Tράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Βασίλη Χαραλάμπους και Άλλων (2010) 1 ΑΑΔ 829

(2010) 1 ΑΑΔ 829

[*829]16 Ιουνίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 382/2009)

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

1. ΒΑΣΙΛΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

3. ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΚΑ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 383/2009)

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

ΓΙΑΝΝΟΥ ΖΟΡΠΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 384/2009)

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

1. ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΚΟΝΤΟΥ,

2. ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΣΙΑΠΙΤΗ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 382/2009, 383/2009, 384/2009)

 

[*830]Πολιτική Δικονομία ― Αιτήσεις για έκδοση απόφασης λόγω μη καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης από εναγομένους σε υποθέσεις ξεκαθαρισμένων απαιτήσεων (liquidated demand) της ενάγουσας τράπεζας στη βάση ενόρκων δηλώσεων όπου ο ενόρκως δηλών περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι «έχει αναγνώσει την Έκθεσιν απαιτήσεως .... και συμφωνεί πλήρως με το περιεχόμενον της» ― Κατά πόσο ήταν ορθή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία αρνήθηκε να εκδώσει απόφαση εναντίον των εναγομένων, απορρίπτοντας τις σχετικές αιτήσεις, λόγω μη επάρκειας των ενόρκων δηλώσεων ― Δ.39, θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ― Ποίος ο σκοπός στον οποίο στοχεύουν οι πρόνοιες του προαναφερθέντος διαδικαστικού κανονισμού ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Μιχαηλίδης v. Δρουσιώτη κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 877.

Οι λόγοι έφεσης στις παρούσες εφέσεις, αν και διαφορετικοί, περιστρέφονται γύρω από το κεντρικό θέμα της επάρκειας της ένορκης δήλωσης που η εφεσείουσα – ενάγουσα παρουσίασε στο Δικαστήριο, ως μέσο για να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η μαρτυρία προς απόδειξη της υπόθεσής της εναντίον των αντίστοιχων εφεσιβλήτων – εναγομένων και να εκδοθεί απόφαση εναντίον τους, λόγω μη καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ο ομνύων παρέλειψε να διευκρινίσει αν τα γεγονότα στην έκθεση απαίτησης με τα οποία και συμφωνούσε, τα γνώριζε προσωπικά ή κατόπιν πληροφόρησης, εάν δε συνέβαινε το δεύτερο, δεν κατονόμασε τις πηγές πληροφόρησής του. Περαιτέρω, τα συνημμένα έγγραφα δεν φαίνονταν να συντάχθηκαν από τον ίδιο, εφόσον σ’ αυτά δεν εντοπιζόταν η υπογραφή του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε πρώτα ένα άλλο λόγο έφεσης που αφορά μόνο στην αγωγή – αντικείμενο της έφεσης υπ’ αρ. 382/2009. Σύμφωνα με αυτόν, εσφαλμένα η ένορκη δήλωση και το προσκομισθέν μαρτυρικό υλικό κρίθηκαν ανεπαρκή για έκδοση απόφασης εναντίον του εναγομένου 3, καθ’ ην στιγμή με βάση ταυτόσημη σε περιεχόμενο και με τα ίδια επισυνημμένα έγγραφα ένορκη δήλωση, είχε εκδοθεί προηγουμένως απόφαση εναντίον του εναγομένου 1 στην ίδια αγωγή.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε αυτόν τον λόγο έφεσης, θεωρώντας ότι η δυνατότητα υποβολής ξεχωριστών αιτήσεων για απόφαση και η έκδοση ξεχωριστών αποφάσεων εναντίον συνεναγομένων, δίδεται από τους Θεσμούς, στην περίπτωση ξεκαθαρισμένων (liquidated) απαιτήσεων, συγκεκριμένα, με τις πρόνοιες τη Δ.17, θ.4.

Στη συνέχεια, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε τους άλλους λόγους έφεσης που αφορούν στο περιεχόμενο και την επάρκεια της ένορκης δήλωσης και είναι κοινοί για όλες τις εφέσεις.

[*831]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.39, θ.2, οι ένορκες δηλώσεις πρέπει να περιορίζονται στην παράθεση γεγονότων τα οποία ο ομνύων μπορεί να αποδεικνύει εξ ιδίας γνώσεως. Όμως, σε παρεμπίπτουσες διαδικασίες, ένορκες δηλώσεις μπορούν να περιέχουν πληροφορίες και πεποίθηση του ομνύοντα μαζί με την παράθεση των πηγών και της βάσης τους.

2.  Οι πρόνοιες της Δ.39, θ.2 ικανοποιούνται στην υπό εξέταση περίπτωση, όπου η πηγή πληροφόρησης του ομνύοντα είναι φανερή και έχει παρουσιαστεί προς έλεγχο του Δικαστηρίου μέσω των επισυναφθέντων σχετικών εγγράφων. Περαιτέρω, εν πάση περιπτώσει, μετά που η εξ ακοής μαρτυρία κατέστη γενικά αποδεκτή δια νόμου (Περί Αποδείξεως (Τροποποιητικός) Νόμος αρ. 32(Ι)/2004), η σημασία της πιο πάνω προϋπόθεσης, έχει μειωθεί.

3. Η απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Μιχαηλίδης v. Δρουσιώτη κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 877, στην οποία, μεταξύ άλλων, παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο προς υποστήριξη της θέσης του, και σύμφωνα με την οποία η υιοθέτηση του περιεχομένου αίτησης ή δικογραφήματος δεν την καθιστά μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, αφορούσε σε δια ζώσης ακρόαση ενώπιον του Δικαστηρίου σε υπόθεση όπου ο αντίδικος εμφανίστηκε και αμφισβήτησε όλα τα γεγονότα. Σε τέτοια περίπτωση, όλα τα γεγονότα της αξίωσης κατέστησαν επίδικα και χρήζοντα απόδειξης και σίγουρα δεν αρκούσε να παραστεί ένας μάρτυρας στο Δικαστήριο και να περιοριστεί στο να υιοθετήσει τους ισχυρισμούς στο δικόγραφο της πλευράς που τον κάλεσε.

     Η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται επίσης και από την απόφαση στην υπόθεση Interpartemental Concern “Uralmetrom” v. Besuna Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 557, όπου ουσιαστικά κρίθηκε πως, ενώ υπάρχει νομολογιακά αναγνωρισμένη η αρχή ότι ένας διάδικος που απευθύνεται μονομερώς για θεραπεία σε δικαστήριο πρέπει να αποκαλύψει την ύπαρξη και να επισύρει την προσοχή του δικαστηρίου στην ύπαρξη ρήτρας παραπομπής διαφορών σε διαιτησία, αυτή η υποχρέωση δεν εκπληρώνεται με το να αναφέρει ο ενόρκως δηλών ότι υιοθετεί την αίτηση ή το δικογράφημα της πλευράς του.

4.  Στην υπό εξέταση περίπτωση, όπου ως αιτία αγωγής παρουσιάζεται οφειλή η οποία κατ’ ισχυρισμό προέκυψε προς την εφεσείουσα ως εκ του γεγονότος ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού κατέστη οφειλόμενο μετά τον τερματισμό και ζητείτο να επιδικασθεί εναντίον των εναγομένων, όλα τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν ενώπιον [*832]του Δικαστηρίου αποδείκνυαν την απαίτηση της εφεσείουσας.

5.  Το Δικαστήριο δεν απαλλάσσεται της υποχρέωσής του να εξετάσει και αξιολογήσει την επάρκεια και αξιοπιστία της μαρτυρίας που προσφερόταν από την πλευρά της εφεσείουσας επειδή στη διαδικασία απόδειξης δεν έλαβε μέρος ο αντίδικος, ενώ είχε τη δυνατότητα. Όμως, όταν υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι το εάν τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο.

6.  Τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν στην προκείμενη περίπτωση τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχαν τεθεί με αποδεκτό τρόπο από τον ομνύοντα και αποδείκνυαν την αξίωση της εφεσείουσας.

     Το Ανώτατο Δικαστήριο, δεδομένου ότι όλο το απαιτούμενο αποδεικτικό υλικό βρισκόταν ενώπιόν του και κρίθηκε ικανοποιητικό, εξέδωσε αποφάσεις στις αγωγές, αντικείμενο των εφέσεων.

Οι εφέσεις επιτράπηκαν χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Μιχαηλίδης v. Δρουσιώτη κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 877,

Interpartemental Concern “Uralmetrom” v. Besuna Ltd (2004) 1 A.A.Δ. 557,

Wynne v. Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυΐδ Μαυρονικόλα, ανικάνου προσώπου (2009) 1 A.A.Δ. 1138.

Eφέσεις.

Eφέσεις από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, E.Δ.), (Aγωγές Aρ. 3400/09 και 4758/09, ημερ. 14.12.2009 και Aγωγή Aρ. 4143/09, ημερ. 16.12.2009).

Στ. Πολυβίου, για την Εφεσείουσα.

Cur. adv. vult.

[*833]ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Και στις τρεις αυτές εφέσεις εγείρονται προς εκδίκαση και απόφανση από το Εφετείο κοινά νομικά θέματα, γι΄ αυτό και ακούστηκαν μαζί.

Με αιτήσεις για έκδοση απόφασης λόγω μη καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης από εναγομένους, η εφεσείουσα στην κάθε μια από τις αγωγές είχε ζητήσει την έκδοση απόφασης εναντίον των αντίστοιχων εναγομένων οι οποίοι είχαν εναχθεί είτε ως πρωτοφειλέτες είτε ως εγγυητές σε συμβάσεις για παροχή δανείων και/ή πιστωτικών διευκολύνσεων. Οι αιτήσεις της εφεσείουσας άχθηκαν σε απόδειξη των αντίστοιχων απαιτήσεών της και εκ μέρους της παρουσιάστηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ένορκες δηλώσεις από υπάλληλο της εφεσείουσας, των οποίων το περιεχόμενο ήταν ταυτόσημο, εξαιρουμένων βέβαια των στοιχείων που αφορούσαν τις επί μέρους συμβάσεις, ως προς ονόματα, ημερομηνίες και ποσά και στις οποίες ένορκες δηλώσεις επισυνάπτονταν τα σχετιζόμενα με τις συναλλαγές έγγραφα.

Κατόπιν εξέτασης των αιτήσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεσες αποφάσεις του ίδιου περιεχομένου στην κάθε μια από τις αγωγές, έκρινε ότι η προσκομισθείσα από πλευράς εφεσείουσας μαρτυρία ήταν ανεπαρκής και απέρριψε τις αιτήσεις για έκδοση απόφασης.

Ένα από τα τρωτά σημεία της ένορκης δήλωσης, τα οποία συγκεκριμενοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι ο ενόρκως δηλών περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι “έχει αναγνώσ(ει) την Έκθεσιν απαιτήσεως ................ και συμφων(εί) πλήρως με το περιεχόμενον της.” Σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο και παρέπεμψε σε σχετική νομολογία, μια τέτοια ένορκη υιοθέτηση του περιεχομένου της έκθεσης απαίτησης δεν το καθιστούσε μαρτυρία για σκοπούς έκδοσης απόφασης. Περαιτέρω, ο ενόρκως δηλών παρέλειπε να διευκρινίσει κατά πόσο τα γεγονότα τα οποία αναφέρονταν στην έκθεση απαίτησης τα γνώριζε προσωπικά ή κατόπιν πληροφόρησης, κατά παράβαση των προνοιών της Δ.39.

Με τις εφέσεις της, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε να εκδώσει απόφαση εναντίον των εναγομένων και απέρριψε τις σχετικές αιτήσεις και προς υποστήριξη του γενικού τούτου ισχυρισμού της, ήγειρε διάφορους Λόγους Έφεσης.

[*834]Παρά το ότι εγείρονται προς εξέταση διαφορετικοί Λόγοι Έφεσης, εν τούτοις, όλοι οι Λόγοι μπορούν να συνεξετασθούν, αφού περιστρέφονται γύρω από το ίδιο κεντρικό θέμα, που δεν είναι άλλο από την επάρκεια της ένορκης δήλωσης που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, ως μέσου για να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η μαρτυρία προς απόδειξη της υπόθεσης εναντίον των αντίστοιχων εναγομένων και να εκδοθεί απόφαση εναντίον τους.

Η επάρκεια της ένορκης δήλωσης προς προώθηση των αιτήσεων για έκδοση απόφασης λόγω μη καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης.

Η απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι η παρουσιασθείσα ένορκη δήλωση δεν ήταν ικανοποιητική ώστε να μπορούσε το Δικαστήριο βασιζόμενο σ’ αυτή να εξέδιδε απόφαση, προσβάλλεται ως εσφαλμένη για τρεις κυρίως λόγους:

α.  Ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι το προσκομισθέν μέσω της αποδεικτικό υλικό ήταν ελλιπές και ανεπαρκές.

β.  Ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η ένορκη δήλωση παραβίαζε τη Δ.39 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας επειδή ο ομνύων δεν διευκρίνιζε την πηγή γνώσης από τον ίδιο των γεγονότων.

γ.  Ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν ήταν αρκετό για τον ομνύοντα να υιοθετήσει την Έκθεση Απαίτησης.

Περαιτέρω και επιπρόσθετα των πιο πάνω λόγων, εγείρεται και ένας τέταρτος ο οποίος αφορά μόνο στην αγωγή-αντικείμενο της Έφεσης Αρ. 382/2009. Σύμφωνα με αυτόν, εσφαλμένα η ένορκη δήλωση και το προσκομισθέν μαρτυρικό υλικό κρίθηκαν ως ανεπαρκή για έκδοση απόφασης εναντίον του εναγομένου 3, καθ’ ην στιγμή με βάση ταυτόσημη σε περιεχόμενο και με τα ίδια επισυνημμένα έγγραφα ένορκη δήλωση, είχε προηγουμένως εκδοθεί απόφαση εναντίον άλλου διαδίκου, του εναγομένου 1.

Θα ασχοληθούμε πρώτα με το τελευταίο από τα πιο πάνω εγειρόμενα θέματα, που είναι ιδιάζον στην Έφεση Αρ. 382/2009.

Το γεγονός ότι προηγουμένως είχε εκδοθεί απόφαση εναντίον άλλου εναγόμενου με βάση το ίδιο αποδεικτικό υλικό.

Όπως πράγματι διαπιστώνεται από τα κατατεθέντα ενώπιον του Εφετείου έγγραφα, μετά από την επίδοση του Κλητηρίου της αγωγής στον πρωτοφειλέτη – εναγόμενο 1 και μετά την παράλειψή [*835]του όπως καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης εμπρόθεσμα, η εφεσείουσα καταχώρησε μονομερή αίτηση για έκδοση απόφασης εναντίον του. Κατά δε την ημερομηνία απόδειξης της αίτησης, η εφεσείουσα παρουσίασε στο Δικαστήριο ένορκη δήλωση με συνημμένα έγγραφα στη βάση της οποίας το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον του εναγομένου 1 ως η απαίτηση. Όπως δε πράγματι διαπιστώνεται από τα παρουσιασθέντα έγγραφα:

α. Η ένορκη δήλωση προς απόδειξη της απαίτησης της εφεσείουσας είχε γίνει από τον ίδιο όπως και εδώ, ομνύοντα.

β. Το περιεχόμενο – λεκτικό της ένορκης δήλωσης ήταν ταυτόσημο (με τις αναγκαίες βέβαια διαφοροποιήσεις ως προς το άτομο του εναγόμενου) με αυτό της υπό εξέταση εδώ ένορκης δήλωσης.

γ. Τα επισυνημμένα στην ένορκη δήλωση έγγραφα ήσαν ακριβώς τα ίδια με εκείνα που επισυνάφθηκαν στην υπό εξέταση εδώ ένορκη δήλωση. Κατ’ ακρίβεια τα δεύτερα ήσαν φωτοτυπίες των πρώτων.

δ. Ο δικαστής, ο οποίος επιλήφθηκε της αίτησης εναντίον του εναγομένου 1 και την ενέκρινε, ήταν ο ίδιος με τον πρωτόδικο δικαστή του οποίου η απορριπτική απόφαση προσβάλλεται με την παρούσα έφεση.

Σε σχέση με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:

Κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι ένας δικαστής εξέδωσε απόφαση εναντίον άλλου εναγομένου στο πλαίσιο της ίδιας αγωγής, δεν σημαίνει ότι με βάση το ίδιο αποδεικτικό υλικό θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να εκδώσει απόφαση εναντίον άλλου εναγομένου. Εάν, για παράδειγμα, κατόπιν προσεκτικότερης μελέτης και αξιολόγησης του παρατεθέντος ενώπιόν του υλικού, κρίνει στη δεύτερη περίπτωση, για λόγους τους οποίους αιτιολογεί και δικαιολογεί πλήρως, ότι δεν θα έπρεπε να εκδοθεί απόφαση, δεν κωλύεται από του να απορρίψει την αίτηση. Αυτό έγινε και στην υπό εξέταση περίπτωση, χωρίς όμως να δοθούν οποιοιδήποτε λόγοι από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προς το γιατί η πρώτη αίτηση έτυχε αντίθετης μεταχείρισης.

Βέβαια, αυτού του είδους οι αντινομίες και αντιφατικές προσεγγίσεις θα αποκλείονταν αφ’ ης στιγμής ο ενάγοντας δεν προσέτρεχε στο Δικαστήριο με μια ξεχωριστή αίτηση κάθε φορά που το κλητήριο επιδίδεται σε ένα εναγόμενο και αυτός παραλείπει να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης. Θα αποφευγόταν έτσι και η πολ[*836]λαπλότητα διαδικασιών. Όμως, η δυνατότητα υποβολής ξεχωριστών αιτήσεων για απόφαση και η έκδοση ξεχωριστών αποφάσεων εναντίον συνεναγομένων, δίδεται από τους Θεσμούς, στην περίπτωση ξεκαθαρισμένων απαιτήσεων. Συγκεκριμένα με τις πρόνοιες της Δ.17, θ.4 προβλέπεται ότι:

“4. Where the writ of summons is for a liquidated demand, whether specially indorsed or otherwise, and there are several defendants, of whom one or more appear to the writ, and another or others of them fail to appear, the plaintiff may apply for judgment, as in the preceding Rule, against such as have not appeared, and may issue execution upon such judgment without prejudice to his right to proceed with the action against such as have appeared.

Επομένως, αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Προτού εξετάσουμε τους άλλους λόγους έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο στο σημείο τούτο, όπως παραθέσουμε αυτούσιο, ολόκληρο το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 26.11.2009 με την οποία επιχειρήθηκε η απόδειξη της απαίτησης της εφεσείουσας εναντίον του εναγομένου 3, επαναλαμβάνοντας ότι και στις δύο άλλες αγωγές επιχειρήθηκε η απόδειξη της απαίτησης με ένορκες δηλώσεις του ίδιου περιεχομένου με τις αναγκαίες βέβαια διαφοροποιήσεις ως προς τα άτομα, έγγραφα, ποσά και ημερομηνίες.

“Ο κάτωθι υπογεγραμμένος Χριστόδουλος Παπαλαμπριανού, εκ Λευκωσίας ορκίζομαι και λέγω τα ακόλουθα:

1. Είμαι στην υπηρεσία των άνω εναγόντων και είμαι εξουσιοδοτημένος παρ’ αυτών να κάμω την παρούσα ένορκο δήλωση.

2. Έχω αναγνώσει την Έκθεσιν Απαιτήσεως της άνω αγωγής και συμφωνώ πλήρως με το περιεχόμενο της.

3. Επισυνάπτω με την παρούσα τα ακόλουθα έγγραφα:

«Τεκμ. Α»  Πιστοποιημένο αντίγραφο συμφωνίας προσωπικού δανείου ημερ. 9.6.08 δια €6.000.- πλέον τόκους, μετ’ ενσωματωμένης εγγύησης.

«Τεκμ. Β»  Τρεις επιστολές εναγόντων ημερ. 28.11.08 προς ένα έκαστο των εναγομένων.

«Τεκμ. Γ»  Τρεις επιστολές εναγόντων ημερ. 14.4.09 προς ένα [*837]έκαστο των εναγομένων.

«Τεκμ. Δ»  Κατάσταση Λογαριασμού.

Σημείωση: Το Πρωτότυπο του Τεκμηρίου Α ευρίσκεται καταχωρημένο στο δικογραφικό φάκελο συνοδεύον την αίτηση για απόφαση εναντίον των εναγομένων 1 ημερ. 14.7.09.

4. Από την ημέρα καταχώρησης της παρούσας αγωγής οι εναγόμενοι ουδέν ποσό επλήρωσαν έναντι του χρέους τους.

5. Παρακαλώ όπως εκδοθεί απόφαση εναντίον του εναγομένου 3, για το ποσό των:

(α)   €6.298,91 πλέον 15,25% από 14.4.09 επί €6.033,12 μέχρι εξοφλήσεως με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης των τόκων 2 φορές τον χρόνο στις 30.6. και 31.12 ως προνοείται από τον Νόμο 160(I)/99 και

(β)   €516,- έξοδα πλέον Φ.Π.Α. και €16,00 έξοδα επίδοσης.

                                                       Ο ενόρκως δηλών

                                           Χριστόδουλος Παπαλαμπριανού”

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τους άλλους λόγους έφεσης που αφορούν στο περιεχόμενο και την επάρκεια της ένορκης δήλωσης και είναι κοινοί για όλες τις Εφέσεις.

Το θέμα κατά πόσο η ένορκη δήλωση προς απόδειξη της απαίτησης παραβιάζει τις πρόνοιες της Δ.39 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.39, θ.2, οι ένορκες δηλώσεις πρέπει να περιορίζονται στο να παραθέτουν γεγονότα τα οποία ο ομνύων μπορεί να αποδεικνύει εξ ιδίας γνώσεως. Όμως, σε παρεμπίπτουσες διαδικασίες, ένορκες δηλώσεις μπορούν να περιέχουν πληροφορίες και πεποίθηση του ομνύοντα μαζί με την παράθεση των πηγών και της βάσης τους.

“2. Affidavits shall be confined to such facts as the witness is able of his own knowledge to prove, but on interlocutory applications an affidavit may contain statements of information and belief, with the source and grounds thereof. The costs of every affidavit which shall unnecessarily set forth matter of hearsay, or ar[*838]gumentative matter, or copies of or extracts from documents, shall be paid by the party filing the same.

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, στην υπό εξέταση περίπτωση, ο ομνύων παρέλειψε να διευκρινίσει αν τα γεγονότα στην Έκθεση Απαίτησης με τα οποία και συμφωνούσε, τα γνώριζε προσωπικά ή κατόπιν πληροφόρησης, εάν δε συνέβαινε το δεύτερο, δεν κατονόμασε τις πηγές πληροφόρησής του. Περαιτέρω, τα συνημμένα έγγραφα δεν φαίνονταν να συντάχθηκαν από τον ίδιο, εφόσον σ’ αυτά δεν εντοπιζόταν η υπογραφή του.

Σε σχέση με αυτή την προσέγγιση του Δικαστηρίου θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:

Σε περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση, που αφορά σε κατ’ ισχυρισμό τραπεζικό χρέος, τα βασικά γεγονότα που χρήζουν απόδειξης, έτσι ώστε να επιτύχει η αξίωση είναι τρία:

α.  Η σύναψη της σύμβασης δανείου ή χρηματοδότησης ή παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων κλπ., μαζί με τους όρους της.

β.  Η παράβαση όρου της σύμβασης.

γ.  Ο τερματισμός της σύμβασης και το οφειλόμενο υπόλοιπο.

Σε περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση, που αφορούν σε κατ’ ισχυρισμό τραπεζικό χρέος, το οποίο δεν έχει αμφισβητηθεί, δεν υπάρχουν οποιαδήποτε αμφισβητούμενα γεγονότα, παρά μόνο τα ίδια τα εγειρόμενα με την αξίωση γεγονότα, τα οποία και χρήζουν απόδειξης. Ο ομνύων τελεί στην υπηρεσία της εφεσείουσας και εξουσιοδοτήθηκε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο στοιχεία αποδεκτά και αποδεικτικά της αξίωσής της. Επιχείρησε να πράξει τούτο παρουσιάζοντας στο Δικαστήριο ενόρκως μια σειρά από έγγραφα (στην επάρκεια των οποίων θα αναφερθούμε αργότερα), μέσω των οποίων, κατά την άποψή του, αποδεικνύονται όλα τα αναγκαία γεγονότα και στοιχειοθετείται η αξίωση. Εκείνο που έχει σημασία σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι αν ο ομνύων είχε ή όχι προσωπική εμπλοκή ή γνώση σε κάθε στάδιο της εξελικτικής πορείας της δικαιοπραξίας, αλλά το σημαντικό είναι το κατά πόσο παρουσιάζει στο Δικαστήριο μαρτυρία η οποία είναι αποδεκτή κατά το δίκαιο της απόδειξης και σχετική, με την έννοια ότι μπορεί, με βάση αυτή, να αποδειχθούν οι διάφορες πτυχές της αξίωσης. Εδώ είναι φανερό ότι η όποια γνώση και πληροφόρηση του ομνύοντα προέρχεται και εκπηγάζει από τα έγγραφα τα οποία προσφέρονται ως [*839]δεόντως τηρηθέντα από τον Οργανισμό στον οποίο υπηρετεί και τα οποία συνιστούν αποδεκτή εξ ακοής μαρτυρία.

Ο σκοπός στον οποίο φαίνεται να στοχεύουν οι πρόνοιες της Δ.39, θ.2 είναι άλλος. Δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κάτι που ένας ενόρκως δηλών έχει πληροφορηθεί χωρίς να αναφέρει με ποίον τρόπο το πληροφορήθηκε, ούτε και κάτι που ο ομνύων εκφέρει ως άποψη ή πεποίθηση, χωρίς να διευκρινίζει πού την βασίζει. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η πηγή πληροφόρησης του ομνύοντα είναι φανερή και έχει παρουσιαστεί προς έλεγχο του Δικαστηρίου μέσω των επισυναφθέντων εγγράφων. Σημειώνουμε περαιτέρω ότι εν πάση περιπτώσει, η σημασία της πιο πάνω προϋπόθεσης έχει μειωθεί, μετά που η εξ ακοής μαρτυρία κατέστη γενικά αποδεκτή δια νόμου [Περί Αποδείξεως (Τροποποιητικός) Νόμος αρ. 32(Ι)/2004].

Τα άλλα θέματα τα οποία κρίθηκαν ότι επηρεάζουν την επάρκεια και πληρότητα της ένορκης δήλωσης και τη μη ικανοποιητική απόδειξη της αξίωσης.

Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα πλείστα των επίδικων θεμάτων όπως αυτά είχαν δικογραφηθεί, παρέμειναν αναπόδεικτα, εφόσον ο ομνύων περιορίστηκε να αναφέρει ότι είχε αναγνώσει την Έκθεση Απαίτησης και συμφωνούσε πλήρως με το περιεχόμενό της. Προς υποστήριξη αυτής της θέσης έκανε παραπομπή, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Μιχαηλίδης v. Δρουσιώτη κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 877, σύμφωνα με την οποία η υιοθέτηση του περιεχομένου αίτησης ή δικογραφήματος δεν την καθιστά μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Εδώ όμως, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η περίπτωση στην υπόθεση Μιχαηλίδης αφορούσε σε δια ζώσης ακρόαση ενώπιον του Δικαστηρίου σε υπόθεση όπου ο αντίδικος είχε εμφανισθεί και είχε αμφισβητήσει όλα τα γεγονότα. Σε μια τέτοια περίπτωση, όλα τα γεγονότα της αξίωσης κατέστησαν επίδικα και χρήζοντα απόδειξης και σίγουρα δεν αρκούσε να παραστεί ένας μάρτυρας στο Δικαστήριο και να περιοριστεί στο να υιοθετήσει τους ισχυρισμούς στο δικόγραφο της πλευράς που τον κάλεσε.

Η απόφαση στην υπόθεση Interpartemental Concern “Uralmetrom” v. Besuna Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 557, στην οποία επίσης έγινε αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, και αυτή διαφοροποιείται από την υπό εξέταση περίπτωση. Σε εκείνη την υπόθεση ουσιαστικά κρίθηκε πως, ενώ υπάρχει νομολογιακά αναγνωρισμένη η αρχή ότι ένας διάδικος που απευθύνεται μονομερώς για θερα[*840]πεία σε δικαστήριο πρέπει να αποκαλύψει την ύπαρξη και να επισύρει την προσοχή του δικαστηρίου στην ύπαρξη ρήτρας παραπομπής διαφορών σε διαιτησία, αυτή η υποχρέωση δεν εκπληρώνεται με το να αναφέρει ο ενόρκως δηλών ότι υιοθετεί την αίτηση ή το δικογράφημα της πλευράς του.

Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση, ο ομνύων με την ένορκη δήλωσή του συμφώνησε με τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, όπως αυτοί παρατίθεντο στην Έκθεση Απαίτησης, τους οποίους δεν αμφισβήτησε η αντίδικη πλευρά, έτσι ώστε με αυτή την έννοια να καθίσταντο επίδικα θέματα και, ακολούθως, προς απόδειξη των βασικών ισχυρισμών, παρέθεσε αποδεκτή μαρτυρία μέσω των εγγράφων από τα οποία εκπηγάζουν τα γεγονότα. Επομένως, κανένα πρόβλημα δεν εγειρόταν περί μη προσκόμισης μαρτυρίας προς απόδειξη της αξίωσης.

Στην αρχή της πρωτόδικης απόφασης είχε προκαταρκτικά διαγνωσθεί ότι η αίτηση για απόφαση θα έπρεπε να απορριφθεί επειδή το μαρτυρικό υλικό που προσκομίστηκε για σκοπούς απόδειξης ήταν ελλιπές και ανεπαρκές. Αν και αυτή η γενική διάγνωση αιτιολογήθηκε στη συνέχεια με τον εντοπισμό των προαναφερθέντων θεμάτων, τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως προβλήματα και τα οποία έχουμε ήδη εξετάσει, θα προσθέταμε και τα εξής:

Εδώ, ως αιτία αγωγής παρουσιάζεται οφειλή η οποία κατά τον ισχυρισμό προέκυψε προς την εφεσείουσα ως εκ του γεγονότος ότι το υπόλοιπο λογαριασμού είχε καταστεί οφειλόμενο μετά τον τερματισμό και εζητείτο να επιδικασθεί εναντίον των εναγομένων. Τόσο το έγγραφο με το οποίο συνάφθηκαν οι συμφωνίες δανείου και/ή εγγύησης, όσο και τα έγγραφα που πιστοποιούσαν την καθυστέρηση πληρωμής δόσεων και του τερματισμού της σύμβασης, καθώς επίσης και οι επιστολές-ειδοποιήσεις και η κατάσταση λογαριασμού, είχαν επισυναφθεί στις ένορκες δηλώσεις του υπαλλήλου της εφεσείουσας, ο οποίος και παρέπεμψε στο περιεχόμενο των εγγράφων εκείνων. Όλα αυτά τα στοιχεία αποδείκνυαν την απαίτηση της εφεσείουσας.

Ένα άλλο σημείο, διαδικαστικής φύσεως, το οποίο ηγέρθηκε από την εφεσείουσα κατά την ακρόαση της έφεσης, ήταν ότι, λαμβανομένων υπόψη των προνοιών της Δ.17, θ.3 και της ορθής ερμηνείας τους, δεν χρειαζόταν καν ένορκη δήλωση προς απόδειξη της απαίτησής της. Εφόσον δηλαδή σε ξεκαθαρισμένες αξιώσεις (liquidated demand), στις οποίες παρατηρείται μη καταχώρηση εμφάνισης, ο ενάγων μπορεί να αποταθεί για απόφαση (may apply for judgment) [*841]και, δεδομένου ότι με βάση τις πρόνοιες της Δ.48, θ.8(1)5 αιτήσεις δυνάμει της Δ.17, θ.3 δεν απαιτείται όπως συνοδεύονται από ένορκη δήλωση, έπεται ότι εκ του περισσού η εφεσείουσα καταχώρησε συνοδευτική ένορκη δήλωση, παρόλο ότι δεν κλήθηκε από το Δικαστήριο να αποδείξει την αξίωσή της με βάση τη Δ.17, θ.13. Δεν θα εξετάσουμε αυτό το θέμα, το οποίο για σκοπούς της παρούσας έφεσης είναι τελείως ακαδημαϊκό, δεδομένου ότι στην πρωτόδικη διαδικασία η εφεσείουσα παρουσίασε ένορκη δήλωση προς απόδειξη και δεν βάσισε εν πάση περιπτώσει την αίτησή της γι’ απόφαση στις πρόνοιες τις Δ.17, θ.3.

Συμφωνούμε βέβαια με τη γενική αρχή ότι επειδή στη διαδικασία απόδειξης δεν έλαβε μέρος ο αντίδικος, ενώ είχε τη δυνατότητα, αυτό δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο θα απαλλασσόταν από την υποχρέωση να εξετάσει και αξιολογήσει την επάρκεια και αξιοπιστία της μαρτυρίας που προσφερόταν από την πλευρά της εφεσείουσας. (Barry Wynne v. David Costakis Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυΐδ Μαυρονικόλα, ανικάνου προσώπου (2009) 1 A.A.Δ. 1138). Όπως όμως ειδικά αναφέρθηκε στην ίδια την υπόθεση Barry Wynne, όταν υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι το εάν τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο.

Για τους λόγους δε που εξηγήσαμε προηγουμένως εξετάζοντας τους επί μέρους Λόγους Έφεσης, τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν στην προκείμενη περίπτωση τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είχαν τεθεί με αποδεκτό τρόπο από τον ομνύοντα και αποδείκνυαν την αξίωση της εφεσείουσας.

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν και οι πρωτόδικες αποφάσεις παραμερίζονται.

Δεδομένου ότι όλο το απαιτούμενο αποδεικτικό υλικό βρίσκεται ενώπιόν μας και έχει κριθεί ως ικανοποιητικό, θα προχωρήσουμε να εκδώσουμε αποφάσεις ως ακολούθως:

α. Στην Αγωγή Αρ. 3400/2009, Ε.Δ. Λευκωσίας (Έφεση Αρ. 382/2009) εκδίδεται απόφαση εναντίον του εναγομένου 3 ως η Έκθεση Απαίτησης, πλέον έξοδα, Φ.Π.Α. και έξοδα επίδοσης, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα σε σχέση με τον εναγόμενο 1.

[*842]β. Στην Αγωγή Αρ. 4758/2009, Ε.Δ. Λευκωσίας (Έφεση Αρ. 383/2009) εκδίδεται απόφαση εναντίον του εναγομένου ως η Έκθεση Απαίτησης, πλέον έξοδα, Φ.Π.Α. και έξοδα επίδοσης.

γ. Στην Αγωγή Αρ. 4143/2009, Ε.Δ. Λευκωσίας (Έφεση Αρ. 384/2009) εκδίδεται απόφαση εναντίον του εναγομένου 1, ως η παρα. 5(α) και (β) της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης, πλέον έξοδα, Φ.Π.Α. και έξοδα επίδοσης.

Δεδομένου ότι οι εναγόμενοι-καθ’ ων η αίτηση στις πρωτόδικες διαδικασίες δεν κλήθηκαν να εμφανιστούν και δεν εμφανίστηκαν στις Εφέσεις, κρίνουμε δίκαιο όπως μη επιδικάσουμε οποιαδήποτε έξοδα στις Εφέσεις.

Oι εφέσεις επιτρέπονται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο