Συρίμη Μαρία ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1131

(2010) 1 ΑΑΔ 1131

[*1131]12 Ιουλίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΑ ΣΥΡΙΜΗ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

v.

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΠΑΓΚΥΠΡΙΑΚΗ ΛTΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

ΚΑΙ OΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙHΘΗΚΕ ΔΥΝAΜΕΙ ΔΙΑΤAΓΜΑΤΟΣ

ΗΜΕΡ. 17.11.2006:

ΜΑΡΙΑ ΣΥΡΙΜΗ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

v.

ΠΑΓΚΥΠΡΙΑΚΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΑ

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛTΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 315/2007)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείουσας για παροχή από τους πρώτους στη δεύτερη, πιστωτικών διευκολύνσεων καθορισμένου ύψους, μέσω ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού, το οποίο σύμφωνα με τους ρητούς όρους της σύμβασης θα χρησιμοποιείτο αποκλειστικά για αγορά μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου και οι τίτλοι των αξιών που θα αγοράζονταν θα ενεχυριάζονταν προς όφελος των εφεσιβλήτων ― Κατά πόσο η σύμβαση ήταν εξ υπαρχής άκυρη λόγω δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων, αθέμιτου επηρεασμού, παρανομίας κ.ά. ― Κατά πόσο οι εφεσίβλητοι παρέβησαν τη σύμβαση αφού δεν πώλησαν τις ενεχυριασμένες αξίες, όταν η αγοραία αξία τους ήταν κατώτερη του 120% του ορίου ή του υπολοίπου των πιστωτικών διευκολύνσεων σύμφωνα με όρο της μεταξύ τους σύμβασης ― Κατά πόσο η σύμβαση ήταν παράνομη [*1132]ως παραβαίνουσα τον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο του 1997 (Νόμος 66(Ι)/1997), όπως τροποποιήθηκε ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042.

Συμβάσεις ― Ψυχική πίεση ― Προαπαιτείται σχέση, στην οποία ο ένας βρίσκεται στη θέση να κυριαρχεί πάνω στη θέληση του άλλου και χρησιμοποίηση αυτής της θέσης προς αποκόμιση κέρδους.

Συμβάσεις ― Ρήτρες σε γραπτή σύμβαση ― Ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996 (Ν.93(Ι)/96) ― Διατυπώνονται με σαφή και κατανοητό τρόπο ― Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας γραπτής ρήτρας, υπερισχύει η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Ανάγκη για συνοπτικής μορφής έκθεση των ουσιωδών γεγονότων στα οποία στηρίζεται η αξίωση ― Τα δικόγραφα πρέπει να είναι τόσο σύντομα όσο το επιτρέπει η φύση της υπόθεσης ― Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί Δ.19, θ.4 και Δ.19, θ.2.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων – εναγόντων (οι εφεσίβλητοι) και εναντίον της εφεσείουσας – εναγόμενης (η εφεσείουσα) για ποσό Λ.Κ.37.852,10 πλέον τόκο προς 9% από 23.1.2003, στη βάση πιστωτικών διευκολύνσεων που οι πρώτοι παραχώρησαν στη δεύτερη, μέσω ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού, το οποίο σύμφωνα με τους ρητούς όρους της συμφωνίας, θα χρησιμοποιείτο αποκλειστικά για αγορά μετοχών ενταγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (το Χ.Α.Κ.). Οι τίτλοι των αξιών που θα αγοράζονταν, θα ενεχυριάζονταν προς όφελος των εφεσιβλήτων, ως εξασφάλιση των υποχρεώσεων της εφεσείουσας, χωρίς αυτό να εμποδίζει τη ρευστοποίηση των μετοχών όταν και εφόσον το αποφάσιζε η εφεσείουσα. Το Δικαστήριο εξέδωσε επίσης διάταγμα πώλησης των ενεχυριασμένων μετοχών. Παράλληλα απέρριψε την ανταπαίτηση της εφεσείουσας στην οποία ηγέρθηκαν οι ισχυρισμοί ότι (α) η συμφωνία ήταν άκυρη εξ υπαρχής λόγω δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων, παρανομίας κλπ. και (β) ότι οι εφεσίβλητοι παρέβησαν τη σύμβαση, αφού δεν πώλησαν τις ενεχυριασμένες αξίες, όταν η αγοραία αξία τους ήταν κατώτερη του 120% του ορίου ή του υπολοίπου των πιστωτικών διευκολύνσεων, σύμφωνα με τον όρο 7 της μεταξύ τους συμφωνίας.

Το Δικαστήριο είχε εντοπίσει ότι το πρόβλημα εστιαζόταν στον [*1133]τρόπο λειτουργίας του δανείου και όχι στην ίδια τη χορήγησή του και ότι η διαπίστωση αντίθεσης με κάποιο από τους επιβληθέντες όρους, δεν οδηγεί αυτομάτως σε κώλυμα πρόσβασης στο Δικαστήριο για τη λήψη θεραπείας. Το πρωτόδικο δικαστήριο στηριζόμενο τόσο σε Κυπριακή όσο και σε Αγγλική νομολογία, σημείωσε τη διάκριση μεταξύ ρητώς απαγορευμένων από το νόμο συμβάσεων και απαγορεύσεων που είναι εξυπακουόμενες από το νόμο, οπότε η απάντηση βασίζεται πάνω στην ερμηνεία του σχετικού νόμου.

Η εφεσείουσα καταχώρησε έφεση και οι εφεσίβλητοι αντέφεση.

Α. Έφεση

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε σύμφωνα με το Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, έγκυρη σύμβαση χρηματοδότησης μέσω ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού, είναι εσφαλμένη. Θέση της εφεσείουσας είναι ότι η συμφωνία ήταν παράνομη και κατά συνέπεια άκυρη, αφού (α) οι εφεσίβλητοι δεν είχαν άδεια από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου για το συγκεκριμένο είδος χρηματοδότησης και (β) ήταν ενάντια στη δημόσια πολιτική όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τις Εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας της περιόδου 1999 – 2000.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να θεωρηθεί παράνομη. Από τη στιγμή που ο περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμος του 1997 (Ν.66(Ι)/97) (ο Νόμος) δεν απαγορεύει ρητά τη σύναψη της σύμβασης και ούτε ολόκληρος ο σκοπός της σύμβασης είναι η εκτέλεση πράξης που ο Νόμος απαγορεύει, τότε δεν τίθεται θέμα κήρυξης της σύμβασης παράνομης. Στην προκείμενη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι οι διευκολύνσεις που παρείχαν οι εφεσίβλητοι στην εφεσείουσα  ενέπιπταν στην έννοια των τραπεζικών διευκολύνσεων, όπως ο όρος ερμηνεύεται στο Άρθρο 2 του Νόμου και συνίσταται στο δανεισμό χρημάτων που προέρχονται από καταθέσεις του κοινού. Σε διαφορετική περίπτωση, ενδεχομένως να υπήρχε διάσταση στον τρόπο ερμηνείας του Άρθρου 23 αναφορικά με τη φύση της παρανομίας.

2.  Στην προκείμενη περίπτωση, σκοπός της επίδικης σύμβασης ήταν η χρηματοδοτική επένδυση, πράγμα που δεν απαγορευόταν από το Νόμο, αλλ’ αντίθετα επιτρεπόταν από τον όρο 7 της άδειας (Τεκμ. 2) που χορήγησε η Κεντρική Τράπεζα στους εφεσίβλητους για ρύθ[*1134]μιση των εργασιών τους. Από το Νόμο 66(Ι)/97 και τους όρους της άδειας, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν εγείρεται θέμα δημόσιας πολιτικής.

3.  Ο λόγος έφεσης με τον οποίο προβλήθηκε η θέση περί άσκησης πίεσης και εξώθησης της εφεσείουσας να συμμετάσχει στο επενδυτικό σχέδιο, δεν ευσταθεί. Οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις δεν ήταν τέτοιες, ώστε οι εφεσίβλητοι να είναι σε θέση να κυριαρχήσουν επί της θέλησης της εφεσείουσας για να εξασφαλίσουν αθέμιτο όφελος.

     Σε σχέση με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της εφεσείουσας περί εξώθησης, ενθάρρυνσης, ψυχικής πίεσης και αθέμιτου επηρεασμού, ελλείπει παντελώς το πραγματικό υπόβαθρο. Δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία από την οποία να μπορεί να τεκμηριωθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός.

4.  Η θέση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το Άρθρο 6(3) του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996 (Ν. 93(Ι)/96) ως προς τη δέσμευση της εφεσείουσας από διάφορους όρους του σχεδίου «Πανεπενδυτής» και ιδιαίτερα τους όρους 3 και 11, δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι οι κύριες ρήτρες για τις οποίες παραπονείτο η εφεσείουσα, ιδιαίτερα εκείνες που περιλαμβάνονται στους όρους 3 και 11, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως καταχρηστικές, εφόσον η εφεσείουσα σε τελική ανάλυση είχε δυνάμει του όρου 3 το δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να ρευστοποιήσει. Σύμφωνα με το Άρθρο 7 του Νόμου 93(Ι)/96, ρήτρες σε γραπτές συμβάσεις διατυπώνονται με σαφή και κατανοητό τρόπο και σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας γραπτής ρήτρας, υπερισχύει η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η ρήτρα 3 που επέτρεπε στην εφεσείουσα να ρευστοποιήσει, όποτε η ίδια το αποφάσιζε.

5.  Οι εφεσίβλητοι εφάρμοσαν ορθά το σχέδιο «Πανεπενδυτής» και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της εφεσείουσας, δεν ευσταθεί.

6.  Είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι, τόσο δυνάμει του όρου 7 του σχεδίου όσο και δυνάμει του Άρθρου 134 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, είχαν απλό «δικαίωμα» να πωλήσουν τις μετοχές, το οποίο όμως δεν ισοδυναμούσε με «υποχρέωση», όπως υποστήριζε η εφεσείουσα. Στο συγκεκριμένο άρθρο χρησιμοποιείται η λέξη «δύναται» [*1135](«may»). Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά παραλλήλισε την περίπτωση με το δικαίωμα ενυπόθηκου δανειστή να πωλήσει την περιουσία, το οποίο όμως δεν ισοδυναμεί με υποχρέωση.

7.  Στην παρούσα περίπτωση δεν εγείρεται θέμα παραβίασης του περί Επιτρόπων Εμπιστεύματος Νόμου, Κεφ. 193, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος της εφεσείουσας.

8.  Η εφεσείουσα είχε δικαίωμα να πωλήσει τις μετοχές της όποτε ήθελε σύμφωνα με τον όρο 3 του σχεδίου, για να εξοφλήσει το χρέος της ή να μειώσει τη ζημιά της, αλλά δεν το έπραξε, προφανώς, ευελπιστώντας ότι το Χ.Α.Κ. θα ανέκαμπτε.

9.  Το θέμα ως προς το κατά πόσο έχει αποδειχθεί ζημιά λόγω αμελών πράξεων των εφεσιβλήτων και κατά πόσον υπήρχε μαρτυρία για την αξία των μετοχών, με τον τρόπο που δικογραφήθηκαν ξεφεύγουν κάθε περιοριστικού κανόνα ορθής δικογραφίας και ιδιαίτερα παραβιάζουν τον χρυσό κανόνα της Δ.19, θ.2, ότι τα δικόγραφα θα πρέπει να είναι τόσο σύντομα, όσο το επιτρέπει η φύση της υπόθεσης. Παραβίαση διαπιστώνεται επίσης της Δ.19, θ.4, ότι κάθε δικόγραφο θα πρέπει να περιέχει μόνο μια συνοπτικής μορφής έκθεση των ουσιωδών γεγονότων, στα οποία στηρίζεται η αξίωση του διαδίκου που καταθέτει το δικόγραφο. Αποτέλεσμα αυτού του μη ενδεδειγμένου τρόπου δικογράφησης ήταν να περιπλεχθούν κατά πολύ τα επίδικα θέματα αντί να αναδειχθούν με σαφήνεια και καθαρότητα μέσα από ένα σύντομο και περιεκτικό δικόγραφο.

10.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υπόθεση Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042, διακρίνεται από την παρούσα, είναι ορθή. Εκεί οι μετοχές εγγράφονταν στο όνομα των χρηματοδοτών – δανειστών, ενώ εδώ, ενεχυριάζονταν προς όφελος τους και η εφεσείουσα παρέμενε πάντοτε η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν ετίθετο θέμα δημιουργίας είτε εμπιστεύματος με εμπιστευματοδόχους τους εφεσίβλητους, είτε ανάληψης υποχρέωσης για διαχείριση του χαρτοφυλακίου της εφεσείουσας.

Β. Αντέφεση

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε το λόγο αντέφεσης των εφεσιβλήτων: Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι το σχέδιο «Πανεπενδυτής», παραβαίνει τους όρους ρύθμισης άδειας που εκδόθηκε στους εφεσίβλητους από την Κεντρική Τράπεζα. Το Ανώτα[*1136]το Δικαστήριο έχει ήδη καταλήξει ότι ο τρόπος ερμηνείας από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Γ. Ιωάννου, Μ.Ε.2, Λειτουργού της Κεντρικής Τράπεζας δεν ήταν εύλογα επιτρεπτός.

Η έφεση απορρίφθηκε με €3.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων. Η αντέφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ανδρέας Κασιανός & Υιοί Λτδ. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1337,

Αγαθοκλέους ν. Λάππα (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2202,

Χριστοφή ν. Ξενοφώντος (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1257,

G.M. Platritis & Co a.ο. v. Computer Patent Annuities a.ο. (1988) 1 C.L.R. 135,

Glamor Development Ltd. v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444,

Kanaris v. Osman Tosun (1969) 1 C.L.R. 637,

St. John Shipping Corporation v. Joseph Rank Ltd. [1957] 1 Q.B. 267,

Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd. (1998) 1(Α) A.A.Δ.300,

St John Shipping Corp. v. Joseph Rank Ltd. [1956] 3 All E.R. 683,

Κεφάλας ν. Νικόλα (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1226,

Cuckmere Brick Co. Ltd. v. Mutual Finance Ltd. [1971] 2 All E.R. 633,

AIB Finance Ltd. v. Debtors [1997] 4 All E.R. 677,

Silven Properties Ltd a.ο. v. Royal Bank of Scotland plc a.ο. [2004] 4 All E.R. 484,

China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 839,

Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042.

 

[*1137]Έφεση και Aντέφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα και αντέφεση από τους εφεσίβλητους εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xαραλάμπους, E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 3287/03), ημερομ. 26.10.2007.

Α. Παπαντωνίου, για την Εφεσείουσα.

Φ. Πελίδης με Γ. Σαζεΐδου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα την δώσει ο Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Σύμφωνα με τα γεγονότα που δικογραφούνται στο ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, στις 14.10.1999 η Εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για συμμετοχή στο σχέδιο «Πανεπενδυτής» των Εφεσιβλήτων οι οποίοι κατά τον ουσιώδη χρόνο ασχολούντο με χρηματοδοτικές και άλλες συναφείς εργασίες. Η αίτηση έγινε αποδεχτή στις 15.10.1999 και οι Εφεσίβλητοι παραχώρησαν στην Εφεσείουσα, πιστωτικές διευκολύνσεις, ύψους £30.000, στο εξής «το όριο» μέσω ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού, στο εξής «ο λογαριασμός», το οποίο σύμφωνα με τους ρητούς όρους της συμφωνίας, θα χρησιμοποιείτο αποκλειστικά για αγορά μετοχών ενταγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (το Χ.Α.Κ.). Οι τίτλοι των αξιών που θα αγοράζονταν, θα ενεχυριάζονταν προς όφελος των Εφεσιβλήτων, ως εξασφάλιση των υποχρεώσεων της Εφεσείουσας, χωρίς αυτό να εμποδίζει τη ρευστοποίηση των μετοχών όταν και εφόσον το αποφάσιζε η Εφεσείουσα.

Αποτελεί ισχυρισμό των Εφεσιβλήτων, πως η Εφεσείουσα χρησιμοποίησε τις διευκολύνσεις που της δόθηκαν για την αγορά μετοχών και στη συνέχεια προέβη και σε πωλήσεις. Οι συναλλαγές αυτές διενεργήθηκαν από την Εφεσείουσα, μέσω του Χρηματιστηριακού Γραφείου Expresstock Securities Ltd., προς το οποίο υπέγραψε σχετικά πληρεξούσια έγγραφα.

Η Εφεσείουσα προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων της είχε την υποχρέωση να ενεχυριάζει προς όφελος των Εφεσιβλήτων επιπρόσθετες αξίες, στο εξής «οι αξίες εξασφάλισης» ή να καταθέτει στον λογαριασμό μετρητά, στο εξής «τα μετρητά» συνολικής αξίας ίσης προς το 30% του ορίου. Οι Εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι παρά τις επανειλημμένες απαιτήσεις τους, η Εφεσείουσα δεν διατη[*1138]ρούσε το συμφωνηθέν ισοζύγιο, γι’ αυτό και στις 23.1.2003 τερμάτισαν τη συμφωνία και τη λειτουργία του λογαριασμού και απαίτησαν την πληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου το οποίο ανερχόταν στο ποσό των Λ.Κ.40.311,07, πλέον τόκους, το οποίο η Εφεσείουσα δεν κατέβαλε, με αποτέλεσμα οι Εφεσίβλητοι να την εναγάγουν, ζητώντας πέραν της πληρωμής του πιο πάνω ποσού και διάταγμα πώλησης των ενεχυριασμένων μετοχών.

Η Εφεσείουσα, με 64σέλιδη Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση, πρόβαλε πλήθος ισχυρισμών και υπερασπίσεων με δύο κύριους άξονες: (α) ότι η συμφωνία ήταν άκυρη εξ’ υπαρχής λόγω δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων, αθέμιτου επηρεασμού, παρανομίας κ.ά. και (β) ότι οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι παρέβηκαν τη σύμβαση, αφού δεν πώλησαν τις ενεχυριασμένες αξίες, όταν η αγοραία αξία τους ήταν κατώτερη του 120% του ορίου ή του υπολοίπου των πιστωτικών διευκολύνσεων, σύμφωνα με τον όρο 7 της μεταξύ τους συμφωνίας.

Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες  κάλεσαν τρεις μάρτυρες, δύο υπαλλήλους τους και ένα Λειτουργό της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου. Από την άλλη, η Εφεσείουσα-Εναγομένη κατάθεσε η ίδια και κάλεσε άλλους τρεις μάρτυρες.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, σε μια εμπεριστατωμένη και άρτια ως προς την δομή και το περιεχόμενο της απόφαση, αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Εφεσιβλήτων και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους για ποσό Λ.Κ.37.852,10, πλέον τόκο προς 9%, από 23.1.2003 και διάταγμα πώλησης των ενεχυριασμένων μετοχών.  Παράλληλα, απέρριψε την ανταπαίτηση ως ανεδαφική, επιδικάζοντας έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων.

Η Εφεσείουσα με 15 λόγους έφεσης διατείνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη και θα πρέπει να παραμεριστεί.  Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι με δύο λόγους αντέφεσης, θέτουν υπό αμφισβήτηση το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου: (1) ότι το επενδυτικό Σχέδιο τους παραβαίνει τους όρους ρύθμισης της άδειας που τους χορηγήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα και (2) ότι η συμφωνία είναι έγκυρη και για άλλους λόγους, πέραν αυτών που ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο.

Η εγκυρότητα της επίδικης συμφωνίας – Λόγοι έφεσης 1 και 2

Η Εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρξε, σύμφωνα με το Αρθρο 23 του περί [*1139]Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, έγκυρη σύμβαση χρηματοδότησης μέσω ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού. Είναι η θέση της, όπως ήταν και πρωτοδίκως, ότι η συμφωνία είναι παράνομη και κατά συνέπεια άκυρη, καθότι:-

(α) οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν άδεια από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου για το συγκεκριμένο είδος χρηματοδότησης και εν πάση περιπτώσει με τον τρόπο που ενήργησαν, παρέβησαν τους όρους λειτουργίας που τους έθεσε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (λόγος έφεσης 1) και

(β) ήταν ενάντια στη δημόσια πολιτική, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τις Εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου της περιόδου 1999-2000 (λόγος έφεσης 2).

Στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της Εφεσείουσας, υπάρχει ως μέρος του λόγου έφεσης 1 και συγκαλυμμένος λόγος για την αξιολόγηση μαρτυρίας.

Το Αρθρο 23 του Κεφ. 149 προβλέπει ότι:-

«23. Η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι νόμιμος εκτός αν-

(α)   είναι απαγορευμένος από νόμο· ή

(β)   είναι τέτοιας φύσης ώστε, αν επιτρεπόταν, θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου· ή

(γ)   συνιστά απάτη· ή

(δ)   επιφέρει ή ενέχει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία άλλου· ή

(ε) το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια πολιτική.

Σε καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας θεωρείται παράνομος.  Κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομος, είναι άκυρη.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε ότι κατά τον επίδικο χρόνο ίσχυε ο παλαιός περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμος του 1963 (Ν. 48/63), όμως οι εξουσίες χορήγησης άδειας τραπεζικών εργασιών προβλέπονταν στον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο του 1997 (Ν. 66(Ι)/97). Τα Αρθρα 3 και 4 του Νόμου 66(Ι)/97 προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, πως «η άσκηση τραπεζικών εργασιών .... από οποιοδήποτε πρόσωπο εκτός από τράπεζα απαγορεύεται», (Αρθρο 3(1)), και ότι «η Κεντρική Τράπεζα .... δύναται .... να χο[*1140]ρηγήσει άδεια χωρίς οποιουσδήποτε όρους ή με τέτοιους όρους που δυνατόν να κρίνει σκόπιμο να επιβάλει», (Αρθρο 4(3)(α)).  Σύμφωνα με τους όρους (Τεκμήριο 2) που έθεσε η Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του Νόμου 66(Ι)/97, οι Εφεσίβλητοι:- (α) δεν δικαιούντο να χρησιμοποιούν τη λέξη «τράπεζα» αλλά μπορούσαν να χρησιμοποιούν τη φράση: «η εταιρεία κατέχει άδεια άσκησης περιορισμένης φύσεως τραπεζικών εργασιών στην Κύπρο και (β) το συνολικό ύψος των καταθέσεων που θα δέχοντο δεν θα υπερέβαινε τα Λ.Κ.17.000.000 μέχρι το τέλος του 1999.*

Σύμφωνα με τους όρους 5 και 7 που έθεσε η Κεντρική Τράπεζα (Τεκμήριο 2):-

«5. Οι καταθέσεις της εταιρείας θα έχουν τη μορφή καταθέσεων προθεσμίας ενός έτους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η εταιρεία δύναται να τηρεί λογαριασμούς ταμιευτηρίου. Απαγορεύεται όμως το άνοιγμα και η λειτουργία τρεχούμενων λογαριασμών και η έκδοση βιβλιαρίων επιταγών.

6. ………………………………………………………………….

7. Η εταιρεία θα περιορίσει τις χρηματοδοτήσεις της στους τομείς τους οποίους θα της καθορίζει η Κεντρική Τράπεζα από καιρού εις καιρό. Στο παρόν στάδιο οι χρηματοδοτήσεις της εταιρείας θα περιορισθούν σε χρηματοδοτήσεις ενοικιαγοράς, χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing), προσωπικά δάνεια, χρηματοδοτήσεις επενδυτών και στεγαστικά δάνεια. Οι χρηματοδοτήσεις θα έχουν τη μορφή δανείων τακτής λήξης. Η εταιρεία δε θα λειτουργεί λογαριασμούς παρατραβήγματος».**

Ο Λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας κ. Γιώργος Ιωάννου, (Μ.Ε.2), στη μαρτυρία του υποστήριξε ότι η θέση της Κεντρικής Τράπεζας είναι ότι με τον όρο 5, απαγορευόταν μόνο η λειτουργία «τρεχούμενων με βιβλιάρια επιταγών» και ότι επιτρεπόταν η λειτουργία τρεχούμενων λογαριασμών, όταν δεν χορηγείτο βιβλιάριο επιταγών. Το πρωτόδικο δικαστήριο διαφώνησε με την ερμηνεία που έδωσε ο Μ.Ε.2, θεωρώντας πως είναι σαφέστατη η απαγόρευση για την αποδοχή καταθέσεων όψεως ή για την χορήγηση δανείων μέσω τρεχούμενων λογαριασμών, ή/και λογαριασμών παρατραβήγματος. Εάν η πρόθεση του νομοθέτη, ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν αυτή που υποστήριζε ο Μ.Ε.2, τότε θα ανέμενε κάποιος ένα εντελώς διαφορετικό λεκτικό του όρου 5 ή να μη [*1141]χρησιμοποιείτο ο σύνδεσμος «και». Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού βρήκε ότι στην προκειμένη περίπτωση η χρηματοδότηση της Εφεσείουσας έγινε μέσω τρεχούμενου λογαριασμού, κατέληξε ότι η λειτουργία του δεν καλύπτετο από τους όρους που είχαν τεθεί από την Κεντρική Τράπεζα. Όμως για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του, θεώρησε ότι η παράβαση σχετίζεται με τον τρόπο εκτέλεσης μιας κατά τα άλλα επιτρεπόμενης χρηματοδότησης επενδυτή, εφόσον σύμφωνα με τον όρο 7 επιτρεπόταν η χρηματοδότηση επενδυτών (αλλά με δάνειο τακτής προθεσμίας).

Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά, κατά την άποψή μας, εντόπισε ότι το πρόβλημα εστιαζόταν στον τρόπο λειτουργίας του δανείου και όχι στην ίδια τη χορήγησή του και ότι η διαπίστωση αντίθεσης με κάποιο από τους επιβληθέντες όρους, δεν οδηγεί αυτομάτως σε κώλυμα πρόσβασης στο Δικαστήριο για τη λήψη θεραπείας. Το πρωτόδικο δικαστήριο στηριζόμενο τόσο σε Κυπριακή όσο και σε Αγγλική νομολογία, σημείωσε τη διάκριση μεταξύ ρητώς απαγορευμένων από το νόμο συμβάσεων και απαγορεύσεων που είναι εξυπακουόμενες από το νόμο, οπότε η απάντηση βασίζεται πάνω στην ερμηνεία του σχετικού νόμου (βλ. Ανδρέας Κασιανός & Υιοί Λτδ. (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1337, Αγαθοκλέους v. Λάππα (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2202, Χριστοφή v. Ξενοφώντος (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1257, G.M. Platritis & Co a.o. v. Computer Patent Annuities a.ο. (1988) 1 C.L.R. 135, Glamor Development Ltd. v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444, Kanaris v. Osman Tosun (1969) 1 C.L.R. 637, St. John Shipping Corporation v. Joseph Rank Ltd. [1957] 1 Q.B. 267, Pollock & Mulla, 10η Έκδοση, σελ. 227). Στη συνέχεια αναζήτησε κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση η πρόθεση του νομοθέτη θεσπίζοντας το Νόμο 66(Ι)/97, ήταν να απαγορεύσει το συγκεκριμένο είδος σύμβασης που συνομολόγησαν οι διάδικοι. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, απαντά το ερώτημα αρνητικά. Το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 23-24 της απόφασης, επεξηγεί πλήρως το σκεπτικό του:-

«Δεν υπάρχει στο νόμο ειδική απαγόρευση πρόσβασης στο δικαστήριο ή αναποτελεσματικότητα της σύμβασης λόγω παράβασης των όρων αδείας λειτουργίας. Πέραν από τη γενική διάταξη του Αρθρου 43, μόνο το Αρθρο 30 αναφέρεται στις συνέπειες για περιπτώσεις παράβασης τέτοιων όρων.  Πρόκειται ουσιαστικά για απαρίθμηση των μέτρων που δύναται να λάβει η Κεντρική Τράπεζα εκ των οποίων η σοβαρότερη είναι αυτή του εδ. (ε), δηλαδή η ανάκληση της άδειας που έχει χορηγηθεί. Δεν υπάρχει καμιά αναφορά για ακυρότητα των συναλλαγών της Τράπεζας αλλά αντιθέτως το επόμενο Αρθρο 31 στο εδ. (2) προνοεί ότι:

[*1142]«(2) Η ανάκληση άδειας δυνάμει του εδαφίου (1) δεν επηρεάζει την από οποιοδήποτε πρόσωπο διεκδίκηση οποιουδήποτε δικαιώματος ή απαίτησης εναντίον της τράπεζας ή τη διεκδίκηση οποιουδήποτε δικαιώματα ή απαίτησης της τράπεζας εναντίον οποιουδήποτε προσώπου».

Από τα πιο πάνω καθίσταται σαφής η πρόθεση του νομοθέτη σ’ αυτό το θέμα. Όχι μόνο δεν επέλεξε να καταστήσει τη συγκεκριμένη συναλλαγή άκυρη ή παράνομη κατά τρόπο εμποδίζοντα την πρόσβαση στο Δικαστήριο αλλά προέβη και σε ρητή πρόνοια για να μην επηρεαστεί η απαίτηση της Τράπεζας ή και κάποιου πολίτη απέναντι στην Τράπεζα. Επέλεξε δηλαδή να διαφυλάξει την αξιοπιστία του τραπεζικού συστήματος ακόμα και στην περίπτωση που δυνατόν να παρατηρηθεί παράβαση κάποιου όρου έχοντας κυρίως υπ’ όψιν πως συνήθως οι όροι που τίθενται αφορούν ποσά, τύπους και διαδικασίες. Θα μπορούσε να λεχθεί πως οι όροι που τίθενται σχετίζονται περισσότερο με την επίβλεψη και ρύθμιση των διαδικασιών δανεισμού και πως η δημόσια πολιτική μέσα από το νόμο λειτουργεί προς την κατεύθυνση μη επηρεασμού των δικαιωμάτων είτε πολιτών είτε τραπεζών για τέτοιους λόγους. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι ακόμα και στη χειρότερη περίπτωση που ανακληθεί η άδεια για παράβαση όρων, η πιο πάνω πρόνοια του Αρθρου 31(2) προστατεύει και πολίτες αλλά και τράπεζες. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθ. Kanaris v. Tosun (1969) 1 C.L.R. 637, εν σχέσει με την αρχή «ex turpi causa non oritur action» κρίνω ότι τυγχάνει εφαρμογής και στα γεγονότα της παρούσας:

«This principle, however, does not apply to a plaintiff who is a member of a protected class under a statute. In such cases of oppressor and oppressed, or of a class protected by statute, the one may recover from the other, notwithstanding that both have been parties to the illegal contract: See Amar Singh v. Kulubya (supra) at page 505; and Kearlye v. Thomson [1890] 24 Q.B.D. 742, at page 745.»»

Ανεξάρτητα από την ορθότητα του τρόπου αξιολόγησης της μαρτυρίας του Λειτουργού της Κεντρικής Τράπεζας, Μ.Ε.2, από το πρωτόδικο δικαστήριο, με τον οποίο τρόπο, όπως θα εξηγήσουμε αργότερα, διαφωνούμε, το υπόλοιπο σκεπτικό και η κατάληξη του δικαστηρίου για τη νομιμότητα της σύμβασης είναι απόλυτα ορθά. Κανένα από τα επιχειρήματα της Εφεσείουσας δεν είναι ικανό να μας οδηγήσει σε αντίθετη άποψη. Δεν συμφωνούμε ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να καταστήσει τη συγκεκριμένη συναλλαγή άκυρη. [*1143]Ούτε συμφωνούμε ότι με τον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε το Αρθρο 31(2) του Νόμου 66(I)/97, προστατεύεται υπέρμετρα η αξιοπιστία του τραπεζικού συστήματος εις βάρος της προστασίας του κοινού το οποίο μένει εκτεθειμένο. Η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να θεωρηθεί παράνομη. Από τη στιγμή που ο Νόμος δεν απαγορεύει ρητά τη σύναψη της και ούτε ολόκληρος ο σκοπός της σύμβασης είναι η εκτέλεση πράξης που ο Νόμος απαγορεύει, τότε δεν τίθεται θέμα κήρυξης της σύμβασης παράνομης (βλ. Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd. (1998) 1(Α) A.A.Δ.300 και St John Shipping Corp. v. Joseph Rank Ltd. [1956] 3 All E.R. 683). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως πολύ ορθά επεσήμανε η συνήγορος των Εφεσιβλήτων, δεν αποδείχθηκε ότι οι διευκολύνσεις που παρείχαν οι Εφεσίβλητοι στην Εφεσείουσα ενέπιπταν στην έννοια των τραπεζικών διευκολύνσεων, όπως ο όρος ερμηνεύεται στο Αρθρο 2 του Νόμου 66(Ι)/97 και συνίσταται στο δανεισμό χρημάτων που προέρχονται από καταθέσεις του κοινού. Σε διαφορετική περίπτωση, ενδεχομένως να υπήρχε διάσταση στον τρόπο ερμηνείας του Αρθρου 23 αναφορικά με τη φύση της παρανομίας.

Δεν συμφωνούμε με τον τρόπο που ο πρωτόδικος δικαστής προσέγγισε τη μαρτυρία του Λειτουργού της Κεντρικής Τράπεζας, Μ.Ε.2. Η ερμηνεία που έδωσε το δικαστήριο δεν ήταν ορθή.  Όπως επισημαίνεται από το δικηγόρο του Εφεσίβλητου, οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας αποσκοπούσαν στο να παράσχουν υποδείξεις προς τις Τράπεζες και άλλους οργανισμούς που υπόκεινται στον έλεγχο της, για τον καλύτερο τρόπο χειρισμού διαφόρων θεμάτων ώστε οι ενέργειες τους να συνάδουν με την ευρύτερη δημοσιοοικονομική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας και του κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τυχόν παραβίαση της θα οδηγούσε αυτόματα σε ακύρωση οποιασδήποτε συμβατικής πράξης που προκύπτει ως αποτέλεσμα τυχόν παραβάσεως της Εγκυκλίου.  Τέτοιου είδους παραβάσεις, αποτελούν εσωτερικό θέμα μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των Εμπορικών Τραπεζών και συχνά επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις στις Τράπεζες από την Κεντρική Τράπεζα, για παραβιάσεις όρων των Εγκυκλίων. Αν το περιεχόμενο της Εγκυκλίου σκοπούσε να θέσει ρητή απαγόρευση, αυτό θα μπορούσε να συμβεί με νομοθετική ρύθμιση.

Ερχόμαστε τώρα στο λόγο έφεσης 2, ο οποίος αφορά τον ισχυρισμό ότι η επίδικη σύμβαση θα έπρεπε σύμφωνα με το Αρθρο 23(ε) του Κεφ. 149 να είχε κηρυχθεί παράνομη, καθότι ήταν αντίθετη με τη δημόσια πολιτική.

[*1144]Η Εφεσείουσα αμφισβητεί την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, θεωρώντας ότι οι Εφεσίβλητοι δεσμεύονταν από τις εγκυκλίους είτε τις παρέλαβαν είτε όχι, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα σήμαινε ότι οι Εφεσίβλητοι δεν απαλλάσσονταν από την καθολική υποχρέωση εφαρμογής των Εγκυκλίων για το καλό του τόπου. Πέραν τούτου, ισχυρίζεται ότι δεν θα έπρεπε να επιτραπεί στους Εφεσίβλητους να αποκομίσουν όφελος από τις δικές τους παράνομες πράξεις.

Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι διατείνονται ότι η σύμβαση ήταν καθόλα νόμιμη και δεν τίθεται θέμα ακυρότητας της σύμβασης για λόγους δημόσιας πολιτικής.

Σύμφωνα με τη νομολογία, όπως ορθά την παραθέτει το πρωτόδικο δικαστήριο, το Αρθρο 23 δεν ασχολείται με τους λόγους ή τα κίνητρα που υπαγορεύουν μια πράξη, αλλά με τους σκοπούς της πράξης. Σύμφωνα με τις αρχές της δημόσιας πολιτικής, ένας πολίτης δεν μπορεί να ενεργήσει με τρόπο που τείνει να είναι βλαβερός στο κοινό καλό ή το δημόσιο δίκαιο (βλ. Glamour Development v. Christodoulou Ltd. (1984) 1 C.L.R. 444). Όπως περαιτέρω εξηγείται στη Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd, ανωτέρω, η δημόσια πολιτική σχετίζεται με πολιτικούς, οικονομικούς ή κοινωνικούς λόγους ένστασης.

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, κατέληξε, ορθά κατά την άποψή μας, ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο σκοπός της επίδικης σύμβασης ήταν η χρηματοδοτική επένδυση, πράγμα που δεν απαγορευόταν από το νόμο, αλλά αντίθετα επιτρεπόταν από τον όρο 7 της άδειας (Τεκμήριο 2), που χορήγησε η Κεντρική Τράπεζα στους Εφεσίβλητους για ρύθμιση των εργασιών τους. Από το Νόμο 66(Ι)/97 και τους όρους της άδειας, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν εγείρεται θέμα δημόσιας πολιτικής. Οι Εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι αν θα μπορούσε να εγερθεί θέμα δημόσιας πολιτικής, αυτό θα προέκυπτε από 5 Εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίες κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 22-26 και αφορούσαν την περίοδο 12.10.99 και 15.3.2000. Όμως, οι συγκεκριμένες Εγκύκλιοι, σύμφωνα με τον Λειτουργό της Κεντρικής Τράπεζας, δεν κοινοποιήθηκαν στους Εφεσίβλητους, επειδή για τους λόγους που εξήγησε κρίθηκε ότι δεν τους αφορούσαν. Το δικαστήριο πολύ ορθά κατέληξε ότι ακόμα και αν από τις πιο πάνω εγκυκλίους προέκυπτε κατά τον επίδικο χρόνο θέμα δημόσιας πολιτικής, για τους λόγους που ήδη εξηγήσαμε, δεν θα μπορούσε να αφορά τους Εφεσίβλητους και ούτε θα μπορούσε να τους δεσμεύει, εφόσον δεν τους κοινοποιήθηκε. Αυτό εξάλλου υποστήριξε και η ίδια η Κεντρική [*1145]Τράπεζα. Δεν ευσταθεί ούτε το επιχείρημα ότι οι Εφεσίβλητοι ως μέλη του Ομίλου Εταιρειών της Ελληνικής Τράπεζας, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έλαβαν γνώση των Εγκυκλίων, αφού αυτές παραλήφθηκαν από την Ελληνική Τράπεζα και όχι από τους ιδίους. Η εξήγηση είναι απλή. Οι δύο εταιρείες είναι ξεχωριστές νομικές οντότητες και για το συγκεκριμένο θέμα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συγκοινωνούντα δοχεία.

Άσκηση πίεσης και εξώθηση της Εφεσείουσας για να συμμετάσχει στο επενδυτικό σχέδιο – Λόγος έφεσης 3

Το πρωτόδικο δικαστήριο, επιλαμβανόμενο των πιο πάνω ισχυρισμών της Εφεσείουσας, στη σελίδα 28 της απόφασής του, αναφέρει τα εξής:-

«Έχει ήδη διαφανεί πως η Εναγόμενη δεν ευρίσκετο σε οποιαδήποτε εμπιστευτική σχέση με τους Ενάγοντες, ούτε και κάποιος από αυτούς την προσέγγισε για να την επηρεάσει.  Το αντάλλαγμα που έλαβε δεν την έθεσε σε μειονεκτική θέση και είναι προφανές από τα ευρήματα του Δικαστηρίου πως η ίδια συζήτησε το θέμα με το σύζυγο της, ο οποίος κατέχει πτυχίο σε οικονομικά θέματα και αποφάσισε με τη θέληση της να συμμετάσχει στο σχέδιο αφού διάβασε τους όρους του και τους αποδέχθηκε, εμπιστευόμενη βεβαίως και το σύζυγό της και θέλοντας να έχει κέρδη όπως και άλλοι. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το κλίμα γενικά της τότε περιόδου όπου αρκετοί επηρεάζοντο απ’ όσα άκουαν από άλλα πρόσωπα που είχαν γρήγορα και εύκολα κέρδη. Όλη η νομολογία που παρατίθεται από πλευράς Εναγομένης αφορά περιπτώσεις όπου η ίδια η τράπεζα έπεισε το δανειολήπτη είτε με ψευδείς παραστάσεις είτε συμβουλεύοντας αμελώς, πράγμα που δεν διαπιστώνεται στην παρούσα.» 

Η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υπήρχε ενθάρρυνση, εξώθηση, αθέμιτος επηρεασμός και ψυχική πίεση της ίδιας για να συμμετάσχει στο επενδυτικό Σχέδιο και ότι οι Εφεσίβλητοι δεν βρίσκονταν σε σχέση εμπιστοσύνης μαζί της. Όπως ισχυρίστηκε ο δικηγόρος της Εφεσείουσας, ενόψει της φύσης της επίδικης συναλλαγής, οι Εφεσίβλητοι, είχαν αυξημένη υποχρέωση να εξηγήσουν με κάθε ειλικρίνεια το σχέδιο, να προειδοποιήσουν για τυχόν κινδύνους, να παροτρύνουν την Εφεσείουσα να λάβει ανεξάρτητη νομική συμβουλή, πράγμα που παρέλειψαν να πράξουν.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το εύρημα του πρωτόδι[*1146]κου δικαστηρίου ότι μεταξύ των μερών δεν υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης, είναι ορθό. Οι μεταξύ τους σχέσεις δεν ήταν τέτοιες, ώστε οι Εφεσίβλητοι να είναι σε θέση να κυριαρχήσουν επί της θέλησης της Εφεσείουσας για να εξασφαλίσουν αθέμιτο όφελος.  Δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι Εφεσίβλητοι ανέλαβαν το ρόλο του συμβούλου της Εφεσείουσας ή τη διαχείριση των μετοχών της, ώστε να μπορούσε να συζητηθεί το ενδεχόμενο δημιουργίας σχέσης εμπιστοσύνης. Αντίθετα, σύμβουλος της Εφεσείουσας ήταν ο σύζυγος της, ο οποίος κατείχε και πτυχίο στα οικονομικά και ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος του Υπουργείου Οικονομικών.

Αναφορικά με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας περί εξώθησης, ενθάρρυνσης, ψυχικής πίεσης και αθέμιτου επηρεασμού, ελλείπει παντελώς το πραγματικό υπόβαθρο. Δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία από την οποία να μπορεί να τεκμηριωθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός. Όπως υποδείχθηκε στην Κεφάλας v. Νικόλα (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1226, για να υπάρξει εύρημα για ψυχική πίεση, αθέμιτο επηρεασμό ή οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει να αποδειχθεί μεμπτή συμπεριφορά ή άλλη αθέμιτη πίεση ή εξώθηση, που εδώ δεν υπάρχει. Όπως υποδείξαμε, λόγω της έλλειψης σχέσης εμπιστοσύνης, δεν τίθεται θέμα ψυχικής πίεσης. Όμως, και αν ακόμα υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης, όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, η σύμβαση όχι μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαχθής, αλλά ούτε υπήρχαν οι προϋποθέσεις για κυριάρχηση των Εφεσιβλήτων επί της θέλησης της Εφεσείουσας. Ούτε αποδείχθηκε οποιαδήποτε αμέλεια ή άλλη παράβαση καθήκοντος, ώστε να στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί της Εφεσείουσας στην ανταπαίτησή της.

Εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου 93(Ι)/96 - Λόγος έφεσης 4

Κατά πόσον είναι εσφαλμένο το εύρημα ότι ορθά οι Εφεσίβλητοι εφάρμοσαν το σχέδιο «Πανεπενδυτής» – Λόγος έφεσης 5

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προβάλλεται από την Εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το Αρθρο 6(3) του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996 (Ν. 93(Ι)/96) ως προς τη δέσμευση της Εφεσείουσας από διάφορους όρους του σχεδίου «Πανεπενδυτής» και ιδιαίτερα τους όρους 3 και 11. Ήταν η θέση του δικηγόρου για την Εφεσείουσα ότι η επίδικη συμφωνία λόγω των καταχρηστικών όρων που περιείχε, ήταν εξ υπαρχής άκυρη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπιστώνει ότι οι κύριες ρήτρες για τις οποίες διατύπωσε παράπονο η Εφεσείουσα, ιδιαίτερα εκεί[*1147]νες που περιλαμβάνονται στους όρους 3 και 11, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως καταχρηστικές, εφόσον η Εφεσείουσα σε τελική ανάλυση είχε δυνάμει του όρου 3 το δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να ρευστοποιήσει. Σύμφωνα με το Αρθρο 7 του Νόμου 93(Ι)/96, ρήτρες σε γραπτές συμβάσεις διατυπώνονται με σαφή και κατανοητό τρόπο και σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας γραπτής ρήτρας, υπερισχύει η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η ρήτρα 3 που επέτρεπε στην Εφεσείουσα να ρευστοποιήσει, όποτε η ίδια το αποφάσιζε. Εν πάση περιπτώσει, η Εφεσείουσα ουδέποτε ζήτησε να ρευστοποιήσει σύμφωνα με τον όρο 3 και εμποδίστηκε. Έχοντας υπόψη το Αρθρο 5 του Νόμου 93(Ι)/96, θεωρούμε ότι οι ρήτρες της επίδικης σύμβασης συμφωνήθηκαν καλή τη πίστει και χωρίς την άσκηση οποιασδήποτε πίεσης ή άλλης αθέμιτης παρότρυνσης και επομένως δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν καταχρηστικές. Όμως, ακόμα και αν κάποιες από τις ρήτρες θεωρούνταν καταχρηστικές, όπως ορθά επισημαίνει ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, η Εφεσείουσα δεν θα απαλλασσόταν εντελώς των υποχρεώσεων της, αλλά θα είχε δικαίωμα είτε να τερματίσει τη σύμβαση λόγω της καταχρηστικής ρήτρας, είτε να επιμένει για τη μη εφαρμογή της ρήτρας. Η σύμβαση, όμως, θα συνέχιζε να ισχύει σε ό,τι αφορά τις βασικές υποχρεώσεις της Εφεσείουσας, εκτός και αν δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ισχύουσα χωρίς την καταχρηστική ρήτρα.

Αναφορικά με τον πέμπτο λόγο έφεσης, κατά πόσον ορθά οι Εφεσίβλητοι εφάρμοσαν το σχέδιο «Πανεπενδυτής», δεν έχουμε πεισθεί ότι η σχετική κατάληξη του δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.  Κατ’ αρχάς τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο επί του θέματος, ήταν συνδεδεμένα με τα θέματα που προέκυπταν ως αποτέλεσμα της εισήγησης για ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας. Κατά την άποψή μας, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε το σχέδιο, τη λειτουργία του και τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις των διαδίκων στην προσπάθεια του να καταλήξει κατά πόσον η ρήτρα ήταν ή όχι καταχρηστική (Αρθρο 5(1)) και κατά πόσον ικανοποιεί την απαίτηση για καλή πίστη (Αρθρο 5(3)). Σημαντικό στοιχείο είναι επίσης το γεγονός ότι οι δύο πλευρές, μέχρι την έγερση της αγωγής, δεν είχαν διαφορετική προσέγγιση αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας του σχεδίου και ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η Εφεσείουσα ουδέποτε ζήτησε να της επιτραπεί να πωλήσει τις μετοχές της κατ’ εφαρμογή του όρου 3 και δεν της επετράπη. Ούτε ευσταθεί το επιχείρημα ότι για να εφαρμοστεί ο όρος 3 θα έπρεπε να υλοποιείτο προηγουμένως ο όρος 11. Όπως ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, η Εφεσείουσα κατ’ εφαρμογή του όρου 3 και ανεξαρτήτως του όρου 11, [*1148]προέβηκε σε πώληση μετοχών.

Τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων και κατά πόσον οι Εφεσίβλητοι είχαν ή όχι υποχρέωση να πωλήσουν τις μετοχές – Λόγοι έφεσης 6-11

Ο όρος 7 του σχεδίου «Πανεπενδυτής» προέβλεπε τα εξής:-

«7. Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του όρου 5, ο ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ, έχει το δικαίωμα να προβεί σε πώληση, όλων ή μέρους, των ΑΞΙΩΝ όταν η ΑΓΟΡΑΙΑ ΑΞΙΑ του συνόλου των ενεχυριασμένων ΑΞΙΩΝ και της τυχόν κατάθεσης μετρητών, είναι κατώτερη του 120% του ορίου ή του υπολοίπου των πιστωτικών διευκολύνσεων του, εάν αυτό τύχει να είναι μεγαλύτερο (περιθώριο ασφαλείας/margin of safety).»

Αποτέλεσε κεντρικό επιχείρημα της Εφεσείουσας τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση με βάση τον όρο 7 να πωλήσουν τις μετοχές που είχαν ενεχυριαστεί, όταν η πτώση του ΧΑΚ έφθασε σε σημείο ανατροπής του καθορισθέντος περιθωρίου ασφάλειας. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι Εφεσίβλητοι, τόσο δυνάμει του όρου 7 του σχεδίου όσο και δυνάμει του Αρθρου 134 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, είχαν απλό «δικαίωμα» να πωλήσουν τις μετοχές, το οποίο όμως δεν ισοδυναμούσε με «υποχρέωση», όπως διατεινόταν η Εφεσείουσα. Στο συγκεκριμένο άρθρο χρησιμοποιείται η λέξη «δύναται» («may»).

Η Εφεσείουσα, με τους λόγους έφεσης 6, 7 και 8, προσβάλλει την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τα ίδια επιχειρήματα που πρόβαλε πρωτοδίκως.

Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις και επιχειρήματα του δικηγόρου της Εφεσείουσας. Το λεκτικό του όρου 7 είναι σαφές. Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα και όχι υποχρέωση που διατηρούσαν οι Εφεσίβλητοι ως ενεχυροδανειστές, δυνάμει του Αρθρου 134 του Κεφ. 149. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατά την άποψή μας παραλλήλισε την περίπτωση με το δικαίωμα ενυπόθηκου δανειστή να πωλήσει την περιουσία, το οποίο όμως δεν ισοδυναμεί με υποχρέωση (βλ. Cuckmere Brick Co. Ltd. v. Mutual Finance Ltd. [1971] 2 All E.R. 633, AIB Finance Ltd. v. Debtors [1997] 4 All E.R. 677 και Silven Properties Ltd and Another v. Royal Bank of Scotland plc and Others [2004] 4 All E.R. 484).

Ούτε ο όρος 11 του σχεδίου θα μπορούσε να μετατρέψει το δι[*1149]καίωμα σε υποχρέωση. Όπως ορθά υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση με αναφορά στην China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 839, οι Εφεσίβλητοι ως δανειστές δεν μπορούσαν να καταστούν εμπιστευματοδόχοι των μετοχών που είχαν ενεχυριαστεί και ούτε μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι έναντι της Εφεσίβλητης ως οφειλέτριας, σε περίπτωση που ασκούσαν το δικαίωμα πώλησης και ακολούθως η αξία των μετοχών μειωνόταν ή εκμηδενιζόταν. Η μόνη υποχρέωση του ενεχυριοδανειστή, όπως ήταν οι Εφεσίβλητοι, σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, είναι να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια ώστε να εξασφαλίσει την τιμή της αγοράς, τη δεδομένη στιγμή.

Δεν συμφωνούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση εγείρεται θέμα παραβίασης του περί Επιτρόπων Εμπιστεύματος Νόμου, Κεφ. 193, όπως εισηγείται στην εκατοντασέλιδη αγόρευση του ο κ. Παπαντωνίου, στα πλαίσια του δέκατου λόγου έφεσης. Ούτε συμφωνούμε ότι όσα διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο, έρχονται σε αντίθεση με τον δικαστικό λόγο της αγγλικής υπόθεσης China and South Sea Bank v. Tan (ανωτέρω). Η πιο πάνω υπόθεση χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως ενισχύουσα τη θέση ότι ο δανειστής δεν καθίσταται και εμπιστευματοδόχος μετοχών που έχουν ενεχυριαστεί και ούτε έχει οποιαδήποτε ευθύνη προς τον οφειλέτη σε περίπτωση που δεν ασκήσει το δικαίωμα πώλησης που έχει και η αξία των μετοχών μειωθεί. Μπορεί η πιο πάνω αγγλική υπόθεση να έχει διαφορές με την υπό εκδίκαση, αλλά καμιά διαφορά δεν διαπιστώνεται στην πιο πάνω διαπιστωθείσα αρχή του κοινοδικαίου, η οποία συνάδει με το δικό μας δίκαιο, όπως αυτό κωδικοποιείται στο Κεφ. 149. Επομένως, ούτε ο δέκατος λόγος έφεσης ευσταθεί.

Κατά τα άλλα, το δικαίωμα πώλησης του δανειστή όπως και του ενυπόθηκου δανειστή, δεν μπορεί σύμφωνα με το γενικό δίκαιο να περιοριστεί, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφώνησαν διαφορετικά (βλ. Αρθρο 110, Κεφ. 149). Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η ίδια η Εφεσείουσα είχε δικαίωμα να πωλήσει τις μετοχές και θα μπορούσε η ίδια να το πράξει όποτε ήθελε, σύμφωνα με τον όρο 3 του σχεδίου, για να εξοφλήσει το χρέος της ή για να μειώσει τη ζημιά της, αλλά δεν το έπραξε. Όπως ορθά διαπιστώνει ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, φαίνεται να πρυτάνευσε στο μυαλό της ίδιας και του συζύγου της που την συμβούλευε, η λογική της τότε εποχής και η ελπίδα για ανάκαμψη του ΧΑΚ. Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, η οποία τέθηκε για να εξηγήσει γιατί η Εφεσείουσα δεν έδωσε οδηγίες για πώληση των μετοχών ή για τερματισμό της συνεργασίας της με [*1150]τους Εφεσίβλητους. Ως εκ τούτου, ούτε ο λόγος 9 ευσταθεί.

Τέλος, η Εφεσείουσα είχε το δικαίωμα να ακυρώσει τη σύμβαση αν θεωρούσε, είτε δυνάμει του Αρθρου 111 του Κεφ. 149 είτε άλλως πως, ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν κατά τρόπο ασυμβίβαστο με τη σύμβαση.

Κατά πόσον έχει αποδειχθεί ζημιά λόγω αμελών πράξεων των Εφεσιβλήτων και κατά πόσον υπήρχε μαρτυρία για την αξία των μετοχών – Λόγοι έφεσης 12 και 13

Οι λόγοι έφεσης αφορούν στην ανταπαίτηση της Εφεσείουσας.  Το πρώτο που θα πρέπει να λεχθεί, είναι ότι το συγκεκριμένο δικόγραφο, μαζί βέβαια με την Έκθεση Υπεράσπισης, αποτελούνται από 64 σελίδες και ξεφεύγουν κάθε περιοριστικού κανόνα ορθής δικογραφίας και ιδιαίτερα παραβιάζουν τον χρυσό κανόνα της Δ.19, θ.2, ότι τα δικόγραφα θα πρέπει να είναι τόσο σύντομα, όσο το επιτρέπει η φύση της υπόθεσης. Παραβίαση διαπιστώνεται επίσης της Δ.19, θ.4, ότι κάθε δικόγραφο θα πρέπει να περιέχει μόνο μια συνοπτικής μορφής έκθεση των ουσιωδών γεγονότων, στα οποία στηρίζεται η αξίωση του διαδίκου που καταθέτει το δικόγραφο.

Με κάθε σεβασμό προς το δικηγόρο της Εφεσείουσας, στην προκειμένη περίπτωση ο μακροσκελής και περίπλοκος τρόπος δικογράφησης των θέσεων της πελάτιδος του, περιέπλεξε κατά πολύ τα επίδικα θέματα, αντί να τα αναδείξει μέσα από ένα πιο σύντομο δικόγραφο, με πιο περιεκτικό λόγο. Για παράδειγμα, στην παράγραφο 27 της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, παρατίθενται συμφυρματικά λεπτομέρειες για πληθώρα θεμάτων όπως απάτη, ψευδείς παραστάσεις, απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων, αμέλειας και παράβασης εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων.

Λόγω των δεκάδων ισχυρισμών και επιχειρημάτων που παραθέτει ο δικηγόρος της Εφεσείουσας στην αγόρευση του, είναι αδύνατο να απαντήσουμε σε κάθε ένα από αυτά. Παρά ταύτα, εξετάσαμε τη μαρτυρία, αλλά δεν εντοπίσαμε να ευσταθούν οι ισχυρισμοί της Εφεσείουσας ότι η επίδικη συμφωνία είναι άκυρη για τους λόγους που διατείνεται η Εφεσείουσα στην Έκθεση Υπεράσπισής της. Οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν μέσα στα πλαίσια των συμβατικών τους δικαιωμάτων και ο τερματισμός της συμφωνίας ορθά κρίθηκε νόμιμος, ενόψει της παράβασης των συμφωνηθέντων από την Εφεσείουσα. Από τη στιγμή που κρίνεται ως ορθή η διαπίστωση, ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα και όχι υποχρέωση να πωλήσουν, πολλοί από τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας για [*1151]αμέλεια στερούνται ερείσματος.

Ο συνήγορος για την Εφεσείουσα στη γραπτή του αγόρευση εγείρει επίσης θέμα καθυστέρησης (laches), για να εισηγηθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα έπρεπε να παραχωρήσει οποιαδήποτε θεραπεία στους Εφεσίβλητους. Δεν προτιθέμεθα να εξετάσουμε ένα τέτοιο θέμα, αφού δεν εγείρεται υπό μορφή λόγου έφεσης σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς.

Ούτε έχουμε ικανοποιηθεί ότι είναι λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι δεν αποδείχθηκε η ζημιά που η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη, στην περίπτωση που υπήρχε εύρημα για αμέλεια εναντίον των Εφεσιβλήτων.

Κατά πόσον διακρίνεται η υπόθεση Marketrends Finance Ltd. v. Πέρδικου – Λόγος έφεσης 14

Το πρωτόδικο δικαστήριο διέκρινε την υπόθεση Marketrends Finance Ltd. v. Πέρδικου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042, για το λόγο ότι εκεί οι Εφεσείοντες ήταν διαχειριστές των μετοχών και αυτό που αποδόθηκε στον Εφεσίβλητο. ήταν τα έσοδα από την πώληση των μετοχών. Η Εφεσείουσα, στην προσπάθεια της να πείσει ότι οι Εφεσίβλητοι κατείχαν τις μετοχές της Εφεσείουσας ως εμπιστευματοδόχοι και ως τέτοιοι είχαν ευθύνη έναντι της Εφεσείουσας, επικαλέστηκε την πιο πάνω υπόθεση στην οποία αναφέρθηκε ότι η εγγραφή μετοχών στο όνομα του χρηματοδότη-δανειστή, αντί στο όνομα του πραγματικού ιδιοκτήτη, δημιουργεί εμπίστευμα προς όφελος του τελευταίου. Η Εφεσείουσα διατείνεται ότι η εφαρμογή του δικαστικού λόγου στην Marketrends είναι εσφαλμένη, αφού και στις δύο περιπτώσεις οι χρηματοδοτικές εταιρείες ενήργησαν ως διαχειριστές, ενώ οι επενδυτές και στις δύο περιπτώσεις ενεχυρίασαν μετοχές προς όφελος των χρηματοδοτών.

Δεν συμφωνούμε. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι διακρίνεται η Marketrends είναι ορθή, για τους λόγους που το δικαστήριο εξηγεί. Εκεί οι μετοχές εγγράφονταν στο όνομα των χρηματοδοτών-δανειστών, ενώ εδώ, ενεχυριάζονταν προς όφελος τους και η Εφεσείουσα παρέμενε πάντοτε η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια. Όπως ορθά επισημαίνει η συνήγορος για τους Εφεσίβλητους, υπό αυτές τις συνθήκες δεν ετίθετο θέμα δημιουργίας είτε εμπιστεύματος με εμπιστευματοδόχους τους Εφεσίβλητους, είτε ανάληψης υποχρέωσης για διαχείριση του χαρτοφυλακίου της Εφεσείουσας.

[*1152]Κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο ενδιέτριψε επαρκώς στην Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης – Λόγος έφεσης 15

Μια απλή μελέτη της πρωτόδικης τριανταεπτασέλιδης απόφασης, καταδεικνύει το ανεδαφικό του λόγου έφεσης. Ο ευπαίδευτος δικαστής, εμβαθύνει σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα και με πληρότητα καλύπτει τη νομική πτυχή της υπόθεσης. Η προσέγγιση του στο κάθε επίδικο θέμα είναι προσεγμένη και ενδελεχής. Αναφορικά με το παράπονο ότι ορισμένα σημεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστή δεν εξετάστηκαν, θα επαναλάβουμε την πάγια θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι ένα δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να απαντά σε κάθε επιχείρημα που εγείρει ένας δικηγόρος και ιδιαίτερα όταν τα επιχειρήματα εγείρονται αδιακρίτως και χωρίς τον αναγκαίο σεβασμό προς τη διαδικασία.

Πολλά από τα επιχειρήματα που εγείρει ο δικηγόρος για την Εφεσείουσα, τα έχουμε απαντήσει πιο πάνω και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε σ’ αυτά.  Η εισήγηση αναφορικά με το Αρθρο 67 του Κεφ. 149 δεν ευσταθεί, αφού ο δικηγόρος για την Εφεσείουσα φαίνεται να έχει παρερμηνεύσει τις πρόνοιες και το σκοπό του συγκεκριμένου άρθρου. Παραθέτει μεγάλο αριθμό αυθεντιών, δεν προσδιορίζει όμως τις ενέργειες των Εφεσιβλήτων που συνιστούν παρεμπόδιση της Εφεσείουσας να συμμορφωθεί, ή τη μη παροχή οφειλόμενων διευκολύνσεων για εκπλήρωση του σκοπού της σύμβασης και ούτε μας έχει υποδείξει πως η μη εκπλήρωση της σύμβασης οφείλεται σε μια τέτοια παράλειψη. Βέβαια, ο συνήγορος της Εφεσείουσας, ταυτίζει την μη πώληση των μετοχών από τους Εφεσίβλητους, με μη παροχή διευκολύνσεων στην Εφεσείουσα.  Έχουμε ήδη τοποθετηθεί αρνητικά επί της κατ’ ισχυρισμό υποχρέωσης των Εφεσιβλήτων να πωλήσουν τις μετοχές και δεν προτιθέμεθα να επανέλθουμε στο θέμα. Ούτε τίθεται θέμα ιδιοποίησης των μετοχών από τους Εφεσίβλητους, αφού όπως έχουμε ήδη υποδείξει με βάση τα συμφωνηθέντα, οι μετοχές παρέμειναν ενεχυριασμένες, με δικαίωμα πάντοτε της Εφεσείουσας να τις πωλήσει όποτε η ίδια έκρινε ότι ήταν προς το συμφέρον της.  Κατά την άποψή μας και αυτός ο λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός.

Αντέφεση

Με τον πρώτο λόγο αντέφεσης, οι Εφεσίβλητοι προβάλλουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι το σχέδιο «Πανεπενδυτής», παραβαίνει τους όρους ρύθμισης άδειας που εκδόθηκε στους Εφεσίβλητους από την Κεντρική Τράπεζα.

[*1153]Είναι φανερό, από τα όσα έχουμε ήδη αναφέρει πιο πάνω, ότι αυτός ο λόγος θα πρέπει να πετύχει, αφού έχουμε ήδη καταλήξει ότι ο τρόπος ερμηνείας από το δικαστήριο, της μαρτυρίας του Γιώργου Ιωάννου, Μ.Ε.2, Λειτουργού της Κεντρικής Τράπεζας, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτός. Ο μάρτυρας εκ μέρους της Κεντρικής, εξήγησε ότι πρόθεση της Κεντρικής Τράπεζας με την εισαγωγή των όρων 5 και 7, ήταν να απαγορεύσει τη λειτουργία των λογαριασμών παρατραβήγματος με τη χρήση βιβλιαρίου επιταγών και ότι οι πιστωτικές διευκολύνσεις μέσω ειδικού τρεχούμενου λογαριασμού για επενδύσεις στο ΧΑΚ, επιτρέπονταν. Από τη στιγμή που η ίδια η Κεντρική Τράπεζα, ως η ανεξάρτητη εποπτική αρχή του Κράτους, θεώρησε ότι ο Νόμος 66(Ι)/97 επέτρεπε την παροχή επενδυτικών λογαριασμών και ότι δεν υπήρχε παράβαση των όρων της άδειας των Εφεσιβλήτων, εκτός αν ο ίδιος ο Νόμος ορίζει ρητά περί του αντιθέτου, δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια για το πρωτόδικο δικαστήριο να ερμηνεύσει διαφορετικά την πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας και τον τρόπο που η ίδια ερμηνεύει το Νόμο, εκτός και αν μια τέτοια ερμηνεία ήταν πασιφανώς λανθασμένη ή παράλογη. Όμως στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπήρχαν τέτοιες ενδείξεις.

Κατά την άποψή μας, ο λόγος αντέφεσης 1 ευσταθεί, ενώ ο δεύτερος λόγος κατέστη άνευ αντικειμένου, ενόψει του αποτελέσματος της έφεσης.

Η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται, ενώ η αντέφεση επιτυγχάνει μερικώς. Υπό τις περιστάσεις, επιδικάζονται €3.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των Εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με €3.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων. Η αντέφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω.

*           Βλ. όρους 2 και 4 αντίστοιχα του Τεκμηρίου 2 και πρωτόδικη απόφαση, σελ. 18.

**         H υπογράμμιση ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο