Αλωνεύτης Μιχαλάκης ν. Alpha Bank Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 475

(2010) 1 ΑΑΔ 475

[*475]14 Απριλίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΑΛΩΝΕΥΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ALPHA BANK LTD,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 5/2008)

 

Πτώχευση ― Παραβίαση όρων αναστολής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ― Καταχώρηση ειδοποίησης πτώχευσης εναντίον του εξ αποφάσεως χρεώστη ― Κατά πόσο έγινε αποδεκτή η διαφοροποίηση των αρχικών όρων αναστολής από πλευράς του εξ αποφάσεως πιστωτή, ώστε να μη δικαιολογείται η εκ μέρους του καταχώρηση ειδοποίησης πτώχευσης εναντίον του εξ αποφάσεως χρεώστη.

Πτώχευση ― Ειδοποίηση πτώχευσης ― Δυνατότητα για εισαγωγή αίτησης για ακύρωση πτωχευτικής ειδοποίησης για λόγους άλλους από αυτούς που αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) (g) του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5 ― Εφαρμοστέες αρχές σε σχέση με το βάρος απόδειξης ― Το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι όντως εγείρεται γνήσιο θέμα προς εκδίκαση.

Εφετείο ― Σχόλιο Εφετείου ― Ειδοποίηση πτώχευσης ― Ανάγκη όπως οι πιστωτές επιδεικνύουν μεγαλύτερη προσοχή κατά την προώθηση σχετικών μέτρων καθώς και αυστηρή προσήλωση στους τύπους της ειδοποίησης.

Στις 25.4.2005 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε εκ συμφώνου απόφαση στην αγωγή υπ’ αρ. 1329/99 εναντίον όλων των εκεί εναγομένων συμπεριλαμβανομένου του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης η οποία και αναστάληκε υπό όρους.

Η πιο πάνω απόφαση διασυνδέθηκε και με τις υποχρεώσεις των ιδίων εναγομένων στην υπ’ αρ. 13226/98 αγωγή και πάλι του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, από την άποψη ότι οι διάδικοι συμφώνησαν όπως με την καταβολή ενός συνολικού ποσού £150.000, αναφορικά και με τις δύο αγωγές, θα διοριζόταν από κοινού ανεξάρτητος εκτιμητής προς εκτίμηση της αξίας δύο ενυπόθηκων ακινήτων που ανήκαν στην [*476]τότε εναγομένη 5 εταιρεία, σε περίπτωση δε που η καταναγκαστική αξία των ακινήτων κάλυπτε πλήρως τα εξ αποφάσεως υπόλοιπα και των δύο αγωγών, τότε η εφεσίβλητη τράπεζα θα αναλάμβανε να προβεί στην αποδέσμευση δεύτερης υποθήκης που αφορούσε ορισμένα άλλα ακίνητα. Αυτή η συμφωνία των διαδίκων σε σχέση με τη διασύνδεση των δύο προαναφερθεισών αγωγών, κατέστη κανόνας Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων παραβίασε τους όρους αναστολής, οπόταν, στις 16.7.2007 η εφεσίβλητη καταχώρησε ειδοποίηση πτώχευσης εναντίον του.

Στις 7.8.2007 ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση με στόχο τον παραμερισμό και ακύρωση της ειδοποίησης πτώχευσης επειδή αυτή ήταν, για τους λόγους που επικαλέσθηκε, εκδικητική και καταχρηστική. Πρόσθετα, η ακύρωση της ειδοποίησης πτώχευσης ήταν πρέπουσα εφόσον τόσο ο εφεσείων, όσο και οι υπόλοιποι εναγόμενοι στις προαναφερθείσες αγωγές, είχαν καταχωρήσει στις 22.5.2007 την αγωγή υπ’ αρ. 3476/07 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας προς ακύρωση της απόφασης στην αγωγή υπ’ αρ. 13226/98, για το λόγο ότι η τράπεζα είχε πληρωθεί ένα επιπλέον ποσό της τάξης των £242.931,42 το οποίο και ζητείτο από αυτή, αξίωση της οποίας η προβολή ήταν αδύνατη στις 25.4.2005, όταν εκδόθηκε η εκ συμφώνου απόφαση, εφόσον τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην καταχώρησή της προέκυψαν μεταγενέστερα. Ο εφεσείων υπέβαλε συναφώς ότι η εφεσίβλητη τράπεζα δεν νομιμοποιείτο να καταχωρήσει την ειδοποίηση πτώχευσης, εφόσον, όπως ισχυρίσθηκε, υπάρχει ανταπαίτηση και ανταξίωση εν τη εννοία του Νόμου, η οποία επηρεάζει άμεσα και την απόφαση στην υπ’ αρ. 1329/99 υπόθεση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση στη βάση του ότι οι λόγοι που επικαλέσθηκε ο εφεσείων δεν αποδείκνυαν τη διαφοροποίηση ή τροποποίηση των όρων αναστολής στην εκ συμφώνου εκδοθείσα απόφαση. Περαιτέρω, η προβληθείσα εκ των υστέρων ανταξίωση δεν αφορούσε την απόφαση στην υπ’ αρ. 1329/99, η παραβίαση των όρων αναστολής της οποίας οδήγησε και στην καταχώρηση της ειδοποίησης πτώχευσης.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, προσβάλλοντας ως εσφαλμένη τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι όντως δεν είχαν διαφοροποιηθεί οι όροι αναστολής και ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τέτοια τροποποίηση.

Αποφασίστηκε ότι:

[*477]1.       Μια συμφωνία που στόχο έχει τη μη εφαρμογή ή εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης, θα αποτρέψει την έκδοση της ειδοποίησης πτώχευσης εφόσον, έστω εκ των υστέρων, ο πιστωτής αποδέχεται μια διαφοροποιημένη κατάσταση πραγμάτων ή ένα διαφορετικό χρονικό πρόγραμμα αποπληρωμής από αυτό που αρχικώς αναφέρει η απόφαση ή όπου γενικώς διαφοροποιούνται τα όποια συμφωνηθέντα. Ακόμη όμως και όπου έχει όντως συμφωνηθεί η διαφοροποίηση των όρων αναστολής, η εκ μέρους του χρεώστη μεταγενέστερη υπαναχώρηση, ενεργοποιεί το αρχικό εξ αποφάσεως χρέος στο σύνολό του ή στο ποσό που απέμεινε, εφόσον δεν έχει τηρηθεί η τροποποιημένη συμφωνία.

2. Δεν πιστοποιείται στην υπό κρίση υπόθεση οποιαδήποτε μεταγενέστερη συμφωνία διαφοροποίησης των αρχικών όρων αναστολής και δεν διαπιστώνεται λάθος στην πρωτόδικη προσέγγιση. Η βάση της διαφοροποίησης που προβλήθηκε πρωτοδίκως, αλλά και κατ’ έφεση, στηρίζεται στις προφορικές διαπραγματεύσεις που έγιναν και που γραπτώς βρήκαν λεκτική έκφραση στις δύο επιστολές του δικηγόρου του εφεσείοντος ημερ. 27.3.2007 και 17.4.2007.

3. Όσα ο εφεσείων επικαλείται προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του περί διαφοροποίησης των αρχικών όρων αναστολής συνιστούν απλώς προτάσεις στα πλαίσια συζητήσεων οι οποίες ουδέποτε έγιναν αποδεκτές από την εφεσίβλητη τράπεζα. Η σιωπηρή παράταση του χρόνου από την εφεσίβλητη τράπεζα προς τον εφεσείοντα για την καταβολή της δεύτερης δόσης μέχρι τις 14.7.07, δεν ισοδυναμούσε με αποδοχή εκ μέρους της τράπεζας οποιασδήποτε διαφοροποίησης των όρων αναστολής.

4. Αναφορικά με τις υπόλοιπες αιτιάσεις είναι νομολογημένο ότι είναι δυνατή η εισαγωγή αίτησης για ακύρωση της πτωχευτικής ειδοποίησης για λόγους άλλους από αυτούς που αναφέρονται στο Άρθρο 3(1)(g) του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5, αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση το βάρος παραμένει με το χρεώστη, η δε προθεσμία των τριών ημερών (Καν. 40(3) των Πτωχευτικών Κανονισμών του 1995), δεν ισχύει. Το βάρος απόδειξης σε περίπτωση όπως η παρούσα είναι το ίδιο με το βάρος του χρεώστη που καταχωρεί ένορκη δήλωση ισχυριζόμενος ότι είχε ανταπαίτηση ή ανταξίωση που ισούται ή υπερβαίνει το αιτούμενο ποσό και η οποία ένορκη δήλωση επενεργεί ως αίτηση παραμερισμού της ειδοποίησης (Καν. 41 των Πτωχευτικών Κανονισμών). Εκείνο όμως που ο χρεώστης οφείλει να δείξει με εύλογο βαθμό λεπτομέρειας είναι τη φύση καθώς και το ποσό της ανταπαίτησης, ανταξίωσης ή και συμψηφισμού, τα οποία θα πρέπει να είναι γνήσια, προβληθέντα καλή τη πίστει και με μια εύλογη πιθανότητα επιτυχίας. Το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπό το φως [*478]της ολότητας της προσαχθείσας μαρτυρίας, εγείρεται όντως γνήσιο θέμα προς εκδίκαση, οπότε και η πτωχευτική ειδοποίηση υπόκειται σε ακύρωση. Στην παρούσα περίπτωση δεν εγειρόταν τέτοιο γνήσιο θέμα προς συζήτηση.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας και εναντίον του εφεσείοντος.

Σχόλιο Εφετείου:

Αναμένεται από τους πιστωτές, ενόψει και της sui generis φύσης της διαδικασίας πτώχευσης, οιωνεί ποινικού χαρακτήρα, μεγαλύτερη προσοχή στην προώθηση τέτοιων μέτρων καθώς και αυστηρή προσήλωση στους τύπους της ειδοποίησης, περιλαμβανομένης της ορθής και επακριβούς αναφοράς στο ποσό που στην πράξη παραμένει οφειλόμενο.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Re: A Debtor [1908],

Re: Smith, ex parte Durban [1903],

In re a Debtor (No. 30 of 1956) ex parte The Debtor v. Harman [1957] 2 All E.R. 216.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xριστοδούλου, E.Δ.), (Aίτηση Πτώχευσης Aρ. 1412/07), ημερομ. 4.12.2007.

Μ. Παναγίδης για Βορκά και Μηλιώτου, για τον Εφεσείοντα.

Ξ. Κόκκινου για Χρυσαφίνη & Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ, Δ..

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 25.4.2005 εκδόθηκε στην υπ’ αρ. αγωγή 1329/99 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εκ συμφώνου απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας και εναντίον όλων των [*479]εκεί εναγομένων, μεταξύ των οποίων, και ο εφεσείων. Η εκδοθείσα απόφαση αφορούσε ποσό £632.624,94 πλέον τόκους και έξοδα, με αναστολή εκτέλεσης εφόσον πληρωνόταν ετησίως το ποσό των £63.262,49 για τα πρώτα έξι έτη, της πρώτης δόσεως αρχομένης στις 14.4.2006, μετέπειτα δε και από τις 14.4.2012 εφόσον πληρωνόταν ποσό £77.640,33 ετησίως μέχρι τελικής εξόφλησης. Στην απόφαση επιφυλάχθηκε ρητά το δικαίωμα της εφεσίβλητης τράπεζας να καταχωρήσει εμπράγματη επιβάρυνση επί της περιουσίας των εναγομένων.

Η πιο πάνω απόφαση διασυνδέθηκε και με τις υποχρεώσεις των ιδίων εναγομένων στην υπ’ αρ. 13226/98 αγωγή και πάλι του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, από την άποψη ότι οι διάδικοι συμφώνησαν όπως με την καταβολή ενός συνολικού ποσού £150.000, αναφορικά και με τις δύο αγωγές, θα διοριζόταν από κοινού ανεξάρτητος εκτιμητής προς εκτίμηση της αξίας δύο ενυπόθηκων ακινήτων που ανήκαν στην τότε εναγομένη 5 εταιρεία, σε περίπτωση δε που η καταναγκαστική αξία των ακινήτων κάλυπτε πλήρως τα εξ αποφάσεως υπόλοιπα και των δύο αγωγών, τότε η εφεσίβλητη τράπεζα θα αναλάμβανε να προβεί στην αποδέσμευση δεύτερης υποθήκης που αφορούσε ορισμένα άλλα ακίνητα. Αυτή η συμφωνία των διαδίκων σε σχέση με τη διασύνδεση των δύο προαναφερθεισών αγωγών, κατέστη κανόνας Δικαστηρίου.

Στις 13.4.2006, καταβλήθηκε ποσό £110.000 και για τις δύο υποθέσεις, στη συνέχεια όμως και για σκοπούς καταβολής της δεύτερης ετήσιας δόσης, ώστε εξ αυτής να συνεχίζει η αναστολή, ο εφεσείων προσωπικά και για λογαριασμό των υπολοίπων οφειλετών σε συναντήσεις με την εξουσιοδοτημένη εκπρόσωπο της εφεσίβλητης τράπεζας, Δόξα Λάμπου, ζήτησε την ακύρωση των Memo που είχαν καταχωρηθεί επί δεσμευμένων ακινήτων των πρώην εναγομένων 2 και 3, ούτως ώστε να καθίστατο δυνατή η καταβολή της δεύτερης δόσης. Υποβλήθηκαν για τον σκοπό αυτό και γραπτώς οι τοποθετήσεις αυτές διά επιστολών των δικηγόρων του ημερ. 27.3.2007 και 17.4.2007.

Η εφεσίβλητη τράπεζα καταχώρησε ειδοποίηση πτώχευσης του εφεσείοντος στις 16.7.2007, επί της οποίας αντέδρασε ο εφεσείων με αίτηση την οποία υπέβαλε στις 7.8.2007, προς παραμερισμό και ακύρωσή της, επικαλούμενος ουσιαστικά ότι η εφεσίβλητη τράπεζα τον είχε ρητά διαβεβαιώσει ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα λόγω της παρόδου του χρόνου και της μη έγκαιρης καταβολής της δεύτερης δόσης, εν αναμονή επίσημης απάντησης της εφεσίβλητης τράπεζας στο αίτημα που είχε υποβληθεί. Έπε[*480]ται, κατά την εισήγηση, ότι δεν ήταν δυνατή η υπαναχώρηση της τράπεζας, καθιστώντας έτσι την ειδοποίηση πτώχευσης εκδικητική και καταχρηστική. Πρόσθετα, η ακύρωση της ειδοποίησης πτώχευσης ήταν πρέπουσα εφόσον τόσο ο εφεσείων, όσο και οι υπόλοιποι εναγόμενοι στις προαναφερθείσες αγωγές, είχαν καταχωρήσει στις 22.5.2007 την υπ’ αρ. αγωγή 3476/07 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας προς ακύρωση της εξ συμφώνου απόφασης που είχε εκδοθεί στην υπ’ αρ. 13226/98 υπόθεση, για το λόγο ότι η τράπεζα είχε πληρωθεί ένα επιπλέον ποσό της τάξης των £242.931,42 το οποίο και ζητείτο από αυτή, αξίωση που δεν θα μπορούσε να είχε προβληθεί στις 25.4.2005, όταν εκδόθηκε η εκ συμφώνου απόφαση, εφόσον τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην καταχώρηση της προέκυψαν μεταγενέστερα. Επομένως, υπάρχει ανταπαίτηση και ανταξίωση εν τη εννοία του Νόμου, η οποία επηρεάζει άμεσα και την απόφαση στην υπ’ αρ. 1329/99 υπόθεση και ως εκ τούτου η εφεσίβλητη τράπεζα δεν νομιμοποιείτο να καταχωρήσει την ειδοποίηση πτώχευσης.

Πρωτοδίκως η αίτηση του εφεσείοντος για παραμερισμό και ακύρωση της ειδοποίησης πτώχευσης, απορρίφθηκε στη βάση του ότι το όσα επικαλείτο ο εφεσείων δεν αποδείκνυαν τη διαφοροποίηση ή τροποποίηση των όρων αναστολής στην εκ συμφώνου απόφαση που είχε εκδοθεί. Θεωρήθηκε ορθή η θέση της εφεσίβλητης τράπεζας, όπως αυτή προβλήθηκε μέσα από την ένσταση που καταχώρησε στη βάση των όσων υποστηρικτικά ορκίστηκε η Δόξα Λάμπου, ότι το μόνο που ελέχθη στον εφεσείοντα και το δικηγόρο του, ήταν ότι η αρχική πρόταση του εφεσείοντος, που στη συνέχεια διαφοροποιήθηκε, θα έπρεπε να μελετηθεί από την τράπεζα ώστε να δοθεί η επίσημη απάντηση της. Η Δόξα Λάμπου ανέφερε επίσης ότι το λεχθέν εκ μέρους της ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα σε μια μικρή καθυστέρηση στην καταβολή της δεύτερης δόσης, θα ίσχυε μόνο εφόσον η τράπεζα συμφωνούσε με την πρόταση του εφεσείοντος. Περαιτέρω, η προβληθείσα εκ των υστέρων ανταξίωση δεν αφορούσε την απόφαση στην υπ’ αρ. 1329/99, η παραβίαση των όρων αναστολής της οποίας ήταν και το αίτιο για την καταχώρηση της ειδοποίησης πτώχευσης.

Προωθήθηκε κατ’ έφεση μόνο ο πρώτος εκ των δύο λόγων που αρχικά προβλήθηκαν για παραμερισμό της πρωτόδικης κρίσης. Ο εναπομείνας λόγος αφορά την κατ’ ισχυρισμόν λανθασμένη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι όντως δεν διαφοροποιήθηκαν οι όροι αναστολής και ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τέτοια τροποποίηση. Η απόφαση θεωρείται από τον εφεσείοντα λανθασμένη επειδή το Δικαστήριο είχε θεωρήσει ότι το αρχικό αίτημα [*481]του εφεσείοντος για παράταση του χρόνου καταβολής της δεύτερης δόσης μέχρι τις 14.7.2007 είχε ικανοποιηθεί σιωπηρώς, χωρίς παρά ταύτα να διαπιστώσει, ως έπρεπε, ότι η εφεσίβλητη τράπεζα έπρεπε να προχωρήσει και σε απόσυρση κάποιων από τις εμπράγματες επιβαρύνσεις που διέθετε. Περαιτέρω, ότι κακώς το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση της Λάμπου ότι υπήρξαν συνεχείς μεταβολές των προτάσεων του εφεσείοντος, ώστε αυτές  να θεωρούνται αντικρουόμενες.

Ως αναφέρεται στα σχετικά συγγράμματα, μια συμφωνία που στόχο έχει τη μη εφαρμογή ή εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης, θα αποτρέψει την έκδοση της ειδοποίησης πτώχευσης εφόσον, έστω εκ των υστέρων, ο πιστωτής αποδέχεται μια διαφοροποιημένη κατάσταση πραγμάτων ή ένα διαφορετικό χρονικό πρόγραμμα αποπληρωμής από αυτό που αρχικώς αναφέρει η απόφαση ή όπου γενικώς διαφοροποιούνται τα όποια συμφωνηθέντα. Όπου, για παράδειγμα, ο πιστωτής αποδέχεται ένα γραμμάτιο ή μια συναλλαγματική για το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους (Re: A Debtor [1908]) ή όπου συμφωνείται να μην ενεργοποιηθεί μια εξασφάλιση μέχρι την έλευση κάποιου μελλοντικού χρόνου (Re: Smith, ex parte Durban [1903]), τότε δεν είναι ταυτόχρονα ανεκτή η εκ μέρους του πιστωτή προώθηση πτωχευτικής ειδοποίησης. Τα πιο πάνω αναφέρονται στο σύγγραμμα του O. Griffiths: The law relating to Bankruptcy 8η έκδ. σελ. 16. Ακόμη όμως και όπου έχει όντως συμφωνηθεί η διαφοροποίηση των όρων αναστολής, η εκ μέρους του χρεώστη μεταγενέστερη υπαναχώρηση, ενεργοποιεί το αρχικό εξ αποφάσεως χρέος στο σύνολο του ή στο ποσό που απέμεινε, εφόσον δεν έχει τηρηθεί η τροποποιημένη συμφωνία.

Δεν πιστοποιείται στην υπό κρίση υπόθεση οποιαδήποτε μεταγενέστερη συμφωνία διαφοροποίησης των αρχικών όρων αναστολής και δεν διαπιστώνεται λάθος στην πρωτόδικη προσέγγιση. Η βάση της διαφοροποίησης που προβλήθηκε πρωτοδίκως, αλλά και κατ’ έφεση, στηρίζεται στις προφορικές διαπραγματεύσεις που έγιναν και που γραπτώς βρήκαν λεκτική έκφραση στις δύο επιστολές του δικηγόρου του εφεσείοντος ημερ. 27.3.2007 και 17.4.2007. Στην πρώτη, αφού έγινε αναφορά στην εκ συμφώνου δικαστική απόφαση, προωθήθηκε παράκληση «..... όπως χορηγήσετε στους πελάτες μας  παράταση στο χρόνο πληρωμής της δεύτερης δόσεως των Λ.Κ.110.000 μέχρι τις 14/07/2007 ενόψει της προσπάθειας των πελατών μας να καταβάλουν το εν λόγω ποσό μέσω νέας χρηματοδότησης τους που για να εγκριθεί απαιτείται το ως άνω χρονικό διάστημα.». Ταυτόχρονα, ζητήθηκε υπό τύπο παρακλήσεως, όπως με την πληρωμή της δεύτερης αυτής δόσης ακυρωθούν από την [*482]εφεσίβλητη τράπεζα τα Memo σε τρία συγκεκριμένα ακίνητα. Στη δεύτερη επιστολή, η εφεσίβλητη τράπεζα κλήθηκε όπως περιορίσει τα Memo και γενικά τα εμπράγματα βάρη που είχε πάνω σε ολόκληρη την περιουσία των χρεωστών, σε ένα μόνο ακίνητο εφόσον με βάση εκτίμηση, τόσο η αγοραία, όσο και η καταναγκαστική αξία υπερκάλυπτε το οφειλόμενο ποσό. Η εφεσίβλητη τράπεζα δεν απάντησε σε οποιοδήποτε στάδιο γραπτώς, η δε Δόξα Λάμπου στην ένορκη δήλωση της ουδέποτε αποδέχθηκε την ύπαρξη συμφωνίας, έστω προφορικής, για διαφοροποίηση των όρων αναστολής. Μάλιστα, ανέφερε ότι η τράπεζα δεν απέστειλε οποιαδήποτε επίσημη απάντηση στο δικηγόρο, διότι υπήρχαν συνεχείς εναλλαγές στις θέσεις του εφεσείοντος εφόσον την πρώτη φορά προωθήθηκε προφορικά πρόταση για ακύρωση δύο Memo, τη δεύτερη φορά υπήρξε γραπτή πρόταση για ακύρωση τριών Memo, τη δε τρίτη φορά άλλη γραπτή πρόταση για ακύρωση όλων των Memo. Και εν πάση περιπτώσει η ειδοποίηση πτώχευσης καταχωρήθηκε στις 16.7.07, τέσσερεις μήνες μετά την πρώτη πρόταση του εφεσείοντος και αφού παρήλθε έστω και ανεπίσημα ο χρόνος που ο ίδιος ζήτησε για την καταβολή της δεύτερης δόσης, μέχρι, δηλαδή, τις 14.7.07.

Είναι πρόδηλο ότι υπήρξαν απλώς προτάσεις στα πλαίσια συζητήσεων οι οποίες ουδέποτε έγιναν αποδεκτές από την εφεσίβλητη τράπεζα και δεν υπάρχει οτιδήποτε το επιβεβαιωτικό της θέσης που εισηγείται ο εφεσείων. Το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο γεγονός ότι το αρχικό αίτημα για παράταση του χρόνου καταβολής της δεύτερης δόσης μέχρι τις 14.7.07 ικανοποιήθηκε σιωπηρώς, δεν ισοδυναμεί με αποδοχή εκ μέρους της τράπεζας οποιασδήποτε διαφοροποίησης των όρων αναστολής, ούτε και εξυπακούει ως θέμα αρχής ή λογικής ότι επειδή η τράπεζα σιωπηρά ανέχθηκε, εν μέσω παρακλήσεων, την παράταση του χρόνου καταβολής της δεύτερης δόσης, έπρεπε να ακυρώσει ή να περιορίσει τα υφιστάμενα Memo. Λανθασμένα δε εισηγείται ο εφεσείων στο περίγραμμα του υπό στοιχείο (1) σελ. 5, ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να δώσει τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι ζητείτο ταυτόχρονα με την παράταση του χρόνου αναστολής και ακύρωση των Memo επί των τριών ακινήτων εφόσον «..... η αφαίρεση των επιβαρύνσεων αυτών θα καθιστούσε δυνατή την καταβολή της δεύτερης δόσης.», αφού στη σχετική επιστολή του δικηγόρου του εφεσείοντος ημερ. 27.3.07, η παράκληση ήταν «όπως ταυτόχρονα με την πληρωμή της εν λόγω δόσεως ακυρώσετε τα Memo .....». Δεν ήταν, δηλαδή, προϋπόθεση η ακύρωση των Memo για να εξευρεθεί η δεύτερη δόση, αλλά τουναντίον στην επιστολή η παράταση ζητείτο για να ληφθεί νέα χρηματοδότηση ώστε να καταστεί δυνατή η καταβολή της δεύτερης δόσης στο μεσοδιάστημα.

[*483]Όσον αφορά τις υπόλοιπες αιτιάσεις είναι νομολογημένο ότι είναι δυνατή η εισαγωγή αίτησης για ακύρωση της πτωχευτικής ειδοποίησης για λόγους άλλους από αυτούς που αναφέρονται στο Αρθρο 3(1)(g) του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5, αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση το βάρος παραμένει με το χρεώστη, η δε προθεσμία των τριών ημερών (Καν. 40(3) των Πτωχευτικών Κανονισμών του 1995), δεν ισχύει, (δέστε Williams and Muir Hunter: “The Law and Practice in Bankruptcy” 19η έκδ. σελ. 38 και In re a Debtor (No. 30 of 1956) ex parte The Debtor v. Harman [1957] 2 All E.R. 216). Το βάρος απόδειξης σε τέτοια περίπτωση ακολουθεί το γενικότερο διαχρονικό κανόνα ότι ο διάδικος που επιζητεί ορισμένη θεραπεία, φέρει και το ανάλογο βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του. Στην περίπτωση αίτησης όπως η παρούσα, το βάρος απόδειξης δεν μπορεί να είναι διαφορετικό ή μεγαλύτερο από το βάρος που ο χρεώστης φέρει στην περίπτωση που καταχωρεί ένορκη δήλωση ισχυριζόμενος ότι είχε ανταπαίτηση ή ανταξίωση που ισούται ή υπερβαίνει το αιτούμενο ποσό και η οποία ένορκη δήλωση επενεργεί ως αίτηση παραμερισμού της ειδοποίησης (Καν. 41 των Πτωχευτικών Κανονισμών). Εκείνο όμως που ο χρεώστης οφείλει να δείξει με εύλογο βαθμό λεπτομέρειας είναι τη φύση καθώς και το ποσό της ανταπαίτησης, ανταξίωσης ή και συμψηφισμού, τα οποία θα πρέπει να είναι γνήσια, προβληθέντα καλή τη πίστει και με μια εύλογη πιθανότητα επιτυχίας. Στο τέλος της ημέρας, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπό το φως της ολότητας της προσαχθείσας μαρτυρίας, εγείρεται όντως γνήσιο θέμα προς εκδίκαση, οπότε και η πτωχευτική ειδοποίηση υπόκειται σε ακύρωση.

Στην ολότητα των εδώ δεδομένων, δεν εγειρόταν τέτοιο γνήσιο θέμα προς συζήτηση. Θα ανέμενε κανείς ότι προς διαφοροποίηση των όρων αναστολής, θα υπήρχε μια τουλάχιστον γραπτή προς τούτο ένδειξη από την εφεσίβλητη τράπεζα, ώστε να αναδεικνύεται κάτι συγκεκριμένο, βοηθητικό της θέσης του εφεσείοντος. Δεν ήταν τόσο θέμα αντεξέτασης των αντιστοίχως ενόρκως δηλούντων, όσο ζήτημα εγγράφων στοιχείων αρκούντως ισχυρών ώστε να επιφέρουν τροποποίηση της εξίσου γραπτής εκ συμφώνου απόφασης και των όρων αναστολής της. Το καλύτερο που θα μπορούσε να αναδυθεί προς όφελος του εφεσείοντος, υπό το φως των συγκεκριμένων διαπραγματεύσεων, ήταν πρόταση για παράταση του χρόνου καταβολής της δεύτερης δόσης, πρόταση που εν γνώσει της η τράπεζα, έστω σιωπηρώς, αποδέχθηκε εφόσον η πτωχευτική ειδοποίηση καταχωρήθηκε μετά τη λήξη της επιδιωχθείσας παράτασης.

Τέλος, υπό τύπο σχολίου περισσότερο, παρά οτιδήποτε άλλο, διότι το θέμα δεν αποτέλεσε ζήτημα αντιπαράθεσης μεταξύ των [*484]διαδίκων, παρόλο που ορθά εντοπίζεται στην παρ. 3 της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος στην επίδικη αίτηση, η πτωχευτική ειδοποίηση απαραδέκτως κατέγραψε στην παρ. 4 αυτής, ότι η εκτέλεση της απόφασης δεν είχε ανασταλεί, όπως λανθασμένα δεν έγινε ούτε μνεία και για την προηγηθείσα πληρωμή που αντιπροσώπευε την πρώτη δόση. Αναμένεται από τους πιστωτές, ενόψει και της sui genesis φύσης της διαδικασίας πτώχευσης, οιωνεί ποινικού χαρακτήρα, μεγαλύτερη προσοχή στην προώθηση τέτοιων μέτρων καθώς και αυστηρή προσήλωση στους τύπους της ειδοποίησης, περιλαμβανομένης της ορθής και επακριβούς αναφοράς στο ποσό που στην πράξη παραμένει οφειλόμενο.

Ενόψει όλων των ανωτέρω, δεν διαπιστώνεται έρεισμα στην έφεση, η οποία και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας και εναντίον του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας και εναντίον του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο