Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 609

(2010) 1 ΑΑΔ 609

[*609]30 Απριλίου, 2010

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ

ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡI ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ

ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ETAIPEIA ΛΤΔ,

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ

ΣΤΙΣ 2/12/10 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 763/05,

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ETAIPEIA ΛΤΔ.,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 32/2010)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ακυρώθηκε με ένταλμα Certiorari, λόγω μη νόμιμης συγκρότησης του Δικαστηρίου κατά παράβαση του Άρθρου 12(2)(β) του περί Ετησίων Aδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν.8/67 όπως τροποποιήθηκε).

Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ― Νόμιμη συγκρότηση ― Μέλη (Πάρεδροι) του Δικαστηρίου δεν διορίστηκαν με τον προβλεπόμενο Νόμο, ήτοι, το Άρθρο 12(2)(β) του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου ή με τον τρόπο που προβλέπεται στους σχετικούς Κανονισμούς ― Ακυρώθηκε με ένταλμα Certiorari η σχετική απόφαση του Δ.Ε.Δ..

[*610]Οι αιτητές, αφού πήραν τη σχετική άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο, καταχώρησαν την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari που να ακυρώνει την απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας ημερ. 2.2.10 που εκδόθηκε στην Υπόθεση Aρ. 763/05, επειδή ο διορισμός των Μελών / Παρέδρων δεν είχε γίνει από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου αυτού, όπως διαλαμβάνει το Άρθρο 12 (2)(β) του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν.8/67 ως έχει τροποποιηθεί).

Οι συνήγοροι των αιτητών υποστήριξαν ότι στην έκταση που ο Καν. 8(3) προνοεί για διορισμό των Μελών με τρόπο αντίθετο από ότι προβλέπεται στο Άρθρο 12(2)(β) του Νόμου είναι ultra vires του Νόμου. Πρόσθεσαν περαιτέρω ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει φανεί ότι στην παρούσα περίπτωση έτυχαν εφαρμογής οι πρόνοιες του Καν. 8(3), επιφύλαξη, δηλαδή ότι έγινε ο διορισμός των δυο Μελών με «έκδοση γενικών οδηγιών» αφού δεν φάνηκε να έχουν εκδοθεί τέτοιες οδηγίες.

Ο συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση υποστήριξε ότι ο διορισμός των Μελών έγινε με βάση «γενικές οδηγίες» όπως προβλέπει ο Κανονισμός 8(3), επιφύλαξη, ο οποίος δεν απαιτεί όπως οι γενικές αυτές οδηγίες είναι γραπτές. Επίσης υποστήριξε ότι (α) οι Κανονισμοί δεν μπορεί να είναι αντίθετοι με το Νόμο, αλλά στην παρούσα περίπτωση είναι απλώς διευκρινιστικοί του Νόμου και (β) εν πάση περιπτώσει οι αιτητές δεν δικαιούνται της αιτούμενης θεραπείας διότι αποτάθηκαν για θεραπεία καθυστερημένα, χωρίς να εξηγήσουν γιατί.

Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξέφρασε την τελική του θέση ως προς το κατά πόσο η πρόνοια του Καν. 8(3), επιφύλαξη, που διαλαμβάνει, ότι ο διορισμός των Μελών (Παρέδρων) «μπορεί να γίνει με την έκδοση γενικών οδηγιών», είναι ultra vires του Νόμου. Το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε όμως εκ πρώτης όψεως ότι δυνατό να συγκρούονται οι πρόνοιες της επιφύλαξης του Καν. 8(3) με το Άρθρο 12(2)(β) στο μέρος που διαλαμβάνει ότι «τα Μέλη ορίζονται δι’ εκάστην συγκεκριμένην υπόθεσιν από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου».

Αποφασίστηκε ότι:

1. Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν υπάρχει οτιδήποτε που να ανατρέπει τον ισχυρισμό των αιτητών ότι δεν έχει γίνει διορισμός των Μελών (Παρέδρων) με τον προβλεπόμενο από το Νόμο ή ακόμα και τους κανονισμούς, τρόπο.

2. Όταν αποδεικνύεται μη νόμιμη συγκρότηση του Δικαστηρίου, τό[*611]τε η συνέπεια είναι ότι η εκδοθείσα απόφαση είναι άκυρη, αφού ουσιαστικά έχει εκδοθεί από δικαστήριο χωρίς δικαιοδοσία.

3. Όντως σημειώθηκε καθυστέρηση στην έγερση του θέματος. Το θέμα συγκρότησης μπορούσε και έπρεπε κανονικά να εγερθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και μάλιστα στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας. Όμως η φύση του θέματος είναι τέτοια, που μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο, ακόμα αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Επομένως, αν η αίτηση κατά τα άλλα ευσταθεί, δεν θα ήταν ορθό να απορριφθεί γι’ αυτό το λόγο. Και εδώ κρίνεται ότι η αίτηση ευσταθεί.

4. Οι αιτητές είχαν τη δυνατότητα καταχώρησης έφεσης, και τελικά το έπραξαν. Η έφεση περιορίστηκε σε θέματα ουσίας και όχι δικαιοδοσίας. Ενόψει αυτού, αλλά και της απόφασης στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.ά. (Aρ. 1) (2009) 1 A.A.Δ. 1114, η ύπαρξη της θεραπείας της έφεσης, με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, δεν αποτελεί εμπόδιο για έκδοση θεραπείας από το Δικαστήριο αυτό.

5. Με βάση τα ανωτέρω, γίνεται δεκτός ο ισχυρισμός περί κακής συγκρότησης του Δικαστηρίου που εκδίκασε την προαναφερθείσα υπόθεση και επομένως η απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε σε αυτή στις 2.2.10 υπόκειται σε ακύρωση.

Η αίτηση έγινε δεκτή χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ασπρομάλλης ν. Συνομοσπονδίας Εργατών Κύπρου (ΣΕΚ) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1392,

Eurofresh Fruit & Vegetable (Αρ. 2) (2002) 1 Α.Α.Δ. 682,

Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.ά. (Aρ. 1) (2009) 1 A.A.Δ. 1114.

Aίτηση.

Π. Πολυβίου, Στ. Πολυβίου και Γ. Μίτλετον, για τους Αιτητές.

Κ. Καντούνας, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

[*612]ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Αφού οι αιτητές εξασφάλισαν πρώτα άδεια (βλ. Πολιτική Αίτηση Αρ. 26/2010 ημερ. 18/2/10),στη συνέχεια καταχώρησαν την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν την έκδοση εντάλματος certiorari με το οποίο να ακυρώνεται η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ημερ. 2/2/10 που εκδόθηκε στην Υπόθεση Αρ. 763/05 (βλ. Χρύσανθος Χατζηχρυσάνθου v. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ), γιατί σύμφωνα με τους αιτητές το Δικαστήριο που εκδίκασε και εξέδωσε την απόφαση, (α) δεν ήταν δεόντως συγκροτημένο και (β) η απόφαση εκδόθηκε μόνο από τον Πρόεδρο και χωρίς τους παρέδρους ή χωρίς την ενεργό συμμετοχή των παρέδρων.

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα επικαλούνται οι αιτητές, έχουν ως ακολούθως:

 (α) Στις 30/12/05 ο καθ’ ου στην παρούσα αίτηση Χρύσανθος Χατζηχρυσάνθου, εργοδοτούμενος από τους αιτητές ως κυβερνήτης αεροσκαφών, καταχώρησε αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (που συνεδρίαζε στη Λάρνακα) και συγκεκριμένα την Υπόθεση Αρ. 763/05 με την οποία αξίωνε την καταβολή διαφόρων ποσών που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του παράνομα του είχαν αποκοπεί από τα ωφελήματά του.

 (β) Σε απάντηση, οι καθ’ ων η αίτηση κατεχώρησαν ένσταση. Τόσο η αίτηση όσο και η ένσταση τροποποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

 (γ) Στις 13/6/07 το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών-Λάρνακα (Ι. Χατζητζιοβάννης Δικαστής και Γ. Ψαρά και Β. Γεωργίου, μέλη), εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση με την οποία έκρινε ότι «το Δικαστήριο Λάρνακας στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση η οποία παραπέμπεται για εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που συνεδριάζει στη Λευκωσία».

 (δ) Η υπόθεση δικάστηκε στη Λευκωσία και μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία, «εκδόθηκε» στις 2/2/10 η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του καθ’ ου η αίτηση το συνολικό ποσό των €13.096,43 πλέον έξοδα.

 (ε) Κατά την έκδοση της πιο πάνω απόφασης, ήταν παρών μόνο ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, χωρίς τα Μέλη/Παρέδρους.

[*613](στ)       Στο φάκελο της υπόθεσης δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ή πρακτικό για οποιαδήποτε συμμετοχή των Παρέδρων στην έκδοση της Απόφασης. Αντίθετα, φαίνεται από το φάκελο και από όλα τα άλλα διαθέσιμα στοιχεία ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε μόνο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, χωρίς τη συμμετοχή - ενεργό ή άλλως - των Παρέδρων.

 (ζ) Στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου που συνεδρίασε στη Λευκωσία, παρεκάθησαν οι Πάρεδροι κ.κ. Γ. Κουννής και Σ. Κούλας. Οι Πάρεδροι αυτοί δεν ορίστηκαν νομότυπα να παρακαθήσουν ως Πάρεδροι στην υπόθεση, σύμφωνα με τις σαφείς πρόνοιες του Νόμου.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΑΙΤΗΤΩΝ

Ένας από τους ισχυρισμούς των ευπαιδεύτων συνηγόρων των αιτητών είναι ότι το Δικαστήριο που εκδίκασε και εξέδωσε την απόφαση ημερ. 2/10/10 στην Υπόθεση Αρ. 763/05, δηλαδή το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ που συνεδρίασε στην Λευκωσία, δεν ήταν δεόντως συγκροτημένο αφού οι δυο Πάρεδροι δεν είχαν οριστεί, όπως προβλέπει ο Νόμος Άρθρο 12(2)(α) και (β). Όταν ήταν στη Λάρνακα η υπόθεση, ο ορισμός των Παρέδρων, που έγινε από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου κα Μ. Ζαμπακίδου ήταν νόμιμος. Ήσαν τότε ως πάρεδροι οι Γ. Ψαράς και Β. Γεωργίου. Όταν όμως η υπόθεση μεταφέρθηκε στη Λευκωσία για εκδίκαση και εκδικάστηκε από το Δικαστή Χατζητζοβάννη και παρέδρους τους Γ. Κουννή και Σ. Κούλα, δεν φαίνεται πουθενά ότι οι πάρεδροι διορίστηκαν και πώς.

Σύμφωνα με το Άρθρο 12(1) του περί Ετήσιων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67 ως έχει τροποποιηθεί) καθιδρύεται Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για σκοπούς εκδίκασης εργατικών διαφορών, όπως αυτές περιγράφονται στις παραγράφους (α) έως (στ) του εδαφίου (1).

Σύμφωνα με το εδ. (2)(α) του Άρθρου 12 «το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών σύγκειται εξ ενός Προέδρου ή Δικαστή και δύο Μελών, αντιπροσωπευόντων την εργοδοτικήν και εργατικήν πλευράν αντιστοίχως».

Σύμφωνα με το εδάφιο (2) παράγραφος (β) «ο Πρόεδρος και οι Δικαστές διορίζονται υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και τα Μέλη ορίζονται δι’ εκάστην συγκεκριμένην υπόθεσιν υπό του Προέδρου, εκ του Πίνακος Μελών του καταρτι[*614]ζομένου δυνάμει του εδαφίου (7).

(Η υπογράμμιση στο κείμενο είναι δική μου)

Σχετικά με το ίδιο θέμα είναι και τα όσα διαλαμβάνοτναι στον Κανονισμό 8 του περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικού Κανονισμού του 1999, που έχει ως ακολούθως:

«8(1) Μετά τη συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων ο Πρωτοκολλητής θέτει την υπόθεση ενώπιον του Προέδρου ο οποίος την παραπέμπει προς εκδίκαση:

Νοείται ότι ο Πρόεδρος δύναται με την έκδοση γενικών οδηγιών να μεριμνήσει για την κατανομή των προς εκδίκαση υποθέσεων από Τμήματα του Δικαστηρίου, εξασφαλίζοντας τοιουτοτρόπως την απρόσωπη κατανομή της εργασίας.

(2) Ο Πρόεδρος ή ο Δικαστής του Τμήματος στο οποίο έχει παραπεμφθεί υπόθεση προς εκδίκαση, μπορεί σε πρώτο στάδιο να ορίσει την υπόθεση για οδηγίες εφόσον κρίνει τούτο πρέπον.

(3) Τα δύο Μέλη του Τμήματος του Δικαστηρίου ορίζονται από τον Πρόεδρο, ένα από την εργοδοτική και ένα από την εργατική πλευρά:

Νοείται ότι ο ορισμός των Μελών του Δικαστηρίου μπορεί να γίνει με την έκδοση γενικών οδηγιών

(Η υπογράμμιση στο κείμενο είναι δική μου)

Ήταν η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των αιτητών ότι στην έκταση που ο Καν. 8(3) προνοεί για διορισμό των Μελών με τρόπο αντίθετο από ότι προβλέπεται στο Αρθρο 12(2)(β) του Νόμου είναι ultra vires του Νόμου. Πρόσθεσε περαιτέρω ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει φανεί ότι στην παρούσα περίπτωση έτυχαν εφαρμογής οι πρόνοιες του Καν. 8(3), επιφύλαξη, δηλαδή ότι έγινε ο διορισμός των δυο Μελών με «έκδοση γενικών οδηγιών» αφού δεν φάνηκε να έχουν εκδοθεί τέτοιες οδηγίες.

Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση, ήταν ότι πράγματι δεν φαίνεται να έγινε διορισμός των Μελών από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, για την παρούσα υπόθεση, όπως διαλαμβάνει ο Νόμος, αλλά έγινε διορισμός με βάση «γενικές οδηγίες» όπως προβλέπει ο Κανονισμός 8(3), επιφύλαξη, ο οποίος κανονισμός δεν απαιτεί όπως οι [*615]γενικές αυτές οδηγίες είναι γραπτές. Συμφωνεί με την πλευρά των αιτητών ότι οι Κανονισμοί δεν μπορεί να είναι αντίθετοι με το Νόμο, αλλά εδώ είναι απλώς διευκρινιστικοί του Νόμου. Εν πάση περιπτώσει είναι η θέση του ότι οι αιτητές δεν δικαιούνται της αιτούμενης θεραπείας διότι αποτάθηκαν για θεραπεία καθυστερημένα, χωρίς να εξηγήσουν γιατί.

Εξέτασα τους αντίστοιχους ισχυρισμούς. Έχω καταλήξει να δεχθώ ως ορθή τη θέση της πλευράς των αιτητών ότι ο διορισμός των Μελών/Παρέδρων, όταν θα ακούετο η συγκεκριμένη υπόθεση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας, θα έπρεπε να γίνει από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου αυτού όπως διαλαμβάνει το Αρθρο 12(2)(β) του Νόμου, κάτι που δεν έγινε.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό των αιτητών ότι η πρόνοια του Καν. 8(3), επιφύλαξη, που διαλαμβάνει, ότι ο διορισμός των Μελών (Παρέδρων) «μπορεί να γίνει με την έκδοση γενικών οδηγιών» είναι ultra vires του Νόμου, εφόσον δεν έχει διαφανεί ότι εκδόθηκαν τέτοιες οδηγίες, οι οποίες κρίνω έπρεπε να ήταν γραπτές (και δεν μπορούσε να ήταν προφορικές, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση), δεν χρειάζεται να αποφασίσω τελικά επί του θέματος. Όμως εκ πρώτης όψεως θεωρώ ότι δυνατό να συγκρούονται οι πρόνοιες της επιφύλαξης του Καν. 8(3) με το Αρθρο 12(2)(β) στο μέρος που διαλαμβάνει ότι «τα Μέλη ορίζονται δι’ εκάστην συγκεκριμένην υπόθεσιν από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου».

Μελέτησα τα όσα περιέχονται στην ένσταση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, αλλά δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει πώς διορίσθηκαν τα Μέλη του Δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη υπόθεση. Τα όσα ο ενόρκως δηλών (καθ’ ου η αίτηση) ισχυρίζεται ότι του είχε αναφέρει η κα Ανδριάνα Μαλεκκίδου (πρωτοκολλητής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών) περί της πρακτικής που ακολουθείται, δεν ανατρέπουν τον ισχυρισμό των αιτητών ότι δεν έχει γίνει διορισμός των Μελών (Παρέδρων) με τον προβλεπόμενο από το Νόμο ή ακόμα και τους κανονισμούς, τρόπο.

Όταν αποδεικνύεται μη νόμιμη συγκρότηση του Δικαστηρίου, τότε η συνέπεια είναι ότι η εκδοθείσα απόφαση είναι άκυρη, αφού ουσιαστικά έχει εκδοθεί από δικαστήριο χωρίς δικαιοδοσία. (Βλ μεταξύ άλλων Ασπρομάλλης v. Συνομοσπονδίας Εργατών Κύπρου (ΣΕΚ) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1392 και Eurofresh Fruit & Vegetable (Αρ. 2) (2002) 1 Α.Α.Δ. 682, 686).

[*616]Αναφορικά με τον ισχυρισμό του καθ’ ου η αίτηση ότι το θέμα έχει εγερθεί με καθυστέρηση, αυτός είναι ορθός. Μπορούσε και έπρεπε κανονικά το θέμα συγκρότησης να εγερθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και μάλιστα στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας. Όμως η φύση του θέματος είναι τέτοια, που μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο, ακόμα αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Επομένως, αν η αίτηση κατά τα άλλα ευσταθεί, δεν θα ήταν ορθό να απορριφθεί γι’ αυτό το λόγο. Εδώ έκρινα ότι η αίτηση ευσταθεί.

Με απασχόλησε, όπως και κατά το στάδιο που παραχώρησα άδεια, το ότι υπάρχει η εναλλακτική θεραπεία της έφεσης, την οποία μάλιστα τελικά καταχώρησαν οι αιτητές. Ενόψει όμως της διευκρίνησης ότι αυτή περιορίστηκε σε θέματα που αφορούν την ουσία της απόφασης, και όχι το θέμα δικαιοδοσίας, αλλά και της απόφασης στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.ά. (Aρ. 1) (2009) 1 A.A.Δ. 1114, καταλήγω ότι η ύπαρξη της θεραπείας της έφεσης, με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, δεν αποτελεί εμπόδιο για έκδοση θεραπείας από το δικαστήριο αυτό.

Με βάση τα πιο πάνω, ο ισχυρισμός περί κακής συγκρότησης του δικαστηρίου αναφορικά με την εκδίκαση της Υπόθεσης Αρ. 763/05 γίνεται δεκτός και επομένως η εκδοθείσα από το εν λόγω δικαστήριο απόφαση στις 2/2/10 υπόκειται σε ακύρωση. Ενόψει δε της κατάληξής μου αυτής, δε χρειάζεται να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους που επικαλούνται οι αιτητές.

Ενόψει του γεγονότος ότι το θέμα έπρεπε να είχε εγερθεί κανονικά και μάλιστα με την πρώτη ευκαιρία στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λευκωσίας, έχω καταλήξει όπως, παρά την επιτυχία της αίτησης, μη εκδώσω οιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

Η αίτηση αυτή επιτυγχάνει. Εκδίδεται διάταγμα της φύσης certiorari με το οποίο η απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που εκδόθηκε στην Υπόθεση Αρ. 763/05 στις 2/2/10 ακυρώνεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.

H αίτηση γίνεται δεκτή χωρίς έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο