Φώτσιου Πέτρος ν. Μαρίας Ηροδότου (2010) 1 ΑΑΔ 1172

(2010) 1 ΑΑΔ 1172

[*1172]13 Ιουλίου, 2010

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΕΤΡΟΣ ΦΩΤΣΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΜΑΡΙΑΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 203/2007)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση υπό αίρεση ― Αγωγή στηριζόμενη σε ισχυριζόμενη από πλευράς του συζύγου συμφωνία στην οποία οι διάδικοι, πρώην σύζυγοι, κατέληξαν πριν τη λύση του γάμου τους, που αφορούσε τις μεταξύ τους περιουσιακές διαφορές ― Κρίθηκε ότι οι διαβουλεύσεις μεταξύ των δικηγόρων των διαδίκων δεν ευοδώθηκαν ώστε να καταλήξουν σε μια τελική συμφωνία.

Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντος – ενάγοντος για αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη αθέτηση προφορικής συμφωνίας από πλευράς της πρώην συζύγου του, εφεσίβλητης – εναγόμενης, η οποία συνήφθη μεταξύ των τότε δικηγόρων των διαδίκων τον Απρίλιο του 2001.

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι λανθασμένα το Δικαστήριο εξήγαγε το συμπέρασμα ότι οι διάδικοι δεν συνήψαν συμφωνία μέσω των δικηγόρων τους, αφού και οι δύο δικηγόροι έγιναν πιστευτοί, ενώ περαιτέρω λανθασμένα αναζήτησε γραπτή συμφωνία μια και ουδέποτε διατυπώθηκε ένας τέτοιος ισχυρισμός.

Επίσης ο εφεσείων παραπονείται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αξιοπιστίας του δικηγόρου της εφεσίβλητης, είναι ανασφαλής διότι κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης δέχθηκε ότι μπορεί σε κάποιο στάδιο των διαπραγματεύσεων να είχαν καταλήξει σε προφορική συμφωνία.

Αποφασίστηκε ότι:

[*1173]1.    Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη ουδέποτε είχε δώσει εξουσιοδότηση στο δικηγόρο της να καταλήξει σε μια τελική συμφωνία.  Αποδεχόμενο τη μαρτυρία και των δύο συνηγόρων ως αξιόπιστη δέχτηκε ότι έγιναν διαβουλεύσεις μεταξύ των δικηγόρων οι οποίες όμως δεν ευοδώθηκαν. Παρά τις διαβουλεύσεις αυτές και την κατάληξη, ίσως, σε κάποιας μορφής υπό αίρεση συμφωνία μεταξύ των δικηγόρων, είναι προφανές ότι δεν υπήρχε ξεκάθαρη πρόθεση νομικής αλληλοδέσμευσης μεταξύ των διαδίκων, αφού από τη μαρτυρία, ακόμα και του δικηγόρου του εφεσείοντος, είναι σαφές ότι η συμφωνία τελούσε υπό την αίρεση της συναίνεσης της εφεσίβλητης.

2.  Ενόψει των ανωτέρω, είναι φανερό πως δεν υπήρξε δεσμευτική σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τον περί Συμβάσεων Νόμο. Ορθά το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι διάδικοι δεν συνήψαν έγκυρη συμφωνία μέσω των δικηγόρων τους γιατί έλειπε η συγκατάθεση τουλάχιστον ενός των συμβαλλομένων.

3.  Το παράπονο του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αναζήτησε γραπτή συμφωνία, ενώ ο συνήγορός του καταθέτοντας ουδέποτε είχε διατυπώσει τον ισχυρισμό ότι η τελική συμφωνία έγινε γραπτώς, δεν ευσταθεί.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος, πλέον Φ.Π.Α..

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σάντης, A.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 10197/03), ημερομ. 20.6.2007.

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Βραχίμης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο μεταξύ των διαδίκων γάμος λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 24.4.2001. Η παρούσα διαδικασία εδράζεται σε συμφωνία στην [*1174]οποία οι διάδικοι, σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσείοντα, κατέληξαν πριν τη λύση του γάμου, που αφορούσε τις μεταξύ τους περιουσιακές διαφορές.

Ο εφεσείων-ενάγων αξίωσε από την εφεσίβλητη-εναγόμενη, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αποζημιώσεις, αλλά και την έκδοση διαφόρων διαταγμάτων, υποστηρίζοντας αθέτηση από την πλευρά της προφορικής συμφωνίας που συνήφθη τον Απρίλη του 2001 μεταξύ των τότε δικηγόρων τους, κ.κ. Π. Αγγελίδη και Δ. Παπαχρυσοστόμου αντιστοίχως και η οποία είχε ως αντικείμενο την εξώδικη διευθέτηση των περιουσιακών τους διαφορών.

Η εκδοχή της εφεσίβλητης ήταν ότι ουδέποτε κατέληξε σε οποιαδήποτε προφορική ή άλλη συμφωνία, ενώ οι διάφορες διαβουλεύσεις μεταξύ των δικηγόρων των δύο πλευρών δεν είχαν ευτυχή κατάληξη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια σύντομη, αλλά περιεκτική απόφαση, απέρριψε την αγωγή καταλήγοντας ότι ουδέποτε υπήρξε οποιασδήποτε μορφής προφορική ή άλλη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για επίλυση των περιουσιακών τους διαφορών.

Την πιο πάνω απόφαση ο εφεσείων προσβάλλει με την παρούσα έφεση. Υποστηρίζει ότι λανθασμένα το δικαστήριο εξήγαγε το συμπέρασμα ότι οι διάδικοι δεν συνήψαν συμφωνία μέσω των δικηγόρων τους, αφού και οι δύο δικηγόροι έγιναν πιστευτοί, ενώ περαιτέρω λανθασμένα αναζήτησε γραπτή συμφωνία μια και ουδέποτε διατυπώθηκε ένας τέτοιος ισχυρισμός. Τέλος, ο εφεσείων παραπονείται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου περί αξιοπιστίας του κ. Παπαχρυσοστόμου, δικηγόρου της εφεσίβλητης, είναι ανασφαλής διότι κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης δέχθηκε ότι μπορεί σε κάποιο στάδιο των διαπραγματεύσεων να είχαν καταλήξει σε προφορική συμφωνία.

Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή. Το δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη ουδέποτε είχε δώσει εξουσιοδότηση στο δικηγόρο της να καταλήξει σε μια τελική συμφωνία. Αποδεχόμενο τη μαρτυρία και των δύο συνηγόρων ως αξιόπιστη δέχτηκε ότι έγιναν διαβουλεύσεις μεταξύ των δικηγόρων οι οποίες όμως δεν ευοδώθηκαν. Παρά τις διαβουλεύσεις αυτές και την κατάληξη, ίσως, σε κάποιας μορφής υπό αίρεση συμφωνία μεταξύ των δικηγόρων, είναι προφανές ότι δεν υπήρχε ξεκάθαρη πρόθεση νομικής αλληλοδέσμευσης μεταξύ των διαδίκων, αφού από τη μαρτυρία, ακόμα και του δικη[*1175]γόρου του εφεσείοντα, είναι σαφές ότι η συμφωνία τελούσε υπό την αίρεση της συναίνεσης της εφεσίβλητης. Αυτό είναι φανερό από το γεγονός ότι λίγες μέρες μετά την κατάληξη μεταξύ των δύο δικηγόρων, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης πληροφόρησε το δικηγόρο του εφεσείοντα ότι η πελάτισσά του δεν αποδεχόταν την προταθείσα διευθέτηση, ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να περάσει στο δικηγόρο του εφεσείοντα ότι είχε τη δυνατότητα να πείσει την εφεσίβλητη να αλλάξει γνώμη και να αποδεκτεί τη συμφωνία. Ο συνήγορος του εφεσείοντα φαίνεται ότι εξέφρασε κάποιες επιφυλάξεις για το ενδεχόμενο να προχωρήσουν σε λύση του γάμου πριν την τακτοποίηση των περιουσιακών τους διαφορών, αλλά στο τέλος συγκατένευσε να προχωρήσουν.

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι δεν υπήρξε δεσμευτική σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, όπως την αντιλαμβανόμαστε σύμφωνα με τον περί Συμβάσεων Νόμο. Ορθά το δικαστήριο κατέληξε ότι οι διάδικοι δεν συνήψαν έγκυρη συμφωνία μέσω των δικηγόρων τους γιατί έλειπε η συγκατάθεση τουλάχιστον ενός των συμβαλλομένων.

Όσα διεμήφθηκαν μεταξύ των δύο συνηγόρων, ακόμα και η κατάληξή τους σε μια τελική ουσιαστική πρόταση που θα γινόταν προς τους διαδίκους, δεν ήταν συμφωνία δεσμευτική για τους διαδίκους, αλλά η συνήθης, συνεννόηση και προσπάθεια μεταξύ των συνηγόρων να καταλήξουν σε συμφωνία.

Δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί και η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι ο εφεσείων-ενάγων ήταν ασαφής και η μαρτυρία του γεμάτη από ουσιώδεις αντιφάσεις και ανακολουθίες. Το δικαστήριο επισημαίνει την παλινδρόμηση του μάρτυρα ως προς το χρόνο επίτευξης της συμφωνίας.

Εξ άλλου το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν όλη την ενώπιόν του μαρτυρία χωρίς να περιοριστεί στις καταθέσεις των δύο συνηγόρων. Η όλη εικόνα που διαμορφώθηκε μετά την εξέταση της όλης μαρτυρίας τείνει να επιβεβαιώσει τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου. Για παράδειγμα, ας μη ξεχνούμε ότι έξι μήνες μετά την κατ’ ισχυρισμόν συμφωνία, ο εφεσείων κατέφυγε στο Οικογενειακό Δικαστήριο με την Αίτηση υπ’ αρ. 85/2001, ζητώντας αποκλειστική χρήση της οικίας που διέμενε το ζεύγος, χωρίς καμιά αναφορά στην κατ’ ισχυρισμό συμφωνία.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αναζήτησε γραπτή συμφωνία, ενώ ο συνήγορός του καταθέτοντας ουδέποτε είχε διατυπώσει τον [*1176]ισχυρισμό ότι η τελική συμφωνία έγινε γραπτώς. Και αυτός ο λόγος θα πρέπει να απορριφθεί. Το δικαστήριο δεν αναζήτησε γραπτή συμφωνία, αλλά αναλύοντας γιατί δέκτηκε ως πιστευτή τη μαρτυρία του δικηγόρου του εφεσείοντα, ανέφερε ότι οι δύο δικηγόροι ήταν έτοιμοι να καταγράψουν τη συμφωνία την ημέρα που εκδόθηκε το διαζύγιο μεταξύ των διαδίκων, όταν ο συνήγορος της εφεσίβλητης ανέφερε την αποτυχία του να πείσει την εφεσίβλητη να δεχθεί την τελική διευθέτηση. Το δικαστήριο προχωρεί και για να διευκρινίσει ότι το τι πράγματι συνέβηκε ήταν η διενέργεια εντατικών διαβουλεύσεων μεταξύ των δύο συνηγόρων. Επισημαίνει ότι είχαν ανταλλαγεί και πρόχειρα αντίγραφα συμβολαίων που θα αποτελούσαν τη βάση για διαπραγμάτευση, όπως είναι για παράδειγμα το τεκμήριο 22(Β). Πριν τη σύνταξη του πρόχειρου αυτού συμφωνητικού, σημειώνει το δικαστήριο, προηγήθηκαν και άλλες ανταλλαγές απόψεων, ιδεών και προτάσεων.

Δεν έχουμε αντιληφθεί ακριβώς τον τρίτο λόγο έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου περί αξιοπιστίας του κ. Παπαχρυσοστόμου είναι ανασφαλές διότι κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης δέχτηκε ότι μπορεί σε κάποιο στάδιο των διαπραγματεύσεων να είχαν καταλήξει σε προφορική συμφωνία.

Στο περίγραμμα αγόρευσης που κατατέθηκε αναφέρει ότι το δικαστήριο δεν εδικαιούτο να αναζητήσει τελική γραπτή συμφωνία, αφού ο κ. Παπαχρυσοστόμου που έκαμε τη συμφωνία δεν είχε τη δύναμη της μνήμης για να βεβαιώσει τι είχε διατυπωθεί στους διαλόγους των κ.κ. Αγγελίδη και Παπαχρυσοστόμου. Όπως είπαμε και πιο πάνω, το δικαστήριο δεν αναζήτησε γραπτή συμφωνία αφού ουδέποτε υπήρξε ένας τέτοιος ισχυρισμός. Το δε γεγονός ότι ο κ. Παπαχρυσοστόμου κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης δέχτηκε ότι δυνατόν σε κάποιο στάδιο των διαπραγματεύσεων να είχαν καταλήξει σε προφορική συμφωνία, προφανώς με τον κ. Αγγελίδη, τονίζει ακριβώς την αξιοπιστία του. Ήταν, όπως το αντιλαμβανόμαστε, η θέση του κ. Παπαχρυσοστόμου ότι ίσως επιτεύχθηκε προκαταρκτική συμφωνία μεταξύ των συνηγόρων, η οποία όμως τελούσε υπό την αίρεση της συγκατάθεσης των πελατών τους.

Η έφεση απορρίπτεται, με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντος, πλέον Φ.Π.Α..

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο