Θεοδώρου Μιχάλης ν. Aνδρέα Γεωργίου Μάντη (2010) 1 ΑΑΔ 1036

(2010) 1 ΑΑΔ 1036

[*1036]12 Ιουλίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΝΤΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 297/2006)

 

Δεδικασμένο (Res Judicata) ― Δημιουργία κωλύματος δεδικασμένου λόγω ύπαρξης άλλης δικαστικής απόφασης ― Δημιουργία δεδικασμένου για θέματα που θα μπορούσαν να εγερθούν σε προηγούμενη αγωγή μεταξύ των διαδίκων και δεν εγέρθηκαν ― Καταχώρηση αίτησης τριτοδιαδίκου από εναγόμενο σε υπόθεση πρόκλησης τροχαίου ατυχήματος στο οποίο είχαν εμπλακεί ο ενάγων και ο εναγόμενος και με ουσιώδες επίδικο θέμα την ευθύνη ― Καταχώρηση άλλης αγωγής από τον εναγόμενο εναντίον του τριτοδιαδίκου ως εναγομένου ― Κατά πόσο η απόσυρση και η απόρριψη της διαδικασίας μεταξύ εναγομένου και τριτοδιαδίκου στην πρώτη αγωγή δημιουργούσε ή όχι κώλυμα δεδικασμένου σε σχέση με τα θέματα που εγείροντο στη δεύτερη αγωγή.

Πολιτική Δικονομία ― Διαδικασία τριτοδιαδίκου ― Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί, Δ.9, θ.1 ― Εύρος δυνατότητας διεκδικήσεων εναγομένου εναντίον τριτοδιαδίκου.

Πολιτική Δικονομία ― Διακοπή διαδικασίας (discontinuance) ― Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί, Δ.15.2 ― Προϋποθέσεις δημιουργίας δεδικασμένου ― Γένεση νομολογιακής αρχής στην υπόθεση Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670 ― Επιβεβαιώθηκε στη μεταγενέστερη υπόθεση Πατσαλίδη v. Δίσπυρου (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 17.

Στις 20.2.1997, φορτηγό που οδηγούσε ο εφεσίβλητος στο δρόμο Παρεκκλησιάς – Κελλακίου συγκρούστηκε με άλλο φορτηγό που οδηγούσε κάποιος Κ. Αγαθοκλέους, με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό και των δύο. Ο Αγαθοκλέους καταχώρησε αγωγή εναντίον του [*1037]εφεσίβλητου (η πρώτη αγωγή) για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις. Ο εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι το ατύχημα είχε προκληθεί από λάδια που είχαν χυθεί πριν, από φορτηγό αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μ. Θεοδώρου (εφεσείων στην παρούσα έφεση), τα οποία κατέστησαν ολισθηρό το δρόμο και κατέστησε τον εφεσείοντα τριτοδιάδικο μετά από άδεια του Δικαστηρίου. Μετά πάροδο 5½ περίπου μηνών από την καταχώρηση της πρώτης αγωγής, ο εφεσίβλητος καταχώρησε άλλη Αγωγή με Αρ. 1287/1998 (τη δεύτερη αγωγή) ως ενάγων εναντίον του εφεσείοντος (ο οποίος ήταν τριτοδιάδικος στην πρώτη αγωγή), ως εναγομένου.

Στην εξέλιξη της πρώτης αγωγής δηλώθηκε εκ συμφώνου ότι το ποσό στο οποίο θα εδικαιούτο ο Αγαθοκλέους ως ενάγων εναντίον του εφεσίβλητου – εναγομένου ανερχόταν σε £97.500, ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης, πλέον τόκο. Σε προχωρημένο όμως στάδιο της δίκης, μετά από τη συμπλήρωση της υπόθεσης ενάγοντα και εναγομένου, και ενώ έδιδε μαρτυρία μάρτυρας για τον τριτοδιάδικο – εφεσείοντα, ο εφεσίβλητος δήλωσε προς το Δικαστήριο ότι ήθελε να αποσύρει την υπόθεση εναντίον του τριτοδιάδικου (εφεσείοντα). Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου αντέδρασε και αποσύρθηκε με την άδεια του Δικαστηρίου και η απαίτηση του εφεσίβλητου – εναγόμενου εναντίον του τριτοδιαδίκου – εφεσείοντος απορρίφθηκε ως αποσυρθείσα. Ο νέος δικηγόρος που εμφανίστηκε εκ μέρους του εφεσίβλητου δέχθηκε όπως εκδοθεί και εκδόθηκε εκ συμφώνου, απόφαση εναντίον του πελάτη του για το ποσό των £97.500 επί πλήρους ευθύνης, όπως είχε συμφωνηθεί προηγουμένως. Ακολούθως, ο εφεσίβλητος ως ενάγων στη δεύτερη αγωγή προχώρησε τη διαδικασία εναντίον του εφεσείοντος ως εναγομένου.

Ο εφεσείων ήγειρε στη δεύτερη αγωγή θέμα δεδικασμένου. Το θέμα αυτό δεν φαίνεται να έτυχε χειρισμού με διαδικασία προδικαστικής εκδίκασης νομικού σημείου και η αγωγή οδηγήθηκε σε πλήρη ακρόαση επί παντός θέματος που εγειρόταν ως επίδικο στο πλαίσιο της αγωγής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τον εφεσίβλητο, καταλήγοντας ότι η ρίψη λαδιών από το φορτηγό του εφεσείοντος, συνιστούσε δημόσια οχληρία που επηρέαζε τα πρόσωπα που χρησιμοποιούσαν το δρόμο και δη τον εφεσίβλητο, ο οποίος, συνεπεία της οχληρίας, υπέστη σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές.

Ως προς το θέμα του δεδικασμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν εφαρμοζόταν στην υπό εξέταση περίπτωση επειδή με την αποσυρθείσα διαδικασία μεταξύ εναγομένου και τριτοδια[*1038]δίκου στην πρώτη αγωγή, δεν θα εκδικάζονταν όλα τα επίδικα θέματα που εγείρονται στη δεύτερη αγωγή. Προχώρησε δε το Δικαστήριο και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος για το ποσό των £58.460 ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, πλέον τόκο και έξοδα.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, αμφισβητώντας την ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε κώλυμα λόγω δεδικασμένου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την εξέταση του πιο πάνω λόγου έφεσης εξέτασε τα ακόλουθα δύο ζητήματα:

α.  Κατά πόσο τα θέματα που είχαν εγερθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας τριτοδιαδίκου στην πρώτη αγωγή είναι τα ίδια με εκείνα που εγείρονται στη δεύτερη ή ήταν τέτοια ώστε να δημιουργούν κώλυμα δεδικασμένου.

β.  Κατά πόσο το γεγονός ότι η διαδικασία τριτοδιαδίκου στην πρώτη αγωγή δεν εκδικάστηκε αλλ’ αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, δεν δημιουργεί κώλυμα δεδικασμένου, αποτρεπτικό σε διάδικο να επανέλθει επί των ίδιων θεμάτων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι διεκδικήσεις του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις μπορούσαν και έπρεπε να περιληφθούν στην πρώτη αγωγή και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε περί του αντιθέτου. Εναλλακτικά, θα έπρεπε να εζητείτο ή συνένωση ή συνεκδίκαση πρώτης και δεύτερης αγωγής και όχι να αχθούν οι δύο αγωγές σε ξεχωριστή, διαδοχική εκδίκαση.

2.  Ο μόνος τρόπος με τον οποίο διάδικος μπορεί να επανέλθει θέτοντας προς εκδίκαση τα ίδια θέματα μετά την απόσυρση της αγωγής του, προσφέρεται με την τήρηση της διαδικασίας που προνοείται για διακοπή (discontinuance) στη Δ.15 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Περαιτέρω, ένα πρακτικό Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο η αγωγή ή αίτηση αποσύρεται και απορρίπτεται, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως να είχε υποβληθεί ρητή αίτηση για διακοπή της διαδικασίας με βάση τις πρόνοιες της Δ.15.2 και ότι παρασχέθηκε άδεια από το Δικαστήριο για την απόσυρση ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια.

3.  Το γεγονός ότι η δεύτερη αγωγή ήταν ήδη καταχωρημένη όταν αποσυρόταν η διαδικασία τριτοδιαδίκου στην πρώτη αγωγή, κα[*1039]θόλου δεν διαφοροποιεί τα πράγματα σε σχέση με την έγερση του εμποδίου του δεδικασμένου. Η δεύτερη αγωγή, θα μπορούσε μόνο να είχε προχωρήσει όχι παράλληλα, αλλά με συνένωση και συνεκδίκαση της με την πρώτη, πράγμα που δεν έγινε. Ή μάλλον που ενώ έγινε με την έκδοση διατάγματος συνένωσης των δύο αγωγών εν τούτοις στις 7.6.2002, κατόπιν συμφωνίας όλων των διαδίκων και στις δύο αγωγές διατάχθηκε η αποσυνένωση και χωριστή εκδίκασή τους.

4.  Η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσιβλήτου ότι δεν είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο από την απόσυρση και απόρριψη της διαδικασίας τριτοδιαδίκου στην πρώτη αγωγή ακριβώς επειδή κατά την 7.6.2002 που διατάχθηκε η αποσυνένωση των αγωγών είχε ρητά δηλωθεί ότι η μια αγωγή δεν θα επηρεαζόταν από την άλλη, σήμαινε μόνο ότι η κάθε αγωγή επανακτούσε πλέον την αυτοτέλειά της ως ξεχωριστή από την άλλη αγωγή. Όμως, με κανένα τρόπο τέτοια δήλωση δεν θα μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα την παροχή σε κάποιον από τους διαδίκους της ευκαιρίας να δοκιμάσει την τύχη του δύο φορές, μια σε κάθε αγωγή, προκαλώντας την εκδίκαση των ίδιων επίδικων θεμάτων που εγείρονταν ή που μπορούσαν να είχαν εγερθεί.

5.  Υπό τις περιστάσεις, κρίνεται ως εσφαλμένη η εκκαλούμενη απόφαση επί του θέματος του δεδικασμένου και το Δικαστήριο έπρεπε, γι’ αυτό το λόγο, να απορρίψει την Αγωγή Aρ. 1287/1998.

Η έφεση επιτράπηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσείοντος. H Αγωγή Αρ. 1287/99 απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του εναγομένου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670,

K.S.R. Commercio S.A. κ.ά. v. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309,

Talbot v. Berkeshire County Council [1993] 4 All E.R. 9,

Πατσαλίδη v. Δίσπυρου (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 17.

[*1040]Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σταυρινίδης, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 1287/99), ημερομ. 3.8.2006.

Κ. Χ"Πιέρας, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Νεοκλέους, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το τροχαίο δυστύχημα με το οποίο σχετίζεται η αντιδικία στην παρούσα έφεση επεσυνέβηκε πριν από 13 και πλέον χρόνια, στις 20.2.1997, στο δρόμο Παρεκκλησιάς-Κελλακίου. Φορτηγό αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος είχε συγκρουστεί με άλλο φορτηγό αυτοκίνητο που οδηγούσε κάποιος Κ. Αγαθοκλέους, με αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό και των δύο οδηγών και την πρόκληση σοβαρών υλικών ζημιών. Ο Αγαθοκλέους κινήθηκε δικαστικά εναντίον του εφεσίβλητου με την αγωγή αρ. 6587/1998 E.Δ. Λεμεσού, θεωρώντας τον υπεύθυνο για το δυστύχημα και απαιτούσε εναντίον του την καταβολή γενικών και ειδικών αποζημιώσεων (η “πρώτη αγωγή”). Όμως ο εφεσίβλητος στην υπεράσπισή του ήγειρε θέμα ότι το δυστύχημα δεν οφειλόταν σε οποιανδήποτε δική του αμέλεια, παρά μόνο οφειλόταν στην αμέλεια και/ή πρόκληση οχληρίας από κάποιο Μιχαλάκη Θεοδώρου (τον εφεσείοντα στην παρούσα έφεση). Πιο συγκεκριμένα, ισχυριζόταν ο εφεσίβλητος ότι το δυστύχημα είχε προκληθεί από λάδια που είχαν χυθεί προηγουμένως από φορτηγό αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων και τα οποία προκάλεσαν στον ίδιο την απώλεια του ελέγχου του οχήματός του, λόγω της προκληθείσας ολισθηρότητας από συνδυασμό των λαδιών με όμβρια ύδατα. Για να προωθήσει δε αυτή του τη θέση, ο εφεσίβλητος, με την άδεια του Δικαστηρίου, κατέστησε τον εφεσείοντα τριτοδιάδικο. Προχώρησε έτσι η αγωγή σε ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ Αγαθοκλέους και εφεσίβλητου, ως ενάγοντα και εναγόμενου, και μεταξύ εφεσίβλητου και εφεσείοντα ως τριτοδιάδικου. Παράλληλα όμως, και συγκεκριμένα κάπου 5½ μήνες μετά την καταχώρηση της προαναφερθείσας αγωγής, ο εφεσίβλητος καταχώρησε άλλη αγωγή με αρ. 1287/1999 (τη “δεύτερη αγωγή”), ως ενάγων εναντίον του εφεσείοντα (ο οποίος ήταν τριτοδιάδικος στην πρώτη αγωγή), ως εναγομένου.

[*1041]Στην εξέλιξη της πρώτης αγωγής, δηλώθηκε εκ συμφώνου ότι το ποσό στο οποίο θα εδικαιούτο ο Αγαθοκλέους ως ενάγων εναντίον του εφεσίβλητου-εναγομένου ανερχόταν σε £97.500, ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης, πλέον τόκο. Σε προχωρημένο όμως στάδιο της δίκης, μετά από τη συμπλήρωση της υπόθεσης ενάγοντα και εναγομένου, και ενώ έδιδε μαρτυρία μάρτυρας για τον τριτοδιάδικο-εφεσείοντα, ο εφεσίβλητος δήλωσε προς το Δικαστήριο ότι ήθελε να αποσύρει την υπόθεση εναντίον του τριτοδιάδικου (εφεσείοντα). Ο δικηγόρος του αντέδρασε και, μετά από αναβολή που δόθηκε για διαβουλεύσεις, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου αποσύρθηκε, με την άδεια του Δικαστηρίου, και η απαίτηση του εφεσίβλητου-εναγομένου εναντίον του τριτοδιαδίκου-εφεσείοντα απορρίφθηκε ως αποσυρθείσα. Ο νέος δικηγόρος που εμφανίστηκε εκ μέρους του εφεσίβλητου δέχθηκε όπως εκδοθεί και εκδόθηκε εκ συμφώνου, απόφαση εναντίον του πελάτη του για το ποσό των £97.500 επί πλήρους ευθύνης, όπως είχε συμφωνηθεί προηγουμένως. Ακολούθως, ο εφεσίβλητος ως ενάγων στη δεύτερη αγωγή προχώρησε τη διαδικασία εναντίον του εφεσείοντα ως εναγομένου.

Ένα από τα θέματα τα οποία ήγειρε ο εφεσείων στην Έκθεση Υπεράσπισής του στη δεύτερη αυτή αγωγή, κατόπιν τροποποίησης στην οποία προέβηκε, ήταν και το ότι η αγωγή δεν μπορούσε να προχωρήσει και θα έπρεπε να απορριφθεί λόγω δεδικασμένου, (estoppel ή waiver). Όμως, το θέμα τούτο δεν φαίνεται να απασχόλησε με διαδικασία προδικαστικής εκδίκασης νομικού σημείου και η αγωγή οδηγήθηκε σε πλήρη ακρόαση επί παντός θέματος που εγειρόταν ως επίδικο στο πλαίσιο της αγωγής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην τελική του απόφαση έκρινε ότι πράγματι είχε παρατηρηθεί ρίψη λαδιών στο οδόστρωμα από το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων, τα οποία δεν καθαρίστηκαν και το γεγονός τούτο συνιστούσε δημόσια οχληρία που επηρέαζε τα πρόσωπα που χρησιμοποιούσαν το δρόμο και δη τον εφεσίβλητο, ο οποίος, συνεπεία της οχληρίας, υπέστη σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές.

Αναφορικά με το θέμα του δεδικασμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν εφαρμοζόταν στην υπό εξέταση περίπτωση επειδή με την αποσυρθείσα διαδικασία μεταξύ εναγομένου και τριτοδιάδικου στην πρώτη αγωγή, δεν θα εκδικάζονταν όλα τα επίδικα θέματα που εγείρονται στη δεύτερη αγωγή. Προχώρησε δε το Δικαστήριο και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των £58.460 ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, πλέον [*1042]τόκο και έξοδα.

Με την παρούσα έφεσή του, ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα εκείνης της απόφασης και εγείρει ως πρώτο Λόγο Έφεσης το θέμα του δεδικασμένου.

1ος Λόγος Έφεσης. Ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε κώλυμα λόγω δεδικασμένου.

Δύο είναι τα κύρια ζητήματα που εγείρονται προς διερεύνηση και απόφανση κάτω από αυτό το Λόγο Έφεσης:

α.  Κατά πόσο τα θέματα που είχαν εγερθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας τριτοδιάδικου στην πρώτη αγωγή είναι τα ίδια με εκείνα που εγείρονται στη δεύτερη ή ήταν τέτοια ώστε να δημιουργούν κώλυμα δεδικασμένου.

β.  Κατά πόσο το γεγονός ότι η διαδικασία τριτοδιάδικου στην πρώτη αγωγή δεν εκδικάστηκε αλλ’ αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, δεν δημιουργεί κώλυμα δεδικασμένου, αποτρεπτικό σε διάδικο να επανέλθει επί των ίδιων θεμάτων.

Επί του πρώτου ζητήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ως εξής:

“Από τη στιγμή που δεν έχει το δικαίωμα δικονομικά να εγείρει οποιοδήποτε άλλο θέμα ο Εναγόμενος το οποίο να καταστεί επίδικο για να εκδικαστεί και να αποφασίσει πάνω σε αυτό το Δικαστήριο, φανερώνεται ότι η εκδίκαση που θα λάβει χώρα από το Δικαστήριο είναι για τα θέματα μόνο μεταξύ του ενάγοντα και του εναγόμενου σχετικά με τις αξιώσεις του ενάγοντα για τις οποίες υπάρχει ισχυρισμός από πλευράς του εναγόμενου ότι ο τριτοδιάδικος εμπλέκεται και είναι υπόλογος γι’ αυτές. Είναι φανερόν από το γεγονός αυτό ότι δεν δικάζονται όλα τα επίδικα θέματα μεταξύ του εναγόμενου και του τριτοδιαδίκου και επομένως δεν μπορεί να εγερθεί θέμα δεδικασμένου σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Χάσικος v. Χαραλαμπίδης, ανωτέρω) γιατί ο εναγόμενος δεν έχει δικαίωμα να εκδικάσει αυτά τα θέματα ως επίδικα στη διαδικασία εναντίον του τριτοδιαδίκου γιατί δεν του επιτρέπουν οι δικονομικοί κανονισμοί και κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις δεν θα έχει οριστική εκδίκαση και απόφανση επί των θεμάτων αυτών από το Δικαστήριο και έτσι δεν μπορεί να τεθεί θέμα δεδικασμένου και την εισήγηση περί ύπαρξης δεδικασμένου από πλευράς του εναγομένου το Δικαστήριο βρίσκει ότι [*1043]είναι νομικά αδικαιολόγητη και απορρίπτεται.”

Όπως διαπιστώνεται από τα τεθέντα ενώπιον του Εφετείου στοιχεία, στην πρώτη αγωγή ο εφεσίβλητος-εναγόμενος καθιστούσε τον τριτοδιάδικο-εφεσείοντα υπεύθυνο για το ίδιο δυστύχημα για το οποίο είχε καταχωρήσει την αγωγή εναντίον του ο Αγαθοκλέους και ζητούσε όπως ο εφεσείων τον καλύψει ή συνεισφέρει έναντι οποιουδήποτε ποσού ήθελε επιδικασθεί εναντίον του. Επομένως, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας πρώτης αγωγής, επρόκειτο να επιλυθεί πλήρως το θέμα της ευθύνης για το δυστύχημα, τόσο μεταξύ Αγαθοκλέους και εφεσίβλητου, όσο και μεταξύ των δύο και του εφεσείοντα. Εκείνο το οποίο δεν θα εκδικαζόταν και δεν θα επιλυόταν αν προχωρούσε η αγωγή σε πλήρη εκδίκαση, θα ήταν το θέμα οποιωνδήποτε αποζημιώσεων απαιτούσε ο εφεσίβλητος ως εναγόμενος εναντίον του εφεσείοντα-τριτοδιάδικου. Και δεν θα επιλυόταν το θέμα εκείνο επειδή δεν είχε εγερθεί από τον εφεσίβλητο, ο οποίος περιορίστηκε σε διεκδίκηση κάλυψης ή συνεισφοράς έναντι των απαιτήσεων του ενάγοντα Αγαθοκλέους. Τυγχάνει όμως νομολογιακά αναγνωρισμένη η αρχή που διέπει τα του κωλύματος λόγω δεδικασμένου (res judicata) ή του λεγόμενου issue estoppel ότι το εμπόδιο στην έγερση νέας αγωγής εγείρεται όχι μόνο εκεί όπου ένα ή περισσότερα επίδικα θέματα είχαν εγερθεί στην ίδια μορφή κατά την προηγηθείσα αγωγή, αλλά καλύπτει επίσης και τις διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί τέτοια θέματα ως επίδικα, αλλά δεν ηγέρθηκαν. (Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670, K.S.R. Commercio S.A. κ.ά. v. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309). Όπως συνοψίστηκε αυτή η αρχή στην υπόθεση K.S.R. Commercio (ανωτέρω),

Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου, η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματα του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε, ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίζει την υπόθεση ή υπεράσπιση του, δεν δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο, ό,τι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ’ επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνιση τους. Έτσι, η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα ...

Το ερώτημα που εδώ τίθεται έγκειται στο εάν ο εφεσίβλητος είχε νομικά το δικαίωμα, δηλαδή τη δικονομική δυνατότητα να εγείρει εναντίον του εφεσείοντα στη διαδικασία τριτοδιάδικου και τα [*1044]υπόλοιπα θέματα που ήγειρε με τη δεύτερη αγωγή, τα θέματα δηλαδή των δικών του διεκδικούμενων αποζημιώσεων.

Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τον έμμεσο έστω τρόπο που αρθρώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό. Θα διαφωνήσουμε με αυτή την άποψη. Σχετικές είναι οι πρόνοιες της Δ.9, θ.1, το κείμενο της οποίας έχει ως εξής:

“10.1.(1) Where in any action a defendant claims as against any person not already a party to the action (in this Order called the “third party”)-

(a) That he is entitled to contribution or indemnity, or

(b) That he is entitled to any relief or remedy relating to or connected with the original subject matter of the action and substantially the same as some relief or remedy claimed by the plaintiff, or

(c) That any question or issue relating to or connected with the said subject matter is substantially the same as some question or issue arising between the plaintiff and the defendant and should properly be determined not only as between the plaintiff and the defendant but as between the plaintiff and defendant and the third party or between any or either of them, the court or a Judge may give leave to the defendant to issue and serve a “third-party notice”...................

Όπως διαπιστώνεται από το πιο πάνω κείμενο της σχετικής δικονομικής διάταξης, μπορεί ένας εναγόμενος να διεκδικήσει εναντίον τρίτου προσώπου, πέραν της κάλυψης ή συνεισφοράς και οποιανδήποτε θεραπεία η οποία σχετίζεται ή συνδέεται με την αρχική αιτία αγωγής και η οποία είναι ουσιωδώς η ίδια με κάποια από τις θεραπείες οι οποίες αξιώνονται από τον ενάγοντα. Μπορεί ακόμα να ζητήσει όπως οποιοδήποτε επίδικο θέμα που σχετίζεται ή συνδέεται με το αντικείμενο της αγωγής και είναι ουσιωδώς το ίδιο με κάποιο θέμα που εγείρεται μεταξύ ενάγοντα και εναγόμενου, αποφασισθεί μεταξύ και των τριών προσώπων.

Στην υπό εξέταση περίπτωση, το ουσιώδες επίδικο θέμα ήταν η ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος στο οποίο είχαν εμπλακεί ο εφεσίβλητος και ο Αγαθοκλέους και πέραν της συνεισφοράς ή κάλυψης την οποία μπορούσε ο εφεσίβλητος να ζητήσει και ζήτησε, εναντίον του εφεσείοντα-τριτοδιάδικου, μπορούσε να [*1045]ζητήσει και όπως το θέμα της ευθύνης αποφασισθεί ουσιαστικά μεταξύ των τριών προσώπων και επίσης μπορούσε να αξιώσει εναντίον του εφεσείοντα-τριτοδιάδικου θεραπεία ως προς τις δικές του σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές, αφού σύμφωνα με την πιο πάνω δικονομική πρόνοια, επρόκειτο για μια θεραπεία ή αξίωση, η οποία και σχετιζόταν με την ίδια βάση αγωγής, δηλαδή την ευθύνη για το δυστύχημα και ήταν ουσιωδώς η ίδια με τη θεραπεία που ζητούσε και ο Αγαθοκλέους (ενάγων). Όπως άλλωστε διαφαίνεται και από τις πρόνοιες του Κανόνα 9 της ίδιας Διαταγής 10, σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο κατόπιν ακρόασης μπορεί, μεταξύ άλλων, να αποδώσει στον εναγόμενο (εδώ στον εφεσίβλητο) οποιαδήποτε θεραπεία η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί σ’ αυτόν στην περίπτωση κατά την οποία ο τριτοδιάδικος (εδώ ο εφεσείων) ήταν εναγόμενος σε ξεχωριστή αγωγή την οποία ήθελε καταχωρήσει εναντίον του ο εναγόμενος.

“.... and may grant to the defendant or to the third party any relief or remedy which might properly have been granted if the third party had been made a defendant to an action duly instituted against him by the defendant.

Στην Αγγλική απόφαση στην υπόθεση Talbot v. Berkeshire County Council [1993] 4 All E.R. 9, η απαίτηση του ενάγοντα σε αγωγή για αποζημιώσεις εναντίον της αρμόδιας αρχής υπεύθυνης για τη συντήρηση του δρόμου, για τις σωματικές του βλάβες λόγω δυστυχήματος, εμποδιζόταν λόγω του cause of action estoppel, καθότι αυτή μπορούσε να είχε περιληφθεί στην προηγηθείσα αγωγή που του είχε κινήσει άλλος οδηγός, στην οποία ο ενάγων (εκεί ως εναγόμενος) είχε εκδώσει ειδοποίηση τριτοδιαδίκου εναντίον της αρμόδιας αρχής, πλην όμως εκεί είχε περιορίσει τη διεκδίκησή του σε θεραπεία για κάλυψη ή συνεισφορά στην εναντίον του απαίτηση ως εναγομένου. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να είχε κινήσει ξεχωριστή αγωγή εναντίον της αρμόδιας αρχής και να ζητούσε όπως αυτή συνενωθεί ή συνεκδικασθεί με την αγωγή που κινήθηκε εναντίον του.

Κρίνουμε επομένως, ότι οι διεκδικήσεις του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις μπορούσαν και έπρεπε να περιληφθούν στην πρώτη αγωγή και εσφαλμένα αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο περί του αντιθέτου. Εναλλακτικά, θα έπρεπε να εζητείτο ή συνένωση ή συνεκδίκαση πρώτης και δεύτερης αγωγής και όχι να αχθούν οι δύο αγωγές σε ξεχωριστή, διαδοχική εκδίκαση.

Το δεύτερο ζήτημα που εγείρεται κάτω από αυτό το Λόγο Έφεσης συνίσταται από το ερώτημα κατά πόσο η απόσυρση και απόρ[*1046]ριψη της διαδικασίας τριτοδιαδίκου στην πρώτη αγωγή, μπορεί να εγείρει εμπόδιο δεδικασμένου ή κωλύματος (estoppel) για την εκδίκαση της δεύτερης αγωγής, δεδομένου ότι η διαδικασία τριτοδιάδικου αποσύρθηκε χωρίς να υπάρξει δικαστική διάγνωση και ετυμηγορία επί της ουσίας των επίδικων θεμάτων.

Η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι καθαρά καταφατική. Όπως είχε τονιστεί και στην υπόθεση Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου (ανωτέρω) είχαν λεχθεί και τα εξής στη σελίδα 676:

“Ο Ενάγων μπορεί να αποφασίσει αν θα προωθήσει την αγωγή του ή αν θα την αποσύρει. Αυτό είναι δικό του προνόμιο και είναι ο κανόνας πως στο βαθμό που η απόσυρση της αγωγής διενεργείται για να οδηγηθεί η ορισμένη αντιδικία σε οριστικό τέλος, ούτε ο εναγόμενος έχει λόγο αλλά ούτε και το Δικαστήριο. Εκείνο που δεν δικαιούται να κάμει είναι να τερματίσει οποτεδήποτε θέλει τη διαδικασία διατηρώντας μονομερώς το δικαίωμα να επανέλθει στα ίδια. Οι περιορισμοί εν προκειμένω είναι σαφείς. Ο Ενάγων δικαιούται να διακόψει (discontinue) με γραπτή ειδοποίηση την αγωγή, δηλαδή να την τερματίσει με δικαίωμα καταχώρισης νέας, οποτεδήποτε πριν την παραλαβή της υπεράσπισης, ή μετά την παραλαβή της πριν προβεί σε οποιοδήποτε άλλο δικονομικό διάβημα (με επιφύλαξη ως προς οποιανδήποτε ενδιάμεση αίτηση). Από εκεί και πέρα ο ενάγων παύει να είναι dominus litis. Η διακοπή της αγωγής τελεί πλέον υπό την αίρεση της εξασφάλισης άδειας από το Δικαστήριο. Η απόσυρση της αγωγής και η επακόλουθη απόρριψη της χωρίς τέτοια άδεια που εξ΄ ορισμού εμπεριέχει την αναγνώριση στον ενάγοντα δικαιώματος καταχώρισης νέας αγωγής, δημιουργεί δεδικασμένο. Βλ. Spencer Bower and Turner – The Doctrine of Res Judicata 2η έκδοση σελ. 36, παράγραφος 39).”

 

Η ίδια αρχή επιβεβαιώθηκε στην μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Πατσαλίδη ν. Δίσπυρου (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 17, στην οποία, αφού τονίστηκε ότι ο μόνος τρόπος να επανέλθει διάδικος και να θέσει προς εκδίκαση τα ίδια επίδικα θέματα μετά από την απόσυρση της αγωγής του, προσφέρεται με την τήρηση της διαδικασίας που προνοείται για διακοπή (discontinuance) στη Δ.15 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Περαιτέρω, ένα πρακτικό Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο η αγωγή ή αίτηση αποσύρεται και απορρίπτεται, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως να είχε υποβληθεί ρητή αίτηση για διακοπή της διαδικασίας με βάση τις πρόνοιες της Δ.15.2 και ότι παρασχέθηκε άδεια από το Δικαστήριο [*1047]για την απόσυρση ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια.

Σύμφωνα με τα γεγονότα που περιβάλλουν το υπό εξέταση θέμα, όπως αυτά είχαν εκτυλιχθεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία στην πρώτη Αγωγή Αρ. 6587/98, στο εδώλιο του μάρτυρα βρισκόταν ο πρώτος μάρτυρας που είχε καλέσει ο εφεσίβλητος ως εναγόμενος στη διαδικασία τριτοδιαδίκου. Προτού δε ο μάρτυρας αρχίσει να καταθέτει, παρενέβηκε ο εφεσίβλητος ο οποίος, απευθυνόμενος προς το Δικαστήριο, είπε:

“Κύριε Δικαστά, να σας πω ότι σήμερα θέλω να αποσύρω την υπόθεση εναντίον του γενά.” (Σημ. είναι κοινά αποδεκτό ότι εννοούσε τον εφεσείοντα-τριτοδιάδικο).

Ο δικηγόρος του όμως, ο οποίος εκπροσωπούσε την ασφαλιστική εταιρεία που κάλυπτε τον εφεσίβλητο, αντέδρασε. Ακολούθησε συζήτηση και δόθηκε αναβολή. Κατά την επόμενη δικάσιμο διεξήχθηκε και πάλι μακρά συζήτηση, κυρίως μεταξύ του δικηγόρου του εφεσίβλητου και του Δικαστηρίου και τελικά ο δικηγόρος του εφεσίβλητου ζήτησε άδεια να αποσυρθεί, η οποία και του δόθηκε. Ρωτήθηκε τότε ο εφεσίβλητος από το Δικαστήριο να επιβεβαιώσει ότι ήθελε να διακόψει τη διαδικασία εναντίον του εφεσείοντα-τριτοδιάδικου και απάντησε “σωστά”. Τότε το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι “Κάτω από τις συνθήκες αυτές η διαδικασία εναντίον του Τριτοδιαδίκου απορρίπτεται.”

Στη συνέχεια, όπως αποκαλύπτεται πάντα από τα τηρηθέντα πρακτικά, κατά την επόμενη δικάσιμο της 10.1.2005, ο νέος δικηγόρος, ο οποίος εμφανίστηκε για τον εφεσίβλητο-εναγόμενο, δήλωσε τα εξής:

“Εν όψει της τροπής που έχει πάρει η υπόθεση και λαμβανομένου υπόψη ότι ο Εναγόμενος έχει αποσύρει τη διαδικασία εναντίον του Τριτοδιαδίκου με σκοπό να προστατεύσει τα συμφέροντα του, λόγω του γεγονότος ότι η υπόθεση εναντίον του Τριτοδιάδικου κατά την κρίση του έβαινε προς το χειρότερο και με πλήρη επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων του εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας που τον καλύπτει και εναντίον των δικηγόρων που διόρισε η ασφαλιστική εταιρεία για να προστατεύσουν τα συμφέροντα του, για κακούς και λανθασμένους χειρισμούς, ευρίσκομαι στη δυσάρεστο θέση να δηλώσω ότι ο Εναγόμενος αποδέχεται απόφαση εναντίον του για το ποσό των £97.500 σαν ειδικές και γενικές αποζημιώσεις με τόκο από 23.10.03 πλέον £17.500 δικηγορικά έξοδα με τόκο από 23.10.03 [*1048]συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., ως έχει συμφωνηθεί και καταγραφεί στις 23.10.03 μεταξύ των δικηγόρων του Ενάγοντος και των τότε δικηγόρων του Εναγομένου.”

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω στοιχεία, ο ίδιος ο εφεσίβλητος, σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, ζήτησε να αποσύρει την οποιαδήποτε απαίτηση είχε εναντίον του εφεσείοντα-τριτοδιάδικου, χωρίς καμιά επιφύλαξη και χωρίς να χρησιμοποιηθούν οι πρόνοιες της Δ.15. Μάλιστα, δόθηκε και λόγος γιατί αποσυρόταν η απαίτηση εναντίον του εφεσείοντα: Ότι δηλαδή, κατά την κρίση του εφεσίβλητου, η υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα “έβαινε προς το χειρότερο”. Δέχθηκε έτσι την πλήρη ευθύνη για την καταβολή προς τον Αγαθοκλέους όλων των συμφωνηθεισών αποζημιώσεων.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, μας φαίνεται αδιανόητο να μπορούσε στην συνέχεια να προχωρήσει και να οδηγηθεί προς εκδίκαση η απαίτηση του εφεσίβλητου εναντίον του εφεσείοντα στη δεύτερη αγωγή που είχε ήδη καταχωρηθεί, για να τεθεί ξανά και εκ δευτέρου στη δικαστική δοκιμασία το θέμα της ευθύνης για το ίδιο δυστύχημα και το θέμα αποζημιώσεων που ζητούσε ο εφεσίβλητος. Το γεγονός ότι η δεύτερη αγωγή ήταν ήδη καταχωρημένη όταν αποσυρόταν η διαδικασία τριτοδιαδίκου στην πρώτη αγωγή, καθόλου δεν διαφοροποιεί τα πράγματα σε σχέση με την έγερση του εμποδίου του δεδικασμένου. Η δεύτερη αγωγή, θα μπορούσε μόνο να είχε προχωρήσει όχι παράλληλα, αλλά με συνένωση και συνεκδίκαση της με την πρώτη, πράγμα που δεν έγινε. Ή μάλλον που ενώ έγινε με την έκδοση διατάγματος συνένωσης των δύο αγωγών εν τούτοις στις 7.6.2002, κατόπιν συμφωνίας όλων των διαδίκων και στις δύο αγωγές, διατάχθηκε η αποσυνένωση και χωριστή εκδίκασή τους.

Όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσίβλητου, δεν δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την απόσυρση και απόρριψη της διαδικασίας τριτοδιάδικου στην πρώτη αγωγή ακριβώς επειδή κατά την 7.6.2002 που διατάχθηκε η αποσυνένωση των αγωγών είχε ρητά δηλωθεί ότι η μια αγωγή δεν θα επηρεαζόταν από την άλλη. Συγκεκριμένα, η συνήγορος που εμφανίστηκε για τον εναγόμενο στη δεύτερη αγωγή, δηλαδή τον εφεσείοντα, είχε δηλώσει μετά την αποσυνένωση τα εξής:

“Πέραν τούτου επιθυμώ να δηλώσω ότι το αποτέλεσμα της μιας αγωγής δεν θα δεσμεύει την άλλη αγωγή και κάθε υπόθεση να ακολουθήσει την δική της πορεία.”

[*1049]Με αυτή τη δήλωση, με την οποία και συμφώνησαν οι συνήγοροι όλων των διαδίκων, τίποτε δεν προστίθεται πέραν του αυτονόητου. Ότι δηλαδή κάθε αγωγή επανακτούσε πλέον την αυτοτέλειά της ως ξεχωριστή από την άλλη αγωγή. Με κανένα όμως τρόπο τέτοια δήλωση θα μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα το να δώσει σε κάποιον από τους διαδίκους την ευκαιρία να δοκιμάσει την τύχη του δύο φορές, μια σε κάθε αγωγή, προκαλώντας την εκδίκαση των ίδιων επίδικων θεμάτων που εγείρονταν ή που μπορούσαν να είχαν εγερθεί.

Υπό τις περιστάσεις, κρίνουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επί του θέματος του δεδικασμένου ήταν εσφαλμένη και η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί γι’ αυτό το λόγο. Ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και λόγω των επιπτώσεών του, παρέλκει η εξέταση οποιωνδήποτε άλλων θεμάτων.

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσείοντα. Η Αγωγή Αρ. 1287/1999 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εναγομένου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του οικείου Επαρχιακού Δικαστηρίου και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

H έφεση επιτρέπεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσείοντος. H Αγωγή Αρ. 1287/99 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εναγομένου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο