Χατζηγιάννης Ανδρέας ν. C. & J. Kyprianou Promotions Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 991

(2010) 1 ΑΑΔ 991

[*991]12 Ιουλίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

C. & J. KYPRIANOU PROMOTIONS LTD,

Εφεσίβλητης-Καθ’ης η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 31/2008)

 

Εταιρείες ― Εκκαθάριση εταιρείας ― Αίτηση για έκδοση σχετικού διατάγματος ― Υποβάλλεται είτε από την εταιρεία είτε από οποιονδήποτε “πιστωτή” ― Άρθρο 213 (1) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 ― Ποία η έννοια του όρου “πιστωτής” στα Άρθρα 213 (1) και 243 (1) του Νόμου ― Η υποβολή αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας δεν είναι πρόσφορη μέθοδος εκδίκασης αμφισβητούμενης οφειλής.

Εταιρείες ― Εσφαλμένη αναφορά σε “διάλυση” (liquidation) αντί σε “εκκαθάριση” (dissolution) εταιρείας ― Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι σημαντική και πρέπει να χρησιμοποιούνται οι ορθές ορολογίες στην κάθε περίπτωση.

Ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση εκκαθάρισης της εφεσίβλητης εταιρείας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προέκυπτε ότι το κατ’ ισχυρισμό χρέος της εφεσίβλητης εταιρείας προς τον εφεσείοντα είναι αμφισβητούμενο και ότι το ίδιο χρέος αξιώνεται με εκκρεμούσα αγωγή η οποία στρέφεται προσωπικά εναντίον του Διευθυντή της εφεσίβλητης εταιρείας. Επομένως, κατέληξε, ο εφεσείων δεν μπορούσε να θεωρηθεί “πιστωτής” για σκοπούς του Άρθρου 212(α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Με την παρούσα έφεσή του ο εφεσείων αμφισβητεί τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εγείρει προς τούτο διάφορους λόγους έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται ως εσφαλμένο το συμπέρασμα πως δεν καταδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη εταιρεία ήταν ανίκανη να πληρώσει το χρέος της, όπως επίσης και [*992]το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων υπό τις περιστάσεις δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως “πιστωτής” μέσα στην έννοια της σχετικής νομοθετικής διάταξης.

Σχετικές προς τα υπό εξέταση επίδικα θέματα είναι οι πρόνοιες των Άρθρων 211(ε) και 212(α) και (γ) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 211 του Νόμου, μια εταιρεία δύναται να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο μεταξύ άλλων εάν:

“(ε) η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της.”

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι περιστάσεις οι οποίες εάν συντρέχουν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα η εταιρεία να λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, παρατίθενται στο Άρθρο 212 του Νόμου.

2.  Όπως καθαρά διαφαίνεται από τις πρόνοιες του εδαφίου (α) του Άρθρου 212, τις οποίες κατά κύριο λόγο επικαλείται ο εφεσείων, η γραπτή απαίτηση για καταβολή οφειλής που οφείλεται από εταιρεία, θα πρέπει να προέρχεται από “πιστωτή”. Παρόμοιο θέμα που αφορούσε στη διακρίβωση του ποιος μπορεί να θεωρηθεί ως “πιστωτής” μέσα στην έννοια του Άρθρου 213 (1) του Νόμου εξετάστηκε από το Εφετείο στη Σπανού v. G.I.P. Constructions Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 315.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά έκρινε ότι η αμφισβήτηση του επικαλούμενου από τον εφεσείοντα χρέους ήταν τέτοια ώστε να μη δικαιολογούσε την απόδοση στον εφεσείοντα της ιδιότητας του “πιστωτή” μέσα στην έννοια του Νόμου. Δεδομένου δε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 213(1) του περί Εταιρειών Νόμου αίτηση στο Δικαστήριο για την εκκαθάριση εταιρείας γίνεται με αίτηση που υποβάλλεται είτε από την εταιρεία είτε από οποιονδήποτε “πιστωτή”, μετά τη διαπίστωση ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως “πιστωτής”, δεν τίθεται θέμα εξέτασης της αίτησής του για να διαγνωσθεί κατά πόσο η εφεσίβλητη ήταν ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της με βάση την παράγραφο (γ) του Άρθρου 212 του Νόμου.

4.  Στην Αγγλία, όπου οι πρόνοιες του Άρθρου 213(1) του Κυπριακού περί Εταιρειών Νόμου ήταν ταυτόσημες με τις πρόνοιες του S.224(1) του Αγγλικού Companies Act 1948, έχει επανηλειμμένα αποφασιστεί ότι η υποβολή αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας δεν [*993]είναι πρόσφορη μέθοδος εκδίκασης αμφισβητούμενης οφειλής. Εάν υφίσταται οποιαδήποτε εύλογη βάση αμφισβήτησης της ύπαρξης του χρέους, όχι απλά του ύψους του, δεν πρέπει να υποβάλλεται τέτοια αίτηση. Ούτε και ασφαλώς είναι επιτρεπτό όπως χρησιμοποιείται καταχρηστικά η διαδικασία υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ως μέθοδος άσκησης πίεσης σε εταιρεία να καταβάλει χρήματα τα οποία αμφισβητεί ότι οφείλει.

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με τη διερεύνηση του θέματος κατά πόσο η εφεσίβλητη εταιρεία ήγειρε μια ουσιαστική και καλόπιστη αμφισβήτηση του χρέους που επικαλείται ο αιτητής.

Η έφεση απορρίφθηκε με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σπανού v. G.I.P. Constructions Ltd (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 315,

New Travellers’ Chambers Ltd v. Cheese and Green [1894] 70 LT 271,

Re a company [1992] 2 Αll E.R. 797.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kαρακάννα, E.Δ.), (Aίτηση Aρ. 530/06), ημερομ. 7.11.2007.

Στ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Πετρίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αντιδικία η οποία εκδικάστηκε πρωτόδικα στο πλαίσιο αίτησης με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο και ακολούθως στο πλαίσιο της παρούσας Έφεσης, αφορά ουσιαστικά στο θέμα της ορθής ερμηνείας του Αρθρου 212(α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, και συγκεκριμένα του πότε λογίζεται μια εταιρεία ότι [*994]είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, έτσι ώστε να μπορεί να επιτύχει αίτηση από πιστωτή εναντίον της για εκκαθάριση από το Δικαστήριο, δυνάμει του Αρθρου 211 του ίδιου Νόμου.

Με αίτηση την οποία είχε καταχωρήσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ο εφεσείων ζητούσε από το Δικαστήριο:

“Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το σκοπό να διατάσσεται όπως διαλυθεί από το Δικαστήριο η εταιρεία C. & J. Kyprianou Promotions Ltd.

 

Η αίτηση βασιζόταν κατά κύριο λόγο στα Αρθρα 203(1)(α), 209, 211(c)(f), 212(α), 213, 214, 216, 218(2), 233 και 324 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Βρισκόμενοι στο αρχικό τούτο στάδιο της Απόφασής μας, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:

Τόσο στο ίδιο το αιτητικό της αίτησης, το κείμενο του οποίου έχουμε παραθέσει, όσο και στην ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει, αλλά και δυστυχώς στην ίδια την πρωτόδικη απόφαση, εσφαλμένα είναι που αναφέρεται ότι η υπό εξέταση αίτηση εταιρειών ήταν αίτηση για “διάλυση” της εφεσίβλητης εταιρείας. Οι σχετικές πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, που σχετίζονται με διαδικασία Διάλυσης Εταιρείας συναντώνται στο Αρθρο 260 του Νόμου και έπονται της συμπλήρωσης διαδικασίας “Εκκαθάρισης”, οι πρόνοιες της οποίας περιλαμβάνονται στην περίπτωση Εκκαθάρισης από το Δικαστήριο, στα Αρθρα 209-259 του Νόμου. Οι πρόνοιες που ενδιέφεραν στην πρωτόδικη διαδικασία και κυρίως η αίτηση που εκδικάστηκε στη βάση των Αρθρων 211 και 212 του Νόμου, αφορούσαν καθαρά σε αίτηση για Εκκαθάριση της καθ’ης η αίτηση – εφεσίβλητης εταιρείας (liquidation) και όχι Διάλυση (dissolution). Η διαφορά είναι σημαντική καθότι με έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης αρχίζει μια διαδικασία διορισμού παραλήπτη για σκοπούς εκκαθάρισης. Μετά δε τη συμπλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, και νοουμένου ότι οι υποθέσεις της εταιρείας έχουν πλήρως εκκαθαριστεί, κατόπιν αιτήσεως του αιτητή, με βάση το Αρθρο 260(1) του Κεφ. 113, το Δικαστήριο, τότε και μόνον τότε, μπορεί να εκδώσει διάταγμα για τη “Διάλυση” της εταιρείας.

Επειδή βέβαια το πιο πάνω θέμα δεν απασχόλησε καθόλου κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ούτε και κατ’ έφεση, ενώ όλοι οι παράγοντες της δίκης παρουσιάζονται να είχαν εκλάβει και μεταχειριστεί [*995]την υπό εξέταση αίτηση ως αίτηση για διάταγμα Εκκαθάρισης και όχι Διάλυσης όπως εσφαλμένα εζητείτο, δεν θα μας απασχολήσει το θέμα τούτο περαιτέρω. Το εντοπίζουμε για καθοδήγηση, έτσι ώστε να χρησιμοποιούνται οι ορθές και ακριβείς ορολογίες.

Με την ένορκη λοιπόν δήλωση, η οποία υποστήριζε την αίτησή του, ο εφεσείων αναφερόταν σε συμφωνία την οποία είχε συνάψει με την εφεσίβλητη εταιρεία. Τα γεγονότα που πρόβαλε, όπως επίσης και τα γεγονότα που αντιπαράβαλε η εφεσίβλητη εταιρεία σε ένορκη δήλωση του Διευθυντή της, συνοψίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εξής:

“Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ο αιτητής ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η εταιρεία είναι αναξιόχρεη και ή ανίκανη να του πληρώσει το ποσό που του οφείλει.

Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι την 23.9.2004 υπογράφτηκε μεταξύ του αιτητή και της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας συμφωνία όπως ο αιτητής δώσει στην καθ’ ης η αίτηση εταιρεία το ποσό των Λ.Κ.28.500 και σε αντάλλαγμα αυτού ο αιτητής θα αναλάμβανε το 19% επί του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας που θα ιδρύετο και θα λειτουργούσε κατάστημα, στο οποίο εμπορευόταν τα προϊόντα της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας. Στην ίδια συμφωνία προβλέπονται επίσης τα πιο κάτω, τα οποία θεωρώ σκόπιμο όπως παραθέσω αυτούσια:

«3.  Ο Πρώτος συμβαλλόμενος αναλαμβάνει μετά το 13ο μήνα και μέχρι τον 20ο μήνα από το στήσιμο, την οργάνωση και λειτουργία του καταστήματος, να καταβάλλει το ποσόν των Λ.Κ.500,00 μηνιαίως, προς τον Δεύτερο Συμβαλλόμενο.

4.  Το οποιονδήποτε υπόλοιπον από το ποσόν των είκοσι οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων λιρών (Λ.Κ.28.500,00), το οποίο θα υφίσταται κατά τον 21ο μήνα της συνεργασίας των μερών, θα καταβληθεί από τον Πρώτο Συμβαλλόμενο προς το Δεύτερο διά μιας δόσεως μέσα στη χρονική περίοδο του 21ου μήνα.»

Η καθ’ ης η αίτηση εταιρεία κατέβαλε στον αιτητή ποσό Λ.Κ.10.000, παρέμεινε όμως υπόλοιπο Λ.Κ.18.500 το οποίο ο αιτητής επανειλημμένα το είχε ζητήσει από την καθ’ ης η αίτηση εταιρεία, η τελευταία όμως παρέλειψε να το καταβάλει. Ο αιτητής ισχυρίζεται επίσης ότι η καθ’ ης η αίτηση εταιρεία του οφείλει επιπρόσθετα ποσό Λ.Κ.5.500, το οποίο είχε δανείσει [*996]στην εταιρεία δυνάμει προφορικής συμφωνίας. Τον Αύγουστο του 2006 ο αιτητής επέδωσε επιστολή στην καθ’ ης η αίτηση εταιρεία με την οποία ζητούσε την καταβολή του ποσού των Λ.Κ.24.000, πλέον τόκο 8% από 1.7.2006 μέχρι εξοφλήσεως. Η καθ’ ης η αίτηση, με επιστολή ημερ. 1.8.2006, προς τον αιτητή, απέρριψε την πιο πάνω αξίωση. Απέρριψε επίσης την αξίωση του αιτητή που περιέχετο στην επιστολή του 9.8.2006 για καταβολή του ποσού Λ.Κ.26.000, σχετικές είναι οι επιστολές Τεκμ. 2 και 3 που επισυνάπτονται στην ένσταση.

Η καθ’ης η αίτηση εταιρεία, στην ένσταση που καταχώρησε, αμφισβητεί ότι οφείλει στον αιτητή οποιονδήποτε ποσό. Πέραν τούτου, ισχυρίζεται ότι ο αιτητής αξιώνει το ποσό των Λ.Κ.18.500 στα πλαίσια της Αγωγής Aρ. 6782/06, όχι όμως από την καθ’ης η αίτηση εταιρεία, αλλά από φυσικό πρόσωπο. Η καθ’ης η αίτηση εταιρεία απορρίπτει επίσης τον ισχυρισμό ότι είναι ανίκανη να εξοφλήσει το χρέος της.

Στην παράγρ. 15 της ενόρκου δηλώσεως που συνοδεύει την ένσταση διαβάζουμε σχετικά τα πιο κάτω:

«15. Αναφέρω δε προς το Σεβαστό σας Δικαστήριο ότι η Καθ’ ης η Αίτηση είναι μια καθ’ όλα αξιόπιστη και αξιόχρεη Εταιρεία, με μεγάλο κύκλο εργασιών, τόσο στην Κύπρο, όσο και στην Ελλάδα. Οι εισαγωγές, πωλήσεις και μεταπωλήσεις των προϊόντων της φτάνουν ετησίως στις Λ.Κ.200.000,00, περίπου. Απασχολεί 5 υπαλλήλους και κατέχει δικαιώματα αντιπροσώπευσης Εταιρείας κολοσσού από τη Δανία, που εμπορεύεται είδη και εξοπλισμό κουζίνας και οικίας. Μέσα σε 3 χρόνια έχει οργανώσει, λειτουργήσει και εξοπλίσει 4 καταστήματα στην Κύπρο, των οποίων το κόστος ανέρχεται σε Λ.Κ.150.000,00, έκαστον, και τώρα εξοπλίζει και λειτουργεί 5ον κατάστημα στην Αθήνα με κόστος Λ.Κ.200.000,00. (Βλέπε τεκμήριον 4).»

Περαιτέρω των ενόρκων δηλώσεων, ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν ο υπάλληλος της τράπεζας Societé Generale και ο αιτητής, ενώ εκ μέρους της εφεσίβλητης εταιρείας κατέθεσε ο Διευθυντής της.

Προσεγγίζοντας και αξιολογώντας τη δοθείσα μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία του εκπροσώπου της προαναφερθείσας τράπεζας, αν και γινόταν δεκτή, και αναφερόταν πράγματι σε δυσχέρειες της εταιρείας να καταβάλει το ποσό των [*997]£24.000 τη δεδομένη στιγμή, εν τούτοις, σύμφωνα με το Δικαστήριο αυτό δεν σήμαινε ότι η εταιρεία δεν διέθετε άλλους λογαριασμούς σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα ή άλλη περιουσία. Αποδέχτηκε επίσης το Δικαστήριο τη μαρτυρία του Διευθυντή της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας σύμφωνα με την οποία η εταιρεία είναι αντιπρόσωπος στην Κύπρο γνωστού οίκου ειδών ρουχισμού του εξωτερικού και προμηθεύει διάφορα καταστήματα με εμπορεύματα. Με αναφορά δε σε Αγγλικές αυθεντίες και νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπέρανε ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προέκυπτε ότι το κατ’ ισχυρισμό χρέος είναι αμφισβητούμενο, και ότι το ίδιο χρέος αξιώνεται με εκκρεμούσα αγωγή η οποία στρέφεται εναντίον του Διευθυντή της εφεσίβλητης προσωπικά. Επομένως, κατέληξε, ο εφεσείων δεν μπορούσε να θεωρηθεί “πιστωτής” για σκοπούς του Αρθρου 212(α) του Κεφ. 113.

Με την παρούσα έφεσή του ο εφεσείων αμφισβητεί τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εγείρει προς τούτο διάφορους λόγους έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται ως εσφαλμένο το συμπέρασμα πως δεν καταδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη εταιρεία ήταν ανίκανη να πληρώσει το χρέος της, όπως επίσης και το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων υπό τις περιστάσεις δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως “πιστωτής” μέσα στην έννοια της σχετικής νομοθετικής διάταξης.

Σχετικές προς τα υπό εξέταση επίδικα θέματα είναι οι πρόνοιες των Αρθρων 211(ε) και 212(α) και (γ) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Αρθρου 211 του Νόμου, μια εταιρεία δύναται να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο μεταξύ άλλων εάν:

“(ε) η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της.”

Οι περιστάσεις οι οποίες εάν συντρέχουν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα η εταιρεία να λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, παρατίθενται στο Αρθρο 212 του Νόμου το οποίο προβλέπει τα εξής:

“212. Εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει το χρέος της-

(α) αν πιστωτής, με εκχώρηση ή διαφορετικά, που του χρωστεί η εταιρεία ποσό που υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες, επέδω[*998]σε στην εταιρεία παραδίδοντας στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας, απαίτηση υπογραμμένη από αυτόν η οποία απαιτεί από την εταιρεία να καταβάλει το ποσό που οφείλεται με τον τρόπο αυτό, και η εταιρεία για τις επόμενες τρεις εβδομάδες αμέλησε να καταβάλει το ποσό ή να εξασφαλίσει ή να διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση του πιστωτή· ή

(β) …………………………………………………………………

……………………………………………………………………..

(γ) αν αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της και, για απόφαση κατά πόσο εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της εταιρείας.”

Όπως καθαρά διαφαίνεται από τις πρόνοιες του εδαφίου (α) του Αρθρου 212, τις οποίες κατά κύριο λόγο επικαλείται ο εφεσείων, η γραπτή απαίτηση για καταβολή οφειλής που οφείλεται από εταιρεία, θα πρέπει να προέρχεται από “πιστωτή”. Τίθεται επομένως ευθέως το ερώτημα ποίος θεωρείται “πιστωτής” ή πιο συγκεκριμένα κατά πόσο ο εφεσείων – αιτητής στην εκδικασθείσα αίτηση μπορούσε να θεωρηθεί ως “πιστωτής”. Παρόμοιο θέμα που αφορούσε στη διακρίβωση του ποιος μπορεί να θεωρηθεί ως “πιστωτής” μέσα στην έννοια του επόμενου άρθρου που ακολουθεί, δηλαδή του Αρθρου 213(ι) του Νόμου, το οποίο παραθέτει τη διαδικασία υποβολής της αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας, εξετάστηκε από το Εφετείο στη Σπανού v. G.I.P. Constructions Ltd (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 315. Εξετάζοντας το θέμα τούτο, το Εφετείο, αφού υπενθύμισε ότι οι πρόνοιες του Αρθρου 213(1) του Κυπριακού περί Εταιρειών Νόμου ήταν ταυτόσημες με τις πρόνοιες του S.224(1) του Αγγλικού Companies Act 1948, ανέφερε και τα εξής στη σελίδα 321 του τόμου αποφάσεων:

“Ο όρος “πιστωτής”, βάσει του ίδιου άρθρου του αγγλικού νόμου, δεν περιλαμβάνει “a person whose debt is substantially disputed even if the company is in fact insolvent” – πρόσωπο του οποίου η οφειλή τελεί υπό ουσιαστική αμφισβήτηση ακόμα και αν η εταιρεία είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυα (βλ. Mann v. Golastein [1968] 1 W.L.R. 1091, Re Lympne Investments [1972] 1 W.L.R. 523, Palmer’s πιο πάνω, σελ. 1127, παρ. 85-14, Halsbury’s Laws of England, 4th Ed., Vol. 7, para. 1004). Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή. Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρό[*999]σωπο το οποίο έχει βέβαιη απαίτηση για αποζημιώσεις οι οποίες όμως δεν είναι εκκαθαρισμένες (βλ. Re Pen-y-van Colliery Co. [1877] 6 Ch. D. 477).”

Όπως δε πρόσθεσε το Εφετείο στην ίδια απόφαση, έστω ακόμα και αν ένα μέρος της απαίτησης του αιτητή ήταν για εκκαθαρισμένες αποζημιώσεις, αυτός εστερείτο του απαραίτητου locus standi ώστε να αιτηθεί την εκκαθάριση της εταιρείας. Ακόμη και πολύ παλαιότερα τα Δικαστήρια ακολουθούσαν την ίδια σταθερή προσέγγιση επί του εξεταζόμενου θέματος. Όπως είχε λεχθεί και στην Αγγλική απόφαση στην υπόθεση New Travellers’ Chambers Ltd v. Cheese and Green [1894] 70 LT 271 επανειλημμένα έχει αποφασισθεί ότι η υποβολή αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας δεν είναι πρόσφορη μέθοδος εκδίκασης αμφισβητούμενης οφειλής. Εάν υφίσταται οποιαδήποτε εύλογη βάση αμφισβήτησης της ύπαρξης του χρέους, όχι απλά του ύψους του, δεν πρέπει να υποβάλλεται τέτοια αίτηση. Ούτε και ασφαλώς είναι επιτρεπτό όπως χρησιμοποιείται καταχρηστικά η διαδικασία υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ως μέθοδος άσκησης πίεσης σε εταιρεία να καταβάλει χρήματα τα οποία αμφισβητεί ότι οφείλει (Re a company [1992] 2 Αll E.R. 797).

Ο συνήγορος του εφεσείοντα είχε αντιτάξει προς τα ανωτέρω, πως δεν πρέπει να επιτρέπεται στον κάθε οφειλέτη να αποφεύγει τις κυρώσεις του περί Εταιρειών Νόμου, προβάλλοντας απλά ότι αμφισβητεί το χρέος. Αυτό είναι βέβαια ορθό, πλην όμως δεν είναι τούτο που εισηγείται η νομολογία. Η απλή άρνηση πληρωμής ενός αδιαμφισβήτητου χρέους συνιστά πάντα καλή μαρτυρία ότι ο χρεώστης αδυνατεί να πληρώσει. Εάν το Δικαστήριο όμως εξαγάγει το συμπέρασμα ότι μια εταιρεία προβάλλει μια ουσιαστική υπεράσπιση καλόπιστα και δεν επιδιώκει απλά να αποφύγει τις επιπτώσεις της οφειλής της, τότε ασφαλώς δεν θα εγκρίνει την αίτηση εκκαθάρισης.

Εισηγήθηκε περαιτέρω ο συνήγορος του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη εταιρεία, πέραν της αμφισβήτησης της οφειλής της, δεν κατέδειξε ότι αυτή η αμφισβήτηση είναι και καλόπιστη (bona fide). Σε σχέση με τούτο, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο ακόλουθο απόσπασμα στο οποίο αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, από το σύγγραμμα Palmer’ s Company Law, 24th Edn. pp. 1364-1367:

“Bona fide dispute over debt

[*1000]We have already seen how, where there is a bona fide dispute as to the debt, the company cannot be said to have neglected to pay on a statutory demand. Coupled with this is a related general principle that a petition for winding up with a view to enforcing payment of a disputed debt is an abuse of the process of the court and should be dismissed with costs. Each case ultimately turns on its facts but the following points arise from the cases.

Where a debt is not disputed or the claim is substantial a creditor may present a petition with the object of forcing the company to pay. «Substantial» here means having substance. In such a case pursuit of the claim with personal hostility, even venom and an ulterior motive, do not constitute an abuse of the process of the court. Similarly where the company is proved by other means to be insolvent or where the dispute is as to amount only an order will be made.

To fall within the general principle the dispute must be bona fide in both a subjective and an objective sense. Thus it must be honestly believed to exist and must be based on substantial or reasonable grounds. “Substantial” means having substance and not frivolous and which the court should therefore ignore. There must be so much doubt and question about the liability to pay the debt that the court sees that there is a question to be decided. The onus is on the company “to bring forward a prima facie case which satisfies the court that there is something which ought to be tried either before the court itself or in an action, or by some other proceeding”. In considering the matter the court will take into account the following factors: (1) the fact that the company has been given leave to defend an action begun by specially indorsed writ; (2) whether there is a set-off or counter-claim based on a substantial ground; (3) whether the company has lodged an appeal against the judgment debt on which the petition is based; (4) an allegation by the company that the judgment was obtained be fraud. However, none of these factors is conclusive.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με τη διερεύνηση του θέματος κατά πόσο η εφεσίβλητη εταιρεία ήγειρε μια ουσιαστική και καλόπιστη αμφισβήτηση του χρέους που επικαλείται ο αιτητής. Αναφέρθηκε στη μαρτυρία που έδωσε ο Διευθυντής της εφεσίβλητης σύμφωνα με την οποία η εταιρεία του δεν οφείλει κανένα ποσό στον αιτητή, καθότι ο τελευταίος έλαβε 36.000 μετοχές της £1 εκάστη στην εταιρεία C and CB Trends Ltd. Ο αιτητής στη δική του μαρτυρία δέχθηκε ότι έλαβε τις μετοχές στην ως άνω [*1001]εταιρεία η οποία συστάθηκε για να λειτουργεί το κατάστημα της Λεμεσού, όπως προβλεπόταν στη συμφωνία. Αναφέρθηκε ακόμα το Δικαστήριο στην Αγωγή Aρ. 6782/2006 την οποία καταχώρησε ο ίδιος αιτητής ως ενάγων εναντίον του Διευθυντή της εφεσίβλητης προσωπικά με την οποία διεκδικεί την πληρωμή του ίδιου κατ’ ισχυρισμό χρέους. Σε εκείνη την αγωγή αναφερόταν ότι ο Διευθυντής της εφεσίβλητης είχε παραδώσει στον αιτητή-εφεσείοντα επιταγή ύψους £28.500 “σαν εγγύηση για την εκτέλεση συμφωνίας μεταξύ του ενάγοντα και της εταιρείας C. & J. Kyprianou Promotions Ltd, η συμφωνία όμως διερρήχθη εξ’ υπαιτιότητας της εταιρείας”. Εκείνος ο ισχυρισμός διαπιστώθηκε ότι συνάδει με τη μαρτυρία του Διευθυντή της εφεσίβλητης ο οποίος κατέθεσε ότι την επιταγή την εξέδωσε μετά από αίτημα του εφεσείοντα ως εξασφάλιση, καθότι η νέα εταιρεία στην οποία θα ήταν μέτοχος ως αντάλλαγμα του ποσού που κατέβαλε, δεν είχε μέχρι τότε εγγραφεί στον Έφορο Εταιρειών.

Όλα αυτά τα θέματα και άλλα παρεμφερή είχαν απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, αφού τα αξιολόγησε, έκρινε ότι η αμφισβήτηση του επικαλούμενου από τον εφεσείοντα χρέους ήταν τέτοια ώστε να μη δικαιολογούσε την απόδοση στον εφεσείοντα της ιδιότητας του “πιστωτή” μέσα στην έννοια του Νόμου. Και πολύ ορθά θα πρέπει να πούμε, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, του οποίου το τελικό συμπέρασμα ήταν υπό το φως των προσκομισθέντων στοιχείων, αναπόδραστο. Δεδομένου δε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Αρθρου 213(1) του περί Εταιρειών Νόμου αίτηση στο Δικαστήριο για την εκκαθάριση εταιρείας γίνεται με αίτηση που υποβάλλεται είτε από την εταιρεία είτε από οποιονδήποτε “πιστωτή”, μετά τη διαπίστωση ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως “πιστωτής”, δεν τίθεται θέμα εξέτασης της αίτησής του για να διαγνωσθεί κατά πόσο η εφεσίβλητη ήταν ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της με βάση την παράγραφο (γ) του Αρθρου 212 του Νόμου.

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μας σφραγίζουν και την τύχη της έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο