Παπακόκκινου Βερεγγάρια Π. και Άλλη ν. Δημήτρη Κυριακίδη (2010) 1 ΑΑΔ 789

(2010) 1 ΑΑΔ 789

[*789]9 Iουνίου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

1. ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

2. ΑΛΕΚΑ Π.ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

Εφεσείουσες-Ενάγουσες,

v.

ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 404/2006)

 

Δικαστική απόφαση ― Τρόπος έκδοσης δικαστικής απόφασης ― Εμπίπτει εντός των πλαισίων του προγραμματισμού και της ρύθμισης της εργασίας του Δικαστηρίου και εναπόκειται στον εκάστοτε Δικαστή.

Δικαστική απόφαση ― Παράθεση στο κείμενο απόφασης όλων των παρεμφερών θεραπειών ― Αποτελεί αχρείαστο πλεονασμό.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός εάν καταδειχθούν βάσιμοι λόγοι που να οδηγούν σε συμπέρασμα περί ύπαρξης λάθους.

Αστικά αδικήματα ― Παράνομη επέμβαση σε ακίνητη περιουσία ― Τεκμηριώνει αγώγιμο δικαίωμα per se, χωρίς να απαιτείται η απόδειξη ζημιάς.

Αποζημιώσεις ― Παράνομη επέμβαση σε ακίνητη περιουσία ― Η ενοικιαστική αξία αποτελεί το μέτρο της συνήθους αποζημίωσης σε περιπτώσεις παράνομης επέμβασης ― Το βάρος αποδείξεως για την πρόκληση ζημίας από την παράνομη επέμβαση βρίσκεται στους ώμους των εναγόντων ― Η μη απόδειξη ζημίας επιτρέπει την επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων μόνο.

Αποζημιώσεις ― Παράνομη επέμβαση σε ακίνητη περιουσία ― Επιδίκαση παραδειγματικών ή τιμωρητικών αποζημιώσεων ― Προϋποθέσεις.

[*790]Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων και κατάληξη σε ευρήματα σε υπόθεση παράνομης επέμβασης σε περιουσία ― Κατά πόσο παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή των σχετικών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Κατά πόσο η μη καταβολή της ημεραργίας μάρτυρος, μπορεί να πλήξει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία του.

Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης ― Στέρηση εξόδων επιτυχόντος διαδίκου λόγω του τρόπου χειρισμού της υπόθεσής του ― Η παρέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος – εναγόμενος (ο εφεσίβλητος) «διέπραξε» το αδίκημα της παράνομης επέμβασης με το να εισέλθει στο κτήμα των εφεσειουσών – εναγουσών (οι εφεσείουσες) στο Μούτταλο Πάφου χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Το Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ των εφεσειουσών ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους £10, αφού δεν είχε αποδειχθεί ότι αυτές υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά. Το Δικαστήριο απέρριψε τα ακόλουθα ποσά τα οποία οι εφεσείουσες διεκδικούσαν: £3.400 για την αφαίρεση φθαρμένων πλακών και λινιών και την αγορά και τοποθέτηση νέων, £6 για επανατοποθέτηση κάθε οροθετικού σημείου (κούκου) ή με επίσπευση £12 (η μαρτυρία του επιμετρητή που κατέθεσε επί του θέματος αυτού δεν αμφισβητήθηκε) και £10.200 ως απώλεια εσόδων λόγω της μη εκμετάλλευσης των ακινήτων για περίοδο 3 μηνών, ήτοι, για την περίοδο μεταξύ Νοεμβρίου 1998 και Φεβρουαρίου 1999.

Οι εφεσείουσες εφεσίβαλαν την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητά της στο σύνολό της.

Οι λόγοι έφεσης όπως καθορίζονται από το περίγραμμα αγόρευσης εγείρουν τα ακόλουθα θέματα:

1.  Παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των εφεσειουσών και παραβίαση του δικαιώματός τους να τύχουν δίκαιης δίκης.

2.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ζημιές που προκλήθηκαν στις εφεσείουσες δεν ήταν μεγάλες.

3.  Το Δικαστήριο έπρεπε να επιδικάσει αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και ταυτοχρόνως τιμωρητικές αποζημιώσεις εναντίον του εφεσίβλητου.

[*791]4.      Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την αξιοπιστία του συνόλου της μαρτυρίας και δεν έδωσε σε αυτή τη δέουσα βαρύτητα.

5.  Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος τοποθέτησε τα μηχανήματα και υλικά που χρησιμοποίησε μόνο σε ένα μικρό σημείο των κτημάτων, είναι λανθασμένο και περαιτέρω η κατάληξη ότι δεν είναι ο ίδιος που τοποθέτησε τα υπόλοιπα υλικά που βρίσκονταν στα ακίνητα των εφεσειουσών είναι ατεκμηρίωτη.

6.  Το Δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα αναφορικά με το θέμα των οροθετικών σημείων.

7.  Κακώς το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία μάρτυρα Δημοτικού Υπαλλήλου, χωρίς την καταβολή της ημεραργίας του.

8.  Το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά το ύψος των προκληθεισών ζημιών, με αποτέλεσμα να επιδικάσει μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις.

9.  Το Δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε μάρτυρα, και ξέφυγε από το ρόλο του δικαστή, ως κριτή γεγονότων.

10.  Το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τα ενώπιόν του τεθέντα έγγραφα.

11.  Το Δικαστήριο «λανθασμένα περιγράφει τα αιτήματα».

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους προβληθέντες λόγους έφεσης στη βάση των αρχών που αναφέρονται στις εισαγωγικές σημειώσεις, πλην του λόγου που αφορά τις αποζημιώσεις σε σχέση με την τοποθέτηση οκτώ οροθετικών σημείων για τα οποία θα απαιτηθεί η καταβολή κτηματολογικών τελών ύψους £12 για έκαστο, περιλαμβανομένης της επίσπευσης, ήτοι £96. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείουσες απέδειξαν την εν λόγω ζημία και δικαιούντο να αποζημιωθούν γι’ αυτή, όπως και την αναγκαιότητα κατασκευής τέτοιων οροθετικών σημείων, η δαπάνη των οποίων ανέρχεται συνολικά στο ποσό των £144 ή €252, το οποίο και επεδίκασε υπέρ των εφεσειουσών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε τη διαταγή για μη επιδίκαση εξόδων υπέρ των εφεσειουσών, κρίνοντας ότι αυτές δικαιούντο σε έξοδα έφεσης ύψους €500.000, επειδή η έφεσή τους πέτυχε μερικώς, τα οποία και τους επεδίκασε πλέον Φ.Π.Α., όπως επίσης τους επεδίκασε τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επί του πιο πάνω επιδικασθέντος ποσού, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή, [*792]μειωμένα κατά 50%, πλέον Φ.Π.Α.. Συνυπολογίσθηκε συναφώς ότι η αξίωση κατά μεγάλο μέρος, που υποχρέωσε τον εφεσίβλητο να υπερασπιστεί σε ψηλή κλίμακα, απορρίφθηκε.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση και η διαταγή εξόδων διαφοροποιήθηκε ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παπακόκκινου v. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379,

Ttantis v. Ηadjimichael a.o. (1982) 1 C.L.R. 301,

Adrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1836,

Παπακόκκινου v. Σμυρλή (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653,

Εταιρεία Surebuild Construction Ltd v. Παπακόκκινου (Aρ. 2) (2008) 1(A) A.A.Δ. 550,

Φιλίππου v. Γιαννήταη κ.ά. (Aρ. 2) (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1314,

Θρασυβούλου v. Αrto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12.

Έφεση.

Έφεση από τις εφεσείουσες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Παπαδήμα, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 2229/01), ημερομ. 31.10.2006.

Αλ. Παπακόκκινου, για τις Εφεσείουσες.

Γ. Σιαηλής, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσείουσες ως ιδιοκτήτριες των τεμαχίων Αρ. Εγγραφής 28326, Τεμ. 147/1, Φ.Σχ.LI 2, 3XII, oδός Εγιούπ Νετμετζίν, Μούτταλος και Αρ. Εγγραφής 20498 Φ/Σχ.ΙΙ Τεμ. 127/1/3, οδός Εγιούπ Νετμετζίν, Μούτταλος Πάφου διεκδίκησαν δικαστικώς εναντίον του εφεσίβλητου αποζημιώσεις, για κατ’ ισχυρισμόν, παράνομη επέμβαση στα πιο πάνω κτήματα.

[*793]Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος «διέπραξε» το αδίκημα της παράνομης επέμβασης, «αφού η πράξη του να εισέλθει στο κτήμα των εναγουσών, έστω σε μικρό κομμάτι γης, έστω και για λίγες ημέρες, χωρίς να εξασφαλίσει την συγκατάθεση των ιδιοκτητριών συνιστά παράνομη επέμβαση». Ταυτοχρόνως, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν έχει όμως αποδειχθεί ότι αυτός ήταν που τοποθέτησε τη σωρεία των υλικών, των χωμάτινων όγκων και των οχημάτων σε όλη την έκταση των ακινήτων». Η μη απόδειξη οποιασδήποτε ζημιάς οδήγησε το Δικαστήριο στην επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων ύψους £10,00.

Την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολο της αμφισβητούν οι εφεσείουσες με ένα μακροσκελέστατο εφετήριο.

Για να αντικριστεί το εύρος του παραπόνου των εφεσειουσών, όπως αυτό εξάγεται από το εφετήριο, θα πρέπει να συγκεντρωθούν οι λόγοι έφεσης σε ενότητες, όπως καθορίζονται από το περίγραμμα αγόρευσης που κατατέθηκε, παρόλο που, πολλοί λόγοι έφεσης είναι επαναλαμβανόμενοι.

Η πρώτη ενότητα αφορά τους λόγους έφεσης 1, 2, 3, 11, 12, 13, 14, 22, 27, 28, 29 και 30 οι οποίοι έχουν ως κοινή βάση την κατ’ ισχυρισμό, παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των εφεσειουσών και επίσης παραπονούνται για την ακολουθηθείσα διαδικασία που οδήγησε σε παραβίαση του δικαιώματος τους για δίκαιη δίκη. Σημειώνουμε ότι η κατ’ ισχυρισμόν στέρηση του δικαιώματος δίκαιης δίκης που επικαλούνται οι εφεσείουσες λόγω «της συμπεριφοράς» του Δικαστηρίου, όπως διαφαίνεται διάχυτα στην ενότητα των λόγων αυτών έφεσης, έχει ως πυρήνα την απόρριψη από την πρωτόδικο δικαστή, της προσαχθείσας, από πλευράς εφεσειουσών, μαρτυρίας, όπως του επιμετρητή ποσοτήτων κ. Μάτσα που αναφέρεται στο λόγο έφεσης 12, ή στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν ζημιά που προβάλλεται με το λόγο έφεσης 15. Οι πιο πάνω αιτιάσεις δεν έχουν σχέση με το κύριο επιχείρημα που πρόβαλαν για στέρηση του δικαιώματος δίκαιης δίκης. Έχουμε διεξέλθει, με προσοχή, τα πρακτικά της υπόθεσης και παρατηρούμε ότι υπήρξε μεγάλη ανοχή από το Δικαστήριο ιδιαιτέρως ως προς τον τρόπο με τον οποίο η συνήγορος των εφεσειουσών χειρίστηκε την υπόθεση αυτή. Υπήρξαν πάμπολλες παρεμβάσεις, οι οποίες, στόχευαν να περιορίσουν από την μια τη διάρκεια του χρόνου εξέτασης των μαρτύρων, που διαρκούσε επί μακρόν, και από την άλλη την παροχή, ικανοποιητικού χρόνου, σε κάθε πλευρά για να προωθήσει την υπόθεσή της.  Το σύνολο των 500 και πλέον σελίδων πρακτικών, καταδεικνύει το βάσιμο του πιο πάνω συμπερά[*794]σματος. Ούτε το παράπονο για τον τρόπο που ειδοποιήθηκαν οι εφεσείουσες για την έκδοση της απόφασης, που αναφέρεται στο λόγο έφεσης 29, μπορεί, με οποιονδήποτε σκεπτικό, να χαρακτηριστεί ως μεμπτό. Ο προγραμματισμός και η ρύθμιση της εργασίας του Δικαστηρίου εναπόκειται στον εκάστοτε Δικαστή, αναλόγως του φόρτου εργασίας που έχει. Συνακόλουθα, δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε έρεισμα στην ενότητα αυτή. Υπάρχουν βεβαίως λόγοι έφεσης οι οποίοι επαναλαμβάνονται και σε άλλες ενότητες και ασχολούνται με επί μέρους θέματα για τα οποία θα επανέλθουμε στη συνέχεια.

Με τη δεύτερη ενότητα, που αφορά τους λόγους έφεσης 8,15, 22, 26 και 27, οι εφεσείουσες προσβάλλουν ως λανθασμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι οι προκληθείσες ζημιές δεν ήταν μεγάλες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του επιμετρητή ποσοτήτων κ. Μάτσα, ο οποίος είχε επισκεφθεί την περιοχή στις 5.2.1999. Ο μάρτυρας αυτός μίλησε για περιορισμένο αριθμό σπασμένων πλακών αλλά ταυτοχρόνως πρόβαλε ότι είχαν μετακινηθεί και άλλες, ως αποτέλεσμα της τοποθέτησης αντικειμένων επί των πεζοδρομίων. Ο μάρτυρας έκαμε αναφορά σε ποσά που θα απαιτούντο για την επισκευή και επανόρθωση της προκληθείσας ζημιάς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει, κατά την άποψη μας, ικανοποιητικούς λόγους, γιατί δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα επί του προκειμένου, αφού, όπως παρατηρεί, και επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά, ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος για το σύνολο της ζημιάς ούτε επίσης ήταν βέβαιος για το συγκεκριμένο σημείο του δρόμου επί του οποίου φαίνεται να υπήρξε ζημιά. Όπως έχει, κατ’ επανάληψη επιβεβαιωθεί, το εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας εκτός αν καταδειχθούν βάσιμοι λόγοι που να οδηγούν σε συμπέρασμα ύπαρξης λάθους. Αυτή δεν είναι η περίπτωση. Υπήρξε μεγάλη συζήτηση από τη συνήγορο των εφεσειουσών για το θέμα της πρόκλησης ζημιάς στις λίνιες, που αποτελεί κοινό έδαφος, ότι πρέπει να προήλθαν από τη χρησιμοποίηση μηχανήματος fork-lift. Διαπίστωσε την ύπαρξη ζημιάς ο συγκεκριμένος μάρτυρας επιβεβαίωσε ότι υπήρχε και ο Μ.Υ. Σοφοκλέους, που είναι υπάλληλος του Δήμου Πάφου. Αλλά, το δικαστήριο προτίμησε την εκδοχή του τελευταίου μάρτυρα, η οποία εδραζόταν στο γεγονός ότι οι ζημιές ήταν μικρές και ως αποτέλεσμα τούτου ο Δήμος Πάφου εξέδωσε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, για την μετατροπή των τεμαχίων γης των εφεσειουσών, σε οικόπεδα. Συνεπώς δεν βρίσκουμε να έχει έρεισμα αυτό το σκέλος της επιχειρηματολογίας των εφεσειουσών. 

Στην ίδια ενότητα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο έπρεπε να επιδικάσει αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση όπως [*795]και ταυτοχρόνως τιμωρητικές αποζημιώσεις. 

Ξεκινούμε με το δεδομένο ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση στο κτήμα των εφεσειουσών από τον εφεσίβλητο, εύρημα το οποίο δεν αμφισβητήθηκε με αντέφεση από τον εφεσίβλητο. Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το αδίκημα της παράνομης επέμβασης τεκμηριώνει αγώγιμο δικαίωμα per se, χωρίς να απαιτείται η απόδειξη ζημιάς. Παπακόκκινου v. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379 και Ttantis v. Ηadjimichael a.o. (1982) 1 C.L.R. 301. Η μη απόδειξη ζημιάς επιτρέπει την επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων.

Οι εφεσείουσες με την αγωγή τους, και συγκεκριμένα με τις λεπτομέρειες ειδικών ζημιών της παραγράφου 4(1), (2), (3) και (4) της Έκθεσης Απαιτήσεως, διεκδικούσαν την επιδίκαση ποσού £3.400 για την αφαίρεση φθαρμένων πλακών και λινιών και την αγορά και τοποθέτηση νέων. Το Δικαστήριο δεν έχει αποδεχθεί τη μαρτυρία του κ. Μάτσα επί του θέματος αυτού γιατί, ορθά κατά την άποψη μας, χαρακτήρισε τη μαρτυρία του ως αόριστη χωρίς συγκεκριμενοποίηση και χωρίς την αναγκαία τεκμηρίωση που απαιτείται για την απόδειξη ειδικής ζημιάς.

Το άλλο σκέλος των διεκδικούμενων αποζημιώσεων είχαν σχέση με την επανατοποθέτηση οροθετικών σημείων (κούκων), τα οποία είχαν καταστραφεί, κατά τον ισχυρισμό των εφεσειουσών, από τις ενέργειες του εφεσίβλητου. Επί του θέματος αυτού κατέθεσε ο κ. Μάτσας προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι, από την πείρα του, θα έπρεπε να καταβληθεί στο κτηματολόγιο, το ποσό των £6 για κάθε οροθετικό σημείο ή με επίσπευση το ποσό θα μπορούσε να αυξηθεί στις £12. Ο μάρτυρας επίσης είπε ότι για να κατασκευαστεί το κάθε οροθετικό σημείο απαιτείτο δαπάνη £5, ή £6. Αυτό το σκέλος της μαρτυρίας δεν έχει αμφισβητηθεί. Περαιτέρω, δεν έχει αμφισβητηθεί η εκδοχή του μάρτυρα ότι στο συγκεκριμένο τεμάχιο, έπρεπε και μπορούσαν, να τοποθετηθούν ακόμη οκτώ οροθετικά σημεία. Αποτελεί συνεπώς ένδειξη του ύψους της ζημιάς που προκλήθηκε στο κτήμα των εφεσειουσών που θα πρέπει να αποζημιωθούν, ως συνέπεια της επέμβασης που προκλήθηκε από τον εφεσίβλητο. Στο σημείο αυτό βρίσκουμε ότι η ανυπαρξία αντεξέτασης επί του σημείου αυτού και η απουσία προσαγωγής αντίθετης μαρτυρίας, έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο στην αποδοχή του σκέλους αυτού της μαρτυρίας του επιμετρητή κ. Μάτσα.

Οι εφεσείουσες τέλος, διεκδίκησαν ποσό £10.200 ως απώλεια εσόδων λόγω μη εκμετάλλευσης των ακινήτων για περίοδο 3 μη[*796]νών, ήτοι, για την περίοδο Νοεμβρίου 1998 μέχρι Φεβρουαρίου 1999. Επί του σημείου αυτού κατέθεσε η κτηματομεσίτης κα. Ιακωβίδου η μαρτυρία της οποίας δεν έγινε πιστευτή, ιδιαιτέρως, ως προς το θέμα της περιόδου που υπήρχαν αντικείμενα εντός των κτημάτων των εφεσειουσών. Εν πάση περιπτώσει η εν λόγω μάρτυρας είχε αναφερθεί σε ποσά £180-200 ως ενοίκιο για τη χρήση εκάστου οικοπέδου. Ορθώς κατά την άποψή μας δεν έγινε αποδεκτή η μαρτυρία της αφού δεν προσδιορίστηκε με ακρίβεια, αλλά με γενικότητα, η ύπαρξη «πελάτη», που ενδεχομένως θα ενδιαφερόταν για ενοικίαση του συγκεκριμένου χώρου. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Adrian Holdings Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1836, η ενοικιαστική αξία αποτελεί το μέτρο της συνήθους αποζημίωσης σε περιπτώσεις παράνομης επέμβασης. Το βάρος όμως απόδειξης και αυτού του σκέλους, παραμένει στους ώμους των εφεσειόντων, όπως επαναλήφθηκε στην υπόθεση Παπακόκκινου v. Σμυρλή (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653.

Το τελευταίο σκέλος που προσβάλλεται, με την ενότητα αυτή, ως λανθασμένο, είναι η μη επιδίκαση από το Δικαστήριο παραδειγματικών αποζημιώσεων. Οι εφεσείουσες πρόβαλαν ότι ήταν κατάλληλη περίπτωση για να επιδικαστούν αποζημιώσεις αυτής της μορφής. Η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων έχει ως πυρήνα τη συμπεριφορά του εναγόμενου και κάτω απ’ αυτό το πρίσμα εξετάζεται ο τρόπος αντίδρασης του. Εάν η συμπεριφορά είναι ετσιθελική, πλήττουσα τα δικαιώματα των εναγόντων η αποζημίωση επιδικάζεται. Τούτο επιβεβαιώθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Εταιρεία Surebuild Construction Ltd v. Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου (Aρ. 2) (2008) 1(A) A.A.Δ. 550.

Στην προκείμενη περίπτωση με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος τοποθέτησε σε μικρό μέρος των άδειων κτημάτων των εφεσειουσών διάφορα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων βυτιοφόρο και όγκους από χαλίκια και άμμο, για μικρό χρονικό διάστημα και όταν οι τελευταίες διαπίστωσαν την ύπαρξη των συγκεκριμένων αντικειμένων και αξίωσαν τη μετακίνηση τους, ο τελευταίος συμμορφώθηκε, είμαστε της γνώμης ότι η συμπεριφορά αυτή του εφεσίβλητου δεν θα μπορούσε να αιτιολογήσει την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων και επί τούτου θεωρούμε την προσέγγιση του δικαστηρίου ορθή.

 

Στην τρίτη ενότητα περιλαμβάνονται οι λόγοι έφεσης 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9. Ο πυρήνας του παραπόνου όλων αυτών των τοποθετήσεων των εφεσειουσών, είναι η αξιοπιστία και η βαρύτητα που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο σύνολο της μαρτυρίας που [*797]παρουσιάστηκε πρωτοδίκως. Ιδιαιτέρως, δόθηκε έμφαση στη μαρτυρία του κ. Σ. Σοφοκλέους, υπαλλήλου του Δήμου Πάφου. Για τους λόγους που εξηγούνται με σαφήνεια στην απόφαση βρίσκουμε ότι τα ευρήματα επί της αξιοπιστίας του Δικαστηρίου έχουν έρεισμα συνεπώς δεν απαιτείται η επέμβαση του εφετείου, εκτός από το λόγο έφεσης 9 που άπτεται της καταστροφής μερικών οροθετικών σημείων, για τα οποία ασχοληθήκαμε προγενέστερα.

Με την επόμενη ενότητα των λόγων έφεσης, που επικεντρώνεται στους λόγους 20 και 21, οι εφεσείουσες παραπονούνται ότι, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος τοποθέτησε τα μηχανήματα και υλικά που χρησιμοποίησε μόνο σε ένα μικρό σημείο των κτημάτων, είναι λανθασμένο και περαιτέρω η κατάληξη ότι δεν είναι ο ίδιος που τοποθέτησε τα υπόλοιπα υλικά που βρίσκονταν στα ακίνητα των εφεσειουσών είναι ατεκμηρίωτη. Όπως είχαμε και την ευκαιρία να αναλύσουμε πιο πάνω, οι εφεσείουσες απέτυχαν να αποδείξουν, πρωτοδίκως, με μαρτυρία ότι τα διάφορα υλικά, σε μεγάλο μέρος των κτημάτων που υπήρχαν, τοποθετήθηκαν από τον εφεσίβλητο. Η μόνη μαρτυρία για την ύπαρξη αντικειμένων εντός των συγκεκριμένων τεμαχίων από το τέλος του 1998, προήλθε από την κα. Ιακωβίδου, τη μαρτυρία της οποίας το Δικαστήριο δεν έκαμε αποδεχτή και σημειώσαμε ότι βασίμως κατέληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα. Αντίθετα, υπήρχε η επιβεβαίωση του Σ. Σοφοκλέους ότι η εργασία που έκαμε ο εφεσίβλητος για λογαριασμό του Δήμου Πάφου σε παρακείμενο, με την οδό Νετμετζίν, δρόμο, διήρκεσε ορισμένες μόνο μέρες. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω θεωρούμε δικαιολογημένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν ότι το σύνολο των αντικειμένων που υπήρχαν στα ακίνητα των εφεσειουσών τοποθετήθηκαν από τον εφεσίβλητο.

Με το λόγο έφεσης 14 οι εφεσείουσες παραπονούνται ότι το Δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα αναφορικά με το θέμα των οροθετικών σημείων. Επί του θέματος αυτού έχουμε ήδη πιο πάνω αποφασίσει ως προς την καταβολή αποζημίωσης σε σχέση με τα οροθετικά σημεία, συνεπώς δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.

Με το λόγο έφεσης 24 οι εφεσείουσες επαναλαμβάνουν την αξίωση για καταβολή τιμωρητικών αποζημιώσεων εναντίον του εφεσίβλητου. Και για το θέμα αυτό έχουμε ήδη ασχοληθεί πιο πάνω και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε.

Με το λόγο έφεσης 10 οι εφεσείουσες παραπονούνται ότι κακώς το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του Σ. Σοφοκλέους, Δημοτικού Υπαλλήλου, χωρίς την καταβολή της ημεραργίας του. Εδώ επικρα[*798]τεί μία σύγχυση. Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται με επίκεντρο τη μαρτυρία που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, συγκρινόμενη και συνυπολογιζόμενη και με άλλη μαρτυρία που κατατέθηκε στη δίκη και αντιπαραβαλλόμενη με τεκμήρια, που πιθανώς κατατέθηκαν, κατά τη διάρκεια της δίκης. Το θέμα της ημεραργίας είναι κάτι εντελώς ξεχωριστό που στοχεύει στην καταβολή αποζημίωσης, προς τον εργοδότη κατ’ αναλογία του μισθού ενός υπαλλήλου, επειδή την συγκεκριμένη μέρα αποστερείται των υπηρεσιών του. Η μη καταβολή της ημεραργίας δεν μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Εν πάση περιπτώσει, η γραμμή αντεξέτασης, που προώθησαν οι εφεσείουσες ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχε ως αιχμή τη συνεργασία, φιλία και βοήθεια που παρείχε ο συγκεκριμένος μάρτυρας προς τον εφεσίβλητο. Κάτι για το οποίο το Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε. Συνεπώς ούτε αυτός ο λόγος έχει οποιοδήποτε έρεισμα.

Με το λόγο έφεσης 23, οι εφεσείουσες παραπονούνται ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά το ύψος των προκληθεισών ζημιών, με αποτέλεσμα να επιδικάσει μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις. Όπως έχουμε σημειώσει πιο πάνω, αναλύοντας τη σχετική επί τούτου νομολογία, η μη απόδειξη ζημιάς, για το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης, επιτρέπει την επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων, κάτι το οποίο έκαμε και το Δικαστήριο.

Με τους λόγους έφεσης 19 και 25 οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε μάρτυρα και ξέφυγε από το ρόλο του δικαστή, ως κριτή γεγονότων. Δεν βρίσκουμε να υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα σ’ αυτό τον ισχυρισμό και οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται.

Με το λόγο έφεσης 28, οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τα ενώπιόν του τεθέντα έγγραφα. Ούτε ο λόγος αυτός έχει έρεισμα. Τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αποτελούνται από αντίγραφα σχεδίων, δέσμη φωτογραφιών, μια προσφορά του εφεσίβλητου, ημερ. 1.12.1992, για τη χάραξη δρόμων και κατασκευή πεζοδρομίων στα εν λόγω τεμάχια των εφεσειουσών, και ένα πιστοποιητικό πασσάλωσης διαχωρισμού ημερ. 10.9.1996, που εκδόθηκε από τις τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου Πάφου. Το τι απεικονίζουν οι φωτογραφίες έχει αποτελέσει αντικείμενο ευρείας εξέτασης και αντεξέτασης, απασχόλησε δε σε μεγάλη έκταση το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Τα σχέδια, όπως επίσης και τα λοιπά έγγραφα για τα οποία γίνεται λόγος στην προκείμενη περίπτωση, παρουσιάστηκαν μεν, αλλά, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι η επιτόπου κατάσταση ήταν [*799]όπως την ισχυρίστηκαν οι εφεσείουσες και οι μάρτυρες τους. Συνακόλουθα ούτε αυτός ο λόγος έχει έρεισμα.

Οι λόγοι έφεσης 12, 13, 14, 16 και 17 έχουν άμεση συνάφεια με το λόγο έφεσης 18. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίο επέμβασης στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο αξιολόγησης που έγινε.

Στην τελευταία ενότητα που περιλαμβάνεται στο λόγο έφεσης 18, οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «λανθασμένα περιγράφει τα αιτήματα». Δεν βρίσκουμε να έχει έρεισμα αυτή η τοποθέτηση όταν περιληπτικώς το Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει:

«Με την υπό κρίση αγωγή οι ενάγουσες αξιώνουν από τον εναγόμενο αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστησαν λόγω παράνομης επέμβασης και/ή οχληρίας».

Το να παρατίθενται στο κείμενο μιας απόφασης όλες οι παρεμφερείς θεραπείες που, ενδεχομένως, αναφέρονται σε μια Έκθεση Απαίτησης, είναι αχρείαστος πλεονασμός. Το σημαντικό είναι το Δικαστήριο να επιλαμβάνεται όλων των διεκδικούμενων θεραπειών και να αποφαίνεται επ’ αυτών. Κάτι που εδώ έγινε.

Με γνώμονα τα πιο πάνω, θεωρούμε ότι οι εφεσείουσες έχουν αποδείξει ότι απαιτείται η τοποθέτηση οκτώ οροθετικών σημείων για τα οποία θα απαιτηθεί η καταβολή κτηματολογικών τελών ύψους £12 για έκαστο, περιλαμβανομένης της επίσπευσης, ήτοι £96. Περαιτέρω, καταδείχθηκε η αναγκαιότητα κατασκευής τέτοιων οροθετικών σημείων, που απαιτούν την καταβολή δαπάνης £6 έκαστο, ήτοι σύνολο £48. Ως αποτέλεσμα τούτου βρίσκουμε ότι οι εφεσείουσες δικαιούνται στην καταβολή ποσού £144 ή €252.

Το τελευταίο θέμα που χρήζει απόφανσης είναι το θέμα των εξόδων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του θέματος αναφέρει τα εξής.

«Στην υπό κρίση  υπόθεση λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι ενάγουσες δεν απέδειξαν οποιαδήποτε ζημιά, το μάκρος της διαδικασίας που οφειλόταν κύρια στον τρόπο με τον οποίο αυτές προώθησαν την υπόθεσή τους, κύρια κατά το στάδιο της αντεξέτασης των μαρτύρων υπεράσπισης και ιδιαίτερα του εναγομένου κρίνεται ότι αυτές θα πρέπει να στερηθούν των εξόδων τους».

Η πάγια αρχή, όπως έχει προσδιοριστεί σε σωρεία αποφάσεων [*800]του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, εκτός όπου συντρέχει και εξειδικεύεται λόγος για άλλη εξέλιξη. (Βλ. Φιλίππου v. Γιαννήταη κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1314.) Στην εν λόγω απόφαση, το εφετείο, υιοθετώντας παλαιότερη νομολογία, προσδιόρισε ότι η παρέκκλιση από την πάγια πιο πάνω αρχή δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχει άλλη επαρκής περίσταση που πρέπει, βεβαίως, να εκτίθεται.

Στην προκείμενη περίπτωση, ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο δεν επεδίκασε έξοδα, υπέρ των εφεσειουσών, ήταν το γεγονός ότι δεν απέδειξαν οποιαδήποτε ζημιά. Υπήρξε όμως επιβεβαίωση του αγωγίμου δικαιώματός τους, δηλαδή της παράνομης επέμβασης εκ μέρους του εφεσίβλητου. Περαιτέρω, δεν επιδικάστηκαν έξοδα λόγω του τρόπου με τον οποίο οι εφεσείουσες χειρίστηκαν την υπόθεση τους, και συγκεκριμένα στην επιμήκυνση του χρόνου εξέτασης και ήταν το αποτέλεσμα του μεγάλου χρονικού διαστήματος που χρειάστηκε για την εκδίκαση της υπόθεσης. Αυτό κατά την άποψή μας δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για στέρηση των εξόδων από τις εφεσείουσες, θα μπορούσε όμως να περιοριστεί ή να μειωθεί το ύψος των εξόδων, αναλόγως του χειρισμού που έγινε από πλευράς εφεσειουσών. Θα ήταν «ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του», όπως «τονίστηκε στην υπόθεση Θρασυβούλου v. Αrto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12.

Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι οι εφεσείουσες δικαιούνται μέρος των δημιουργηθέντων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εξόδων στη βάση του ποσού που προσδιορίστηκε πιο πάνω.

Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται και επιδικάζεται υπέρ των εφεσειουσών και εναντίον του εφεσίβλητου ποσό €252 ως αποζημίωση, και επειδή η έφεση πέτυχε μερικώς επιδικάζονται  €500 πλέον Φ.Π.Α. ως έξοδα της έφεσης, πλέον τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επί του πιο πάνω επιδικασθέντος ποσού, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή, μειωμένα κατά 50%, πλέον Φ.Π.Α.. Συνυπολογίσαμε συναφώς ότι η αξίωση κατά μεγάλο μέρος, που υποχρέωσε τον εφεσίβλητο να υπερασπιστεί σε ψηλή κλίμακα, απορρίφθηκε.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση και η διαταγή εξόδων διαφοροποιείται ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο