Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2010) 1 ΑΑΔ 1079

(2010) 1 ΑΑΔ 1079

[*1079]12 Ιουλίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 3/2008)

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 60/2008)

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτικές Eφέσεις Aρ. 3/2008, 60/2008)

 

Πολιτική Δικονομία Συνοπτική απόφαση Εκδίδεται μόνο στις περιπτώσεις όπου έκδηλα καταδεικνύεται ότι ο εναγόμενος δεν έχει καμιά υπεράσπιση στην εναντίον του αγωγή Έκδοση συνοπτικής απόφασης σε σχέση με την είσπραξη χρηματικών ποσών που επιβλήθηκαν ως αποτέλεσμα διοικητικής απόφασης.

Διοικητικό Δίκαιο Εκτελεστή διοικητική πράξη Επιβολή διοικητικού προστίμου σε ραδιοτηλεοπτικό σταθμό από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου Αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη η νομιμότητα της οποίας μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο με διοικητική προσφυγή με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

[*1080]Πολιτική Δικονομία Συνοπτική απόφαση Σχόλιο Εφετείου της καταληκτικής θέσης της υπόθεσης Sigma Radio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 1 A.A.Δ. 140.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε συνοπτική απόφαση εναντίον των εφεσειόντων – εναγομένων, αφού διαπίστωσε ότι απέτυχαν να πείσουν ότι υπήρχαν εκ πρώτης όψεως δυνατότητες για επιτυχία της υπεράσπισής τους. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το κύρος και τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης με την οποία επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο στους εφεσείοντες από την εφεσίβλητη.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1.  Η εφεσίβλητη θα έπρεπε στην ένορκη δήλωσή της που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση να είχε επισυνάψει το πρωτότυπο της επίδικης απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης για την επιβολή διοικητικού προστίμου.

2.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει τη συνταγματικότητα του Νόμου 7(Ι)/98 και τη συμβατότητα του με τα Άρθρα 165, 166 και 167 του Συντάγματος.

3.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το θέμα της συνταγματικότητας του Νόμου 7(Ι)/98 έχει επιλυθεί με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν έπρεπε να ασχοληθεί με το κατά πόσο η είσπραξη οποιουδήποτε ποσού από τους εφεσείοντες παραβιάζει το Άρθρο 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν την έκδοση ή μη της απόφασης αλλά τη νομιμότητά της. Γι’ αυτό και η μη παρουσίαση του πρωτότυπου δεν οδηγούσε σε παραβίαση της ρητής πρόνοιας του Άρθρου 34(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος των εφεσειόντων. Έπεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έσφαλε διαπιστώνοντας ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1.

2.  Το Ανώτατο Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εξετάσει τη νο[*1081]μιμότητα μιας εκτελεστής απόφασης διοικητικού οργάνου. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού είναι αποκλειστική.

3.  Θέμα συνταγματικότητας του Νόμου 7(Ι)/98 και συμβατότητας της εξουσίας της Αρχής, δυνάμει του Άρθρου 41(β)(3) του Νόμου να λαμβάνει δικαστικά μέτρα και να εισπράττει οφειλόμενα προς αυτήν ποσά ως αστικό χρέος, με τα Άρθρα 165, 166 και 167 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, θα μπορούσε να τεθεί μόνο στα πλαίσια αμφισβήτησης της εκτέλεσης διοικητικής πράξης της Αρχής να εισπράξει το διοικητικό πρόστιμο ως αστικό χρέος, σύμφωνα με το Νόμο.

4.  Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι απορρίφθηκε το σύνολο των ενστάσεών τους, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα σοβαρά νομικά σημεία που είχαν εγείρει.

     Τα σχόλια του Εφετείου στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 1 A.A.Δ. 140, (τα οποία εκτίθενται αυτούσια στην παρούσα έφεση), δεν αποτελούν μέρος του λόγου της έφεσης εκείνης, αλλά συνιστούν εν παρόδω παρατηρήσεις (obiter) με τις οποίες, με κάθε σεβασμό στην αντίθετη άποψη, το παρόν Εφετείο δεν θα συμφωνήσει.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων στην κάθε έφεση.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

The Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim a.o. (1964) C.L.R. 195,

Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66,

Ouzounian v. Republic (1966) 3 C.L.R. 553,

Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 155,

Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 1 A.A.Δ. 1601,

[*1082]Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 909,

Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2006) 1 Α.Α.Δ. 155,

Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2005) 1 Α.Α.Δ. 572,

Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 408,

Sigma Radio T.V. Ltd. κ.ά. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134,

Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 445,

Sigma Radio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 1 A.A.Δ. 140.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον των αποφάσεων του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Mέσσιου, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 8776/07), ημερομ. 20.12.2007 και (Στυλιανίδης, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 1297/07), ημερομ. 31.1.2008

Χρ. Χριστοφίδης, για τους Εφεσείοντες.

Θ. Ραφτοπούλου για Α. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με τις δύο συνεκδικαζόμενες εφέσεις, επιδιώκεται η ανατροπή των πρωτόδικων αποφάσεων, με τις οποίες εκδόθηκε συνοπτική απόφαση, στις αντίστοιχες αγωγές εναντίον των Εφεσειόντων.

Σύμφωνα με τα γεγονότα που αναφέρονται στα αντίστοιχα ειδικά οπισθογραφημένα κλητήρια εντάλματα, η Εφεσίβλητη αξίωσε [*1083]από τους Εφεσείοντες στην Έφεση Aρ. 3/2008, το ποσό των £500 και στην Έφεση Aρ. 60/2008 το ποσό των £10.250, πλέον τόκο, έξοδα και Φ.Π.Α.. Τα δύο ποσά αντιπροσώπευαν διοικητικό πρόστιμο το οποίο η Εφεσίβλητη Αρχή με απόφασή της ημερομηνίας 11.1.2006 επέβαλε στους Εφεσείοντες, σύμφωνα με τον Κανονισμό 48(Ι), των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

Μετά την επίδοση των κλητηρίων ενταλμάτων, η Εφεσίβλητη καταχώρησε ξεχωριστή αίτηση στην κάθε αγωγή για συνοπτική απόφαση, δυνάμει της Δ.18, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του Α. Παπανδρέου και Μ. Λύωνα, αντίστοιχα, οι οποίοι κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχαν τη θέση του Λειτουργού-Λογιστή της Εφεσίβλητης και είχαν την ευθύνη παρακολούθησης των λογαριασμών της.

Οι Εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση στην κάθε αίτηση. Οι δύο ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την ένσταση τους, είναι πανομοιότυπες. Αναφέρεται ότι οι Εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει στο Ανώτατο Δικαστήριο την Προσφυγή με αρ. 170/07 και 112/07, αντίστοιχα, με τις οποίες αμφισβητούσαν το κύρος της διοικητικής απόφασης στην κάθε υπόθεση, στην οποία τους επιβλήθηκε το αντίστοιχο διοικητικό πρόστιμο. Επίσης, αναφέρεται ότι έχουν ισχυρή υπεράσπιση, αφού το διοικητικό πρόστιμο στην κάθε υπόθεση επιβλήθηκε παράνομα, ότι η πράξη παραβιάζει τους κανόνες χρηστής διοίκησης, ότι η Εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείται να εγείρει αγωγή στο όνομά της ή να εισπράξει οποιοδήποτε ποσό εκ μέρους της Δημοκρατίας, αφού κάτι τέτοιο αντίκειται στα Άρθρα 166 και 167 του Συντάγματος, καθώς επίσης και το Αρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τέλος, ήταν η θέση τους ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις Δ.18, θ.1 για έκδοση συνοπτικής απόφασης.

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην κάθε αγωγή, βρήκε ότι πληρούνταν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1(α), δηλαδή το αντίστοιχο κλητήριο ένταλμα ήταν όντως ειδικά οπισθογραφημένο και οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι είχαν καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης. Στη συνέχεια, εξετάζοντας την τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή κατά πόσο ήταν επαρκές το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση, βρήκε ότι ικανοποιείτο και αυτή η προϋπόθεση.  Μετά την ικανοποίηση και των τριών προϋποθέσεων, το κάθε δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο οι Εφεσείοντες κατάφεραν να αποδείξουν ότι έχουν δικαίωμα να καταχωρήσουν υπεράσπιση. Μετά από εξέταση όλων των νομικών σημείων που ήγειραν οι Εφεσείοντες, [*1084]κατέληξε ότι απέτυχαν να πείσουν ότι υπήρχαν εκ πρώτης όψεως δυνατότητες για επιτυχία της υπεράσπισής τους, αφού, όπως αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο, κανένας από τους λόγους ένστασης δεν ευσταθεί. Αναφορικά δε με το κύρος και τη νομιμότητα της κάθε διοικητικής πράξης, ο κάθε ευπαίδευτος δικαστής σημείωσε ότι δεν είχε καμία δικαιοδοσία να εξετάσει ένα τέτοιο θέμα. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η ένσταση των Εφεσειόντων απορρίφθηκε και εκδόθηκε στην κάθε αγωγή η αιτούμενη συνοπτική απόφαση, με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

Οι λόγοι έφεσης στις δύο εφέσεις είναι πανομοιότυποι, αν και δίδεται διαφορετική αρίθμηση, επειδή στην Εφεση Aρ. 3/08 υπάρχει ένας λόγος περισσότερος. Για σκοπούς ευκολίας, θα ασχοληθούμε με τους λόγους στην Εφεση Aρ. 3/08, στην οποία οι Εφεσείοντες, προβάλλουν τους πιο κάτω έξι λόγους έφεσης, για να ισχυριστούν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε:-

(1)       ότι δεν μπορούσε να εξετάσει τη συνταγματικότητα του Νόμου 7(Ι)/98, (καλύπτεται από τον λόγο 5 στην Εφεση 60/08)

(2)       ότι το θέμα της συνταγματικότητας του Νόμου 7(Ι)/98 έχει επιλυθεί με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (λόγος έφεσης 1 στην 60/08)

(3)       ότι η είσπραξη οποιουδήποτε ποσού από την Εφεσίβλητη, αντίκειται στα Άρθρα 165, 166 και 167 του Συντάγματος, (λόγος έφεσης 2 στην 60/08)

(4)       ότι δεν έπρεπε να ασχοληθεί με το κατά πόσο η είσπραξη οποιουδήποτε ποσού από τους Εφεσείοντες παραβιάζει το Αρθρο 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (λόγος έφεσης 3 στην 60/08)

(5)       ότι δεν έπρεπε να ασχοληθεί με την ένσταση των Εφεσειόντων ότι η Αρχή δεν προσήγαγε πρωτότυπη απόφαση της για την επιβολή προστίμου και κατά πόσο αυτό παραβιάζει το Αρθρο 34 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και τη Δ.18, θ.2 (λόγος έφεσης 4 στην 60/08) και

(6)       ότι θα έπρεπε να απορριφθεί το σύνολο των ενστάσεων των Εφεσειόντων, χωρίς να λάβει υπόψη τα σοβαρά νομικά σημεία που είχε εγείρει (λόγος έφεσης 5 στην 60/08).

Θα αρχίσουμε με τον πέμπτο από τους πιο πάνω λόγους έφεσης.

[*1085]Κατά πόσον με τη μη παρουσίαση του πρωτότυπου της απόφασης, τηρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1 για έκδοση συνοπτικής απόφασης – Λόγος έφεσης 5

Οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση, θα έπρεπε να είχε επισυναφθεί το πρωτότυπο της επίδικης απόφασης της Αρχής για επιβολή προστίμου. Όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Εφεσειόντων, χωρίς να δοθεί επαρκής δικαιολογία για τη μη παρουσίαση του πρωτότυπου, παραβιάζεται η ρητή πρόνοια του Αρθρου 34(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο να σφάλλει όταν διαπιστώνει ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1.

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Για να ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες του Αρθρου 34 του Κεφ. 9, θα πρέπει το επίδικο έγγραφο να είναι υπό αμφισβήτηση, ως προς την ύπαρξη του. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, το γεγονός της έκδοσης της επίδικης απόφασης ημερομηνίας 3.1.2007, δεν αμφισβητείτο από τους Εφεσείοντες. Εκείνο που αμφισβήτησαν είναι τη νομιμότητα της απόφασης και όχι κατά πόσον αυτή εξεδόθη ή όχι. Αυτό προκύπτει σαφώς τόσο από τη γραπτή ένσταση, όσο και από το αντίγραφο της έκθεσης υπεράσπισης που προτίθεντο να καταχωρήσουν, αν το πρωτόδικο δικαστήριο τους παραχωρούσε τη σχετική άδεια. Ενδεικτικό του γεγονότος ότι οι Εφεσείοντες επικαλούνται το περιεχόμενο της απόφασης της Αρχής, είναι και το ότι με τις δύο Προσφυγές Aρ. 112/07 και 170/07, προσέβαλαν την αντίστοιχη απόφαση. Η αμφισβήτηση του γεγονότος της έκδοσης της συγκεκριμένης απόφασης, θα συνιστούσε υπό τις περιστάσεις αντινομία.

Κατά πόσον εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει τη συνταγματικότητα του Νόμου 7(Ι)/98 και τη συμβατότητα του με τα Άρθρα 165, 166 και 167 του Συντάγματος – Λόγος έφεσης 1

Στη σελίδα 9 της εκκαλούμενης απόφασης στην Εφεση Aρ. 3/08, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει:-

«Ο βασικός λόγος ένστασης που προωθεί η Εναγομένη/Καθ’ ης η Αίτηση, δηλαδή η ουσία της υπεράσπισης τους στην παρούσα αγωγή, εξ όσων αναφέρονται και στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση και στην εμπεριστατωμένη αγόρευση του συνηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση/Εναγομένης η υπεράσπιση της αφορά αυτή καθ’ εαυτή την έκδοση της απόφασης για επιβολή δι[*1086]οικητικού προστίμου από την Ενάγουσα. Η απόφαση για επιβολή διοικητικού προστίμου είναι ξεκάθαρο ότι αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και η οποία προσβάλλεται με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το Αρθρο 146 του Συντάγματος το οποίο έχει και αποκλειστική δικαιοδοσία να το εξετάσει. Εξ ου και η Εναγόμενη ορθά, εφόσον διαφωνεί με την εγκυρότητα της πράξης αυτής, την έχει προσβάλει με την καταχώρηση της Προσφυγής Aρ. 170/07 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

To Ανώτατο Δικαστήριο ως το μόνο Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την εν λόγω προσφυγή είναι το μόνο αρμόδιο για να εξετάσει, πάντοτε στα πλαίσια της προσφυγής, τους λόγους που προβάλλει η Εναγόμενη στην παρούσα περίπτωση ως υπεράσπιση, δηλαδή η σύνθεση του διοικητικού οργάνου, η διαδικασία που ακολουθήθηκε, το κατά πόσο είχαν ευκαιρία οι Εναγόμενοι να ακουστούν, ως και η συνταγματικότητα του νόμου με βάση τον οποίο επιβλήθηκε το διοικητικό πρόστιμο. Είναι δε ξεκάθαρο ότι οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν να εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο.

Περαιτέρω, είναι πολύ καλά γνωστή η αρχή ότι οι διοικητικές πράξεις φέρουν το Τεκμήριο της νομιμότητας, δηλαδή τεκμαίρονται νόμιμες και παράγουν άμεσα έννομα αποτελέσματα μέχρι την ακύρωση τους από το Ανώτατο Δικαστήριο ή την αναστολή τους με βάση την ειδική διαδικασία που προβλέπουν οι κανονισμοί του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Τεκμήριο της νομιμότητας είναι απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους αφού οι πράξεις των διαφόρων διοικητικών οργάνων του αποτελούν τη σπονδυλική στήλη της λειτουργίας του.

Για τα πιο πάνω παραπέμπω και πάλι στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1(A) A.A.Δ. 408 (ανωτέρω).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η καταχώρηση και μόνο της προσφυγής χωρίς διαδικασία αναστολής της ισχύος της διοικητικής πράξης με σχετικό διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν αναστέλλει βεβαίως την ισχύ της ούτε και αίρει το Τεκμήριο της νομιμότητας.

Στην παρούσα περίπτωση η προσφυγή βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, δεν υπάρχει όπως έχει ήδη αναφερθεί διάταγμα για αναστολή της ισχύος της και με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί πιο [*1087]πάνω τεκμαίρεται νόμιμη και παράγει άμεσα αποτελέσματα.

Όσον αφορά το θέμα συνταγματικότητας του Ν. 7(I)/98 αυτό έχει επιλυθεί με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες και έχει κριθεί ότι οι πρόνοιες του εν λόγω νόμου είναι συνταγματικές. Αναφέρω τις αποφάσεις: Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Π.Ε. 15105,* ημερ. 22.6.2006** και Π.Ε. 12186, ημερ. 26.2.2006.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται να εγείρει την ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή στο όνομα της ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να ευσταθήσει εφόσον η Ενάγουσα είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου το οποίο έχει ιδρυθεί με βάση νόμου.

Ούτε ο ισχυρισμός ότι η είσπραξη οποιουδήποτε ποσού από την Ενάγουσα αντίκειται στα Άρθρα 165, 166 και 167 του Συντάγματος με βρίσκει σύμφωνη αφού τα εν λόγω άρθρα προνοούν ότι χρέη οφειλόμενα προς τη Δημοκρατία κατατίθενται στο πάγιο ταμείο του κράτους. Στη συγκεκριμένη υπόθεση η Ενάγουσα με βάση το Αρθρο 41(β)(3) του σχετικού νόμου λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττεται το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο από τη Δημοκρατία, δηλαδή με τον ίδιο τρόπο που η Δημοκρατία εισπράττει αστικό χρέος που δεν είναι άλλος από την καταχώρηση αγωγής. Δεν θεωρώ ότι ο τρόπος ερμηνείας του εν λόγω άρθρου από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εναγομένης, ότι δηλαδή θα έπρεπε να γίνει αγωγή στο όνομα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για την είσπραξη του ποσού αυτού είναι ορθός και συμφωνώ με τη θέση της Αιτήτριας ότι είναι η απλή ερμηνεία του εν λόγω άρθρου που θα πρέπει να αποδοθεί σε αυτό και όχι οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία η οποία θα καταστρατηγούσε και το σκοπό ίδρυσης και λειτουργίας της αρχής.»

Παρόμοια είναι και η προσέγγιση του αντίστοιχου πρωτόδικου δικαστηρίου στην Εφεση Aρ. 60/08. Σχετικές είναι οι σελίδες 8-12 της πρωτόδικης απόφασης. Οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι και τα δύο πρωτόδικα δικαστήρια όχι μόνο είχαν εξουσία, αλλά και καθήκον να εξετάσουν τη νομιμότητα της απόφασης και τη συ[*1088]νταγματικότητα του Νόμου, βάσει του οποίου επιβλήθηκε το διοικητικό πρόστιμο ως προκαταρκτικό νομικό σημείο στη βάση των αποφασισθέντων στην The Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim & Others (1964) C.L.R. 195.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως πολύ ορθά διαπιστώνουν οι δύο ευπαίδευτοι πρωτόδικοι δικαστές, το Ανώτατο Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο για να εξετάσει τη νομιμότητα μιας εκτελεστής απόφασης διοικητικού οργάνου. Η δικαιοδοσία αυτή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με το εδάφιο 1 του Άρθρου 146, είναι «αποκλειστική» (βλ. Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66 και Ouzounian v. Republic (1966) 3 C.L.R. 553, στη σελίδα 556 και Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 155, στην οποία έκαμε αναφορά και το πρωτόδικο δικαστήριο στην Εφεση Aρ. 3/08. Δεν προτιθέμεθα να επεκταθούμε στο θέμα, εφόσον για το ίδιο ζήτημα υπάρχει όχι μόνο πλούσια, αλλά και πρόσφατη νομολογία, την οποία υιοθετούμε και στην οποία παραπέμπουμε (βλ. Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 1 A.A.Δ. 1601, η οποία εκδόθηκε από την παρούσα σύνθεση, Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 909, Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2006) 1 Α.Α.Δ. 155, Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2005) 1 Α.Α.Δ. 572, Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 408 και Sigma Radio T.V. Ltd. κ.ά. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134, απόφαση Πλήρους Ολομέλειας).

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης

Τα ίδια ισχύουν και για τους εναπομείναντες λόγους έφεσης 2, 3, 4 και 6 ανωτέρω. Θέμα συνταγματικότητας του Νόμου 7(Ι)/98 και συμβατότητας της εξουσίας της Αρχής, δυνάμει του Αρθρου 41(β)(3) του Νόμου να λαμβάνει δικαστικά μέτρα και να εισπράττει οφειλόμενα προς αυτήν ποσά ως αστικό χρέος, με τα Αρθρα 165, 166 και 167 του Συντάγματος και του Αρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, θα μπορούσε να τεθεί μόνο στα πλαίσια αμφισβήτησης της εκτέλεσης διοικητικής πράξης της αρχής να εισπράξει το διοικητικό πρόστιμο ως αστικό χρέος, σύμφωνα με το Νόμο (βλ. απόφαση πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134 και απόφαση πλειοψηφίας στην Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 445). Πρόκειται για πράξη δημοσίου δικαί[*1089]ου, η οποία προσβάλλεται μόνο ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εφόσον, όπως υποδείξαμε, είναι το μόνο που έχει αποκλειστική δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Οι διαπιστώσεις και των δύο πρωτόδικων δικαστών επί του σημείου αυτού, είναι ορθές.

Αναφορικά με τον 6ο λόγο έφεσης στην Εφεση Aρ. 3/08, οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι απορρίφθηκε το σύνολο των ενστάσεων τους, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα σοβαρά νομικά σημεία που είχαν εγείρει. Είναι προφανές από το απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης που παραθέσαμε πιο πάνω, ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός. Τόσο το πρωτόδικο δικαστήριο στην 3/08 όσο και το πρωτόδικο δικαστήριο στην 60/08 εξέτασαν και αποφάσισαν για τον κάθε λόγο ένστασης που ήγειραν οι Εφεσείοντες και επομένως δεν μπορεί να ευσταθεί ο 6ος λόγος έφεσης.

Παρά το γεγονός ότι δεν έγινε αναφορά από τους δύο ευπαίδευτους συνηγόρους, είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε την υπόθεση Sigma Radio T.V. Public Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 1 A.A.Δ. 140. Το Εφετείο βρήκε ότι στο βαθμό που η κρίση αφορά τη νομιμότητα της απόφασης της Αρχής, η έφεση δεν έχει έρεισμα. Όμως το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε όλους τους λόγους ένστασης και συγκεκριμένα κατά πόσον υπήρχε καλή υπεράσπιση*. Ως εκ τούτου, η έφεση πέτυχε μερικώς και δόθηκε άδεια στους Εφεσείοντες να υπερασπιστούν μόνο ως προς την ένσταση που δεν είχε εξεταστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο. Το Εφετείο καταλήγοντας ανέφερε ότι:-

«Ανεξαρτήτως του ποια θα είναι τελικά η νομική κατάληξη επί του εγειρόμενου θέματος, λογικό και φρόνιμο είναι να μην καταχωρείται αγωγή προς είσπραξη τέτοιου προστίμου ως αστικού χρέους πριν, είτε παρέλθει η προθεσμία για καταχώριση προσφυγής χωρίς να καταχωρηθεί προσφυγή, είτε κριθεί τελεσιδίκως προσφυγή καταχωρηθείσα κατά της νομιμότητας της αποφάσεως με την οποία επεβλήθη το πρόστιμο. Ουδείς λόγος για σπουδή υφίσταται, απεναντίας δε, όπως δείχνει και η ενώπιον μας έφεση, η αναμονή, την οποία υπαγορεύει η κοινή λογική, προλαμβάνει καθυστέρηση και περιπλοκή των καταστάσεων οι οποίες στο τέλος μπορεί και να ανατραπούν, καθώς και αχρείαστες επιβαρύνσεις εξόδων.»

Τα πιο πάνω σχόλια του Εφετείου, δεν αποτελούν μέρος του [*1090]λόγου της έφεσης, αλλά συνιστούν εν παρόδω παρατηρήσεις (obiter) με τις οποίες, με κάθε σεβασμό στην αντίθετη άποψη, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Κατά την κρίση μας, εκτός και αν υπήρχαν ιδιάζουσες περιστάσεις, μόνο μετά από εξασφάλιση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της απόφασης της Αρχής, στα πλαίσια προσφυγής (Κανονισμός 13 των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962), θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί η διαδικασία που θα ακολουθείτο.

Από τα ενώπιόν μας στοιχεία, οι δύο πλήρως εμπεριστατωμένες αποφάσεις των αντίστοιχων πρωτόδικων δικαστηρίων να εκδώσουν συνοπτικές αποφάσεις εναντίον των Εφεσειόντων, βρίσκοντας ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, είναι απόλυτα ορθές.

Οι δύο Εφέσεις Aρ. 3/2008 και 60/2008 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται, με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των Εφεσειόντων, στην κάθε έφεση.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων στην κάθε έφεση.

*           Προφανώς αναφέρεται στην Π.Ε. 15/2005, ημερ. 22.6.2006, η οποία έχει δημοσιευτεί στον τόμο (2006) 1(A) Α.Α.Δ. 572.

**         Η ορθή ημερομηνία είναι 23.2.2006. Η υπόθεση δημοσιεύτηκε στον τόμο (2006) 1(A) Α.Α.Δ. 155.

* Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει στις υπό εκδίκαση εφέσεις.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο