Γρηγορίου Γεώργιος ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 846

(2010) 1 ΑΑΔ 846

[*846]16 Ιουνίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος 2,

v.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 227/2007)

 

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Καταχωρήσεις σε βιβλία τα οποία τηρούνται από τραπεζικούς οργανισμούς σε ηλεκτρονική μορφή αναφορικά με χρεωστικά υπόλοιπα τρεχούμενου τραπεζικού λογαριασμού και πιστωτικής κάρτας ― Κατά πόσο συνιστούν, από μόνα τους, ικανοποιητική μαρτυρία που να αποδεικνύει την ύπαρξη και το ύψος των αντίστοιχων χρεωστικών υπολοίπων ― Κατά πόσο η ενάγουσα τράπεζα, απέσεισε το βάρος που είχε, να αποδείξει επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, πως κατέληξε στο ποσό που αξίωνε από τον πρωτοφειλέτη, στον οποίο είχε παραχωρήσει τραπεζικές διευκολύνσεις σε μορφή τρεχούμενου λογαριασμού και επίσης πιστωτική κάρτα, και τον οποίο είχε εγγυηθεί ο εφεσείων – εναγόμενος 2.

Εγγύηση ― Τραπεζική εγγύηση τρεχούμενου λογαριασμού και πιστωτικής κάρτας ― Αγωγή εναντίον πρωτοφειλέτη και εγγυητών ― Κατά πόσο η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η τράπεζα απέδειξε την παραχώρηση συγκεκριμένου ποσού στον πρωτοφειλέτη, στη βάση της οποίας εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος – εγγυητή, ο οποίος είχε αμφισβητήσει την αξίωση της τράπεζας, είναι ορθή.

Με την έκθεση απαίτησής τους, οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι μεταξύ τους και του πρωτοφειλέτη – εναγομένου 1 υπεγράφη στις 28.6.2000 συμφωνία παραχώρησης τραπεζικών διευκολύνσεων με μορφή τρεχούμενου λογαριασμού, με όριο £15.000. Ο εφεσείων – εναγόμενος 2 είχε εγγυηθεί μαζί με την εναγόμενη 3 τον πρωτοφειλέτη – εναγόμενο 1 μέχρι του ποσού των £23.000, πλέον τόκους (Τεκμήριο 4). Οι εφεσίβλητοι παραχώρησαν στον εναγόμενο 1 και πιστωτική κάρτα η οποία συνδέθηκε με τον τρεχούμενο λογαριασμό του και η [*847]οποία είχε όριο £5.000. Οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη λειτουργία του λογαριασμού της κάρτας όταν ο εναγόμενος 1 παρέλειψε να εξοφλήσει το ποσό των £8.676,30 που όφειλε σε αυτή και στις 30.12.2002 χρέωσαν το μέχρι τότε υπόλοιπο του λογαριασμού της κάρτας στον τρεχούμενο λογαριασμό του εναγόμενου 1, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός κατά την 31.12.2002 να παρουσιάζει οφειλόμενο υπόλοιπο £34.427,53. Όταν ο εναγόμενος 1 και οι εγγυητές του δεν εξόφλησαν τον λογαριασμό, οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη λειτουργία του, επιβαρύνοντάς τον με τόκο προς 10.75% ετησίως. Οι εφεσίβλητοι αναγκάστηκαν να εγείρουν αγωγή τόσο εναντίον του πρωτοφειλέτη – εναγόμενου 1, όσο και εναντίον των δύο εγγυητών του αξιώνοντας το ποσό των £27.602,59 το οποίο αντιπροσώπευε το υπόλοιπο του λογαριασμού και/ή της πιστωτικής κάρτας, πλέον τόκο.

Ο εφεσείων – εναγόμενος 2 αμφισβήτησε με την υπεράσπισή του την αξίωση και ισχυρίστηκε ότι το ποσό της χρηματοδότησης – όπως τον διαβεβαίωσε ο υπεύθυνος του υποκαταστήματος των εφεσιβλήτων – ήταν εξασφαλισμένο με υποθήκη και ότι δεν διέτρεχε κανένα απολύτως κίνδυνο για την παραχώρηση της εγγύησης. Πέραν τούτου, ο εφεσείων αρνείτο ότι υπέγραψε την ισχυριζόμενη ή οποιαδήποτε άλλη εγγύηση σε σχέση με τον τρεχούμενο λογαριασμό του εναγομένου 1 ή για την πιστωτική του κάρτα. Εν πάση περιπτώσει, ισχυρίζετο ότι αν αποδειχθεί ότι υπέγραψε τέτοια έγγραφα, η υπογραφή του αποσπάστηκε μετά από παραπλάνηση των εφεσιβλήτων. Αρνείτο επίσης ότι το υπόλοιπο των λογαριασμών, όπως αυτό παρουσιάζετο από τους εφεσίβλητους ανερχόταν στο ποσό των £27.602,59.

Kατά την έναρξη της δίκης, οι εφεσίβλητοι περιόρισαν το ποσό στις £23.000 πλέον τόκους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό των £15.000 πλέον τόκο 8% από 1.10.2002, (που ξεκινά η κατάσταση λογαριασμού Τεκμ. 12) πλέον έξοδα, θεωρώντας ότι το μόνο που κατάφεραν να αποδείξουν οι εφεσίβλητοι είναι ότι παρεχώρησαν το εν λόγω ποσό στον πρωτοφειλέτη.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης εστιάζονται στην, κατ’ ισχυρισμόν, λανθασμένη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι παραχωρήθηκε στον πρωτοφειλέτη τουλάχιστον το ποσό των £15.000. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι λανθασμένα και αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον του, έστω και για το ποσό των £15.000, αφού ενώπιόν του δεν είχε οποιαδήποτε αναλυτική κατάσταση για τις χρεωπιστώσεις και κίνηση του επίδικου λογαριασμού και τον τρόπο που υπολογίστηκε ο τόκος από την έναρξη της ισχύος του μέχρι το τελικό υπόλοιπο. Υποστήριξε επίσης ότι [*848]το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του αρκετή μαρτυρία για να καταλήξει στο εύρημα ότι δόθηκαν στον πρωτοφειλέτη τουλάχιστον £15.000. Η μόνη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του από την υπάλληλο των εφεσιβλήτων, Μ.Ε.1, ήταν ότι «απλώς δόθηκε όριο για £15.000», όχι όμως ότι και το ποσό παραχωρήθηκε στον πρωτοφειλέτη και ότι χρησιμοποιήθηκε από αυτόν ή και αν ακόμη χρησιμοποιήθηκε, ότι δεν εξοφλήθηκε. Αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να αποδειχθούν μόνο με κάποια αναλυτική κατάσταση ή άλλη μαρτυρία, η οποία θα έδειχνε την πλήρη κίνηση του λογαριασμού.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Κατά την ακρόαση της αγωγής, η μαρτυρία της υπαλλήλου των εφεσιβλήτων, Μ.Ε.1, προς απόδειξη του υπολοίπου που αμφισβητείτο, με  βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, δεν αποδείκνυε το εν λόγω υπόλοιπο. Η μάρτυς αυτή δεν παρουσίασε αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού αλλά περίληψη κατάστασης στην οποία φαίνονταν μόνο δύο ποσά, δηλαδή ότι στις 28.6.2000 το αρχικό ποσό που θα έφερε τόκο, ήταν £23.000 και ότι μέχρι τις 4.5.2006 χρεώθηκαν τόκοι £10.917,33 με αποτέλεσμα το ολικό οφειλόμενο υπόλοιπο με τον τόκο να ανέρχεται στις £33.917,33, πλέον τόκοι προς 9% επί του ποσού των £23.000 από 4.5.2006. Η Μ.Ε.1 παρουσίασε επίσης δισέλιδη αναλυτική κατάσταση από 1.10.2002 μέχρι 17.11.2003, στην οποία φαίνεται η κίνηση του λογαριασμού και το τελικό υπόλοιπο που ανήλθε στις £27.602,59, δηλαδή £26.551,77 τοκοφόρο κεφάλαιο και £1.050,82 εισπρακτέους τόκους, πλέον τόκο 10,25% επί του ποσού των £26.551,77, από 17.11.2003 συμπεριλαμβανομένου.

2.  Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι «το μόνο που κατάφεραν να αποδείξουν είναι οτι παραχωρήθηκε το ποσό των £15.000 στον εναγόμενο 1» είναι αυθαίρετο, αφού από τις καταστάσεις λογαριασμού δεν προκύπτει με σαφήνεια τέτοιο συμπέρασμα. Η μαρτυρία της Μ.Ε.1 ότι αρχικά παραχωρήθηκε στον πρωτοφειλέτη όριο £15.000, δεν είναι αρκετή για να αποδείξει ότι όντως χρησιμοποιήθηκε το όριο. Ούτε και είναι αρκετό για να αποδείξει πώς στη συνέχεια κινήθηκε ο λογαριασμός, ώστε το δικαστήριο να καταλήξει στο εύρημα ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού κατά τον τερματισμό, ήταν όντως χρεωστικό κατά £15.000.  Ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη τα διάφορα ποσά που σε διάφορα χρονικά διαστήματα ισχυρίζονταν οι εφεσίβλητοι ότι ήταν το υπόλοιπο, (£27.602,09 στην έκθεση απαίτησης και μείωσή του στη συνέχεια στις £23.000), το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να είναι προσεκτικό αναφορικά με το ακριβές υπόλοιπο του λογαριασμού.

[*849]3.      Στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Σταυρινού (2005) 1 Α.Α.Δ. 1390, της οποίας τα γεγονότα προσομοιάζουν με τα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της τράπεζας ελλείψει ικανοποιητικής μαρτυρίας που να αποδεικνύει την ύπαρξη και το ύψος των χρεωστικών υπολοίπων, τόσο του τρεχούμενου όσο και της πιστωτικής κάρτας. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.

Η έφεση επιτράπηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσείοντος. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

D. & G. Products Ltd. v. Premixco Asphalting Co. (1999) 1 A.A.Δ. 263,

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. v. Σταυρινού (2005) 1 Α.Α.Δ. 1390.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Tαλαρίδου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 7304/04), ημερομ. 16.7.2007.

Χ. Γαλανός, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χατζηχαραλάμπους για Α. Σοφοκλέους, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Γ. Ερωτοκρίτου, Δ..

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι, με την Έκθεση Απαίτησης τους, ισχυρίστηκαν ότι μεταξύ τους και του πρωτοφειλέτη-Εναγομένου 1 (ο οποίος δεν είναι διάδικος στην έφεση), υπεγράφη στις 28.6.2000 συμφωνία με την οποία θα του παραχωρούσαν τραπεζικές διευκολύνσεις σε μορφή τρεχούμενου λογαριασμού, με όριο £15.000. Ο Εφεσείων-Εναγόμενος 2 και η Εναγόμενη 3 (η οποία ούτε αυτή είναι διάδικος στην έφεση), την ίδια ημέρα εγγυήθηκαν γραπτώς όλες τις υποχρεώσεις του Εναγομένου 1, παρού[*850]σες και/ή μελλοντικές, μέχρι του ποσού των £23.000, πλέον τόκους (Τεκμήριο 4). Οι Εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν επίσης ότι στις 30.8.2000, μετά από παράκληση του Εναγομένου 1, του παραχώρησαν πιστωτική κάρτα η οποία συνδέθηκε με τον τρεχούμενο λογαριασμό του και η οποία είχε όριο £5.000. Κατά τις 19.12.2002, ο λογαριασμός της κάρτας παρουσίαζε καθυστερήσεις £8.676,30.  Αξίωσαν το πιο πάνω ποσό από τον Εναγόμενο 1, ο οποίος όμως παρέλειψε να το εξοφλήσει, με αποτέλεσμα οι Εφεσίβλητοι να τερματίσουν τη λειτουργία του λογαριασμού της κάρτας. Περαιτέρω, οι Εφεσίβλητοι, στις 30.12.2002 χρέωσαν το μέχρι τότε υπόλοιπο του λογαριασμού της κάρτας (£8.949,31) στον τρεχούμενο λογαριασμό του Εναγόμενου 1, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός κατά την 31.12.2002 να παρουσιάζει οφειλόμενο υπόλοιπο £34.427,53. Με επιστολή τους κάλεσαν τον Εναγόμενο 1 και τους εγγυητές του, να εξοφλήσουν τον λογαριασμό και μετά που αυτοί παρέλειψαν να το πράξουν, τερμάτισαν τη λειτουργία του λογαριασμού, επιβαρύνοντας τον με τόκο προς 10.75% ετησίως. Οι Εφεσίβλητοι αναγκάστηκαν να εναγάγουν τόσο τον πρωτοφειλέτη-Εναγόμενο 1, όσο και τους δύο εγγυητές, αξιώνοντας από αυτούς το ποσό των £27.602,59 το οποίο, όπως αναφέρεται στο απαιτητικό της Έκθεσης Απαίτησης, αντιπροσώπευε το υπόλοιπο του λογαριασμού και/ή της πιστωτικής κάρτας, πλέον τόκο.

Οι Εναγόμενοι 1 και 3 φαίνεται ότι δέχθηκαν και εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους. Όμως ο Εφεσείων-Εναγόμενος 2, αμφισβήτησε την αξίωση και με την υπεράσπισή του ισχυρίστηκε ότι ο υπεύθυνος του υποκαταστήματος των Εφεσιβλήτων, του ζήτησε να υπογράψει ως εγγυητής του Εναγομένου 1 για σκοπούς χρηματοδότησης 8 αυτοκινήτων ενοικίασης, για ποσό £25.000, διαβεβαιώνοντας τον ότι δεν υπήρχε κανένας απολύτως κίνδυνος για την παραχώρηση της εγγύησης, εξηγώντας του ότι το ποσό ήταν εξασφαλισμένο με υποθήκη που κάλυπτε την αξία της χρηματοδότησης των αυτοκινήτων. Πέραν τούτου, ο Εφεσείων αρνείται ότι υπέγραψε την ισχυριζόμενη ή οποιαδήποτε άλλη εγγύηση σε σχέση με τον τρεχούμενο λογαριασμό του Εναγομένου 1 ή για την πιστωτική του κάρτα. Εν πάση περιπτώσει, ισχυρίζεται ότι αν αποδειχθεί ότι υπέγραψε τέτοια έγγραφα, η υπογραφή του αποσπάστηκε μετά από παραπλάνηση των Εφεσιβλήτων. Με την παράγραφο 6 της Έκθεσης Υπεράσπισής του, αρνείται ρητά ότι το υπόλοιπο των λογαριασμών, όπως αυτό παρουσιάζεται από τους Εφεσίβλητους, ανέρχεται στο ποσό των £27.602,59.

Κατά την ακρόαση της αγωγής, οι Εφεσίβλητοι κάλεσαν ως μάρτυρες δύο υπαλλήλους της Τράπεζας οι οποίοι κατάθεσαν διά[*851]φορα έγγραφα που σχετίζονταν με τους λογαριασμούς. Για την Υπεράσπιση κατέθεσε ο Εφεσείων, η σύζυγος του και ο πρωτοφειλέτης-Εναγόμενος 1. Κατά την έναρξη της δίκης, η δικηγόρος για τους Εφεσίβλητους περιόρισε την απαίτηση των πελατών της στις £23.000, πλέον τόκο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία έκρινε τον Εφεσείοντα ως μη αξιόπιστο επί των κρίσιμων σημείων.  Επίσης, θεώρησε ότι η μαρτυρία της συζύγου του δεν μπορούσε να βοηθήσει την υπεράσπισή του. Τέλος, έκρινε και τη μαρτυρία του πρωτοφειλέτη-Εναγόμενου 1 ως αναξιόπιστη, με αποτέλεσμα να μην στηριχτεί σ’ αυτήν.

Παρά το γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων για τους Εφεσίβλητους και αποδέχθηκε το γεγονός ότι παραχωρήθηκε στον πρωτοφειλέτη, τουλάχιστον το ποσό των £15.000, εντούτοις βασιζόμενο στις υποθέσεις D. & G. Products Ltd. v. Premixco Asphalting Co. (1999) 1 A.A.Δ. 263 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. v. Έλλη Σταυρινού (2005) 1 Α.Α.Δ. 1390, κατέληξε ότι δεν υπήρχε αναλυτική κατάσταση λογαριασμού που να δείχνει τις χρεοπιστώσεις και τον τρόπο υπολογισμού του τόκου, με αποτέλεσμα να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πώς προκύπτει το τελικό υπόλοιπο του λογαριασμού και τι ακριβώς περιλαμβάνεται σ’ αυτό. Θεώρησε ότι οι Εφεσίβλητοι οι οποίοι είχαν το βάρος να αποδείξουν πώς ακριβώς προκύπτει το οφειλόμενο ποσό, το μόνο που κατάφεραν να αποδείξουν είναι ότι παραχωρήθηκε το ποσό των £15.000 στον πρωτοφειλέτη και ως εκ τούτου εξέδωσε απόφαση υπέρ τους και εναντίον του Εφεσείοντος, μόνο για το πιο πάνω ποσό, πλέον τόκο 8% από 1.10.2002, πλέον έξοδα.

Ο Εφεσείων με τέσσερις λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης μαζί, αφού όλοι εστιάζονται, στη λανθασμένη κατά τον Εφεσείοντα, κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι παραχωρήθηκε στον πρωτοφειλέτη τουλάχιστον το ποσό των £15.000. Ο Εφεσείων θεωρεί ότι λανθασμένα και αυθαίρετα το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον του, έστω και για το ποσό των £15.000, αφού ενώπιόν του δεν είχε οποιαδήποτε αναλυτική κατάσταση για τις χρεωπιστώσεις και κίνηση του επίδικου λογαριασμού και τον τρόπο που υπολογίστηκε ο τόκος από την έναρξη της ισχύος του μέχρι το τελικό υπόλοιπο. Θεωρεί επίσης ότι το δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του αρκετή μαρτυρία για να καταλήξει στο εύρημα ότι δόθηκαν στον [*852]πρωτοφειλέτη τουλάχιστον £15.000. Η μόνη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του από την υπάλληλο της Τράπεζας, Μ.Ε.1, ήταν ότι «απλώς δόθηκε όριο για £15.000», όχι όμως ότι και το ποσό παραχωρήθηκε στον πρωτοφειλέτη και ότι χρησιμοποιήθηκε από αυτόν ή και αν ακόμη χρησιμοποιήθηκε, ότι δεν εξοφλήθηκε. Αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να αποδειχθούν μόνο με κάποια αναλυτική κατάσταση ή άλλη μαρτυρία, η οποία θα έδειχνε την πλήρη κίνηση του λογαριασμού.

Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι θεωρούν ορθή την κατάληξη του δικαστηρίου, χωρίς να εφεσιβάλλουν τη μείωση της απαίτησης τους από το δικαστήριο από £27.602,59 στις £15.000, πλέον τόκους και έξοδα.  Θεωρούν ότι το δικαστήριο ορθά στηρίχθηκε στην κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 12, το οποίο παρουσίασε η Μ.Ε.1. Επίσης ότι ο Εφεσείων, παρέλειψε να αντεξετάσει την Μ.Ε.1 για την κατάσταση του λογαριασμού που η ίδια κατάθεσε, με αποτέλεσμα η μαρτυρία της για το οφειλόμενο υπόλοιπο, να παραμείνει αναντίλεκτη.

Εκείνο που στην ουσία καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει, είναι κατά πόσον οι Εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να αποδείξουν επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, πως καταλήγουν στο ποσό που αξιώνουν από τον Εφεσείοντα. Παράλληλο ερώτημα είναι κατά πόσον οι Εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να παρουσιάσουν στο δικαστήριο λεπτομερείς καταστάσεις του λογαριασμού του πρωτοφειλέτη, ώστε να διαφανεί η κίνηση του λογαριασμού και πώς διαμορφώθηκε το τελικό υπόλοιπο που αξιώνεται.

Κατά την άποψή μας, η απάντηση έχει ήδη δοθεί από τη νομολογία μας.  Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι Εφεσίβλητοι με την απαίτησή τους, αρχικά αξίωναν ποσό £27.602,59.  Μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Yπεράσπισης, με δήλωση της δικηγόρου τους, κατά την έναρξη της δίκης, περιόρισαν το ποσό στις £23.000 πλέον τόκους. Η Μ.Ε.1 ανέφερε ότι ο Εφεσείων εγγυήθηκε τον πρωτοφειλέτη για το ποσό των £23.000, πλέον τόκους.  Το εγγυητήριο, Τεκμήριο 4, επιβεβαιώνει το γεγονός. Στη συνέχεια και μετά την παραχώρηση της εγγύησης, παραχώρησαν στον πρωτοφειλέτη πιστωτική κάρτα. Όταν ο λογαριασμός της κατέστη χρεωστικός, τον τερμάτισαν και χρέωσαν το υπόλοιπο στον τρεχούμενο λογαριασμό του πρωτοφειλέτη, τον οποίο είχε εγγυηθεί ο Εφεσείων και ο οποίος αμφισβήτησε το υπόλοιπο. Η υπάλληλος της τράπεζας, Μ.Ε.1, προς απόδειξη του υπόλοιπου που αμφισβητείτο, κατάθεσε στο δικαστήριο ότι οι Εφεσίβλητοι τηρούν τραπεζικά βιβλία και σε ηλεκτρονική μορφή.  Στη συνέχεια, [*853]διευκρίνισε ότι:-

«Στο σύστημα που τηρείται στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές φυλάσσονται όλες οι πληροφορίες και οι πράξεις που αφορούν όλους τους λογαριασμούς των πελατών των Εναγόντων συμπεριλαμβανομένων και του λογαριασμού του Εναγόμενου 1 που ανέφερα πιο πάνω.

Όλες οι καταστάσεις λογαριασμού που ανέφερα πιο πάνω αποτελούν αντίγραφα των καταχωρημένων στο αρχείο πράξεων, οι οποίες αποτελούν το αρχείο, σε σχέση με τον πιο πάνω λογαριασμό του Εναγόμενου 1.

Το τραπεζικό βιβλίο που τηρείται από τους Ενάγοντες σε ηλεκτρονική μορφή ήταν και είναι καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή από το άνοιγμα του πιο πάνω λογαριασμού μέχρι και σήμερα, ένα από τα συνήθη τραπεζικά βιβλία των Εναγόντων.  Όλες οι καταχωρήσεις στο εν λόγω τραπεζικό βιβλίο συμπεριλαμβανομένων και των καταχωρήσεων για τον επίδικο λογαριασμό έγιναν κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών των Εναγόντων. Το τραπεζικό βιβλίο καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν και εξακολουθεί να βρίσκεται φυλαγμένο στις κτιριακές εγκαταστάσεις των Εναγόντων, υπό τον έλεγχο των Εναγόντων. Όλες οι καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού μετά από εντολή που παρήχθησαν και εκτυπώθηκαν από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή μου και αφού συγκρίθηκαν από εμένα με την αρχική καταχώρηση στον ηλεκτρονικό υπολογιστή διαπίστωσα ότι είναι ορθοί.»

Κατά την ακρόαση της αγωγής, η μάρτυς δεν παρουσίασε αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού, αλλά περίληψη κατάστασης (Τεκμήριο 10), στην οποία φαίνονταν μόνο δύο ποσά, δηλαδή ότι στις 28.6.2000 το αρχικό ποσό που θα έφερε τόκο, ήταν £23.000 και ότι μέχρι τις 4.5.2006 χρεώθηκαν τόκοι £10.917,33 με αποτέλεσμα το ολικό οφειλόμενο υπόλοιπο με τον τόκο να ανέρχεται στις £33.917,33, πλέον τόκοι προς 9% επί του ποσού των £23.000 από 4.5.2006. Η Μ.Ε. 1 παρουσίασε επίσης δισέλιδη αναλυτική κατάσταση από 1.10.2002 μέχρι 17.11.2003, στην οποία φαίνεται η κίνηση του λογαριασμού και το τελικό υπόλοιπο που ανήλθε στις £27.602,59, δηλαδή £26.551,77 τοκοφόρο κεφάλαιο και £1.050,82 εισπρακτέους τόκους, πλέον τόκο 10,25% επί του ποσού των £26.551,77, από 17.11.2003 συμπεριλαμβανομένου.

Με αυτά τα δεδομένα, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, [*854]δεν θεωρούμε ότι αποδεικνύεται το υπόλοιπο του λογαριασμού το οποίο αμφισβητείται από τον Εφεσείοντα.

Στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. v. Σταυρινού (2005) 1 Α.Α.Δ. 1390, η εγγυήτρια εγγυήθηκε μέχρι ποσού £2.000, πλέον τόκους, τον τρεχούμενο λογαριασμό του πρωτοφειλέτη, στον οποίον, όπως και εδώ, η Τράπεζα χορήγησε και πιστωτική κάρτα. Η εγγυήτρια αμφισβήτησε το τελικό υπόλοιπο του λογαριασμού (£5.159,21), ισχυριζόμενη ότι η Τράπεζα προέβη σε ανατοκισμό και σε άλλες παράνομες χρεώσεις, εις δε την αγωγή δεν αποκαλυπτόταν πως προέκυψε το ποσό των £5.159,21. Το πρωτόδικο δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή ελλείψει ικανοποιητικής μαρτυρίας που να αποδεικνύει την ύπαρξη και το ύψος των χρεωστικών υπολοίπων, τόσο του τρεχούμενου όσο και της πιστωτικής κάρτας. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση της Τράπεζας που ακολούθησε, θεωρώντας ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τελικά, ότι «καταστάσεις λογαριασμών ....... δεν εξηγήθηκαν με την πρέπουσα σαφήνεια και πειστικότητα, αφού παραμένουν εντελώς άγνωστα τα στοιχεία των όποιων συντελεστών ή χρεωπιστώσεων που έγιναν στο παρελθόν και τα οποία απόληγαν στο εμφανιζόμενο υπόλοιπο».

Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει κενό στην κίνηση του λογαριασμού μεταξύ 28.6.2000 και 1.10.2002 που ξεκινά η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 12. Καμιά μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου που να δείχνει ποιο ποσό δόθηκε αρχικά στον πρωτοφειλέτη, ποιες ήταν οι χρεοπιστώσεις μέχρι 1.10.2002 και πώς προέκυψε το ποσό των £24.482,63 που φαίνεται ως μεταφερόμενο υπόλοιπο στην κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 12. Η αόριστη δήλωση της μάρτυρος ότι οι λογαριασμοί «είναι ορθοί», θεωρούμε, έστω και χωρίς αντεξέταση, ότι δεν είναι αρκετή για να αποδείξει το ακριβές οφειλόμενο υπόλοιπο σε μια υπόθεση που ήταν υπό αμφισβήτηση. Το εύρημα του δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι «το μόνο που κατάφεραν να αποδείξουν είναι ότι παραχωρήθηκε το ποσό των £15.000 στον εναγόμενο 1» είναι αυθαίρετο, αφού από τις καταστάσεις λογαριασμού δεν προκύπτει με σαφήνεια ένα τέτοιο συμπέρασμα. Η μαρτυρία του Μ.Ε.1 ότι αρχικά παραχωρήθηκε στον πρωτοφειλέτη όριο £15.000, δεν είναι αρκετή για να αποδείξει ότι όντως χρησιμοποιήθηκε το όριο. Ούτε και είναι αρκετό για να αποδείξει πώς στη συνέχεια κινήθηκε ο λογαριασμός, ώστε το δικαστήριο να καταλήξει στο εύρημα ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού κατά τον τερματισμό, ήταν όντως χρεωστικό κατά £15.000. Ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη τα διάφορα ποσά που σε διάφορα χρονικά διαστήματα ισχυρίζονταν οι Εφε[*855]σίβλητοι ότι ήταν το υπόλοιπο, (£27.602,09 στην Έκθεση Απαίτησης και μείωσή του στη συνέχεια στις £23.000), το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να είναι προσεκτικό αναφορικά με το ακριβές υπόλοιπο του λογαριασμού.

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αγωγή απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του Εφεσείοντος. Τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντος.

Η έφεση επιτρέπεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσείοντος. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο