Χατζηλαμπρή Ανδρέας ν. Μάριου Πετεινού (2010) 1 ΑΑΔ 1022

(2010) 1 ΑΑΔ 1022

[*1022]12 Ιουλίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΛΑΜΠΡΗ,

Εφεσείων,

v.

ΜΑΡΙΟΥ ΠΕΤΕΙΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 294/2007)

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμιση ― Παράπονο από τον εναγόμενο, ιδιώτη επαγγελματία, προς την Επίτροπο Διοικήσεως με το οποίο αποδίδετο στον ενάγοντα, δημόσιο λειτουργό, πλημμελής άσκηση των καθηκόντων του, και/ή αμέλεια στην άσκησή τους, η οποία τον επηρέαζε κατά αρνητικό και/ή δυσμενή τρόπο στην απρόσκοπτη εκτέλεση των καθηκόντων του ― Προβολή με επιτυχία της υπεράσπισης ότι η δημοσίευση ήταν υπό επιφύλαξη προνομιούχα μέσα στην έννοια του Άρθρου 21(1)(γ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση ― Πότε μία δημοσίευση θεωρείται ότι έγινε καλή τη πίστει ― Άρθρο 21(2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Τροποποίηση δικογράφων ― Αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης με την προσθήκη νέας αιτίας αγωγής ― Καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για τροποποίηση ― Απόρριψη αίτησης πρωτοδίκως ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Δυσφήμιση ― Σε αγωγή δυσφήμισης οι ακριβείς λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και το όνομα ή η περιγραφή του ατόμου στο οποίο αναφέρεται το δημοσίευμα και η ημερομηνία του δημοσιεύματος αποτελούν τα ουσιώδη γεγονότα και πρέπει να περιληφθούν στην έκθεση απαιτήσεως.

Ο εφεσίβλητος – εναγόμενος, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν πολιτικός μηχανικός και διατηρούσε γραφείο στην Πάφο, έγραψε επιστολή ημερομηνίας 29.6.2000 προς την Επίτροπο Διοικήσεως [*1023]υποβάλλοντας παράπονο ότι δύο υπάλληλοι του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου – ο ένας εξ αυτών ήταν ο εφεσείων – ενάγων, Τεχνικός στο Τμήμα Πολεοδομίας και οικήσεως Πάφου – δεν εκτελούσαν ορθά τα καθήκοντά τους, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις τους να τον επηρεάζουν αρνητικά στην άσκηση του επαγγέλματός του. Το παράπονο του εφεσίβλητου – εναγόμενου συγκεκριμενοποιήθηκε στην πιο πάνω επιστολή στον τομέα της έκδοσης πολεοδομικών αδειών, για τον οποίο υπεύθυνοι ήσαν οι δύο προαναφερθέντες λειτουργοί.

Ο εφεσείων – ενάγων ενήγαγε τον εφεσίβλητο – εναγόμενο για δυσφήμιση, διεκδικώντας γενικές και/ή επαυξημένες (aggravated) και/ή εξαιρετικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις για δυσφήμιση και/ή επιζήμια ψευδολογία που έγινε κακόπιστα, με σκοπό να του προκαλέσει ζημιά.

Ο εφεσίβλητος – εναγόμενος με την έκθεση υπεράσπισής του, ισχυρίζεται ότι η δημοσίευση της επιστολής ήταν απόλυτα προνομιούχα (Άρθρο 20 του σχετικού Νόμου, Κεφ. 148) ή υπό επιφύλαξη προνομιούχα (Άρθρο 21). Ενώ δεν πρόβαλε την υπεράσπιση που συνδέεται με την αλήθεια του περιεχομένου της επιστολής (Άρθρο 19), το Δικαστήριο θεώρησε ότι η αλήθεια του περιεχομένου της επιστολής εγείρεται εμμέσως ως μέρος της ευρύτερης υπεράσπισης του εφεσίβλητου – εναγόμενου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος, βρίσκοντας ότι ευσταθούσε η υπεράσπιση της υπό επιφύλαξη προνομιούχας δημοσίευσης (Άρθρο 21(1)(γ)). Το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε ότι «το δημοσίευμα είναι καταγγελία από πρόσωπο εναντίον άλλου προσώπου, σε σχέση με τη συμπεριφορά του σε οποιοδήποτε θέμα ή σε σχέση με τον χαρακτήρα αυτού στο μέτρο που εκδηλώνεται σε αυτή τη συμπεριφορά του και η οποία γίνεται προς πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία βάσει του Νόμου, όπως διερευνά αυτή τη συμπεριφορά ή να δέχεται καταγγελίες σε σχέση με αυτή.»

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, προβάλλοντας τρεις λόγους έφεσης:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αντίθετα με τους Κανονισμούς δεν επέτρεψε την αίτηση ημερ. 5.10.2004 για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης με την προσθήκη μιας παραγράφου η οποία, κατ’ ισχυρισμόν, δεν συμπεριλήφθηκε «από λάθος και/ή εκ παραδρομής» κατά τη σύνταξη της έκθεσης απαίτησης.

[*1024]2.    Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η δημοσίευση προς την Επίτροπο Διοίκησης εντάσσεται στην κατηγορία των υπό επιφύλαξη προνομιούχων δημοσιευμάτων, που προβλέπεται από το Άρθρο 21(1)(γ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

3.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία, και ιδιαίτερα αυτή του εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς τα κίνητρα που δόθηκαν στον εφεσίβλητο να αποστείλει την επιστολή στην Επίτροπο Διοίκησης.

     Το κύριο παράπονο του εφεσείοντος εστιάζεται στο εύρημα του Δικαστηρίου ότι: (α) η δημοσίευση ήταν προνομιούχα εντός της έννοιας του Άρθρου 21(1)(γ) και (β) ότι έγινε καλή τη πίστει εντός της έννοιας του Άρθρου 21(2)(γ). Όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος του, ο εφεσείων που είχε και το βάρος απόδειξης, κατάφερε να αποδείξει ότι τα όσα αναφέρονται στην επιστολή, ήταν αναληθή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε την αίτηση του εφεσείοντος – ενάγοντος για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης, αφού στόχος αυτής ήταν η προβολή στοιχείων με τα οποία θα εγείρετο θέμα νέας δυσφήμισης.

     Στην προκείμενη περίπτωση, στη νέα παράγραφο που προτίθετο να εισάξει στην έκθεση απαίτησης του ο εφεσείων, δεν αναφέρονταν οι απαιτούμενες λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα να είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι θα ήταν μάταιο να επιτραπεί η αιτούμενη τροποποίηση.

     Επιπλέον, η περίοδος των 4 ½ χρόνων που παρήλθε μεταξύ καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος και της υποβολής της αίτησης για τροποποίηση, συνιστά ένα ακόμη ισχυρό παράγοντα για απόρριψη της αίτησης, ανεξάρτητα από τη γενική πρόνοια των θεσμών ότι η τροποποίηση μπορεί να επιτραπεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η καθυστέρηση όχι μόνο δεν δικαιολογήθηκε, αλλά εμφανώς παραβίαζε το θεμελιώδες δικαίωμα του αντιδίκου, για εκδίκαση της υπόθεσης του μέσα σε εύλογο χρόνο. Η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά με γνώμονα πρωτίστως τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.

2.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η δημοσίευση της προαναφερθείσας επιστολής ήταν υπό επιφύλαξη προνομιούχα σύμφωνα με το Άρθρο 21(1)(γ) του Νόμου, είναι απόλυτα ορθό, ενό[*1025]ψει της θέσης του εφεσείοντος στο Τμήμα Πολεοδομίας και της εξουσίας που είχε να χειρίζεται τις υποθέσεις του εφεσίβλητου. Όπως πολύ ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, τα βασικά γεγονότα θα δικαιολογούσαν και συμπέρασμα ότι η δημοσίευση έγινε για την προστασία των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων του εφεσίβλητου, δυνάμει του εδαφίου (δ) του Άρθρου 21(1) του Νόμου.

Ορθό είναι επίσης το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε καλή τη πίστει αποστέλλοντας το παράπονό του στην Επίτροπο Διοικήσεως. Τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα του δικηγόρου του εφεσείοντος, δεν ευσταθούν. Οι πρόνοιες του Άρθρου 5(1)(α) του Νόμου 3(Ι)/91, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι η Επίτροπος Διοίκησης είχε την εξουσία να εξετάσει το παράπονο του εφεσίβλητου, ο οποίος ορθώς το υπέβαλε σ’ αυτήν.

Πρόσφατα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τόνισε στην υπόθεση Haguenauer ν. Γαλλίας, Application no. 34050/05, ημερ. 22.4.2010, ότι «δημόσιοι υπάλληλοι που δρουν υπό την επίσημη τους ιδιότητα είναι υποκείμενοι σε ευρύτερα πεδία αποδεκτής κριτικής από συνηθισμένα πρόσωπα (παρόλο που θα μπορούσε να αποδειχτεί αναγκαία η παροχή στους δημοσίους υπαλλήλους ιδιαίτερης προστασίας από λεκτικές επιθέσεις επειδή θα πρέπει η εμπιστοσύνη του ευρέος κοινού προς το δημόσιο να μην τυγχάνει κλονισμού)» (ελεύθερη μετάφραση).

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Slipper v. BBC [1991] 1 All E.R. 165,

Barham v. Lord Huntingfield (CA) [1913] [1911-13] All E.R. Rep. 663,

Russell a.o. v. Stubbs Ltd. (HL) [1908] [1913] 2 KB 200,

Haguenauer v. Γαλλίας, Application No. 34050/05, ημερ. 22.4.2010, (EΔAΔ)

Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ. v. Παπαευσταθίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 856.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρ[*1026]χιακού Δικαστηρίου Πάφου (Mατθαίου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 1674/01), ημερομ. 21.9.2007.

Μ. Φλωρέντζος για Λ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Κορακίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η έφεση αφορά στην απόρριψη της αγωγής υπαλλήλου του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου, για δυσφήμιση.

Ο Εφεσείων-Ενάγων, κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου, ως Τεχνικός, ενώ ο Εφεσίβλητος-Εναγόμενος, ήταν Πολιτικός Μηχανικός και διατηρούσε γραφείο στην Πάφο. Ο τελευταίος, με επιστολή του ημερομηνίας 29.6.2000 προς την Επίτροπο Διοίκησης, υπέβαλε παράπονο ότι δύο υπάλληλοι του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου, δεν εκτελούσαν ορθά τα καθήκοντά τους, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις τους να τον επηρεάζουν αρνητικά στην άσκηση του επαγγέλματός του. Το περιεχόμενο του παραπόνου του, έχει ως εξής:-

«Προς κυρία Επίτροπο Διοικήσεως

Θέμα: Καταγγελία εναντίον υπαλλήλων του Τμήματος

Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου.

Χατζηλαμπρή Ανδρέα

Σωτήρη Κωστή

Παρακαλώ όπως διερευνηθεί η πιο κάτω καταγγελία εναντίον των πιο πάνω υπαλλήλων γιατί δεν είναι εντάξει στα καθήκοντά τους. Εδώ και αρκετό καιρό ήθελα να κάνω αυτή την καταγγελία, αλλά λόγω του ότι πίστευα ότι κάποτε θα καταλάβουν από μόνοι τους τα λάθη τους, αυτοί συνεχίζουν να μην μελετούν τουλάχιστον τις δικές μου αιτήσεις για έκδοση Πολεοδομικής Άδειας.

Σχεδόν μια φορά την εβδομάδα είχα προσωπική επικοινωνία μαζί τους για την πρόοδο έκδοσης Πολ. Άδειας και ο ένας με [*1027]παρέπεμπε στον άλλο χωρίς καν να ξέρουν που βρίσκεται η κάθε αίτηση μου, ενώ κάθε φορά που τους επισκεπτόμουν εβρέθησαν να ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο εκτός από έκδοση Πολ. Αδειών. Για παράδειγμα να διαβάζουν εφημερίδα ή να μιλούν στο τηλέφωνο για άλλα θέματα εκτός υπηρεσίας χωρίς καν να μου δίνουν σημασία, με αποτέλεσμα να περιμένω τις περισσότερες φορές πολύ ώρα και όταν τελείωναν το τηλεφώνημά τους και αναλάμβαναν να μου απαντήσουν πού εβρίσκονται οι αιτήσεις μου, καμιά φορά δεν ήταν σε θέση να μου δώσουν ακριβή και επαρκή στοιχεία.

Το αποκορύφωμα της όλης υπόθεσης είναι ότι όλες μου οι αιτήσεις τις οποίες αναλαμβάνουν αυτοί οι δύο είναι να κάνουν το μίνιμουμ 6 μήνες έκδοσης τους και αυτό καταθέτω αναλυτικά μερικές από αυτές που είχαν καθυστερήσει. Οι υπόλοιποι υπάλληλοι εκδίδουν άδειες μάξιμουμ 4 μήνες.

Η αίτησή μου για πέντε κατοικίες στην Δρούσια ΠΑΦ610/98 ήταν αυτό που με εξόργισε κυριολεκτικά, πάντοτε ενδιαφερόμουν για αυτή την υπόθεση και πάντοτε δεν ήξεραν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος που εβρίσκεται και με πάροδο 10 μηνών λαμβάνει ο πελάτης μου μια επιστολή για άρνηση χορηγήσεως Πολ. Άδειας για το λόγο, ότι η οικοδομή δεν πληρεί τις Πρόνοιες Πολιτικής όσο αφορά τον Αρχιτεκτονικό Χαρακτήρα. Καμιά φορά δεν ειδοποιήθηκα για συζήτηση της πιο πάνω αιτήσεως ώστε να διορθώσω ή να αλλάξω σχέδια. Αυτό με εξόργισε και μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχα με τον κύριο Κτωρίδη συμφωνήσαμε, όπως ξανακατατεθεί νέα αίτηση με επιβάρυνση άλλες £100 η οποία μελετήθηκε μετά από παρέλευση 3 μηνών περίπου.

Άλλες αιτήσεις είναι οι πιο κάτω:

ΠΑΦ 1068/99 ημερ. 19-11-1999 μέχρι αυτήν την στιγμή δεν έχω πάρει απάντηση.

ΠΑΦ 1051/99 ημερ. 15-11-1999 και ημερ. Εκδόσεως 29-03-2000.

ΠΑΦ1115/99 ημερ. 01-12-1999 και ημερ. Εκδόσεως 05-2000.

Παρακαλώ όπως δείτε το θέμα πολύ σοβαρά, γιατί ο κύριος Χατζηλαμπρής άσε που δεν κάνει την δουλειά του καλά πολλές φορές με κατηγόρησε σε πελάτες μου, ότι οι μελέτες μου δεν είναι καλές και θα μπορούσε να ήταν καλύτερες. Ακόμα ο πιο πάνω κύριος ασχολείται με δικά του σχέδια και παροτρύνει γνωστούς του, ότι εργάζεται στην Πολεοδομική Αρχή και θα μπορεί να τους χορηγήσει και άδεια χωρίς κανένα πρόβλημα.

[*1028]Όταν με χρειαστείτε είμαι στη διάθεσή σας για περαιτέρω πληροφορίες.

Σας ευχαριστώ

Μάριος Πετεινός, M.Sc, Πολιτικός Μηχανικός»

Φαίνεται ότι σε κάποιο στάδιο, μετά που άρχισε η διερεύνηση του παραπόνου, ο Εφεσείων έλαβε γνώση από το Διευθυντή του για την ύπαρξη της επιστολής και για την έρευνα που άρχισε να διεξάγεται. Αισθάνθηκε ότι η επιστολή του Εφεσίβλητου τον δυσφημούσε και έβλαπτε την τιμή, υπόληψη και το καλό του όνομα έναντι των συναδέλφων του και των συμπολιτών του. Επίσης, θεώρησε, όπως αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης, ότι η επιστολή αποσκοπούσε στο να τον πλήξει προσωπικά και επαγγελματικά. Γι’ αυτό και ενήγαγε τον Εφεσίβλητο διεκδικώντας «Γενικές και/ή επαυξημένες (aggravated) και/ή εξαιρετικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις για δυσφήμιση και/ή επιζήμια ψευδολογία που έγινε κακόπιστα, με σκοπό να προκαλέσει ζημιά, στον Ενάγοντα, που περιέχεται σε επιστολή του Εναγομένου προς την κυρία Επίτροπο Διοικήσεως, η οποία δεν φέρει ημερομηνία αλλά παραλήφθηκε από την Κυρία Επίτροπο Διοικήσεως στις 28 Ιουνίου, 2000.»*

Ο Εφεσίβλητος με την έκθεση υπεράσπισης του, ισχυρίζεται ότι η δημοσίευση της επιστολής ήταν απόλυτα προνομιούχα (Αρθρο 20 του σχετικού Νόμου, Κεφ. 148) ή υπό επιφύλαξη προνομιούχα (Αρθρο 21). Ενώ δεν πρόβαλε την υπεράσπιση που συνδέεται με την αλήθεια του περιεχομένου της επιστολής (Αρθρο 19), το δικαστήριο θεώρησε ότι η αλήθεια του περιεχομένου της επιστολής εγείρεται εμμέσως ως μέρος της ευρύτερης υπεράσπισης του Εφεσίβλητου.

Για τον Εφεσείοντα κατάθεσε στο δικαστήριο ο ίδιος και άλλοι τρεις μάρτυρες, ενώ για τον Εφεσίβλητο μόνο ο ίδιος. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και αφού ανέλυσε τα διάφορα νομικά θέματα που εγείρονταν, απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντος, βρίσκοντας ότι ευσταθούσε η υπεράσπιση της υπό επιφύλαξη προνομιούχας δημοσίευσης (Αρθρο 21(1)(γ)). Το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε ότι «το δημοσίευμα είναι καταγγελία από πρόσωπο εναντίον άλλου προσώπου, σε σχέση με τη συμπεριφορά του σε οποιοδήποτε θέμα ή σε σχέση με τον χαρακτήρα αυτού στο μέτρο που εκδηλώνεται σε αυτή τη συμπεριφορά του και η οποία γίνεται προς πρό[*1029]σωπο το οποίο έχει εξουσία βάσει του Νόμου, όπως διερευνά αυτή τη συμπεριφορά ή να δέχεται καταγγελίες σε σχέση με αυτή.»

Ο Εφεσείων, με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Η απόρριψη του αιτήματος για τροποποίηση – Λόγος έφεσης 1

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και αντίθετα με τους Κανονισμούς δεν επέτρεψε την αίτηση ημερομηνίας 5.10.2004 για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Εφεσείων, προηγουμένως (12.12.03), καταχώρησε και άλλη αίτηση για προσθήκη νέας παραγράφου στην έκθεση απαίτησης, με παρόμοιο περιεχόμενο, η οποία όμως απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, καθότι δεν αποδείχθηκε η αναγκαιότητα της τροποποίησης. Ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης, αφορά στη δεύτερη αίτηση για τροποποίηση ημερομηνίας 5.10.2004.

Με τη δεύτερη αίτηση, ζητήθηκε η προσθήκη της ίδιας παραγράφου, η οποία έχει ως εξής:-

«5. Κατά διάφορα τακτά διαστήματα ο εναγόμενος υποκίνησε και/ή άφησε και/ή έδωσε και/ή διέσυρε και/ή κοινοποίησε την εν λόγω αναφερόμενην στις παραγράφους 3 και 4 αποσταλείσαν προς την Επίτροπο Διοικήσεως επιστολή.»

Όπως ισχυρίστηκε στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, η πιο πάνω παράγραφος δεν συμπεριλήφθηκε «από λάθος και/ή εκ παραδρομής» κατά τη σύνταξη της έκθεσης απαίτησης.  Στην παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, αναφέρεται ότι το περιεχόμενο της νέας παραγράφου βασίζεται στα πιο κάτω γεγονότα:-

«5. Ο Εναγόμενος επισκέφθην το γραφείο μου που βρίσκεται στο Επαρχιακό Γραφείο Πολεοδομίας Πάφου και μου ανέφερε ενώπιον άλλου ή άλλων ατόμων ότι με έχει καταγγείλει στην Επίτροπο Διοικήσεως δεικνύοντας μου μία επιστολή και διαβάζοντας μεγαλοφώνως ενώπιον άλλου ή άλλων ατόμων που βρίσκονταν στο γραφείο μου μέρος του περιεχομένου της που αφορούσε ψευδείς και/ή κακόβουλες καταγγελίες και/ή δημοσιεύματα όπως για παράδειγμα το ότι διαβάζω εφημερίδα σε ώρες γραφείου, μιλώ στο τηλέφωνο για άλλα θέματα εκτός υπηρεσίας, ότι δεν κάνω καλά την δουλειά μου. Με τον ανωτέ[*1030]ρω τρόπο ο Εναγόμενος δυσφήμισε το άτομο μου, όπου άλλο ή άλλα άτομα έλαβαν γνώση.»

Η πλευρά του Εφεσιβλήτου έφερε εκ νέου ένσταση προβάλλοντας τους πιο κάτω 6 λόγους ένστασης:-

(α) Ότι η μαρτυρία προς υποστήριξη της αίτησης είναι γενική, αόριστη και ανεπαρκής και δεν συναρτάται άμεσα με το αίτημα,

(β) ότι η τροποποίηση αποτελεί νέα αιτία αγωγής, η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στο γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα,

(γ) ότι η τροποποίηση δεν μπορεί να επιτραπεί αφού δεν ζητείται τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος, αλλά μόνο της έκθεσης απαίτησης,

(δ) ότι η τροποποίηση δεν μπορεί να επιτραπεί γιατί είναι επουσιώδης, ανώφελη και εντελώς άχρηστη, καθότι δεν αναφέρει πότε, πού και σε ποιον ή ποιους ο εναγόμενος υποκίνησε και/ή άφησε και/ή κοινοποίησε την επιστολή,

(ε) ότι η τροποποίηση γίνεται σε πολύ καθυστερημένο στάδιο, χωρίς να γίνεται προσπάθεια να δικαιολογηθεί η καθυστέρηση, και

(στ) ότι η αίτηση για τροποποίηση γίνεται κακόπιστα γιατί άλλα αναφέρει στην προτεινόμενη νέα παράγραφο 5 και άλλα στην παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης του.

Το πρωτόδικο δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του έκαμε δεχτή την ένσταση και απέρριψε εκ νέου την αίτηση για τροποποίηση, βρίσκοντας ότι ευσταθούσαν οι πρώτοι 4 λόγοι ένστασης, ότι ήταν περιττό να εξεταστεί ο 5ος λόγος ενώ ήταν αβάσιμος ο 6ος λόγος ένστασης.

Ο Εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.

Δεν συμφωνούμε. Το πρωτόδικο δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη ενδιάμεση απόφασή του, ασχολήθηκε με τον κάθε λόγο ξεχωριστά. Τα όσα διαπιστώνει για τις ελλείψεις και τα κενά στα όσα καινούργια ήθελε να δικογραφήσει ο Εφεσείων, είναι ορθά.  Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Εφεσείων στις δύο αιτήσεις για τροποποίηση, δεν ισχυρίστηκε ότι τα στοιχεία που ήθελε να προσθέσει σχετίζονταν με ισχυρισμό για επαναδημοσίευση της δυσφήμισης με στόχο την αύξηση των αποζημιώσεων (βλ. Slipper v. BBC [1991] 1 All E.R. 165 και Gatley on Libel and Slander, 10η έκδοση, σελ. 175). Με τον τρόπο που και στις δύο περιπτώσεις αιτήθηκε την προσθήκη, άφηνε να νοηθεί ότι επρόκειτο για νέα δυσφήμιση. Αν ο ισχυρισμός του ήταν ότι επρόκειτο για επαναδημοσίευ[*1031]ση, είμαστε βέβαιοι ότι θα το ανέφερε ρητά στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτησή του. Όμως, ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν ετέθη και επομένως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο εξέλαβε ότι η προσθήκη αφορούσε σε ξεχωριστή δυσφήμιση. Με δεδομένη την πιο πάνω διευκρίνιση, οι επισημάνσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου για τις ελλείψεις που σημείωσε στην απόφασή του, είναι ορθές.

Λόγω της φύσης του αγώγιμου δικαιώματος, κατά τη δικογράφηση της κατ’ ισχυρισμόν δυσφήμισης, είναι όντως επάναγκες όπως χρησιμοποιούνται οι ακριβείς λέξεις που συνιστούν τη δυσφήμιση καθώς και το όνομα ή τουλάχιστον η περιγραφή του κάθε ατόμου στο οποίο δημοσιεύτηκε ο λίβελος. Επίσης θα πρέπει να αναφέρεται η ημερομηνία της δημοσίευσης. Σχετικά επί του θέματος είναι τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 28, παρά. 175 και Bullen and Leake and Jacob’ s, Precedents of Pleadings, 12η έκδοση, στη σελίδα 626 όπου τονίζεται ότι το δυσφημιστικό υλικό θα πρέπει να παρατίθεται στην έκθεση απαίτησης κατά λέξη («verbatim»), καθώς επίσης και η ημερομηνία της κάθε δημοσίευσης στην οποία στηρίζεται το κάθε αγώγιμο δικαίωμα. Θα πρέπει επίσης να αναφέρεται το όνομα κάθε ατόμου στο οποίο έγινε η δημοσίευση και αν το όνομα του δεν είναι γνωστό, θα πρέπει να δοθεί κάποια άλλη περιγραφή ώστε να μπορεί να αναγνωριστεί. Σε διαφορετική περίπτωση, εκτός αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, πιθανώς να μην επιτραπεί στον Ενάγοντα κατά την ακρόαση της υπόθεσης, να αποδείξει τη δημοσίευση σε οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν είχε προηγουμένως περιγραφεί στο δικόγραφο, αφού κάτι τέτοιο θα θεωρείτο εκτός δικογράφου (βλ. Barham v. Lord Huntingfield (CA) [1913] [1911-13] All E.R. Rep. 663 και Russell and Another v. Stubbs Ltd. (HL) [1908] [1913] 2 KB 200).

Στην προκειμένη περίπτωση, στη νέα παράγραφο που προτίθετο να εισάξει στην έκθεση απαίτησης του ο Εφεσείων, δεν αναφέρονταν οι απαιτούμενες λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα να είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι θα ήταν μάταιο να επιτραπεί.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε περιττό να εξετάσει λεπτομερώς τον 4ο λόγο ένστασης που αφορούσε στην καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης. Κατά την άποψή μας, η καθυστέρηση των 2½ χρόνων από την ημέρα καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος, μέχρι την υποβολή της πρώτης αίτησης τροποποίησης που απορρίφθηκε και των 4½ χρόνων μέχρι την υποβολή της δεύτερης αίτησης, ήταν ένας ακόμη ισχυρός παράγοντας για απόρριψη της [*1032]αίτησης, ανεξάρτητα από τη γενική πρόνοια των θεσμών ότι η τροποποίηση μπορεί να επιτραπεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η καθυστέρηση όχι μόνο δεν δικαιολογήθηκε, αλλά εμφανώς παραβίαζε το θεμελιώδες δικαίωμα του αντιδίκου, για εκδίκαση της υπόθεσης του μέσα σε εύλογο χρόνο. Η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου, κατά την άποψή μας, ασκήθηκε ορθά με γνώμονα πρωτίστως τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.

Κατά πόσον το δημοσίευμα ήταν υπό επιφύλαξη προνομιούχο – Λόγος έφεσης 2

Κατά πόσον ήταν εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας – Λόγος έφεσης 3

Θα εξετάσουμε τους πιο πάνω δύο λόγους έφεσης μαζί, εφόσον είναι αλληλένδετοι, ιδιαίτερα αναφορικά με τα κίνητρα του Εφεσίβλητου και το θέμα της διαπίστωσης καλής πίστης.

Με τον δεύτερο λόγο, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι η δημοσίευση προς την Επίτροπο Διοίκησης εντάσσεται στην κατηγορία των υπό επιφύλαξη προνομιούχων δημοσιευμάτων, που προβλέπεται από το Αρθρο 21(1)(γ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Αποτελεί ισχυρισμό του Εφεσείοντος, ότι το δικαστήριο παρερμήνευσε το Νόμο, αφού ούτε η δημοσίευση έγινε καλόπιστα και ούτε η Επίτροπος Διοίκησης αποτελούσε το εκ του νόμου εξουσιοδοτημένο όργανο, να διερευνήσει τις καταγγελίες που περιλαμβάνονταν στο επίδικο δημοσίευμα.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, παραπονείται ότι το δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα την ενώπιον του μαρτυρία και ιδιαίτερα αυτή του Εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα αναφορικά με τα κίνητρα που δόθηκαν στον Εφεσίβλητο να αποστείλει την επιστολή στην Επίτροπο Διοίκησης.

Φαίνεται ότι το κύριο παράπονο του Εφεσείοντος εστιάζεται στο εύρημα του δικαστηρίου ότι:- (α) η δημοσίευση ήταν προνομιούχα εντός της έννοιας του Αρθρου 21(1)(γ) και (β) ότι έγινε καλή τη πίστει εντός της έννοιας του Αρθρου 21(2)(γ). Όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος του, ο Εφεσείων που είχε και το βάρος απόδειξης, κατάφερε να αποδείξει ότι τα όσα αναφέρονται στην επιστολή, ήταν αναληθή. Σχετική, είπε, είναι η μαρτυρία της προϊσταμένης του Εφεσείοντος στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, κας Ελένης Πετράκη, [*1033]Μ.Ε.4, η οποία κατάθεσε ότι οι αξιολογήσεις της για τον Εφεσείοντα ήταν ψηλές γιατί πάντοτε τον θεωρούσε ως ένα βασικό στέλεχος του γραφείου και υπεύθυνο υπάλληλο. Επίσης, ότι ποτέ δεν λήφθηκαν οποιαδήποτε πειθαρχικά ή άλλα μέτρα εναντίον του Εφεσείοντος. Από τη στιγμή, πρόσθεσε ο δικηγόρος του, που η συγκεκριμένη μάρτυρας κρίθηκε αξιόπιστη, αποδεικνύεται και το αναληθές των ισχυρισμών του Εφεσίβλητου και η έλλειψη καλής πίστης.

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, προέβη στη διαπίστωση ότι ο Εφεσείων:-

«.... κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως υπάλληλος στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου αντιμετώπισε τον εναγόμενο ως πολιτικό μηχανικό ο οποίος κατέβαλε προσπάθειες προώθησης αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας γενικά με αδιαφορία και με τέτοιο τρόπο παραλείποντας εν τέλει να τον ειδοποιήσει ως προς την αναγκαιότητα οποιασδήποτε αλλαγής των σχετικών σχεδίων με επακόλουθο αποτέλεσμα την απόρριψη συγκεκριμένης αίτησης (με αριθμό ΠΑΦ610/98) δίχως προηγουμένως να είχε ειδοποιηθεί σχετικά ο εναγόμενος.

Ως αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς ο εναγόμενος οδηγήθηκε στην υποβολή παραπόνου προς την Επίτροπο Διοικήσεως αποστέλλοντας της την επίδικη επιστολή αναφορικά με αυτή την συμπεριφορά η οποία και περιγράφεται εντός του περιεχομένου της επιστολής.»

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του δικαστηρίου δεν αμφισβητούνται. Αμφισβητούνται όμως τα συμπεράσματα του δικαστηρίου τα οποία στηρίζονται στις πιο πάνω διαπιστώσεις.

Το πρώτο συμπέρασμα, είναι ότι η δημοσίευση της επιστολής προς την Επίτροπο Διοίκησης, ήταν υπό επιφύλαξη προνομιούχα σύμφωνα με το Αρθρο 21(1)(γ) του Νόμου. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή, ενόψει της θέσης του Εφεσείοντος στο Τμήμα Πολεοδομίας και της εξουσίας που είχε να χειρίζεται τις υποθέσεις του Εφεσίβλητου. Όπως πολύ ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, τα βασικά γεγονότα θα δικαιολογούσαν και συμπέρασμα ότι η δημοσίευση έγινε για την προστασία των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων του Εφεσίβλητου, δυνάμει του εδαφίου (δ) του Αρθρου 21(1) του Νόμου.

Το δεύτερο σκέλος του παραπόνου του Εφεσείοντος, είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι η δημοσίευση έγι[*1034]νε καλή τη πίστει. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατά την άποψή μας έκρινε ότι η Επίτροπος Διοίκησης, σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Διοίκησης Νόμο του 1991 (Ν. 3(Ι)/91 έχει την εξουσία δυνάμει του Αρθρου 5(1)(α) του Νόμου 3(Ι)/91 να διερευνά «.... παράπονα εναντίον οποιασδήποτε υπηρεσίας ή λειτουργού που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία ότι οποιαδήποτε ενέργεια τους παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα ή ασκήθηκε κατά παράβαση των νόμων ή των κανόνων της χρηστής διοίκησης και της ορθής συμπεριφοράς προς τους διοικουμένους, εφόσον η ενέργεια αυτή επηρεάζει άμεσα και προσωπικά οποιοδήποτε πρόσωπο.». Κανένα από τα επιχειρήματα του δικηγόρου του Εφεσείοντος περί του αντιθέτου δεν ευσταθούν. Οι πρόνοιες του Αρθρου 5(1)(α) του Νόμου 3(Ι)/91, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι η Επίτροπος Διοίκησης είχε την εξουσία να εξετάσει το παράπονο του Εφεσίβλητου, ο οποίος ορθώς το υπέβαλε σ’ αυτήν.

Η διαπίστωση ότι εύλογα ο Εφεσίβλητος απευθύνθηκε στην Επίτροπο Διοίκησης, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου και τις κατευθυντήριες γραμμές του Αρθρου 21(2) ως προς το πότε μία δημοσίευση θεωρείται ότι έγινε καλή τη πίστει, προδιαγράφει και την ορθότητα του ευρήματος ότι η δημοσίευση έγινε με καλή πίστη. Δεν έχουμε πειστεί από τα όσα αναφέρει ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, ότι μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι το δημοσίευμα έγινε με καλή πίστη. Ο Εφεσίβλητος μετά τη συμπεριφορά του Εφεσείοντος, όπως αυτή διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ενήργησε εύλογα αποστέλλοντας το παράπονο του στην Επίτροπο Διοίκησης. Μεταφέρουμε εδώ σχετικό απόσπασμα από το Σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 10η Έκδοση, παρα. 14.57, στο οποίο παρέπεμψε το πρωτόδικο δικαστήριο ο συνήγορος του Εφεσίβλητου και από το οποίο αναδύεται με σαφήνεια το εύλογο των ενεργειών του Εφεσίβλητου που οδήγησαν το δικαστήριο στο να καταλήξει ότι ενήργησε καλή τη πίστει:-

«Thus, it is not only for the victim, in his own interests, but it is the duty of everyone, in the interests of public efficiency and good order, to bring any misconduct or neglect of duty on the part of a public officer or employee, or any public abuse, to the notice of the proper authority for investigation. Any complaint or information as to such misconduct, neglect of duty, or abuse is privileged, provided it is made in good faith to the person or body who has the power or duty to remove, punish or reprimand the offender, or merely to inquire into the subject-matter of the complaint. Any citizen who bona fide believes that wrong has been done has the right [*1035]and duty to bring the alleged fact before the proper authority for the investigation. In doing so he exercises an undoubted privilege which it is not in the public interest to penalise.»

Και σε ελεύθερη μετάφραση:-

«Συνεπώς δεν είναι μόνο προς το συμφέρον του θύματος, αλλά είναι καθήκον καθενός, προς το συμφέρον της δημόσιας αποδοτικότητας και της ορθής τάξης, να φέρει εις γνώσιν της αρμόδιας αρχής για διερεύνηση οποιοδήποτε παράπτωμα ή αμέλεια καθήκοντος ή κατάχρηση δημόσιας εξουσίας εκ μέρους δημοσίου λειτουργού ή υπαλλήλου. Οποιοδήποτε παράπονο ή πληροφορία ως προς τέτοιο παράπτωμα ή αμέλεια καθήκοντος ή κατάχρησης είναι απόρρητο, νοουμένου ότι γίνεται καλόπιστα στο πρόσωπο ή όργανο, το οποίο έχει την εξουσία ή καθήκον να απομακρύνει, τιμωρήσει ή επιπλήξει τον υπαίτιο ή απλώς να εξετάσει το παράπονο. Κάθε πολίτης ο οποίος καλή τη πίστει πιστεύει ότι κάτι μεμπτό έχει διαπραχθεί, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να ενημερώσει ως προς αυτό την αρχή που είναι αρμόδια για να το διερευνήσει. Με αυτό τον τρόπο ασκεί ένα αδιαμφισβήτητο προνόμιο, το οποίο δεν είναι προς το δημόσιο συμφέρον να τιμωρηθεί.»

Αναφορικά με δημόσια πρόσωπα ή δημόσιους υπαλλήλους, πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τόνισε στην υπόθεση Haguenauer v. Γαλλίας, Application No. 34050/05, ημερ. 22.4.2010, ότι «δημόσιοι υπάλληλοι που δρουν υπό την επίσημη τους ιδιότητα είναι υποκείμενοι σε ευρύτερα πεδία αποδεκτής κριτικής από συνηθισμένα πρόσωπα (παρόλο που θα μπορούσε να αποδειχτεί αναγκαία η παροχή στους δημοσίους υπαλλήλους ιδιαίτερης προστασίας από λεκτικές επιθέσεις επειδή θα πρέπει η εμπιστοσύνη του ευρέος κοινού προς το δημόσιο να μην τυγχάνει κλονισμού)» (ελεύθερη μετάφραση) (βλ. επίσης Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ. v. Παπαευσταθίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 856).

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του Εφεσίβλητου.

H έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.A., υπέρ του εφεσίβλητου.

* Βλ. Γενική Οπισθογράφηση απαιτήσεως κλητηρίου εντάλματος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο