Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 ΑΑΔ 665

(2010) 1 ΑΑΔ 665

[*665]18 Μαΐου, 2010

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων,

v.

ΓΙΩΤΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Έφεση Αρ. 7/2008)

 

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως σε πολιτική δίκη ― Ο ενάγων πρέπει να αποδείξει την υπόθεσή του στη βάση του κριτηρίου του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ― Ποία η έννοια του κριτηρίου αυτού ― Εσφαλμένη καθοδήγηση πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το βάρος αποδείξεως ― Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές διαφορές πρώην συζύγων ― Άρθρο 14(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (N. 232/1991) ― Διεκδίκηση από τον πρώην σύζυγο διάφορων χρηματικών ποσών τα οποία, κατ’ ισχυρισμόν, αποτελούσαν τη δική του συνεισφορά στην ανέγερση της συζυγικής κατοικίας και τα οποία συνέτειναν στην επαύξηση της περιουσίας της πρώην συζύγου του ― Κατά πόσο η απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει τη βασική θέση του εφεσείοντος, υποστηριζόμενη εν δυνάμει και από τα τεκμήρια που παρουσίασε, ήταν ορθή και δεόντως αιτιολογημένη.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Υπεράσπιση ― Η υπεράσπιση συνιστά δικόγραφο στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου έναντι των διεκδικήσεων του ενάγοντα ― Η δικογραφία επενεργεί στον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων ― Δεν συνιστά μαρτυρία ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών.

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως και αξιοπιστία μαρτύρων ― Αναγκαίο επίπεδο απόδειξης ως προς τα γεγονότα όταν υπάρχει ενώπιον του Δι[*666]καστηρίου μία μόνο εκδοχή.

Ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στη δικαιοδοσία ρύθμισης περιουσιακών διαφορών, αξιώνοντας διάφορα ποσά τα οποία δικαιούτο, όπως ισχυριζόταν, λόγω επαύξησης της περιουσίας της εφεσίβλητης, πρώην συζύγου του. Με αυτήν, ο εφεσείων τέλεσε θρησκευτικό γάμο στις 11.6.94, ο οποίος όμως λύθηκε στις 22.3.04.

Σε γραπτή δήλωσή του πρωτοδίκως ο εφεσείων ανέφερε τα ακόλουθα:

Το ζεύγος διέμενε σε κατοικία στο Παλιομέτοχο, της οποίας η οικοδόμηση άρχισε πριν το γάμο και ολοκληρώθηκε με δική του συνεισφορά, παρόλον που η κατοικία ενεγράφη εξ ολοκλήρου στο όνομα της εφεσίβλητης ενόψει του ότι το τεμάχιο επί του οποίου ανηγέρθη άνηκε σ’ αυτήν. Για την οικοδόμηση της κατοικίας πρόσφερε το συνολικό ποσό των £4.909,18, το οποίο πληρώθηκε σταδιακά με επιταγές της ΣΠΕ Μενοίκου, ενώ αριθμός ειδών υγιεινής και κεραμικών αξίας £2.381,56 αγοράστηκαν έναντι τιμολογίων τα περισσότερα των οποίων εξοφλήθηκαν τοις μετρητοίς. Επίσης χρησιμοποίησε τα ποσά των £3.500 και £6.000 με τα οποία δανειοδοτήθηκε από τη ΣΠΕ Μενοίκου αποκλειστικά για το συζυγικό οίκο, καθώς και ποσό ύψους £10.000 με το οποίο δανειοδοτήθηκε από τη ΣΠΕ Παλιομετόχου, πλην ενός ποσού ύψους £650 που η εφεσίβλητη χρησιμοποίησε για την αγορά μοτοσυκλέτας. Περαιτέρω, για τον ίδιο σκοπό αναλώθηκε το ποσό των £14.000 που είχε ληφθεί από το γάμο.

Η γραπτή δήλωση συνοδευόταν από διάφορα τεκμήρια, όπως βεβαίωση απασχόλησης του εφεσείοντος κατά τον επίδικο χρόνο, βιβλιάρια επιταγών της ΣΠΕ Μενοίκου, τιμολόγια και γραμμάτια δανειοδότησης.

Ο εφεσείων υποστήριξε περαιτέρω ότι στις 22.1.02 η εφεσίβλητη πώλησε και μεταβίβασε σε τρίτο πρόσωπο τη συζυγική οικία, συμφωνήθηκε δε μεταξύ τους προφορικά ότι ο εφεσείων από την πώληση θα λάμβανε μερίδιο που συμφωνήθηκε στο ποσό των £28.000.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτύρησε μόνο ο εφεσείων. Η εφεσίβλητη επέλεξε να μην καταθέσει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τόσο την αξίωση του εφεσείοντος, όσο και την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης, η οποία ανταπαίτηση εγκαταλείφθηκε με δήλωση της συνηγόρου της εφεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου, εφόσον δεν είχε εν πάση περιπτώσει καταχωρηθεί αντέφεση επί της απόρρι[*667]ψής της. Το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος λόγω του ότι δεν αποδείχθηκε αφενός η αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης και αφετέρου η συμβολή του εφεσείοντος σ’ αυτή.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης έχουν ως κύριο άξονα το λανθασμένο της απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντος τη στιγμή που η εφεσίβλητη ουδεμία μαρτυρία προσκόμισε προς ουσιαστική αμφισβήτηση των όσων ο εφεσείων ανέφερε στη δική του ένορκη μαρτυρία. Ήταν η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος παρέμεινε ουσιαστικά αναντίλεκτη και έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή. Η γενική άρνηση των ισχυρισμών του εφεσείοντος στην υπεράσπιση της εφεσίβλητης, δεν ήταν δυνατό να ανατρέψει τη μαρτυρία του εφεσείοντος και τα δεδομένα στα οποία αυτή στηρίχθηκε.

Αποφασίστηκε ότι:

Διαπιστώνονται δύο σημαντικά κενά στην πρωτόδικη απόφαση. Το πρώτο αφορά την παράλειψη του Δικαστηρίου να καταλήξει σε εύρημα ως προς το κατά πόσο η κατοικία κατά τη σύναψη του γάμου ήταν όντως υπό ανέγερση, ή είχε ήδη αποπερατωθεί πριν ακόμη την τέλεση του γάμου. Το δεύτερο είναι ότι η απόρριψη των θέσεων του εφεσείοντος είναι αντινομική και έχει πλημμελή βάση.

Αναφορικά με το πρώτο κενό το Δικαστήριο απέτυχε να επιλύσει μια ουσιώδη διαφορά μεταξύ των διαδίκων εφόσον ήταν βασικός ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι συνεισέφερε στην αποπεράτωση της οικίας αλλά και της μαρτυρίας που έδωσε (γραπτή δήλωση). Η επίλυση του θέματος αυτού ήταν αναγκαία εφόσον αυτή θα ήταν η αφετηρία για την τυχόν απόδοση οποιασδήποτε συνεισφοράς. Εάν μεν γινόταν αποδεκτή η θέση του εφεσείοντος ως προς τούτο, τότε υπήρχε έδαφος προς συζήτηση της κατ’ ισχυρισμόν συνεισφοράς του. Αν το εύρημα ήταν προς όφελος της εφεσίβλητης ότι, δηλαδή, η οικία ήταν ήδη αποπερατωμένη πριν το γάμο, τότε δεν τίθετο θέμα περαιτέρω διερεύνησης, εκτός ίσως για το ζήτημα του οικιακού εξοπλισμού.

Αναφορικά με το δεύτερο διαπιστωθέν κενό, οι καταλήξεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος σε σχέση με την καταβολή επιμέρους ποσών, δεν είναι ιδιαιτέρως σαφείς, ενώ είναι λανθασμένη η νομιμοποιητική βάση της απόρριψής τους.

Η αιτιολογία με την οποία απορρίφθηκαν οι θέσεις του εφεσείοντος είναι πεπλανημένη, ασαφής, εκτός της πραγματικής δοθείσας μαρτυ[*668]ρίας και χωρίς ουσιαστικά δικαστικά ευρήματα.

Το βάρος απόδειξης σε μια πολιτική δίκη το φέρει κατά κανόνα ο ενάγων ο οποίος και θα πρέπει να αποδείξει την υπόθεση του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Το κριτήριο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διάδικου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι “πιο πιθανή παρά ή αντίθετη”, εκείνης, δηλαδή, του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και αν η θέση ή η εκδοχή του είναι “πιο πιθανή παρά ή αντίθετη”, εκείνης, δηλαδή, του αντιδίκου του.

Με τις συνεχείς αναφορές στην υπεράσπιση, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρουσιάζεται να είχε δώσει υπερβολική βάση στη δικογραφία της εφεσίβλητης, παραγνωρίζοντας το γενικότερο κανόνα ότι η υπεράσπιση δεν συνιστά μαρτυρία ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών.

Η εφεσίβλητη αντέκρουσε μεν πλείστα όσα θέματα κατά την αντεξέταση του εφεσείοντος, χωρίς η ίδια να προσφέρει ταυτόχρονα οποιαδήποτε θετική μαρτυρία προς υποστήριξη των δικών της ισχυρισμών. Σύμφωνα δε με τη νομολογία, η κατάληξη του Δικαστηρίου με την οποία γίνεται αποδεκτή η ένορκη εκδοχή ενός των διαδίκων εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ένορκη εκδοχή, δεν είναι εύκολο να ανατραπεί από τη στιγμή βέβαια που η μαρτυρία είναι εκείνου του επιπέδου που ικανοποιεί το Δικαστήριο, τόσο ως προς την αξιοπιστία της, όσο και ως προς το λογικό της συνοχής της. Εκεί δε όπου υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα εξετάζεται κατά πόσο αυτά «....... είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο», στην απουσία βέβαια εγγενών δυσκολιών στη παρουσιαζόμενη από το μάρτυρα εκδοχή και αξιοπιστία του.

Με δεδομένο τον περιορισμό της αξίωσης του εφεσείοντος κατά την πρωτόδικη εκδίκαση στις Λ.Κ.18.000, το Δικαστήριο θα μπορούσε με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία των επιταγών και γενικότερα των δανείων να προβεί σε σχετικό εύρημα για τη συνεισφορά του στην αύξηση της περιουσίας, με δεδομένο το παραδεκτό γεγονός ότι η κατοικία πωλήθηκε στις 21.1.02 από την εφεσίβλητη για £56.000.

Ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων και των κενών, είναι αναγκαία [*669]η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση εναντίον της εφεσίβλητης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Rhesa Shipping Co. S.A. v. Edmunds [1985] 1 W.L.R. 948,

Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(B) Α.Α.Δ. 1275,

Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858,

Μαυρομιχάλη κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1(A) Α.Α.Δ. 530,

Νεοφύτου κ.ά. v. Γερακιώτη (2010) 1 A.A.Δ. 25,

Sea Island Travel & Tours Ltd κ.ά. v. Αγαθαγγέλου κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1687,

Wynne v. Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυΐδ Μαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 A.A.Δ. 1138.

Έφεση.

Έφεση από τoν εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιασίδης, Δ.), (Aίτηση Aρ. 24/02), ημερομ. 11.2.2008.

Δ. Παυλίδης με Κ. Πόλεος, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Γεωργίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στις 11.6.94, ο οποίος όμως λύθηκε στις 22.3.04, με αποτέλεσμα να ακο[*670]λουθήσει η πρωτόδικη αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στη δικαιοδοσία ρύθμισης περιουσιακών διαφορών, με την οποία ο εφεσείων, μετά από σχετική τροποποίηση, αξίωσε διάφορα ποσά τα οποία, ως ισχυριζόταν, δικαιούτο λόγω επαύξησης της περιουσίας της εφεσίβλητης στη βάση των όσων ακολουθούν.

Σύμφωνα με τα υποστηρικτικά στοιχεία που δόθηκαν από τον εφεσείοντα πρωτοδίκως, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στη γραπτή του δήλωση ημερ. 8.11.07, το ζεύγος διέμενε σε κατοικία στο Παλιομέτοχο η οποία είχε αρχίσει να οικοδομείται πριν από το γάμο και η οποία ολοκληρώθηκε με δική του συνεισφορά, παρόλον που η κατοικία ενεγράφη εξ ολοκλήρου στο όνομα της εφεσίβλητης ενόψει του ότι το τεμάχιο επί του οποίου ανεγέρθη ανήκε σ’ αυτήν.  Ο εφεσείων εργαζόταν ως μηχανοδηγός με μηνιαίες απολαβές πέραν των £500, ενώ η εφεσίβλητη εργαζόταν περιστασιακά με μηνιαίες απολαβές £150. Για την οικοδόμηση της κατοικίας πρόσφερε το συνολικό ποσό των £4.909,18, το οποίο πληρώθηκε σταδιακά με επιταγές της ΣΠΕ Μενοίκου, ενώ αριθμός ειδών υγιεινής και κεραμικών συνολικής αξίας £2.381,56 αγοράστηκαν από την εταιρεία Κουσιάπας Λτδ έναντι τιμολογίων, τα περισσότερα των οποίων εξοφλήθηκαν τοις μετρητοίς. Ο εφεσείων είχε προβεί πριν από το γάμο σε δανειοδότηση του από τη ΣΠΕ Μενοίκου, αρχικά για £3.500 και μετέπειτα για άλλες £6.000, που χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για το συζυγικό οίκο. Ένα χρόνο πριν τη διάσταση του ζεύγους είχε ληφθεί δάνειο από τη ΣΠΕ Παλιομετόχου ύψους £10.000, το οποίο, πλην ενός ποσού ύψους £650, που η εφεσίβλητη χρησιμοποίησε για την αγορά μοτοσυκλέττας, επίσης χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για τις ανάγκες της κατοικίας. Περαιτέρω, από το γάμο είχε ληφθεί ένα ποσό £14.000, που αναλώθηκε για την ανέγερση της κατοικίας και τον εξοπλισμό της.

Η γραπτή δήλωση συνοδευόταν από διάφορα τεκμήρια, όπως βεβαίωση απασχόλησης του εφεσείοντα κατά τον επίδικο χρόνο στην εταιρεία Betomix Limited, βεβαίωση από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, βιβλιάρια επιταγών της ΣΠΕ Μενοίκου, τιμολόγια της Κουσιάπα Λιμιτεδ, γραμμάτια δανειοδότησης και τιμολόγιο της Miluka Motor Trading Limited για την αγορά της μοτοσυκλέττας.

Σύμφωνα με τις περαιτέρω θέσεις του εφεσείοντος, στις 22.1.02 η εφεσίβλητη πώλησε και μεταβίβασε σε τρίτο πρόσωπο τη συζυγική οικία για £56.000, είχε δε συμφωνηθεί μεταξύ τους προφορικά ότι από την πώληση ο ίδιος θα λάμβανε μερίδιο που συμφωνήθηκε στο ποσό των £28.000.

[*671]Ο εφεσείων αντεξετάστηκε από τη συνήγορο της εφεσίβλητης κατά τη διάρκεια της οποίας αμφισβητήθηκε η οποιαδήποτε συνεισφορά του στην οικοδόμηση της κατοικίας, με ταυτόχρονη υποβολή ότι η κατοικία είχε αρχίσει να ανεγείρεται το 1989, η δε ανοικοδόμηση της ολοκληρώθηκε το 1993 πριν, δηλαδή, τη σύναψη του γάμου. Περαιτέρω υποβολή ότι όλα τα χρήματα για την ανέγερση της κατοικίας είχαν προέλθει από περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας της εφεσίβλητης αντιμετωπίστηκε με άρνηση, ενώ διάφορες υποβολές ότι τα δάνεια από τη ΣΠΕ Μενοίκου είχαν δαπανηθεί για τις ανάγκες του εφεσείοντος και μόνο και όχι για τις ανάγκες του συζυγικού οίκου, απορρίφθηκαν από τον εφεσείοντα. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο εφεσείων αρνήθηκε υποβολές ότι τα χρήματα που είχαν αποκτηθεί από το γάμο δαπανήθηκαν για δικούς του σκοπούς. Αντίθετα είχαν αγοραστεί με αυτά έπιπλα και οικιακά σκεύη, το δε δάνειο από τη ΣΠΕ Παλιομετόχου δεν χρησιμοποιήθηκε προς εξόφληση των δανείων της ΣΠΕ Μενοίκου. Αρνήθηκε επίσης υποβολή ότι δεν είχε συμφωνηθεί η παράδοση εκ μέρους της εφεσίβλητης του ποσού των £28.000, του ημίσεως δηλαδή του προϊόντος πώλησης της κατοικίας, λέγοντας μάλιστα ότι ο ίδιος είχε βοηθήσει στην πώληση του σπιτιού στα πλαίσια των φιλικών σχέσεων που διατήρησαν και μετά το διαζύγιο, μέσω κτηματομεσίτριας.

Η μαρτυρία του εφεσείοντος ήταν και η μοναδική ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εφόσον καμία άλλη μαρτυρία δεν προσήχθη εκ μέρους του, η δε εφεσίβλητη επέλεξε να μην καταθέσει η ίδια ή να προσφέρει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του και αφού αναφέρθηκε στη νομική πτυχή της διαφοράς στη βάση του Αρθρου 14(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (N. 232/1991), (εφεξής «ο Νόμος»), απέρριψε τόσο την αξίωση του εφεσείοντος, όσο και την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης, η οποία ανταπαίτηση εγκαταλείφθηκε με δήλωση της συνηγόρου της εφεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου, εφόσον δεν είχε εν πάση περιπτώσει καταχωρηθεί αντέφεση επί της απόρριψης της. Εγκαταλείφθηκε επίσης κατά τη συζήτηση της έφεσης και η εισήγηση της εφεσίβλητης ότι η έφεση ασκήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, μετά από σχετική υπόδειξη ότι η έφεση καταχωρήθηκε στο σχετικό μητρώο εφέσεων του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου. Οι λόγοι απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντος, παρά τη μη κατάθεση ενόρκως της ίδιας της εφεσίβλητης, αφορούν την αποτυχία, καθώς έκρινε το Δικαστήριο, να αποδειχθεί αφενός η αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης, και αφετέ[*672]ρου η συμβολή του εφεσείοντος σ’ αυτή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας ως δεδομένο ότι η αξίωση του εφεσείοντος περιορίστηκε κατά την αντεξέταση του στις £18.000, περιορισμό που και ο κ. Παυλίδης αποδέχθηκε κατά την έφεση, προχώρησε να εξετάσει τις διάφορες επί μέρους αξιώσεις του εφεσείοντος για να τις απορρίψει, όμως, μια προς μια. Όσον αφορά το ποσό των £4.909,18 που κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντος  είχε πληρωθεί με επιταγές της ΣΠΕ Μενοίκου για την οικοδόμηση της κατοικίας, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι το ποσό αυτό δεν εξειδικευόταν κατά συγκεκριμένο τρόπο, είτε στην αιτούμενη θεραπεία, είτε στα γεγονότα της αίτησης. Όσον αφορά το ποσό των £2.381,56 που αναλώθηκε για είδη υγιεινής και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν αναφερόταν το συγκεκριμένο ποσό στην αίτηση ή τη θεραπεία, επιπρόσθετα δε έκρινε ότι τα τιμολόγια που είχαν προσκομιστεί προς υποστήριξη του ισχυρισμού ήταν όλα «επί πιστώσει» και όχι «τοις μετρητοίς», ως ήταν η θέση του εφεσείοντος, είχαν δε εκδοθεί στο όνομα της εφεσίβλητης.

Σε σχέση με το ποσό των £9.500 που συναποτελούσε το άθροισμα των δύο δανείων από τη ΣΠΕ Μενοίκου, το Δικαστήριο κατέγραψε ότι δεν δίνονταν λεπτομέρειες ως προς τον τρόπο διάθεσης του ποσού, είτε στη γραπτή δήλωση του εφεσείοντος, είτε στην αντεξέταση του. Τέλος, σε σχέση με το ποσό των £7.000 που αντιστοιχεί με το ήμισυ των χρημάτων που έλαβαν από το γάμο, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο εφεσείων δεν ήταν σε θέση να εξειδικεύσει τον ισχυρισμό του ότι από τα χρήματα αυτά είχαν αγοραστεί έπιπλα και οικιακά σκεύη, τα οποία η εφεσίβλητη πήρε μαζί της μετά την πώληση της οικίας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης έκρινε ότι ακόμη και αν γίνονταν εξ ολοκλήρου αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του εφεσείοντος, δεν θα μπορούσε και πάλι να νομιμοποιηθεί η αξίωση του, εφόσον δεν προσκομίστηκε μαρτυρία που να καταδείκνυε την αξία της κατοικίας κατά το χρόνο που ο εφεσείων είχε αρχίσει την κατ’ ισχυρισμόν συνεισφορά του, ώστε να είναι δυνατή εξ αυτής η διαπίστωση της αύξησης στην περιουσία της εφεσίβλητης.

Η απόρριψη της αξίωσης του εφεσείοντος στη βάση των ανωτέρω κρίσεων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, βάλλεται με 16 λόγους έφεσης, με κύριο άξονα το λανθασμένο της απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντος τη στιγμή που η εφεσίβλητη ουδεμία μαρτυρία προσκόμισε προς ουσιαστική αμφισβήτηση των όσων ο εφεσείων ανέφερε στη δική του ένορκη μαρτυρία. Ήταν η θέση του κ. Παυλίδη ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος παρέμεινε ουσιαστικά αναντίλεκτη και έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή. Η γενική [*673]άρνηση των ισχυρισμών του αιτητή στην υπεράσπιση της εφεσίβλητης, δεν ήταν δυνατό να ανατρέψει τη μαρτυρία του εφεσείοντος και τα δεδομένα στα οποία αυτή στηρίχθηκε.

Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης ήταν ότι ο εφεσείων αντεξετάσθηκε επί όλων των θεμάτων που κάλυψε η υπεράσπιση και ότι αξιολογώντας τη μαρτυρία του εφεσείοντος, που ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας της πλευράς του, έγινε συνειδητά επιλογή να μην προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία από την εφεσίβλητη. Η εισήγηση της ήταν ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε αύξηση στην περιουσία της, ιδιαίτερα ενόψει του δεδομένου ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία που να έδειχνε την αξία της αρχικής περιουσίας.

Προσεκτική ανάγνωση του σκεπτικού της απόφασης που οδήγησε στην απόρριψη της πρωτόδικης αίτησης αποκαλύπτει δύο σημαντικά κενά: Το πρώτο αφορά την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προβεί σε οποιοδήποτε εύρημα κατά πόσον όντως η κατοικία κατά την ημερομηνία σύναψης του γάμου ήταν υπό ανέγερση (απλώς «σκελετωμένη» όπως πλειστάκις χρησιμοποιήθηκε ο όρος κατά τη μαρτυρία), ή, είχε ήδη αποπερατωθεί πριν ακόμη την τέλεση του γάμου. Το δεύτερο είναι ότι η απόρριψη των θέσεων του εφεσείοντος είναι αντινομική και έχει πλημμελή βάση.

Αναλυτικότερα: Όσον αφορά το πρώτο κενό, διαπιστώνεται ότι ενώ το Δικαστήριο σχολιάζει όλα τα υπόλοιπα επί μέρους θέματα σε σχέση με τα ποσά που κατά τον εφεσείοντα είχαν δαπανηθεί για την αποπεράτωση της οικίας και του εξοπλισμού της, ελλείπει το καταλυτικό από τη φύση του εύρημα ως προς το στάδιο ανέγερσης της οικίας κατά την ημερομηνία της σύναψης του γάμου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε έτσι να επιλύσει μια ουσιώδη διαφορά μεταξύ των διαδίκων εφόσον ήταν βασικός ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι είχε συνεισφέρει στην αποπεράτωση της οικίας (παρ. Γ, Θ της αιτούμενης θεραπείας και παρ. 6, 9 και 11 Ε των γεγονότων), αλλά και της μαρτυρίας που έδωσε (παρ. 4, 6, 7 και 9 της γραπτής δήλωσης του εφεσείοντος). Αλλά και αντεξεταζόμενος επέμενε ότι η οικία είχε αρχίσει μεν να ανεγείρεται πριν τον γάμο, τελείωσε δε μετά από αυτόν. Συγκεκριμενοποίησε ότι η ανέγερση άρχισε δύο χρόνια πριν το γάμο, ο οποίος έγινε στις 11.6.94 και ότι όταν αρραβωνιάστηκε με την εφεσίβλητη «.... το σπίτι ήταν σχεδόν σκελετωμένο» (σελ. 7-8 των πρακτικών). Ο εφεσείων, μάλιστα, σε σχετική υποβολή στη σελ. 15 των πρακτικών, ότι η οικία είχε αρχίσει να ανεγείρεται το 1989, συμφώνησε, συμπληρώνοντας όμως ότι [*674]αυτή η ανέγερση γινόταν «πολύ σταδιακά», δούλευε σ’ αυτή ο πατριός της εφεσίβλητης «.... και το έκανε σιγά-σιγά μέχρι ενός σημείου». Και στις σελ. 17-18, ο εφεσείων επέμενε ότι είχαν αγοραστεί και τούβλα που χρησιμοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση της οικίας τα οποία και είχε πάρει εκεί ένας θείος του.

Έναντι των πιο πάνω, η εφεσίβλητη πέραν της άρνησης ότι υπήρξε συνεισφορά από τον εφεσείοντα και της θέσης της στην παρ. 5 της υπεράσπισης και ανταπαίτησης ότι «.... η επίδικη κατοικία άρχισε να ανεγείρεται το 1989 και αποπερατώθηκε το 1993 με αποκλειστική εισφορά της μητέρας, του πατριού και του παππού της καθ’ ης η αίτηση» και των σχετικών υποβολών, ουδεμία συγκεκριμένη προς το αντίθετο μαρτυρία έδωσε, ούτε υποστήριξε τις θέσεις της με σχετικούς μάρτυρες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε επομένως να επιλύσει αυτή τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων με συγκεκριμένη στόχευση στο θέμα και ανάλογο καθαρό εύρημα. Η επίλυση του ήταν αναγκαία εφόσον αυτή θα ήταν η αφετηρία για την τυχόν απόδοση οποιασδήποτε συνεισφοράς. Εάν μεν γινόταν αποδεκτή η θέση του εφεσείοντος ως προς τούτο, τότε υπήρχε έδαφος προς συζήτηση της κατ’ ισχυρισμόν συνεισφοράς του. Αν το εύρημα ήταν προς όφελος της εφεσίβλητης ότι, δηλαδή, η οικία ήταν ήδη αποπερατωμένη πριν το γάμο, τότε δεν τίθετο θέμα περαιτέρω διερεύνησης, εκτός ίσως για το ζήτημα του οικιακού εξοπλισμού.

Όσον αφορά το δεύτερο διαπιστωθέν κενό, παρατηρείται ότι οι καταλήξεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος για την καταβολή επιμέρους ποσών, δεν είναι ιδιαιτέρως σαφείς, ενώ είναι λανθασμένη η νομιμοποιητική βάση της απόρριψής τους. Για παράδειγμα, για το σημαντικό ζήτημα του ποσού των Λ.Κ. 4.909,18 που πληρώθηκε με διάφορες επιταγές της ΣΠΕ Μενοίκου για την ανέγερση της οικίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκείται, χωρίς ουσιαστικό εύρημα, να αναφέρει στη σελ. 15 της απόφασης του, ότι «..... το πιο πάνω ποσό δεν εξειδικεύεται κατά συγκεκριμένο τρόπο ούτε στην αιτούμενη θεραπεία ούτε στα γεγονότα της αίτησης». Το ίδιο καταγράφει και για το ποσό των Λ.Κ.9.500, προϊόν των δύο δανείων από την ΣΠΕ Μενοίκου, για το οποίο το μόνο που το Δικαστήριο καταγράφει στη σελ. 16, είναι ότι ενώ ο εφεσείων αναφέρεται στη σύναψη των δανείων αυτών στην αίτησή του, δεν «..... δίνονται λεπτομέρειες για το πού και πώς διατέθηκε συγκεκριμένα το ποσό των δανείων, ούτε το έπραξε στη γραπτή του δήλωση ή στην αντεξέταση του».

[*675]Όμως ως προς το πρώτο, παραγνωρίστηκε πρωτοδίκως ότι αξιούτο ποσό Λ.Κ. 4.747 με την παρ. 11 Ε της αίτησης ως αντιστοιχούν σε πληρωμές που ο εφεσείων προέβηκε για τη συνέχιση της ανέγερσης της κατοικίας και τον εξοπλισμό της, με ανάλογη αιτούμενη θεραπεία στην παρ. Θ αυτής. Ποσό, δηλαδή, πολύ πλησίον του ποσού των Λ.Κ. 4.909,18, το οποίο όχι μόνο τέθηκε στην παρ. 6 της γραπτής δήλωσης, αλλά και υποστηρίχθηκε με αριθμητική ακρίβεια με τις εκεί αναφερόμενες 22 επιταγές, με καταγραφή των αντίστοιχων ποσών για εκάστη, περιγραφή του είδους της προσφερθείσας εργασίας, και κατάθεση τριών βιβλιαρίων επιταγών της ΣΠΕ Μενοίκου, ως Τεκμ. «Δ». Περαιτέρω, ουδεμία ένσταση ηγέρθηκε από την εφεσίβλητη ως προς την αριθμητική αναντιστοιχία μεταξύ των προαναφερθέντων ποσών, ο εφεσείων αντεξετάσθη κανονικώς ως προς το ποσό των Λ.Κ. 4.909,18 για να του υποβληθεί εν τέλει ότι το ποσό των Λ.Κ. 5.435,48 που χρησιμοποιήθηκε ως το Τεκμ. «2», προς εξόφληση του δανείου από το οποίο εκδίδονταν οι επιταγές, είχε στην πραγματικότητα εξοφληθεί από δάνειο που είχε γίνει από την ΣΠΕ Παλαιομετόχου για Λ.Κ. 6.000, από τους διάδικους στις 6.4.96 (Τεκμ. «Ζ»). Η ορθή νομική προσέγγιση θα ήταν βεβαίως για το Δικαστήριο να προβεί σε σαφή εύρημα ως προς το κατά πόσο τα ποσά των επιταγών χρησιμοποιήθηκαν για την αποπεράτωση της οικίας ή όχι και η όποια διάσταση μεταξύ του δικογραφημένου ποσού και του επιδιωκόμενου θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί είτε με ανάλογη μείωση, είτε με προηγούμενη τροποποίηση της αίτησης.

Όσον αφορά τα δύο δάνεια συμποσούμενα στις Λ.Κ. 9.500 και πάλι είναι φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε, λειτουργώντας έτσι υπό πλάνη, ότι μέρος του δανείου χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες της οικοδομής, με τις προαναφερθείσες επιταγές της ΣΠΕ Μενοίκου, για το ποσό των Λ.Κ. 4.909,18. Αυτό καθίσταται πρόδηλο από το συνδυασμό των παρ. 6 και 8 της γραπτής δήλωσης και τα Τεκμ. Δ, ΣΤ και Ζ.

Επομένως, η αιτιολογία προς απόρριψη των θέσεων του εφεσείοντος ήταν πεπλανημένη, ασαφής, εκτός της πραγματικής δοθείσας μαρτυρίας και χωρίς ουσιαστικά δικαστικά ευρήματα.

Το βάρος απόδειξης σε μια πολιτική δίκη το φέρει κατά κανόνα ο ενάγων ο οποίος και θα πρέπει να αποδείξει την υπόθεση του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Έχει κατ’ επανάληψη νομολογιακά καθορισθεί η έννοια του κριτηρίου αυτού, αλλά περαιτέρω βοήθεια μπορεί να αντληθεί από το σύγγραμμα του Murphy on Evidence, 8η έκδ. (2003), όπου αναφέρονται στις σελ. 80-83, τα βασι[*676]κά κριτήρια του αποδεικτικού αυτού βάρους. Τονίζεται ιδιαίτερα στη σελ. 81 ότι:

«If the claimant bears the burden of proof, and fails to persuade the court that this case has been proved on the balance of probabilities, judgment should be given for the defendant. Moreover, the test is not whether the claimant’s case is more probable than the defendant’s, but whether the claimant’s case is more probably true than not true, i.e., the claimant’s case is measured by reference to an objective standard of probability.»

Η στην πράξη εφαρμογή του κριτηρίου του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, δόθηκε από τη Βουλή των Λόρδων στην υπόθεση Rhesa Shipping Co. S.A. v. Edmunds [1985] 1 W.L.R. 948, όπου λέχθηκε ότι εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε βρει ότι η μαρτυρία που είχε προσαχθεί προς υποστήριξη της αγωγής ήταν εξαιρετικά απίθανη, έπρεπε να αποφασίσει ότι οι ενάγοντες είχαν αποτύχει να ικανοποιήσουν το βάρος απόδειξης που έφεραν και δεν ήταν υποχρεωμένο να επιλέξει μεταξύ δύο αντικρουόμενων θεωριών, απλώς και μόνο διότι προωθήθηκε κάποια εξήγηση ως προς την πιθανή αιτία της βλάβης που είχε εκεί παρουσιαστεί στο πλοίο.

Όπως το θέτει ο Murphy, στο πιο πάνω σύγγραμμα σελ. 82:

«The case throws the importance of the burden of proof into stark relief. An important point is that the burden of proof is the burden to prove that the facts relied on are more probable than not, and not merely that they are more probable than an explanation advanced by the other side.»

(δέστε και την απόφαση στην Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(B) Α.Α.Δ. 1275, όπου τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν με επιδοκιμασία).

Τα ίδια κατ’ ουσίαν λέχθηκαν όσον αφορά το τι συνιστά απόδειξη στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και στην απόφαση Μπούλος Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858, όπου εξηγήθηκε στη σελ. 1868, ότι:

«Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διάδικου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι “πιο πιθανή παρά ή αντίθετη”, εκείνης, δηλαδή, του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης [*677]ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και αν η θέση ή η εκδοχή του είναι “πιο πιθανή παρά ή αντίθετη”, εκείνης, δηλαδή, του αντιδίκου του. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Phipson on Evidence 14th Edition, para 4-38 και Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, όπου γίνεται και εκτενής ανασκόπηση της νομολογίας.).»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επομένως δεν προέβη σε ουσιαστικό εύρημα για το στάδιο ανέγερσης της κατοικίας κατά τη σύναψη του γάμου, ενώ λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος για πλημμελείς, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, λόγους τους οποίους λανθασμένα ανέδειξε και ως υποστηρικτικούς αντιφάσεων και αναξιοπιστίας των θέσεών του. Κατά λανθασμένο επίσης τρόπο και σε πλήρη παραγνώριση των υποστηρικτικών εγγράφων που είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια, με γενικόλογες και μόνο αναφορές στις σελ. 27-28 της απόφασης, το Δικαστήριο απέρριψε συλλήβδην τη σχετική μαρτυρία. Υπήρχαν όμως διάφορα τεκμήρια τα οποία υποστήριζαν την προφορική εκδοχή του εφεσείοντος, όπως βεβαιώσεις για το εισόδημα και τις ασφαλιστέες αποδοχές του, βιβλιάρια επιταγών επ’ ονόματι του από τα οποία πληρώθηκαν διάφορες επιταγές που υποστήριζαν τον ισχυρισμό ότι είχαν δοθεί χρήματα για την οικοδόμηση της κατοικίας και την αγορά εξοπλισμού, έγγραφα δανειοδότησης και εξόφλησης για τις Λ.Κ.6.000, μέχρι και απόδειξη για αγορά της μοτοσυκλέτας επ’ ονόματι της εφεσίβλητης που ενδυνάμωνε τον ισχυρισμό του εφεσείοντος ως προς τη χρήση του δανείου των Λ.Κ.10.000, που είχε γίνει από τη ΣΠΕ Παλαιομετόχου.

Στην απόφαση του το Δικαστήριο απορρίπτοντας τις διάφορες θέσεις του εφεσείοντος ως προς τα συγκεκριμένα κονδύλια, αναφερόταν πάντοτε και στην αρνητική προς αυτά θέση της υπεράσπισης και τα όσα τέθηκαν κατά την αντεξέταση του εφεσείοντος από τη συνήγορο της εφεσίβλητης. Με τις συνεχείς αυτές αναφορές στην υπεράσπιση, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρουσιάζεται να είχε δώσει υπερβολική βάση στη δικογραφία της εφεσίβλητης, παραγνωρίζοντας το γενικότερο κανόνα που αναφέρθηκε στη Μαυρομιχάλη κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1(A) Α.Α.Δ. 530 και επαναβεβαιώθηκε στην Πανίκκος Νεοφύτου κ.ά. v. Ανδρέα Γερακιώτη (2010) 1 A.A.Δ. 25, ότι:

[*678]«Η υπεράσπιση συνιστά δικόγραφο στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου έναντι των διεκδικήσεων του ενάγοντα. Η δικογραφία επενεργεί στον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων. Δεν συνιστά μαρτυρία ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών.»

Υπενθυμίζεται ότι η εφεσίβλητη δεν έδωσε η ίδια ένορκη μαρτυρία ούτε και προσήγαγε οποιουσδήποτε μάρτυρες προς υποστήριξη της δικής της εκδοχής. Όσο και αν η εφεσίβλητη ενήργησε στα πλαίσια των δικαιωμάτων της και στη βάση συνειδητής επιλογής να μην δώσει η ίδια μαρτυρία ή να προσφέρει μάρτυρες εκ μέρους της, η μη τοποθέτηση της ενόρκως την έθετε προ του κινδύνου να παραμείνει η εκδοχή της έκθετη στην περίπτωση που η οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία του εφεσείοντος κρινόταν ως αξιόπιστη και αληθής. Είναι φανερό ότι η όλη μαρτυρία του εφεσείοντος υποστηριζόμενη εν δυνάμει και από τα τεκμήρια που παρουσίασε  είχε όλα τα στοιχεία αξιοπιστίας, ενώ η αμφισβήτηση της εκδοχής αυτής από την εφεσίβλητη μόνο μέσα από τη διαδικασία της αντεξέτασης, ενείχε τον κίνδυνο να μην απέσειε τους βασικούς του  ισχυρισμούς. Όντως από τα πρακτικά, η αντεξέταση δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι εκθεμελίωνε τη βασική θέση του εφεσείοντος ή ότι την καθιστούσε αναξιόπιστη σε βαθμό απόρριψής της.

Όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, υπήρχαν πλείστα όσα θέματα τα οποία η εφεσίβλητη αντέκρουσε μεν κατά την αντεξέταση του εφεσείοντος, χωρίς ταυτόχρονα να προσφέρει η ίδια οποιαδήποτε συγκεκριμένη θετική μαρτυρία για να υποστηρίξει τους δικούς της ισχυρισμούς. Όπως αναφέρεται και στην απόφαση Sea Island Travel & Tours Ltd κ.ά. v. Αγαθαγγέλου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1687, η κατάληξη ενός Δικαστηρίου με την οποία γίνεται αποδεκτή η ένορκη εκδοχή ενός των διαδίκων εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ένορκη εκδοχή, δεν είναι εύκολο να ανατραπεί από τη στιγμή βέβαια που η μαρτυρία είναι εκείνου του επιπέδου που ικανοποιεί το Δικαστήριο, τόσο ως προς την αξιοπιστία της, όσο και ως προς το λογικό της συνοχής της. Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση Barry Wynne v. David Costakis Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυΐδ Μαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 A.A.Δ. 1138, επαναβεβαιώθηκε ότι όπου υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, εξετάζεται κατά πόσο αυτά «.... είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο», στην απουσία βέβαια εγγενών δυσκολιών στην παρουσιαζόμενη από το μάρτυρα εκδοχή και αξιοπιστία του.

Υπό το φως των ανωτέρω προκύπτει ότι η απόφαση του [*679]πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων απέτυχε να δώσει οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με την αξία της κατοικίας προ του γάμου και μετά τη διάσταση του ζεύγους, τότε μόνο θα είχε ουσιαστική σημασία αν προέβαινε ταυτόχρονα και σε εύρημα, ως εξηγήθηκε ανωτέρω, ότι πράγματι η κατοικία κατά τη σύναψη του γάμου ήταν ημιτελής, οικοδομηθείσα μόνο κατά το σκελετό της. Υπενθυμίζεται περαιτέρω ότι η αξίωση του εφεσείοντος περιορίστηκε κατά την πρωτόδικη εκδίκαση στις Λ.Κ.18.000 και το Δικαστήριο θα μπορούσε βασιζόμενο στα αποδεικτικά στοιχεία των επιταγών και γενικότερα των δανείων να προβεί σε σχετικό εύρημα για τη συνεισφορά του στην αύξηση της περιουσίας, με δεδομένο το παραδεκτό γεγονός ότι η κατοικία πωλήθηκε στις 21.1.02 από την εφεσίβλητη για £56.000.

Ενόψει των διαπιστώσεων και των κενών που έχουν αναφερθεί, είναι αναγκαία η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου με έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, εναντίον της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο