(2010) 1 ΑΑΔ 382
[*382]19 Μαρτίου, 2010
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΕΛΙΝΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΙΔΗ,
Εφεσίβλητης.
(Έφεση Αρ. 13/2007)
Οικογενειακό Δίκαιο ― Διατροφή ― Αίτηση για συνέχιση της διατροφής μετά την ενηλικίωση τέκνου και συγκεκριμένα για σκοπούς εκπαίδευσής του ― Άρθρο 33(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου ― Η έκδοση δικαστικής απόφασης βάσει του Άρθρου 33(2) (ανωτέρω) αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση της υποχρέωσης ― Ανάγκη για καθορισμό του χρόνου εφαρμογής διατάγματος διατροφής ― Οι ανάγκες και τα εισοδήματα του πατέρα λαμβάνονται πάντοτε υπόψη από το Δικαστήριο κατά τον καθορισμό ποσού ως συνεισφορά του για την κάλυψη των συγκεκριμένων αναγκών του τέκνου του ― Η τελική κατάληξη του αιτήματος διατροφής θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συνυπολογισμού, τηρουμένου του νόμου, κάθε παράγοντος που προβάλλεται ως σχετικός.
Η εφεσίβλητη, από τον Αύγουστο 2004, είναι φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, στον κλάδο της Ελληνικής Φιλολογίας. Με διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού το οποίο εκδόθηκε στις 18.5.2007, ο πατέρας της, ο εφεσείων, διατάχθηκε να της καταβάλλει το ποσό των Λ.Κ.607 μηνιαίως από 1.9.2004 ως συνεισφορά του για τη διατροφή και τα έξοδα των σπουδών της. Η ισχύς του διατάγματος καθορίστηκε μέχρι την αποπεράτωση των σπουδών της. Το διάταγμα διαλάμβανε όπως η διατροφή των €500 μηνιαίως που κατέβαλλε ο εφεσείων από 1.9.2004 στην εφεσίβλητη, αφαιρεθεί από την οφειλόμενη διατροφή.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε το εκδοθέν διάταγμα διατροφής προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
[*383]1. Το διάταγμα διατροφής θα έπρεπε να έχει καθορισμένη ισχύ για χρονικό διάστημα τεσσάρων χρόνων με έναρξη τον Σεπτέμβριο 2004.
2. Το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι για λόγους υγείας η εφεσίβλητη αδυνατούσε να εργαστεί.
3. Η μαρτυρία τόσο της εφεσίβλητης όσο και της μητέρας της περιείχε σωρεία αντιφάσεων και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε όλα τα έξοδα που ζήτησε η εφεσίβλητη με την αίτησή της.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε το ποσό των Λ.Κ.60 μηνιαίως ως κονδύλι για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη της εφεσίβλητης ενώ αυτή η ανάγκη μπορούσε να καλυφθεί από τα ταμεία προνοίας των γονέων της.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση της μαρτυρίας που αφορά στο μισθό του εφεσείοντος.
6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη το συνολικό ποσό των €2.500 που πλήρωσε στην εφεσίβλητη από τον Απρίλιο του 2004 μέχρι τον Αύγουστο του 2004 ενώ δεν ήταν υποχρεωμένος να πράξει τούτο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο νόμος δεν προβλέπει τον καθορισμό χρονικών ορίων ισχύος του διατάγματος διατροφής όταν ένα τέτοιο διάταγμα εκδίδεται με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 33(2). Η ρύθμιση του θέματος και ο καθορισμός της χρονικής ισχύος του διατάγματος, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, είναι καλύτερα να καθορίζονται τα χρονικά όρια της ισχύος του διατάγματος και να γίνεται ταυτόχρονα πρόβλεψη ενός απλού τρόπου παρακολούθησης και ελέγχου σε περίπτωση όπου η μια ή η άλλη πλευρά, θα ισχυριστεί ότι συντρέχει βάσιμος λόγος ο οποίος δικαιολογεί είτε τη σύντμηση της χρονικής ισχύος του διατάγματος είτε την επέκτασή της, ή γενικά την τροποποίηση του διατάγματος.
Το Δικαστήριο δεν προνόησε για τα ανωτέρω στην παρούσα υπόθεση. Η παράλειψη αυτή όμως δεν συνιστά ουσιώδες λάθος που θα δικαιολογούσε τον παραμερισμό της εκκαλούμενης απόφασης. Ο εφεσείων είχε τη δυνατότητα να αξιώσει την τροποποίηση του διατάγματος, εάν είχε βάσιμο λόγο να πιστεύει ότι η συνέχισή του δεν δικαιολογείτο για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, όπως π.χ. λόγω της αδικαιολόγητης εγκατάλειψης των σπουδών της εφεσίβλητης ή λό[*384]γω του ότι αυτή δεν ήταν επιμελής.
2. Υπήρξε αναντίλεκτη μαρτυρία ότι η εφεσίβλητη αδυνατούσε λόγω προβλημάτων υγείας να εργαστεί, ότι δεν ήταν σίγουρη η εξεύρεση εργασίας ή ποιο θα ήταν το ύψος της αμοιβής που θα έπαιρνε.
3. Το ποσό των Λ.Κ.607 το οποίο εγκρίθηκε ως συνεισφορά του εφεσείοντος στη διατροφή και συντήρηση της εφεσίβλητης ήταν αισθητά μικρότερο του ποσού των Λ.Κ.1.000 το οποίο αυτή αρχικά διεκδικούσε με την απαίτησή της από τον εφεσείοντα. Εκ των πραγμάτων προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε όλα τα έξοδα της εφεσίβλητης όπως εισηγήθηκε ο εφεσείων.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε με τη δέουσα επάρκεια τους λόγους για τους οποίους έκρινε σκόπιμο να επιδικάσει το προαναφερθέν ποσό για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη της εφεσίβλητης.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπολόγισε με απόλυτη ακρίβεια το συνολικό ακάθαρτο εισόδημα του εφεσείοντος στη βάση των στοιχείων που ο ίδιος κατέθεσε αντεξεταζόμενος από το δικηγόρο της εφεσίβλητης.
6. Εάν όντως ο εφεσείων πλήρωσε το ποσό των €2.500 πριν την έναρξη της ισχύος του διατάγματος, η πληρωμή αυτή δεν μπορούσε να υπολογιστεί ούτε και να αφαιρεθεί από το ποσό της διατροφής το οποίο αφορούσε μελλοντικό χρόνο. Η όποια πληρωμή που έγινε για παρελθόντα χρόνο εξυπακούεται ότι αφορούσε ανάγκες εκείνης της περιόδου και στα πλαίσια πατρικού καθήκοντος προς την εφεσίβλητη.
7. Το ποσό που καθόρισε το Δικαστήριο ως συνεισφορά του εφεσείοντος για την κάλυψη των συγκεκριμένων αναγκών της εφεσίβλητης κρίνεται λογικό, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των αναγκών και των εισοδημάτων του ιδίου.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Τσιτσινίδη v. Τσιτσινίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 385,
Βουνού v. Βουνού (1998) 1 Α.Α.Δ. 490,
Χρίστου v. Χρίστου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1891.
[*385]Έφεση.
Έφεση από τoν εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Tουμαζή, Πρ.), (Yπόθ Aρ. 253/03), ημερομ. 18.5.2007.
Β. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ηλία και Χ. Δημητρίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Στις 18.5.2007 το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διατάχθηκε ο εφεσείων να καταβάλλει στην εφεσίβλητη θυγατέρα του Λ.Κ.607 μηνιαίως από 1.9.2004 ως συνεισφορά του για τη διατροφή και τα έξοδα των σπουδών της. Η ισχύς του διατάγματος καθορίστηκε μέχρι την αποπεράτωση των σπουδών της εφεσίβλητης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και την απόκτηση του πτυχίου της. Το διάταγμα διαλάμβανε όπως η διατροφή των €500 μηνιαίως που ο εφεσείων κατέβαλλε από 1.9.2004 στην εφεσίβλητη, αφαιρεθεί από την οφειλόμενη διατροφή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, καθόρισε τα επιμέρους κονδύλια που η εφεσίβλητη χρειάζεται να ξοδεύει για τη συντήρηση και τις σπουδές της και τα οποία ανέρχονται γύρω στις Λ.Κ.859 μηνιαίως. Ο ακάθαρτος μισθός της μητέρας της, καθορίστηκε στις Λ.Κ.1.444 μηνιαίως ενώ οι ακάθαρτες μηνιαίες απολαβές του εφεσείοντα στις Λ.Κ.5.225,85. Το πιο κάτω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης αναφέρεται στα εισοδήματα του εφεσείοντα:
«Ο Καθ’ ου η Αίτηση προσπάθησε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο ότι τα εισοδήματά του είναι χαμηλά ούτως ώστε να επιδικαστεί όσο το δυνατό χαμηλότερο ποσό διατροφής. Στην παράγραφο 7 της Υπεράσπισής του αναφέρει:
«Ο καθ’ ου η Αίτηση εργάζεται στα Γραφεία του ΚΟΤ στις Βρυξέλλες με μισθό Λ.Κ.1.500 περίπου τον μήνα και καλεί την Αιτήτρια σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της που αναφέρονται στην παράγραφο 6 της Έκθεσης Γεγονότων. Ένεκα των πολλών υποχρεώσεων κι εξόδων του καθ’ ου η [*386]Αίτηση το ποσόν των Λ.Κ.1.500 μόλις και αρκεί για την κάλυψη των βασικών αναγκών και υποχρεώσεων του (λεπτομέρειες επιφυλάσσονται κατά την δικάσιμο».
Πουθενά στην Υπεράσπιση δεν αναφέρει ότι παίρνει επιπλέον επίδομα εξωτερικού και επίδομα ενοικίου και ότι ο μισθός του είναι Λ.Κ.5.171,85. Επίσης, πουθενά δεν αναφέρει ότι παίρνει και επίδομα ευημερίας. Τα πραγματικά του εισοδήματα αναγκάστηκε να τα παραδεκτεί κατά την ακρόαση.
Όσον αφορά τις δυνάμεις του Καθ’ ου η Αίτηση σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ. Αιτ. 3 την οποία αποδέχομαι ως ορθή και αληθή, τη μαρτυρία του Καθ’ ου η Αίτηση, ως επίσης και το Τεκμήριο 14 αυτός παίρνει, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων, συνολικά Λ.Κ.5.171,85 ακάθαρτα μηνιαίως. Όπως προκύπτει τόσο από τη μαρτυρία της Μ. Αιτ. 3 όσο και του Καθ’ ου η Αίτηση, επιπρόσθετα παίρνει ένα ποσό ύψους £650.- το χρόνο ως επίδομα ευημερίας. Επομένως διαιρώντας το, ο Καθ’ ου η Αίτηση παίρνει ένα επιπρόσθετο ποσό ύψους περίπου £54,- μηνιαίως, ανεβάζοντας το μηνιαίο εισόδημά του στις Λ.Κ.5.225,85 μηνιαίως. Είναι εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι μηνιαίες απολαβές του Καθ’ ου η Αίτηση είναι Λ.Κ.5.225,85 ακάθαρτα.
Είναι η θέση του Καθ’ ου η Αίτηση ότι ως εισόδημά του θα πρέπει να λογαριαστεί ποσό ύψους £1.800,- μηνιαίως διότι είναι σ’ αυτό το ποσό στην Κύπρο που αντιστοιχεί ο μισθός που παίρνει στο Βέλγιο. Δε θα συμφωνήσω με τη θέση αυτή. Τα επιδόματα που παίρνει ο Καθ’ ου η Αίτηση λόγω της παραμονής του στο Βέλγιο, δεν παύουν να αποτελούν μέρος των εισοδημάτων του και ως τέτοια πρέπει να ληφθούν υπόψη.»
Η χορηγία των Λ.Κ.1.000 το χρόνο που έπαιρνε η εφεσίβλητη για τις σπουδές της και αναλογούσε στις Λ.Κ.83 μηνιαίως, αφαιρέθηκε από το ποσό των Λ.Κ.859 το οποίο, κατά τα ανωτέρω, βρέθηκε ότι χρειάζεται η εφεσίβλητη για τη συντήρηση και τις σπουδές της. Η κάλυψη του υπολοίπου εκ Λ.Κ.776 κρίθηκε πως έπρεπε να γίνει με ανάλογη συνεισφορά των γονέων της με βάση τα αντίστοιχα εισοδήματα τους ήτοι,
Πατέρας: Λ.Κ.5.225,85 x 776 ÷ 6.669,85 = 607 (στρογγυλός αριθμός)
Μητέρα: Λ.Κ.1.444,00 x 776 ÷ 6.669,85 = 168 (στρογγυλός αριθμός)
Το δικαστήριο, μετά τον υπολογισμό της συνεισφοράς των γονέων της εφεσίβλητης, έλαβε υπόψη τη δικογραφημένη θέση του [*387]εφεσείοντα ότι για την κάλυψη των βασικών αναγκών και εξόδων του, χρειάζεται Λ.Κ.1.500 μηνιαίως. Αφαιρουμένου του εν λόγω ποσού καθώς και του ποσού της συνεισφοράς του από το μηνιαίο εισόδημά του, βρέθηκε ότι απομένει ικανοποιητικό υπόλοιπο, αρκετό για την κάλυψη και άλλων τυχόν αναγκών του, πέραν των βασικών.
Ο εφεσείων προώθησε επτά λόγους έφεσης. Οι πρώτοι δύο, αναφέρονται στο χρόνο ισχύος του διατάγματος. Το Δικαστήριο όφειλε, σύμφωνα με την εισήγηση, να καθορίσει την ισχύ του διατάγματος για χρονικό διάστημα τεσσάρων χρόνων με έναρξη τον Σεπτέμβριο 2004 αντί μέχρι την αποπεράτωση των σπουδών της εφεσίβλητης και την απόκτηση του πτυχίου της. Υποβάλλεται επίσης ότι λανθασμένα το δικαστήριο έκρινε ότι για λόγους υγείας η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να εργάζεται.
Η εφεσίβλητη ενηλικιώθηκε τον Αύγουστο του 2003 και πήγε στη Γαλλία για να σπουδάσει ελληνική φιλολογία. Τον Ιούνιο 2004 υπέβαλε αίτηση για μεταγραφή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Έκανε αυτή την κίνηση αφενός γιατί η κατάσταση της υγείας της δεν ήταν καλή και αφετέρου γιατί θα ήταν αισθητά χαμηλότερο το κόστος σπουδών στην Κύπρο παρά στο εξωτερικό. Έτσι λοιπόν, τον Αύγουστο 2004, η εφεσίβλητη άρχισε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, στον κλάδο της Ελληνικής Φιλολογίας. Κατά την ακρόαση της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος της δήλωσε ότι η πελάτισσα του συμπληρώνει σύντομα τις σπουδές της και ότι θα πάρει το πτυχίο της τον προσεχή Ιούνιο. Δήλωσε επίσης ότι η εφεσίβλητη δεν θα έχει καμιά απαίτηση για διατήρηση της ισχύος του διατάγματος διατροφής μετά τον Ιούνιο 2010 ανεξαρτήτως αν θα πάρει ή όχι το πτυχίο της.
Ο περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος, Αρθρο 33(1) επιβάλλει στους γονείς υποχρέωση για από κοινού διατροφή του ανήλικου τέκνου τους ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός.
Το Αρθρο 33(2) του Νόμου ρυθμίζει τη συνέχιση της υποχρέωσης των γονέων για διατροφή του τέκνου τους και μετά την ενηλικίωση του εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες στη διάταξη προϋποθέσεις ήτοι,
«33(2) Με απόφαση και σχετική ρύθμιση από το Δικαστήριο, η υποχρέωση των γονέων δυνάμει του εδαφίου (1) είναι δυνατό να συνεχίσει και μετά την ενηλικίωση του τέκνου, στις περιπτώσεις όπου ειδικές περιστάσεις επιβάλλουν τούτο, όπως σε περίπτωση ανικανότητας ή αναπηρίας του τέκνου [*388]ή υπηρεσίας θητείας του στην Εθνική Φρουρά ή φοίτησης του σε εκπαιδευτικό ίδρυμα ή επαγγελματική σχολή.»
Η έκδοση δικαστικής απόφασης βάσει του Αρθρου 33(2) (ανωτέρω), αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση της υποχρέωσης. Βλ. Τσιτσινίδη v. Τσιτσινίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 385, Βουνού v. Βουνού (1998) 1 Α.Α.Δ. 490 και Χρίστου v. Χρίστου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1891.
Ο νόμος δεν προβλέπει τον καθορισμό χρονικών ορίων ισχύος του διατάγματος διατροφής όταν ένα τέτοιο διάταγμα εκδίδεται με βάση τις πρόνοιες του Αρθρου 33(2). Η ρύθμιση του θέματος και ο καθορισμός της χρονικής ισχύος του διατάγματος, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, είναι καλύτερα να καθορίζονται τα χρονικά όρια της ισχύος του διατάγματος και να γίνεται ταυτόχρονα πρόβλεψη ενός απλού τρόπου παρακολούθησης και ελέγχου σε περίπτωση όπου η μια ή η άλλη πλευρά, θα ισχυριστεί ότι συντρέχει βάσιμος λόγος ο οποίος δικαιολογεί είτε τη σύντμηση της χρονικής ισχύος του διατάγματος είτε την επέκτασή της, ή γενικά την τροποποίηση του διατάγματος.
Στην παρούσα υπόθεση, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προνόησε για τα πιο πάνω. Ωστόσο, η παράλειψη αυτή δεν συνιστά ουσιώδες λάθος που θα δικαιολογούσε τον παραμερισμό της εκκαλούμενης απόφασης. Αν ο εφεσείων είχε βάσιμο λόγο να πιστεύει ότι δεν δικαιολογείτο η συνέχιση της ισχύος του διατάγματος είτε γιατί η θυγατέρα του αδικαιολόγητα εγκατέλειψε τις σπουδές της είτε γιατί δεν ήταν επιμελής, όπως λογικά θα αναμενόταν ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία σίγουρα, κατ’ εφαρμογή των σχετικών δικονομικών διατάξεων, θα μπορούσε να ζητήσει την τροποποίηση του διατάγματος. Ο εφεσείων δεν πήρε κανένα δικονομικό μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση και συνεπώς αδικαιολόγητα παραπονείται. Αβάσιμο είναι και το παράπονο ότι η εφεσείουσα μπορούσε να εργάζεται τα καλοκαίρια και το διάταγμα διατροφής να περιοριζόταν στην κάλυψη του πραγματικού χρόνου φοίτησης στο πανεπιστήμιο, αφήνοντας έξω τις διακοπές του καλοκαιριού. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το θέμα και κατέληξε στο πιο κάτω συμπέρασμα:
«Με βάση όλα τα ανωτέρω, είναι εύρημα του Δικαστηρίου ότι τα έξοδα διατροφής και συντήρησης της Αιτήτριας ανέρχονται γύρω στις £859,- μηνιαίως. Είναι επίσης εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Αιτήτρια, λόγω των σπουδών της και των προβλημάτων υγείας που είναι παραδεκτό ότι έχει, δεν μπορεί να εργαστεί, το ποσό των £120 με £130 που πήρε λόγω του ότι εργάστηκε για κάποιες ώρες δυο καλοκαίρια είναι αμελητέο [*389]μπροστά στα έξοδά της και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.»
Δεν διακρίνουμε λάθος στην προσέγγιση του θέματος. Υπήρξε αναντίλεκτη μαρτυρία ότι η υγεία της εφεσίβλητης ήταν κλονισμένη και ότι δεν ήταν σίγουρο αν θα έβρισκε εργασία ή ποιο θα ήταν το ύψος της αμοιβής που θα έπαιρνε. Εν πάση περιπτώσει, και αν ακόμη η εφεσίβλητη θα μπορούσε να εργαζόταν τους δύο περίπου μήνες του καλοκαιριού, το εισόδημα που θα είχε από την εργασία της θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα αμελητέο και δεν θα λαμβανόταν ουσιαστικά υπόψη στον καθορισμό της διατροφής.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αναφέρεται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ διαπίστωσε σωρεία αντιφάσεων τόσο στη μαρτυρία της εφεσίβλητης όσο και στη μαρτυρία της μητέρας της, αποδέχθηκε τελικά όλα τα έξοδα που ζήτησε η εφεσίβλητη με την αίτησή της. Παρά το γεγονός ότι ελλείπει η δέουσα εξειδίκευση εξετάσαμε το θέμα και η διαπίστωση μας είναι ότι η εφεσίβλητη αναλυτικά παρουσίασε στην αίτησή της τις βασικές της ανάγκες και ενδεικτικά παρέθεσε τα έξοδα που αντιστοίχως απαιτούνται για την κάλυψή τους. Το συνολικό ποσόν ανερχόταν στις Λ.Κ.1.500 και από τον πατέρα της διεκδίκησε Λ.Κ.1.000. Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατόπιν ενδελεχούς αξιολόγησης των στοιχείων της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του, προσδιόρισε τις βασικές ανάγκες της εφεσίβλητης και καθόρισε τα αντιστοίχως απαιτούμενα χρήματα για την κάλυψή τους. Το ποσό που το δικαστήριο ενέκρινε ως συνεισφορά του εφεσείοντα στη διατροφή και συντήρηση της εφεσίβλητης καθορίστηκε στις Λ.Κ.607, αισθητά μικρότερο του ποσού της απαίτησης. Εκ των πραγμάτων προκύπτει ότι το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε όλα τα έξοδα της εφεσίβλητης, όπως αντίθετα εισηγήθηκε ο εφεσείων.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων λέγει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των Λ.Κ.60 μηνιαίως ως κονδύλι για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη της εφεσίβλητης ενώ αυτή η ανάγκη μπορούσε να καλυφθεί από τα ταμεία προνοίας των γονέων της. Το θέμα απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο, πειστικά και με επάρκεια, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους έκρινε σκόπιμο να επιδικάσει το συγκεκριμένο ποσό. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε πρακτικές δυσκολίες που σε ορισμένες περιπτώσεις αντιμετώπισε η εφεσίβλητη όταν αυτή αποτάθηκε απ’ ευθείας στο νοσοκομείο για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και έλαβε επίσης υπόψη τη φύση του ιατρικού προβλήματος που η εφεσίβλητη αντιμετωπίζει, το ιατρικό ιστορικό της, τη συχνότητα που παρουσιάζεται το πρόβλημα και το επεί[*390]γον της αντιμετώπισής του. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε λάθος στην εκτίμηση του δικαστηρίου.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αποδίδεται λάθος στο πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με την εκτίμηση της μαρτυρίας που αφορά στο μισθό του εφεσείοντα. Δεν ευσταθεί ο λόγος αυτός της έφεσης καθότι το συνολικό ακάθαρτο εισόδημα του εφεσείοντα υπολογίστηκε με απόλυτη ακρίβεια στη βάση των στοιχείων που ο ίδιος κατέθεσε στο δικαστήριο αντεξεταζόμενος από το δικηγόρο της εφεσίβλητης. Η θέση του εφεσείοντα ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ της δικογραφημένης θέσης της εφεσίβλητης επί του συγκεκριμένου θέματος και της κατάληξης του δικαστηρίου επί του ιδίου θέματος δεν ευσταθεί καθότι το δικαστήριο υπολόγισε το εισόδημα του εφεσείοντα με βάση τη δική του μαρτυρία ασχέτως των δικογραφημένων ισχυρισμών της εφεσίβλητης.
Ο εφεσείων υποβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το συνολικό ποσό των €2.500 που πλήρωσε στην εφεσίβλητη από τον Απρίλιο του 2004 μέχρι τον Αύγουστο του 2004 ενώ δεν ήταν υποχρεωμένος να πράξει τούτο. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί γιατί αν πράγματι ο εφεσείων πλήρωσε χωρίς διάταγμα δικαστηρίου το πιο πάνω ποσό των €2.500 πριν την έναρξη της ισχύος του διατάγματος, η πληρωμή αυτή δεν μπορούσε ούτε να υπολογιστεί ούτε και να αφαιρεθεί από το ποσό της διατροφής το οποίο αφορούσε μελλοντικό χρόνο. Η όποια πληρωμή που έγινε για παρελθόντα χρόνο εξυπακούεται ότι αφορούσε ανάγκες εκείνης της περιόδου και στα πλαίσια πατρικού καθήκοντος προς την εφεσίβλητη.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη τα μηνιαία έξοδα του στις Βρυξέλλες όπου ζει με τη νέα του σύζυγο. Δεν ευσταθεί ο λόγος αυτός της έφεσης. Έχουμε παραθέσει απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης όπου ευκρινώς συνοψίζεται η μαρτυρία αναφορικά με τα εισοδήματα του εφεσείοντα και τις παρούσες ανάγκες του. Τη μαρτυρία αυτή συνεκτίμησε το δικαστήριο με τα υπόλοιπα στοιχεία για να καταλήξει στο τελικό συμπέρασμα. Το δικαστήριο υπολόγισε ακριβοδίκαια τόσο τις ανάγκες της εφεσίβλητης όσο και εκείνες του εφεσείοντα, τονίζοντας μάλιστα ότι πέρα από τις βασικές του ανάγκες θα μπορούσε να καλύψει και άλλες δευτερεύουσες με το υπόλοιπο των εισοδημάτων του.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποβάλλει ότι το δικαστήριο αυθαίρετα και εσφαλμένα θεώρησε το συνολικό ποσό [*391]των Λ.Κ.859 ως αναγκαία έξοδα της εφεσίβλητης. Η πτυχή αυτή του θέματος έχει εξεταστεί και θεωρούμε ότι παρέλκει η όποια επανάληψη. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε αναλυτικά όλες τις ανάγκες της εφεσίβλητης. Το ποσό που το δικαστήριο καθόρισε ως συνεισφορά του εφεσείοντα για την κάλυψη των συγκεκριμένων αναγκών κρίνεται λογικό λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των αναγκών και των εισοδημάτων του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται. Ο εφεσείων θα καταβάλει €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., στην εφεσίβλητη.
H έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο