσού διαιτητικής απόφασης επιβάλλεται τόκος με το ίδιο επιτόκιο που φέρει χρέος από δικαστική απόφαση. Για λόγους δε τους οποίους εξήγησε με παραπομπή σε νομολογία και αυθεντίες, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να παραμερίσει και παραμέρισε μόνο τον λανθασμένο επιδικασμό τόκου προς 11,25%, διαχωρίζοντας το επί μέρους θέμα εκείνο από την υπόλοιπη απόφαση, το ποσό της οποίας εφαρμοζομένης της πρόνοιας του Άρθρου 22 θα έφερε αυτόματα τόκο προς 8%.

Διαφωνώντας με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι εφεσείοντες καταχώρησαν και προώθησαν την παρούσα έφεση, με την οποία προσβάλλουν την ορθότητά της για 6 συνολικά λόγους, τους οποίους και εξετάζουμε κατωτέρω.

Οι εφεσίβλητοι έδωσαν ειδοποίηση Αντέφεσης προσβάλλοντας μόνο το μέρος της απόφασης του  Δικαστηρίου με το οποίο δεν εκδόθηκε καμιά διαταγή εξόδων στην εκδικασθείσα αίτηση.

[*228]Λόγοι Έφεσης αρ. 1 και 2.

Οι δύο αυτοί λόγοι έφεσης προσφέρονται όπως συνεξετασθούν, δεδομένου ότι αφορούν στο ίδιο κεντρικό θέμα που σχετίζεται με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι δεν παρεχόταν στο πρωτόδικο Δικαστήριο η δυνατότητα διόρθωσης ή μερικού παραμερισμού της διαιτητικής απόφασης. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, το Δικαστήριο ούτε τη νομική δυνατότητα είχε, ούτε και του είχε ζητηθεί η διόρθωση ή μερικός παραμερισμός της απόφασης και αφ’ ης στιγμής διαπίστωσε το σφάλμα του διαιτητή ως προς το επιτόκιο, θα έπρεπε να παραμερίσει ολόκληρη την απόφασή του, όπως εζητείτο με την εναρκτήρια κλήση. Ο συνήγορος των εφεσειόντων επικαλέστηκε τις πρόνοιες του Αρθρου 20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, το κείμενο του οποίου έχει ως εξής:

“20(1) ……………………………………………………...………

 (2) Όταν ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφορά ή χειρίστηκε κακώς την υπόθεση, ή όταν η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, το Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.”

Σε σχέση με το θέμα τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν προσεκτικής εξέτασης και με παραπομπή στο σύγγραμμα Russell on Arbitration, 16th Edn. pp. 291-292 και την απόφαση στην υπόθεση A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2006, αποφάνθηκε ότι το θέμα του επιτοκίου θα μπορούσε να διαχωρισθεί από το υπόλοιπο μέρος της απόφασης γι’ αυτό και προέβηκε στον προαναφερθέντα χειρισμό. Ο συνήγορος των εφεσίβλητων υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και παρέπεμψε το Εφετείο επιπρόσθετα και στην απόφαση στην υπόθεση Charalambos Galatis v. Sofronis Savvides and Another (1965) 1 C.L.R. 87.

Η πρωτόδικη απόφαση επ’ αυτού του θέματος είναι απόλυτα ορθή και υποστηρίζεται πλήρως από τις ανωτέρω αποφάσεις. Όπως είχε επισημανθεί και στην υπόθεση Charalambos Galatis (ανωτέρω, σελ. 103), είναι καλά καθιερωμένη η αρχή σύμφωνα με την οποία εκεί όπου υπάρχουν πέραν του ενός θέματα σε μια διαιτητική απόφαση τα οποία είναι δυνατό να τύχουν διαχωρισμού, τότε δεν παρίσταται ανάγκη να παραμεριστεί ολόκληρη η απόφαση λόγω εσφαλμένης προσέγγισης στο ένα θέμα. Αναφέρθηκε δε εκεί ως παράδειγμα η απόφαση στην υπόθεση Prestige & Co. v. Brettell [1938] 4 All E.R. 346, στην οποία διαχωρίστηκε η απόφαση αναφο[*229]ρικά με ένα ποσό, ενώ παρέμεινε ισχυρή ως προς άλλο ποσό.

Στην υπό εξέταση δε περίπτωση, πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το εσφαλμένο μέρος της διαιτητικής απόφασης που αφορούσε μόνο στο ύψος του επιτοκίου, μπορούσε και έπρεπε να διαχωριστεί από την υπόλοιπη απόφαση ως προς τα οφειλόμενα ποσά.

Λόγος Έφεσης αρ. 3 – Κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη ερμηνεία νομολογίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Στη σελίδα 12 της πρωτόδικης απόφασης, το Δικαστήριο είχε αναφέρει ότι,

 “ένας διαιτητής δεσμεύεται από τους κανόνες απόδειξης όπως ισχύουν στα δικαστήρια εκτός αν οι διάδικοι έχουν συμφωνήσει διαφορετικά. Αποφασίζοντας δε σε σχέση με την αποδεκτότητα της μαρτυρίας που προσκομίστηκε, θα πρέπει να ενεργεί εντίμως και δικαστικά και αν, ενώ ενεργεί με αυτό τον τρόπο αποφασίζει λανθασμένα σε σχέση με την αποδεκτότητα ή μη κάποιας μαρτυρίας, αυτό δεν συνιστά κακό χειρισμό (misconduct) και (όπως και άλλα σφάλματα) η απόφαση του δεν θα ακυρωθεί πάνω σε αυτή τη βάση εκτός αν το σφάλμα είναι εμφανές στην όψη της απόφασης. (βλ. Russell on Arbitration (πιο πάνω) σελίδα 282) και A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2006). Μόνο στην περίπτωση όπου ο διαιτητής λανθασμένα αποδέχεται και στηρίζεται επί μαρτυρίας που πηγαίνει στη ρίζα του ερωτήματος που παραπέμφθηκε σε αυτόν, είναι ένοχος κακού χειρισμού και η απόφαση υπόκειται σε ακύρωση. (βλ. Russell on Arbitration (πιο πάνω, σελίδα 283) και A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P Katsambas Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2006).”

Σύμφωνα με το συνήγορο των εφεσειόντων, η πιο πάνω περικοπή από την πρωτόδικη απόφαση συνιστά εσφαλμένη ερμηνεία της απόφασης στην υπόθεση A.N. Stasis Estates, εφόσον στη σελίδα 2011 του τόμου των αποφάσεων ρητά αναφέρεται ότι “η λανθασμένη αποδοχή μαρτυρίας δύναται να συνιστά νομικά πλημμελή εκτέλεση του καθήκοντος του διαιτητή. (Panicos Harakis Ltd v. The Official Receiver (1978) 1 C.L.R. 15, 23)”.

Σε σχέση με το θέμα τούτο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως η νομική διατύπωση των αρχών που διέπουν τα της αποδοχής ή μη μαρτυρίας από διαιτητή, στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δι[*230]καστήριο, είναι απόλυτα ορθή. Η απομόνωση από την απόφαση στην υπόθεση Stasis της προαναφερθείσας και μόνο παραγράφου από το συνήγορο των εφεσειόντων ως προς τη δυνατότητα να συνιστά νομικά πλημμελή εκτέλεση του καθήκοντος του διαιτητή η λανθασμένη αποδοχή μαρτυρίας, δεν δίδει ολοκληρωμένη εικόνα ως προς τη νομική προσέγγιση για το εξεταζόμενο θέμα. Άλλωστε, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η αποδοχή ή μη μαρτυρίας από το διαιτητή να συνιστά πλημμελή εκτέλεση του καθήκοντός του. Όπως διαπιστώνεται από την παρατεθείσα ανωτέρω περικοπή, είναι δυνατό αυτό να συμβεί εκεί όπου ο διαιτητής λανθασμένα αποδέχεται και στηρίζεται επί μαρτυρίας που πηγαίνει στη ρίζα του ζητήματος που παραπέμφθηκε σ’ αυτόν. Τούτο δε είναι ορθό και υποστηρίζεται πράγματι και από την απόφαση στην υπόθεση Stasis, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου στη σελίδα 2011 του τόμου αποφάσεων αναφέρεται, στις γραμμές 33-39, ότι εάν μαρτυρία που κακώς έγινε δεκτή έχει τέτοια επίδραση στην απόφαση του διαιτητή, που δεν μπορεί να διαχωριστεί και επηρεάζει την απόφαση στο θεμέλιό της, τότε δεν αφήνει περιθώρια διάσωσης, έστω και μέρους της.

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Λόγοι Έφεσης αρ.  4 και 5 – Εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς επιλεκτική αποδοχή μαρτυρίας μαρτύρων.

Σύμφωνα με το συνήγορο των εφεσειόντων, ο διαιτητής στην απόφασή του προβαίνει σε μια αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας και καταλήγει ότι όλοι οι μάρτυρες, τόσο των εφεσειόντων όσο και των εφεσιβλήτων, είναι αξιόπιστοι. Ενώ δε εγκωμιάζει τους μάρτυρες των εφεσειόντων, δεν αναφέρει γιατί προτιμά τους μάρτυρες των εφεσιβλήτων. Σε σχέση δε με το ζήτημα τούτο, σύμφωνα πάντα με το συνήγορο των εφεσειόντων, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, δικαιολογεί αυτή την εσφαλμένη προσέγγιση του διαιτητή, επιστρατεύοντας την αρχή σύμφωνα με την οποία ο διαιτητής, όπως και το Δικαστήριο, έχει τη δυνατότητα να δέχεται επιλεκτικά μέρος μόνο της μαρτυρίας ενός μάρτυρα. Όμως, ο διαιτητής δεν προέβηκε σε επιλεκτική αποδοχή μαρτυρίας των μαρτύρων των εφεσειόντων, αλλά την απέρριψε στο σύνολό της.

Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, παρατηρούμε τα εξής: Μέσα στο πλαίσιο της απόφασής του, ο διαιτητής προέβηκε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας καθενός μάρτυρος ξεχωριστά σε αυτοτελές κεφάλαιο, το οποίο καλύπτει 5 σχεδόν σελίδες του κειμένου της απόφασης. Σ’ αυτή την αξιολόγηση κρίνει με θετικά σχόλια, ξεχωριστά [*231]για τον καθένα, τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσιβλήτων, αποδεχόμενος τη μαρτυρία τους στο σύνολό της. Ως προς τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσείουσας, αξιολογεί ξεχωριστά και πάλι τη μαρτυρία καθενός μάρτυρα. Αν και προβαίνει σε γενικά ευμενή σχόλια για τη μαρτυρία του καθενός μάρτυρα, εν τούτοις, για τους διαφορετικούς λόγους που επεξηγεί σε κάθε μια περίπτωση, εντοπίζει κάποιο μέρος ή κάποια μέρη της μαρτυρίας κάποιων μαρτύρων, τα οποία δεν αποδέχεται. Για παράδειγμα, αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, ο διαιτητής προβαίνει στην ακόλουθη αξιολόγηση:

“7.2.11        Εξετάζοντας τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 διαπιστώνω ότι κατάθεσε με ύφος ανεπιτήδευτο και πηγαίο σε ό,τι αφορά την κατάσταση του Έργου και τις διάφορες πληρωμές που έγιναν στους Απαιτητές, καθώς και σε ό,τι αφορά τα θέματα κόστους επιδιόρθωσης, παρά το ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν μπορούσε να ανακαλέσει στη μνήμη του ορισμένες λεπτομέρειες ή γεγονότα. Είναι απόλυτα κατανοητό – και θα πρόσθετα και φυσιολογικό – λόγω της παρέλευσης αρκετά μεγάλου χρονικού διαστήματος, ένας μάρτυρας να μην μπορεί να θυμάται κάθε λεπτομέρεια ή κάθε γεγονός που επισυνέβη, όμως στην προκείμενη περίπτωση, η βεβαιότητα και θετικότητα της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 ως προς τα θέματα πληρωμών, πιστεύω ότι δεν δημιουργεί οποιαδήποτε αβεβαιότητα ή έλλειψη θετικότητας στα όσα κατέθεσε, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Επιπλέον, αναφέρω ότι ο Μ.Υ.1 κατέθεσε τόσο στην κύρια εξέταση όσο και στην αντεξέταση με άνεση, χωρίς οποιαδήποτε δυσκολία ή δισταγμό με ύφος και τρόπο ανεπιτήδευτο και φυσικό και παρέμεινε σταθερός και συνεπής στη μαρτυρία του. Δεν διέλαθε της προσοχής μου το γεγονός της έκφρασης άποψης για θέματα κακοτεχνιών στο Έργο, όντας μάρτυρας γεγονότων μόνο χωρίς οιαδήποτε προσόντα ή και εμπειρίες που να του παρέχουν τέτοιο δικαίωμα. Κατά συνέπεια, αποδέχομαι τη μαρτυρία του στο σύνολό της ως αξιόπιστη χωρίς να λαμβάνω υπόψη καθόλου το μέρος της μαρτυρίας στην οποίαν εκφράστηκαν ισχυρισμοί ή και απόψεις.”

Ασχολούμενο με το θέμα τούτο, το οποίο είχαν εγείρει οι εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι, ενώ πράγματι ο διαιτητής έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων, εν τούτοις, δεν αποδέχτηκε το σύνολο της μαρτυρίας κάποιων εξ αυτών για τους λόγους που εξηγεί σε κάθε περίπτωση που αυτό [*232]συμβαίνει. Προχωρεί δε το Δικαστήριο και δίδει παραδείγματα των μερών μαρτυρίας μαρτύρων που δεν αποδέχτηκε ο διαιτητής, παραπέμποντας στις αντίστοιχες παραγράφους της διαιτητικής απόφασης. Όπως δε προσθέτει το Δικαστήριο, η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, δεν είναι επιλήψιμη. (Βλ. Kades v. Nicolaou a.ο. (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, Ιωάννου v. Κουννίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1215).

Αυτή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι νομολογιακά ορθή και εφαρμόζετο πλήρως στα περιστατικά της υπόθεσης και ιδιαίτερα στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το διαιτητή.

Έπεται ότι ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

Λόγος Έφεσης αρ. 6 – Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσείουσας.

Αυτός ο λόγος έφεσης εδράζεται στον ακόλουθο συνειρμό: Εφόσον ο διαιτητής έκρινε όλους τους μάρτυρες της εφεσείουσας ως αξιόπιστους και εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση του διαιτητή ότι οι μάρτυρες της εφεσείουσας είναι ειλικρινείς, έπεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καθήκον να ακυρώσει την απόφαση του διαιτητή ή να αναπέμψει μέρος της σ’ αυτόν για επανεξέταση με βάση το Αρθρο 20 του Κεφ. 4.

Αυτός ο συνειρμός, αλλά και τα επί μέρους δεδομένα στα οποία βασίζεται, είναι εμφανώς εσφαλμένα. Κατ’ αρχάς, ο διαιτητής αναφέρθηκε μεν στην ειλικρίνεια και σε άλλα θετικά στοιχεία από τα οποία διακρινόταν η μαρτυρία μαρτύρων της εφεσείουσας, αλλά για άλλους λόγους, π.χ. έλλειψης εμπειρογνωμοσύνης, δεν αποδέχτηκε απ’ αυτήν διάφορα μέρη της, όπως είχε δικαίωμα να πράξει. Από την άλλη, δεν είναι ακριβές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με τη θέση του διαιτητή περί ειλικρίνειας των μαρτύρων εκείνων. Εκείνο το οποίο αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι ο τρόπος αξιολόγησης των μαρτύρων από το διαιτητή δεν ήταν νομικά επιλήψιμος και άρα δεν συνιστούσε κακό χειρισμό ή πλημμελή συμπεριφορά εκ μέρους του ή παράτυπο αποκλεισμό μαρτυρίας. Μόνο αυτό είχε δικαίωμα να κρίνει το Δικαστήριο και αυτό έκρινε. Δεν συνέτρεχε επομένως κανένας λόγος να ακυρώσει την απόφαση του διαιτητή λόγω του τρόπου ή του αποτελέσματος της αξιολόγησης της μαρτυρίας.

[*233]Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Η Αντέφεση.

Όπως έχουμε προαναφέρει, οι εφεσίβλητοι με σχετική ειδοποίηση την οποία έδωσαν, ήγειραν Αντέφεση, ζητώντας όπως η εφεσιβληθείσα απόφαση διαφοροποιηθεί ως προς τη διαταγή εξόδων.

Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εξεδίκασε την εναρκτήρια κλήση με την οποία οι εφεσείοντες ζητούσαν από το Δικαστήριο τον παραμερισμό της διαιτητικής απόφασης, έκρινε ότι, ενόψει της μερικής επιτυχίας των εφεσειόντων στο θέμα του παραμερισμού του μέρους που αφορούσε στο επιτόκιο, θα ήταν ορθό και δίκαιο να μην εκδώσει και δεν εξέδωσε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

Αν και είναι καλά καθιερωμένη η αρχή, σύμφωνα με την οποία το θέμα των εξόδων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου και κατά κανόνα τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, εν τούτοις, στην παρούσα περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι εφεσείοντες είχαν εγείρει στο πλαίσιο της αίτησης παραμερισμού μεγάλο αριθμό θεμάτων που απέβηκαν αβάσιμα, ενώ τελικά επέτυχαν σ’ ένα μόνο σημείο που αφορούσε στη διαφορά του επιτοκίου, κρίνουμε ότι η διαταγή για μη επιδικασμό οποιωνδήποτε εξόδων, παρά τη μερική επιτυχία της αίτησης, ήταν ορθή, ενώ δεν εδικαιολογείτο και ο επιδικασμός εξόδων υπέρ των εφεσιβλήτων.

Για τους πιο πάνω λόγους, τόσο η Έφεση, όσο και η Αντέφεση, απορρίπτονται.

Τα έξοδα της Έφεσης τα οποία υπολογίζουμε σε €2.500, συν Φ.Π.Α., επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων, ενώ για την Αντέφεση δεν εκδίδουμε διαταγή εξόδων.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, συν Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο