The Jesse L. και Άλλοι (Aρ. 2) (2010) 1 ΑΑΔ 933

(2010) 1 ΑΑΔ 933

[*933]1 Ιουλίου, 2010

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9

ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ

1. JESSE L. THE,

2. SERGUEI SOLDATENKO,

3. ACM CORP. 1, (AP. 2)

ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΔΙΑΤΑΓΜΑ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20.05.2010 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ

ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 28/2010

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 113,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ NAFTRAC LTD

(AΡ. ΕΓΓΡΑΦΗΣ 237984),

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ 28/2010

ΤΟΥ OLEKSIY TATARENKO, ΑΙΤΗΤΗ,

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ

ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 28/2010:

1. NAFTRAC LTD, ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ 1,

2. JESSE L. THE, ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑIΤΗΣΗ 2,

3. SERGUEI SOLDATENKO, ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ 3,

[*934]4.        ACM CORP. 1, AΠO MAPLES CORPORATE

    SERVICES LTD, ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ 4.

(Αίτηση Αρ. 64/2010)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari Αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari προς ακύρωση διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με το οποίο κατέστη απόλυτο παρεμπίπτον διάταγμα εκδοθέν εναντίον των αιτητών μετά από μονομερή αίτηση ― Καταστρατήγηση των ρητών προνοιών του Άρθρου 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, υπέρβαση δικαιοδοσίας, παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και στέρηση του συνταγματικού δικαιώματος των αιτητών να ακουστούν ― Έκδοση εντάλματος Certiorari με το οποίο ακυρώθηκε η απόφαση που καθιστούσε απόλυτο το παρεμπίπτον διάταγμα.

Προνομιακά εντάλματα ― Aρχές της νομολογίας που διέπουν τους λόγους για τους οποίους εκδίδονται τα προνομιακά εντάλματα.

Τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής αφορούν πρωτογενή αίτηση για την διάλυση της εταιρείας NAFTRAC Ltd (Εταιρική Αίτηση Aρ. 28/10) και/ή την αγορά των μετοχών τριών άλλων μετόχων της, αιτητών στην παρούσα διαδικασία. Ο αιτητής στην πρωτογενή αίτηση διάλυσης της πιο πάνω εταιρείας, εξασφάλισε στις 19.1.2010 παρεμπίπτον διάταγμα εναντίον των μετόχων, το οποίο κατέστη επιστρεπτέο στις 28.1.2010. Το παρεμπίπτον διάταγμα οριστικοποιήθηκε εναντίον της εταιρείας στις 28.1.2010 και εναντίον των αιτητών στις 20.5.2010.

Το ιστορικό της υπόθεσης σε σχέση με τα προηγηθέντα της οριστικοποίησης του διατάγματος είναι σε συντομία το ακόλουθο:

Στις 22.3.2010, ημέρα κατά την οποία ήταν ορισμένη η κυρίως αίτηση και για επίδοση το παρεμπίπτον διάταγμα, το κατώτερο Δικαστήριο επιλήφθηκε μόνο της κυρίως αίτησης την οποία ανέβαλε για επίδοση στις 13.4.2010, χωρίς να γίνει οποιαδήποτε πρόνοια για το παρεμπίπτον διάταγμα. Την ημέρα εκείνη το Δικαστήριο επιλήφθηκε της κυρίως αίτησης, την οποία ανέβαλε στις 20.5.2010, χωρίς και πάλι να επιληφθεί του προσωρινού διατάγματος. Στις 19.5.2010, καταχωρήθηκε ένορκη δήλωση ότι έγινε επίδοση και στον Jesse L. The, στις 11.5.2010, στον Serguei Soldatenko, στις 12.5.2010 και στους ACM Corp. 1, στις 10.5.2010 (Καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 στη διαδικασία του παρεμπίπτοντος διατάγματος). Την επομένη, 20.5.2010, ημέρα που ήταν ορισμένη η κυρίως αίτηση για επίδοση, στη βάση της ένορ[*935]κης δήλωσης ημερομηνίας 19.5.2010, ζητήθηκε και οριστικοποιήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα, αναφορικά με τα πιο πάνω πρόσωπα, στα οποία έγινε επίδοση του διατάγματος.

Οι αιτητές, αφού εξασφάλισαν άδεια, αιτούνται την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, υποστηρίζοντας ότι το παρεμπίπτον διάταγμα όταν τους επιδόθηκε, δεν όριζε συγκεκριμένη ημερομηνία που ήταν επιστρεπτέο, ώστε να μπορούν να εμφανιστούν και να ενστούν, ούτε και καθόριζε άλλη προθεσμία μέσα στην οποία θα έπρεπε να εμφανιστούν και να ενστούν. Αυτό, κατά το συνήγορό τους, καταστρατηγούσε το Άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και τους στερούσε το δικαίωμά τους να ακουστούν. Ο συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε επίσης ότι η απόφαση να καταστεί απόλυτο το διάταγμα, λήφθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας, παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και καταστρατήγηση του συνταγματικού δικαιώματος των αιτητών που είχε ως αποτέλεσμα να παρεμποδιστούν από του να προβάλουν τις θέσεις τους σε ακρόαση για τη νομιμότητα του παρεμπίπτοντος διατάγματος.

Οι καθ’ ων η αίτηση υπέβαλαν ένσταση. Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου τους ήταν η μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του Δικαστηρίου, η κατάχρηση της διαδικασίας λόγω καταχώρησης αίτησης για παραμερισμό της επίδοσης της κυρίως αίτησης, η ύπαρξη άλλων ένδικων μέσων και η απουσία ειδικών περιστάσεων, η απουσία δυσμενών επιπτώσεων στους αιτητές και τέλος, ότι οι αιτητές είχαν τη δυνατότητα να ακουστούν.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η παράλειψη του κατώτερου Δικαστηρίου, είτε να δώσει επαρκή χρόνο στους αιτητές για να εμφανιστούν και να αμφισβητήσουν το διάταγμα, είτε να ορίσει την υπόθεση σε συγκεκριμένη ημερομηνία, παρέχοντας όμως ικανοποιητικό χρόνο μετά την επίδοση για να εμφανιστούν, είχε ως αποτέλεσμα οι αιτητές να στερηθούν του δικαιώματος ακρόασης και ενδεχομένως άλλων δικαιωμάτων, δυνάμει των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.

2.  Ενόψει της σύνδεσης των παραβιάσεων με το δικαιοδοτικό Άρθρο 9(3) του Κεφ. 6, η απόφαση με την οποία το διάταγμα κατέστη απόλυτο, θα πρέπει να ακυρωθεί. Όμως, δεν θα πρέπει να ακυρωθεί και αυτό καθ’ αυτό το αρχικό παρεμπίπτον διάταγμα ημερομηνίας 19.1.2010 για τους ακόλουθους λόγους:- (α) κάτι τέτοιο δεν ζητείται ως θεραπεία στην αίτηση, (β) δεν καταδείχθηκε οποιαδήποτε παρα[*936]νομία σε σχέση με την έκδοση του αρχικού διατάγματος, (γ) το γεγονός ότι μετά τις 22.3.2010 το Δικαστήριο παρέλειψε να διατάξει όπως το διάταγμα παραμείνει σε ισχύ, στην προκειμένη περίπτωση δεν επηρεάζει την ισχύ του, εφόσον στο αρχικό διάταγμα γινόταν πρόνοια ότι αυτό θα ίσχυε «μέχρι τελικής εκδίκασης» της αίτησης και (δ) οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν ότι πλην της στέρησης του δικαιώματος να ακουστούν, έχουν υποστεί οποιαδήποτε άλλη ζημιά ως αποτέλεσμα της πιο πάνω παράλειψης, ώστε να εξεταστεί το ενδεχόμενο ακύρωσης και του αρχικού διατάγματος.

3.  Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν διαπιστώνεται καμία κατάχρηση διαδικασίας από πλευράς των αιτητών με την καταχώρηση αίτησης παραμερισμού της επίδοσης της κυρίως αίτησης. Λόγω της φύσης της παρανομίας που διαπιστώνεται, δεν ευσταθεί το επιχείρημα περί ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου. Κανένα άλλο μέτρο στην παρούσα υπόθεση, όπου διαπιστώνεται υπέρβαση της εξουσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, νομική πλάνη εμφανής στο πρακτικό και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, θα ήταν πιο πρόσφορο μέτρο, παρά το παρόν. Εξάλλου, οποιαδήποτε αίτηση ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου για ακύρωση του διατάγματος, ουσιαστικά θα το καλούσε να ενεργήσει ως Εφετείο του εαυτού του.

     Ενόψει των ανωτέρω, εκδίδεται ένταλμα Certiorari, με το οποίο το διάταγμα του κατώτερου Δικαστηρίου ημερομηνίας 20.5.2010, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Εταιρική Αίτηση Aρ. 28/10, ακυρώνεται. Το παρεμπίπτον διάταγμα ορίζεται επιστρεπτέο ενώπιον του κατώτερου δικαστηρίου στις 7.7.2010, για να δυνηθούν οι αιτητές να εμφανιστούν και να δείξουν λόγο γιατί το παρεμπίπτον διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει.

Η αίτηση επιτράπηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Philippou (1986) 1 C.L.R. 568,

Xadjisoteriou a.ο. (1986) 1 C.L.R. 429,

Φεσσάς (1990) 1 Α.Α.Δ. 704,

Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Τράπεζα Κύπρου Λτδ. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1010.

[*937]Aίτηση.

Γ. Λεοντίου με Α. Πλαστήρα, για τους Αιτητές.

Μ. Καμπέρης με Σ. Ιεροθέου και Γ. Παπαδόπουλο, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

EPΩTOKPITOY, Δ.: Οι Αιτητές, αφού εξασφάλισαν σχετική άδεια, καταχώρησαν την παρούσα αίτηση με την οποία αιτούνται την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο και ακύρωση του διατάγματος ημερομηνίας 20.5.2010 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το οποίο εξεδόθη εναντίον των Αιτητών μετά από μονομερή αίτηση στην Εταιρική Αίτηση με αρ. 28/2010 και με το οποίο διατάχθηκε όπως το παρεμπίπτον διάταγμα που είχε εκδοθεί στις 19.1.2010, καταστεί απόλυτο.

Το ιστορικό της διαφοράς, το έχω παραθέσει στην απόφασή μου, με την οποία παραχωρήθηκε άδεια για καταχώρηση της παρούσας αίτησης και το επαναλαμβάνω, παρεμβάλλοντας κάποια νέα στοιχεία που έκτοτε ήρθαν στην επιφάνεια. Στις 18.1.2010 ο Oleksiy Tatarenko, από την Ουκρανία, καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, την πρωτογενή αίτηση αρ. 28/10, με την οποία ζητούσε τη διάλυση της εταιρείας NAFTRAC Ltd και/ή την αγορά των μετοχών τριών άλλων μετόχων της, ήτοι του Jesse L. The, από τον Καναδά, του Serguei Soldatenko, επίσης από τον Καναδά και των ACM Corp. 1, από τα νησιά Cayman. Την ίδια μέρα, καταχώρησε και μονομερή αίτηση, με την οποία ζητούσε διάφορα παρεμπίπτοντα διατάγματα, τα οποία σκοπούσαν, μεταξύ άλλων, στο να παρεμποδίσουν τόσο την Εταιρεία (η οποία δεν είναι διάδικος στην παρούσα διαδικασία), όσο και τους Καθ’ων η αίτηση, από του να αποξενώσουν μετοχές και περιουσιακά στοιχεία τους. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στις 19.1.2010 εξέδωσε παρεμπίπτον διάταγμα εναντίον όλων των πιο πάνω, το οποίο και κατέστησε επιστρεπτέο στις 28.1.2010. Στο διάταγμα γίνεται αναφορά ότι για κάθε μια από τις 13 απαγορευτικές ενέργειες που περιλαμβάνονται στο διάταγμα, θα ισχύει η απαγόρευση «μέχρι την τελική εκδίκαση» της αίτησης.

Στις 12.2.2010, το ίδιο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για σφράγιση της κυρίως αίτησης για επίδοση στο εξωτερικό. Στις 17.2.2010 παραχώρησε άδεια για επίδοση της κυρίως αίτησης, εκτός δικαιοδοσίας, και πρόβλεψε για την καταχώρηση εμφάνισης, μέσα σε δύο μήνες από της επίδοσης της κυρίως αίτησης, η οποία ορίστηκε στις [*938]24.2.2010. Στη συνέχεια, η κυρίως αίτηση αναβλήθηκε για τις 22/3, 13/4, 20/5 και 10.6.2010.

Στις 28.1.2010, που ήταν ορισμένο για επίδοση το παρεμπίπτον διάταγμα, κατατέθηκε ένορκη δήλωση ότι το διάταγμα επιδόθηκε στην εταιρεία, με αποτέλεσμα γι’ αυτήν, να καταστεί απόλυτο. Για τους υπόλοιπους, αναβλήθηκε για επίδοση στις 18.2.2010, με διαταγή όπως αυτό παραμείνει σε ισχύ μέχρι τότε. Την προηγούμενη ημέρα (17.2.2010), που ήταν ορισμένη αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, το δικαστήριο χωρίς να αναφέρει οποιοδήποτε λόγο, επιλήφθηκε και του προσωρινού διατάγματος και ακύρωσε την ημερομηνία που ήταν ήδη ορισμένο (18.2.2010) και όρισε ως νέα ημερομηνία για επίδοση του διατάγματος τις 22.3.2010. Επίσης διέταξε όπως το διάταγμα παραμείνει σε ισχύ μέχρι τότε. Στις 22.3.2010, που ήταν επίσης ορισμένη η κυρίως αίτηση, το κατώτερο δικαστήριο φαίνεται να επιλήφθηκε μόνο της κυρίως αίτησης, την οποία ανέβαλε για επίδοση στις 13.4.2010. Για το παρεμπίπτον διάταγμα δεν έγινε οποιαδήποτε πρόνοια. Στις 13.4.2010 το δικαστήριο επιλήφθηκε της κυρίως αίτησης, την οποία ανέβαλε στις 20.5.2010, χωρίς και πάλι να επιληφθεί του προσωρινού διατάγματος. Στις 19.5.2010, καταχωρήθηκε ένορκη δήλωση ότι έγινε επίδοση και στον Jesse L. The, στις 11.5.2010, στον Serguei Soldatenko, στις 12.5.2010 και στους ACM Corp. 1, στις 10.5.2010 (Καθ’ ων η αίτηση 2, 3 και 4 στη διαδικασία του παρεμπίπτοντος διατάγματος). Την επομένη, 20.5.2010, ημέρα που ήταν ορισμένη η κυρίως αίτηση για επίδοση, στη βάση της ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 19.5.2010, ζητήθηκε και οριστικοποιήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα, αναφορικά με τα πιο πάνω πρόσωπα, στα οποία έγινε επίδοση του διατάγματος.

Οι Jesse L. The, Serguei Soldatenko και ACM Corp. 1, είναι τα πρόσωπα που ως Αιτητές στην παρούσα διαδικασία, ζητούν την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. Ο λόγος για τον οποίο αιτούνται την πιο πάνω θεραπεία, είναι ότι το παρεμπίπτον διάταγμα όταν τους επιδόθηκε, δεν όριζε συγκεκριμένη ημερομηνία που ήταν επιστρεπτέο, ώστε να μπορούν να εμφανιστούν και να ενστούν, ούτε και καθόριζε άλλη προθεσμία μέσα στην οποία θα έπρεπε να εμφανιστούν και να ενστούν.

Οι Καθ’ων η αίτηση, έφεραν ένσταση προβάλλοντας συνολικά 12 λόγους ένστασης.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές, στην αγόρευσή του ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστήριξε ότι η έλλειψη ημερομηνίας που το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο, αποτελεί καταστρατήγηση των [*939]ρητών προνοιών του Αρθρου 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και στέρηση του συνταγματικού δικαιώματος των Αιτητών να ακουστούν. Πέραν τούτου, εισηγήθηκε ότι η απόφαση να καταστεί απόλυτο το διάταγμα, λήφθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας, παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και καταστρατήγηση του συνταγματικού δικαιώματος των Αιτητών που είχε ως αποτέλεσμα να παρεμποδιστούν οι Αιτητές από του να προβάλουν τις θέσεις τους σε ακρόαση για τη νομιμότητα του παρεμπίπτοντος διατάγματος. Περαιτέρω, ο κ. Λεοντίου υποστήριξε ότι το διάταγμα ούτως ή άλλως έπαυσε να ισχύει, αφού μετά τις 22.3.2010 δεν διατάχθηκε η διατήρηση του σε ισχύ, με αποτέλεσμα να εκπνεύσει.

Προς υποστήριξη των θέσεών του, αναφέρθηκε, όπως και κατά τη διαδικασία εξασφάλισης άδειας, στις υποθέσεις Re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568, στην οποία κρίθηκε ότι ο μη καθορισμός ημερομηνίας στο διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του Αρθρου 9 του Κεφ. 6 και η οποία καθιστά το διάταγμα επιστρεπτέο, αποτελεί έκδηλη πλάνη νόμου, η οποία δικαιολογεί την παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την έκδοση διατάγματος Certiorari. Επίσης, έκανε αναφορά στην υπόθεση Re Julia Xadjisoteriou and Another (1986) 1 C.L.R. 429, στην οποία κρίθηκε ότι η μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Αρθρου 9, αποτελεί λόγο ακύρωσης ακόμα και του ιδίου του διατάγματος με την έκδοση του προνομιακού εντάλματος.

Τέλος, ο συνήγορος των Αιτητών, επανέλαβε, όπως και κατά τη διαδικασία εξασφάλισης άδειας, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο και με αναφορά στην Re Χάρη Φεσσά (1990) 1 Α.Α.Δ. 704, υποστήριξε ότι όπου διαπιστώνεται παράβαση του Αρθρου 9 του Κεφ. 6 ή στέρηση του συνταγματικού δικαιώματος της ακρόασης, παρέχεται η δυνατότητα καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. Πέραν τούτου, ακόμη και αν κριθεί ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο, το Δικαστήριο θα πρέπει, ενόψει της φύσεως των παραβάσεων, να θεωρήσει ότι υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που δικαιολογούν την παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την έκδοση προνομιακού εντάλματος.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Καθ’ων η αίτηση, υποστήριξε με αναφορά σε νομολογία, την κάθε μια από τις ενστάσεις, για να καταλήξει ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας του, ήταν η μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του δικαστηρίου, η κατάχρηση της διαδικασίας λόγω καταχώρησης αίτησης για παραμερισμό της επίδοσης της κυρίως αίτησης, η ύπαρξη άλλων ένδικων μέσων και η απουσία ειδικών περιστάσεων, η απουσία δυσμενών [*940]επιπτώσεων στους Αιτητές και τέλος, ότι οι Αιτητές είχαν τη δυνατότητα να ακουστούν. Αναφορικά με την ισχύ του διατάγματος, υποστήριξε ότι το εκδοθέν διάταγμα ίσχυε μέχρι νεότερης διαταγής του δικαστηρίου.

Ένταλμα Certiorari εκδίδεται, όπως υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στην Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, «είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του ‘πρακτικού’ της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας». Περιπτώσεις όπως η έκδηλη πλάνη περί το νόμο η οποία προκύπτει σαφώς από το πρακτικό, η προκατάληψη και γενικά η μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, μπορούν επίσης να ελεγχθούν με Certiorari, αφού θεωρούνται από τη νομολογία ως εκφάνσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας και έτσι εντάσσονται στα όρια που τέθηκαν στην Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2), ανωτέρω (βλ. Τράπεζα Κύπρου Λτδ. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1010, στη σελίδα 1017). Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, με το ένταλμα Certiorari ελέγχεται η νομιμότητα της απόφασης και όχι η ορθότητά της. Γι’ αυτό όπου το κατώτερο δικαστήριο άσκησε διακριτική εξουσία χωρίς να υπερβεί τα ακραία όριά της, αυτή δεν μπορεί να ελεγχθεί με προνομιακό ένταλμα.

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι:-

(α) Το παρεμπίπτον διάταγμα ημερομηνίας 19.1.2010, όταν επιδόθηκε στους Αιτητές τον Μάιο του 2010, δεν έφερε οποιαδήποτε ημερομηνία και ούτε καθόριζε οποιαδήποτε προθεσμία μέσα στην οποία θα έπρεπε να εμφανιστούν στο δικαστήριο για να αμφισβητήσουν το διάταγμα. Η μόνη ημερομηνία που αναγραφόταν ήταν η αρχική, δηλαδή η 28.1.2010, η οποία είχε προ πολλού παρέλθει.

(β) Υπήρξε σύγχυση ως προς την ημερομηνία που αναβαλλόταν το διάταγμα για επίδοση, η οποία ήταν το αποτέλεσμα του λανθασμένου τρόπου κατά τον οποίον το κατώτερο δικαστήριο, στο ίδιο πρακτικό, χειριζόταν ταυτόχρονα τόσο την κυρίως αίτηση όσο και το διάταγμα, χωρίς να διευκρινίζει σε ποιο από τα δύο αφορούσε η κάθε εμφάνιση. Αυτό ισχύει για τις εμφανίσεις στις 22.3.2010 και 13.4.2010, κατά τις οποίες το κατώτερο δικαστήριο επιλήφθηκε της κυρίως αίτησης και όχι του παρεμπίπτοντος διατάγματος, για το οποίο δεν έδωσε συνέχεια, αλλά απλώς θεώρησε, προφανώς, ότι και αυτό αναβαλλόταν ταυτόχρονα για επίδοση. Όμως, αυτός ο χειρισμός, οδήγησε σε πλάνη ως προς το χρόνο που θα έπρεπε να δοθεί [*941]στους Αιτητές, με την επίδοση σ’ αυτούς του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ώστε να εμφανιστούν και να ενστούν, αν επιθυμούσαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην δοθεί συγκεκριμένη ημερομηνία που ήταν επιστρεπτέο το διάταγμα, ώστε οι Αιτητές να γνωρίζουν πότε θα έπρεπε να εμφανιστούν ενώπιον του κατώτερου δικαστηρίου, για να το αμφισβητήσουν, αλλά ούτε και δόθηκε εύλογος χρόνος μετά που θα γινόταν σ’ αυτούς επίδοση, για να εμφανιστούν. Το κατώτερο δικαστήριο, όφειλε να λάβει υπόψη ότι οι Αιτητές βρίσκονταν στον Καναδά, όπου και τους έγινε επίδοση, και γι’ αυτό είχε υποχρέωση να τους δώσει επαρκή χρόνο μετά την επίδοση, για να μεριμνήσουν για το διορισμό δικηγόρου στην Κύπρο, ο οποίος θα τους εκπροσωπούσε στη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου.

Η παράλειψη του κατώτερου δικαστηρίου, είτε να δώσει επαρκή χρόνο στους Αιτητές για να εμφανιστούν και να αμφισβητήσουν το διάταγμα, είτε να ορίσει την υπόθεση σε συγκεκριμένη ημερομηνία, παρέχοντας όμως ικανοποιητικό χρόνο μετά την επίδοση για να εμφανιστούν, είχε ως αποτέλεσμα οι Αιτητές να στερηθούν του δικαιώματος ακρόασης και ενδεχομένως άλλων δικαιωμάτων, δυνάμει των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.

Ενόψει του ότι οι παραβάσεις συνδέονται με το δικαιοδοτικό Αρθρο 9(3) του Κεφ. 6, θεωρώ ότι η απόφαση με την οποία το διάταγμα κατέστη απόλυτο, θα πρέπει να ακυρωθεί. Όμως, αποδεχόμενος την σχετική ένσταση, δεν θεωρώ ότι θα πρέπει να ακυρωθεί και αυτό καθ’ αυτό το αρχικό παρεμπίπτον διάταγμα ημερομηνίας 19.1.2010. Ο λόγος είναι ότι:- (α) κάτι τέτοιο δεν ζητείται ως θεραπεία στην αίτηση, (β) δεν έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε παρανομία η οποία να αφορά στην έκδοση του αρχικού διατάγματος, (γ) το γεγονός ότι μετά τις 22.3.2010 το δικαστήριο παρέλειψε να διατάξει όπως το διάταγμα παραμείνει σε ισχύ, στην προκειμένη περίπτωση δεν επηρεάζει την ισχύ του, εφόσον στο αρχικό διάταγμα γινόταν πρόνοια ότι αυτό θα ίσχυε «μέχρι τελικής εκδίκασης» της αίτησης και (δ) οι Αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν ότι πλην της στέρησης του δικαιώματος να ακουστούν, ότι έχουν υποστεί οποιαδήποτε άλλη ζημιά ως αποτέλεσμα της πιο πάνω παράλειψης, ώστε να εξεταστεί το ενδεχόμενο ακύρωσης και του αρχικού διατάγματος.

Έχω ήδη εξετάσει τις ενστάσεις των Καθ’ων η αίτηση, κατά τη διάρκεια εξέτασης των πιο πάνω ζητημάτων. Ενόψει της διαπιστωθείσας παρανομίας, παρέλκει η εξέταση της κάθε ένστασης ξεχωριστά. Για όσες από τις ενστάσεις δεν έχω ήδη ασχοληθεί ειδικά, περιορίζομαι να αναφέρω, ότι δεν έχω διαπιστώσει να έχουν αποκρυβεί ουσιαστικά γεγονότα. Τα πρακτικά στα οποία αναφέρθηκαν [*942]οι Καθ’ων η αίτηση, δεν είναι κατά την άποψή μου ουσιώδη και ούτε διαφοροποιούν ουσιαστικά τα γεγονότα. Ούτε τα άλλα στοιχεία στα οποία αναφέρθηκαν οι Καθ’ων η αίτηση, θεωρώ ότι είναι ουσιώδη. Το μόνο ουσιαστικό στοιχείο, ήταν ότι στο ίδιο το διάταγμα δεν αναφέρεται οποιαδήποτε ημερομηνία για να εμφανιστούν οι Αιτητές. Αυτό το γεγονός δεν είναι υπό αμφισβήτηση. Υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, καμία κατάχρηση δεν διαπιστώνεται με την καταχώρηση αίτησης για παραμερισμό της επίδοσης της κυρίως αίτησης. Αναφορικά με την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου, δεν έχω πειστεί ότι ευσταθεί το επιχείρημα, λόγω της φύσης της παρανομίας που διαπιστώνεται. Σχετικά είναι τα όσα κατ’ αναλογία αποφασίστηκαν στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ., ανωτέρω. Όμως, και αν ακόμα θεωρηθεί ότι υπάρχει άλλο ένδικο μέσο, αυτό στην προκειμένη περίπτωση δεν θα αποτελούσε εμπόδιο, ενόψει των ειδικών περιστάσεων που δημιουργούνται από την παρανομία η οποία άπτεται της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου και της στέρησης των δικαιωμάτων των Αιτητών για δίκαιη δίκη. Δεν έχω πειστεί ότι οποιαδήποτε άλλη θεραπεία και αν ακόμη υπήρχε βάσει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης (στην οποία διαπιστώνεται υπέρβαση της εξουσίας του κατώτερου δικαστηρίου, νομική πλάνη εμφανής στο πρακτικό και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης), θα ήταν πιο πρόσφορο μέτρο, παρά το παρόν. Εξάλλου, οποιαδήποτε αίτηση ενώπιον του κατώτερου δικαστηρίου για ακύρωση του διατάγματος, ουσιαστικά θα το καλούσε να ενεργήσει ως εφετείο του εαυτού του.

Ενόψει των πιο πάνω, εκδίδεται ένταλμα Certiorari, με το οποίο το διάταγμα του κατώτερου δικαστηρίου ημερομηνίας 20.5.2010, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Εταιρική Αίτηση Aρ. 28/10, ακυρώνεται. Το παρεμπίπτον διάταγμα ορίζεται επιστρεπτέο ενώπιον του κατώτερου δικαστηρίου στις 7.7.2010, για να δυνηθούν οι Αιτητές να εμφανιστούν και να δείξουν λόγο γιατί το παρεμπίπτον διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει. Υπό τις περιστάσεις δεν επιδικάζονται οποιαδήποτε έξοδα.

Η αίτηση επιτρέπεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο