CAF Computers Ltd και Άλλος ν. Προκόπη Παττίχη και Άλλου (2010) 1 ΑΑΔ 815

(2010) 1 ΑΑΔ 815

[*815]16 Ιουνίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 295/2007)

CAF COMPUTERS LTD,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1,

v.

ΠΡΟΚΟΠΗ ΠΑΤΤΙΧΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 296/2007)

ΠΡΟΚΟΠΗ ΠΑΤΤΙΧΗ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου 2.

(Πολιτικές Eφέσεις Αρ. 295/2007, 296/2007)

 

Χρηματιστήριο ― Αγωγή επενδυτή εναντίον εταιρείας και άλλων προσώπων για επιστροφή του χρηματικού ποσού που κατέβαλε στη βάση συμφωνίας για την παραχώρηση αριθμού μετοχών της εταιρείας οι οποίες θα ήταν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και οι οποίες όμως τελικά δεν εισήχθηκαν στο ΧΑΚ, όπως είχε συμφωνηθεί ― Ικανοποίηση των προϋποθέσεων του Άρθρου 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν.168(Ι)/2002) ― Η κήρυξη του Άρθρου 5 του Νόμου ως αντισυνταγματικού (στο βαθμό που ποινικοποιούσε τη μη επιστροφή χρημάτων σε επενδυτή), αφήνει ανέπαφη την υποχρέωση «εκδότη» μετοχών, δυνάμει του Άρθρου 3(1) του Νόμου 168(Ι)/02.

[*816]Χρηματιστήριο ― Εταιρείες ― Διευθύνων σύμβουλος ― Κατά πόσο είχε οποιαδήποτε προσωπική ευθύνη για επιστροφή χρημάτων τα οποία κατέβαλε επενδυτής για αγορά μετοχών εταιρείας, στη βάση του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν.168(Ι)/2002).

Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Ο ενάγων – εφεσίβλητος στην Εφεση Aρ. 295/07 εν τοις εφεξής «ο μέτοχος» ήγειρε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας και άλλων έξι προσώπων αξιώνοντας το ποσό των £20.000 που είχε καταβάλει για την αγορά μετοχών της εφεσείουσας στη βάση παραστάσεων για την εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, κάτι που όμως τελικά δεν έγινε. Η αγωγή αποσύρθηκε τελικά εναντίον των εναγομένων 3 – 6 και παρέμεινε μόνο εναντίον της εφεσείουσας – εναγόμενης 1, εν τοις εφεξής «η εταιρεία» και του Διευθύνοντος Συμβούλου της Α. Χριστοφίδη, εναγόμενου 2 – εφεσίβλητου στην Εφεση Aρ. 296/07 εν τοις εφεξής «ο Διευθύνων Σύμβουλος».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του μετόχου ο οποίος ισχυρίστηκε ότι αγόρασε τις μετοχές στη βάση παραστάσεων που του δόθηκαν από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας για ένταξη των τίτλων της στο ΧΑΚ, κάτι που όμως τελικά δεν έγινε, αφού το Σεπτέμβριο του 2001, το Συμβούλιο του ΧΑΚ απέρριψε σχετική αίτηση της εταιρείας. Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη θέση της εταιρείας και του διευθύνοντος συμβούλου της ότι η συμφωνία που είχαν συνάψει με το μέτοχο ήταν συμφωνία «μετατρέψιμου δανεισμού» η οποία έδιδε το δικαίωμα στο μέτοχο να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων που δάνεισε στην εταιρεία ή να αγοράσει μετοχές της. Ο μέτοχος, ασκώντας μονομερώς αυτό το δικαίωμά του αγόρασε μετοχές και ως εκ τούτου δεν οφείλουν σε αυτόν οτιδήποτε.

Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του μετόχου και εναντίον της εταιρείας για το ποσό των £20.000 με τόκο 7% ετησίως από 9.10.2002, μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα. Ταυτόχρονα το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον του διευθύνοντος συμβούλου και διέταξε το μέτοχο να του καταβάλει το ½ των εξόδων του.

Η έφεση υπ’ αρ. 295/07 καταχωρήθηκε από την εταιρεία εναντίον του μετόχου. Οι λόγοι έφεσης αφορούν την εγκυρότητα της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων. Ο συνήγορος της εταιρείας υποστήριξε ότι [*817]ο μέτοχος κωλύεται από τις αρχές του δικαίου της επιείκειας από του να απαιτεί εκ των υστέρων την επιστροφή των χρημάτων του. Πέραν τούτου, ο μέτοχος ενώ είχε υπόψη του τις πρόνοιες του Νόμου 42(Ι)/2000, όπως αυτός τροποποιήθηκε, για επιστροφή χρημάτων, εν τούτοις επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμά του για αγορά των μετοχών.  Τέλος, ο συνήγορος ανέφερε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, πεπλανημένα θεώρησε ότι υπό αυτές τις συνθήκες εφαρμοζόταν ο Νόμος 168(Ι)/2002.

Ο συνήγορος του μετόχου υποστήριξε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι μεταξύ τους υπήρξε συμφωνία για αγορά μετοχών εισηγμένων στο ΧΑΚ και όχι για μετατρέψιμο δάνειο και ορθά κατέληξε ότι ετύγχανε εφαρμογής ο περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμος του 2002 (Ν.168(Ι)/2002).

Η έφεση υπ’ αρ. 296/07 καταχωρήθηκε από το μέτοχο εναντίον του διευθύνοντος συμβούλου. Ο συνήγορος του μετόχου υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να θεωρήσει τον διευθύνοντα σύμβουλο ως πρόσωπο που εισέπραξε το ποσό και βάσει του Άρθρου 58 Α(3)(β) του Νόμου 14(Ι)/93, να τον θεωρήσει συνυπεύθυνο για την επιστροφή του. Υποστήριξε επίσης ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας.

Αποφασίστηκε ότι:

Έφεση υπ’αρ. 295/07

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε τη σχετική παράβαση και ορθά έκρινε ότι τα όσα ακολούθησαν δεν αλλοίωναν τον βασικό όρο για παραχώρηση μετοχών εισηγμένων στο ΧΑΚ.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν.168(Ι)/2002).

3.  Η υπόθεση Μακρίδης v. Cyber Group Ltd (2005) 2 A.A.Δ. 57 αφήνει ανέπαφη την υποχρέωση «εκδότη» μετοχών, δυνάμει του Άρθρου 3(1) του Νόμου 168(Ι)/02, να επιστρέψει χρήματα που εισέπραξε με προοπτική την ένταξη των τίτλων στο ΧΑΚ.

Έφεση υπ’αρ. 296/07

1.  Σύμφωνα με το Νόμο και τις περιστάσεις της υπόθεσης, το πρόσωπο που είχε υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων ήταν η [*818]εταιρεία η οποία ήταν και ο εκδότης των μετοχών και το νομικό πρόσωπο στον τραπεζικό λογαριασμό του οποίου το ποσό είχε κατατεθεί. Ο διευθύνων σύμβουλος δεν έχει οποιαδήποτε προσωπική ευθύνη εφόσον ενεργούσε πάντοτε εκ μέρους της εταιρείας. Ούτε το Άρθρο 3 του Νόμου 168(Ι)/2002 μπορεί να περισώσει την κατάσταση, αφού ρητά προβλέπει για ευθύνη του «εκδότη, ο οποίος εισέπραξε το χρηματικό ποσό ....». Στην προκειμένη περίπτωση, εκδότης ήταν η εταιρεία, στον λογαριασμό της οποίας κατατέθηκαν τα χρήματα.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε επαρκή αιτιολογία σε σχέση με την απόφασή του να μην επιδικάσει τα έξοδα προς όφελος του επιτυχόντος διαδίκου αλλά μόνο το ½ των εξόδων, εξηγώντας ότι αυτό έγινε επειδή ο διευθύνων σύμβουλος είχε τον ίδιο δικηγόρο με την εταιρεία, εναντίον της οποίας πέτυχε. Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου επί των εξόδων δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χατζηβασιλείου v. White Knight Holdings Ltd. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 203,

Investylia Ltd. v. Libadhiotis Bros Investments Ltd. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 704,

Harvest Capital Management Ltd. κ.ά. v. Ταμάσιου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1683,

Investylia Ltd. v. Ταμπούρη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1325,

Investylia Ltd. v. Ταμπούρη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1343,

Μακρίδης v. Cyber Group Ltd. (2005) 2 A.A.Δ. 57,

Anaptixis Group Ltd v. Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kαρακάννα, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 10835/02), ημερομ. 10.10.2007.

[*819]Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ. 295/07 και για τον Εφεσίβλητο στην Πολιτική Έφεση Αρ. 296/07.

Γ. Γεωργιάδης με Γ. Γκαγκάνα, για τον Εφεσίβλητο στην Πολιτική Έφεση Αρ. 295/07 και για τον Εφεσείοντα στην Πολιτική Έφεση Αρ. 296/07.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Γ. Ερωτοκρίτου, Δ..

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Ενάγοντας-Εφεσίβλητος στην Έφεση Aρ. 295/07, στον οποίο στη συνέχεια θα αναφερόμαστε ως «ο Μέτοχος», αρχικά ενήγαγε την Εφεσείουσα εταιρεία και άλλα έξι πρόσωπα. Αξίωνε από αυτούς, το ποσό των £20.000 για την αγορά μεγάλου αριθμού μετοχών της Εφεσείουσας, οι οποίες σύμφωνα με τις παραστάσεις που του δόθηκαν, θα εισάγονταν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, αλλά τελικά δεν εισήχθηκαν. Τελικά, η αγωγή αποσύρθηκε εναντίον των εναγομένων 3-6 και παρέμεινε μόνο εναντίον της Εφεσείουσας-Εναγόμενης 1, στο εξής «η Εταιρεία» και του Διευθύνοντα Συμβούλου της, Ανδρέα Χριστοφίδη, Εναγομένου 2-Εφεσίβλητου στην Έφεση Aρ. 296/07, στον οποίο στη συνέχεια θα αναφερόμαστε ως «ο Διευθύνων Σύμβουλος».

Η εταιρεία και ο Διευθύνων Σύμβουλος της, με την κοινή Έκθεση Υπεράσπισής τους, αμφισβήτησαν την αξίωση, ισχυριζόμενοι ότι με το Μέτοχο είχαν συνάψει συμφωνία «μετατρέψιμου δανεισμού». Με βάση τους όρους της συμφωνίας, ο Μέτοχος είχε το δικαίωμα να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων που δάνεισε στην Εταιρεία ή να αγοράσει μετοχές της. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, ο Μέτοχος ασκώντας μονομερώς αυτό το δικαίωμα του, αγόρασε μετοχές και ως εκ τούτου δεν του οφείλουν οτιδήποτε.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσε ο Μέτοχος, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι μέσω του Διευθύνοντος Συμβούλου, συμφώνησε να αγοράσει μετοχές της Εταιρείας με τη μέθοδο της ιδιωτικής τοποθέτησης. Πριν τη σύναψη της συμφωνίας, ο Διευθύνων Σύμβουλος τον πληροφόρησε ότι η Εταιρεία είχε ήδη υποβάλει αίτηση για ένταξη των τίτλων της στο ΧΑΚ και ότι είχε πολύ καλές προοπτικές για επέκταση. Τον Αύγουστο του 2000, ο Μέτοχος του παρέδωσε επιταγή με το ποσό των £20.000 για την αγορά μετοχών της Εταιρείας. Μερικούς μήνες αργότερα (Απρίλιος 2001), κλήθη[*820]κε στα γραφεία της Εταιρείας, όπου ο Διευθύνων Σύμβουλος τον πληροφόρησε ότι για τα χρήματα που πλήρωσε για την αγορά μετοχών, για κάποιους «νομοτεχνικούς λόγους», είχε αποφασιστεί η έκδοση κάποιων γραμματίων, μετατρέψιμων σε μετοχές και του έδωσε ένα Πιστοποιητικό (Τεκμήριο 2), το οποίο όμως έφερε προγενέστερη ημερομηνία (29.9.2000). Με αυτό πιστοποιείτο ότι ο Μέτοχος είναι ο εγγεγραμμένος κάτοχος μετατρέψιμου γραμματίου για το ποσό των £20.000. Στο Πιστοποιητικό επισυνάπτετο πολυσέλιδο έγγραφο, με τους όρους που θα διέπετο το μετατρέψιμο γραμμάτιο. Ταυτόχρονα, δόθηκαν στον Μέτοχο και δύο επιστολές.  Με την πρώτη, ημερομηνίας 2.4.2001 (Τεκμήριο 3), πληροφορείτο ότι η περίοδος μετατροπής του γραμματίου, ήταν από 17-27 Απριλίου 2001. Σ’ αυτή επισυνάπτετο και αναθεωρημένη πληροφοριακή Έκθεση ημερομηνίας 2.4.2001. Με τη δεύτερη επιστολή (Τεκμήριο 4), του ζητείτο να υπογράψει δαχτυλογραφημένη δήλωση, η οποία έφερε ημερομηνία 23.4.2001, ότι σύμφωνα με τους όρους του γραμματίου ασκεί το δικαίωμα του να μετατρέψει το γραμμάτιο σε μετοχές και όπως το γραμμάτιο θεωρηθεί πλήρως εξοφλημένο. Ο Μέτοχος υπέγραψε τη δήλωση. Γύρω στο Σεπτέμβριο του 2001, η Εταιρεία του απέστειλε ταχυδρομικώς Πιστοποιητικό των 100.000 μετοχών που είχαν εκδοθεί στο όνομά του.

Τον Σεπτέμβριο του 2001, το Συμβούλιο του ΧΑΚ απέρριψε την αίτηση της Εταιρείας για εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ. Ενόψει τούτου, ο Μέτοχος με επιστολή του ημερομηνίας 26.9.2001, (Τεκμήριο 8), ζήτησε επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε. Επίσης, στις 23.7.2002 απέστειλε νέα επιστολή (Τεκμήριο 10) μέσω του δικηγόρου του ζητώντας την επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε, στηρίζοντας το αίτημα του στο Αρθρο 58Α(3)(β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Ν. 14(Ι)/93), όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 42(Ι)/2000 και 9(Ι)/2001. Στις 13.8.2002, μέσω του δικηγόρου του, απέστειλε και νέα επιστολή, διπλοσυστημένη (Τεκμήριο 11), αξιώνοντας επιστροφή των χρημάτων του, αυτή τη φορά στηρίζοντας την αξίωση του στο Νόμο 168(Ι)/2002 ο οποίος είχε θεσπιστεί λίγες μέρες πριν την αποστολή της επιστολής. Μετά που η Εταιρεία αρνήθηκε να του επιστρέψει τα χρήματα, ο Μέτοχος, τους ενήγαγε.

Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εταιρείας, στη μαρτυρία του ανέφερε ότι τα Γραμμάτια που αποφάσισε η Εταιρεία να εκδώσει, αποσκοπούσαν στο να νομιμοποιήσουν την είσπραξη χρημάτων για αγορά μετοχών, προτού η Εφεσείουσα εταιρεία εισαχθεί επίσημα στο ΧΑΚ. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε μετά από συμβουλή της CLR, η οποία ανέλαβε να διεκπεραιώσει τα της ένταξης [*821]της Εταιρείας στο ΧΑΚ.

Το δικαστήριο, αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μετόχου, εξέδωσε απόφαση υπέρ του και εναντίον της Εταιρείας, για το ποσό των £20.000 με τόκο 7% ετησίως από 9.10.2002, μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα. Ταυτόχρονα, το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον του Διευθύνοντος Συμβούλου και διέταξε τον Μέτοχο να του καταβάλει το ½ των εξόδων του.

Η Εταιρεία, εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση, προβάλλοντας ότι: (1) Το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα την μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και (2) ερμήνευσε λανθασμένα το Πιστοποιητικό μετατρέψιμου γραμματίου (Τεκμήριο 2), θεωρώντας ότι αυτό δεν αποτελούσε μέρος της επίδικης συμφωνίας για την αγορά των μετοχών.

Την πρωτόδικη απόφαση εφεσίβαλε και ο Μέτοχος, αναφορικά με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι δεν ευθύνεται ο Διευθύνων Σύμβουλος. Πρόκειται για την Έφεση Aρ. 296/07, με την οποία θα ασχοληθούμε σε κατοπινό στάδιο.

Η Έφεση Aρ. 295/07

Αναφορικά με την Έφεση Aρ. 295/07, θα εξετάσουμε και τους δύο λόγους έφεσης μαζί, αφού αφορούν την εγκυρότητα της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας.

Αναφορικά με το Πιστοποιητικό για το μετατρέψιμο γραμμάτιο (Τεκμήριο 2) και τα υπόλοιπα επίδικα θέματα, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε τα εξής:-

«Το έγγραφο αυτό δεν φέρει καν τα χαρακτηριστικά συμφωνίας, το «μετατρέψιμο γραμμάτιο» δεν φέρει οποιαδήποτε υπογραφή, δεν υπάρχει μάρτυρας των υπογραφών, τίποτε που να υποδηλοί ότι πρόκειται για «συμφωνία δανεισμού» ως ήταν η θέση της υπεράσπισης. Το πιο πάνω ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ, απλώς έδινε τη δυνατότητα στον επενδυτή να πάρει πίσω τα χρήματα που κατέβαλε αντί να πάρει τις μετοχές, επρόκειτο για ένα δικαίωμα που εδίδετο στους επενδυτές το οποίο όμως δεν θα μπορούσε από μόνο του να μεταβάλει και ή να διαφοροποιήσει τη συμφωνία μεταξύ των δύο μερών.

Το γεγονός δε ότι ο ενάγοντας αργότερα, μετά από υπόδειξη των εναγομένων, ζήτησε από τους τελευταίους να μετατρέψουν [*822]το γραμμάτιο σε μετοχές, δεν προσθέτει οτιδήποτε στην υπεράσπιση, εκείνο που έκανε στην ουσία ήταν να αποποιηθεί του δικαιώματός του στο στάδιο εκείνο να πάρει πίσω τα χρήματά του και να επιμένει στην εκτέλεση της συμφωνίας που προέβλεπε τη μεταβίβαση μετοχών.»

Άξονας της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου της Εταιρείας, είναι ότι ο Μέτοχος ενώ είχε το δικαίωμα να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων του, επέλεξε να ασκήσει το διαζευκτικό δικαίωμα που είχε για να αγοράσει μετοχές. Επομένως, εισηγήθηκε ο κ. Ευσταθίου, ο Μέτοχος κωλύεται από τις αρχές του δικαίου της επιείκειας από του να απαιτεί εκ των υστέρων την επιστροφή των χρημάτων του. Πέραν τούτου, ο Μέτοχος ενώ είχε υπόψη του τις πρόνοιες του Νόμου 42(Ι)/2000, όπως αυτός τροποποιήθηκε, για επιστροφή χρημάτων, εν τούτοις επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα του για αγορά των μετοχών. Τέλος, ο δικηγόρος της Εταιρείας, ανέφερε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, πεπλανημένα θεώρησε ότι υπό αυτές τις συνθήκες εφαρμοζόταν ο Νόμος 168(Ι)/2002.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, η Εταιρεία παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αποτίμησε εσφαλμένα την ύπαρξη του Πιστοποιητικού (Τεκμήριο 2), θεωρώντας ότι αυτό δεν αποτελούσε μέρος της επίδικης συμφωνίας για την αγορά μετοχών. Το γεγονός, είπε ο κ. Ευσταθίου, ότι το Πιστοποιητικό φέρει προγενέστερη ημερομηνία της έκδοσης του, αποτελεί «δήλωση ρύθμισης της αρχικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων» και υπό αυτή την έννοια θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι επεξηγούσε και συμπλήρωνε την αρχική συμφωνία και γι’ αυτό θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη.

Από την άλλη, ο δικηγόρος του Μετόχου, υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά ερμηνεύοντας τη συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων, βρήκε ότι μεταξύ τους υπήρξε συμφωνία για αγορά μετοχών εισαγμένων στο ΧΑΚ και όχι για μετατρέψιμο δάνειο. Περαιτέρω, ανέφερε ότι ορθά το δικαστήριο ερμήνευσε τη σημασία του Πιστοποιητικού το οποίο όπως ανέφερε και ο Διευθύνων Σύμβουλος, ετοιμάστηκε εκ των υστέρων για «νομοτεχνικούς λόγους» οι οποίοι αφορούσαν κυρίως στην αίτηση της Εταιρείας για ένταξη στο ΧΑΚ. Στηριζόμενος στις υποθέσεις Χατζηβασιλείου v. White Knight Holdings Ltd. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 203, Investylia Ltd. v. Libadhiotis Bros Investments Ltd. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 704, Harvest Capital Management Ltd. κ.ά. v. Ταμάσιου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1683, Investylia Ltd. v. Ταμπούρη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1325 και Investylia Ltd. v. Ταμπούρη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1343, θεώρησε ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου [*823]αναφορικά με την εφαρμογή του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν. 168(Ι)/2002).

Έχουμε μελετήσει τους δύο λόγους έφεσης, αλλά οι θέσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εταιρεία δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Δεν έχουμε πειστεί ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, πάσχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

Κατ’ αρχάς, οι όροι της επίδικης συμφωνίας ήταν απλοί και σαφείς. Ο Μέτοχος θα κατέβαλλε το ποσό των £20.000 και σε αντάλλαγμα η Εταιρεία θα του παραχωρούσε αριθμό μετοχών της, οι οποίες θα ήταν εισηγμένες στο ΧΑΚ. Ενώ ο Μέτοχος κατέβαλε το ποσό, η Εταιρεία του παρέδωσε μετοχές οι οποίες όμως δεν ήταν εισηγμένες στο ΧΑΚ, όπως είχε συμφωνηθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε τη σχετική παράβαση και ορθά έκρινε ότι τα όσα ακολούθησαν δεν αλλοίωναν τον βασικό όρο για παραχώρηση μετοχών εισηγμένων στο ΧΑΚ. Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η υπογραφή της επιστολής, ημερομηνίας 23.4.2001, (Τεκμήριο 4), δεν αλλοιώνει την υποχρέωση της Εταιρείας να παραδώσει εισηγμένες μετοχές, όπως ήταν και η αρχική συμφωνία, είναι απόλυτα ορθή.

Αναφορικά με την υποχρέωση της Εταιρείας δυνάμει του Αρθρου 3 του Νόμου 168(Ι)/2002 να επιστρέψει τα χρήματα που εισέπραξε στον Μέτοχο, εφόσον οι μετοχές της δεν είχαν εισαχθεί στο ΧΑΚ, το πρωτόδικο δικαστήριο αφού ερμήνευσε ορθά τις πρόνοιες του Νόμου, έκρινε με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις του.

Το Αρθρο 3 του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμου του 2002 (Ν. 168(Ι)/2002)* προβλέπει ότι:-

«3.-(1) Εκδότης, ο οποίος εισέπραξε χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα για την παροχή ή με την υπόσχεση παροχής τίτλων και με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, έχει υποχρέωση να επιστρέψει, μέσα σε τριάντα ημέρες από την υποβολή γραπτής απαίτησης προς τούτο, με τόκο προς επτά τοις εκατόν (7%) από την ημερομηνία εισπράξεως τους, τα εισπραχθέντα ποσά ή ανταλλάγματα, εφόσον-

(α)   Ο εκδότης εισέπραξε τα χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγ[*824]ματα προ της 1ης Μαρτίου, 2002· και

(β)   κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου οι τίτλοι του δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, υποβολή γραπτής απαίτησης, επιπροσθέτως οποιουδήποτε άλλου τρόπου ή δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου, σημαίνει τη δια προσωπικής επίδοσης σε οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του εκδότη ή τη διά διπλοσυστημένης επιστολής αποστολή της στη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου του εκδότη, στον τόπο που καθορίζεται στο Αρθρο 102(1) του περί Εταιρειών Νόμου· σε περίπτωση ισχυρισμού του εκδότη περί μη παραλαβής της γραπτής απαίτησης τεκμαίρεται ότι αυτή υποβλήθηκε νόμιμα και για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου η προθεσμία των τριάντα ημερών αρχίζει μετά παρέλευση τριών ημερών από την ημερομηνία αποστολής της:

Νοείται ότι ο δικαιούχος επιστροφής, αμέσως μετά την επιστροφή των χρημάτων ή των άλλων ανταλλαγμάτων, υποχρεούται να επιστρέψει στον εκδότη τους σχετικούς τίτλους και να τους μεταβιβάσει επ’ ονόματι του εκδότη υπογράφοντας κάθε αναγκαίο προς τούτο έγγραφο.»

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να πούμε ότι οι διάδικοι δεν ήγειραν ούτε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ούτε ενώπιον μας θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου 168(Ι)/02. Το θέμα μας απασχόλησε αυτοβούλως, ενόψει του δικαστικού λόγου στην υπόθεση Μακρίδης v. Cyber Group Ltd. (2005) 2 A.A.Δ. 57. Όμως μετά από περαιτέρω εξέταση του θέματος, θεωρούμε ότι το θέμα δεν πρέπει να μας απασχολήσει, εφόσον στην Μακρίδης, πιο πάνω, ο Νόμος κηρύχθηκε αντισυνταγματικός στο βαθμό που το Αρθρο 5 του Νόμου ποινικοποίησε τη μη επιστροφή χρημάτων με αποτέλεσμα να κριθεί ότι αντιμάχεται το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Κατά την άποψή μας, η υπόθεση Μακρίδης, αφήνει ανέπαφη την υποχρέωση «εκδότη» μετοχών, δυνάμει του Αρθρου 3(1) του Νόμου 168(Ι)/02, να επιστρέψει χρήματα που εισέπραξε με προοπτική την ένταξη των τίτλων στο ΧΑΚ. Η πιο πάνω προσέγγιση συνάδει με τα αποφασισθέντα στις υποθέσεις Harvest Capital Management Ltd. v. Ταμάσιου, ανωτέρω, Anaptixis Group Ltd. v. Μιχαηλίδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 691 και Investylia Ltd. v. Ταμπούρη, ανωτέρω, στις οποίες η αντίστοιχη πρόνοια στο Αρθρο 58(3)(β) του τροποποιητικού Νόμου 42(Ι)/2000 για επιστροφή χρημάτων, κρίθηκε συνταγματική.

[*825]Παρόμοια διαφοροποίηση έγινε και από τον Αρτεμίδη, Π. στην υπόθεση Investylia Ltd. v. Livadhiotis Bros Investments Ltd., ανωτέρω, στην οποία θεώρησε ότι η αντίστοιχη πρόνοια του Αρθρου 58Α(3)(β) του τροποποιητικού Νόμου 42(Ι)/2000 δεν ήταν αντισυνταγματική και ότι η υπόθεση Μακρίδης, πιο πάνω, η οποία ήταν ποινική, διαφοροποιείτο, εφόσον ο Νόμος 168(Ι)/2000 κρίθηκε αντισυνταγματικός στο βαθμό που «ποινικοποιούσε» συγκεκριμένη παράλειψη προσώπου, η οποία ανέκυπτε από τη λειτουργία ιδιωτικής σύμβασης, στη σφαίρα δηλαδή του αστικού δικαίου.  Στην προκειμένη περίπτωση δεν εγείρεται ένα τέτοιο θέμα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αναλύοντας το Αρθρο 3, ανέφερε τα εξής:-

«Το Αρθρο 3 του Νόμου 168(Ι)/02, επί του οποίου στηρίζεται η αξίωση του ενάγοντα, προβλέπει ότι εκδότης ο οποίος εισέπραξε χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα για την παροχή ή με την υπόσχεση παροχής τίτλων ή και με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, έχει υποχρέωση να επιστρέψει, μέσα σε τριάντα μέρες από την υποβολή γραπτής απαίτησης προς τούτο με τόκο 7%, τα εισπραχθέντα ποσά ή ανταλλάγματα, εφόσον ο εκδότης εισέπραξε τα χρηματικά ποσά ή άλλα ανταλλάγματα προ της 1ης Μαρτίου, 2002 και κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου οι τίτλοι του δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

Με βάση τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, οι πιο πάνω προϋποθέσεις πληρούνται. Η εναγόμενη 1 εταιρεία εισέπραξε χρήματα πριν την 1.3.2002 από τον ενάγοντα για την παροχή τίτλων, με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο ΧΑΚ, οι παραστάσεις έγιναν από το διευθυντή της εναγόμενης 1, εναγόμενο 2, οι τίτλοι δεν εισήχθηκαν στο ΧΑΚ και ο ενάγοντας απαίτησε την επιστροφή των χρημάτων του. Η εναγόμενη 1 παραλείπει μέχρι σήμερα να επιστρέψει το ποσό των Λ.Κ.20.000 στον ενάγοντα. Το γεγονός ότι ο ενάγοντας είχε δικαίωμα σε κάποιο στάδιο πριν την απόρριψη της αίτησης της εναγόμενης 1 εταιρείας από το Συμβούλιο του ΧΑΚ, για εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ και προτού εγγραφούν οι μετοχές στο όνομά του να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων του, δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο το πιο πάνω αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα.»

Η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι στην προκειμένη περίπτωση πληρούνται οι προϋποθέσεις του Αρθρου 3 του Νόμου 168(Ι)/2002, είναι ορθή. Όπως αναφέρεται και στην πρωτόδικη [*826]απόφαση, η Εταιρεία εισέπραξε χρήματα τον Αύγουστο του 2000, δηλαδή πριν την 1.3.2002 που προβλέπει ο Νόμος, με την προοπτική και με παραστάσεις εισαγωγής της στο ΧΑΚ. Κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου (9.8.02), οι τίτλοι δεν είχαν εισαχθεί στο ΧΑΚ. Ο Μέτοχος με επιστολή του δικηγόρου του, ημερομηνίας 13.8.2002 (Τεκμήριο 11), δηλαδή 4 μέρες μετά τη θέσπιση του Νόμου 168(Ι)/02, αξίωσε επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε. Παρά ταύτα, η Εταιρεία παρέλειψε να επιστρέψει τα χρήματα που εισέπραξε μέσα σε 30 ημέρες από την ημέρα που ο Μέτοχος υπέβαλε γραπτώς την απαίτηση του, όπως προέβλεπε το Αρθρο 3(1) του Νόμου 168(Ι)/2002. Κανένα λάθος δεν διαπιστώνεται στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε τα επίδικα θέματα.

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι οι δύο λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και η Έφεση Aρ. 295/06 θα πρέπει να απορριφθεί.

Η Έφεση Aρ. 296/07

Το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτοντας την αγωγή εναντίον του Διευθύνοντος Συμβούλου (Εναγομένου 2-Εφεσίβλητου) στην Έφεση Aρ. 296/07, ανέφερε τα εξής:-

«Σε σχέση με την αξίωση του ενάγοντα εναντίον του εναγομένου 2, παρατηρώ ότι η αξίωση είναι τελείως ανεδαφική. Ο εναγόμενος 2 δεν έχει ο ίδιος προσωπικά, με βάση τις πρόνοιες της πιο πάνω νομοθεσίας, υποχρέωση να επιστρέψει στον ενάγοντα το ποσό που εισέπραξε η εναγόμενη 1 εταιρεία, ενώ οι ισχυρισμοί περί αμέλειας που αναγράφονται στην αγωγή δεν προωθήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία. Ανεδαφικές είναι και οι αξιώσεις του ενάγοντα παράγρ. Β, Γ και Δ της Έκθεσης Απαίτησης, οι οποίες δεν προωθήθηκαν κατά την ακρόαση και ως εκ τούτου κρίνω ότι δεν χρήζει να εξεταστούν.»

Ο Μέτοχος, με την Έφεση του, παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο περιέπεσε σε νομική πλάνη αναφορικά με το Αρθρο 58Α του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Ν. 14(Ι)/1993), όπως αυτός τροποποιήθηκε στις 7.4.2000 από το Νόμο 42(Ι)/2000 και τον ξεχωριστό Νόμο 168(Ι)/2002, οι οποίοι εισήξαν πρόνοιες για προσωπική υποχρέωση του προσώπου που εισέπραξε το ποσό ή το αντάλλαγμα για την αγορά των μετοχών, να το επιστρέψει εντός του χρόνου που καθόριζε ο Νόμος. Σύμφωνα με το δικηγόρο του Μετόχου, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να θεωρήσει τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ως πρόσω[*827]πο που εισέπραξε το ποσό και βάσει του Αρθρου 58Α(3)(β) του Νόμου 14(Ι)/93, να τον θεωρήσει συνυπεύθυνο για την επιστροφή του.  Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, υποστήριξε ότι ο Διευθύνων Σύμβουλος κατά τη δίκη παραδέχθηκε ότι υποσχέθηκε να επιστρέψει τα χρήματα, αλλά τελικά δεν μπορούσε να τηρήσει την υπόσχεσή του. Με αυτά τα στοιχεία μαρτυρίας, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να τον θεωρήσει συνυπεύθυνο για την επιστροφή των χρημάτων. Τέλος, με τον 3ο λόγο έφεσης, ο Μέτοχος παραπονείται ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Σύμφωνα με το Νόμο και τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, είναι καθαρό ότι το πρόσωπο που είχε υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων ήταν η Εταιρεία η οποία ήταν και ο εκδότης των μετοχών και το νομικό πρόσωπο στον τραπεζικό  λογαριασμό του οποίου κατατέθηκε το ποσό. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Διευθύνων Σύμβουλος δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε προσωπική ευθύνη, εφόσον ενεργούσε πάντοτε εκ μέρους της Εταιρείας. Ούτε το Αρθρο 3 του Νόμου 168(Ι)/2002 μπορεί να περισώσει την κατάσταση, αφού ρητά προβλέπει για ευθύνη του «εκδότη, ο οποίος εισέπραξε το χρηματικό ποσό ....». Στην προκειμένη περίπτωση, εκδότης ήταν η Εταιρεία, στον λογαριασμό της οποίας κατατέθηκαν τα χρήματα. Αναφορικά με τις υποσχέσεις για επιστροφή των χρημάτων, που φαίνεται να έδωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος, περιοριζόμαστε να σημειώσουμε ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν έχει καμιά προοπτική επιτυχίας, εφόσον δεν έχει καθόλου δικογραφηθεί, με αποτέλεσμα να μην αποτελεί καν επίδικο θέμα.

Ανεδαφική θεωρούμε επίσης την εισήγηση ότι, ενώ αποδείχθηκε αμέλεια εναντίον του Διευθύνοντος Συμβούλου, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα. Παρά το γεγονός ότι ο ισχυρισμός για αμέλεια ήταν δικογραφημένος, καμιά από τις λεπτομέρειες αμέλειας δεν αποδείχθηκε με μαρτυρία ή άλλως πως ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Τα όσα αναφέρει ο δικηγόρος του Μετόχου περί ύπαρξης αμέλειας είναι γενικόλογοι ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν προσθέτουν οτιδήποτε και εν πάση περιπτώσει η μαρτυρία που δόθηκε, ούτως ή άλλως απέχει πολύ από το αναμενόμενο επίπεδο απόδειξης.

Δεν ευσταθεί, ούτε ο λόγος έφεσης που αφορά στην έλλειψη αιτιολογίας για το θέμα των εξόδων. Όπως είναι νομολογημένο, τα έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή του Μετόχου απορρίφθηκε εναντίον του Διευθύνοντος Συμβούλου-Εναγόμενου 2. Το πρωτόδικο δικαστήριο [*828]αντί να επιδικάσει τα έξοδα προς όφελος του επιτυχόντος διαδίκου, επιδίκασε μόνο το ½ των εξόδων, εξηγώντας ότι αυτό έγινε επειδή ο Διευθύνων Σύμβουλος είχε τον ίδιο δικηγόρο με την Εταιρεία, εναντίον της οποίας πέτυχε. Επομένως, η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και η ετυμηγορία του επί των εξόδων δεν ξεφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.

Ενόψει των πιο πάνω και οι δύο εφέσεις κρίνονται ανεδαφικές και απορρίπτονται. Υπό τις περιστάσεις, θεωρούμε δίκαιο να μην εκδώσουμε οποιοδήποτε διάταγμα για τα έξοδα, αλλά να αφήσουμε την κάθε πλευρά να πληρώσει τα δικά της έξοδα.

Oι εφέσεις απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

* O Nόμος θεσπίστηκε στις 9.8.2002.

*           Mακρυγιάννης v. Aστυνομίας (1996) 2 A.A.Δ. 41,

            Σωκράτους v. Mατσούκα (2003) 1 A.A.Δ. 1036.

*           «(15) Στην αγωγή δύνανται να επιδικαστούν τέτοιες αποζημιώσεις, άλλες από τις αποζημιώσεις λόγω απώλειας, οι οποίες αναλογούν προς τη ζημιά η οποία προκύπτει από το θάνατο στους εξαρτώμενους αντίστοιχα, και αφού αφαιρεθούν οποιαδήποτε έξοδα που δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο, οποιοδήποτε ποσό που εισπράχθηκε άλλως παρά ως αποζημιώσεις λόγω απώλειας θα καταμερίζεται μεταξύ των εξαρτωμένων σε τέτοια μερίδια σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου.»

**         «(1) Για κάθε κονδύλι ξεχωριστά (The item by item approach).

              (2) Για το κερδαινόμενο εισόδημα μείον τα προσωπικά έξοδα του αποθανόντος (The earning minus living expenses approach), και

              (3) Με την Κλασσική Ποσοστιαία Προσέγγιση (The conventional percentage approach or the Rule of thumb approach).» - (Βλ. σελ. 1645 της Καζάκου v. Αβρααμίδου κ.ά. (πιο πάνω).)

* To ορθό ποσό είναι £6.900,00.

* Σιαμμά κ.ά. v. Bασιλείου (2005) 1 A.A.Δ. 1129.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο