Limassol Drugs Co Ltd ν. Ευριδίκης Λάμπρου και Άλλης (2010) 1 ΑΑΔ 371

(2010) 1 ΑΑΔ 371

[*371]19 Μαρτίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

LIMASSOL DRUGS CO LTD,

Εφεσείουσα,

v.

1. ΕΥΡΙΔΙΚΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ,

2. ΜΑΙΡΗΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 295/2006)

 

Συμβάσεις ― Γραπτές και προφορικές συμβάσεις αφορούσες στη ρύθμιση των οικονομικών σχέσεων και στο ξεκαθάρισμα των κληρονομικών δικαιωμάτων των διαδίκων που προέκυπταν από το θάνατο του πατέρα τους ― Έγερση αγωγής στη βάση υπόλοιπου λογαριασμού ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά τις επίδικες συμφωνίες.

Η εφεσίβλητη 1 και η εφεσίβλητη 2 (εν τοις εφεξής η εναγόμενη 2 αφού η έφεση εναντίον της αποσύρθηκε σε κάποιο στάδιο) είναι αδελφές και ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο οι μόνες μέτοχοι της εφεσείουσας εταιρείας. Η εφεσείουσα εταιρεία ήταν αρχικά οικογενειακή επιχείρηση, η οποία ασχολείτο με τη διαχείριση του φαρμακείου του αποβιώσαντος πατέρα τους και επίσης με την εισαγωγή φαρμάκων. Οι δύο αδελφές αποφάσισαν να διαχωρίσουν την οικογενειακή επιχείρηση, με την εφεσίβλητη να αναλαμβάνει την αποκλειστική διεύθυνση και διαχείριση του φαρμακείου και να αποχωρεί από την εφεσείουσα εταιρεία πωλώντας τις μετοχές που διατηρούσε σ’ αυτή στην εναγόμενη 2 στη βάση γραπτής συμφωνίας (τεκμήριο 10).

Στις 12.7.1996, δυνάμει γραπτής συμφωνίας (τεκμήριο 1) μεταξύ της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας εταιρείας, η εφεσίβλητη εγκατέλειψε την αξίωσή της εναντίον της εταιρείας για ποσό £10.105, σε αντάλλαγμα των κάτωθι παροχών και δεσμεύσεων στις οποίες η εφεσείουσα εταιρεία προέβαινε προς αυτήν με βάση τη ρηθείσα συμφωνία (τεκμήριο 1): του φαρμακείου και του εξοπλισμού του και ενός αυτοκινήτου.

Τα αποθέματα εισαγωγής της εταιρείας συμφωνήθηκε ότι θα ανήκαν στην εφεσείουσα εταιρεία. Τα υπόλοιπα αποθέματα θα παρέμε[*372]ναν στο φαρμακείο και θα ανήκαν στην εφεσίβλητη και αν διαπιστωνόταν ότι η αξία τους ήταν χαμηλότερη των £10.105, η εφεσείουσα εταιρεία θα υποχρεούτο να παραχωρήσει στην εφεσίβλητη πιστωτική σημείωση για το υπόλοιπο τίμημα το οποίο και θα αποσβέννετο με παραγγελίες εμπορευμάτων σε χοντρική πώληση από την εφεσείουσα.

Την ίδια ημερομηνία οι δύο αδελφές υπέγραψαν άλλη γραπτή συμφωνία με την οποία διατέθηκαν από την εφεσίβλητη στην εναγόμενη 2 οι μετοχές που μέχρι τότε κατείχε στην εφεσείουσα εταιρεία, έναντι του ποσού των £3.000.

Η καταγραφή των αποθεμάτων του φαρμακείου που ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τον όρο 4(α) της συμφωνίας (τεκμήριο 1) έδειξε ότι η εφεσείουσα εταιρεία έπρεπε να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των £28.292, ποσό που θα καταβαλλόταν σταδιακά σε εμπόρευμα.

Η εταιρεία παρέδιδε κατά καιρούς φάρμακα στην εφεσίβλητη. Στις 8.5.2002 το οφειλόμενο από την εταιρεία προς την εφεσίβλητη υπόλοιπο ανερχόταν σε £11.332.

Στις 16.12.2001 όλες οι 150 μετοχές στην εφεσείουσα εταιρεία που κατέχονταν από την εναγόμενη 2 και το σύζυγό της πωλήθηκαν σε τρίτους αποφέροντας ποσό ύψους £115.000. Όμως οι πωλητές, μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεων της εφεσείουσας εταιρείας σε πιστωτές, αλλά και του ποσού που η εταιρεία χρωστούσε στην εφεσίβλητη, έλαβαν μόνο το ποσό £40.426. Το χρέος της εφεσείουσας εταιρείας προς την εφεσίβλητη περιλαμβανόταν ως χρέος της εταιρείας σε αναλυτική κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας που δόθηκε στους αγοραστές των μετοχών εταιρείας, αλλά και στους ετήσιους εξελεγμένους λογαριασμούς της εταιρείας για τα έτη 2001-2005, που υποβάλλονταν ετησίως στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων που ήταν υπογεγραμμένοι από τους νέους διοικητικούς συμβούλους της εταιρείας.

Η εφεσίβλητη ήγειρε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας και της εναγόμενης 2 εξασφαλίζοντας υπέρ της και εναντίον της εφεσείουσας απόφαση για το ποσό £11.332 πλέον τόκο προς 8% ετησίως από 28.3.2003 μέχρι εξόφλησης πλέον έξοδα. Η αγωγή εναντίον της εναγόμενης 2 απορρίφθηκε.

Η εφεσείουσα εταιρεία εφεσίβαλε την απόφαση, υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και αξιολόγησε εσφαλμένα το τεκμήριο 1 και το τεκμήριο 10 αλλά και πως εσφαλμένα κατέληξε πως η απαίτηση της εφεσίβλητης δεν βασίζεται στο τεκμήριο 1. Υποστήριξε περαιτέρω ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπεράσματα σε [*373]σχέση με ισχυρισμούς της εφεσίβλητης οι οποίοι δεν περιέχονται στα δικόγραφα και επίσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε το ποσό των £11.332 υπέρ της εφεσίβλητης γιατί δεν προέκυπτε από τη μαρτυρία οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των μερών για πληρωμή χρημάτων και τούτο γιατί το ποσό που η εφεσίβλητη θα ελάμβανε από την εφεσείουσα είχε συμφωνηθεί σε εμπορεύματα και όχι σε χρήματα.

Προς υποστήριξη των πιο πάνω θέσεών της, η εφεσείουσα υπέβαλε πως το Δικαστήριο υπερεκτίμησε το γεγονός ότι το ποσό συμπεριελήφθη στους λογαριασμούς της εταιρείας με αποτέλεσμα να απορρίψει τη μαρτυρία του διευθυντή της.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η συμπερίληψη της οφειλής της εταιρείας (ανεξαρτήτως του ποιος κατείχε τις μετοχές της) προς την εφεσίβλητη στους υποβληθέντες εξελεγμένους λογαριασμούς προς το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, αλλά ο υπολογισμός του ποσού στο ποσό που καταβλήθηκε κατά την αγορά των μετοχών της εταιρείας από την εναγόμενη 2, σαφώς υποστηρίζει τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Εναντίον της πιο πάνω αδιάσειστης μαρτυρίας το Δικαστήριο είχε την προφορική μαρτυρία του Μ.Υ.1 Paul Travis, τον οποίο το Δικαστήριο έκρινε, ούτως ή άλλως, αναξιόπιστο.

2. Η έκθεση απαίτησης παρέχει αρκετή πληροφόρηση προς τους εναγόμενους για να γνωρίζουν την εναντίον τους αξίωση, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι γραπτές συμφωνίες κατατέθηκαν στη διαδικασία χωρίς οποιαδήποτε ένσταση.

3. Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι το τεκμήριο 10 λειτουργεί ως κώλυμα (estoppel) εναντίον της εφεσίβλητης, αφού οι όροι 6 και 7 αποτελούν παραδοχή εναντίον των συμφερόντων της, δεν ευσταθεί για τον ακόλουθο λόγο: Το τεκμήριο 10 είναι συμφωνία μεταξύ της εφεσίβλητης και της εναγόμενης 2 και αφορά στην πώληση και μεταβίβαση των μετοχών που η εφεσίβλητη κατείχε στο μετοχικό κεφάλαιο της εφεσείουσας. Οποιοσδήποτε όρος που υπάρχει στη συγκεκριμένη συμφωνία αφορά και δεσμεύει μόνο τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή την εφεσίβλητη και την εναγόμενη 2 και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τρίτο ως κώλυμα.

4. Η εφεσίβλητη και η εναγόμενη 2 επέλεξαν να θέσουν ορισμένες συμφωνίες τους εγγράφως και άλλες προφορικά. Από τη στιγμή που το Δικαστήριο αποδέχτηκε την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας δεν υπάρχει τίποτε που να καθιστά την προφορική μαρτυρία είτε πα[*374]ράνομη είτε μη αποδεχτή ως μαρτυρία.

5. Η αρχική συμφωνία πράγματι προέβλεπε την εξόφληση του ποσού που θα προέκυπτε σε εμπορεύματα εισαγωγής της εφεσείουσας, αλλά βέβαια μετά την επιδείνωση των σχέσεων και την ουσιαστική παύση τροφοδότησης της εφεσίβλητης σε φάρμακα, οποιοδήποτε υπόλοιπο θα ήταν βεβαίως πληρωτέο σε χρήματα.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, πλέον Φ.Π.Α..

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σατολιάς, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 2325/03), ημερομ. 15.6.2006.

Α. Χαραλάμπους με Θ. Χριστοδούλου, για Χρύση Δημητριάδη και Σία, για την Εφεσείουσα.

Σ. Πατσαλίδης με Μ. Πατσαλίδου, για την Εφεσίβλητη 1.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Επειδή σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας η έφεση εναντίον της εφεσίβλητης 2 αποσύρθηκε θα αναφερόμαστε στην εφεσίβλητη 1 ως εφεσίβλητη και στην εφεσίβλητη 2 ως εναγόμενη 2.

Η εφεσίβλητη και η εναγόμενη 2 είναι αδελφές και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν οι μόνοι μέτοχοι της εφεσείουσας εταιρείας που αρχικά ήταν οικογενειακή επιχείρηση, η οποία ασχολείτο με τη διαχείριση του φαρμακείου του αποβιώσαντος πατέρα τους, αλλά και με την εισαγωγή και διάθεση φαρμάκων.

Σε κάποιο στάδιο οι δύο αδελφές αποφάσισαν να διαχωρίσουν την οικογενειακή επιχείρηση, με την εφεσίβλητη να αναλαμβάνει την αποκλειστική διεύθυνση και διαχείριση του φαρμακείου και να αποχωρεί από την εφεσείουσα εταιρεία πωλώντας τις μετοχές που διατηρούσε σ’ αυτή.

Τον Ιούλιο του 1996 η εφεσίβλητη άρχισε να λειτουργεί το φαρ[*375]μακείο, ενώ ταυτόχρονα αποχώρησε από την εφεσείουσα εταιρεία.

Στις 12.7.1996 υπογράφτηκε μεταξύ της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας εταιρείας γραπτή συμφωνία με την οποία ρυθμίστηκαν περαιτέρω οι σχέσεις των μερών. Η εφεσίβλητη εγκατέλειπε την αξίωσή της εναντίον της εταιρείας για ποσό £10.105, σε αντάλλαγμα των συμφωνηθεισών παροχών και δεσμεύσεων στις οποίες η εφεσείουσα εταιρεία προέβαινε προς την εφεσίβλητη με βάση τη ρηθείσα συμφωνία (τεκμήριο 1).

Συμφωνήθηκε ότι το φαρμακείο, η επίπλωση και ο εξοπλισμός του φαρμακείου, αλλά και ένα αυτοκίνητο υπ’ αρ. εγγραφής MD 132, θα ανήκαν πλέον αποκλειστικά στην εφεσίβλητη. Συμφωνήθηκε επίσης η καταγραφή των ευρισκομένων κατά την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας εντός του φαρμακείου αποθεμάτων φαρμάκων.

Τα αποθέματα εισαγωγής της εταιρείας συμφωνήθηκε ότι θα ανήκαν στην εφεσείουσα. Τα υπόλοιπα αποθέματα θα παρέμεναν στο φαρμακείο και θα ανήκαν στην εφεσίβλητη. Η αξία των αποθεμάτων της εφεσίβλητης θα εκτιμούνταν με βάση την τιμή κτήσης και αν ως αποτέλεσμα της εκτίμησης ήθελε τυχόν διαπιστωθεί ότι η αξία τους θα ανερχόταν σε χαμηλότερο ποσό των £10.105, τότε η εφεσείουσα εταιρεία θα υποχρεούτο να παραχωρήσει στην εφεσίβλητη πιστωτική σημείωση για το υπόλοιπο τίμημα με βάση την οποία η εφεσίβλητη θα παράγγελλε από καιρού εις καιρόν, σε χοντρική τιμή, εμπορεύματα από την εφεσείουσα προς απόσβεση των οφειλομένων.

Την ίδια ημερομηνία οι δύο αδελφές υπέγραψαν άλλη γραπτή συμφωνία με την οποία διατέθηκαν από την εφεσίβλητη στην εναγόμενη 2 οι μετοχές που μέχρι τότε κατείχε στην εφεσείουσα εταιρεία, έναντι του ποσού των £3.000.

Η καταγραφή των αποθεμάτων του φαρμακείου που ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τον όρο 4(α) της συμφωνίας (τεκμήριο 1) έδειξε ότι η εφεσείουσα εταιρεία έπρεπε να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των £28.292, ποσό που θα καταβαλλόταν σταδιακά σε εμπόρευμα.

Πράγματι η εταιρεία παρέδιδε κατά καιρούς στην εφεσίβλητη φάρμακα με αποτέλεσμα στις 8.5.2002 το οφειλόμενο από την εταιρεία προς την εφεσίβλητη υπόλοιπο να ανέρχεται σε £11.332, ποσό που εξακολουθούσε να οφείλεται μέχρι την έγερση της παρούσας [*376]αγωγής. Η συγκεκριμένη οφειλή της εταιρείας προς την εφεσίβλητη εμφανίζεται ανελλιπώς στους ετήσιους εξελεγμένους λογαριασμούς της εταιρείας ως οφειλή της εταιρείας προς την εφεσίβλητη.

Στις 26.12.2001 όλες οι 150 μετοχές στην εφεσείουσα εταιρεία που κατέχονταν από την εναγόμενη 2 και το σύζυγό της, πωλήθηκαν σε τρίτους.

Από το σύνολο του ποσού της εξαγοράς των μετοχών της εταιρείας, ύψους £115.000 καταβλήθηκε από τους αγοραστές στους πωλητές μόνο το ποσό των £40.426, λόγω του ότι από το συμφωνηθέν ποσό αγοράς των μετοχών αφαιρέθηκε το ποσό των υποχρεώσεων της εταιρείας σε πιστωτές, αλλά και το ποσό που χρωστούσε η εταιρεία στην εφεσίβλητη. Για την ακρίβεια στο ποσό που αφαιρέθηκε για τις υποχρεώσεις της εταιρείας σε πιστωτές (£42.451) συμπεριλαμβάνεται και η οφειλή της εταιρείας προς την εφεσίβλητη. Το χρέος της εφεσείουσας εταιρείας προς την εφεσίβλητη περιλαμβανόταν ως χρέος της εταιρείας σε αναλυτική κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας που δόθηκε στους αγοραστές των μετοχών εταιρείας, αλλά και στους ετήσιους εξελεγμένους λογαριασμούς της εταιρείας για τα έτη 2001-2005, που υποβάλλονταν ετησίως στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων που ήταν υπογεγραμμένοι από τους νέους διοικητικούς συμβούλους της εταιρείας.

Στην αγωγή που ηγέρθη από την εφεσίβλητη εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας, αλλά και της εναγόμενης 2, το δικαστήριο κατέληξε και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας για ποσό £11.332 πλέον τόκο προς 8% ετησίως από 28.3.2003 μέχρι εξόφλησης πλέον έξοδα, αλλά απέρριψε την αγωγή εναντίον της εναγόμενης 2.

Η εφεσείουσα εταιρεία υποστηρίζει ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη για αριθμό λόγων.  Ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο ερμήνευσε και αξιολόγησε εσφαλμένα την μεταξύ των μερών συμφωνία, τεκμήριο 1, αφού, για παράδειγμα, δεν προβλεπόταν πως η εφεσείουσα εταιρεία είχε οποιαδήποτε υποχρέωση προς την εφεσίβλητη, πέραν του ποσού των £10.105. Αλλά και πως εσφαλμένα το δικαστήριο κατέληξε πως η απαίτηση της εφεσίβλητης δεν βασίζεται στο τεκμήριο 1. Περαιτέρω η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το δικαστήριο κατέληξε σε συμπεράσματα σε σχέση με ισχυρισμούς της εφεσίβλητης οι οποίοι δεν περιέχονται στα δικόγραφα.

Για να υποστηρίξει τις πιο πάνω θέσεις της η εφεσείουσα υποστηρίζει πως το δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο γεγο[*377]νός ότι το ποσό συμπεριελήφθη στους λογαριασμούς της εταιρείας με αποτέλεσμα να απορρίψει τη μαρτυρία του διευθυντή της.

Δεν βλέπουμε γιατί θα πρέπει να επέμβουμε επί των πιο πάνω σημείων στην πρωτόδικη απόφαση. Το δικαστήριο ορθώς έδωσε βαρύτητα στο ότι το ποσό των £11.332 συμπεριλαμβάνεται επανειλημμένα στους λογαριασμούς της εταιρείας, αλλά και στο ότι από το ποσό που οι νέοι μέτοχοι της εταιρείας συμφώνησαν να καταβάλουν στην εναγόμενη 2 αφαιρέθηκε ως οφειλή προς τρίτους το συγκεκριμένο ποσό. Η συμπερίληψη της οφειλής της εταιρείας (ανεξαρτήτως του ποιος κατείχε τις μετοχές της) προς την εφεσίβλητη στους υποβληθέντες εξελεγμένους λογαριασμούς προς το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, αλλά και όπως είπαμε πιο πάνω, και ο υπολογισμός του ποσού στο ποσό που καταβλήθηκε κατά την αγορά των μετοχών της εταιρείας από την εναγόμενη 2, σαφώς υποστηρίζει τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Εναντίον της πιο πάνω αδιάσειστης θα λέγαμε μαρτυρίας, το δικαστήριο είχε την προφορική μαρτυρία του Μ.Υ.1 Paul Travis, τον οποίο το δικαστήριο έκρινε, ούτως ή άλλως, αναξιόπιστο.

Είναι προφανές, από το σύνολο της μαρτυρίας, ότι οι οικονομικές σχέσεις της εφεσίβλητης με την εναγόμενη 2 και το ξεκαθάρισμα των κληρονομικών τους δικαιωμάτων που προέκυπταν από το θάνατο του πατέρα τους, διακανονίστηκαν με μία σειρά προφορικών και γραπτών συμφωνιών (βλέπε τεκμήρια 1 και 10). Είναι επίσης προφανές ότι το τελικό οφειλόμενο προς την εφεσίβλητη ποσό θα ξεκαθάριζε μετά την ολοκλήρωση της καταγραφής των αποθεμάτων. Εξ άλλου δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει πως η βάση της αγωγής ουσιαστικά είναι το υπόλοιπο λογαριασμού.

Ως προς τον ισχυρισμό ότι στα δικόγραφα δεν γίνεται από την εφεσίβλητη επίκληση οποιασδήποτε γραπτής συμφωνίας, αρκεί παραπομπή στην παράγραφο 13 της έκθεσης απαίτησης όπου γίνεται αναφορά σε έγγραφη μαρτυρία. Σημειώνεται ακόμα ότι από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, διαφαίνεται ότι κατακλείδα οιωνδήποτε προηγούμενων προφορικών ή γραπτών συμφωνιών ήταν η τελευταία προφορική συμφωνία. Είναι επίσης προφανές ότι η εναγόμενη 2 δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία τεκμήριο 1. Οι συμφωνίες μεταξύ των δύο αδελφών ολοκληρώνονται με την καταγραφή των αποθεμάτων του φαρμακείου, από την οποία διεφάνη ότι η εφεσείουσα εταιρεία, που τότε ανήκε ουσιαστικά στην εναγόμενη 2, έπρεπε να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των £28.292, τίμημα μιας προφορικής συμφωνίας μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης για την εξόφληση της οφειλής [*378]σταδιακά, σε φάρμακα εισαγωγής της εφεσείουσας εταιρείας.

Τα δικόγραφα είναι πράγματι η βάση της διαδικασίας και σκοπό έχουν την έγκαιρη πληροφόρηση των διαδίκων για την υπόθεση που έχουν να αντιμετωπίσουν. Πιστεύουμε ότι η έκθεση απαίτησης παρέχει αρκετή πληροφόρηση προς τους εναγόμενους για να γνωρίζουν την εναντίον τους αξίωση, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι γραπτές συμφωνίες κατατέθηκαν στη διαδικασία χωρίς οποιαδήποτε ένσταση.

Το δικαστήριο κατέληξε στα ορθά συμπεράσματά του με βάση την ενώπιόν του κριθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία και αφού απέρριψε την προσαχθείσα από την εφεσείουσα μαρτυρία ως αναξιόπιστη.

Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε εξωγενή μαρτυρία η οποία σκοπό έχει την ερμηνεία γραπτής συμφωνίας. Έχουμε μία σειρά συμφωνιών οι οποίες αρχίζουν με το τεκμήριο 1 και καταλήγουν στην καταγραφή των αποθεμάτων και στις μεταξύ των διαδίκων σχετικές προφορικές συμφωνίες.

Η εφεσείουσα υποστηρίζει περαιτέρω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε κατά την αξιολόγηση του τεκμηρίου 10. Κατά την εφεσείουσα το έγγραφο δεν χωρεί οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία εκτός του ότι η εφεσίβλητη αναγνώρισε πως δεν έχει καμιά χρηματική ή άλλης φύσης αξίωση εναντίον της εφεσείουσας. Το τεκμήριο 10, σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, λειτουργεί ως κώλυμα (estoppel) εναντίον της εφεσίβλητης, αφού οι όροι 6 και 7 αποτελούν παραδοχή εναντίον των συμφερόντων της.

Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί. Το τεκμήριο 10 είναι συμφωνία μεταξύ της εφεσίβλητης και της εναγόμενης 2 και αφορά στην πώληση και μεταβίβαση των μετοχών που η εφεσίβλητη κατείχε στο μετοχικό κεφάλαιο της εφεσείουσας. Οποιοσδήποτε όρος που υπάρχει στη συγκεκριμένη συμφωνία αφορά και δεσμεύει μόνο τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή την εφεσίβλητη και την εναγόμενη 2 και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τρίτο ως κώλυμα.

Η εφεσείουσα εγείρει και θέμα παρανομίας της προφορικής συμφωνίας μεταξύ της εφεσίβλητης και της εναγόμενης 2. Σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα το δικαστήριο δεν έδωσε οποιαδήποτε σημασία στο γεγονός ότι ενώ υπήρχαν τρεις γραπτές συμφωνίες μεταξύ των μερών, εν τούτοις η συγκεκριμένη συμφωνία έγινε προφορικά.

[*379]Κατ’ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι το δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανεπαρκείς ή μη πειστικούς λόγους για τη μη σύναψη γραπτής συμφωνίας. Ούτε και θα έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην ύπαρξη τριών γραπτών συμφωνιών προηγουμένως. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι το δικαστήριο δέχτηκε τελικά ότι η συγκεκριμένη προφορική συμφωνία έγινε και δέσμευε τα συμβαλλόμενα μέρη. Οι συμβαλλόμενοι είναι, όπως είναι γνωστό, ελεύθεροι να συνάψουν μία σύμβαση είτε γραπτώς είτε προφορικώς. Οι συγκεκριμένοι συμβαλλόμενοι, η εφεσίβλητη και η εναγόμενη 2 επέλεξαν να θέσουν ορισμένες συμφωνίες τους εγγράφως και άλλες προφορικά. Από τη στιγμή που το δικαστήριο αποδέχτηκε την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας δεν υπάρχει τίποτε που να καθιστά την προφορική μαρτυρία είτε παράνομη είτε μη αποδεχτή ως μαρτυρία.

Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση της πως οι ενέργειες της εφεσίβλητης, αλλά και της εναγόμενης 2 συνιστούσαν παράβαση των καθηκόντων τους ως διευθυντριών της εφεσείουσας και/ή ότι αποτελούσαν παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας, τεκμήριο 1. Υποστηρίζει ότι οι ενέργειες της εφεσίβλητης ζήμιωσαν τα συμφέροντα της εφεσείουσας τα οποία είχε υποχρέωση να προστατεύσει.

Το πρωτόδικο δικαστήριο λακωνικά απέρριψε το ίδιο επιχείρημα, αφού θεώρησε τους ισχυρισμούς αναπόδεικτους. Από τα πρακτικά της υπόθεσης και κυρίως από το τεκμήριο 1 το οποίο επικαλείται η εφεσείουσα, δεν προκύπτει ότι οι δύο αδελφές παράνομα πίστωσαν το λογαριασμό της εφεσίβλητης με ποσό ύψους £26.707. Το τεκμήριο 1 ήταν μία συμφωνία διακανονισμού των κληρονομικών δικαιωμάτων μεταξύ δύο αδελφών και βέβαια τόσο η εφεσίβλητη, όσο και η εναγόμενη 2 προσπάθησαν να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους και όχι να ζημιώσουν την εφεσείουσα η οποία ήταν εταιρεία, τις μετοχές της οποίας κατείχαν οι ίδιες. Την πώληση των μετοχών από την εφεσίβλητη προς την εναγόμενη 2 συμφώνησαν με το τεκμήριο 10. Δεν υπήρξε δηλαδή καθ’ οιονδήποτε στάδιο οποιαδήποτε πρόθεση ή προσπάθεια καταδολίευσης της εφεσείουσας από τις δύο αδελφές και δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι οι νέοι ιδιοκτήτες της εφεσείουσας μπήκαν στην εικόνα πολύ αργότερα.

Δεν θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τον πέμπτο λόγο έφεσης με τον οποίο η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι το ποσό των £28.292,05 συμφωνήθηκε δυνάμει νέας προφορικής συμφωνίας της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης. Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι για τη δημιουργία νέας [*380]προφορικής συμφωνίας που τροποποιεί ή αναιρεί ή συμπληρώνει προγενέστερη γραπτή συμφωνία πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες απουσιάζουν στην παρούσα περίπτωση.

Ο πιο πάνω λόγος έφεσης ουσιαστικά σχολιάστηκε προηγουμένως κατά την ανάλυση άλλων λόγων έφεσης (όπως του πρώτου, έκτου και ένατου) και συνεπώς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα θα εξυπηρετηθεί με την επανάληψη όσων έχουμε πει. Αρκεί να λεχθεί ότι οι συμφωνίες που εξετάστηκαν από το δικαστήριο έγιναν μεταξύ των δύο αδελφών, της εφεσίβλητης και της εναγόμενης 2, και αφορούν μεταξύ άλλων και στις μετοχές τους στην εφεσείουσα εταιρεία.

Το ποσό των £28.292 δεν αναφέρεται σε μια σύμβαση η οποία τροποποιεί ή αναιρεί προγενέστερη γραπτή συμφωνία. Πρόκειται για το ποσό που έδειξε η καταγραφή ότι θα έπρεπε να πληρωθεί στην εφεσίβλητη, σε φάρμακα εισαγωγής της εφεσείουσας, μέχρι εξόφλησης. Δεν πρόκειται περί νέας συμφωνίας, αλλά για διακρίβωση του ακριβούς οφειλόμενου ποσού που έπρεπε να συγκεκριμενοποιηθεί ύστερα από την απογραφή των αποθεμάτων.

Η εφεσείουσα υποστηρίζει ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι η εφεσίβλητη δεν στηρίζει την απαίτησή της στο τεκμήριο 1.

Είναι γεγονός ότι η αξίωση της εφεσίβλητης στηρίζεται στην εν γένει συμφωνία που συνήψε με την εναγόμενη 2 για διακανονισμό των κληρονομικών τους δικαιωμάτων, μετά το θάνατο του πατέρα τους. Αυτός ο διακανονισμός περιελάμβανε το τεκμήριο 1 που ήταν η συμφωνία της εφεσίβλητης με την εφεσείουσα εταιρεία, το τεκμήριο 10 που ήταν η συμφωνία μεταξύ των δύο αδελφών για τη μεταβίβαση των μετοχών της εταιρείας από τη μια στην άλλη και κάποιες προφορικές επί μέρους συμφωνίες. Από όλες αυτές τις συμφωνίες το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσείουσα είχε αναλάβει να εξοφλήσει συγκεκριμένο ποσό προς την εφεσίβλητη μέσα στα πλαίσια της όλης συμφωνίας. Το γεγονός ότι οι μετοχές της εταιρείας μεταβιβάστηκαν ακολούθως από την εναγόμενη 2 σε τρίτους, δεν μεταβάλλει το υπόβαθρο της υπόθεσης. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν βασίζει την αξίωσή της μόνο πάνω στο τεκμήριο 1, είναι ορθή.

Τέλος, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε το ποσό των £11.332 υπέρ της εφεσίβλητης γιατί δεν προέκυπτε από τη μαρτυρία οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των μερών για πληρωμή χρημάτων και τούτο γιατί το πο[*381]σό που η εφεσίβλητη θα ελάμβανε από την εφεσείουσα είχε συμφωνηθεί σε εμπορεύματα και όχι σε χρήματα. 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Πράγματι, η αρχική συμφωνία προέβλεπε την εξόφληση του ποσού που θα προέκυπτε σε εμπορεύματα εισαγωγής της εφεσείουσας, αλλά βέβαια μετά την επιδείνωση των σχέσεων και την ουσιαστική παύση τροφοδότησης της εφεσίβλητης σε φάρμακα, οποιοδήποτε υπόλοιπο θα ήταν βεβαίως πληρωτέο σε χρήματα.

Η έφεση απορρίπτεται, με €2.000 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, πλέον Φ.Π.Α..

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, πλέον Φ.Π.Α..

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο