Στεφάνου - Μετζίτη Ελένη (2010) 1 ΑΑΔ 891

(2010) 1 ΑΑΔ 891

[*891]22 Ιουνίου, 2010

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ 35, ΘΕΣΜΟΣ 20

ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 43 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΩΝ

ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ 57, ΘΕΣΜΟΣ 2

ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ 59, ΘΕΣΜΟΣ Ι ΚΑΙ ΙΙ

ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ,

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ

ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ-ΜΕΤΖΙΤΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ

ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ

ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ/΄Η ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13/4/2010

ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΝΕΚΡΙΝΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΕΞΟΔΩΝ

ΠΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΕ Ο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ ΤΗΝ 13/4/2010

ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 2 ΚΑΙ 3

ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ’ ΑΡ. 3003/09 Ε.Δ. ΠΑΦΟΥ.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 50/2010)

 

Έξοδα ― Έφεση στρεφόμενη αποκλειστικά εναντίον διαταγής εξόδων ― Προϋποθέσεις παροχής άδειας ― Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Δ.35, θ.20.

Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Ευρεία διακριτική ευχέρεια ― Ασκείται δικαστικά ― Τα έξοδα ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης ― Απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται μόνο εφ’ όσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης ή μέρους αυτής.

Η αιτήτρια – ενάγουσα σε αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ζητά άδεια καταχώρησης έφεσης στρεφόμενης αποκλειστικά κατά της διαταγής εξόδων των εναγομένων για την καταχώρηση της υπεράσπισης και ανταπαίτησης.

Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.35, θ.20 των Θεσμών της [*892]Πολιτικής Δικονομίας.

Ο συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι η εκδοθείσα διαταγή για έξοδα, η οποία περιλαμβάνει και τα έξοδα για την καταχωρηθείσα υπεράσπιση και ανταπαίτηση την οποία ο δικηγόρος των εναγομένων καταχώρησε, παρ’ όλον ότι γνώριζε ότι η υπόθεση θα αποσυρόταν, συνιστά λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για επιδίκαση των εξόδων της δίκης και συνεπώς δικαιολογείται, ίσως, ο παραμερισμός της εκδοθείσας διαταγής και η αποκατάστασή της, αν βεβαίως το αποτέλεσμα της έφεσης που θα καταχωρείτο ήταν ευνοϊκό για την αιτήτρια.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η παροχή άδειας δικαιολογείται, όπως προκύπτει από το κείμενο της Δ.35, θ.20, μόνο εφ’ όσον καθίσταται εμφανές ότι η απόφαση για τα έξοδα (α) αντίκειται προς το νόμο ή διαδικαστικό κανονισμό, (β) βασίζεται σε παρανόηση των γεγονότων ή (γ) όπου διατάσσεται ένας διάδικος να καταβάλει τα έξοδα του άλλου χωρίς επαρκή λόγο.

2.  Η παροχή άδειας δεν αφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αλλά συναρτάται με τη στοιχειοθέτηση από τον αιτητή τουλάχιστον μιας των προϋποθέσεων που καθορίζει η Δ.35, θ.20.

3.  Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε από τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν φαίνεται να αντίκειται προς οιονδήποτε νόμο ή διαδικαστικό κανονισμό και δεν βασίζεται σε παρανόηση των γεγονότων.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Παρατήρηση Εφετείου:

Το μικρό, σχεδόν συμβολικό ποσό των εξόδων που επιδικάστηκε για την καταχώρηση της υπεράσπισης, αν και δεν διεδραμάτισε κανένα ρόλο στην απόφαση του Εφετείου, θα έπρεπε να προβληματίσει τον συνήγορο της αιτήτριας πριν αποφασίσει να καταχωρήσει, με τόση ευκολία την παρούσα αίτηση.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χάσικος κ.ά. v. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389,

[*893]Θρασυβούλου v. Arto Estates Limited (1993) 1 Α.Α.Δ. 12,

Φιλίππου v. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890,

Ρούσος κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 360.

Aίτηση.

Aίτηση από την αιτήτρια-ενάγουσα με την οποία αξιώνει την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση έφεσης εναντίον της απόφσης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Xαραλάμπους, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 3003/09), ημερ. 13.4.2010, με την οποία εγκρίθηκε ο κατάλογος εξόδων στην πιο πάνω αγωγή υπέρ των εναγομένων.

Λ. Λουκαΐδης, για την Αιτήτρια.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου απαγγέλλεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είχε εγείρει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου την υπ’ αριθμό 3003/09 αγωγή. Σύμφωνα με το δικηγόρο της αιτήτριας, οι εναγόμενοι, παρ’ όλον ότι το γραφείο του δικηγόρου τους ειδοποιήθηκε για την πρόθεση της αιτήτριας να αποσύρει την αγωγή μία ημέρα προηγουμένως, στις 5.3.2010 κατέθεσαν υπεράσπιση και ανταπαίτηση. Τελικά η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της αιτήτριας.

Στον κατάλογο εξόδων που ετοιμάστηκε από τον πρωτοκολλητή εγκρίθηκαν υπέρ των εναγομένων και έξοδα για καταχώρηση της υπεράσπισης και ανταπαίτησης. Ο κατάλογος εγκρίθηκε τελικά και από το δικαστήριο.

Με την παρούσα διαδικασία η αιτήτρια αξιώνει την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση έφεσης εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 13.4.2010 με την οποία εγκρίθηκε ο κατάλογος εξόδων στην πιο πάνω υπόθεση.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο δικηγόρος της αιτήτριας είχε αποστείλει σχετική επιστολή στον πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, ο οποίος, όμως, προχώρησε στην έγκριση των εξόδων, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν τους ισχυρισμούς που αναφέρονταν στην επιστολή και χωρίς να καλέσει την πλευρά της ενά[*894]γουσας να εκφράσει τις απόψεις της.

Η αιτήτρια παραπονείται ότι το δικαστήριο λανθασμένα ενέκρινε τον κατάλογο εξόδων των εναγομένων χωρίς να αιτιολογήσει την παράλειψή του να λάβει υπ’ όψιν την επιστολή που ο δικηγόρος της ενάγουσας είχε αποστείλει προς τον πρωτοκολλητή.

Η παρούσα αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.35, θ.20 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας, όπου προνοείται ότι έφεση εναντίον απόφασης αποκλειστικά λόγω λανθασμένης καθοδήγησης αναφορικά με έξοδα ή εναντίον διατάγματος για ψήφιση εξόδων δεν θα παρέχεται, εκτός κατόπιν αδείας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δεν θα δίδεται εκτός αν διαφανεί ότι η απόφαση ή το διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση προνοιών οιουδήποτε νόμου ή κανονισμού ή βασίζεται σε πλάνη περί τα γεγονότα ή διατάσσει διάδικο να καταβάλει έξοδα τα οποία δημιουργήθηκαν χωρίς ικανοποιητικό λόγο από τον αντίδικο.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε ότι η εκδοθείσα διαταγή για τα έξοδα, η οποία περιλαμβάνει και τα έξοδα για την καταχωρηθείσα υπεράσπιση και ανταπαίτηση την οποία ο δικηγόρος των εναγομένων καταχώρησε, παρ’ όλον ότι γνώριζε ότι η υπόθεση θα αποσυρόταν, συνιστά λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για επιδίκαση των εξόδων της δίκης και συνεπώς δικαιολογείται, ίσως, ο παραμερισμός της εκδοθείσας διαταγής και η αποκατάστασή της, αν βεβαίως το αποτέλεσμα της έφεσης που θα καταχωρείτο ήταν ευνοϊκό για την αιτήτρια.

Στην υπόθεση Χάσικος κ.ά. v. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389, επαναλήφθηκε ότι το αποτέλεσμα αποτελεί τον κύριο καθοδηγητικό παράγοντα για την άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου ως προς τα έξοδα. Απόκλιση από αυτό τον κανόνα πρακτικής, δικαιολογείται μόνο εφ’ όσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης ή μέρους τους.

Στην υπόθεση Θρασυβούλου v. Arto Estates Limited (1993) 1 Α.Α.Δ. 12 το δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου ασκείται δικαστικά μόνο εφ’ όσον εκπηγάζει από τη στάθμιση των σχετικών γεγονότων, των εσωγενών παραγόντων, αποκλειομένου κάθε εξωγενούς παράγοντα. Στην ίδια υπόθεση τονίστηκε ότι είναι θεμελιωμένο ότι ο βασικός παράγων που διέπει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, είναι το αποτέλεσμα της δίκης. Θεωρείται ασύννομο ο δι[*895]καιωθείς διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του και εύλογο να τα επωμίζεται ο αποτυχών διάδικος, η αδικαιολόγητη προσφυγή του οποίου στο δικαστήριο αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των εξόδων. Κλασσικό παράδειγμα εξαίρεσης από τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση επιτυχόντα διάδικου ο οποίος με το χειρισμό της υπόθεσής του συμβάλλει στην αύξηση των εξόδων της δίκης. Σε μια τέτοια περίπτωση δικαιολογείται ο μετριασμός της εφαρμογής του κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, ώστε να αντανακλάται η συμβολή του επιτυχόντα διάδικου στη διόγκωση των εξόδων.

Απόλυτα κατατοπιστική για τις προϋποθέσεις που τίθενται από τη Δ.35, θ.20 για την υποβολή έφεσης εναντίον διαταγής για έξοδα, είναι η υπόθεση Φιλίππου v. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890 στην οποία έγινε λεπτομερής αναφορά στη νομολογία.

Στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια υποστηρίζει ότι οι δικηγόροι των εναγομένων κατέθεσαν υπεράσπιση και ανταπαίτηση παρ’ όλον ότι γνώριζαν ότι είχε εκδηλωθεί πρόθεση απόσυρσης της αγωγής. Ο δικηγόρος των εναγομένων με επιστολή του προς τους δικηγόρους της αιτήτριας ημερομηνίας 23.4.10, υποστηρίζει ότι η υπεράσπιση και ανταπαίτηση καταχωρήθηκε στις 5.3.10, πριν δηλαδή το τηλεφώνημα του δικηγόρου της αιτήτριας προς το γραφείο του, μόνο και μόνο γιατί στις 2.2.2010 είχε καταχωρηθεί αίτηση για έκδοση απόφασης εναντίον των εναγομένων 2 και 3, λόγω παράλειψης καταχώρησης της υπεράσπισης.

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Μάριος Ρούσος και Tασούλλα Xριστοφή (1999) 1 Α.Α.Δ. 360, η εξουσία του δικαστηρίου να επιτρέψει έφεση αποκλειστικά σε σχέση με τα έξοδα είναι περιορισμένη. Η παροχή άδειας δικαιολογείται, όπως προκύπτει από το κείμενο της Δ.35, θ.20, μόνο εφ’ όσον καθίσταται εμφανές ότι η απόφαση για τα έξοδα (α) αντίκειται προς το νόμο ή διαδικαστικό κανονισμό, (β) βασίζεται σε παρανόηση των γεγονότων ή (γ) όπου διατάσσεται ένας διάδικος να καταβάλει τα έξοδα του άλλου χωρίς επαρκή λόγο.

Η παροχή άδειας δεν αφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου αλλά συναρτάται με τη στοιχειοθέτηση από τον αιτητή τουλάχιστον μιας των προϋποθέσεων που καθορίζει η Δ.35, θ.20.

Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε από τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Η απόφαση του δικα[*896]στηρίου δεν φαίνεται να αντίκειται προς οιονδήποτε νόμο ή διαδικαστικό κανονισμό και δεν βασίζεται σε παρανόηση των γεγονότων. Το δικαστήριο εγκρίνοντας τα έξοδα που υπολόγισε ο πρωτοκολλητής γνώριζε ότι είχαν επιδικαστεί έξοδα και για την καταχώρηση της υπεράσπισης, ενώ αμφισβητείται από την άλλη πλευρά ότι οι εναγόμενοι κατά το χρόνο καταχώρησης της υπεράσπισης γνώριζαν τις προθέσεις της αιτήτριας να αποσύρει την αγωγή. Περαιτέρω δικαιολογούν την καταχώρηση της υπεράσπισης με την εκκρεμούσα αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης υπεράσπισης. Βρίσκουμε συνεπώς ότι δεν ικανοποιείται ούτε και η τρίτη προϋπόθεση, ότι δηλαδή η αιτήτρια είχε διαταχθεί να καταβάλει έξοδα χωρίς επαρκή λόγο. Οι εναγόμενοι, όπως είχαν υποχρέωση, καταχώρησαν, εν όψει μάλιστα και επαπειλούμενης απόφασης εναντίον τους, την υπεράσπισή τους.

Ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι τα γεγονότα δεν είναι όπως τα ισχυρίζεται ο δικηγόρος των εναγομένων και αν δεχτούμε ότι στην πραγματικότητα γνώριζε όταν καταχωρούσε την υπεράσπιση, την πρόθεση της αιτήτριας να αποσύρει την αγωγή της, δεν παρατηρούμε οποιαδήποτε παράβαση. Μπορεί σε μια τέτοια περίπτωση η κίνηση του δικηγόρου των εναγομένων να μπορεί να περιγραφεί με διάφορους τρόπους, αλλά κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις η συμπεριφορά του ήταν πάντα μέσα στα πλαίσια των σχετικών προνοιών του νόμου και των κανονισμών. Δεν υποβλήθηκε καν ότι παρεισέφρησε παρανόηση των γεγονότων, ενώ οι συνθήκες δεν δικαιολογούν συμπέρασμα ότι η αιτήτρια διατάχθηκε να καταβάλει έξοδα που δημιουργήθηκαν από τον αντίδικο χωρίς ικανοποιητικό λόγο. Δεν βλέπουμε πως το δικαστήριο διέπραξε οποιοδήποτε λάθος εγκρίνοντας έξοδα για την καταχώρηση της υπεράσπισης.

Καταλήγουμε ότι δεν ικανοποιείται καμιά από τις προϋποθέσεις της Δ.35, θ.20 και γι’ αυτό δεν παραχωρείται άδεια καταχώρησης έφεσης εναντίον της απόφασης έγκρισης του καταλόγου εξόδων. Πριν καταλήξουμε θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι το μικρό ποσό των εξόδων, σχεδόν συμβολικό, που επιδικάστηκε για την καταχώρηση της υπεράσπισης, άνκαι δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην κατάληξή μας, θα έπρεπε να προβληματίσει τον ευπαίδευτο δικηγόρο της αιτήτριας πριν αποφασίσει να καταχωρήσει, με τόση ευκολία, την παρούσα αίτηση.

Η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο